
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ.137/23
11 Ιουλίου 2025
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Α. Κ.
Αιτητής
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
Κος Δ. Κακουλλής, Δικηγόρος για τον αιτητή
Κα Ι. Χαραλάμπους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.20/12/22, η οποία του κοινοποιήθηκε αυθημερόν, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτησή του για παροχή διεθνούς προστασίας, ως άκυρης, παράνομης, αντισυνταγματικής και στερούμενης νομικού αποτελέσματος (Αιτητικό Α) και έκδοση απόφασης «επί της ουσίας του αιτήματος του Αιτητή [...] για διεθνή προστασία […] προς αντικατάσταση της προσβαλλόμενης απόφασης» (Αιτητικό Β).
Ως προκύπτει από την Ένσταση και τα στοιχεία του Διοικητικού Φακέλου, ο αιτητής κατάγεται από τη Λ. Δ. του Κονγκό (στο εξής ΛΔΚ), εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές μέσω κατεχομένων, στις 12/04/18 και υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας την ίδια μέρα (ερ.1-3, 13-15, 49).
Στις 20/03/19 και 28/03/19 πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις με τον αιτητή από την Υπηρεσία προς εξέταση του αιτήματός, όπου του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.29-49, 50-65). Μετά τη συνέντευξη ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση και στις 21/06/19 η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε (ερ.98-111).
Ακολούθως, ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία του επιδόθηκε διά χειρός στις 03/07/19, κατόπιν μετάφρασης του περιεχομένου της στην μητρική του γλώσσα (ερ.112-114, 2).
Κατά της ως άνω απόφασης ο αιτητής υπέβαλε στις 16/07/19 ιεραρχική προσφυγή, η οποία – κατόπιν της παύσης λειτουργίας της Αναθεωρητική Αρχής Προσφύγων – δόθηκε προς εξέταση στην Υπηρεσία Ασύλου (ερ.115-116).
Στην αίτηση διεθνούς προστασίας ο αιτητής καταγράφει ότι έφυγε από τη ΛΔΚ λόγω του ότι η τότε κυβέρνηση (σ.σ. η αίτηση υποβλήθηκε το 2018) του προέδρου Kabila ήθελε να τον σκοτώσει, ως αναφέρει, λόγω διαδηλώσεων που έγιναν στις 31/12/17 και 21/01/18 προκειμένου να παραιτηθεί ο πρόεδρος αυτός, επειδή ο αιτητής ανήκε σε ένοπλη ομάδα του πολιτικού κόμματος UDPS. Η κυβέρνηση, ως περαιτέρω κατέγραψε, σκότωσε δύο φίλους του ο ίδιος είναι ο μόνος που διέφυγε. Τότε ο αιτητής έφυγε από την Κινσάσα για να κρυφτεί στο Matadi, η αστυνομία απήγαγε τους γονείς του και «δεν τους [είδε] έκτοτε» ο αιτητής. Έτσι ο αιτητής ταξίδεψε με τη βοήθεια «ενός άνδρα στην Κινσάσα» μέχρι τα κατεχόμενα και φοβάται ότι αν επιστρέψει στην Κινσάσα θα τον σκοτώσουν, σημειώνει δε ότι δεν έχει οικογένεια.
Στη συνέντευξη ο αιτητής ανέφερε ότι γεννήθηκε και έζησε όλη του τη ζωή στην Κινσάσα, είναι άγαμος και άτεκνος, οι γονείς του έχουν αποβιώσει, έχει ένα αδελφό, ο οποίος και αγνοείται (οι γονείς και ο αδελφός του απήχθησαν στις 25/02/18) και ο ίδιος δεν έχει κάποιο πρόβλημα υγείας.
Αναφορικά με τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του ο αιτητής ανέφερε ότι η μητέρα του ήταν μέλος του κόμματος MPR, του οποίου ηγείτο ο Πρόεδρος Mobutu και όταν ανέλαβε την εξουσία το κόμμα AFDL με Πρόεδρο τον J. Kabila όλα τα μέλη του MPR αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα, ωστόσο η μητέρα του παρέμεινε εκεί. Το 2001, όταν ο αιτητής ήταν μόλις ενός έτους, και μετά από απειλές που δεχόταν, η μητέρα του δολοφονήθηκε. Ο πατέρας του, ο οποίος ήταν γνωστός έμπορος διαμαντιών στην περιοχή Tshikapa, αποδέχθηκε πρόταση που του έγινε περί το 2003 να συμμετέχει στο κόμμα UDPS, του οποίου ιδρυτής και ηγέτης ήταν ο Tshisekedi και είχε αναλάβει τον ρόλο του αρχηγού της νεολαίας του κόμματος και εκπροσώπου στην κοινότητα Ngaliema. Μετά τον θάνατο του Tshisekedi, το πρόσωπο που θα τον διαδεχόταν άρχισε να υποστηρίζει την παραμονή του Kabila στην εξουσία. Αυτό απογοήτευσε τον πατέρα του αιτητή, καθώς ο Kabila δε σεβόταν τα ανθρώπινα δικαιώματα και είχε παραμείνει στην εξουσία πολύ καιρό, παρά τη δυσαρέσκεια των πολιτών. Άρχισε να καταγγέλλει αυτή την προσέγγιση του κόμματός του με τον Kabila . Τον Φεβρουάριο 2017, ο πατέρας του προσχώρησε στο κόμμα Bundu-dia-Mayala (BDM), του οποίου ηγείτο ο Ne Muanda Nsemi και το οποίο διακήρυσσε την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου (αργότερα - στα ερ.36-35 - αναφέρει ότι ο πατέρας του έφυγε από το UDPS στις τον Μάρτιο 2017 και προσχώρησε στο BDM τον Απρίλιο 2017). Τον ίδιο μήνα, άτομα του UDPS απήγαγαν τον αιτητή από το σχολείο του ώστε να εκβιάσουν τον πατέρα του να επιστρέψει στο κόμμα, καθώς γνώριζε πολλά (μυστικά) για την συνεργασία του UDPS με τον Πρόεδρο Kabila. Αφού τον κράτησαν όμηρο για δύο μέρες, άφησαν τον αιτητή σε ένα γήπεδο ποδοσφαίρου και τον βοήθησε περαστικός να επιστρέψει σπίτι του.
Στις 17/05/17 ο αρχηγός του BDM μαζί με άλλα μέλη του κόμματος, απέδρασαν από τη φυλακή Makala όπου κρατούνταν για πολιτικούς λόγους και όλα τα μέλη του κόμματος εγκατέλειψαν τη χώρα καθώς διώκονταν ώστε να αποκαλύψουν πού βρίσκεται ο ηγέτης τους. Δύο φίλοι του πατέρα του αιτητή απήχθησαν και άλλα μέλη του κόμματος BDM καταζητούνταν. Ερωτηθείς αν συνέβη οτιδήποτε προσωπικά στον πατέρα του σε σχέση με το συμβάν της απόδρασης ο αιτητής απάντησε ότι απείλησαν να τον σκοτώσουν και, ερωτηθείς αν έχει συμβεί οτιδήποτε από όταν εγκατέλειψε τη χώρα, απάντησε ότι ενόσω βρισκόταν στα κατεχόμενα ενημερώθηκε ότι βρέθηκε το πτώμα του πατέρα του
Αναφορικά με την πολιτική ανάμιξη του ίδιου ο αιτητής ανέφερε ότι απ’ όταν ήταν μικρός, ο πατέρας του τον έπαιρνε μαζί του σε ομιλίες και δράσεις του κόμματος, ήταν μικρός για να γίνει μέλος του κόμματος (έπρεπε να ενηλικιωθεί) αλλά ο πατέρας του πάντα του μάθαινε πώς να μάχεται για το δίκαιο. Στις 31/12/17 ο αιτητής συμμετείχε μαζί με δύο φίλους του και τον πατέρα του σε πορεία που είχε διοργανώσει η αντιπολίτευση με αίτημα την αποχώρηση του προέδρου Kabila από την εξουσία. Στην πορεία βρισκόταν πλήθος κόσμου και επενέβησαν δυνάμεις ασφαλείας με χρήση δακρυγόνων και πυροβολώντας τον κόσμο. Το ίδιο βράδυ, μετά την πορεία, ο πατέρας του αιτητή βρήκε δολοφονημένη τη δεύτερη σύζυγό του στο σπίτι τους. Σύμφωνα με τα όσα ανέφερε στον αιτητή ο πατέρας του, τη σκότωσαν αστυνομικοί λόγω του ότι ο ίδιος κάλεσε κόσμο στην διαδήλωση και ως απειλή για την απόδραση του αρχηγού του BDM από την φυλακή.
Αναφορικά με το ενδεχόμενο επιστροφής του στη χώρα καταγωγής ο αιτητής ανέφερε ότι αντιμετωπίζει κίνδυνο λόγω της ανάμιξης του πατέρα του με την πολιτική, λόγω του ότι και ο ίδιος είχε ξεκινήσει να αναμιγνύεται με την πολιτική, σημειώνοντας ότι ο πατέρας του βρέθηκε δολοφονημένος και ο αδερφός του αγνοείται, μετά την απαγωγή τους και ότι όλα τα μέλη του Bundu-dia-Mayala έχουν στοχοποιηθεί.
Στα πλαίσια της 2ης συνέντευξης που έγινε ο αιτητής ανέφερε – ερωτώμενος σχετικά με τη διαδήλωση στις 25/02/18 – ότι αυτή διοργανώθηκε από την καθολική εκκλησία με αίτημα τον σεβασμό των δικαιωμάτων των πολιτών και τη διοργάνωση εκλογών από το CENI (Independent National Electoral Commission), ώστε να περιοριστούν οι δυνάμεις του Προέδρου. Η πορεία θα κατέληγε στο CENI, ωστόσο διασπάστηκε από νωρίς με την επέμβαση των δυνάμεων ασφαλείας, οι οποίες πυροβόλησαν στο πλήθος και πολλοί διαδηλωτές σκοτώθηκαν ενώ άλλοι συνελήφθησαν. Ο ίδιος, ως ανέφερε, συμμετείχε με έναν φίλο του, δεν ήταν μαζί με τον πατέρα του, ο οποίος συμμετείχε ως επικεφαλής της νεολαίας. Μετά τη διάλυση της πορείας, αφότου είχε διαφύγει των συλλήψεων και της επίθεσης της αστυνομίας, ο αιτητής επέστρεψε στο σπίτι του και ενημερώθηκε ότι είχαν απαγάγει τον πατέρα και τον μικρότερο αδερφό του ηλικίας 8 ετών. Τότε ο αιτητής κάλεσε ένα φίλο του πατέρα του που ανήκε επίσης στο κόμμα BDM, εκείνος μίλησε με άτομο των μυστικών υπηρεσιών (ANR) το οποίο του επιβεβαίωσε ότι έχουν συλλάβει μέλος του BDM ώστε να πάρουν πληροφορίες για το πού βρίσκεται ο αρχηγός του που απέδρασε και συμβούλευσε τον αιτητή να μην καλέσει την αστυνομία γιατί θα συλλάβουν τόσο τον ίδιο όσο και τον αιτητή. Ο αιτητής πήγε να μείνει με τον φίλο του πατέρα του στη συνοικία Ngaliema που απέχει περί τα 35 λεπτά από το σπίτι του. Τέσσερις μέρες αργότερα, έκανε έφοδο εκεί (στο σπίτι του φίλου του πατέρα του αιτητή) η αστυνομία, τους χτύπησαν, απειλούσαν τον φίλο του πατέρα του αιτητή να αποκαλύψει πού βρίσκεται ο αρχηγός του κόμματος και απήγαγαν την κόρη του, η οποία αγνοείται μέχρι σήμερα. Μερικές μέρες αργότερα απήγαγαν και τον αιτητή, τον μαχαίρωσαν και του ζητούσαν να αποκαλύψει πληροφορίες για το πού βρίσκεται ο αρχηγός. Τον άφησαν ελεύθερο λίγο αργότερα.
Σημειώνεται ότι και κατά την 1η συνέντευξη ο αιτητής αναφερόταν σε «εκκλησία» και «μέλη της εκκλησίας» ως ταυτόσημα με το κόμμα BDM. Κατόπιν διευκρινιστικών ο αιτητής επεξήγησε ότι ο αρχηγός που απέδρασε από τη φυλακή ήταν ο πνευματικός ηγέτης της εκκλησίας Bundu-Dia-Congo (την αναφέρει ως “black church), η οποία κηρύττει για τα δικαιώματα των λαών του Κονγκό στην κεντρική Αφρική. Η εκκλησία βρισκόταν στην οικία του Nsemi και την επισκέπτονταν πιστοί για να τον ακούσουν και να προσευχηθούν, καθώς, ως ανέφερε ο αιτητής, είχε ικανότητες να προβλέπει το μέλλον και να γιατρεύει ασθένειες. Ανάμεσα στους πιστούς ήταν και η οικογένεια του αιτητή, με τον ίδιο να την επισκέπτεται από την παιδική του ηλικία και να βαπτίζεται εκεί σε ηλικία 11 ετών. Τα άτομα που βοήθησαν στην απόδραση του ήταν όλοι πιστοί της εκκλησίας που είχαν βαπτισθεί και γι’ αυτό όλα τα άτομα της εκκλησίας έχουν στοχοποιηθεί ως στρατευμένοι του Nsemi. Μετά το περιστατικό της απόδρασης του Nsemi από τη φυλακή ο αιτητής ξεκίνησε να πηγαίνει στην προτεσταντική εκκλησία ώστε να μην στοχοποιηθεί ως πιστός του. Ερωτώμενος σχετικά ο αιτητής ανέφερε ότι οι μυστικές υπηρεσίες ANR έχουν λίστα με όλα τα ονόματα των πιστών του Nsemi και τα αναζητούν, καθώς θεωρούνται ύποπτοι για συνέργεια στην απελευθέρωσή του.
Οι καθ’ ων η αίτηση σχημάτισαν 4 ουσιώδεις ισχυρισμούς, ως ακολούθως, τους οποίους εξέτασαν.
1. Ταυτότητα, προφίλ και τόπος διαμονής του αιτητή
2. Ο πατέρας του αιτητή ήταν πρόεδρος της νεολαίας του κόμματος UDPS στην κοινότητα Ngaliema
3. Ο πατέρας του αιτητή ήταν πρόεδρος της νεολαίας του κόμματος Bundu Dia Mayala στην κοινότητα Ngaliema
4. Περιστατικά δίωξης του αιτητή λόγω της πολιτικής δράσης του πατέρα του
5. Ο αιτητής ενεπλάκη πολιτικά με το κόμμα Bundu Dia Mayala
6. Ο αιτητής εξασκούσε τη θρησκεία της εκκλησίας Bundu Dia Congo
Εκ των ως άνω οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν τον 1ο ουσιώδη ισχυρισμό, όμως απέρριψαν όλους τους υπόλοιπους ουσιώδεις ισχυρισμούς του αιτητή.
Επί του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού, ως καταγράφουν η καθ’ ων η αίτηση στην επίδικη έκθεση, κρίθηκε ότι οι ισχυρισμοί του αιτητή στερούνται λεπτομερειών σχετικά με το πως προσεγγίστηκε ο πατέρας του από το κόμμα UDPS, τη θέση και τον ρόλο αυτού εντός του κόμματος. Περαιτέρω αξιολογήθηκε αρνητικά το ότι ο αιτητής, σε σχετική ερώτηση που του υποβλήθηκε, ανέφερε ότι δεν γνωρίζει αν μπορούν να βρεθούν πληροφορίες για τον πατέρα του στο διαδίκτυο και – παρότι ανέφερε ότι είναι πιθανό ο πατέρας του να είχε κάποια έγγραφα που να αποδεικνύουν τη συμμετοχή του – ο ίδιος δεν γνωρίζει που τα είχε. Εξετάζοντας την εξωτερική συνοχή του εν λόγω ισχυρισμού, στα πλαίσια της οποίας εντοπίστηκαν πληροφορίες που αναφέρουν ότι το όνομα του αρχηγού νεολέας του κόμματος UDPS δεν είναι αυτό του πατέρα του αιτητή, κάνουν λόγο για ύπαρξη κάρτας μέλους του κόμματος και καταγράφουν συστηματική δίωξη των μελών του από τις αρχές, μεταξύ των οποίων επίθεση στα κεντρικά του γραφεία αλλά και σύλληψη και φυλάκιση ηγετικών και άλλων μελών του στη βάση κατηγοριών που αφορούν, μεταξύ άλλων, και την εξέγερση κατά της κυβέρνησης, με αφορμή διαδηλώσεις το 2016. Δεδομένων των όσων εντοπίστηκαν, τα οποία κρίθηκε ότι δεν συνάδουν με τα επ’ αυτού λεγόμενα του αιτητή ότι ο πατέρας του δεν αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα καθ’ ον χρόνο συμμετείχε στο κόμμα, αφού, ως αναφέρουν, οι πηγές, ως ανωτέρω συνοπτικά παρατίθενται, κάνουν λόγο για διώξης, οι καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν τον ισχυρισμό αυτό ως αναξιόπιστο, τόσο αναφορικά με την εσωτερική όσο και εξωτερική συνοχή του.
Επί του 3ου ουσιώδους ισχυρισμού, ως καταγράφεται στην επίδικη έκθεση, κρίθηκε ότι οι ισχυρισμοί του αιτητή περί συμμετοχής του πατέρα του στο κίνημα Bundu Dia Mayala υπήρξαν γενικόλογοι, ασαφείς και στερούνταν λεπτομερειών και στοιχείων αναφορικά με τον λόγο που αυτός έφυγε από το UDPS, τον ρόλο και τη δράση του στο κόμμα αυτό, αλλά και τις συναντήσεις στις οποίες συμμετείχε ο πατέρας του. Σχετικά με την εξωτερική συνοχή του εν λόγω ισχυρισμού, κατόπιν εντοπισμού πληροφοριών (ΠΧΚ) εκ των οποίων καταγράφεται η σύγκρουση του κόμματος UDPS με την (τότε) κυβέρνηση Kabila, οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι τα όσα ανέφερε ο αιτητής περί του ότι ο πατέρας του έφυγε από το κόμμα λόγω του ότι ανακάλυψε ότι αυτό συνέπραττε με την τότε κυβέρνηση δεν συνάδουν με της ΠΧΚ που εντοπίστηκαν. Συνεπεία των ως άνω οι καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν τον ισχυρισμό αυτό ως αναξιόπιστο, τόσο αναφορικά με την εσωτερική όσο και εξωτερική συνοχή του.
Επί του 4ου ουσιώδους ισχυρισμού κρίθηκε ότι το αφήγημα του αιτητή περιείχε χρονικές ασυνέπειες, τα όσα δε ανέφερε σχετικά με την κατ’ ισχυρισμό απαγωγή του από μέλη του UDPS ήταν ασαφή και στερούμενα λεπτομερειών, όπως και ο λόγος που ο πατέρας του δεν κατάγγειλε την απαγωγή του αιτητή στις αρχές. Περαιτέρω – εξίσου ασαφείς – κρίθηκε ο ισχυρισμός του αιτητή περί του ότι μαχαίρωσαν την μητριά του, καθώς, ως οι καθ’ ων η αίτηση αναφέρουν, δεν ήταν σε θέση να συνδέσει το περιστατικό με την πολιτική δράση του πατέρα του αλλά ούτε και την μετέπειτα ισχυριζόμενη απαγωγή του πατέρα του και του αδελφού του από αγνώστους, επί του οποίου υπήρξε ασαφής και γενικόλογος στις δηλώσεις του. Ομοίως ασαφείς κρίθηκαν και οι δηλώσεις του αιτητή αναφορικά με την απαγωγή του ιδίου και της κόρης του φίλου του πατέρα του στον οποίο διέμενε μετά την απαγωγή το πατέρα του. Επί τούτου εντοπίστηκε αντίφαση σχετικά με το που βρισκόταν ο ίδιος και τον χρόνο που έγινε η απαγωγή, αφού στην πρώτη συνέντευξη είχε αναφέρει ότι επέστρεφε στο σπίτι, ενώ στη δεύτερη ανέφερε ότι βρισκόταν στο κρεβάτι του όταν η αστυνομία μπήκε στο σπίτι του φίλου του πατέρα του. Στερούμενη λεπτομερειών κρίθηκε και η αφήγηση του αναφορικά με την απαγωγή του ιδίου, όπου κρίθηκε περαιτέρω ως μη ευλογοφανής η αναφορά του ότι μπήκε στο αμάξι των απαγωγέων του νομίζοντας ότι είναι ταξί. Στα πλαίσια εξέτασης της εξωτερικής συνοχής του εν λόγω ισχυρισμού οι καθ’ ων η αίτηση ανέτρεξαν και πάλι στις ΠΧΚ των οποίων έκαναν χρήση στα πλαίσια του 3ου ουσιώδους ισχυρισμού, καταλήγοντας ότι – δεδομένου ότι ο πατέρας του δεν κατάγγειλε την απαγωγή του αιτητή στις αρχές λόγω του ότι το κόμμα UDPS συνεργαζόταν με την κυβέρνηση, το οποίο κρίθηκε ότι δεν συνάδει με διαθέσιμες πληροφορίες – ο ισχυρισμός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός και γι’ αυτό απορρίφθηκε.
Επί του 5ου ουσιώδους ισχυρισμού κρίθηκε ότι οι αναφορές του αιτητή περί προσωπικής εμπλοκής του στην πολιτική κρίθηκε ότι υπήρξαν αντιφατικοί σχετικά με το πότε ο πατέρας του τον εισήγαγε στην ιδεολογία του κόμματος του. Επίσης, παρόλο που έδωσε γενικές πληροφορίες για τις διαδηλώσεις στις 31/12/17 και 25/02/18, εντούτοις δεν ήταν σε θέση να δώσει λεπτομέρειες για τη δική του δράση και ρόλο στα πλαίσια αυτών και εντοπίστηκε αντίφαση σχετικά με τη διαδήλωση στις 25/02/18 σχετικά με το ότι στην πρώτη συνέντευξη ανέφερε ότι είχε πάει με τον πατέρα του ενώ στη δεύτερη ανέφερε ότι δεν πήγαν μαζί. Όταν του υποβλήθηκε η αντίφαση αυτή ο αιτητής ανέφερε ότι στην πρώτη συνέντευξη αναφερόταν στη διαδήλωση στις 31/12/17. Ως κρίθηκε, δεδομένης της αμιγώς προσωπικής φύσης των ισχυρισμών του αιτητή, δεν θεωρήθηκε σκόπιμο να αναζητηθούν ΠΧΚ σχετικά με τα ως άνω και, ελλείψει εσωτερικής και εξωτερικής συνοχής, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίφθηκε.
Επί του 6ου ουσιώδους ισχυρισμού εντοπίστηκε αντίφαση αφού στην επίδικη αίτηση είχε καταγράψει ότι είναι προτεστάντης ενώ στη συνέντευξη ανέφερε ότι συμμετείχε στο θρησκευτικό κίνημα Bundu Dia Congo και όταν ο αιτητής ερωτήθηκε σχετικά ανέφερε ότι μεταστράφηκε στον προτεσταντισμό μετά τη σύλληψη του για να κρύψει τη σύνδεση του με το εν λόγω κίνημα/θρησκεία. Ως κρίθηκε, δεδομένης της αμιγώς προσωπικής φύσης των ισχυρισμών του αιτητή, δεν θεωρήθηκε σκόπιμο να αναζητηθούν ΠΧΚ σχετικά και, ελλείψει εσωτερικής και εξωτερικής συνοχής, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίφθηκε.
Συνεπεία των ως άνω οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι δεν πληρούνται τα κριτήρια για τη χορήγηση προσφυγικού καθεστώτος ή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας καθώς – στη βάση του προφίλ του αιτητή ως καταγράφεται (1ος ουσιώδης ισχυρισμός) - δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα να υποστεί μεταχείριση που ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, δεδομένου του προφίλ του αιτητή και της κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του (Κινσάσα) και δεν υπάρχουν στοιχεία που να δεικνύουν ότι θα υποστεί απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση σε περίπτωση επιστροφής του.
Στα πλαίσια της επίδικης ιεραρχικής προσφυγής ο αιτητής δεν προσκόμισε περαιτέρω στοιχεία και ούτε προέβαλε νέους ισχυρισμούς και συνεπώς η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί κατ’ ουσία επανάληψη και υιοθέτηση των ως άνω ευρημάτων και κατάληξης των καθ’ ων η αίτηση επί της αιτήσεως διεθνούς με την προσθήκη επικαιροποιημένης (τότε) εξέτασης της γενικής κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή. Ενόψει τούτου δεν κρίνω σκόπιμη την επανάληψη των ως άνω, ως αυτά καταγράφονται στην επίδικη εδώ απόφαση επί της ιεραρχικής προσφυγής. Αρκεί λοιπόν να σημειωθεί ότι η επίδικη απόφαση των καθ’ ων η αίτηση συνίσταται στην διαπίστωση της ορθότητας και νομιμότητας της απόφασης επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας, που αποτελούσε το αντικείμενο της επίδικης ιεραρχικής προσφυγής.
Για τους πιο πάνω λόγους η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη και εκδόθηκε κατά του αιτητή απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής.
Επί της αιτήσεως ο συνήγορος του αιτητή καταγράφει πληθώρα νομικών σημείων προς στήριξη της παρούσας.
Δια των γραπτών αγορεύσεων ο ευπαίδευτος συνήγορος του προωθεί και αναπτύσσει ισχυρισμούς που άπτονται του ότι δεν έγινε δέουσα έρευνα επί των ισχυρισμών του αιτητή ως αυτοί αναφέρθηκαν κατά τις συνεντεύξεις, δεν έγινε ορθή και επαρκής αξιολόγηση των λεγομένων του, με συνέπεια τα ευρήματα και η τελική κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση να είναι αποτέλεσμα πλάνης και – σε κάθε περίπτωση – δεν αιτιολογούνται τα επιμέρους ευρήματα τους επί των ουσιωδών ισχυρισμών του αιτητή αλλά ούτε και η κατάληξη τους ότι δεν υφίστανται εν προκειμένω ανάγκες παροχής διεθνούς προστασίας.
Επί των ισχυρισμών του αιτητή, κάνοντας πολλές ειδικές αναφορές στα λεγόμενα του ως αυτά καταγράφηκαν στο επίδικο πρακτικό της συνέντευξης και τα ευρήματα των καθ’ ων η αίτηση επί της αξιοπιστίας του, ως καταγράφονται στην επίδικη έκθεση, σημειώνει ότι θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο αιτητής υπήρξε δεόντως λεπτομερής και σαφής σε όλες του τις δηλώσεις και – περαιτέρω – αυτές συνάδουν με όλες τις πληροφορίες που εντόπισαν και παραθέτουν οι ίδιοι οι καθ’ ων η αίτηση. Καταλήγοντας επί τούτο, κατόπιν παράθεσης σχετικής νομολογίας, ο αιτητής εισηγείται ότι το επίπεδο απόδειξης που απαιτείται και το ευεργέτημα της αμφιβολίας συνηγορούν υπέρ του ότι όσα ανέφερε θα έπρεπε να κριθούν αρκετά και αξιόπιστα, ώστε να του αποδοθεί διεθνής προστασία, δεδομένου του ότι όσα ανέφερε συνάδουν με διαθέσιμες επί τούτου πληροφορίες. Σημειώνω ότι επί των κατ’ ιδία παραπομπών του αιτητή στα λεγόμενα του αλλά και τα αντίστοιχα ευρήματα των καθ’ ων η αίτηση, οι οποίες είναι πολλές και αφορούν συγκεκριμένα σημεία του αφηγήματος του, θα επανέλθω πιο κάτω, όπου τούτο κριθεί σκόπιμο για τους σκοπούς της πλήρους και εξ υπαρχής εξέτασης που διενεργεί το παρόν Δικαστήριο επί των ενώπιον του στοιχείων.
Επιπροσθέτως των ως άνω ο αιτητής αναφέρει ότι η επίδικη διαδικασία διήρκησε περί τους 55 μήνες, διάστημα που είναι σε παράβαση του αρ.13 (5) και (6) του Νόμου. Είναι επί τούτου η θέση του ότι η καθυστέρηση εν προκειμένω συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου και καθιστά την επίδικη απόφαση ακυρωτέα για τούτο και μόνο τον λόγο. Σημειώνει δε περαιτέρω ότι εκ της καθυστέρησης επηρεάστηκαν και άλλα δικαιώματα του αιτητή, καθώς, ως αναφέρει, έχει δημιουργήσει στο μεταξύ δεσμούς με τη Δημοκρατία και έχει αποξενωθεί πλήρως από τη χώρα καταγωγής του.
Οι καθ' ων η αίτηση εμμένουν στην νομιμότητα της επίδικης διαδικασίας και ορθότητα της κατάληξης τους και αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν δέουσας έρευνας και εξατομικευμένης εξέτασης, επαρκώς αιτιολογημένη και ουδεμία πλάνη έχει παρεισφρήσει κατά την λήψη τη. Αναφέρουν επίσης πως, πέραν του ότι ο χρόνος που διέρρευσε μέχρι να ληφθεί η επίδικη απόφαση δικαιολογείται αφού η πρώτη απόφαση ακυρώθηκε και έγινε επανεξέταση και, σε κάθε περίπτωση, οι προθεσμίες του αρ.13 του Νόμου είναι ενδεικτικές και όχι ανατρεπτικές. Σχετικά ειδικώς με τα ευρήματα τους επί της αναξιοπιστίας των ισχυρισμών του αιτητή, με αναφορά στα λεγόμενα του στη συνέντευξη, υπεραμύνονται των ευρημάτων τους αυτών ως εύλογων και λέγουν ότι, δεδομένης της αναξιοπιστίας του, δεν θα μπορούσε εδώ να αποδοθεί το ευεργέτημα της αμφιβολίας.
Έχω εξετάσει με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις των μερών, ως αυτές αναπτύχθηκαν με τις γραπτές αγορεύσεις που καταχωρήθηκαν και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.
Αναφορικά κατ’ αρχήν με τους ισχυρισμούς που άπτονται της διάρκειας της επίδικης εδώ διαδικασίας σημειώνω ότι η αίτηση διεθνούς προστασίας υπεβλήθη στις 12/04/18 και, αφότου διενεργήθηκαν 2 συνεντεύξεις στον αιτητή, στις 21/06/19 εξεδόθη απόφαση επί της αιτήσεως του, για την οποία έλαβε γνώση δια ενημερωτικής επιστολής στις 03/07/19, εκ των οποίων συνάγεται ότι η διαδικασία εκείνη ολοκληρώθηκε εντός 14 μηνών από της ενάρξεως της. Κατά της απόφασης αυτής ο αιτητής άσκησε στις 16/07/19 την επίδικη εδώ ιεραρχική προσφυγή, απόφαση επί της οποίας εξεδόθη στις 29/11/22, έγινε ενημέρωση δε του αιτητή σχετικώς στις 20/12/22.
Σημειώνω κατ’ αρχή και τονίζω ότι δεν εντοπίζω στο αρ.13 του Περί Προσφύγων Νόμου να ορίζεται συγκεκριμένη έννομη συνέπεια της υπέρβασης του τασσόμενου εκ του εν λόγω άρθρου μέγιστου χρόνου των 21 μηνών [βλ. αρ.13 (10)]. Τούτο αποτελεί από μόνο του ισχυρά ένδειξη ότι η τασσόμενη προθεσμία τίθεται ενδεικτικά. Άλλωστε στο αρ.11 (1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου προνοείται ότι «[οι] προθεσμίες που τάσσονται για έκδοση μιας διοικητικής πράξης είναι ενδεικτικές, εκτός αν ορίζεται ρητά ότι είναι ανατρεπτικές. Όμως η πράξη δεν μπορεί νόμιμα να εκδοθεί, αν από τη λήξη της προθεσμίας πέρασε υπέρμετρο χρονικό διάστημα που επιδρά ουσιαστικά στις νομικές ή πραγματικές προϋποθέσεις έκδοσης της πράξης.». Σημειώνω περαιτέρω ότι οι ως άνω πρόνοιες του αρ.13 του Νόμου αφορούν, ως και το αντίστοιχο αρ.31 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ (του οποίου αποτελεί την μεταφορά στην εθνική νομοθεσία), την πρωτοβάθμια διαδικασία εξέτασης αιτήσεως διεθνούς προστασίας και όχι τυχόν δευτεροβάθμια, ως εν προκειμένω. Άλλωστε θεωρώ πως αξίζει να υπομνησθεί ότι ο τίτλος του Κεφαλαίου ΙΙΙ, στο οποίο εντάσσεται το αρ.31 της ως άνω οδηγίας, είναι «ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΣΕ ΠΡΩΤΟ ΒΑΘΜΟ».
Λεχθέντων των ως άνω, τα οποία – τονίζω – αφορούν τη διαδικασία εξέτασης αιτήσεως διεθνούς προστασίας, δεν εντοπίζω εδώ παράβαση του μέγιστου χρόνου των 21 μηνών, ως εκ του ως άνω άρθρου του Νόμου ορίζεται. Τουναντίον, παρά την πολυπλοκότητα των νομικών και πραγματικών ζητημάτων που άπτονται των ισχυρισμών του αιτητή, η απόφαση επί της αιτήσεως, ως και ανωτέρω αναφέρω, ολοκληρώθηκε εντός του δια της οικείας νομοθεσίας χρονικού πλαισίου, και μάλιστα σε χρόνο κατά πολύ βραχύτερο, ήτοι εντός 14 από της υποβολής της αιτήσεως. Η δε μετέπειτα υποβολή εκ του αιτητή της εδώ επίδικης ιεραρχικής προσφυγής του, παρότι αναφαίρετο δικαίωμα του, οδήγησε εκ των πραγμάτων στο να διαρρεύσει το υπόλοιπο χρονικό διάστημα μέχρι την έκδοση της. Επί δε της διαδικασίας δευτεροβάθμιας εξέτασης της αιτήσεως του αιτητή, δεν έχω εντοπίσει σημείο στην οικεία νομοθεσία (ή στο αρ.31 - Οδηγία 2013/32/ΕΕ), δεν μου έχει άλλωστε υποδειχθεί κάτι άλλο, που να επιβάλλει αντίστοιχο χρονικό πλαίσιο με το ως άνω. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι, ως και στο αρ.31 αλλά και στην αιτιολογική σκέψη 18 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, η διαδικασία εξέτασης της αιτήσεως διεθνούς προστασίας (σε 1ο πάντοτε βαθμό) ολοκληρώνεται «το συντομότερο δυνατό, με την επιφύλαξη της διεξαγωγής κατάλληλης και πλήρους εξέτασης».
Επί των ως άνω, στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) στη C-756/21, X, ημ.29/06/23, όπου το ΔΕΕ απασχόλησε η επίδραση τυχόν υπερβολικής καθυστέρησης στο κύρος της διοικητικής και δικαστικής διαδικασίας, λέχθηκαν και τα εξής σχετικά:
«79. Όσον αφορά τις περιστάσεις αυτές, από τη νομολογία προκύπτει ότι, όταν η διάρκεια της διαδικασίας δεν καθορίζεται από διάταξη του δικαίου της Ένωσης, ο «εύλογος» χαρακτήρας της προθεσμίας που τηρήθηκε για την έκδοση της επίμαχης πράξεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με το σύνολο των περιστάσεων που χαρακτηρίζουν κάθε υπόθεση και, ιδίως, με τα συμφέροντα του διαδίκου που διακυβεύονται στη δίκη, την περιπλοκότητα της υποθέσεως, καθώς και τη συμπεριφορά των διαδίκων (πρβλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, CSUE/KF, C 14/19 P, EU:C:2020:492, σκέψη 122 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
82. Συγκεκριμένα δεδομένου ότι οι αποφάσεις σχετικά με το βάσιμο ή μη των αιτήσεων διεθνούς προστασίας πρέπει να λαμβάνονται κατόπιν συνεκτίμησης των προβλεπόμενων από την οδηγία 2004/83 ουσιαστικών κριτηρίων για την παροχή τέτοιας προστασίας, η μη τήρηση εύλογης προθεσμίας δεν είναι δυνατό να έχει ως συνέπεια, όταν δεν υφίσταται καμία ένδειξη ότι η υπερβολική διάρκεια της διοικητικής ή ένδικης διαδικασίας επηρέασε την επίλυση της διαφοράς, την ακύρωση της προσβαλλομένης διοικητικής αποφάσεως ή την εξαφάνιση της προσβαλλομένης δικαστικής αποφάσεως (πρβλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2014, Bolloré κατά Επιτροπής, C 414/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:301, σκέψη 84).
[…]
83. Αντιθέτως, όταν υφίστανται ενδείξεις ότι η υπερβολική διάρκεια μιας διοικητικής ή ένδικης διαδικασίας είναι δυνατόν να επηρέασε την επίλυση της διαφοράς, η μη τήρηση εύλογης προθεσμίας μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση της προσβαλλομένης διοικητικής αποφάσεως ή την εξαφάνιση της προσβαλλομένης δικαστικής αποφάσεως, ιδίως όταν η μη τήρηση αυτή έχει ως συνέπεια την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, τα οποία είναι θεμελιώδη δικαιώματα που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των γενικών αρχών του δικαίου, την τήρηση των οποίων διασφαλίζει το Δικαστήριο (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2011, Solvay κατά Επιτροπής, C 110/10 P, EU:C:2011:687, σκέψεις 47 έως 52).
[…]
85. Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο τέταρτο και στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το δίκαιο της Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 23, παράγραφος 2, και το άρθρο 39, παράγραφος 4, της οδηγίας 2005/85, έχει την έννοια ότι:
[…]
– ο μη εύλογος χαρακτήρας κάποιου από τα εν λόγω χρονικά διαστήματα δεν δύναται, αφ’ εαυτού και ελλείψει οποιασδήποτε ενδείξεως περί του ότι η υπερβολική διάρκεια της διοικητικής ή ένδικης διαδικασίας επηρέασε την επίλυση της διαφοράς, να δικαιολογήσει την εξαφάνιση της αποφάσεως του αρμόδιου πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.»
Δεν έχει καταδειχθεί εδώ κάτι που θα επέτρεπε συμπέρασμα ότι παρατηρήθηκε εδώ κάποια καθυστέρηση που εκφεύγει του εύλογου χρόνου για την εξέταση τόσο της 1ης αίτησης ασύλου όσο και της ιεραρχικής προσφυγής. Ακόμα δε και σε περίπτωση που η κατάληξη μου επί του εύλογου του χρονικού διαστήματος που διέρρευσε εν προκειμένω ήταν διαφορετική και πάλι δεν εντοπίζω σημείου εκ του όποιου η καθυστέρηση αυτή έχει καθ’ οιονδήποτε τρόπο επηρεάσει την επίλυση της διαφοράς ή το δικαίωμα άμυνας του αιτητή. Τα όσα δε αναφέρει περί ανάπτυξης στο μεταξύ δεσμών με τη Δημοκρατία δεν είναι αρκετά από μόνα τους για να ανατρέψουν τα ως άνω.
Ενόψει των ως άνω, δεδομένου ότι άπαντες οι λοιποί ισχυρισμοί του αιτητή που αφορούν την επάρκεια της έρευνας, αιτιολόγησης και της υπάρξεως πλάνης κατά τη λήψη αυτής συναρτώνται και συμπλέκονται με την ουσία της υπόθεσης και την ορθότητα της επίδικης απόφασης θα εξεταστούν μαζί με αυτή πιο κάτω.
Προχωρώ λοιπόν σε επί της ουσίας εξέταση των ισχυρισμών του αιτητή.
Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.98 του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι:
«Εάν ένας αιτών ισχυριστεί ότι συνελήφθη σε διαδήλωση για πρώτη φορά στη ζωή του, θα προξενούσε έκπληξη η αδυναμία του να παράσχει συγκεκριμένα στοιχεία σχετικά με το πότε, πού και με ποιον τρόπο έλαβε χώρα η σύλληψή του, παρότι στην περίπτωση αυτή τίθεται το ζήτημα του βαθμού λεπτομέρειας που μπορεί εύλογα να αναμένεται. Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.».
Στην σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρεται ότι:
«[Οι] δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305). […]
Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»
Σημειώνω εδώ ότι, δεδομένου ότι ο αιτητής ήταν ανήλικος κατά τα γεγονότα τα οποία περιγράφει (ήταν 17 ετών και 11 μηνών όταν υπέβαλε αίτηση ασύλου), θα πρέπει τα όσα αναφέρει να εξεταστούν και υπό το πρίσμα των πιο κάτω.
Ειδικώς σε περιπτώσεις ανήλικων, στο ίδιο εγχειρίδιο, σελ. 142, αναφέρεται ότι «[κ]ατά την αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων και της αξιοπιστίας στην περίπτωση ανήλικων αιτούντων (439), είναι απαραίτητο να εφαρμόζεται διαφοροποιημένη προσέγγιση τόσο σε σχέση με τα προσωπικά (υποκειμενικά) αποδεικτικά στοιχεία που τους αφορούν όσο και σε σχέση με τον τρόπο αλληλεπίδρασης των στοιχείων αυτών με πληροφοριακά (αντικειμενικά) αποδεικτικά στοιχεία, για παράδειγμα, σχετικά με τις συνθήκες της χώρας.».
Περαιτέρω, στις σελ.151-153 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρονται τα κάτωθι:
«Προκειμένου να είναι ρεαλιστικές οι προσδοκίες σχετικά με την ικανότητα των ανήλικων αιτούντων να ανακαλούν γεγονότα του παρελθόντος και να απαντούν σε ερωτήσεις, είναι σημαντικό να γίνει κατανοητός ο τρόπος λειτουργίας της μνήμης των ανηλίκων. Η μνήμη εξαρτάται από το στάδιο ανάπτυξης και την ωριμότητα του ανηλίκου. Επομένως, ανάλογα με την ηλικία και την ωριμότητά του, ένας ανήλικος ενδέχεται να αντιμετωπίζει περισσότερες δυσκολίες όσον αφορά την αντίληψη του χρόνου και τον υπολογισμό του κινδύνου (478).
[…]
Οι ατομικές και ευρύτερες περιστάσεις του παιδιού, όπως το στάδιο ανάπτυξης και η προσωπική του ικανότητα, θα πρέπει να εξετάζονται προσεκτικά όταν χρησιμοποιούνται «συνήθεις» δείκτες αξιοπιστίας.
- Επαρκώς λεπτομερείς και συγκεκριμένες πληροφορίες: Τα παιδιά αφηγούνται συνήθως τις ιστορίες τους με λιγότερες λεπτομέρειες από ό,τι οι ενήλικες. Παρότι μπορεί να είναι σε θέση να δώσουν λεπτομέρειες, χρειάζονται περισσότερη στήριξη για να τις περιγράψουν. Τα παιδιά μπορεί επίσης να επικεντρώνονται σε πολύ διαφορετικά ζητήματα και να έχουν διαφορετικά ενδιαφέροντα από τους ενήλικες και τούτο θα επηρεάσει τα στοιχεία για τα οποία μπορούν να παράσχουν τις περισσότερες λεπτομέρειες.
- Γενικά, η εσωτερική συνέπεια έχει περιορισμένη αξία, ως δείκτης αξιοπιστίας, στην περίπτωση των παιδιών. Επιπλέον όλων των γενικών στρεβλώσεων της μνήμης που συνεπάγονται φυσιολογικές ανακολουθίες, συχνά τα παιδιά επηρεάζονται ειδικότερα από την υποβολιμότητα των ερωτήσεων, τις στρεβλωτικές συνέπειες της έλλειψης εμπιστοσύνης και τις αναπτυξιακές μεταβολές της μνήμης (ιδίως στους εφήβους).
- Εξωτερική συνέπεια: Οι δηλώσεις του παιδιού θα πρέπει να συγκρίνονται πολύ προσεκτικά με τις πληροφορίες για τη χώρα ή τις μαρτυρίες ενηλίκων. Συχνά τα παιδιά δεν γνωρίζουν ορισμένες σημαντικές πληροφορίες για τη χώρα, την κοινότητά τους κ.λπ. λόγω περιορισμένης εκπαίδευσης, έλλειψης ειδικού ενδιαφέροντος ή του αναπτυξιακού σταδίου στο οποίο βρίσκονται (483).
Ορισμένα κράτη μέλη εφαρμόζουν την προσέγγιση που περιγράφεται στο Εγχειρίδιο της UNHCR, το οποίο αναφέρει σχετικά με την εκτίμηση της αξιοπιστίας ότι «αν η αφήγηση του αιτούντος φαίνεται αξιόπιστη, η περίπτωσή του πρέπει, εκτός αν υπάρχουν σοβαροί λόγοι για το αντίθετο, να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας» (484). H UNHCR αναγνωρίζει επίσης ότι η εκτίμηση της αξιοπιστίας ενός ανήλικου «διέπεται από φιλελεύθερη εφαρμογή της αρχής “του ευεργετήματος της αμφιβολίας”» (485). Σε όλα τα κράτη μέλη, ανεξάρτητα από την εφαρμογή ή μη της προσέγγισης αυτής, κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας του ανηλίκου πρέπει να λαμβάνεται δεόντως υπόψη η ηλικία και ο βαθμός ευαισθησίας.»
Στις Κατευθυντήριες Οδηγίες [1] για Εξέταση των Αιτημάτων Ασύλου των Παιδιών, της UNHCR, σημειώνεται σχετικώς τα εξής:
«4. Η υιοθέτηση ευαισθητοποιημένης στις ανάγκες των παιδιών ερμηνείας της Σύμβασης του 1951 δεν σημαίνει ότι τα παιδιά αιτούντες άσυλο δικαιούνται αυτομάτως να αναγνωριστούν πρόσφυγες. Το παιδί που αιτείται άσυλο οφείλει να αποδείξει ότι διατρέχει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων. Η ηλικία, όπως και το φύλο, ασκούν καθοριστική επιρροή στον καθορισμό του καθεστώτος του πρόσφυγα4.»
Ενόψει και κατ’ εφαρμογή και των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών, θα διαφωνήσω με επί πολλών σημείων των επιμέρους ευρημάτων των καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με τους 2ο, 3ο, 4ο, 5ο και 6ο ουσιώδη ισχυρισμό του αιτητή, για τους λόγους που θα εξηγήσω.
Σημειώνω κατ’ αρχή ότι τα γεγονότα που ο αιτητής περιγράφει στα πλαίσια των ως άνω ισχυρισμών του αφορούν χρόνο που αυτός – σύμφωνα με την ηλικία του, ως έγινε δεκτή και από τους καθ’ ων η αίτηση – ήταν 17 ετών. Η ηλικία αυτή, λαμβανομένου υπόψη τόσο των ίδιων των ισχυρισμών του όσο και της επαρκούς κατανόησης που – ως προκύπτει από τις απαντήσεις που δίδει κατά τις συνεντεύξεις που του έγιναν, ως εμφαίνονται στα πρακτικά που βρίσκονται στον φάκελο – φαίνεται να έχει των ερωτήσεων που του είχαν υποβληθεί, επιτρέπει, στα πλαίσια πάντοτε μιας πιο ευαισθητοποιημένης προσέγγισης, το συμπέρασμα ότι ο αιτητής είχε κατά τη συνέντευξη την ωριμότητα να αντιληφθεί το περιεχόμενο και το διακύβευμα της συνέντευξης και επαρκή ανάπτυξη ώστε να είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της εξέτασης των ισχυρισμών του.
Λαμβανομένων υπόψη και των ως άνω, έχοντας διέλθει με προσοχή τους ισχυρισμούς του αιτητή κατά τη συνέντευξη, καταλήγω ότι άπαντες οι ισχυρισμοί του φέρουν πολλά από τα γνωρίσματα εσωτερικής συνοχής και αξιοπιστίας. Συγκεκριμένα, οι ισχυρισμοί του φέρουν, δεδομένης και της ηλικίας του, εύλογη συνοχή και στοιχεία, τα οποία περαιτέρω, ως κατωτέρω θα εξηγήσω, συνάδουν στη συντριπτική τους πλειοψηφία με διαθέσιμες πληροφορίες για τη δράση του κόμματος UDPS, Bundu Dia Mayala, του θρησκευτικού κινήματος Bundu Dia Congo αλλά και, σε λιγότερο βαθμό, των διαδηλώσεων στις οποίες κατ’ ισχυρισμό συμμετείχε ο ίδιος. Ο αιτητής παραθέτει ένα συνεκτικό αφήγημα που φέρει πολλά στοιχεία από γεγονότα και καταστάσεις και απαντά με σαφήνεια και λεπτομερώς σε ερωτήσεις που αφορούν τα ως άνω κόμματα, κινήματα και γενικό πολιτικό κλίμα στη ΛΔΚ κατά τον χρόνο που αυτός τοποθετεί τα όσα αναφέρει. Διαβάζοντας όμως με τη δέουσα προσοχή τα λεγόμενα του ως έχουν καταγραφεί, παρατηρώ ότι εξ αυτών – σε όλη την έκταση και επί όλων των πτυχών αυτών – απουσιάζει κάθε ψήγμα βιωματικού στοιχείου ή λεπτομέρειας που αφορά την εμπλοκή του ιδίου σε γεγονότα τα οποία – ως ισχυρίζεται – βίωσε. Σε όλους τους ισχυρισμούς που αφορούν προσωπικά του βιώματα ο αιτητής, παρότι ερωτήθηκε επισταμένα, δεν ήταν σε θέση να παραθέσει την παραμικρή βιωματική λεπτομέρεια ή στοιχείο.
Χαρακτηριστικά εντοπίζω ότι ο αιτητής περιγράφει τα δύο κατ’ ισχυρισμό περιστατικά στα οποία απήχθη από αγνώστους, τη συμμετοχή του σε δύο διαδηλώσεις (31/12/17 και 25/02/18), την απαγωγή του πατέρα και του αδελφού του αλλά και της κόρης του φίλου του πατέρα του στον οποίο διέμενε προτού διαφύγει από τη χώρα, όμως αδυνατεί να δώσει έστω κατ’ ελάχιστο κάποια ανάμνηση του, με ιδιαίτερη λεπτομέρεια, κάποιο στοιχείο που θα έπειθε ότι το κατά τα τ’ άλλα πλούσιο αφήγημα του περιέχει βιώματα του ιδίου. Επί τούτου θεωρώ ότι, δεδομένης και της ωριμότητας που παρουσιάζει όσον αφορά την παράθεση του συνόλου των ισχυρισμών του, δεν είναι εύλογο ο αιτητής να μην μπορεί να παραθέσει τι βίωσε κατά τη διάρκεια των κρατήσεων του. Σημειώνω εδώ ότι για την 1η απαγωγή του αναφέρει ότι όποτε επιχειρούσε να μιλήσει τον χτυπούσαν, χωρίς τελικά να αναφέρει την παραμικρή λεπτομέρεια, κάποιο συναίσθημα του, με απλά λόγια τον τρόπο που βίωσε την απαγωγή του αυτή και την κράτηση του σε άγνωστο μέρος. Ομοίως, τόσο επί της συμμετοχής του στις δύο διαδηλώσεις όσο και τη δεύτερη κατ’ ισχυρισμό απαγωγή του ο αιτητής αδυνατεί και πάλι να αναφέρει κάποιο στοιχείο που θα αναμενόταν να είναι σε θέση να ανακαλέσει.
Αυτό που θεωρώ ότι ελλείπει από το αφήγημα του αιτητή είναι κάποια ανάμνηση, έστω φωτογραφική ή κάποιο συναίσθημα που βίωσε κατά τα γεγονότα που περιγράφει. Αντ’ αυτού η αφήγηση του παραμένει αποστασιοποιημένη από αυτά που περιγράφει. Σχετικά δε με τη συμμετοχή του σε διαδηλώσεις, ομοίως και πάλι, παρότι είναι σε θέση να δώσει στοιχεία για τις διαδηλώσεις αυτές, τα οποία, ως κατωτέρω θα εξηγήσω, συνάδουν με διαθέσιμες πληροφορίες (ΠΧΚ) και πάλι υστερεί από του να αναφέρει τα βιώματα του ιδίου, που βρισκόταν, τι άκουσε, τι θυμάται, τι έχει εντυπωθεί, ενδεχομένως ανεξίτηλα, στην μνήμη του από τα ως άνω γεγονότα. Αυτό θα μπορούσε να είναι μια στιγμή, κάτι που άκουσε, κάτι συγκεκριμένο που είδε, κάτι που ένιωσε, κάτι που μύρισε, κάτι το οποίο τον τραυμάτισε ψυχικά, τον αηδίασε, τον θύμωσε ή κάτι που του προκάλεσε κάθε άλλο συναίσθημα, ως είναι ανθρωπίνως εύλογα αναμενόμενο
Παρότι λοιπόν εν προκειμένω διαφωνώ με τα επιμέρους ευρήματα των καθ’ ων η αίτηση, την υπέρμετρη βαρύτητα που δόθηκε σε σημεία που – ως έκριναν - περιέχουν αντιφάσεις, κενά και ασάφειες αλλά και το εύρημα περί του ότι δεν συνάδουν τα λεγόμενα του με ΠΧΚ που εντοπίστηκαν, είναι και δική μου κατάληξη, για του λόγους που εξηγώ πιο πάνω, ότι, ως προκύπτει από ανάγνωση του επίδικου πρακτικού της συνέντευξης, τα λεγόμενα του αιτητή, παρότι συνεκτικά και με πλήθος αναφορών σε γεγονότα που επιβεβαιώνονται από ΠΧΚ, στερούνται εντούτοις επί όλης της έκτασης τους κάθε ψήγματος στοιχείων, τα οποία θα έδιδαν την απαιτούμενη βιωματική διάσταση στα όσα εξιστορεί. Τούτο γιατί, ως και ανωτέρω εξηγώ, σε κανένα σημείο του αφηγήματος του ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να αναφέρει, έστω το ελάχιστο, απ’ αυτό που εύλογα θα αναμενόταν να είναι σε θέση να αναφέρει, ήτοι μια πλήρη, συνεκτική, ευλογοφανή παράθεση ορισμένων μικρών σημείων και λεπτομερειών, που θα ήταν απίθανο να προσέξει ή να είναι σε θέση να ανακαλέσει άτομο που δεν είχε βιώσει την εμπειρία που αυτός παραθέτει. Χαρακτηριστική είναι η διατύπωση που χρησιμοποιείται στην απόφαση του UKIAT (Δευτεροβάθμιο Tribunal του Ηνωμένου Βασιλείου) στην HS (Homosexuals: Minors, Risk on Return) Iran v. Secretary of State for the Home Department [2005] UKAIT 00120, ημ.04/08/05 [2], όπου, στην παρ.128, το Δικαστήριο, κατά την αξιολόγηση των ισχυρισμών του εκεί αιτητή, ανέφερε ότι «there is the full, consistent detail and the plausible noting of small points, unlikely to be observed or recounted by a person who had not had the experience described. ». Αυτό ελλείπει εν προκειμένω καταφανώς από το αφήγημα του αιτητή.
Δεν παραγνωρίζω βεβαίως ότι ένα μεγάλο μέρος του αφηγήματος του συνάδει με ΠΧΚ που εντοπίζονται σχετικά, μέρος των οποίων παραθέτουν και οι καθ’ ων η αίτηση στην επίδικη έκθεση.
Σχετικώς εντοπίζω της κάτωθι πληροφορίες (ΠΧΚ).
Αναφορικά με το κόμμα UDPS παραθέτω τα εξής.
Το κόμμα Union for Democracy and Social Progress (Union pour la démocratie et le progrès social, UDPS), ήταν το βασικό κόμμα της αντιπολίτευσης μέχρι τις εκλογές του 2018. Κατά τα έτη 2017-2018, οι σχέσεις του κόμματος UDPS και του κυβερνώντος κόμματος του προέδρου Kabila ήταν τεταμένες και από το 2016 είχαν σημειωθεί βίαια περιστατικά μεταξύ μελών του κόμματος και των δυνάμεων ασφαλείας [3]. Συγκεκριμένα το 2016, ο τότε Πρόεδρος Kabila ήταν στο τέλος της δεύτερης θητείας του και, λόγω του συνταγματικού ορίου 2 θητειών, δεν του επετράπη να διεκδικήσει επανεκλογή. Ωστόσο, ο Kabila παρέμεινε στην εξουσία για άλλα δύο χρόνια και μέσω της υπερβολικής χρήσης βίας και ενός περίτεχνου συστήματος διαφθοράς, μπόρεσε να αναβάλει τις εκλογές. Αυτό προκάλεσε αντιδράσεις και την διοργάνωση διαμαρτυριών σε όλη τη χώρα που είχαν ως αποτέλεσμα τον Δεκέμβριο του 2018 να διεξαχθούν γενικές εκλογές.
Ο Πρόεδρος Tshisekedi ανακηρύχθηκε νικητής των εκλογών. Εντούτοις το κόμμα του, το UDPS, σε συνδυασμό με τον συνασπισμό στον οποίο ήταν υποψήφιος, CACH, κέρδισαν μόνο 48 από τα 500 κοινοβουλευτικά καθίσματα. Για να εξασφαλίσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και τη δυνατότητα σχηματισμού της επόμενης κυβέρνησης, το CACH σχημάτισε συμμαχία με το FCC - την πολιτική πλατφόρμα κομμάτων που υποστήριζαν τον απερχόμενο πρόεδρο Kabila. Η εξουσία του Προέδρου Tshisekedi ήταν περιορισμένη στα πρώτα χρόνια καθότι δεν κατείχε τη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και ο Tshisekedi έπρεπε να βασιστεί στην υποστήριξη του FCC - της πολιτικής πλατφόρμας του πρώην προέδρου Kabila. Κατά το 2020, ο Tshisekendi έκανε σημαντικά βήματα προς το να χτίσει ισχυρή υποστηρικτική βάση στους κρατικούς θεσμούς.[4] Τον Δεκέμβριο του 2020, ο Tshisekedi ανακοίνωσε τη διάλυση της κυβέρνησης του και λίγο αργότερα, δύο χρόνια από τις εκλογές του 2018, ο Tshisekedi εξασφάλισε την υποστήριξη της πλειοψηφίας στην Εθνοσυνέλευση (400 από σύνολο 500 εδρών). Πηγή του IRB Καναδά στις 28/02/21 αναφέρει ότι ο νέος πρόεδρος κατάφερε να εισάγει υποστηρικτές του σε όλους του θεσμούς, συμπεριλαμβανομένων των εκλογικών και δικαστικών [5] και, κατά το τέλος του Ιανουαρίου 2021, ο πιστός στο προηγούμενο καθεστώς πρωθυπουργός αναγκάστηκε σε παραίτηση.[6] Στις 12/04/21 ανακοινώθηκε νέα κυβέρνηση κατόπιν διαπραγματεύσεων, η οποία αποτελείται από κόμματα μέλη του συνασπισμού του προέδρου Felix Tshisekedi, το «Union Sacre», και δίνει σ’ αυτόν τον πλήρη έλεγχο της κυβέρνησης.[7] Σε πρόσφατες εκλογές στη χώρα τον Δεκέμβριο 2023 ο Tshisekedi επανεκλέχθηκε με ποσοστό πέραν του 70%. [8]
Αναφορικά με τo κίνημα Bundu Dia Kongo, τον ηγέτη του, τη φυλάκιση, την απόδραση του από τη φυλακή Makala και το κόμμα Bundu Dia Mayala εντοπίζω τα εξής.
To Bundu Dia Kongo (BDK) θεωρείται «πολιτικο-θρησκευτική αίρεση» ή «πολιτικο-μυστικιστική-θρησκευτική οργάνωση» και αποσχιστική ομάδα. Η έκφραση Bundu dia Kongo σημαίνει «Ένωση λαών του Μπακόνγκο» ή «Βασίλειο του Κονγκό» στη γλώσσα Kikongo. Ο αρχηγός του κινήματος επιδιώκει μεγαλύτερη ανεξαρτησία για την περιοχή του Κεντρικού Κονγκό ώστε να αναβιώσει το αρχαίο βασίλειο του Κονγκό. Σύμφωνα με πηγές, το BDK / BDM είναι αντίθετο με τον πρόεδρο Joseph Kabila. Πηγές αναφέρουν ότι το 2009 ή το 2010, μετά την απαγόρευση ή τη διάλυσή του, το BDK ανασυστάθηκε στο πολιτικό κόμμα του BDM (Bundu Dia Mayala). Το OHCHR και η MONUSCO αναφέρουν ότι η κυβέρνηση απέσυρε την έγκρισή της για το BDM πριν από τις εκλογές του 2011 και την έδωσε το 2015. Το Institut français des relations internationales (IFRI) σημειώνει ότι «το BDK είναι ο θρησκευτικός κλάδος» του BDM και ότι «στην πράξη, είναι δύσκολο να γίνει διάκριση μεταξύ του BDK και το BDM ».[9]
Στις 17/05/17, οι υποστηρικτές του ηγέτη του κινήματος επιτέθηκαν στην φυλακή Makala, όπου κρατούνταν, στην Kinshasa, και έτσι κατάφερε να δραπετεύσει τόσο αυτός, όσο και 50 έως 4.000 ακόμη συγκρατούμενοί του. Ο ηγέτης (Zacharie Badiengila γνωστός και ως Ne Muanda Nsemi) είχε συλληφθεί τον Μάρτιο 2017 κατά την διάρκεια θανατηφόρων συμπλοκών μεταξύ υποστηρικτών του και αστυνομίας.[10] Μετά την απόδραση, δεκάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν σε περιστατικά βίας που ακολούθησαν.[11]
Μετά την απόδραση του ηγέτη του κινήματος αυτός συνελήφθη εκ νέου στις 24/04/20, όταν και έγινε αιματηρή επιδρομή των δυνάμεων ασφαλείας στην οικία του, κατά την οποία σημειωθήκαν 33 θάνατοι. Ο Ne Muanda Nsemi απεβίωσε τον Οκτώβριο 2023 από ασθένεια. Σημειώνεται ότι το 2007-2008 έλαβαν χώρα εκτεταμένες επιχειρήσεις κατά υποστηρικτών του κινήματος κατά τη διάρκεια των οποίων καταγράφηκαν 300 θάνατοι υποστηρικτών και παρακείμενων. Μεταξύ Απριλίου και Μαρτίου και Αυγούστου 2017 έγιναν και πάλι μεγάλες επιδρομές κατά υποστηρικτών του κινήματος με αποτέλεσμα τον θάνατο 90 ανθρώπων. Ορισμένα μέλη του κινήματος απελευθερώθηκαν πρόσφατα, μετά τον θάνατο του Ne Muanda Nsemi, μετά από 15 χρόνια φυλάκισης. [12]
Αναφορικά με τις διαδηλώσεις 31/12/17 και 25/02/18 παραθέτω τα εξής.
Στις 31/12/17 έγινε όντως μεγάλης κλίμακας διαδηλώσεις στην Κινσάσα κατά του τότε προέδρου J. Cabila και της αθέτησης της συμφωνίας του για παράδοση της εξουσίας, στη διάρκεια των οποίων έγινε χρήση υπερβολικής βίας από τις δυνάμεις ασφαλείας, με αποτέλεσμα τον θάνατο τουλάχιστον 8 διαδηλωτών, τον τραυματισμό δεκάδων άλλων, τη σύλληψη και φυλάκιση πολλών άλλων, εκ των οποίων ορισμένοι απελευθερώθηκαν μήνες μετά.[13]
Σε έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας αναφέρεται ότι ο Rossy Tshimanga, ακτιβιστής υπέρ της δημοκρατίας, σκοτώθηκε στις 25/02/2018 σε ηλικία 36 ετών κατά τη διάρκεια διαδήλωσης από πυρά αστυνομικών στην καθολική εκκλησία του Αγίου Benoît στην Lemba της Kinshasa. Αυτόπτες μάρτυρες δήλωσαν στη Διεθνή Αμνηστία ότι ο Rossy Tshimanga πυροβολήθηκε στην κοιλιά ενώ έκλεινε την πύλη της εκκλησίας για να προστατεύσει τους διαδηλωτές που είχαν καταφύγει εκεί αφού διασκορπίστηκαν από αστυνομικές δυνάμεις. Αρχικά η αστυνομία αρνήθηκε την εμπλοκή της στο περιστατικό αλλά την επόμενη μέρα έγιναν σχετικές δηλώσεις ότι ο Rossy Tshimanga τραυματίστηκε σοβαρά από σφαίρα κατά την διάρκεια συμπλοκής του με αστυνομικές δυνάμεις και κατέληξε. Περιστατικά υπέρμετρης αστυνομικής καταστολής σημειώθηκαν και κατά τη διάρκεια της κηδείας ενώ τοπικές οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα κατηγόρησαν τις αρχές για προσπάθεια αποτροπής της ταφής του. Πηγές αναφέρουν ότι δύο άτομα σκοτώθηκαν, 47 τραυματίστηκαν κατά το ως άνω περιστατικό και πέραν των 100 ατόμων συνελήφθησαν, οι δε διαδηλωτές δεν κατάφεραν να φτάσουν στο σημείο που θα άρχιζε η διαδήλωση μετά την κυριακάτικη λειτουργία. [14],[15]
Εκ των ως άνω καταλήγω στο ότι τα λεγόμενα του αιτητή, ως και πιο πάνω αναφέρω, συνάδουν με διαθέσιμες πληροφορίες αναφορικά με την ύπαρξη, δράση και σκοπό του κόμματος UDPS, των κινημάτων BDK και BDM, του ηγέτη του τελευταίου και το ιστορικό βίας κατά των υποστηρικτών του κινήματος από τις δυνάμεις ασφαλείας. Ομοίως φαίνεται να επιβεβαιώνεται ότι έλαβαν χώρα διαδηλώσεις στις 31/12/17 και στις 25/02/18, ως ο αιτητής αναφέρει, με τη σημείωση ότι η διαδήλωση στις 25/02/18, κατ’ αντίθεση με τα όσα αναφέρει, τελικώς δεν έλαβε χώρα, μετά τη βίαιη καταστολή της.
Σημειώνεται εδώ ότι τα περιστατικά στις 25/02/18 αφορούσαν την βίαιη επέμβαση των δυνάμεων ασφαλείας εντός εκκλησίας, κατά τη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκε γνωστός ακτιβιστής, επί του οποίου δεν φαίνεται να γνώριζε ο αιτητής. Σημειώνεται περαιτέρω ότι στην αρχική του αίτηση μιλά μόνο για συμμετοχή του σε διαδηλώσεις και στο ότι του αποδιδόταν από τις αρχές συμμετοχή σε παραστρατιωτική ομάδα του UDPS και όχι, ως ακολούθως, στη συνέντευξη του είχε ισχυριστεί, περί συμμετοχής του σε ένοπλη ομάδα του Bundu Dia Kongo, αντιφάσεις οι οποίες έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα, λαμβανομένων υπόψη και των όσων πιο πάνω εξηγώ περί της απουσίας βιωματικών στοιχείων εκ του αφηγήματος του αιτητή.
Λεχθέντων των ως άνω δεν παραγνωρίζω ότι τα όσα ο αιτητής ανέφερε συνάδουν με διαθέσιμες σχετικά πληροφορίες, ως και ανωτέρω καταγράφονται. Όμως δεν είναι τούτο αρκετό για να υπερκεράσει την πλήρη απουσία βιωματικών λεπτομερειών και στοιχείων επί του συνόλου του αφηγήματος του αιτητή, ως και ανωτέρω επί τούτου λεπτομερώς εξηγώ. Άλλωστε, ως και στο εγχειρίδιο EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», σελ.131, αναφέρεται, «[η] γενικευμένη προσβασιμότητα πολλών πηγών ΠΧΚ, μέσω του διαδικτύου ή άλλων μέσων ενημέρωσης, συνεπάγεται την ανάγκη οι δικαστικοί λειτουργοί να έχουν υπόψη τους την πιθανότητα ορισμένες αιτήσεις διεθνούς προστασίας να έχουν καταρτιστεί κατά τρόπο ώστε να είναι συνεπείς με τις συναφείς ΠΧΚ. ».
Τα ως άνω τυγχάνουν εφαρμογής και εν προκειμένω.
Είναι λοιπόν κατάληξη μου ότι ο αιτητής, στην προσπάθεια του να στηρίξει την αίτηση του, βασίστηκε σε πλήθος ευρέως γνωστών πληροφοριών και στοιχείων, προκειμένου να σχηματίσει ένα πολύπλοκο και εκτενές αφήγημα, το οποίο συνάδει – κατά το μεγαλύτερο μέρος αυτού αλλά όχι απόλυτα - μ’ αυτές, όμως – αναπόφευκτα – εξ αυτού ελλείπει η απαραίτητη βιωματική διάσταση και λεπτομέρειες. Είναι δε δεδομένο ότι η εξωτερική συνοχή ισχυρισμών δεν μπορεί να οδηγήσει σε αποδοχή τους, όταν αυτοί στερούνται εσωτερικής συνοχής, η οποία, παρά τη συνολική θεώρηση των δεικτών αξιοπιστίας, παραμένει πρωταρχικής και καίριας σημασίας, καθώς αντίθετη προσέγγιση θα οδηγούσε σε αποδοχή αφηγημάτων τα οποία συνάδουν με διαθέσιμες πληροφορίες, στερούνται παντελώς και καταφανώς κάθε ψήγματος εσωτερικής αξιοπιστίας. Τούτο γιατί ζητούμενο πάντοτε είναι το πως επηρεάζουν κάποιες συνθήκες ή καταστάσεις τον ίδιο τον αιτητή και όχι η ύπαρξη ή μη των συνθηκών αυτών και μόνον. Σημειώνω και αξιολογώ σχετικώς ότι ο αιτητής ήταν, παρά την ανηλικότητα του, στην αρκετά ώριμη ηλικία στον χρόνο που τοποθετεί όσα εξιστόρησε των 17 ετών. Συνεπώς κρίνω ότι θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από τον αιτητή να είναι σε θέση – δεδομένου και του ότι κατά την επίδικη συνέντευξη ήταν 19 ετών – να αναφέρει με εύλογη λεπτομέρεια τα όσα επιθυμούσε να παραθέσει. Δεν θεωρώ άλλωστε ότι ο χρόνος που παρήλθε είναι τέτοιος ώστε να υπερκερασθούν τα κενά που εντοπίστηκαν. Συνεπώς δεν θεωρώ ότι θα μπορούσε εδώ να δοθεί το ευεργέτημα της αμφιβολίας στον αιτητή, παρά την ανηλικότητα του και την φιλελεύθερη εφαρμογή του σε τέτοιες περιπτώσεις, οι οποίες αφορούν επί το πλείστο κυρίως παιδιά μικρότερης ηλικίας, επί ισχυρισμών που εύλογα μπορεί να θεωρηθεί ότι στερούνται της ωριμότητας να παραθέσουν με ακρίβεια και λεπτομέρειες, που δεν ισχύει θεωρώ εν προκειμένω.
Σημειώνω τέλος ότι, δεδομένης της εξουσίας του Δικαστηρίου πλήρους και εξ υπαρχής έλεγχο των στοιχείων που συνθέτουν την υπόθεση, ο αιτητής, αν επιθυμούσε, μπορούσε σε κάθε περίπτωση να προσφέρει περαιτέρω μαρτυρία ή στοιχείο προς υποστήριξη και/ή ενίσχυση των ισχυρισμών του. Εντούτοις ουδέν έπραξε.
Ενόψει των ως άνω διαπιστώσεων μου απομένει μια επικαιροποιημένη αποτίμηση της κατάστασης ασφαλείας στην Κινσάσα (τόπος διαμονής του αιτητή).
Έκθεση του 2021 του portal RULAC σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στην Κινσάσα, αναφέρει ότι «[η] Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ) εμπλέκεται σε πολλές μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις (NIAC) εντός των εδαφών της εναντίον ένοπλων ομάδων στις περιοχές Ituri, Kasai και Kivu, ενώ δεν αναφέρεται η δραστηριοποίηση ένοπλων ομάδων στην Κινσάσα».[16] Σε σχέση με την Κινσάσα δεν ανευρέθησαν πληροφορίες οι οποίες να επιβεβαιώνουν δράση ενόπλων φορέων και την ύπαρξη κάποιας σύγκρουσης καθώς οι ένοπλοι φορείς δραστηριοποιούνται κυρίως στις ανατολικές περιοχές της ΛΔΚ.[17]
Στη βάση δεδομένων ACLED, για την περίοδο από 23/05/24 ως 23/05/25, καταγράφηκαν συνολικά 87 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία υπήρξαν 234 ανθρώπινες απώλειες, εκ των οποίων 5 μάχες (με 14 ανθρώπινες απώλειες), 12 περιστατικά βίας κατά αμάχων (με 17 ανθρώπινες απώλειες), 54 διαδηλώσεις (χωρίς ανθρώπινες απώλειες) και 16 εξεγέρσεις (με 203 θάνατοι) ενώ δεν καταγράφεται κανένα περιστατικό απομακρυσμένης βίας.[18] Ο συνολικός πληθυσμός της επαρχίας της Κινσάσα ανέρχεται σήμερα περί τα 17 εκατομμύρια κατοίκων. [19]
Εκ των ως άνω δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε δεν είναι τέτοιας έντασης, λαμβανομένου υπόψη και του συνολικού πληθυσμού της Κινσάσα, ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του εκεί. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις – δεδομένης της απόρριψης του αφηγήματος του, ως ανωτέρω εξηγείται - που θα μπορούσαν να επιτείνουν τον κίνδυνο για τον αιτητή στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [20] (βλ. απόφαση ΔΕΕ, ημ.10/06/21, C-901/19 CF and DN).
Δεν παραγνωρίζω διαθέσιμες πληροφορίες που δεικνύουν ότι στην Κινσάσα νεαρά άτομα αντιμετωπίζουν υψηλά ποσοστά ανεργίας και οικονομικής ανέχειας,[21] όμως ο αιτητής εδώ πρόκειται για ενήλικα άνδρα (25 ετών), υγιή, με 12ετή εκπαίδευση, χωρίς προβλήματα υγείας και, δεδομένου ότι δεν εντοπίζω πληροφορίες που να δεικνύουν ότι άνδρας με αυτά τα χαρακτηριστικά, ακόμα και αν γινόταν δεκτό ότι ο αιτητής στερείται οικογενειακού δικτύου (σημειώνω ότι, δεδομένης της απόρριψης του αφηγήματος του αιτητή δεν έχω αποδεχτεί ότι στερείται τέτοιου δικτύου), φέρει στοιχειά ευαλωτότητας εκ μόνου τούτου.
Αναφορικά τέλος με τα όσα αναφέρει ο συνήγορος του αιτητή σχετικά με τον χρόνο διαμονής του στη Δημοκρατία θα πρέπει να σημειώσω ότι ουδείς συγκεκριμένος ισχυρισμός έχει ετέθη ενώπιον μου εκ του οποίου να τεκμηριώνεται ότι κατά την επιστροφή του ο αιτητής ενδεχομένως να αντιμετωπίσει ιδιαίτερες αντιξοότητες, πέραν των όσων ευλόγως αναμένονται, δεδομένης της μακράς απουσίας του από τη χώρα καταγωγής και του ότι ήταν σχεδόν 18 ετών όταν έφυγε. Αυτά όμως, από μόνα τους και άνευ ετέρου, δεδομένων και των περιστάσεων που τον αφορούν, ως ανωτέρω εξηγώ, δεν αρκούν βεβαίως για την απόδοση προστασίας, αφού είναι κατάληξη μου ότι οι όποιες προκλήσεις ενδεχομένως αντιμετωπίσει ο αιτητής δεν υπερβαίνουν αυτές που βιώνει το σύνολο του τοπικού πληθυσμού. Άλλωστε, ως στην αιτ. σκέψη 35 της Οδ.2011/95/ΕΕ αναφέρεται, «[οι] κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.».
Έπεται ότι δεν τεκμηριώνεται βάσιμος φόβος «καταδίωξης του [αιτητή] για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» αλλά και ότι δεν υφίστανται «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα αρ.3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου, αντίστοιχα.
Η προσφυγή απορρίπτεται.
Δεδομένης της διαφωνίας με πολλά εκ των επιμέρους ευρημάτων των καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με την αξιολόγηση αξιοπιστίας ισχυρισμών του αιτητή, παρότι – δεδομένου του εξ υπαρχής ελέγχου που έγινε από το Δικαστήριο – δεν είναι αρκετά για να αλλάξει η τελική κατάληξη μου περί μη ύπαρξης αναγκών διεθνούς προστασίας, δεν επιδικάζονται έξοδα.
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] https://www.unhcr.org/gr/wp-content/uploads/sites/10/2017/05/children-Asylum-Seekers-UNHCR-2009.pdf
[2] HS (Homosexuals: Minors, Risk on Return) Iran v. Secretary of State for the Home Department | Refworld, https://www.refworld.org/jurisprudence/caselaw/gbrait/2005/en/57477
[3] Democratic Republic of Congo: The Union for Democracy and Social Progress (Union pour la démocratie et le progrès social, UDPS), including its political agenda, structure and leaders; documents issued to members; relations with the government and treatment of members by the authorities (2016-July 2018), 24 July 2018, διαθέσιμο στη διεύθυνση https://www.refworld.org/docid/5b9b61824.html
[4] Bertelsmann Stiftung, ‘BTI 2022 Country Report Congo, DR’ (2022), 32, διαθέσιμο σε https://bti-project.org/fileadmin/api/content/en/downloads/reports/country_report_2022_COD.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 10/12/2022), έτσι και International Crisis Group, ‘DR Congo: No Grace Period for the New Government’ (Μάιος 2021), διαθέσιμο σε https://www.crisisgroup.org/africa/central-africa/democratic-republic-congo/dr-congo-no-grace-period-new-government (ημερομηνία πρόσβασης 11/12/2022)
[5] IRB Canada, ‘Democratic Republic of the Congo: The political situation, including ties between the current and previous governments; ties between state institutions and the former government (2020–March 2022)’ (2022), υπό 3.1 διαθέσιμο σε https://irb-cisr.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=458579
[6] Bertelsmann Stiftung, ‘BTI 2022 Country Report Congo, DR’ (2022), 8, διαθέσιμο σε https://bti-project.org/fileadmin/api/content/en/downloads/reports/country_report_2022_COD.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 10/12/2022)
[7] EASO COI QUERY RESPONSE – Democratic Republic of Congo (DRC) Updates on the security situation in Kinshasa between 1 January 2020 - 30 June 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/EASO%20COI%20Query%20Response%20-%20DRC%20-%20Security%20situation.pdf
[8] Tshisekedi re-elected DR Congo president as opposition calls vote a ‘farce’ | Elections News | Al Jazeera, https://www.aljazeera.com/news/2023/12/31/felix-tshisekedi-re-elected-dr-congo-president-election-commission-says
[9] IRB – Immigration and Refugee Board of Canada: Democratic Republic of Congo: The Bundu dia Kongo (BDK) movement, including its political agenda, structure, offices and documents issued to members; relations with the government and with other political parties; treatment of members by the authorities (2016-July 2018) [COD106125.FE], 20 July 2018 https://www.irb-cisr.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=457556&pls=1 (accessed on 14 October 2021)
[10] Al Jazeera, BDK leader Ne Muanda Nsemi flees after DRC jailbreak, 17 May 2017 https://www.aljazeera.com/news/2017/05/17/bdk-leader-ne-muanda-nsemi-flees-after-drc-jailbreak/ ; IRB – Immigration and Refugee Board of Canada: Democratic Republic of Congo: The Bundu dia Kongo (BDK) movement, including its political agenda, structure, offices and documents issued to members; relations with the government and with other political parties; treatment of members by the authorities (2016-July 2018) [COD106125.FE], 20 July 2018 https://www.irb-cisr.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=457556&pls=1 ; USDOS – US Department of State: 2017 Report on International Religious Freedom - Democratic Republic of the Congo, 29 May 2018 https://www.ecoi.net/en/document/1436759.html
[11] IRB – Immigration and Refugee Board of Canada: Democratic Republic of Congo: The Bundu dia Kongo (BDK) movement, including its political agenda, structure, offices and documents issued to members; relations with the government and with other political parties; treatment of members by the authorities (2016-July 2018) [COD106125.FE], 20 July 2018 https://www.irb-cisr.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=457556&pls=1 (accessed on 14 October 2021)
[12] The Bundu dia Kongo (BDK) movement, including recruitment practices and prevalence of pressure to join the BDK movement; treatment by BDK members and consequences for individuals refusing to join; availability of state protection – EUAA – 13/03/24
[13] Democratic Republic of Congo: Treatment by the authorities of those who protested in 2017 and 2018 for the enforcement of the 31 December 2016 New Year’s Eve political agreement (accord de la Saint-Sylvestre) (2017–April 2019)
Research Directorate, Immigration and Refugee Board of Canada
https://www.irb-cisr.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=458079
[14] Amnesty International, DISMISSED! VICTIMS OF 2015-2018 BRUTAL CRACKDOWNS IN THE DEMOCRATIC REPUBLIC OF CONGO DENIED JUSTICE, 2020, page 38-40, available at: https://www.ecoi.net/en/file/local/2031594/AFR6221852020ENGLISH.PDF (accessed on 22 June 2021)
[15] Democratic Republic of Congo: Treatment by the authorities of those who protested in 2017 and 2018 for the enforcement of the 31 December 2016 New Year’s Eve political agreement (accord de la Saint-Sylvestre) (2017–April 2019)
Research Directorate, Immigration and Refugee Board of Canada
https://www.irb-cisr.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=458079
[16] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο σε www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/07/2024)
[17] βλ. ενδεικτικά RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th, UN Security Council Resolutions για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό στη διεύθυνση: www.securitycouncilreport.org/un-documents/democratic-republic-of-the-congo/, καθώς και το πλέον πρόσφατο ψήφισμα που υιοθετήθηκε στις 30/06/2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.securitycouncilreport.org/atf/cf/%7B65BFCF9B-6D27-4E9C-8CD3-CF6E4FF96FF9%7D/s_res_2641.pdf, HRW, Democratic Republic of Congo, Events of 2021, 13 January 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.hrw.org/world-report/2022/country-chapters/democratic-republic-congo, UNHCR, Attacks by armed groups displace 20 000 civilians in eastern DRC, 16 July 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.unhcr.org/news/briefing/2021/7/60f133814/attacks-armed-group-displace-20000-civilians-eastern-drc.html, USAID, Democratic Republic of the Congo - Complex Emergency, Fact Sheet #3, 13 May 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.usaid.gov/sites/default/files/documents/2022-05-13_USG_Democratic_Republic_of_the_Congo_Complex_Emergency_Fact_Sheet_3_0.pdf, και CFA, Global Conflict Tracker, Center for Preventive Action, Instability in the Democratic Republic of Congo, last updated 03 August 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congο, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/07/2024)
[18] Προσαρμοσμένη έρευνα στο στην βάση ACLED Explorer, ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/, βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Explosions/Remote violence/ Violence against civilians / Riots / Protests), Custom Date Range: 23/05/2024 - 23/05/2025, REGION: Africa, COUNTRY: Democratic Republic of the Congo, ADMIN UNIT: Kinshasa, [ημ. 28/05/25]
[19] Macrotrends.net, Kinshasa population, 2024, διαθέσιμο σε https://www.macrotrends.net/global-metrics/cities/20853/kinshasa/population,
[20] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf
[21] DIS, 'Democratic Republic of the Congo- Socioeconomic Conditions in Kinshasa' (2022), 48 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο