Ν. T. Ε. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.1747/23, 7/7/2025
print
Τίτλος:
Ν. T. Ε. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.1747/23, 7/7/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.1747/23

 

7 Ιουλίου 2025

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Ν. T. Ε.

                                                                                                                        Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κα Κ. Κουπαρή, Δικηγόρος για Αιτητή

Κα Ε. Ιωάννου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.26/05/23, η οποία κοινοποιήθηκε αυθημερόν, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτησή διεθνούς προστασίας, ως άκυρης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, ο αιτητής κατάγεται από το Καμερούν, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, στις 19/11/19 και υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στις 21/11/19 (ερ.1-3, 40).

Την 01/02/23 διεξήχθη συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία προς εξέταση του αιτήματός ασύλου, όπου του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.30-40). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση- Εισήγηση και στις 25/03/23 η αίτηση διεθνή προστασία απορρίφθηκε (ερ.56-66).

Ακολούθως, ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία δόθηκε διά χειρός στις 26/05/23 στην μητρική του γλώσσα (ερ.68, 3).

Στην επίδικη αίτηση ο αιτητής καταγράφει ότι έφυγε από τη χώρα καταγωγής εξαιτίας του πολέμου, καθώς ο πατέρας του ανήκει στο «στρατιωτικό προσωπικό των αγγλόφωνων», παρόλα αυτά υποστηρίζει τους «γαλλόφωνους», γεγονός που θέτει σε κίνδυνο τόσο τον ίδιο όσο και την οικογένειά του, τα δε αδέλφια και η μητέρα του αιτητή έτρεξαν μακριά (run away), ο αιτητής δεν γνωρίζει που είναι η οικογένεια του, καθώς «ο καθένας βρίσκει τον δρόμο του, επειδή είναι θέμα επιβίωσης», ως αναφέρει. Ο ίδιος δεν θέλει να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του διότι η Κυβέρνηση έχει κοινοποιήσει νόμο κατά τον οποίο «θα σκοτώνεται όποιος υποστηρίζει τους εχθρούς».

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης που διενεργήθηκε ο αιτητής ανέφερε ότι γεννήθηκε στην Kumba, στο νοτιοδυτικό Καμερούν, είναι εθνοτικής καταγωγής Ngie, χριστιανός, φοίτησε σε σχολείο για 7 χρόνια, μιλάει αγγλικά και εργαζόταν ως χτίστης στο χωριό Ngie, όπου και διέμενε με την οικογένεια του, μέχρι που – ως ανέφερε - χρειάστηκε να φύγει από τη χώρα καταγωγής του και διέμεινε για 3 μήνες στη Douala (πριν φύγει). Ο αιτητής είναι άγαμος, χωρίς παιδιά, οι γονείς του είναι εν ζωή και έχει μία μικρότερη αδελφή και έναν αδελφό. Δεν έχει συχνή επικοινωνία με την οικογένειά του, αλλά μιλάει συχνά με τον αδελφό του, δεν έχει κάποιο πρόβλημα υγείας και δεν λαμβάνει κάποια αγωγή.

Σε σχέση με το ταξίδι του ο αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του στις 18/11/19 και μέσω Τουρκίας έφτασε στα κατεχόμενα και πέρασε οδικώς στις ελεύθερες περιοχές της Δημοκρατίας. Στο ταξίδι του δεν αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα κατά την έξοδό του από τη χώρα καταγωγής.

Ως προς τους λόγους που έφυγε από το Καμερούν, ο αιτητής δήλωσε ότι σημαντικό λόγο αποτέλεσε ο πόλεμος μεταξύ των «αγγλόφωνων» και των «γαλλόφωνων». Ως εξήγησε, φοβόταν, καθώς δεν επιθυμούσε να στρατολογηθεί ως «νέος» στον πόλεμο και να χάσει τη ζωή του και έτσι αποφάσισε να φύγει από τη χώρα καταγωγής του. Κατά τα λεγόμενα του αιτητή, τον προσέγγισαν οι Ambazonians και τον απείλησαν ώστε να γίνει μέλος τους, αφού στρατολογούσαν τους νέους και δημιουργούσαν στρατό, ώστε να πολεμήσουν τον στρατό της κυβέρνησης. Τα νέα άτομα αναμένεται να γίνουν μέλη της εν λόγω οργάνωσης για να υπερασπιστούν την γη τους, ως ανέφερε ο αιτητής. Όταν αρνήθηκε αποφάσισε να φύγει από το χωριό του. Δέχτηκε επίσης απειλές και από το στρατό της Κυβέρνησης το 2018, καθώς συμπέραναν όταν εισέβαλαν στο χωριό του αιτητή, ότι όλη η νεολαία ήταν μέλη των Ambazonians. Η αδελφή του αιτητή σκοτώθηκε το 2018 από τον στρατό λόγω τυφλών επιθέσεων, δεν θυμάται εντούτοις την ημερομηνία θανάτου της. Ως περαιτέρω ανέφερε, κάθε φορά που ερχόταν ο στρατός στο χωριό του, αναγκάζονταν να κρύβονται στους θάμνους, πράγμα που συνέβαινε 2 με 3 φορές την εβδομάδα, όπου έκαιγαν σπίτια και σκότωναν κόσμο. Ένα βράδυ το 2019 ο αιτητής δέχτηκε απειλές από 4 Ambazonians για να τους ακολουθήσει και να γίνει μέλος της ομάδας τους. Κατά τα λεγόμενά του τον πήραν από το σπίτι του και τον μετέφεραν στους θάμνους, όπου τον συμβούλευσαν ότι επειδή είναι νέος θα πρέπει να γίνει μέλος της ομάδας τους για να πολεμήσει. Ο αιτητής αρνήθηκε και τότε τον έδειραν για να γίνει μέλος.

Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα λεγόμενα του αιτητή στην αίτηση και τη συνέντευξη, κατέταξαν αυτούς στους ακόλουθους ουσιώδεις ισχυρισμούς.

1.    Ταυτότητα, χώρα καταγωγής, προφίλ και τόπος διαμονής του αιτητή

2.    Ο ισχυρίστηκε ότι θεωρούνταν αποσχιστής από τον στρατό λόγω του ότι είναι νέος άνδρας

3.    Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι απήχθη από τους Ambazonians επειδή ήθελαν να ενταχθεί  σ’ αυτούς και να πολεμήσει

Οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν τον 1ο ουσιώδη ισχυρισμό απέρριψαν όμως τον 2ο  και 3ο ισχυρισμό, καθώς κρίθηκε ότι στερούνται συνοχής και αξιοπιστίας.

Αναφορικά με τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό, κρίθηκε ότι οι δηλώσεις του υπήρξαν αόριστες, στερούμενες λεπτομερειών και δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει επαρκώς γιατί αποδιδόταν σ’ αυτόν σύμπραξη με τους Ambazonians, τι ακριβώς έγινε και πότε, εκ του οποίου να προκύπτει κάτι τέτοιο και πως στοχοποιήθηκε ο ίδιος. Σε σχετικές ερωτήσεις, ως κρίθηκε, ο αιτητής παρέμεινε γενικόλογος και ασαφής, αναφέροντας τελικά ένα περιστατικό, όπου κατ’ ισχυρισμό ο στρατός επιτέθηκε στο χωριό του αδιακρίτως, θεωρώντας ότι όλοι οι νέοι άνδρες είναι αποσχιστές, για το οποίο δεν μπορούσε να αναφέρει κάτι περαιτέρω. Στα πλαίσια αξιολόγησης της εξωτερικής συνοχής του εν λόγω ισχυρισμού κρίθηκε ότι τα όσα ανέφερε ο αιτητής συνάδουν με διαθέσιμες πληροφορίες περί αδιάκριτης βίας κατά του τοπικού αγγλόφωνου πληθυσμού από κυβερνητικές δυνάμεις. Εντούτοις, δεδομένου ότι είχαν εντοπιστεί πλήθος ασυνεπειών και κενών στο αφήγημα του, ο 2ος ισχυρισμός του αιτητή απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος.

Αναφορικά με τον 3ο ουσιώδη ισχυρισμός, ομοίως προς τα ανωτέρω, κρίθηκε ότι τα όσα ο αιτητής ανέφερε σχετικά δεν περιείχαν την παραμικρή λεπτομέρεια, ήταν ασαφή και δεν ήταν συγκεκριμένα. Ως κρίθηκε, ο αιτητής δεν μπορούσε να περιγράψει με εύλογες λεπτομέρειες το κατ’ ισχυρισμό συμβάν της απαγωγής του από ομάδα αποσχιστών, πότε αυτό έγινε, τι έγινε κατά τη διάρκεια αυτής, πόσα άτομα εμπλέκονταν σ’ αυτό και συνολικά τα λεγόμενα του αιτητή στερούνταν βιωματικών στοιχείων. Στα πλαίσια αξιολόγησης της εξωτερικής συνοχής του εν λόγω ισχυρισμού κρίθηκε ότι όσα ανέφερε ο αιτητής συνάδουν με διαθέσιμες πληροφορίες περί απαγωγών αμάχων από αποσχιστές. Εντούτοις, συνεπεία του πλήθους ασυνεπειών, κενών και ασαφειών που εντοπίστηκαν στα λεγόμενα του αιτητή, ο 3ος ισχυρισμός απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος.

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, και επί τη βάσει του ισχυρισμού που έχει γίνει αποδεκτός, ήτοι ότι του προφίλ του, κατόπιν ανασκόπησης της γενικής κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του (Ngie Southwest), οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι, δεδομένου του ότι ο αιτητής είναι ενήλικας, νεαρός, υγιής άνδρας, χωρίς προηγούμενη δίωξη, ικανός προς βιοπορισμό, χωρίς άλλα στοιχεία ευαλωτότητας, δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα να εκτεθεί σε κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης κατά την επιστροφή του.

Συνεπεία των ως άνω η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη και εκδόθηκε απόφαση επιστροφής του αιτητή στη χώρα καταγωγής του.

Στα πλαίσια της προσφυγής καταγράφονται ελάχιστα νομικά σημεία, τα οποία αφορούν κυρίως καταγραφή άρθρων της οικείας νομοθεσίας των οποίων έγινε παράβαση στα πλαίσια της επίδικης αίτηση, χωρίς να εξειδικεύεται σε τι συνίσταται η παράβαση αυτή.

Στα πλαίσια της αγόρευσης της η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή, κάνοντας αναφορές στο οικείο νομικό πλαίσιο και παραθέτοντας πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής (ΠΧΚ), αναφέρει ότι εν προκειμένω δεν έγινε δέουσα έρευνα, δεν παραπέμφθηκε ο αιτητής σε γιατρό (αρ.15 του Νόμου), δεν αξιολογήθηκε ορθά το αφήγημα του, δεν έγινε έρευνα σε ΠΧΚ, εκ των οποίων, ως αναφέρει, προκύπτει ότι τα όσα ανέφερε ο αιτητής συνάδουν με διαθέσιμες πληροφορίες και εκ των οποίων δεικνύεται ότι ο αιτητής έχει βάσιμο φόβο δίωξης ή και σοβαρής βλάβης και ότι δεν υπάρχει δυνατότητα, δεδομένης της κατάστασης σε όλο το Καμερούν, εσωτερικής μετεγκατάστασης.

Οι καθ' ων η αίτηση αντέταξαν ότι τα ευρήματα τους – τόσο επί της αξιοπιστίας όσο και επί της μη ύπαρξης κινδύνου διώξεως ή και σοβαρής βλάβης είναι εύλογα, ορθά και απολύτως αιτιολογημένα, υπό το φως των ενώπιον τους στοιχείων, η δε προσβαλλόμενη απόφαση είναι νόμιμη, ορθή επί της ουσίας αλλά και πλήρως αιτιολογημένη. Περαιτέρω - ως αναφέρουν - ουδέν μεμπτό εντοπίζεται στην επίδικη διαδικασία.

Κατά τις διευκρινήσεις η συνήγορος του αιτητή έγειρε ζήτημα αναρμοδιότητας, καθώς, ως εισηγήθηκε, ο λειτουργός που έλαβε την επίδικη απόφαση ήταν εξουσιοδοτημένος προς τούτο από τον προηγούμενο Υπουργό, εξουσιοδότηση που έπαψε να ισχύει μετά την αποχώρηση του εν λόγω Υπουργού. Επί τούτο ανέφερε ότι, δεδομένης της σοβαρότητας της υπόθεσης, ως εισηγήθηκε, η σχετική νομολογία του Ανωτάτου δεν μπορεί να τύχει εδώ εφαρμογής. Η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση ανέφερε ότι δεν δικογραφείται ο ισχυρισμός που αφορά την παράβαση του αρ.15 του Νόμου, ότι δεν μπορεί να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως κάθε ισχυρισμός που άπτεται της αρμοδιότητας και ότι – σε κάθε περίπτωση – δεν υπάρχει υποχρέωση διενέργειας ιατρικών εξετάσεων και, αναφορικά με την αρμοδιότητα, παρέπεμψε σε σχετική νομολογία εκ της οποίας προκύπτει ότι η αλλαγή στο πρόσωπο του Υπουργού δεν επιδρά στο κύρος της εξουσιοδότησης.

Σημειώνεται βεβαίως ότι – σε κάθε περίπτωση – θέματα αρμοδιότητας εξετάζονται σε κάθε στάδιο (ακόμα και κατ’ έφεση) και αυτεπαγγέλτως, ως ζητήματα δημοσίας τάξεως (βλ. και Νικόλας ν. Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 583, ημ.18/07/11). Ουδέν ετέθη που να ανατρέπει την ως άνω νομολογία. Συνεπώς θα εξετάσω των σχετικό ισχυρισμό και δη κατά προτεραιότητα.

Σχετικά λοιπόν με τον ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας στη βάση του ότι η εξουσιοδότηση προς τον λαμβάνοντα την επίδικη απόφαση δόθηκε από τον προηγούμενο Υπουργό και όχι τον νυν, στην απόφαση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου στη Δημοκρατία ν. A.H.T. Advances Heating Technologies, Ε.Δ.Δ. αρ.63/18, ημ.11/01/24, αναφέρονται τα εξής επί πανομοιότυπου ισχυρισμού, τα οποία επιλύουν οριστικά και το επίδικο εδώ ζήτημα.

«Σχετική με το υπό εξέταση ζήτημα είναι η υπόθεση Κασσέρα ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 27/16, ημερ. 4.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:C130, ECLI:CY:AD:2023:C130, όπου ο εφεσείοντας προέβαλε ότι η συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έπασχε αφού, δεν είχε καταρτιστεί από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 2 και 35Α του περί Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 10/69).   Στην εκεί υπόθεση, παρουσιάστηκε εκχώρηση με την οποία ο αρμόδιος Υπουργός εκχώρησε προς τον γενικό διευθυντή τις εξουσίες που του παρέχονται δυνάμει του Νόμου. Ο εφεσείοντας, με δεδομένο ότι η εξουσιοδότηση δόθηκε πριν από πολλά χρόνια από προηγούμενο Υπουργό και όχι από τον εν ενεργεία Υπουργό κατά την περίοδο πλήρωσης των θέσεων, υποστήριξε πως η εξουσιοδότηση αυτή δεν μπορούσε να ισχύει, αφού η κάθε διαδικασία πλήρωσης θέσεων είναι ξεχωριστή και αυτόνομη. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, επισήμανε ότι δεν είναι αναμενόμενο να παραχωρείται νέα εξουσιοδότηση κάθε φορά που διορίζεται νέος Υπουργός.   

Επίσης σχετική με το υπό εξέταση επίδικο ζήτημα είναι και η πρόσφατη υπόθεση Φωτιάδου ν. Δημοκρατίας, Ε.Ε.Δ. 84/16, ημερ. 2.10.2023,  όπου η εφεσείουσα προέβαλε ότι η σύνθεση της συμβουλευτικής επιτροπής που συστήθηκε για τις προαγωγές ήταν παράνομη καθότι, ο νέος υπουργός, ως εκ της αλλαγής που προέκυψε με τη αντικατάσταση του προηγούμενου, δεν προχώρησε σε επικαιροποιημένη εκχώρηση εξουσιών προς τη νέα γενική διευθύντρια. Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, απορρίπτοντας το σχετικό λόγο έφεσης επισήμανε ότι, ο λόγος των αποφάσεων  Κασσέρα (ανωτέρω)  και Συμβούλιο Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης κ.α v. Παναγή κ.α Α.Ε. 47/2014 ημερ. 25.2.21, ECLI:CY:AD:2021:C71, ECLI:CY:AD:2021:C71, όπου στην τελευταία υπογραμμίστηκε το θεσμικά συνεχές ενός διοικητικού οργάνου, καλύπτει τα επίδικα ζητήματα, με την πρόσθετη επισήμανση  ότι, «.το γεγονός ότι αντικαταστάθηκε ο Γενικός Διευθυντής, (στον οποίο δόθηκε εκχώρηση.), να μην  επηρεάζει  κατ' εφαρμογή του ίδιου σκεπτικού (αλλά και κατά κοινή λογική) τα αναλυόμενα».

Στην υπό εξέταση περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε. Εξουσιοδότηση υπήρχε. Με αυτήν εξουσιοδοτήθηκε το πρόσωπο που υπέγραψε την σχετική επιστολή και με την οποία απαίτησε την καταβολή των πιο πάνω ποσών. Σε ακολουθία του λόγου τόσο της υπόθεσης Κασσέρα και όσο και της Φωτιάδου (ανωτέρω), δεν είναι αναμενόμενο να παραχωρείται νέα εξουσιοδότηση κάθε φορά που διορίζεται νέος διευθυντής. Περαιτέρω, δεν είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου οτιδήποτε που να ανακαλεί την εξουσιοδότηση για την οποία γίνεται αναφορά πιο πάνω.»

Ενόψει της ως άνω δεσμευτικής για το παρόν Δικαστήριο νομολογίας επί του ζητήματος στερείται σκοπιμότητας η ενασχόληση μου με τα όσα ανέφερε κατά τις διευκρινήσεις η συνήγορος του αιτητή περί αυξημένου επίπεδου απόδειξης, ενόψει – ως εισηγήθηκε – της σοβαρότητας υποθέσεων ως η παρούσα. Ο ως άνω λοιπόν ισχυρισμός απορρίπτεται.

Προχωρώ λοιπών με επί της ουσίας εξέταση της παρούσης, εξ υπαρχής και επί όλων των ενώπιον μου στοιχείων, η οποία και τελείται σε κάθε περίπτωση (βλ. Έφεση κατά απόφασης Δ.Δ.Δ.Π. Αρ.107/2023, Q. B. T. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημ.11/02/25).

Προχωρώ λοιπόν σε αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.98 του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.».

Στη σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρονται τα εξής:

«[Οι] δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305).  […]

Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.» 

Ενόψει και κατ’ εφαρμογή και των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών, έχοντας διέλθει με προσοχή του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου, των λεγομένων του αιτητή κατά τη συνέντευξη καθώς και των εκατέρωθεν αγορεύσεων των μερών, είναι κατάληξη μου ότι συμφωνώ πλήρως και σε όλη τους την έκταση με τα ευρήματα και κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση, ως αυτά ενδελεχώς αναφέρονται και αναλύονται στα ερ.61-62, ως και ανωτέρω στα πλαίσια της παρούσης καταγράφονται.

Τούτο γιατί θεωρώ ότι το αφήγημα του αιτητή βρίθει κενών, ασαφειών και ελλείψεων και τα λεγόμενα του σε σχέση τόσο με την κατ’ ισχυρισμό δίωξη του από τον κυβερνητικό στρατό όσο και την ισχυριζόμενη απαγωγή και ξυλοδαρμό του από ομάδα αποσχιστών στερούνται καταφανώς κάθε ψήγματος εύλογα αναμενόμενης λεπτομέρειας αλλά και βιωματικού στοιχείου. Εν προκειμένω το σύνολο του αφηγήματος του αιτητή στερούνταν καταφανώς αυτού που εύλογα θα αναμενόταν να είναι σε θέση να παραθέσει, ήτοι μια πλήρη, συνεκτική, ευλογοφανή παράθεση σημείων και λεπτομερειών, που θα ήταν απίθανο να προσέξει ή να είναι σε θέση να ανακαλέσει άτομο το οποίο δεν είχε βιώσει την εμπειρία που ο αιτητής παραθέτει. Είναι εκ τούτων που θεωρώ ότι διαβρώνεται σημαντικά και μοιραία η εσωτερική συνοχή των λεγομένων του αιτητή, σε σημείο που οιαδήποτε άλλη προσέγγιση θα συνιστούσε θεωρώ αφελή και ανεπιφύλακτη αποδοχή ισχυρισμών που στερούνται κάθε ψήγματος ευλογοφάνειας, λεπτομερειών και εν γένει συνοχής. Επί των επιμέρους τρωτών σημείων των ισχυρισμών του αιτητή αρκεί η παραπομπή στα όσα επ’ αυτού καταγράφουν οι καθ’ ων η αίτηση στην επίδικη έκθεση, ως και ανωτέρω, στα πλαίσια της παρούσης παρατίθενται, τα οποία δεν κρίνω σκόπιμο να επαναλάβω και τα οποία υιοθετώ στα πλαίσια επί της ουσίας εξέτασης των ενώπιον μου στοιχείων.

Σημειώνω βεβαίως ότι δεν παραγνωρίζω ότι από διαθέσιμες σχετικά πληροφορίες (ΠΧΚ) προκύπτει επιβεβαιώνονται ως φαινόμενα που λαμβάνουν χώρα στο Καμερούν τόσο η διώξεις ατόμων για τα οποία υπάρχουν υποψίες ότι συμπράττουν με τους αυτονομιστές όσο και η παραβιάσεις δικαιωμάτων του τοπικού πληθυσμού από δυνάμεις αποσχιστών.

Σχετικώς παρατίθενται και τα εξής, πέραν των όσων εντοπίζονται και καταγράφονται από τους καθ’ ων η αίτηση στην επίδικη έκθεση.

Η Διεθνής Αμνηστία και το Human Rights Watch (HRW), τέλος, κάνουν λόγο για μη τήρηση και παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε εκτεταμένο βαθμό στα πλαίσια της κρίσης στις Αγγλόφωνες επαρχίες και την καταστολή τής δράσης τής Boko Haram στην επαρχία Far North.[1]

Κατά τα Ηνωμένα Έθνη υπάρχουν « […] αναφορές για βίαιες ενέργειες που καταλήγουν σε καταστροφή νοσοκομείων, σχολείων και ολόκληρων χωριών στις εν λόγω περιοχές τις οποίες έχουν διαπράξει μη κυβερνητικές ένοπλες ομάδες και μέλη των ενόπλων δυνάμεων του κυβερνώντος κόμματος […]»[2],  ενώ το HRW και η Διεθνής Αμνηστία επίσης αναφέρουν πως στις ενέργειες αυτές προβαίνουν τόσο κυβερνητικοί και μη κυβερνητικοί δρώντες[3].  Σχετικά με τη γεωγραφική κατανομή των συγκρούσεων αναφέρονται τα εξής: «Στις ΝΔ και ΒΔ επαρχίες, υψηλά επίπεδα ανασφάλειας συνεχίζονταν. Η παρουσία κρατικών σωμάτων ασφαλείας – αστυνομία, χωροφυλακή, στρατός – είναι συγκεντρωμένη κατά μήκος των κύριων οδικών αρτηριών και στις πόλεις, ενώ οι μη κρατικές ένοπλες ομάδες εντοπίζονται κυρίως στις αγροτικές περιοχές.»[4].

Πηγές των Ηνωμένων Εθνών αναφέρουν τα εξής:

«Με την κλιμακούμενη βία ανάμεσα στις κυβερνητικές δυνάμεις και τις μη-κρατικές ένοπλες ομάδες στις Νοτιοδυτικές και Βορειοδυτικές περιοχές τού Καμερούν κατά το 2019, ο άμαχος πληθυσμός είναι αντιμέτωπος με σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων […] μαζικό εκτοπισμό, επιθέσεις κατά περιουσιών, κάψιμο σπιτιών και χωριών, διαχωρισμός οικογενειών, απώλεια εγγράφων ταυτοποίησης, αυθαίρετη σύλληψη και κράτηση […] έλλειψη πρόσβασης σε βασικές υπηρεσίες που έχουν επηρεασθεί από την κρίση και σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων (δολοφονίες, στρατολόγηση παιδιών, απαγωγές, έμφυλη βία, κ.ά. […] Επιθέσεις κατά χωριών, κάψιμο σπιτιών και δολοφονίες έχουν καταγραφεί.».[5]

Σύμφωνα με έκθεση της 1ης Μαρτίου του 2023 της R2P Monitor, «περισσότεροι από 6.000 άνθρωποι έχουν σκοτωθεί ως αποτέλεσμα της κρίσης από το 2016. Οι δυνάμεις ασφαλείας διέπραξαν εξωδικαστικές δολοφονίες και εκτεταμένη σεξουαλική βία και βία λόγω φύλου, έκαψαν αγγλόφωνα χωριά και υπέβαλαν σε αυθαίρετη κράτηση, βασανιστήρια και κακομεταχείριση άτομα που θεωρούνταν ύποπτα ως αυτονομιστές. Οι ένοπλοι αυτονομιστές γίνονται επίσης ολοένα και πιο βίαιοι, σκοτώνοντας, απαγάγοντας και τρομοκρατώντας πληθυσμούς ενώ διεκδικούν σταθερά τον έλεγχο σε μεγάλα τμήματα των αγγλόφωνων περιοχών. Από τις αρχές του 2022 η κυβέρνηση αύξησε τις επιχειρήσεις της κατά των ένοπλων αυτονομιστικών προπύργιων. Οι αγγλόφωνοι αυτονομιστές απάντησαν εντείνοντας τις επιθέσεις εναντίον των κυβερνητικών δυνάμεων ασφαλείας, χρησιμοποιώντας περισσότερα φονικά όπλα και αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς IED. Οι αυτονομιστές έχουν απαγορεύσει την κυβερνητική εκπαίδευση και συχνά επιτίθενται, απειλούν και απαγάγουν μαθητές και καθηγητές, και επιπλέον καίνε, καταστρέφουν και λεηλατούν σχολεία. Αυτές οι επιθέσεις, καθώς και τα αυστηρά lockdown που επιβλήθηκαν από ένοπλους αυτονομιστές, έχουν στερήσει την εκπαίδευσή τους από τα παιδιά. Σύμφωνα με τον OCHA, μόνο το 46 τοις εκατό των σχολείων λειτουργούν και το 54 τοις εκατό των μαθητών πραγματοποίησαν εγγραφή για το ακαδημαϊκό έτος 2022-2023. Περισσότεροι από 2 εκατομμύρια άνθρωποι πλήττονται στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές και χρειάζονται ανθρωπιστική βοήθεια. Η OCHA εκτιμά, όπως αναφέρει η ίδια ως άνω έκθεση, ότι τουλάχιστον 628.000 άνθρωποι έχουν εκτοπιστεί εσωτερικά λόγω βίας στις δύο περιοχές, ενώ περισσότεροι από 87.000 έχουν καταφύγει στη Νιγηρία». [6]

Εκ του ως άνω επιβεβαιώνεται, ως ήταν και το σχετικό εύρημα των καθ’ ων η αίτηση, ότι τα όσα αναφέρει περί τούτου ο αιτητής συνάδουν με διαθέσιμες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής.

Όμως εν προκειμένω η έλλειψη εσωτερικής συνοχής των ισχυρισμών του αιτητή είναι τέτοια που, στα πλαίσια συνολικής αξιολόγησης και αποτίμησης των στοιχείων που απαρτίζουν την υπόθεση, δεν μπορεί παρά να αποβεί μοιραία για τη γενική και συνολική αξιοπιστία των ισχυρισμών του. Τούτο γιατί αν η αξιολόγηση γινόταν στη βάση μόνο της εξωτερικής συνοχής, θα οδηγούσε σε αποδοχή ισχυρισμών για τούτο και μόνο τον λόγο, οι οποίοι στερούνται κατά τ’ άλλα εσωτερικής συνοχής και θα οδηγούσε σε ανεπιφύλακτη αποδοχή, ενάντια σε κάθε εύλογη κριτική θεώρηση των λεγομένων του. Τονίζω στο σημείο αυτό ότι οι ισχυρισμοί ενός αιτητή και η εσωτερική συνοχή τους, δεν μπορεί παρά να παραμένουν ιδιαίτερης βαρύτητας σημείο αναφοράς. Ως άλλωστε και στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», 2018, σελ.97, αναφέρεται, «[…] είναι αναγκαία η επαγρύπνηση για καταστάσεις στις οποίες ορισμένοι αιτούντες μπορεί να προσαρμόσουν τους ισχυρισμούς τους ώστε να είναι συνεπείς με συναφείς ΠΧΚ, οι οποίες κατά την άποψή τους θα στηρίξουν την αίτησή τους.». 

Στην απουσία δε περαιτέρω μαρτυρίας που θα συμπλήρωνε τα κενά και τις ελλείψεις, ως ανωτέρω καταγράφονται, είναι η κατάληξη μου ότι τα κενά παραμένουν και συνεπώς ουδείς εκ των ισχυρισμών του αιτητή μπορεί να γίνει αποδεκτός, καθότι οι σημαντικές ελλείψεις εσωτερικής συνοχής δεν αφήνουν περιθώριο αποδοχής τους.

Θα συμφωνήσω και μ’ αυτό το συμπέρασμα των καθ’ ων η αίτηση, το οποίο θεωρώ ορθό, καθώς η διαβρωθείσα εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του αιτητή δεν μπορεί παρά να είναι καταλυτική ως προς την συνολική αξιοπιστία του αφηγήματος του, δεδομένου ότι το γεγονός πως τα όσα ανέφερε συνάδουν με γενικές ΠΧΚ, δεν μπορεί από μόνο του να οδηγήσει σε αποδοχή ενός αφηγήματος, όταν ο ισχυρισμός αυτός, στα πλαίσια του όλου ιστορικού που παραθέτει ο αιτητής, στερείται σε όλη του την έκταση συνοχής, ενόψει και της συνολικής αποτίμησης των δεικτών αξιοπιστίας.

Ενόψει των ως άνω διαπιστώσεων μου απομένει μια επικαιροποιημένη επισκόπηση της γενικής κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του (Ngie), όπου διαμένει και η οικογένεια του, ήτοι η αδελφή και μητέρα του αιτητή (ερ.37).

Σύμφωνα με τα πρόσφατα δεδομένα της βάσης δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού με έργο τη συλλογή, ανάλυση και χαρτογράφηση δεδομένων σχετικά με τις ημερομηνίες, τους δρώντες, τις τοποθεσίες, τους θανάτους και τους τύπους όλων των καταγεγραμμένων γεγονότων πολιτικής βίας και διαμαρτυρίας σε παγκόσμια κλίμακα, στη διάρκεια ενός έτους (Past year of ACLED Data) και συγκεκριμένα από τις 29/06/24 έως τις 27/06/25 στην επαρχία North West του Καμερούν, σημειώθηκαν συνολικά 602 περιστατικά ασφαλείας (313 θάνατοι), εκ των οποίων 414 κωδικοποιήθηκαν ως περιστατικά βίας κατά αμάχων (128 θάνατοι), 162 ως περιστατικά μαχών (171 θάνατοι), ως 14 περιστατικά εκρήξεων /απομακρυσμένης βίας (8 θάνατοι), 9 ως περιστατικά αναταραχών (4 θάνατοι) και 3 ως διαδηλώσεις (2 θάνατοι)[7]. Η περιοχή Ngie περιλαμβάνει τις κοινότητες Andek, Ndek. Bonatu, Ajei, Angai, Bonambufei, Menka και Nkon . Κατά την ίδια με ως άνω περίοδο, στην κοινότητα Andek, σημειώθηκε 1 περιστατικό μάχης (1 θάνατος), 1 περιστατικό αναταραχής (κανένας θάνατος) και 1 περιστατικό βίας κατά αμάχων (κανένας θάνατος), στην κοινότητα Angai σημειώθηκε ένα περιστατικό μάχης (2 θάνατοι), στην κοινότητα Bonambufei σημειώθηκε ένα περιστατικό μάχης (1 θάνατος) και ένα περιστατικό βίας κατά αμάχων (κανένας θάνατος) και τέλος, στην κοινότητα Menka σημειώθηκαν 2 περιστατικά βίας κατά αμάχων (1 θάνατος). Ο πληθυσμός της North West περιοχής ανέρχεται περί τα 2 εκατομμύρια κατοίκων [8], της δε περιοχής Ngie περί της 20.000 κατοίκων [9].

Είναι κατάληξη μου, αποτιμώντας τις ως άνω πληροφορίες, ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε, και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις, δεδομένης της απόρριψης του αφηγήματος του, που επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για τον αιτητή σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό της περιοχής, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» και λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των περιστατικών που καταγράφηκαν, ως εκτίθενται πιο πάνω [10] (βλ. και απόφαση ΔΕΕ, ημ.10/06/21, C-901/19, CF and DN).

Προς τα ως άνω λαμβάνω υπόψη και συνυπολογίζω ότι ο αιτητής είναι υγιής, ενήλικας, με ικανότητα βιοπορισμού, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας, με ικανοποιητική μόρφωση και διαθέτει στην περιοχή επαρκές οικογενειακό δίκτυο (ερ.36-38).

Έπεται λοιπόν ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο «καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» αλλά και ότι δεν υφίστανται «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα αρ.3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου.

Ουδέν προσκομίστηκε στα πλαίσια της παρούσης που να ανατρέπει τα ως άνω.

Σημειώνω εδώ ότι όσα η συνήγορος του αιτητή αναφέρει περί μη διενέργειας ιατρικών εξετάσεων δεν δικογραφούνται, ως και οι καθ’ ων η αίτηση ορθώς επισήμαναν, καθώς ο όποιος γενικός ισχυρισμός περί παράβασης του αρ.15 του νόμου (βλ. νομικό σημείο 3) δεν ικανοποιεί την ανάγκη για εξειδίκευση όλων των νομικών σημείων, σύμφωνα με τη σχετική νομολογία (βλ. Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιου Κύπρου, Αναθ. Έφεση αρ.95/2012, ECLI:CY:AD:2018:C344, ημ.06/07/18 και Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598). Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να σημειωθεί ότι τέτοιες εξετάσεις γίνονται μόνο όταν και εφόσον κριθεί «σκόπιμο για την αξιολόγηση της αίτησης» [αρ.15 (1) του Νόμου]. Εν προκειμένω, δεδομένης της καταφανούς ελλείψεως αξιοπιστίας των λεγομένων του αιτητή κατά τη συνέντευξη ευλόγως μπορεί να θεωρηθεί ότι τέτοιες εξετάσεις δεν ήταν σκόπιμες για την αξιολόγηση της αίτησης.  

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.

 

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Amnesty International (AI), Human Rights in Africa: Review of 2019 - Cameroon [AFR 01/1352/2020], 08 April 2020, available at: https://www.ecoi.net/en/document/2028266.html ; Human Rights Watch (HRW), World Report 2021 – Cameroon (Events of 2020), 13 January 2021, available at: https://www.ecoi.net/en/document/2043533.html (accessed on 05/08/2022)

[3] Human Rights Watch (HRW), World Report 2021 – Cameroon (Events of 2020), 13 January 2021, available at:  https://www.ecoi.net/en/document/2043533.html; Amnesty International (AI), Human Rights in Africa: Review of 2019 - Cameroon [AFR 01/1352/2020], 08 April 2020, available at: https://www.ecoi.net/en/document/2028266.html (accessed on 11/08/2021)

[3] United Nations Office for the Coordination of Humanitarian Affairs (UN OCHA), Cameroon Humanitarian Needs Overview 2020 (revised June 2020), p. 9, June 2020, available at:  https://www.ecoi.net/en/file/local/2039302/cmr_hno_2020-revised_25062020_print.pdf

[5] United Nations Office for the Coordination of Humanitarian Affairs (UN OCHA), Cameroon Humanitarian Needs Overview 2020 (revised June 2020), pp. 41-42, June 2020, available at:https://www.ecoi.net/en/file/local/2039302/cmr_hno_2020-revised_25062020_print.pdf

[6] Global Centre for the Responsibility to Protect (Author), published by ReliefWeb: R2P Monitor, Issue 64, 1 March 2023, 2 March 2023, σελ. 4,  https://reliefweb.int/attachments/4df72bc8-c5c2-4e1b-a2db-95e32a179862/R2P-Monitor-March-2023.pdf (ημ. 22/04/2024).

[7] ACLED Explorer, https://acleddata.com/explorer/ με συναφή παραμετροποίηση

[10] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο