
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ.1537/23
24 Ιουλίου 2025
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
D. Υ. Μ.
Αιτήτρια
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
Κα Κ. Κουπαρή, Δικηγόρος για Αιτήτρια
Κος Ν. Κουρσάρης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή η αιτήτρια αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία της κοινοποιήθηκε στις 12/05/23, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, ως άκυρης, αντισυνταγματικής, παράνομης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.
Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού φάκελου που κατατέθηκε, η αιτήτρια κατάγεται από τη Δημοκρατία του Κονγκό, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές μέσω κατεχομένων στις 10/10/21 και υπέβαλε την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας στις 07/11/21 (ερ.1-3, 15, 41).
Στις 29/11/22 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη με την αιτήτρια από την Υπηρεσία προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία όπου της δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα της (ερ.28-41). Μετά το πέρας των συνεντεύξεων ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση- Εισήγηση και στις 10/02/23 απορρίφθηκε το αίτημα για διεθνή προστασία (ερ.57-68).
Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης της αιτήτριας για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία της δόθηκε διά χειρός 12/05/23 και της μεταφράστηκε στην μητρική της γλώσσα (ερ.69, 3).
Στην επίδικη αίτηση ασύλου η αιτήτρια καταγράφει ότι έφυγε από τη χώρα καταγωγής εξαιτίας της επαναλαμβανόμενης σωματικής βίας και κακοποίησης που δεχόταν από τον πρώην σύζυγο της. Ως ανέφερε, ήθελε να φύγει από το σπίτι συχνά αλλά ο σύζυγος της «έπαιζε το πολιτικό παιχνίδι και το στρατιωτικό του καθεστώς», η ίδια είχε την ευκαιρία να ξεφύγει αλλά δεν γνωρίζει την τύχη των παιδιών της.
Κατά τη συνέντευξη η αιτήτρια ανέφερε ότι διέμενε στο Bacongo, Brazaville, όπου είχε το δικό της κρεοπωλείο, επιχείρηση από την οποία εξοικονόμησε χρήματα για το ταξίδι της, έχει δυο ανήλικα παιδιά, τα οποία βρίσκονται με τη θεία της (αδελφή της μητέρας της), η ίδια έχει ολοκληρώσει 11 έτη φοίτησης σε σχολείο, οι γονείς της έχουν αποβιώσει, ο μεν πατέρας στον πόλεμο το 1998 και η μητέρα το 2015, εξαιτίας ασθένειας, η αιτήτρια έχει επτά αδέλφια που διαμένουν στο Brazzaville, όμως δεν διατηρεί επικοινωνία μαζί τους, καθώς – ως ανέφερε – δεν έχουν τηλέφωνα. Ερωτώμενη σχετικά η αιτήτρια διευκρίνισε ότι ο μόνος λόγος που δεν έχει επαφή μαζί τους είναι η έλλειψη τηλεφώνων και, ενόσω βρισκόταν στη χώρα καταγωγής, είχαν καλή σχέση (ερ.30 – 3Χ).
Ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής η αιτήτρια κατ’ ουσία επανέλαβε τα όσα είχε καταγράψει στην επίδικη αίτηση περί κακοποίησης από τον σύζυγο της, αναφέροντας ότι, πέραν της βίας και κακοποίησης που υπόκειτο απ’ αυτόν, έλαβε πολλές φορές απειλές θανάτου και πολλές φορές έφυγε από το σπίτι. Ο σύζυγος της ήταν στρατιωτικός. Έφυγε από το σπίτι αλλά δεν μπορούσε να λάβει στήριξη από την οικογένεια της, αφού είχαν αποβιώσει. Εξαιτίας της βίας, ως ανέφερε, έχει προβλήματα όρασης στο αριστερό της μάτι. Ανησυχεί, ως ανέφερε, για την ασφάλεια των παιδιών και δεν είναι σε επικοινωνία πλέον με την οικογένεια της.
Ερωτώμενη σχετικά η αιτήτρια ανέφερε ότι ο σύζυγος, που είναι και ο πατέρας των παιδιών της, με τον οποίο συμβιούσε από το 2011, ήταν καλός στην αρχή όμως μετά δεν της συμπεριφερόταν καλά. Περιέγραψε κάποια από τα περιστατικά κακοποίησης της και σε κάποιο εξ αυτών μάλιστα ο ίδιος ο σύζυγος της την μετέφερε στο νοσοκομείο. Ανέφερε επίσης ότι είχε καταγγείλει στην αστυνομία την κακοποίηση της, όμως αυτοί απλά έκαναν παρατήρηση στον πρώην σύντροφο της να αλλάξει. Σε ένα εκ των περιστατικών βίας που υπέστη η όραση της είχε θολώσει και είχε πονοκεφάλους (βλ. ερ.32 – 3Χ). Ως ανέφερε, ο σύντροφος της μπορούσε να αποφύγει τις συνέπειες του νόμου. Ερωτώμενη για το πότε ήταν η τελευταία φορά που υπέστη κακοποίηση ανέφερε πως ήταν το 2020 και, μετά την τελευταία τους συζήτηση, πήρε τα παιδιά της από το σπίτι και τα μετέφερε στο σπίτι της θείας της (στην ίδια πόλη), χωρίς ο ίδιος να την εμποδίσει. Ερωτώμενη σχετικά η αιτήτρια ανέφερε ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στην χώρα καταγωγής εξαιτίας όσων έγιναν με τον πρώην σύντροφο της, ενώ φοβάται πως εάν τον καταγγείλει δεν είναι σίγουρη αν η υπόθεση θα καταλήξει υπέρ της, ως ανέφερε. Ερωτώμενη αν τα παιδιά της αντιμετώπισαν κάποιο πρόβλημα απ’ αυτόν έκτοτε η αιτήτρια απάντησε αρνητικά, καθώς δεν έχουν τηλέφωνα και η ίδια δεν έχει επικοινωνήσει μαζί με τον σύντροφο της έκτοτε.
Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα λεγόμενα της αιτήτριας στη συνέντευξη, σχημάτισαν του ακόλουθους 2 ουσιώδεις ισχυρισμούς:
1. Ταυτότητα, το προφίλ και χώρα καταγωγής της αιτήτριας
2. Η αιτήτρια ήταν θύμα ενδοοικογενειακής βίας, δέχθηκε κακοποίηση και χτυπήθηκε από πρώην σύντροφο της και δεν μπορούσε να λάβει προστασία από τις αρχές
Οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν αμφότερους τους ως άνω ισχυρισμούς, καθότι αυτοί κρίθηκαν αξιόπιστοι, τόσο αναφορά με την εσωτερική όσο και εξωτερική συνοχή τους.
Κατά την αξιολόγηση κινδύνου στη βάση των ως άνω αποδεκτών ισχυρισμών, κρίθηκε ότι η κακοποίηση που υπέστη δεν είναι τέτοια που, δεδομένου και του ότι η αιτήτρια έχει ευρύ οικογενειακό δίκτυο στον τόπο διαμονής της (αδέλφια, θεία), θα μπορούσε εκ του γεγονότος και μόνο ότι υπήρξε θύμα ενδοοικογενειακής βίας στο παρελθόν, εκ της οποίας μπόρεσε τελικά να ξεφύγει με τα παιδιά της, χωρίς να την εμποδίσει ο κακοποιητής της, και λαμβανομένου υπόψη ότι – σύμφωνα με πληροφορίες που εντοπίστηκαν (ΠΧΚ) – οι γυναίκες στη χώρα καταγωγής απολαμβάνουν το ίδιο νομικό καθεστώς, παρότι έθιμα μπορεί να υποβάλλουν αυτές σε ορισμένες διακρίσεις, δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση που επιστρέψει αυτή κινδυνεύει να αντιμετωπίσει δίωξη ή σοβαρή βλάβη. Στα πλαίσια της εξέτασης στη βάση του αρ.19 (2) (γ) του Νόμου, κατόπιν αξιολόγησης ΠΧΚ που ανευρέθηκαν σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στον τόπο διαμονής της αιτήτριας, κατέληξαν ότι δεν υφίσταται ανάγκη διεθνούς προστασίας. Προς τα ως άνω συνυπολογίστηκε και το προφίλ της αιτήτριας, ήτοι ότι είναι νεαρή γυναίκα, με επαρκή μόρφωση, εργασιακή εμπειρία και είχε δική της επιχείρηση, χωρίς σοβαρά προβλήματα υγείας, με πλούσιο οικογενειακό δίκτυο στον τόπο διαμονής, το οποίο μάλιστα φροντίζει και τα παιδιά της.
Συνεπεία των ως άνω ευρημάτων η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη και κατά της αιτήτριας εκδόθηκε απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της.
Στην προσφυγή η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας καταγράφει αρκετούς νομικούς ισχυρισμούς, ορισμένους εκ των οποίων αναπτύσσει και προωθεί δια των γραπτών της αγορεύσεων.
Στις γραπτές της αγορεύσεις η αιτήτρια αναφέρει ισχυρισμούς περί μη δέουσας έρευνας, ότι δεν εκτιμήθηκαν ορθά οι περιστάσεις και δεδομένα της υπόθεσης, δεν αξιολογήθηκαν όλα όσα ανέφερε, δεν λήφθηκαν υπόψη ΠΧΚ περί ύπαρξης του φαινομένου της έμφυλης βίας στη χώρα καταγωγής και συνεπώς λανθασμένα κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται μελλοντικός κίνδυνος για την αιτήτρια. Προς επίρρωση των ως άνω παραθέτει αποσπάσματα από αποφάσεις του Δ.Δ.Δ.Π., τα οποία όμως αναφέρονται στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και όχι, ως η παρούσα, στη Δημοκρατία του Κονγκό. Σχετικά με τη νομική πτυχή αναφέρει ότι θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αιτήτρια ανήκει σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, ήτοι γυναίκες που έχουν υποστεί σεξουαλική ή άλλη βία, το οποίο συνιστά αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας του και απειλούνται με πράξεις δίωξης από το κράτος ή και τον κακοποιητή τους, κατά των οποίων δεν μπορούν να λάβουν προστασία και συνεπώς χρήζει διεθνούς προστασίας. Σχετικώς παραθέτει πλήθος ΠΧΚ, οι οποίες και πάλι αφορούν τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και όχι τη Δημοκρατία του Κονγκό, ως εν προκειμένω. Στην απαντητική της αγόρευσης επαναλαμβάνει κατ’ ουσία, σε συντομία τα ως άνω και αναφέρεται και πάλι στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό.
Οι καθ' ων η αίτηση, παραθέτοντας σχετική νομολογία, αντιτάσσουν ότι ουδείς εκ των ισχυρισμών της αιτήτριας έχει δικογραφηθεί δεόντως και συνεπώς άπαντες οι δια της παρούσης προωθούμενοι ισχυρισμοί της είναι ανεπίδεκτοι δικαστικής κρίσης. Περαιτέρω, παραπέμποντας στα στοιχεία του φακέλου (βλ. σελ.7-9 αγόρευσης) υπεραμύνονται της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία – ως αναφέρουν - είναι νόμιμη, προϊόν δέουσας έρευνας των ισχυρισμών της αιτήτριας, άπαντες των οποίων εξετάστηκαν ενδελεχώς, η κατάληξη είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη, ορθή επί της ουσίας, εδράζεται σε ορθά ευρήματα επί της μη ύπαρξης αναγκών διεθνούς προστασίας εν προκειμένω και ουδεμία πλημμέλεια εντοπίζεται στην επίδικη διαδικασία και συνέντευξη.
Κατά τις διευκρινήσεις η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας επανέλαβε τα όσα είχε καταγράψει στις αγορεύσεις της, σημειώνοντας ότι κατά του κακοποιητή της, δεδομένου ότι η κακοποίηση έγινε αποδεκτή, ουδεμία προστασία είχε ή θα έχει και συνεπώς, με δεδομένο το ανεπαρκές οικογενειακό δίκτυο και το πρόβλημα όρασης που αντιμετωπίζει αλλά και την ύπαρξη ανήλικων τέκνων τα οποία θα πρέπει να φροντίζει, θα έπρεπε να εξεταστεί αν τούτο επηρεάζει τον βιοπορισμό της, κατά πόσο αυτό την καθιστά ευάλωτη, αλλά και την πρόσβαση της σε περίθαλψη. Σημείωσε δε ότι το πρόβλημα υγείας της αιτήτριας δεν εξετάστηκε και γενικά έγινε επιπόλαιη αξιολόγηση και ζήτησε να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση συνεπεία των ως άνω ουσιωδών πλημμελειών.
Δεδομένου ότι άπαντες οι ισχυρισμοί της αιτήτριας συμπλέκονται άρρηκτα με την επί της ουσίας ορθότητα της επίδικης απόφασης, προχωρώ λοιπών με επί της ουσίας εξέταση της, εξ υπαρχής (ex nunc) και επί όλων των ενώπιον μου στοιχείων, που τελείται σε κάθε περίπτωση (βλ. E.Δ.Δ.Δ.Π. αρ.107/2023, Q. B. T. v. Δημοκρατίας, ημ.11/02/25).
Ενόψει του ότι άπαντες οι ισχυρισμοί της αιτήτριας που αφορούν το προφίλ, περιστάσεις και προηγούμενη κακοποίηση της από τον πρώην σύντροφο της έγιναν αποδεκτοί, με την δε κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση, ως αυτή καταγράφεται στα ερ.61-64, συμφωνώ, απομένει η αξιολόγηση κινδύνου στη βάση των ενώπιον μου στοιχείων και δεδομένων.
Εν προκειμένω δεν θα πρέπει βεβαίως να αμφισβητείται ότι η συστηματική κακοποίηση που υπέστη εκ του πρώην συντρόφου της στο παρελθόν συνιστά βεβαίως πράξης δίωξης ή σοβαρής βλάβης, καθώς «είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών» (αρ.3Γ του Νόμου).
Επί της σημασίας που αποκτά η προηγούμενη δίωξη διαφωτιστικά είναι όσα αναφέρονται στο εγχειρίδιο του EASO «Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδηγία 2011/95/ΕΕ) – Δικαστική Ανάλυση», σελ.94, παρ.1.9.2.:
«Είναι σημαντικό ότι η προγενέστερη δίωξη, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 4 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση), δεν περιλαμβάνει μόνο πράξεις δίωξης, αλλά και απειλές δίωξης (524). Επομένως, τόσο προγενέστερες πράξεις όσο και απειλές δίωξης είναι «ενδείξεις του βάσιμου φόβου [του αιτούντος] ότι η επίμαχη δίωξη θα επαναληφθεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής» (525). Εάν ο αιτών υποβλήθηκε ήδη σε δίωξη ή άμεση απειλή δίωξης, τότε, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 4 της ΟΕΑΑ, το γεγονός αυτό αποτελεί αφ’ εαυτού «σοβαρή ένδειξη ότι είναι βάσιμος ο φόβος» (526).
Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει προϋπόθεση προγενέστερης δίωξης, αλλά οι αποδείξεις προγενέστερης δίωξης αποτελούν σοβαρή ένδειξη του βάσιμου φόβου δίωξης του αιτούντος, εκτός εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι η εν λόγω δίωξη δεν θα επαναληφθεί.»
Παρεμφερώς με τα ως άνω, στην πολύ πρόσφατη Ε.Δ.Δ.Δ.Π. αρ.3/2024, Kasumilambu Henry Mulenda v. Δημοκρατίας, ημ.17/07/25, αναφέρθηκε ότι «[η] ανάγκη παροχής διεθνούς προστασίας οφείλει να είναι επίκαιρη και δεν αποδίδεται απλά και μόνο για παρελθοντικά γεγονότα, όταν δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα μελλοντικού, επικείμενου άμα τη επιστροφή στη χώρα καταγωγής, κινδύνου δίωξης.»
Εν προκειμένω, επανερχόμενος στα ενώπιον μου στοιχεία, εντοπίζω τα εξής, τα πλείστα των οποίων – ως παρατηρώ – έχουν εντοπιστεί και αξιολογηθεί και από τους καθ’ ων η αίτηση, στα πλαίσια της επίδικης έκθεσης (βλ. ερ.59-61).
Η αιτήτρια – ως έγινε αποδεκτό – βίωσε από τον πρώην σύντροφο της επί μακρώ βίας, τόσο σωματική όσο και λεκτική, στα πλαίσια της συμβίωσης τους. Το τελευταίο σχετικό περιστατικό έγινε, ως η ίδια ανέφερε, το 2020 (ερ.33 – 2Χ), η δε αιτήτρια έκτοτε πήγε μαζί με τα παιδιά της και διέμενε στο σπίτι της θείας της, αδελφής της μητέρα της, η οποία και διαμένει κοντά από το σπίτι όπου η αιτήτρια διέμενε με τον σύντροφο της (ερ.31 - 3Χ, 4Χ). Στη φυγή της αιτήτριας και των παιδιών της ο σύντροφος της δεν αντέδρασε (ερ.31 – 4Χ) και, ακολούθως, η αιτήτρια, αφήνοντας τα παιδιά της με τη θεία της, έφυγε από τη χώρα στις 17/09/21 (ερ.36). Αναφορικά με το πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζει, η ίδια ανέφερε στη συνέντευξη ότι στη διάρκεια περιστατικού βίας θόλωσε η όραση της και είχε πονοκεφάλους (ερ.32 – 3Χ), τα ίδια συμπτώματα ανέφερε ότι είχε το 2015 (ίσως να ήταν τότε το περιστατικό βίας που περιέγραψε) και ιατρός που την εξέτασε τότε της έδωσε αναλγητικό (ερ.39). Ουδέν περαιτέρω αναφέρει επί τούτου η αιτήτρια. Τα 6 αδέλφια της αιτήτριας και η θεία της, με την οποία διαμένουν τα 2 ανήλικα τέκνα της, μένουν στον τόπο διαμονής της ίδιας (Bacongo – Brazzaville) και δεν αντιμετώπισαν – εξ όσων γνωρίζει – κάποιο ζήτημα με τον πρώην σύντροφο της. Ως ισχυρίζεται, η ίδια δεν έχει επικοινωνία μαζί τους, γιατί - ως ανέφερε – δεν έχουν τηλέφωνα, όμως, πρόσφατα είχε επικοινωνία μέσω Facebook με ένα γείτονα της θείας της, ο οποίος της ανέφερε ότι τα παιδιά της ήταν καλά (ερ.36). Η αιτήτρια εργάστηκε στο παρελθόν και διατηρούσε δικό της κρεοπωλείο, το οποίο «πήγαινε καλά» (ερ.37 – 1Χ), έχει δε ολοκληρώσει 11 έτη σχολικής εκπαίδευσης.
Διαθέσιμες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής (ΠΧΚ) καταγράφουν τα εξής.
Σε έκθεση της Επιτροπής για την Σύμβαση για την Εξάλειψη κάθε μορφής Διακρίσεων κατά των Γυναικών του Φεβρουαρίου 2025, χαιρετίζεται η ψήφιση νόμου προς εξάλειψη των διακρίσεων σε όλες τις πτυχές του και έμφυλης βίας ενάντια σε γυναίκες και κορίτσια το 2022. Παρ’ όλα αυτά σημείωσε την περιορισμένη εφαρμογή και επιβολή του νόμου, την αργή τροποποίηση του ποινικού, αστικού και οικογενειακού κώδικα (συλλογή νόμων) και την επιμονή των πατριαρχικών προτύπων. Η ίδια έκθεση σημειώνει ότι η έμφυλη βία παραμένει σε υψηλά επίπεδα, κυρίως σε αγροτικές περιοχές, και προστατεύεται από τη σιωπή του κοινωνικού περίγυρου και τις προσπάθειες επίλυσης της διαφοράς σε ενδοοικογενειακό επίπεδο, παρά δια νομικών διαδικασιών. Στην ίδια έκθεση αναφέρεται ότι σημειώνεται πρόοδος σε επίπεδο νομοθεσίας για την προστασία διακρίσεων κατά γυναικών στην εκπαίδευση και εργασία, εντούτοις πρέπει να προωθηθούν συγκεκριμένες νομοθετικές πρόνοιες για περαιτέρω ενίσχυση της προστασίας. [1] Σύμφωνα με στοιχεία από το USDOS, γυναίκες σε αγροτικές ή δύσβατες περιοχές στα βόρεια τμήματα της χώρας δεν έχουν πρόσβαση σε μεταφορικά μέσα, περιορίζοντας έτσι την πρόσβαση τους σε υπηρεσίες φροντίδας. [2]
Στη βάση των ως άνω δεδομένων δεν θα πρέπει να αμφισβητείται ότι η αιτήτρια υπήρξε δέκτης πράξεων κακοποίησης από τον πρώην σύντροφο της, από τον οποίο διέφυγε από το 2020, διαμένοντας με τη θεία της, σε κοντινό μέρος, μαζί με τα παιδιά της, έφυγε δε από τη χώρα περί τον έναν χρόνο μετά από τη χώρα, διάστημα κατά το οποίο δεν δέχθηκε ενόχληση από τον πρώην σύντροφο της, τα δε παιδιά της, ως πληροφορήθηκε, είναι καλά και δεν είχαν τότε αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα μετά τη φυγή τους από το σπίτι όπου η αιτήτρια και τα παιδιά διέμεναν με τον κακοποιητή της. Δεν θα πρέπει περαιτέρω να αμφισβητείται ότι έγινε πρόοδος στον τομέα των δικαιωμάτων των γυναικών στη χώρα καταγωγής τα τελευταία έτη, παρότι απομένουν πολλά ακόμα να γίνουν για την πλήρη και επαρκή προστασία τους από διακρίσεις και λοιπές παραβιάσεις βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους. Εν προκειμένω όμως, δεδομένου ότι η αιτήτρια, ως και οι καθ’ ων η αίτηση αναφέρουν στην επίδικη έκθεση, είναι περί των 37 ετών σήμερα, με επαρκές μορφωτικό επίπεδο, διαμένει σε αστικό κέντρο, όπου διαθέτει πλούσιο οικογενειακό δίκτυο, ήτοι τα αδέλφια και τη θεία της, με την οποία διαμένουν και τα παιδιά της έκτοτε, τα οποία – ως η ίδια αναφέρει – είναι καλά, με εργασιακή εμπειρία, χωρίς κάποιο άλλο στοιχείο ευαλωτότητας (επί της υγείας της θα επανέλθω πιο κάτω), ο δε κακοποιητής της δεν φαίνεται να έχει ενοχλήσει την ίδια ή τα παιδία της από το 2020, δεν μπορεί να λεχθεί ότι υφίσταται εδώ εύλογη πιθανότητα επανάληψης της προηγούμενης δίωξης ή σοβαρής βλάβης που υπέστη στο παρελθόν από τον πρώην σύντροφο της.
Τα ως άνω συνηγορούν περαιτέρω υπέρ του ότι η αιτήτρια διατηρεί εύλογες πιθανότητες να εξασφαλίσει επαρκή βιοπορισμό, στέγαση και στήριξη κατά την επανένταξη της στην τοπική κοινωνία κατά την επιστροφή της και δεικνύουν ότι οι όποιες δυσκολίες κληθεί να αντιμετωπίσει, ακόμα και με τα δύο ανήλικα τέκνα, δεν θα εξέθεταν αυτήν σε κινδύνους που υπερβαίνουν τον μέσο κίνδυνο που αντιμετωπίζει ο τοπικός πληθυσμός. Άλλωστε, ως και στην αιτ. σκέψη 35 της Οδ.2011/95/ΕΕ αναφέρεται, «[οι] κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.»
Σε σχέση τέλος με το ζήτημα υγείας που αντιμετωπίζει, ήτοι τους πονοκεφάλους και τη θολή όραση κατά καιρούς, δεδομένου ότι ουδέν περαιτέρω επί τούτου ειπώθηκε, αυτά δε τα ζητήματα απασχολούν την αιτήτρια ήδη από το 2015, χωρίς να έχει τεθεί ενώπιον μου στοιχείο εκ του οποίου να δεικνύεται ότι αυτά έχουν χειροτερεύσει ή ότι έχουν επιπτώσεις στην ικανότητα της να βιοποριστεί ή να φροντίσει τον εαυτό της ή τα παιδιά της (θα πρέπει σχετικώς να σημειωθεί ότι δεν ανέφερε ανάγκη ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και δεν φαίνεται να έχει αναζητήσει αυτό κατά το διάστημα που βρίσκεται στη Δημοκρατία) δεν μπορώ να δεχθώ ότι αυτά μπορούν να διαφοροποιήσουν το προφίλ της, ως αυτό πιο πάνω καταγράφεται και δεν την εκθέτουν σε κάποιο κίνδυνο σοβαρής επιδείνωσης της υγείας της, ευλόγως προβλέψιμο σήμερα, ώστε να τίθεται θέμα πρόσβασης σε φροντίδα κατά την επιστροφή της.
Επί το ζητήματος υγείας που αναφέρει η αιτήτρια θα πρέπει να λεχθούν και τα εξής.
Σχετικά με εξέταση λόγων υγείας στα πλαίσια της συμπληρωματικής προστασίας, στο εγχειρίδιο «Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδηγία 2011/95/ΕΕ) – Δικαστική Ανάλυση», του EASO, σελ.123, αναφέρονται τα εξής:
«Η εφαρμογή του άρθρου 15 στοιχείο β) προϋποθέτει ένα στοιχείο ηθελημένης κακομεταχείρισης. Παρά την παραπομπή του ΔΕΕ στη νομολογία του ΕΔΔΑ σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ και στην υποχρέωση εφαρμογής της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) κατά τρόπο που συνάδει με το άρθρο 19 παράγραφος 2 του Χάρτη της ΕΕ (μη επαναπροώθηση, σε περίπτωση σοβαρού κινδύνου απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας) (731), το ΔΕΕ αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στη διαφορετική διατύπωση του άρθρου 15 στοιχείο β) και διακρίνει μεταξύ του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 3, ως απαγόρευσης επιστροφής προσώπου, και της θεμελίωσης αίτησης επικουρικής προστασίας […]»
Εκ των ως άνω προκύπτει ότι, χωρίς να συνυπάρχει το απαραίτητο «στοιχείο ηθελημένης κακομεταχείρισης», δεν δύναται, χωρίς να καταδειχθεί σχετικός φορέας δίωξης ή σοβαρής βλάβης εκ του οποίου ο αιτητής κινδυνεύει να υποστεί την προβλεπόμενη στο αρ.19 (2) (β) του Νόμου βλάβη, να αποδοθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας στη βάση και μόνο της ανεπάρκειας του συστήματος υγείας της χώρας καταγωγής (βλ. απόφαση ΔΕΕ, C-542/13, M’Bodj, ημ.18/12/14). Εδώ λοιπόν ελλείπει το απαιτούμενο «στοιχείο ηθελημένης κακομεταχείρισης», αφού ουδέν σχετικό ανέφερε η αιτήτρια, και κατ’ επέκταση ο απαιτούμενος φορέας σοβαρής βλάβης. Συνεπώς ουδείς λόγος θα μπορούσε να γίνει για συμπληρωματική προστασία στη βάση των λόγων υγείας που αναφέρει.
Στη βάση δε της αρχής της μη επαναπροώθησης (αρ.3 ΕΣΔΑ), ως και στο πιο πάνω εγχειρίδιο, σελ.120, εξηγείται, μόνο «σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, το ΕΔΔΑ εφάρμοσε το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ για να απαγορεύσει την απομάκρυνση υπηκόου τρίτης χώρας που έπασχε από σοβαρή ασθένεια σε χώρα στην οποία δεν υπήρχε διαθέσιμη κατάλληλη ιατρική περίθαλψη».
Στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), Paposhvili v. Belgium, app. No.41738/10, Grand Chamber, ημ.13/12/16, σκέψεις 181-192, λέχθηκαν τα εξής σχετικά.
«181. The Court concludes from this recapitulation of the case-law that the application of Article 3 of the Convention only in cases where the person facing expulsion is close to death, which has been its practice since the judgment in N. v. the United Kingdom, has deprived aliens who are seriously ill, but whose condition is less critical, of the benefit of that provision. As a corollary to this, the case-law subsequent to N. v. the United Kingdom has not provided more detailed guidance regarding the “very exceptional cases” referred to in N. v. the United Kingdom, other than the case contemplated in D. v. the United Kingdom.
182. In the light of the foregoing, and reiterating that it is essential that the Convention is interpreted and applied in a manner which renders its rights practical and effective and not theoretical and illusory (see Airey v. Ireland, 9 October 1979, § 26, Series A no. 32; Mamatkulov and Askarov v. Turkey [GC], nos. 46827/99 and 46951/99, § 121, ECHR 2005-I; and Hirsi Jamaa and Others v. Italy [GC], no. 27765/09, § 175, ECHR 2012), the Court is of the view that the approach adopted hitherto should be clarified.
183. The Court considers that the “other very exceptional cases” within the meaning of the judgment in N. v. the United Kingdom (§ 43) which may raise an issue under Article 3 should be understood to refer to situations involving the removal of a seriously ill person in which substantial grounds have been shown for believing that he or she, although not at imminent risk of dying, would face a real risk, on account of the absence of appropriate treatment in the receiving country or the lack of access to such treatment, of being exposed to a serious, rapid and irreversible decline in his or her state of health resulting in intense suffering or to a significant reduction in life expectancy. The Court points out that these situations correspond to a high threshold for the application of Article 3 of the Convention in cases concerning the removal of aliens suffering from serious illness.
[…]
186. In the context of these procedures, it is for the applicants to adduce evidence capable of demonstrating that there are substantial grounds for believing that, if the measure complained of were to be implemented, they would be exposed to a real risk of being subjected to treatment contrary to Article 3 (see Saadi, cited above, § 129, and F.G. v. Sweden, cited above, § 120). In this connection it should be observed that a certain degree of speculation is inherent in the preventive purpose of Article 3 and that it is not a matter of requiring the persons concerned to provide clear proof of their claim that they would be exposed to proscribed treatment (see, in particular, Trabelsi v. Belgium, no. 140/10, § 130, ECHR 2014 (extracts)).
187. Where such evidence is adduced, it is for the authorities of the returning State, in the context of domestic procedures, to dispel any doubts raised by it (see Saadi, cited above, § 129, and F.G. v. Sweden, cited above, § 120). The risk alleged must be subjected to close scrutiny (see Saadi, cited above, § 128; Sufi and Elmi v. the United Kingdom, nos. 8319/07 and 11449/07, § 214, 28 June 2011; Hirsi Jamaa and Others, cited above, § 116; and Tarakhel, cited above, § 104) in the course of which the authorities in the returning State must consider the foreseeable consequences of removal for the individual concerned in the receiving State, in the light of the general situation there and the individual’s personal circumstances (see Vilvarajah and Others, cited above, § 108; El-Masri, cited above, § 213; and Tarakhel, cited above, § 105). The assessment of the risk as defined above (see paragraphs 183-84) must therefore take into consideration general sources such as reports of the World Health Organisation or of reputable non-governmental organisations and the medical certificates concerning the person in question.
188. As the Court has observed above (see paragraph 173), what is in issue here is the negative obligation not to expose persons to a risk of ill-treatment proscribed by Article 3. It follows that the impact of removal on the person concerned must be assessed by comparing his or her state of health prior to removal and how it would evolve after transfer to the receiving State.
189. As regards the factors to be taken into consideration, the authorities in the returning State must verify on a case-by-case basis whether the care generally available in the receiving State is sufficient and appropriate in practice for the treatment of the applicant’s illness so as to prevent him or her being exposed to treatment contrary to Article 3 (see paragraph 183 above). The benchmark is not the level of care existing in the returning State; it is not a question of ascertaining whether the care in the receiving State would be equivalent or inferior to that provided by the health-care system in the returning State. Nor is it possible to derive from Article 3 a right to receive specific treatment in the receiving State which is not available to the rest of the population.
190. The authorities must also consider the extent to which the individual in question will actually have access to this care and these facilities in the receiving State. The Court observes in that regard that it has previously questioned the accessibility of care (see Aswat, cited above, § 55, and Tatar, cited above, §§ 47-49) and referred to the need to consider the cost of medication and treatment, the existence of a social and family network, and the distance to be travelled in order to have access to the required care (see Karagoz v. France (dec.), no. 47531/99, 15 November 2001; N. v. the United Kingdom, cited above, §§ 34-41, and the references cited therein; and E.O. v. Italy (dec.), cited above).
[…]
192. The Court emphasises that, in cases concerning the removal of seriously ill persons, the event which triggers the inhuman and degrading treatment, and which engages the responsibility of the returning State under Article 3, is not the lack of medical infrastructure in the receiving State. Likewise, the issue is not one of any obligation for the returning State to alleviate the disparities between its health-care system and the level of treatment existing in the receiving State through the provision of free and unlimited health care to all aliens without a right to stay within its jurisdiction. The responsibility that is engaged under the Convention in cases of this type is that of the returning State, on account of an act – in this instance, expulsion – which would result in an individual being exposed to a risk of treatment prohibited by Art. 3. »
Εκ των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι σε περιπτώσεις που υπάρχουν ισχυρισμοί σχετικοί με την υγεία ενός αιτητή (εδώ αιτήτρια), μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις, όπου δεικνύεται, με το βάρος για την απόδειξη συνδρομής τέτοιων εξαιρετικών περιστάσεων (exceptional circumstances) να είναι στον αιτητή, μπορεί να παρασχεθεί προστασία στη βάση του αρ.3 της ΕΣΔΑ, όπου ικανοποιείται το Δικαστήριο ότι ο αιτητής πάσχει από ασθένεια, για την οποία δεν υπάρχει διαθέσιμη και προσβάσιμη απ’ αυτόν θεραπεία στη χώρα καταγωγής και εξαιτίας της έλλειψης αυτής ο αιτητής απειλείται με θάνατο ή ραγδαία, σοβαρή και ανεπανόρθωτη επιδείνωση της υγείας του, η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα έντονη οδύνη ή σημαντική μείωση του προσδόκιμου ζωής του.
Ενόψει και κατ’ εφαρμογή της ως άνω νομολογίας δεν μπορώ να εντοπίσω σημείο εκ των λεγομένων της αιτήτριας που να καταδεικνύεται η συνδρομή εν προκειμένω των ως άνω προϋποθέσεων για παροχή προστασίας στη βάση του αρ.3 της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι δεν προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία ότι απειλείται με θάνατο ή ραγδαία, σοβαρή και ανεπανόρθωτη επιδείνωση της υγείας της, η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα έντονη οδύνη ή σημαντική μείωση του προσδόκιμου ζωής της.
Σημειώνω βεβαίως ότι οι ΠΧΚ και αποσπάσματα αποφάσεων που παραθέτει η αιτήτρια στις αγορεύσεις της, δεδομένου ότι αφορούν τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και όχι την Δημοκρατία του Κονγκό, ως είναι εν προκειμένω η περίπτωση, ουδεμία αξία έχουν στα πλαίσια της παρούσης. Σημειώνω περαιτέρω ότι, ενόψει των ως άνω διαπιστώσεων μου και υπό το φως των ΠΧΚ που έχω εντοπίσει, δεν μπορώ να δεχθώ ότι γυναίκα με το προφίλ της αιτήτριας δύναται να υπαχθεί, εκ μόνου τούτου, σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, η οποία υφίσταται πράξεις διώξεως εκ της ιδιότητας της αυτής, άνευ ετέρου.
Ενόψει των ως άνω απομένει εν προκειμένω μια αποτίμηση της κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής της αιτήτριας (Bacongo – Brazzaville).
Σύμφωνα με τα πρόσφατα δεδομένα της βάσης δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού με έργο τη συλλογή, ανάλυση και χαρτογράφηση δεδομένων σχετικά με τις ημερομηνίες, τους δρώντες, τις τοποθεσίες και θανάτους σε παγκόσμια κλίμακα, στη διάρκεια ενός έτους (Past year of ACLED Data), από τις 20/07/24 έως τις 18/07/25, στην επαρχία Brazzaville (στην οποία βρίσκεται το Bacongo), σημειώθηκαν συνολικά 5 περιστατικά ασφαλείας (16 θάνατοι), εκ των οποίων όλα αφορούν περιστατικά αναταραχών (16 θάνατοι). Εξ’ αυτών, 4 έλαβαν χώρα στην πόλη Brazzaville (14 θάνατοι) και 1 στην περιοχή Talangai της Brazzaville (2 θάνατοι). [3]
Ο πληθυσμός της επαρχίας Brazzaville ανέρχεται περί τα 2.2 εκατομμύρια κατοίκων[4], του δε δημοτικού διαμερίσματος Bacongo της Brazzaville περί της 90.000[5].
Στη βάση των ως άνω είναι κατάληξη μου ότι δεν δεικνύεται εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή της κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε, και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας της εκεί. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για την αιτήτρια, σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [6] (βλ. απόφαση ΔΕΕ, C-901/19 CF and DN ημ.10/06/21).
Έπεται λοιπόν ότι η αιτήτρια δεν κατάφερε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο «καταδίωξης [της] για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» και δεν υφίστανται «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς [της], θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα αρ.3 και 19 του Νόμου, αντίστοιχα.
Υπό το φως δε των ως άνω διαπιστώσεων μου για τις συνθήκες που θα αντιμετωπίσει η αιτήτρια κατά την επιστροφή της, ουδείς λόγος μπορεί να γίνει εν προκειμένω αναφορικά με παράβαση της αρχής της μη επαναπροώθησης (βλ. και M.S.S. v Belgium and Greece [GC], Application No. 30696/09, ημ.21/01/11).
Σχετικά τέλος με τα όσα η αιτήτρια αναφέρει περί μη διενέργειας ιατρικών ή ψυχολογικών εξετάσεων, σημειώνεται ότι τέτοιες εξετάσεις γίνονται μόνο όπου κριθεί «σκόπιμο για την αξιολόγηση της αίτησης» [αρ.15 (1) του Νόμου]. Εν προκειμένω λοιπόν, δεδομένων όσων πιο πάνω αναφέρω σχετικά με την υγεία της, επί του οποίου ουδέν ετέθη ενώπιον μου που να δεικνύει ότι η αιτήτρια χρήζει περίθαλψης ή ότι το ζήτημα επιδεινώνεται ή επηρεάζει καθ’ οιονδήποτε σημαντικό τρόπο την καθημερινότητα και διαβίωση της, λαμβανομένου υπόψη και του ότι ο ισχυρισμός περί κακοποίησης έγινε αποδεκτός, χωρίς να υπάρχει ανάγκη για ιατρική επιβεβαίωση των ισχυρισμών της, ευλόγως μπορεί να θεωρηθεί ότι τέτοιες εξετάσεις δεν ήταν σκόπιμες για την αξιολόγηση της αίτησης και η μη διενέργεια τους ουδόλως επηρεάζει την κατάληξη της παρούσης.
Ουδέν ετέθη ενώπιον μου που να ανατρέπει τα ως άνω.
Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας.
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] https://www.ecoi.net/en/file/local/2122808/N2505269.pdf - CEDAW - Concluding observations on the eighth periodic report of the Congo
Freedom House – Freedom in the World 2023: Republic of the Congo, 2022, url,
[2] USDOS – United States Department of State: 2021 Country Report on Human Rights Practices: Republic of the Congo, 12 Απριλίου 2022, https://www.state.gov/reports/2021-country-reports-on-human-rights-practices/republic-of-the-congo
[3] ACLED Explorer, https://acleddata.com/explorer/ με συναφή παραμετροποίηση
[4] City Population, https://www.citypopulation.de/en/congo/brazzaville/
[5] City Population, https://www.citypopulation.de/en/congo/brazzaville/
[6] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο