
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ. ΔΚ 17/2025
08 Ιουλίου, 2025
[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
D.S.D.,
από Ινδία
Αιτητής
-και-
Κυπριακή Δημοκρατία,
μέσω Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού
και Μετανάστευσης
Καθ' ων η αίτηση
Δικηγόροι για Αιτητή: Ζ. Ποντίκη (κα) για Αλ Τάχερ Μπενέτης και Συνεργάτες
Δικηγόρος για Καθ’ ων η αίτηση: Ε. Ιωάννου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή ο Αιτητής επιζητά από το παρόν Δικαστήριο τις ακόλουθες θεραπείες:
«Α. Απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου με την οποία να ακυρώνεται ως παράνομο το διάταγμα κράτησης του Αιτητή ημερομηνίας 23/05/2025 για το οποίο έλαβε γνώση στις 07/06/2025 ότε και το παρέλαβε από αστυνομικό στο χώρο ΧΩΚΑΜ ΜΕΝΟΓΕΙΑΣ (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α), με βάση ως αναφέρει το σώμα της απόφασης, το άρθρο 9 ΣΤ(2)(Β) και (Δ) του Περί Προσφύγων Νόμου και με την οποία να διατάζει την άμεση απελευθέρωση του Αιτητή.
Β. Διαζευκτικά προς το (Α): Απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου με την οποία να ακυρώνεται και/ή τροποποιείται το ως άνω Διάταγμα Κράτησης που εκδόθηκε εναντίον του Αιτητή ημερ. 23/05/2025 για το οποίο έλαβε γνώση στις 07/06/2025 ότε και το παρέλαβε από αστυνομικό στο χώρο ΧΩΚΑΜ ΜΕΝΟΓΕΙΑΣ και με την οποία απόφαση να διατάζονται εναλλακτικά της κράτησης του Αιτητή μέτρα, κατά την κρίση του Δικαστηρίου.
Γ. Οιανδήποτε άλλη θεραπεία ήθελε κρίνει ορθή και δίκαια υπό τις περιστάσεις το Σεβαστό Δικαστήριο.
Ε. Έξοδα, πλέον έξοδα επίδοσης, πλέον ΦΠΑ»
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Επιβεβλημένη κρίνεται, καταρχάς, μία αναδρομή στο ιστορικό της υπόθεσης, προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, ως αυτό προκύπτει από το εναρκτήριο δικόγραφο της προσφυγής του Αιτητή, την ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 3 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.»).
Ο Αιτητής ο οποίος είναι υπήκοος Ινδίας, αφίχθη στις 19.03.2019 στην Κυπριακή Δημοκρατία με θεώρηση εισόδου ως εργάτης. Στις 19.04.2019 ενεγράφη ως αιτητής και ταυτόχρονα υπέβαλε αίτηση για άδεια παραμονής και εργασίας, η οποία του παραχωρήθηκε μέχρι τις 22.01.2020 και η οποία ανανεωνόταν μέχρι και τις 22.01.2023. Ακολούθως, ο Αιτητής εγκατέλειψε το χώρο εργασίας του με τα στοιχεία του να τοποθετούνται στη λίστα αναζητούμενων προσώπων στις 11.04.2023 και στις 19.05.2023.
Στις 14.02.2025, ο Αιτητής εντοπίστηκε και συνελήφθη για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης παραμονής και στις 15.02.2025 εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης, δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεων Νόμου, Κεφ. 105) καθότι κρίθηκε ότι παρέμεινε παράνομα στη Δημοκρατία από τις 19.05.2023, όταν εγκατέλειψε τον χώρο διαμονής και εργασίας του.
Στις 19.05.2025, ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας και ακολούθως, στις 23.05.2025 εκδόθηκε το επίδικο διάταγμα κράτησης, δυνάμει του άρθρου 9Στ(2) του περί Προσφύγων Νόμου.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Εξειδικεύοντας και περιορίζοντας στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης των ευπαίδευτων δικηγόρων του, τους εγειρόμενους στην προσφυγή λόγους ακυρώσεως, ο Αιτητής ισχυρίζεται κατά πρώτον ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε υπό πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο και κατά πλημμελή αιτιολογία. Ισχυρίζεται συγκεκριμένα ότι ο ίδιος παραμένει αιτητής ασύλου, χωρίς ποτέ να ενημερωθεί για απόρριψη ή κλείσιμο του φακέλου του, και ότι η κράτησή του διατάχθηκε χωρίς επαρκή αιτιολόγηση, χωρίς να προηγηθεί αξιολόγηση εναλλακτικών μέτρων και χωρίς να τεκμηριώνεται κίνδυνος διαφυγής ή απουσία διεύθυνσης διαμονής. Προβάλλει επίσης ότι η αίτησή του είναι γνήσια και δεν υποβλήθηκε προσχηματικά για να αποτραπεί η επιστροφή του. Είναι κατά δεύτερον η θέση του ότι οι Καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν κακόπιστα κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης καθώς ο Αιτητής είναι αιτητής ασύλου και ο ίδιος ουδέποτε έλαβε την απόφαση της υπηρεσίας ασύλου ούτε ειδοποιήθηκε ποτέ για συνέντευξη.
Οι Καθ΄ ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι από το ίδιο το κείμενο του διατάγματος κράτησης προκύπτει με σαφήνεια η αιτιολογία και οι πραγματικοί λόγοι που διατηρήθηκε η κράτηση του Αιτητή στη βάση των εδαφίων (β) και (δ) του Άρθρου 9 ΣΤ(2) του περί Προσφύγων Νόμου, υποστηρίζοντας ότι το εκδοθέν διάταγμα κράτησης είναι απότοκο των δεδομένων και πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης και της συμπεριφοράς του Αιτητή. Ειδικότερη αναφορά στην επιχειρηματολογία των Καθ’ ων η αίτηση παρατίθεται εκεί και όπου κρίνεται σκόπιμο.
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Στην εμπροσθοφυλακή της επιχειρηματολογίας του Αιτητή, τίθεται η θέση του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω πλάνης περί τα πραγματικά περιστατικά και πλημμελούς αιτιολογίας, καθότι: (α) ουδέποτε κλήθηκε σε συνέντευξη ή ενημερώθηκε για την έκβαση της προηγούμενης αίτησής του, (β) η αίτησή του δεν είναι προσχηματική και δεν υποβλήθηκε με σκοπό ματαίωσης της επιστροφής, (γ) είχε δηλωμένη και καταχωρημένη διεύθυνση διαμονής και δεν υφίστατο κίνδυνος διαφυγής, και (δ) η απόφαση κράτησης στερείται εξατομικευμένης αιτιολογίας και δεν τεκμηριώνει την αναγκαιότητα του μέτρου έναντι ηπιότερων εναλλακτικών.
Οι Καθ’ ων η αίτηση αντικρούουν τους ισχυρισμούς του Αιτητή προβάλλοντας ότι η αίτηση διεθνούς προστασίας υποβλήθηκε καταχρηστικά και με δόλο, αποκλειστικά προς αποτροπή της απομάκρυνσής του από τη Δημοκρατία, αφού είχε ήδη εκδοθεί απόφαση επιστροφής και διατάγματα κράτησης. Υποστηρίζουν ότι ο Αιτητής δεν συνεργάστηκε με τις Αρχές, δεν δήλωσε σταθερή διαμονή, ούτε προσκόμισε στοιχεία που να θεμελιώνουν βάσιμο φόβο δίωξης.
Χρήζει καταρχάς εξέτασης το κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις έκδοσης του επίδικου διατάγματος.
Το υπό εξέταση προσβαλλόμενο διάταγμα, εκδόθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση στην βάση των εδαφίων (β) και (δ) του άρθρου 9ΣΤ(2). Κρίνω σκόπιμη την παράθεση αυτούσιου του περιεχομένου του επίδικου διατάγματος, προς κατανόηση των λόγων έκδοσης του:
«ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟΙ (2000-2020)
ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9ΣΤ
Επειδή ο D.S.D. υπήκοος ΙΝΔΙΑΣ είναι αιτητής διεθνούς προστασίας και επειδή πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020) καθότι
Ο D.S.D. κρατείται
(α) για να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αιτητή
(β) στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των Άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, προκειμένου να προετοιμαστεί η επιστροφή ή/και να διεξαχθεί η διαδικασία απομάκρυνσης του, και επειδή τεκμηριώνεται στη βάση αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι ο D.S.D. αφίχθηκε στη Δημοκρατία με άδεια εργασίας, έπειτα εγκατέλειψε το χώρο διαμονής και εργασίας του και εξαφανίστηκε, και συνέχισε να διαμένει παράνομα εξαφανισμένος με τα στοιχεία του τοποθετημένα στην λίγα αναζητούμενων προσώπων της Αστυνομίας και στο ότι διέμενε παράνομα στη ΚΔ από το 2023 και στο ότι από τότε, ή και από την άφιξη του στη ΚΔ, είχε άπλετο χρόνο να υποβάλει αίτηση ασύλου αλλά δεν το έπραξε, παρά μόνο αφού εντοπίστηκε και συνελήφθηκε και κρατήθηκε βάσει διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, υπέβαλε αίτηση ασύλου, ως εκ τούτου υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι η υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας έγινε με σκοπό να προβάλει προσκόμματα και/ή να ματαιώσει τη διαδικασία επαναπατρισμού του.
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κατόπιν ατομικής αξιολόγησης θεώρησα ότι είναι αναγκαίο ο D.S.D. να παραμείνει υπό κράτηση βάσει των άρθρων 9ΣΤ(2)(β) και (δ) του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020) καθότι στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται ότι δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020), καθότι με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 18ΟΔ του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, υπάρχει κίνδυνος διαφυγής για τους πιο κάτω λόγους:
1. ΕΠΕΙΔΗ δεν έχει συμμορφωθεί με προηγούμενη αποφάση επιστροφής: Διάταγμα απέλασης το οποίο εκδόθηκε εναντίον του στις 15/02/2025.
2. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δεν έχει διεύθυνση συνήθους διαμονής. Η ΥΑΜ αναφέρει ότι δεν είχε σταθερό τόπο διαμονής.
3. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ είχε προηγούμενη εξαφάνιση. Ο αλλοδαπός εγκατέλειψε τον χώρο διαμονής και εργασίας του, δεν διευθέτησε την παραμονή του και εξαφανίστηκε και τα στοιχεία του είχαν τοποθετηθεί στο κατάλογο αναζητούμενων προσώπων της Αστυνομίας.
4. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δεν είχε στην κατοχή του Τ/Ε. Η ΥΑΜ ανέφερε ότι το διαβατήριο του δεν εντοπίστηκε.
5. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δήλωσε την μη πρόθεση του για συμμόρφωση με απόφαση επιστροφής.
6. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ θεωρήθηκε απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (κ) του εδαφίου (1), του Άρθρου 6 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (1952-2021), έχει συλληφθεί και σε βάρος του εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης, ημερ. 15/02/2025.
7. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κρατείται με σκοπό τον επαναπατρισμό του, κρίνω ότι η αίτηση του για Διεθνή Προστασία, υποβλήθηκε με σκοπό να προβάλει προσκόμματα στη διαδικασία επαναπατρισμού του.
ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΌ ΑΥΤΟ, ασκώντας τις εξουσίες που δίνει στον Υπουργό Εξωτερικών το Άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020), και το Άρθρο 188(3)(γ) του Συντάγματος και οι οποίες εξουσίες εκχωρήθηκαν σε εμένα, εγώ η Αν. Διευθύντρια, με το παρόν διατάσσω όπως ο D.S.D9. παραμείνει υπό κράτηση για όσο διάστημα ισχύουν οι λόγοι κράτησης, που αναφέρονται πιο πάνω.
(...)».
Παρατηρώ ότι το εκδοθέν διάταγμα περιέχει δύο νομικές βάσεις επί των οποίων προκύπτει στην ουσία διττή αιτιολογία για την έκδοσή του, ήτοι το εδάφιο (β) και το εδάφιο (δ) του άρθρου 9ΣΤ(2).
Ας δούμε πρωτίστως το εδάφιο (β) του άρθρου 9ΣΤ(2).
Επί του σημείου τούτου, ο ευπαίδευτος συνήγορός του Αιτητή ισχυρίζεται ότι η προϋπόθεση του εδαφίου (β) δεν ικανοποιείται καθώς δεν αποδεικνύεται από τα γεγονότα της υπόθεσης ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του Αιτητή καθώς και ότι δεν έχει αιτιολογηθεί η απόφαση αυτή.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζεται επί του σημείου τούτου ότι ο κίνδυνος διαφυγής, ως προνοείται δια του υπό συζήτηση εδαφίου (β) είναι άμεσα συνυφασμένος και αποδεικνύεται άνευ ετέρου δεδομένης της προηγούμενης κήρυξής του ως απαγορευμένου μετανάστη. Επικαλείται επί τούτου την απόφαση του αδελφού μου Δικαστή Μ. Στυλιανού, στην ADOTA ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ΔΚ 33/2024, 08.01.2025.
Έχοντας εξετάσει τον συγκεκριμένο ισχυρισμό του Αιτητή υπό το φως των όσων προκύπτουν και από τον διοικητικό φάκελο φρονώ πως αυτός δικαίως παραπονείται για την έλλειψη αιτιολογίας. Επισημαίνεται ότι ο Αιτητής προωθεί τον ισχυρισμό αυτό κατά τρόπο γενικό και αόριστο, ωστόσο εξετάζοντας τη θέση του αυτή υπό το φως των στοιχείων του διοικητικού φακέλου, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι το εν λόγω παράπονο τυγχάνει βάσιμο κατά το μέρος που αφορά την έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας ως προς τα συγκεκριμένα στοιχεία στα οποία στηρίζεται το αίτημα διεθνούς προστασίας του Αιτητή, και τα οποία η Διοίκηση φέρεται να θεώρησε κρίσιμα προς συλλογή μόνο μέσω της κράτησής του. Δεν καθίσταται σαφές από το διάταγμα ή τα συνοδευτικά έγγραφα ποια ακριβώς στοιχεία θεωρήθηκαν ως μη δυνατό να αποκτηθούν χωρίς την κράτηση, ούτε με ποιον τρόπο η κράτηση του Αιτητή κρίθηκε απαραίτητη για τη συλλογή τους, παρά τον φερόμενο κίνδυνο διαφυγής.
Ειδικότερα, δεν προκύπτει από κανένα σημείο της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά ούτε και του Σημειώματος ημερ. 22.05.2025 (βλ. ερυθρά 154-152 του δ.φ.) της Λειτουργού Μετανάστευσης Σ.Χ.[1] (στο εξής αναφερόμενο ως « το Σημείωμα της Σ.Χ.») επί του οποίου αυτή ερείδεται, ποια είναι αυτά τα στοιχεία τα οποία θα έπρεπε να προσδιοριστούν. Ούτε βεβαίως και εντοπίζεται κάτι άλλο σχετικό στον διοικητικό φάκελο δυνάμενο ενδεχομένως να αναπληρώσει και/ή συμπληρώσει την αιτιολογία αυτή.
Οι κατευθυντήριες οδηγίες της UNHCR σχετικά με την κράτηση αιτητή ασύλου για τον συγκεκριμένο αυτό λόγο είναι σχετικές και προς τούτο παραπέμπω στην οδηγία 4.1 στην παράγραφο 28 της οποίας αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Είναι επιτρεπτή η κράτηση ενός αιτούντος για ένα περιορισμένο αρχικό διάστημα για λόγους καταγραφής, στα πλαίσια προκαταρκτικής συνέντευξης, των στοιχείων στα οποία βασίζει την αίτησή του για διεθνή προστασία. Παρ’ όλ’ αυτά, η κράτηση αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί αιτιολογημένη μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η συγκεκριμένη πληροφορία δεν θα μπορούσε να δοθεί χωρίς να υπάρξει κράτηση. Αυτό συνεπάγεται την καταγραφή σημαντικών πληροφοριών από τον αιτούντα άσυλο, όπως για παράδειγμα των λόγων για τους οποίους ζητεί να του χορηγηθεί άσυλο. Αυτό συνήθως δεν επεκτείνεται στην κρίση για το βάσιμο των ισχυρισμών του. Η εξαίρεση αυτή στον βασικό κανόνα —ότι δηλαδή η κράτηση των αιτούντων άσυλο αποτελεί έσχατο μέτρο— δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αιτιολογηθεί η κράτηση καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας καθορισμού του καθεστώτος του αιτούντος άσυλο, ή για απεριόριστο χρονικό διάστημα».
Με τον δέοντα σεβασμό προς τον αδελφό μου Δικαστή Μ. Στυλιανού, διατυπώνω τη διαφωνία μου ως προς τη θέση που υιοθετήθηκε στην ADOTA (ανωτέρω) την οποία και επικαλείται η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση, ότι «Σύμφωνα με την ημεδαπή νομολογία, η κήρυξη προσώπου ως απαγορευμένου μετανάστη εμπεριέχει και τον κίνδυνο διαφυγής ανά πάση στιγμή – που αποτελεί ουσιαστική παράμετρο του εδαφίου (β) του άρθρου 9ΣΤ(2) του Νόμου(…)». Η διαφωνία μου εστιάζεται στην ερμηνεία του εδαφίου (β), και συγκεκριμένα στην θέση ότι ο κίνδυνος διαφυγής αποτελεί την ουσιώδη βάση της εφαρμογής του.
Κατά τη δική μου προσέγγιση, το άρθρο 9ΣΤ(2)(β) προβλέπει ότι η κράτηση αιτητή διεθνούς προστασίας επιτρέπεται αποκλειστικά για τον σκοπό του προσδιορισμού των στοιχείων στα οποία βασίζεται η αίτησή του, εφόσον η απόκτηση των στοιχείων αυτών θα ήταν, υπό άλλες συνθήκες, αδύνατη, και ιδίως όταν συντρέχει κίνδυνος διαφυγής. Η ratio της διάταξης αυτής δεν έγκειται, κατά την ταπεινή μου θέση, στην αποτροπή του κινδύνου διαφυγής καθεαυτήν· αντιθέτως, στοχεύει πρωτίστως στην εξασφάλιση της δυνατότητας των αρχών να αποκτήσουν κρίσιμες πληροφορίες από τον αιτητή σχετικά με την αίτησή του — και μόνο όταν η λήψη αυτών των πληροφοριών δεν είναι εφικτή χωρίς την επιβολή κράτησης. Ο ενδεχόμενος κίνδυνος διαφυγής δεν λειτουργεί ως αυτοτελής λόγος κράτησης κατά την εν λόγω διάταξη, αλλά ως συμπληρωματικός ή ενισχυτικός παράγοντας, ο οποίος αποκτά νομική σημασία μόνον εφόσον προηγουμένως έχει τεκμηριωθεί η αναγκαιότητα της κράτησης για την απόκτηση των εν λόγω στοιχείων.
Ερμηνευόμενη κατά τρόπο γραμματικό και τελολογικό, η διάταξη του άρθρου 9ΣΤ(2)(β) καταδεικνύει ότι ο νομοθέτης εστιάζει στην πρακτική αδυναμία συλλογής βασικών πληροφοριών που σχετίζονται με την αίτηση και όχι στην γενική μεταναστευτική συμπεριφορά του αιτητή στο παρελθόν. Κατά συνέπεια, ακόμη και αν υφίσταται σοβαρός κίνδυνος διαφυγής, αυτός από μόνος του δεν συνιστά τον πυρήνα του λόγου κράτησης που περιγράφει η εν λόγω διάταξη, αλλά μπορεί να ληφθεί υπόψη μόνο επικουρικά, και μόνο εφόσον έχει ήδη διαπιστωθεί η αντικειμενική αδυναμία λήψης των σχετικών πληροφοριών χωρίς την επιβολή κράτησης.
Τούτο άλλωστε αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι ο κίνδυνος διαφυγής, ως αυτοτελής και ανεξάρτητος λόγος κράτησης, προβλέπεται ρητώς στο άρθρο 9ΣΤ(2)(γ). Η συστηματική διάταξη των περιπτώσεων κράτησης στο άρθρο 9ΣΤ καθιστά σαφές ότι το εδάφιο (β) δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την επιβολή κράτησης αποκλειστικά στη βάση κινδύνου διαφυγής· κάτι τέτοιο όχι μόνο αλλοιώνει το περιεχόμενό του, αλλά και συγχέει τη σκοπιμότητά του με αυτή άλλων εδαφίων, υπονομεύοντας τον χαρακτήρα του ως στενά ερμηνευόμενης εξαίρεσης από το δικαίωμα της ελευθερίας του αιτητή.
Η θέση αυτή ενισχύεται από την παράγραφο 28 της Κατευθυντήριας Οδηγίας 4.1 της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR), η οποία διευκρινίζει ότι η κράτηση για σκοπούς καταγραφής μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο όταν «η συγκεκριμένη πληροφορία δεν θα μπορούσε να δοθεί χωρίς να υπάρξει κράτηση», επισημαίνοντας ρητώς ότι αυτή η εξαίρεση «δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αιτιολογηθεί η κράτηση […] για απεριόριστο χρονικό διάστημα». Επομένως, ερμηνευτικά, ο νόμος επιτάσσει την προσήλωση στην αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, και όχι την επιβολή κράτησης λόγω προγενέστερων συμπεριφορών που αφορούν την περίοδο πριν την υποβολή της αίτησης ασύλου.
Ούτε και το γεγονός ότι ο Αιτητής δεν είχε στην κατοχή του το διαβατήριό του και στερείτο σταθερής διεύθυνσης διαμονής επαρκεί, από μόνο του, για να θεμελιώσει κράτηση δυνάμει του εδαφίου (β) του άρθρου 9ΣΤ(2). Τα στοιχεία αυτά, ακόμη και αν ενδεχομένως υποδηλώνουν κίνδυνο διαφυγής, δεν αρκούν να καταδείξουν ότι η συλλογή των πληροφοριών επί των οποίων βασίζεται η αίτησή του για διεθνή προστασία θα ήταν πράγματι ανέφικτη χωρίς την επιβολή κράτησης, όπως απαιτεί η εν λόγω διάταξη. Ο νόμος προϋποθέτει συγκεκριμένη και τεκμηριωμένη αναγκαιότητα, η οποία εν προκειμένω δεν προκύπτει.
Στην απουσία λοιπόν στοιχείων δυνάμενων να φωτίσουν τους λόγους που οι Καθ’ ων η αίτηση εξέδωσαν το προσβαλλόμενο διάταγμα επί τη βάση του εδαφίου (β) το Δικαστήριο δεν μπορεί να αξιολογήσει και να εξάγει ασφαλή επί τούτου συμπεράσματα. Φρονώ συνεπώς, σε συμφωνία και με τους ευπαίδευτους συνηγόρους του Αιτητή ότι το εκδοθέν διάταγμα περιέχει εσφαλμένη αιτιολογία.
Ωστόσο η πάσχουσα αυτή αιτιολογία δεν συμπαρασύρει σε ακυρότητα και την έτερη αιτιολογία που δόθηκε και/ή ότι κατά τούτο η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ακυρωτέα. Ως προς αυτό, το άρθρο 32 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(Ι)/99 διαλαμβάνει ότι (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):
«32. Όταν η πράξη έχει πολλαπλές ή διαζευκτικές αιτιολογίες και μία από αυτές είναι λανθασμένη, η πράξη είναι ακυρωτέα, εκτός αν κριθεί ότι η λανθασμένη αιτιολογία ήταν επικουρική ή δευτερεύουσα της ορθής αιτιολογίας και ως εκ τούτου δεν επηρέασε το αρμόδιο διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης».
Μελετώντας το επίδικο διάταγμα αλλά και το σχετικό με αυτή Σημείωμα της Σ.Χ., φρονώ πως εύκολα διαφαίνεται πως κύρια αιτιολογία για την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, ήταν το εδάφιο (δ) του άρθρου 9ΣΤ(2) καθιστώντας κατά τούτο την αιτιολογία του εδαφίου (β) ως επικουρική.
Επιβάλλεται συνεπώς η εξέταση του εδαφίου (δ) του άρθρου 9ΣΤ(2) του περί Προσφύγων Νόμου, δυνάμει του οποίου εκδόθηκε το επίδικο διάταγμα.
Το εν λόγω εδάφιο καθορίζει ότι μπορεί αιτητής ασύλου να κρατηθεί όταν αφενός, κρατείται ήδη στο πλαίσιο διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του Κεφ. 105, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή ή/και να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης και αφετέρου, να υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία τεκμηριώνουν βάσιμους λόγους ότι ο αιτητής υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, για να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής. Εντός των αντικειμενικών αυτών κριτηρίων συμπεριλαμβάνεται και το γεγονός ότι ο Αιτητής είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου.
Καμιά άλλη προϋπόθεση δεν τίθεται στην παράγραφο (δ). Αυτό δεν σημαίνει ότι όποιος διαπιστώνεται ότι έτσι ενήργησε τίθεται, χωρίς άλλο, υπό κράτηση. Η παράγραφος (δ) εντάσσεται στο πλαίσιο του εδαφίου (2) το οποίο διαλαμβάνει ότι:
«Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης».
Περαιτέρω, το εδάφιο (3) προνοεί ότι:
«Ο Υπουργός δύναται, αντί να θέσει τον αιτητή υπό κράτηση, να του επιβάλει εναλλακτικά, για όσο χρονικό διάστημα κρίνει σκόπιμο υπό τις περιστάσεις, ορισμένες υποχρεώσεις που στοχεύουν στην αποφυγή του κινδύνου διαφυγής».
Επομένως, όταν αιτητής ασύλου κρατείται δυνάμει της παραγράφου (δ) του άρθρου 9ΣΤ(2), η κράτηση του στοχεύει στο να παρεμποδίσει τη διαφυγή του, ώστε, στην περίπτωση που η αίτηση του για διεθνή προστασία απορριφθεί και αρθεί η αναστολή του διατάγματος απέλασης του, να μπορεί να απελαθεί.
Σε συνέχεια των πιο πάνω επισημάνσεων, θα προχωρήσω στην εξέταση του κατά πόσον η περίπτωση του Αιτητή με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία, μπορεί να υπαχθεί στην περίπτωση του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ).
Ως προς την πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου
Εν προκειμένω, βάσει των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης, ο Αιτητής πριν από την έκδοση του επίδικου διατάγματος, κρατείτο με διάταγμα ημερομηνίας 15.02.2025, το οποίο εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 14 και του άρθρου 18ΠΣΤ(1) του Κεφ. 105, ενώ δυνάμει διατάγματος ίδιας ημερομηνίας βρισκόταν σε εξέλιξη διαδικασία απέλασης του. Ο Αιτητής έλαβε γνώση του εν λόγω διατάγματος το οποίο επιδόθηκε προσωπικά στον ίδιο, γεγονός που δεν αμφισβητείται, εναντίον του οποίου καταχώρισε μάλιστα και την προσφυγή αρ. 476/2025 η οποία ωστόσο, ως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο (βλ. ερ. 129), αποσύρθηκε και απορρίφθηκε στις 14.05.2025.
Συνεπώς συντρέχει η πρώτη προϋπόθεση υπαγωγής της περίπτωσης του Αιτητή στο άρθρο 9ΣΤ(2)(δ), καθώς πριν από την έκδοση του διατάγματος κράτησής του δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου, βρισκόταν σε εξέλιξη διαδικασία απέλασής του δυνάμει του Κεφαλαίου 105. Το δεδομένο αυτό λήφθηκε υπόψη κατά την έκδοση της επίδικης απόφασης.
Ως προς τη δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου
Ως προς τη δεύτερη παράμετρο για την εφαρμογή του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ), θα πρέπει να διαπιστωθεί κατά πόσον υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία τεκμηριώνουν βάσιμους λόγους ότι ο αιτητής υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, για να καθυστερήσει ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής. Εξέταση της προϋπόθεσης αυτής επιβάλλει την μελέτη του ιστορικού που περιβάλλει την υπόθεση του Αιτητή, αφού ασφαλώς η κάθε του ενέργεια και το μεταναστευτικό του προφίλ του κρίνονται σχετικά και αξιολογούνται προκειμένου να κριθεί ποιες ήταν οι πραγματικές του προθέσεις κατά την καταχώριση της αίτησης ασύλου.
Δια της γραπτής τους αγόρευσης οι συνήγοροι του Αιτητή υποστηρίζουν ότι ο ίδιος «με το που συνελήφθει ζήτησε να καταχωρήσει (sic) αίτηση ασύλου η οποία καταχωρήθηκε (sic) μετά από εκατοντάδες τηλεφωνήματα των δικηγόρων του αιτητή στο τμήμα αλλοδαπών ώστε να πάει κάποιος να παραλάβει από το φάκελο του αιτητή την αίτηση του και ουδέποτε κλήθηκε για συνέντευξη, αλλά ούτε και του στάλθηκε ποτέ η απόφαση της υπηρεσίας ασύλου. Ο αιτητής μόλις πληροφορήθηκε για το γεγονός ότι έκλεισε ο φάκελος (sic) του.»
Οι ισχυρισμοί αυτοί οι οποίοι προβάλλονται μόνο στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσης του Αιτητή και δεν υποστηρίζονται από οποιανδήποτε σχετική μαρτυρία δεν μπορούν ασφαλώς να ληφθούν υπόψη, αφού είναι δε γνωστή η νομολογία ότι η γραπτή αγόρευση δεν αποτελεί μέσο προσαγωγής μαρτυρίας[2]. Πρόσθετα, οι ισχυρισμοί αυτοί δεν βρίσκουν έρεισμα στο περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ενώ δυνάμει σχετικού ηλεκτρονικού μηνύματος ημερ. 27.06.2025, από λειτουργό της υπηρεσίας ασύλου, το οποίο κατατέθηκε -χωρίς ένσταση από την πλευρά του Αιτητή- και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1, επιβεβαιώνεται ότι «(…) η αίτηση του ημερομηνίας 09/05/2025, αποτελεί την πρώτη του αίτηση ασύλου».
Ούτε έχουν τεθεί ενώπιόν μου τα ηλεκτρονικά μηνύματα ημερ. 15.02.2025, 31.03.2025 και 14.04.2025 τα οποία στάλθηκαν κατ’ ισχυρισμόν -ως αυτό προβάλλεται στη γραπτή του αγόρευση- από τους δικηγόρους του Αιτητή αναφέροντας ότι ο πελάτης τους ζήτησε διεθνή προστασία και δεν έλαβε απάντηση. Αλλά ούτε και επιβεβαιώνεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ο ισχυρισμός του Αιτητή ότι είχε υποβάλει και/ή είχε εκφράσει την επιθυμία του για υποβολή αίτηση ασύλου από τις 14.02.2025. Με παραπομπή στο ερυθρό 137 του δ.φ., διαπιστώνω ότι το μόνο που ανέφερε ο Αιτητής κατά την σύλληψη του στις 14.02.2025 ήταν «Sorry». Δεν επιβεβαιώνονται συνεπώς οι ισχυρισμοί του Αιτητή περί καταχώρισης αίτησης ασύλου ήδη από την στιγμή της σύλληψη του κατά την 14η Φεβρουαρίου 2025, η δε αίτηση ασύλου την οποία καταχώρισε στις 09.05.2025, είναι και η μόνη καταχωρισθείσα αίτηση. Ως εκ τούτου, οι ισχυρισμοί του Αιτητή περί πλάνης περί τα πράγματα, ως αυτοί αναπτύσσονται στη γραπτή του αγόρευση, δεν ευσταθούν και απορρίπτονται ως αβάσιμοι.
Προχωρώ λοιπόν στην εξέταση των προϋποθέσεων του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ). Υπενθυμίζω ότι δυνάμει του άρθρου αυτού το κρίσιμο είναι να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχουν στην, υπό εξέταση υπόθεση, αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία τεκμηριώνουν βάσιμους λόγους ότι ο Αιτητής υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, για να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής.
Επισημαίνεται ότι πέραν του ισχυρισμού περί πλάνης περί τα πράγματα, ως ανωτέρω αναπτύχθηκε, ο Αιτητής δεν προωθεί οποιονδήποτε άλλο ισχυρισμό ως προς τις προϋποθέσεις του εδαφίου (δ) παρά μόνο ισχυρίζεται ότι η κράτηση του Αιτητή δεν είναι αναλογική και ότι έπρεπε να επιβληθούν εναλλακτικά της κράτησης μέτρα.
Από την πλευρά τους Καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι ο Αιτητής είχε κάθε ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία ασύλου και ουδέποτε έκανε χρήση αυτής, παρά μόνον έξι χρόνια μετά την είσοδό του στη Δημοκρατία και μόνο κατόπιν της σύλληψής του. Ισχυρίζονται κατά τούτο ότι ο Αιτητής καταχώρισε αίτηση διεθνούς προστασίας αποκλειστικά και μόνο για να καθυστερήσει τη διαδικασία απέλασής τους, ενώ παράλληλα δε δήλωσε οποιαδήποτε διεύθυνση μόνιμής διαμονής και ότι ο κίνδυνος διαφυγής συνυπολογίστηκε κατά την εξέταση επιβολής εναλλακτικών της κράτησης μέτρων. Αναφέρεται πρόσθετα στο γεγονός ότι το διαβατήριο του Αιτητή δε βρέθηκε στην κατοχή του και ότι ο ίδιος είχε προηγούμενη εξαφάνιση.
Παράθεση των γεγονότων που διαπλέκονται με το ζήτημα αυτό ως αυτά προκύπτουν από τον ενώπιόν μου διοικητικό φάκελο επιβάλλεται προς ευχερέστερη κατανόηση των αμφισβητούμενων ζητημάτων:
Από το περιεχόμενο λοιπόν του διοικητικού φακέλου, διαφαίνεται ότι ο Αιτητής αφίχθη στη Δημοκρατία στις 19.03.2019 με θεώρηση εισόδου ως εργάτης. Στις 19.04.2019 ενεγράφη ως αλλοδαπός και ταυτόχρονα υπέβαλε αίτηση για άδεια παραμονής και εργασίας, η οποία του παραχωρήθηκε μέχρι τις 22.01.2020 και στη συνέχεια ανανεωνόταν μέχρι τις 22.01.2023. Κάποια στιγμή ο Αιτητής εγκατέλειψε το χώρο εργασίας του και τα στοιχεία του τοποθετήθηκαν στον κατάλογο αναζητουμένων προσώπων στις 11.04.2023 και στις 19.05.2023. Στις 14.02.2025 ο Αιτητής εντοπίστηκε και συνελήφθηκε για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης παραμονής και στις 15.02.2025 εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσης Νόμου (Κεφ. 105) καθότι κρίθηκε ότι παρέμεινε παράνομα στη Δημοκρατία από τις 19.05.2023, όταν εγκατέλειψε τον χώρο διαμονής και εργασίας του. Ακολούθως και ενόσω ο Αιτητής κρατείτο, υπέβαλε αίτηση ασύλου στις 09.05.2025.
Διαπιστώνω συνεπώς ότι ο Αιτητής υπέβαλε για πρώτη φορά αίτηση ασύλου μόλις στις 09.05.2025 και μόνο αφότου εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης του, χωρίς να εξηγείται με οποιοδήποτε τρόπο η καθυστέρηση στην υποβολή τέτοιας αίτησης για σχεδόν δύο (2) έτη από την παράνομη παραμονή του στη Δημοκρατία.
Προκύπτει συνεπώς από τα ως άνω ότι ο Αιτητής διέμενε στη Δημοκρατία περί τα πέντε και πλέον έτη (από τις 19.03.2019 όταν και εισήλθε νόμιμα στη Δημοκρατία) χωρίς εντούτοις να υποβάλει προηγουμένως αίτηση διεθνούς προστασίας παρά το ότι δεν προβλήθηκε ισχυρισμός ότι δεν είχε την ευκαιρία να πράξει τούτο. Κατ' αυτό δε τον χρόνο διέμενε ως επεξηγήθηκε, αρχικά, δυνάμει άδειας διαμονής για εργασία και, ακολούθως παράνομα, αφού από τη λήξη της άδειας διαμονής του στις 19.05.2023, δεν προέβη σε κανένα άλλο διάβημα για νομιμοποίηση της παραμονής του στη Δημοκρατία.
Τα ως άνω δεδομένα οδηγούν στο ασφαλές συμπέρασμα ότι παρά το γεγονός πως ο Αιτητής γνώριζε ή, τουλάχιστον, όφειλε να γνωρίζει ότι η παραμονή του στη Δημοκρατία ήταν παράνομη για χρονικό διάστημα που προσέγγιζε τα δύο έτη, ουδέποτε προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια προς κατεύθυνση νομιμοποίησης της κατάστασής του. Αντιθέτως, παρέμεινε επί μακρόν εξαφανισμένος, χωρίς να προσεγγίσει τις αρμόδιες αρχές, να εκδηλώσει πρόθεση συμμόρφωσης ή να υποβάλει αίτημα διεθνούς προστασίας, παρά μόνον όταν τέθηκε υπό κράτηση ενόψει της επικείμενης απομάκρυνσής του.
Η αίτηση ασύλου υποβλήθηκε μόνον κατόπιν σύλληψης του Αιτητή γεγονός που καταδεικνύει ότι η ενεργοποίηση της διαδικασίας ασύλου εκ μέρους του δεν επήλθε αυθόρμητα ή εντός ευλόγου χρόνου από την είσοδό του στη χώρα, αλλά σε χρονικό σημείο κατά το οποίο η απέλασή του είχε καταστεί επικείμενη και η διοικητική διαδικασία σε βάρος του βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη. Το γεγονός αυτό, ερμηνευόμενο υπό το φως της πάγιας νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, συνιστά σοβαρό επιβαρυντικό στοιχείο αναφορικά με τη γνησιότητα του αιτήματος, δεδομένου ότι το αίτημα διεθνούς προστασίας φαίνεται να υποβλήθηκε για την αποτροπή ή καθυστέρηση της απομάκρυνσής του, και όχι λόγω αυθεντικού φόβου δίωξης ή ανάγκης προστασίας[3]. Επιπλέον, το κατά πόσον αιτητής είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, είναι σημαντικό αντικειμενικό στοιχείο το οποίο προσμετρά στην εκτίμηση της πιθανότητας ο αιτητής να υπέβαλε το αίτημα του με σκοπό να καθυστερήσει απλώς ή να εμποδίσει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής. Έτσι λοιπόν και το άρθρο 9Στ, που εδώ εξετάζουμε, θέτει την αμεσότητα της υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας ως στοιχείο που μπορεί να ληφθεί υπόψη για την, στο μέτρο του δυνατού, αντικειμενικά τεκμηριωμένη πιθανολόγηση επί της αλλότριας σκοπιμότητας της αιτήσεως διεθνούς προστασίας. Είναι ακριβώς αυτή την εύλογη υπό τις εκάστοτε περιστάσεις πιθανολόγηση που εκφράζει η φράση «βάσιμοι λόγοι να θεωρείται» στο επίδικο άρθρο[4].
Η όλη συμπεριφορά του Αιτητή, σε συνδυασμό με το ότι ποτέ στον χρόνο που διέρρευσε από την είσοδο του στη Δημοκρατία τον Μάρτιο του 2019, μέχρι και την κίνηση διαδικασιών για την απομάκρυνση του από την Δημοκρατία δεν υπέβαλε αίτηση για χορήγηση διεθνούς προστασίας, λαμβανομένου υπόψη και του ότι δεν προβλήθηκε εκ μέρους του Αιτητή ισχυρισμός ότι στερήθηκε την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, είναι πιστεύω αρκετή για να καταδείξει ότι «υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής» καλύπτοντας κατά τούτο και την δεύτερη προϋπόθεση που θέτει η παράγραφος (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 9ΣΤ.
Συμπληρωματικά των πιο πάνω, και χωρίς να προδικάζεται το αποτέλεσμα της υποβληθείσας αίτησής του για άσυλου -η εξέταση της οποίας ακόμη εκκρεμεί-, επισημαίνεται ότι, παρά το γεγονός ότι η εκ πρώτης όψεως βασιμότητα της αίτησης ασύλου δεν είναι καθοριστική για τη νομιμότητα της κράτησης δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ), εντούτοις η απουσία οποιασδήποτε ουσιαστικής επιχειρηματολογίας υπέρ της γνησιότητας ή της βασιμότητας του αιτήματος από την πλευρά του Αιτητή ενισχύει την πιθανολόγηση ότι το αίτημα υποβλήθηκε με σκοπό την καθυστέρηση ή ματαίωση της εκτέλεσης της απόφασης επιστροφής.
Ειδικότερα, ο Αιτητής, τόσο μέσω των συνηγόρων του όσο και στην ίδια την αίτηση ασύλου την οποία μελέτησα (βλ. ερ. 168-165 του δ.φ.), δεν προβάλλει προσωπικά ή συγκεκριμένα περιστατικά δίωξης, αλλά γενική αναφορά σε σύγκρουση της κοινότητάς του με την κεντρική κυβέρνηση της χώρας καταγωγής του, εκφράζοντας απλώς την επιθυμία να μην επιστρέψει, λόγω του ότι -ως ο ίδιος καταγράφει- «I came to cyprus with work permit. I do not wish to go back because my community conflict with central government. As we demand separate state.». Καμία αναφορά δεν γίνεται σε εξατομικευμένο φόβο δίωξης ή σε προσωπικά περιστατικά που να στοιχειοθετούν τους λόγους χορήγησης διεθνούς προστασίας κατά τον Περί Προσφύγων Νόμο.
Περαιτέρω, δεν μπορώ να παραβλέψω ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή, συγκαταλέγεται στις χώρες που έχουν χαρακτηριστεί ως ασφαλείς χώρες, σύμφωνα με την πρόσφατη Κ.Π.Δ. 191/2024 (ημερ. 31.05.2024), η οποία εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 12Βτρις του περί Προσφύγων Νόμου. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.
Ως εκ τούτου, και δεδομένης της απουσίας στοιχειοθέτησης προσωπικής στοχοποίησης ή εξατομικευμένης απειλής, το βάρος απόδειξης για την ανατροπή του τεκμηρίου ασφάλειας και την απόδειξη της γνησιότητας της αίτησης φέρει ο Αιτητής. Το γεγονός ότι ούτε κατά την υποβληθείσα αίτησή του, ούτε κατά την παρούσα διαδικασία έχει καταβληθεί ουσιαστική προσπάθεια τεκμηρίωσης της ανάγκης για διεθνή προστασία, ενισχύει την πιθανολόγηση ότι η αίτηση δεν έχει υποβληθεί με σκοπό την προστασία του Αιτητή λόγω δίωξης, αλλά αποτελεί εργαλείο παρεμπόδισης της απέλασής του.
Τα ως άνω, χωρίς να αποτελούν κρίση επί της ουσίας, λειτουργούν ως επιπρόσθετα αντικειμενικά κριτήρια και ενισχυτικά της αξιολόγησης βάσιμων λόγων υπό το άρθρο 9ΣΤ(2)(δ).
Πρόσθετα των πιο πάνω, επισημαίνεται ότι δεν έχει προωθηθεί από τον Αιτητή αληθοφανής αιτιολογία για την καθυστέρηση στην υποβολή αίτησης ασύλου για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, ούτε έχει προσκομίσει μαρτυρία από την οποία να προκύπτει δικαιολογημένη καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματός του, μέσω αναφοράς σε χρονικά κυρίως γεγονότα ούτως ώστε να μπορέσει να αξιολογηθεί το επακριβές χρονικό σημείο έναρξης του επικαλούμενου λόγου δίωξης σε συνάρτηση με το χρονικό σημείο υποβολής εν τέλει της αίτησης ασύλου. Δεν μπορώ συνεπώς να αποδεχθώ ως δικαιολογημένη την υπέρμετρη καθυστέρηση που εδώ παρατηρείται.
Η συνδυαστική αποτίμηση των ανωτέρω στοιχείων και συμπεριφορών οδηγεί σε επαρκώς τεκμηριωμένη πιθανολόγηση αλλότριου σκοπού υποβολής της αίτησης ασύλου, γεγονός που πληροί την προϋπόθεση του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) περί «βάσιμων λόγων να θεωρείται» ότι το αίτημα υποβλήθηκε με σκοπό την καθυστέρηση ή ματαίωση της απομάκρυνσης του Αιτητή.
Αντίθετη προσέγγιση θα άφηνε ανοικτό το ενδεχόμενο καταχρήσεων από κακόπιστους παρανόμως διαμένοντες, οι οποίοι θα παρέμεναν παράνομα στο έδαφος αυτής σε άγνωστο χρόνο και, κατόπιν της σύλληψης τους και κίνησης διαδικασιών επιστροφής, θα προέβαλλαν διάφορους γενικόλογους και αόριστους ισχυρισμούς, προκειμένου να πετύχουν την ακύρωση της κρατήσεως τους εκκρεμούσης της εξέτασης της όψιμα υποβληθείσας αιτήσεως ασύλου. Είναι γι' αυτό τον λόγο που έχει ιδιαίτερη σημασία θεωρώ το να προσέλθει εκούσια και αυτοβούλως ο Αιτητής, το συντομότερο δυνατόν, στις Αρχές κράτους στο οποίο δεν διατρέχει κίνδυνο και να εκφράσει την επιθυμία του για προστασία[5].
Συνεπώς, διαπιστώνεται ότι, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης και στη βάση αντικειμενικών κριτηρίων, πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου (δ) του άρθρου 9ΣΤ(2) και καταρχήν θεμελιώνεται η νομιμότητα της κράτησης του Αιτητή.
Επί των εναλλακτικών μέτρων κράτησης
Σε σχέση τώρα με την επιβολή του μέτρου της κράτησης έναντι άλλων περιοριστικών μέτρων, όπως προκύπτει από την επίδικη απόφαση και με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία[6], επισημαίνω τα εξής:
Ως έχω ήδη επισημάνει, το γεγονός ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του εδαφίου (δ) του άρθρου 9ΣΤ δεν οδηγεί άνευ ετέρου στην κράτηση του αιτούντα άσυλο. Απαραίτητη προς συνεξέταση προϋπόθεση για την έκδοση του διατάγματος κράτησης, είναι να μην είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης».
Περαιτέρω, σύμφωνα με το εδάφιο (3): «Ο Υπουργός δύναται, αντί να θέσει τον αιτητή υπό κράτηση, να του επιβάλει εναλλακτικά, για όσο χρονικό διάστημα κρίνει σκόπιμο υπό τις περιστάσεις, ορισμένες υποχρεώσεις που στοχεύουν στην αποφυγή του κινδύνου διαφυγής».
Εξετάζοντας συνεπώς, τις προϋποθέσεις του άρθρου αυτού παράλληλα με την εξέταση των αιτιάσεων του Αιτητή περί αναιτιολόγητης απόφασης, έλλειψης δέουσας έρευνας, πραγματικής πλάνης και περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας, σε συνάρτηση με τη μη αναζήτηση, λιγότερο επεμβατικών εναλλακτικών μέτρων αντί της επιβολής του φανερώς δυσμενέστερου μέτρου της κράτησης, παρατηρώ τα ακόλουθα:
Προκύπτει, τηρουμένης της αρχής της αναγκαιότητας, ότι το μέτρο που λαμβάνεται θα πρέπει να είναι το απολύτως αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Επιπρόσθετα, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας το μέτρο που λαμβάνεται πρέπει να είναι το καταλληλότερο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και ανάλογο του σκοπού που επιδιώκεται και βεβαίως το λιγότερο παρεμβατικό μέτρο[7].
Η αρχή της αναλογικότητας απαιτεί όπως υπάρχει απόλυτη ισορροπία μεταξύ του περιοριστικού μέτρου, δηλαδή της κράτησης στη συγκεκριμένη περίπτωση και του νόμιμου σκοπού που το μέτρο αυτό επιδιώκει να επιτύχει, δηλαδή υπό τις περιστάσεις την προετοιμασία και/ή απομάκρυνση του αιτητή. Η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας θεωρείται καίρια εγγύηση έναντι της αυθαιρεσίας των κρατών και υπαγορεύεται η υποχρεωτική εφαρμογή της. Το αρμόδιο όργανο οφείλει να εξετάσει τα εναλλακτικά μέτρα, για να διασφαλίσει με άλλο αποτελεσματικό τρόπο την μη διαφυγή του Αιτητή, ενώ εκκρεμεί η αίτηση ασύλου σε περίπτωση που αυτό καθίσταται δυνατόν[8].
Η άποψη αυτή βρίσκει απήχηση και στην 15η αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, όπου μνημονεύεται η κατοχύρωση της αρχής της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας και καταγράφεται ρητώς ότι (-υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«(15) Η κράτηση των αιτούντων θα πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τη βασική αρχή ότι ένα πρόσωπο δεν θα πρέπει να κρατείται απλώς και μόνον επειδή επιζητεί διεθνή προστασία, ιδίως σύμφωνα με τις διεθνείς νομικές υποχρεώσεις των κρατών μελών και το άρθρο 31 της σύμβασης της Γενεύης.
Η κράτηση αιτούντων θα πρέπει να είναι δυνατή μόνον σε σαφώς καθορισμένες, εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και να διέπεται από την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας όσον αφορά τόσο τον τρόπο όσο και τον σκοπό της εν λόγω κράτησης. Σε περίπτωση που ένας αιτών τελεί υπό κράτηση, ο αιτών θα πρέπει να έχει αποτελεσματική πρόσβαση στις αναγκαίες διαδικαστικές εγγυήσεις, όπως το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον εθνικής δικαστικής αρχής.»
Οι διατάξεις της Οδηγίας και του περί Προσφύγων Νόμου πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα του σκοπού της Οδηγίας, καθώς και, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 15, τηρουμένων των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της αρχής της αναλογικότητας. Από το άρθρο 9 Στ (2) (δ) διαφαίνεται πως πρέπει να προκύπτει η αναγκαιότητα της εφαρμογής του άρθρου αυτού από την ατομική συμπεριφορά του αιτητή ασύλου.
Στην απόφαση Mehmet Arslan, C-534/11, EU:C:2013:343, σκέψεις 57-59, επισημαίνεται ότι: (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου)
«όσον αφορά μια κατάσταση όπως η επίμαχη της κύριας δίκης, στην οποία, αφενός, ο υπήκοος τρίτης χώρας τέθηκε υπό κράτηση βάσει του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115 για τον λόγο ότι η συμπεριφορά του δημιουργούσε φόβους ότι, αν δεν ετίθετο υπό κράτηση, θα διέφευγε και θα παρεμπόδιζε την απομάκρυνσή του, και, αφετέρου, η αίτηση ασύλου φαίνεται να έχει υποβληθεί με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει, ή ακόμη και να υπομονεύσει, την εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής που εκδόθηκε κατ' αυτού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι περιστάσεις αυτές μπορούν πράγματι να δικαιολογήσουν τη διατήρηση της κρατήσεως του εν λόγω υπηκόου ακόμη και μετά την υποβολή αιτήσεως ασύλου.».
Στην ίδια απόφαση τονίζεται ότι από το γεγονός και μόνον ότι ένας αιτών άσυλο, κατά την υποβολή της αιτήσεώς του, αποτελεί αντικείμενο αποφάσεως περί επιστροφής και έχει τεθεί υπό κράτηση βάσει του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115 δεν μπορεί να τεκμαίρεται, χωρίς κατά περίπτωση εκτίμηση του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων, ότι αυτός υπέβαλε την αίτηση αυτή με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει ή να ματαιώσει την εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής και ότι είναι αντικειμενικώς αναγκαία και αναλογική η διατήρηση του μέτρου της κρατήσεως[9].
Για το λόγο αυτόν είναι σημαντικό να εξεταστούν τα δεδομένα έκδοσης του επίδικου διατάγματος, συμπεριλαμβανομένης, μεταξύ άλλων, της ενδεχόμενης αλλαγής των συνθηκών από την έκδοση του διατάγματος κράτησης και απέλασης δυνάμει του Κεφαλαίου 105 μέχρι την έκδοση του επίδικου διατάγματος δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου.
Όπως υποδεικνύει στην απόφασή του στην υπόθεση αρ. Υπόθεση Αρ. 755/2018 , A. A. S. ν. Αν. Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ημερ. 29.6.2018 ο αδελφός Δικαστής κ. Κωμοδρόμος:
«[...]η κήρυξη προσώπου ως απαγορευμένου μετανάστη «εμπεριέχει λογικά τον κίνδυνο διαφυγής του ανά πάσα στιγμή». Αυτό λέχθηκε και στην MAGDALIN MENSAH ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 5735/2013, ημερ. 9.8.2013, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε επίσης ότι «στον ορισμό του «κινδύνου διαφυγής» καταγράφεται ότι αυτός ο κίνδυνος συναρτάται προς κάθε «ατομική περίπτωση», ο δε κίνδυνος αυτός εκτιμάται κατά «εικασία» ότι ο υποκείμενος σε διαδικασία επιστροφής «μπορεί να διαφύγει».
Στην παρούσα περίπτωση, αυτός βεβαίως ο κίνδυνος δεν εξέλιπε εντός ολίγων ημερών, δηλαδή από το χρόνο έκδοσης του διατάγματος κράτησης ημερομηνίας 1.3.2018 μέχρι και την έκδοση του επίδικου διατάγματος ημερομηνίας 20.3.2018, αλλά προφανώς και συνέχισε να υφίσταται και κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Αυτά βεβαίως επισημαίνονται, έχοντας ως αφετηρία το, σύμφωνα και τις γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου διαμορφωμένο, δεδομένο ότι το περιεχόμενο του προαναφερθέντος διατάγματος κράτησης ημερομηνίας 1.3.2018, αποτελεί βεβαίως στοιχείο του διοικητικού φακέλου, υποκείμενο ωσαύτως στην υπό του Δικαστηρίου τούτου αξιολόγηση.».
Από την αιτιολογία που παρατίθεται στο επίδικο διάταγμα κράτησης η οποία συμπληρώνεται και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και ειδικότερα από τα όσα καταγράφονται στο σημείωμα της λειτουργού μετανάστευσης ημερ. 22.05.2025 (βλ. ερυθρά 172-170 του δ.φ.), διαφαίνεται ότι οι Καθ'ων η αίτηση εξέτασαν το ενδεχόμενο επιβολής εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, αλλά το απέρριψαν επειδή κρίθηκε ότι αν ο Αιτητής αφεθεί ελεύθερος υπάρχει κίνδυνος διαφυγής. Η εν λόγω κρίση στηρίχθηκε σε σειρά παραμέτρων, οι οποίες παρατίθενται ρητά και τεκμηριώνονται ως εξής (βλ. ερυθρό 171 του δ.φ. και περιεχόμενο του επίδικου διατάγματος κράτησης ως αυτό μεταφέρθηκε ανωτέρω):
«(α) Μη συμμόρφωση με απόφαση επιστροφής: Διάταγμα απέλασης το οποίο εκδόθηκε εναντίον του στις 15/02/2025.
(β) Μη κατοχή ταξιδιωτικών ή άλλων εγγράφων ταυτότητας. Η ΥΑΜ ανέφερε ότι δεν είχε εντοπισθεί το διαβατήριο του.
(γ) Δήλωση πρόθεσης μη συμμόρφωσης με απόφαση επιστροφής. Η ΥΑΜ ενημερώνει δεν επιθυμεί να επαναπατριστεί.
(δ) Προηγούμενη εξαφάνιση. Ο αλλοδαπός εγκατέλειψε τον τόπο διαμονής και εργασίας του, δεν διευθέτησε την παραμονή του και εξαφανίστηκε και τα στοιχεία του είχαν τοποθετηθεί στο κατάλογο αναζητούμενων προσώπων της Αστυνομίας.
(ε) Μη ύπαρξη διεύθυνσης συνήθους διαμονής. Η ΥΑΜ ενημερώνει ότι δεν είχε σταθερό τόπο διαμονής.»
Εκτιμώ ότι στην προκειμένη περίπτωση, οι Καθ’ ων η αίτηση δεν περιορίστηκαν σε γενικές και τυπικές διαπιστώσεις, αλλά προέβησαν σε συγκεκριμένη και ατομική αξιολόγηση της υπόθεσης του Αιτητή, λαμβάνοντας υπόψη πραγματικά δεδομένα που καταδεικνύουν, με τρόπο σαφή και αντικειμενικό, την έμπρακτη απροθυμία του να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του, καθώς και την αδυναμία επιβολής αποτελεσματικών εναλλακτικών μέτρων. Συγκεκριμένα, το ιστορικό της υπόθεσης αποκαλύπτει ότι ο Αιτητής είχε εισέλθει στη Δημοκρατία με άδεια εργασίας, πλην όμως παρέμεινε έκτοτε παράνομα, για χρονικό διάστημα πέραν των δύο ετών, χωρίς να προβεί σε οποιοδήποτε διάβημα για νομιμοποίηση της παραμονής του ή έστω για την υποβολή αιτήματος διεθνούς προστασίας. Αντιθέτως, εγκατέλειψε τον τόπο εργασίας και διαμονής του, διεκόπη κάθε επαφή με τις αρχές, και εγγράφηκε στον κατάλογο των αναζητούμενων προσώπων της Αστυνομίας, γεγονός που από μόνο του υποδεικνύει σαφώς πρόθεση αποφυγής του ελέγχου και της διοικητικής διαδικασίας.
Άλλωστε, ως έχει λεχθεί και στην προαναφερθείσα υπόθεση Arslan:
«[…] θα θιγόταν ο σκοπός της οδηγίας αυτής, ήτοι η αποτελεσματική επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, αν ήταν αδύνατο στα κράτη μέλη να αποφύγουν, υπό συνθήκες όπως αυτές που εκτέθηκαν στη σκέψη 57 της παρούσας αποφάσεως, να μπορεί ο ενδιαφερόμενος, με την υποβολή αιτήσεως ασύλου, να επιτυγχάνει αυτομάτως την απόλυσή του […]».
Περαιτέρω, στην ίδια απόφαση, σκέψη 57, το ΔΕΕ αναφέρει ότι σε περιπτώσεις ως και η παρούσα, ήτοι όταν εκδίδεται διάταγμα κράτησης κατά προσώπου το οποίο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας ενώ ήδη τελεί υπό κράτηση με σκοπό την απέλαση:
«[…] επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι περιστάσεις αυτές μπορούν πράγματι να δικαιολογήσουν τη διατήρηση της κρατήσεως του εν λόγω υπηκόου ακόμη και μετά την υποβολή αιτήσεως ασύλου.».
Συνεπώς, και παρά το ότι απαιτείται σε κάθε περίπτωση εκ νέου εξέταση των παραμέτρων που αφορούν εκάστη περίπτωση, πράγμα που έγινε στην παρούσα, εντούτοις δεν παύει να είναι κατ' ουσία «διατήρηση» προηγούμενης κράτησης δυνάμει εν εξελίξει διαδικασίας επιστροφής κατά την διάρκεια της οποίας υποβάλλεται αίτημα διεθνούς προστασίας. Τούτος θεωρώ ήταν και ο σκοπός του ευρωπαίου νομοθέτη όταν θέσπιζε το αρ.8 (2) (δ), του οποίου μεταφορά στην εθνική νομοθεσία είναι το επίδικο άρ.9ΣΤ (2) (δ).
Στην παρούσα θεωρώ ότι κανένα εναλλακτικό της κράτησης μέτρο δε θα μπορούσε να διασφαλίσει τον επιδιωκόμενο διά της προσβαλλόμενης απόφασης σκοπό, ήτοι την εξασφάλιση της εκτέλεσης της απόφασης επιστροφής (διάταγμα απέλασης) η οποία ούτε ακυρώθηκε αλλά ούτε ανακλήθηκε παρά μόνο ανεστάλη ενόψει της καταχώρισης αιτήσεως διεθνούς προστασίας από τον Αιτητή. Το προσβαλλόμενο διάταγμα εκδόθηκε ενόψει της ήδης εκφρασθείσας δια της συμπεριφοράς του Αιτητή απροθυμίας του να συμμορφωθεί με τους κανόνες που αφορούν στη νομιμότητα της διαμονής του, του γεγονότος ότι διέμενε σε άγνωστη διεύθυνση χωρίς να τηρήσει την υποχρέωση του για ενημέρωση των αρχών ως προς την αλλαγή της διεύθυνσης διαμονής, και λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι ποτέ προηγουμένως δεν προσέτρεξε για υποβολή αιτήματος για διεθνή προστασία, παρά μόνο έπραξε τούτο αφότου εντοπίστηκε και συνελήφθη από τις αρχές.
Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην απόφαση του αδελφού μου δικαστή κ. Χριστοφόρου, στην υπόθεση K K ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, Υπόθεση αρ. ΔΚ 62/21, 1/6/2021, η απροθυμία του αιτητή να νομιμοποιήσει την διαμονή του ως όφειλε, είναι ένα στοιχείο που αντικειμενικά κρινόμενο συνηγορεί υπερ του κινδύνου διαφυγής του αιτητή. Παραθέτω κατωτέρω απόσπασμα με το οποίο συμφωνώ και υιοθετώ:
«.Σε σχέση τώρα με την δυνατότητα επιβολής εναλλακτικών της κράτησης μέτρων θεωρώ ότι εκ των γεγονότων ως ανωτέρω καταγράφονται εύλογα προκύπτει το σοβαρό ενδεχόμενο μη συμμόρφωσης του αιτητή με την διαταγή απομάκρυνσης δυνάμει του υπό αναστολή διατάγματος απέλασης.
Προς τούτο λαμβάνω υπόψη την ήδη εκφρασθείσα δια της συμπεριφοράς του απροθυμίας του αιτητή να συμμορφωθεί με τους κανόνες που αφορούν την νομιμότητα διαμονής του και την απουσία δεσμών με τη Δημοκρατία που θα μπορούσαν να αμβλύνουν κατά περίπτωση την αναγκαιότητα κράτησης του αιτητή προκειμένου να διασφαλιστεί η εκτέλεση της απόφασης επιστροφής του σε περίπτωση απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου επί της αιτήσεως του. (βλ. Κατευθυντήριες Οδηγίες, ανωτέρω, και απόφαση ΕΔΑΔ Nabil And Others ν. Hungary, υπόθ. αρ.62116/12, ημ.22/12/15, κατωτέρω).
Η παράνομη διαμονή του στη Δημοκρατία και η πλήρης αδιαφορία που επέδειξε σχετικά με την διευθέτηση της νομιμότητας της διαμονής του στη Δημοκρατία για το διάστημα που διέρρευσε από την λήξη της άδειας διαμονής του ως φοιτητής μέχρι και την κήρυξη του ως απαγορευμένου μετανάστη και την κίνηση διαδικασίας απέλασης του αιτητή πιστεύω αρκεί για να καταδείξει ότι ο κίνδυνος διαφυγής παραμένει αναμφίβολα υπαρκτός. Επί τούτου θεωρώ ότι το διάστημα των 6 μηνών από την ημέρα που έληξε η άδεια διαμονής του μέχρι να κινηθούν οι διαδικασίες επιστροφής του είναι υπέρ δεόντως αρκετό για να θεωρείται ότι είχε ικανό χρόνο στη διάθεση του για να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για διευθέτηση της διαμονής του ή να υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας σε προηγούμενο χρόνο.
Η ένταση δε του κινδύνου διαφυγής του αιτητή, με αναφορά στην προηγούμενη της υποβολής του αιτήματος διεθνούς προστασίας συμπεριφορά του, είναι καθοριστική στην στάθμιση του καταλληλότερου υπό τις περιστάσεις μέτρου καθότι είναι διαμέσου της στάθμισης αυτής που μπορεί να εκφρασθεί κρίση επί του αν η επιλογή του επαχθέστερου μέτρου της κράτησης απολήγει να είναι η καταλληλότερη υπό τις περιστάσεις για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού - εδώ η αποτροπή του κινδύνου διαφυγής και η διασφάλιση της εκτέλεσης της απόφασης επιστροφής του - στη βάση της αρχής της αναλογικότητας, που είναι και η κατάληξη μου στην παρούσα, ως ανωτέρω εξηγώ, και δια τούτο η μόνη ενδεδειγμένη και συνεπώς αναγκαία, στη βάση της αρχής της αναγκαιότητας.
Τα ανωτέρω δεν διαφοροποιούνται από τα όσα ο συνήγορος του αιτητή αναφέρει σχετικά ύπαρξη, ως ισχυρίζεται, δηλωθείσας διεύθυνσης διαμονής. Ούτε μπορεί να εξαχθεί τέτοιο συμπέρασμα από το ενοικιαστήριο έγγραφο που περιέχεται στον διοικητικό φάκελο που, σημειωτέον, έχει λήξει από την 01/07/20. Σε κάθε περίπτωση η διεύθυνση διαμονής δεν αρκεί από μόνη της για να αμβλύνει ή και να εξαλείψει τον κίνδυνο διαφυγής του αιτητή και την ένταση αυτού λαμβανομένων υπόψη και των λοιπών περιστάσεων που αφορούν τον αιτητή ως πιο πάνω καταγράφονται...»
Περαιτέρω, κατά τον χρόνο σύλληψής του δεν κατείχε κανένα ταξιδιωτικό έγγραφο ή άλλο επίσημο αποδεικτικό ταυτότητας, γεγονός που δυσχεραίνει την απομάκρυνσή του και ενισχύει τον κίνδυνο διαφυγής. Επιπλέον, δήλωσε ρητά την πρόθεσή του να μην επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, παρά την ύπαρξη εκκρεμούς απόφασης επιστροφής και απέλασης. Ο ίδιος δεν προσκόμισε σταθερή ή επαληθεύσιμη διεύθυνση διαμονής, ούτε άλλες διασφαλίσεις που θα επέτρεπαν την αποτελεσματική εφαρμογή λιγότερο παρεμβατικών μέτρων, όπως η τακτική αναφορά στις Αρχές, η υποχρεωτική διαμονή σε συγκεκριμένη τοποθεσία ή η κατάθεση εγγύησης.
Σημειώνεται ότι κανένα από τα παραπάνω δεν αντικρούστηκε επαρκώς ούτε με έγγραφα, ούτε με ισχυρισμούς των νομικών του εκπροσώπων ενώπιον του Δικαστηρίου, και ουδεμία αξιόπιστη πρόταση εναλλακτικού μέτρου προβλήθηκε, η οποία να παρέχει ισοδύναμες εγγυήσεις αποτροπής διαφυγής ή διατήρησης του Αιτητή υπό έλεγχο. Η εκτίμηση των Καθ’ ων η αίτηση ότι, υπό τα συγκεκριμένα περιστατικά, η επιβολή περιοριστικών μέτρων θα ήταν αναποτελεσματική και ότι η μόνη ρεαλιστικά εφαρμόσιμη λύση ήταν η κράτηση, στηρίζεται σε επαρκή τεκμηρίωση και δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αυθαίρετη ή πλημμελώς αιτιολογημένη.
Με βάση λοιπόν το σύνολο των ενώπιόν μου στοιχείων και δεδομένων, κρίνω ότι οι ισχυρισμοί που προώθησε ο Αιτητής στερούνται ερείσματος. Διαπιστώνω ότι ενώπιον των Καθ' ων η Αίτηση υπήρχαν όλα τα απαιτούμενα στοιχεία ώστε να καταλήξουν στο ότι η κράτηση του Αιτητή ήταν αναγκαία και αναλογική και δικαιολογείτο σύμφωνα με τα όσα επιβάλλει το άρθρο 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου, ώστε να επιβληθεί το κατ' εξαίρεση μέτρο της στέρησης της ελευθερίας αιτητή ασύλου. Το επίδικο διάταγμα του Αιτητή εκδόθηκε μετά από δέουσα έρευνα, στη βάση των περιστατικών που ήταν ενώπιον των Καθ' ων η Αίτηση, η δε αιτιολογία της απόφασης συμπληρώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου και με βάση τα όσα ανέλυσα πιο πάνω θεωρώ ότι η επίδικη απόφαση για κράτηση του Αιτητή ήταν ορθή και νόμιμη, σύμφωνη με τις αρχές της αναλογικότητας και αναγκαιότητας και ευθυγραμμισμένη με τις αρχές που αναπτύχθηκαν μέσω της νομολογίας.
Για τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται, η παρούσα προσφυγή αποτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με επιδικασθέντα έξοδα €1000 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.
Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Το ονοματεπώνυμο της λειτουργού παρατίθεται ανωνυμοποιημένο.
[2] Βλέπε Σταύρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1023 και Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 281, βλέπε επίσης Sportsman Betting Co Limited v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 591 , Ρούσος ν. Ιωαννίδης κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549, Ζαβρός ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 106.
[3] Mahfuja Akter ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1669/2011, ημερ. 22.03.2013, Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2319/06, ημερ. 16.07.2008, Forhad Molla v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2051/06, ημερ. 19.03.2008, Inram Ashraf v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 571/07, ημερ. 08.05.2008 και Postolachi Konstantin v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1458/2009, ημερ. 25.02.2011.
[4] Βλ. μεταξύ άλλων, K K ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, Υπόθεση αρ. ΔΚ 62/21, 01.06.2021
[5] Βλ. μεταξύ άλλων C A H ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, Υπόθεση αρ. ΔΚ 83/21, 3/9/2021
[6] Βλ. συναφώς απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, FMS, EU:C:2020:367, σκέψεις 290-293 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία.
[7] ΔΕΕ, C-18/16 K. v. Stagtsse Cretans van Veiligheide Justice, ημερομηνίας 4/5/17, σκέψεις 5, 6, 72, 76.
[8] S.K. v. Russia, αρ. υπόθεσης 2722/15, ημερομηνίας 14/12/17, σκέψεις 111.
[9] Βλ. ανωτέρω, Arslan, C‑534/11, σκέψη 62
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο