ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθ. Αρ.: ΔΚ18/2025
23 Ιουλίου, 2025
[Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
A.S. ΧΧΧ εκ Συρίας και τώρα κρατούμενου στο Χ.Ω.Κ.Α.Μ. Μενόγειας
Αιτητής
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθύντριας Τμήματος Μετανάστευσης
Καθ΄ ων η Αίτηση
Εμφανίσεις:
Α. Γιαπατός (κος), Δικηγόρος για τον Αιτητή.
Ρ. Χαραλάμπους (κα) και Ε. Παραδεισιώτη (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής αιτείται την ακύρωση του διατάγματος κράτησης ημερομηνίας 02/06/25 το οποίο εκδόθηκε δυνάμει του Άρθρου 9 ΣΤ (2) (β) και (δ) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν. 6 (Ι)/2000). Σύμφωνα με το Αιτητικό Α της αίτησης ζητείται η ακύρωση του διατάγματος κράτησης και/ή απελευθέρωση του Αιτητή ή διαζευκτικά με το Αιτητικό Β ζητείται θεραπεία εναλλακτικών της κράτησης μέτρων ή με το Αιτητικό Γ οποιαδήποτε άλλη θεραπεία κρίνεται ορθή και δίκαιη υπό τις περιστάσεις.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Ο Αιτητής, υπήκοος Συρίας, αφίχθηκε παράνομα στη Δημοκρατία στις 28/10/23 και εναντίον του σχηματίστηκε ποινική υπόθεση για συγκεκριμένα αδικήματα για τα οποία καταδικάστηκε και επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 2,5 ετών. Στις 27/03/25 εκδόθηκε διάταγμα από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για αναστολή εκτέλεσης του υπόλοιπου της ποινής φυλάκισης και αποφυλακίστηκε στις 28/03/25. Ο Αιτητής κατά την 17/03/24 υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία και ένα έτος αργότερα την 13/02/25 την απέσυρε ρητώς. Μετά δε την καταδίκη του κρίθηκε απαγορευμένος μετανάστης και εκδόθηκαν εναντίον του Διάταγμα Κράτησης και Απέλασης δυνάμει προνοιών του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμων (Κεφ.105) (το κράτησης – ακυρώθηκε, απέλασης - αναστάλθηκε). Στις 15/04/25 ο Αιτητής υπέβαλε επανάνοιγμα του φακέλου του σε σχέση με τις διαδικασίες ασύλου, ακολούθως εκδόθηκε νέο διάταγμα κράτησης ημερομηνίας 02/06/25 στη βάση του Άρθρου 9 ΣΤ(2)(β) και (δ) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν. 6 (Ι)/2000), απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Ο Αιτητής, μέσω του συνηγόρου του, ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη παραβιάζει τις αρχές της αναλογικότητας και αναγκαιότητας όπως καθορίζεται στο Νόμο, την Οδηγία 2013/33/ΕΕ[1] και σχετικές αποφάσεις του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης (όπου γίνεται παραπομπή) και/ή ότι η διοικητική αρχή δεν προβαίνει σε κράτηση αιτούντα άσυλο σε περίπτωση που μπορούν να εφαρμοστούν άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα αντί αυτό της κράτησης και/ή είναι οι Καθ΄ ων η αίτηση που φέρουν το βάρος απόδειξης αναφορικά με τη νομιμότητα της κράτησης και ότι ελλείπει το στοιχείο της έρευνας, εξατομικευμένης αξιολόγησης της περίπτωσης του και αιτιολογίας προτού αποφασιστεί η κράτηση του. Δεν προσδιορίζονται με σαφήνεια τα στοιχεία τα οποία οι Καθ΄ ων η αίτηση χρειάζονταν να εξασφαλίσουν και/ή χωρίς τα οποία υπήρχε κίνδυνος διαφυγής του και/ή την έρευνα την οποία διενήργησαν επί τούτου, πάσχει και η αιτιολογία έκδοσης διατάγματος κράτησης καθότι η πρόθεση μη συμμόρφωσης του Αιτητή με την απόφαση επιστροφής του είναι συνυφασμένη με την επιθυμία του υποβολής αιτήματος ασύλου. Απορρίπτει τους λόγους που συντείνουν στην κράτηση και υποστηρίζεται ότι παραβιάζεται το Άρθρο 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Πρόσθετα αναφέρει ότι ο Αιτητής κρατήθηκε ουσιαστικά με βάση τις διατάξεις του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμων (Κεφ.105) λόγω της προηγούμενης καταδίκης του, βάση η οποία δεν δικαιολογείται. Καταληκτικά, υποστηρίζει, ότι ήτο εφικτά τα εναλλακτικά μέτρα αντί αυτό της κράτησης και/ή το στοιχείο που αφορά σταθερό τόπο διαμονής/απουσίας εγγράφων δεν καθιστούν κίνδυνο διαφυγής αλλά ούτε κίνδυνος διαφυγής θεμελιώνεται υπό τις παρούσες περιστάσεις.
Οι Καθ΄ ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι από το ίδιο το κείμενο του διατάγματος κράτησης προκύπτει με σαφήνεια η αιτιολογία και οι πραγματικοί λόγοι που διατηρήθηκε η κράτηση του Αιτητή στη βάση του Άρθρου 9 ΣΤ(2)(β) και (δ) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν. 6 (Ι)/2000). Είναι η θέση τους ότι δεν θα πρέπει να απασχολήσει το Δικαστήριο ισχυρισμοί που αφορούν την κατάσταση ασφαλείας στην χώρα καταγωγής του Αιτητή και/ή ούτε θα πρέπει να απασχολήσει η διαδικασία εξέτασης αιτημάτων διεθνούς προστασίας από Σύριους υπηκόους. Σημειώνουν ότι ακόμα και εάν πάσχει η μία εκ της νομικής βάσης του προσβαλλόμενου διατάγματος κράτησης αυτό δεν μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση. Γεγονότα δε καθοριστικά για την κρίση του Δικαστηρίου αναφορικά με την γνησιότητα του αιτήματος ασύλου του Αιτητή αποτελεί το χρονικό σημείο που υποβλήθηκε επανάνοιγμα του φακέλου του ενώ η αίτηση για διεθνή προστασία αποσύρθηκε ρητώς σε προγενέστερο στάδιο και/ή η όλη συμπεριφορά που επέδειξε ο Αιτητής (δεδομένα που υποδεικνύουν την πρόθεση του να υποβάλει αίτηση για διεθνή προστασία και την πρόθεση του να διαφύγει) και μετά την σύλληψη/κράτηση του στη βάση των προνοιών του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμων (Κεφ.105). Σημειώνουν, ότι η κράτηση του Αιτητή επιβλήθηκε κατόπιν εξατομικευμένης αξιολόγησης της περίπτωσης του, λόγω της συμπεριφοράς του, του ιστορικού του και/ή έγινε ορθή στάθμιση από το αρμόδιο όργανο το οποίο για τους λόγους που καταγράφονται στην αιτιολογία της απόφασης δεν θα μπορούσε να του επιβάλει άλλα εναλλακτικά περιοριστικά μέτρα. Παραπέμποντας δε σε σχετική νομολογία υποστήριξαν ότι ουδόλως παραβιάζεται το Άρθρο 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Ούτε θα μπορούσαν, όπως τόνισαν, να επιβληθούν εναλλακτικά μέτρα αντί η κράτηση καθότι δεν συμμορφώθηκε με προηγούμενες αποφάσεις επιστροφής, η επιθυμία για μη επαναπατρισμό του και η ύπαρξη καταδίκης.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Ο Αιτητής κρατείται στη βάση του Άρθρου 9ΣΤ (2) (β) (δ) του Περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000) το οποίο προνοεί, μεταξύ άλλων και στην έκταση που μας ενδιαφέρει, τα ακόλουθα:
«9ΣΤ.-(1) Απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή, καθώς και η κράτηση ανήλικου αιτητή.
(2) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει γραπτό διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση αιτητή, μόνο για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
[…]
(β) για να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αιτητή·
[…]
(δ) όταν κρατείται στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή ή/και να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης, και ο Υπουργός τεκμηριώνει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής·»
Από το λεκτικό του πιο πάνω Άρθρου προκύπτει ότι το αρμόδιο όργανο δεν θα πρέπει να θέτει υπό κράτηση αιτούντα άσυλο λόγω μόνο της ιδιότητας του. Θα πρέπει να εξετάσει κατά πόσο είναι εφικτό να εφαρμοστούν αλλά αποτελεσματικά και λιγότερο περιοριστικά για την ελευθερία του προσώπου μέτρα και εάν κρίνεται αναγκαίο και μετά από ατομική αξιολόγηση της περίπτωσης του τότε μπορεί να διατάξει την κράτηση του. Συνεπώς επαφίεται στην διακριτική ευχέρεια της διοικητικής αρχής να λάβει το μέτρο της κράτησης, εάν συγκεκριμένα και αντικειμενικά κριτήρια οδηγούν στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει να προσδιοριστούν τα αναγκαία στοιχεία του αιτήματος ασύλου του ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αιτητή (ως το πιο πάνω εδάφιο (β)) και/ή ο υπήκοος τρίτης χώρας επιδιώκει την καθυστέρηση της εκτέλεσης απόφασης απομάκρυνσης του (ως το πιο πάνω εδάφιο (δ)).
Στην C‑ 534/11, Mehmet Arslan v. Policie CR, Kragske, ημερομηνίας 30/05/2013 αποφασίστηκε ότι η Οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών δεν έχει εφαρμογή σε περίπτωση υπηκόου τρίτης χώρας που έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας εκτός εάν η αίτηση του φαίνεται να υποβλήθηκε με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει την εκτέλεση της απόφασης επιστροφής του. Επιβάλλεται, όμως, η αξιολόγηση κατά πόσο οι περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης μπορούν να δικαιολογήσουν τη διατήρηση της κράτησης ακόμα και μετά την υποβολή αίτησης ασύλου σε συνάρτηση με την συμπεριφορά που επέδειξε ο υπήκοος τρίτης χώρας τόσο μετά όσο και πριν την υποβολή της αίτησης του. Γίνεται δε σαφής αναφορά στην απόφαση ότι το γεγονός (από μόνο του) υποβολής αίτησης ασύλου από παράνομο μετανάστη δεν είναι αρκετό για να είναι εφαρμόσιμη η διατήρηση της κράτησης (Βλέπε § 57-62 της απόφασης). Επίσης, βασική και ουσιώδης παράμετρος στις περιπτώσεις κράτησης αιτούντα άσυλο είναι η ύπαρξη της αρχής της αναλογικότητας και αναγκαιότητας η οποία αναφέρεται στη 15η και 20η αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (αναδιατύπωση) (η οποία έχει ενσωματωθεί στο ημεδαπό δίκαιο) ήτοι:
«(15) Η κράτηση των αιτούντων θα πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τη βασική αρχή ότι ένα πρόσωπο δεν θα πρέπει να κρατείται απλώς και μόνον επειδή επιζητεί διεθνή προστασία, ιδίως σύμφωνα με τις διεθνείς νομικές υποχρεώσεις των κρατών μελών και το άρθρο 31 της σύμβασης της Γενεύης. Η κράτηση αιτούντων θα πρέπει να είναι δυνατή μόνον σε σαφώς καθορισμένες, εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και να διέπεται από την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας όσον αφορά τόσο τον τρόπο όσο και τον σκοπό της εν λόγω κράτησης. Σε περίπτωση που ένας αιτών τελεί υπό κράτηση, ο αιτών θα πρέπει να έχει αποτελεσματική πρόσβαση στις αναγκαίες διαδικαστικές εγγυήσεις, όπως το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον εθνικής δικαστικής αρχής.
[…]
(20) Προκειμένου να εξασφαλίζεται καλύτερα η σωματική και ψυχολογική ακεραιότητα των αιτούντων, η κράτηση θα πρέπει να αποτελεί μέτρο έσχατης ανάγκης και μπορεί να εφαρμόζεται μόνον εφόσον έχουν δεόντως εξεταστεί όλα τα μη στερητικά της ελευθερίας εναλλακτικά μέτρα. Κάθε εναλλακτικό μέτρο κράτησης πρέπει να σέβεται τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα των αιτούντων.»
Η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει την ύπαρξη απόλυτης ισορροπίας μεταξύ του μέτρου της κράτησης και του νόμιμου σκοπού που επιδιώκει να επιτύχει, δηλαδή την προετοιμασία και την απομάκρυνση του αιτούντα. Το αρμόδιο όργανο οφείλει να εξετάσει πάντα εναλλακτικές λύσεις προτού καταφύγει στο μέτρο κράτησης, διασφαλίζοντας έτσι και τους προβλεπόμενους από την νομοθεσία σκοπούς. (Βλέπε Application no52722/15, S.K v. Russia, ημερομηνίας 14/02/2017 και C-18/16 K. ν. Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, ημερομηνίας 14/09/2017)
Επίσης, σημαντική για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης είναι και η πρόσφατη απόφαση C‑924/19, C925/19 PPU FMS, FNZ v. Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság Dél-alföldi Regionális Igazgatóság,Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság, ημερομηνίας 14/05/2020 όπου αποφασίστηκε ότι Δικαστήριο μπορεί το ίδιο να αποφασίσει κατά πόσον η κράτηση η οποία επιβλήθηκε είναι πράγματι ανάλογο, αναγκαίο και προσφορότερο μέτρο έναντι άλλων εναλλακτικών περιοριστικών μέτρων. Πέραν των πιο πάνω, σύμφωνα με τις «Κατευθυντήριες Οδηγίες σχετικά με τα Εφαρμοστέα Κριτήρια και Πρότυπα που αφορούν την Κράτηση των Αιτούντων Άσυλο και Εναλλακτικά της Κράτησης Μέτρα», της Ύπατης Αρμοστείας του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, Κατευθυντήρια Οδηγία 4, §19 με τίτλο «Η κράτηση δεν θα πρέπει να είναι αυθαίρετη και κάθε απόφαση κράτησης θα πρέπει να βασίζεται στην αξιολόγηση των ιδιαίτερων περιστάσεων που αφορούν το συγκεκριμένο άτομο» αναφέρεται το εξής:
«19. Στα πλαίσια των θεμελιωδών δικαιωμάτων, οι αποφάσεις κράτησης θα πρέπει να βασίζονται σε λεπτομερή και εξατομικευμένη αξιολόγηση της αναγκαιότητας για κράτηση, παράλληλα με την παράθεση ενός νόμιμου σκοπού. Ως προς αυτό, τα κατάλληλα μέσα ελέγχου ή αξιολόγησης θα μπορούσαν να καθοδηγήσουν τους υπεύθυνους για τη λήψη αποφάσεων, ενώ θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ιδιαίτερες περιστάσεις ή ανάγκες συγκεκριμένων κατηγοριών αιτούντων άσυλο (βλέπε Κατευθυντήρια Οδηγία 9). Μεταξύ των παραγόντων που καθοδηγούν τη λήψη αυτών των αποφάσεων μπορεί να είναι το στάδιο που διανύει η εξέταση της αίτησης ασύλου, ο τελικός προορισμός του αιτούντος, οι οικογενειακοί/κοινωνικοί δεσμοί, η προηγούμενη καλή συμπεριφορά και ο χαρακτήρας του ατόμου, καθώς και ο κίνδυνος φυγής ή η προθυμία και η κατανόηση της ανάγκης για συμμόρφωση.»
Το προσβαλλόμενο με την παρούσα προσφυγή διάταγμα κράτησης που εκδόθηκε εναντίον του Αιτητή, ημερομηνίας 02/06/25, από την Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, αναφέρει τα εξής:
«ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟΙ (2000-2020)
ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9ΣΤ
ΕΠΕΙΔΗ ο ABAS SHAABAN υπήκοος Συρίας, είναι αιτητής διεθνούς προστασίας και επειδή πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, καθότι
ο ABAS SHAABAN κρατείται
(α) Για να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αιτητή.
(β) Στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των Άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, προκειμένου να προετοιμαστεί η επιστροφή ή/και να διεξαχθεί η διαδικασία απομάκρυνσης του και επειδή τεκμηριώνεται στη βάση αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι ο ABAS SHAABAN, στο ότι αφίχθηκε στη Δημοκρατία παράνομα και καταδικάστηκε για τα Αδικήματα: 1. Είσοδος στη ΚΔ δια μέσω μη εγκεκριμένου λιμένος, 2. Περί σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών και του διεθνούς οργανωμένου εγκλήματος και πρωτοκόλλων κυρωτικός νόμος, 3. Μεταφορά προσώπου διά υδάτινης οδού επί μη ασφαλούς ή υπερφορτωμένου σκάφους, και έπειτα υπέβαλε αίτηση ασύλου η οποία απορρίφθηκε λόγω ρητής απόσυρσης, και στο ότι ο αλλοδαπός είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου προηγουμένως αλλά αποφάσισε να αποσύρει ρητά το αίτημά του αρχικά, αφού ήδη είχε καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης για τα προαναφερθέντα αδικήματα και έπειτα αφού συνελήφθηκε με Διατάγματα κράτησης και απέλασης με το Κεφ.105 με σκοπό την απέλασή του υπέβαλε αίτηση επανανοίγματος, ως εκ τούτου υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι η υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας ενδέχεται να έγινε με σκοπό να προβάλει προσκόμματα και/ή να ματαιώσει τη διαδικασία επαναπατρισμού του
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κατόπιν ατομικής αξιολόγησης θεώρησα ότι είναι αναγκαίο ο ABAS SHAABAN να παραμείνει υπό κράτηση βάσει των άρθρων 9ΣΤ(2) (β) και (δ) του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020), καθότι στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται ότι δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020), καθότι με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 18ΟΔ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, υπάρχει κίνδυνος διαφυγής για τους πιο κάτω λόγους:
1. ΕΠΕΙΔΗ δεν έχει συμμορφωθεί με προηγούμενες Αποφάσεις Επιστροφής: 1) Απορριπτική ΥΠΑΣ ημερ. 13/02/2025, 2). Διάταγμα Απέλασης το οποίο εκδόθηκε εναντίον του στις 28/03/2025.
2. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δήλωσε την μη πρόθεσή του για συμμόρφωση με απόφαση επιστροφής.
3. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ είχε καταδίκη σε μητρώο της Δημοκρατίας.
4. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ θεωρήθηκε απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (κ), του εδαφίου (1), του Άρθρου 6 των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμων (1952-2021), έχει συλληφθεί και σε βάρος του εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης ημερ. 28/03/2025.
5. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κρατείται με σκοπό τον επαναπατρισμό του, κρίνω ότι η αίτηση του για Διεθνή Προστασία υποβλήθηκε με σκοπό να προβάλει προσκόμματα στη διαδικασία επαναπατρισμού του.
ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΑΥΤΟ, ασκώντας τις εξουσίες που δίνει στον Υπουργό Εσωτερικών το Άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020), και το Άρθρο 188(3)(γ) του Συντάγματος και οι οποίες εξουσίες εκχωρήθηκαν σε εμένα, εγώ η Διευθύντρια, με το παρόν διατάσσω όπως ο ABAS SHAABAN, ΠΑΡΑΜΕΙΝΕΙ υπό κράτηση για όσο διάστημα ισχύουν οι λόγοι κράτησης, όπως αναφέρονται πιο πάνω.
Με το παρόν διάταγμα εξουσιοδοτώ και εντέλλομαι τον Αρχηγό Αστυνομίας, ή οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομικής Δύναμης που τυχόν θα διαταχθεί, να εκτελέσει το διάταγμα αυτό και για την εκτέλεσή του το παρόν διάταγμα αποτελεί επαρκή εξουσία και εντολή.
ΕΓΙΝΕ από μένα στη Λευκωσία την 02η ημέρα του Ιουνίου, 2025».
Τόσο από το κείμενο της εισηγητικής έκθεσης του Λειτουργού Μετανάστευσης που απευθυνόταν στην Διευθύντρια όσο και του πιο πάνω διατάγματος εντοπίζω ότι πράγματι καταγράφεται αριθμός λόγων στη βάση των οποίων εκδόθηκε το επίδικο διάταγμα. Θα συμφωνήσω με τους Καθ΄ ων η αίτηση ότι προτού η αρμόδια αρχή επιβάλει το μέτρο κράτησης προχώρησε σε εξατομικευμένη αξιολόγηση των περιστάσεων, της συμπεριφοράς και του ιστορικού του Αιτητή (συμπεριλαμβανομένης της καταδίκης του σε συγκεκριμένα σοβαρά ποινικά αδικήματα όπως καταγράφονται ενδελεχώς στο προσβαλλόμενο διάταγμα και/ή αναφύονται από το σημείωμα του λειτουργού μετανάστευσης). Σύμφωνα με την ημεδαπή νομολογία, η κήρυξη προσώπου ως απαγορευμένου μετανάστη εμπεριέχει και τον κίνδυνο διαφυγής του ανά πάσα στιγμή – που αποτελεί ουσιαστική παράμετρο του εδαφίου (β) του Άρθρου 9 (ΣΤ) (2) του Νόμου. Στην Υποθ. Αρ. 5735/2013 MAGDALIN MENSAH ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ημερ.09/08/2013, το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε ότι:
«Η κήρυξη της αιτήτριας ως απαγορευμένης μετανάστριας εμπεριέχει λογικά τον κίνδυνο διαφυγής της ανά πάσα στιγμή. Αυτή η έννοια εμπεριέχεται νομικά και λογικά στο άρθρο 180Δ στον ορισμό του «κινδύνου διαφυγής», όπου στην παράγραφο (α) αναφέρεται, ως στοιχείο κινδύνου διαφυγής, η μη συμμόρφωση με απόφαση επιστροφής. Να μη λησμονείται άλλωστε ότι στον ορισμό του «κινδύνου διαφυγής» καταγράφεται ότι αυτός ο κίνδυνος συναρτάται προς κάθε «ατομική περίπτωση», ο δε κίνδυνος αυτός εκτιμάται κατά «εικασία» ότι ο υποκείμενος σε διαδικασία επιστροφής «μπορεί να διαφύγει». Δεν χρειάζεται, με άλλα λόγια, απτή μαρτυρία περί τούτου και είναι εδώ που υπεισέρχεται η κρίση της διοίκησης αναλόγως των συνθηκών της κάθε υπόθεσης»
Επί αυτού του σημείου και/ή επί αυτής της διάταξης της νομοθεσίας στο εγχειρίδιο «Δικαστική ανάλυση: Κράτηση αιτούντων διεθνή προστασία στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», σελίδα 28 της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης Ασύλου, καταγράφεται το εξής (με πρωτογενή πηγή κατευθυντήριες οδηγίες της UNHCR):
«Είναι επιτρεπτή η κράτηση ενός αιτούντος για ένα περιορισμένο αρχικό διάστημα για λόγους καταγραφής, στα πλαίσια προκαταρκτικής συνέντευξης, των στοιχείων στα οποία βασίζει την αίτησή του για διεθνή προστασία. Παρ’ όλ’ αυτά, η κράτηση αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί αιτιολογημένη μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η συγκεκριμένη πληροφορία δεν θα μπορούσε να δοθεί χωρίς να υπάρξει κράτηση. Αυτό συνεπάγεται την καταγραφή σημαντικών πληροφοριών από τον αιτούντα άσυλο, όπως για παράδειγμα των λόγων για τους οποίους ζητεί να του χορηγηθεί άσυλο. Αυτό συνήθως δεν επεκτείνεται στην κρίση για το βάσιμο των ισχυρισμών του. Η εξαίρεση αυτή στον βασικό κανόνα —ότι δηλαδή η κράτηση των αιτούντων άσυλο αποτελεί έσχατο μέτρο— δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αιτιολογηθεί η κράτηση καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας καθορισμού του καθεστώτος του αιτούντος άσυλο, ή για απεριόριστο χρονικό διάστημα. Παρότι ο «κίνδυνος διαφυγής» είναι μια πρόβλεψη, φαίνεται πιθανό ότι στις περισσότερες περιπτώσεις θα αποτελέσει τη βάση του λόγου αυτού διότι εάν ο αιτών διεθνή προστασία δεν είναι πιθανό να διαφύγει, είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς υπό ποιες περιστάσεις τα στοιχεία του ισχυρισμού επί του οποίου βασίζεται η αίτηση δεν θα μπορούσαν να ληφθούν χωρίς να υπάρξει κράτηση.»
[τονισμός δικός μου]
Είναι προφανές ότι ένας εκ των σκοπών της κράτησης ήτο και η συλλογή των στοιχείων που βασίζεται στην παρούσα το αίτημα για ενανάνοιγμα του φακέλου του Αιτητή που είναι άρρηκτα συνδεδεμένο και με τον κίνδυνο διαφυγής του. Είναι επίσης σημαντικό να αναφερθεί ότι είναι επιτρεπτή η κράτηση ενός αιτούντος για ένα περιορισμένο αρχικό διάστημα για λόγους καταγραφής και στα πλαίσια προκαταρκτικής συνέντευξης, των στοιχείων στα οποία βασίζει την αίτησή του για διεθνή προστασία (εδώ αφορά αίτημα επανανοίγματος). Η δε κράτηση του Αιτητή βεβαίως θα μπορούσε να θεωρηθεί αιτιολογημένη καθότι είναι από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι πληροφορίες που αφορούν το επανάνοιγμα του φακέλου του δεν θα μπορούσαν να δοθούν καθότι υπήρχε υπαρκτός κίνδυνος διαφυγής λόγω της προηγούμενης συμπεριφοράς του ήτοι καταδίκης, απελευθέρωσης μετά την φυλάκιση, ρητής απόσυρσης του αιτήματος ασύλου και επακόλουθου επανανοίγματος μετά την επιβολή κράτησης/απέλασης. Δεν υπάρχει, όμως, είτε στο κείμενο του προσβαλλόμενου διατάγματος κράτησης αλλά ούτε στο σχετικό σημείωμα/έκθεση του λειτουργού μετανάστευσης οτιδήποτε το οποίο να δεικνύει την αναγκαιότητα εφαρμογής του εδαφίου (β) του Άρθρου 9 (ΣΤ) (2) του Νόμου. Συνεπώς, η δοθείσα αιτιολογία που εδράζεται στην σχετική πρόνοια πάσχει, αλλά παραμένει το ζήτημα κατά πόσο ορθά εφαρμόστηκε το εδάφιο (δ) του Άρθρου 9 (ΣΤ) (2) του Νόμου ως δεύτερη αιτιολογία για κράτηση[2].
Μεταξύ των κριτηρίων που λήφθηκαν υπόψη για την διατήρηση του μέτρου της κράτησης είναι το γεγονός ότι ενώ ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 17/03/24 στη συνέχεια το απέσυρε ρητώς την 13/02/25 (ήτοι 1 έτος μετά) και χωρίς να προσβάλει την απορριπτική απόφαση επί της ρητής απόσυρσης. Κατόπιν δε των διαταγμάτων κράτησης/απέλασης ημερομηνίας 28/03/25 και μετά από ένα μήνα της ρητής απόσυρσης αποφάσισε να υποβάλει αίτηση επανανοίγματος του φακέλου του. Ο δε χρόνος που διέρρευσε από την ημερομηνία που ο Αιτητής απέσυρε ρητώς το αίτημα διεθνούς προστασίας μέχρι την ημέρα που εκδόθηκαν εναντίον του τα διατάγματα κράτησης και απέλασης ήτο τέτοιος που εμφανώς τεκμηριώνει ότι υπήρχαν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι υπέβαλε αίτημα επανανοίγματος προκειμένου να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής του. Οι ισχυρισμοί του συνηγόρου του σε σχέση με τις περιστάσεις που επικρατούν στην χώρα του δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη υπό τις περιστάσεις, δεν δικαιολογούν το σύνολο της αντιφατικής συμπεριφοράς του Αιτητή που επέδειξε ήτοι ρητής απόσυρσης και επακόλουθου επανανοίγματος αμέσως μετά την κράτηση/απέλαση, ενώ δε είχε πρόσβαση στις διαδικασίες ασύλου και ο ίδιος επέλεξε ρητώς μετά από πρόσβαση σε αυτές να αποσύρει. Σύμφωνα και με το εγχειρίδιο της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου» (§4.3.7.4.):
«[σ]ύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο δ) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση), ο αιτών υποχρεούται να έχει «αιτ[ηθεί] την παροχή διεθνούς προστασίας το νωρίτερο δυνατόν, εκτός εάν αποδείξει ότι υπήρχε σοβαρός λόγος που τον εμπόδισε να το πράξει».
Στην Mondeke v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Aν. Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ΄Εφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας αρ.43/2021, 20/01/22 λέχθηκαν, μεταξύ άλλων και στην έκταση που μας ενδιαφέρει για τα γεγονότα της παρούσης, τα ακόλουθα:
«Το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά από εκτενή παράθεση των επιχειρημάτων και των θέσεων του εφεσείοντα, καταλήγει ως εξής:
«Σύμφωνα με τα στοιχεία στο φάκελο του Αιτητή η απόφαση έκδοσης διατάγματος κράτησης του λήφθηκε δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2) του Νόμου, στο οποίο ρητά προβλέπονται οι εξαιρέσεις, σύμφωνα με τις οποίες νομιμοποιείται η κράτηση αιτητή ασύλου.
[…]
Χωρίς βέβαια το Δικαστήριο να υπεισέρχεται σε θέματα που αφορούν στην κατ'ουσίαν εξέταση ζητημάτων που άπτονται του αιτήματος χορήγησης διεθνούς προστασίας, κρίνω ορθό τον ισχυρισμό των Καθ' ων η αίτηση ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι ότι η εν λόγω αίτηση φαίνεται ότι υπεβλήθη με σκοπό να καθυστερήσει απλώς ή να εμποδίσει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής, και αυτό καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι αυτή υπεβλήθηκε μετά την έκδοση εναντίον του Αιτητή διαταγμάτων κράτησης και απέλασης δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου ημερομηνίας 10/8/2021.
[…]
Τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης και εύλογα και θεμιτά. Ο χρονικός συσχετισμός ενεργειών του Eφεσείοντα ανάλογα με αιτήματα του που αποτύγχαναν, ειδικότερα την προσφυγή σε αίτημα ασύλου μόνο μετά τα ως άνω γεγονότα, μπορούσε να οδηγήσει το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι ορθά κρίθηκε από το διοικητικό όργανο πως υφίστανται λόγοι ότι υπέβαλε την αίτηση του με σκοπό την καθυστέρηση ή την παρεμπόδιση της απέλασης του από τη Δημοκρατία. (Βλ. C-534/11, Arslan v. Policie CR, 30.5.2013 και C-186/21 PPU, J.A. v. Republika Slovenija, 3.6.2021). Δεν συμφωνούμε με την ευπαίδευτη συνήγορο του εφεσείοντα ότι το Δικαστήριο υπεισήλθε στο θέμα ουσίας του αιτήματος ασύλου ούτε ότι ενήργησε με επιδερμική αντίληψη των πραγμάτων. Η δε αναφορά της πλευράς του εφεσείοντα στη σημασία του ότι προέρχεται από μια χώρα που δεν έχει χαρακτηριστεί ασφαλής, με βάση τη σχετική ΚΔΠ225/2021, το περί Ασφαλών Χωρών Ιθαγένεια Διάταγμα του 2021 δεν μπορεί να αναχθεί βεβαίως, ως η εισήγηση, σε δημιουργία τεκμηρίου γνησιότητας του αιτήματος ασύλου.
[ο τονισμός δικός μου]
Οι πιο πάνω ενέργειες του Αιτητή υποβολής αιτήματος ασύλου, ρητής απόσυρσης λίγο πριν την αποφυλάκιση του και επανάνοιγμα φακέλου του για άσυλο ακριβώς μετά την κράτηση/απέλαση του είναι παράμετροι που λαμβάνονται σοβαρά υπόψη στις περιπτώσεις διατήρησης του μέτρου κράτησης. Επαρκής, θεωρώ, είναι και η αιτιολογία του αρμοδίου οργάνου ότι δεν υπήρχε περιθώριο επιβολής εναλλακτικών περιοριστικών μέτρων αφού δεν φαίνεται να είχε πρόθεση να συμμορφωθεί με την απόφαση απέλασης του λόγω των προηγούμενων και υφιστάμενων ενεργειών του, η δε προηγούμενη ποινική καταδίκη είναι επίσης λόγος που είναι άμεσα συνυφασμένος με επιλήψιμη συμπεριφορά του αιτούντα άσυλο. Η κράτηση αποτελεί το έσχατο μέτρο το οποίο λαμβάνεται τηρουμένων των αρχών της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας και εφόσον δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστούν άλλα λιγότερο περιοριστικά αντί της κράτησης μέτρα. Στην προκειμένη περίπτωση και σε σχέση με τα γεγονότα που αφορούν τον ίδιο τον Αιτητή καταλήγω ότι η έρευνα και/ή αξιολόγηση της περίπτωσης του ήτο ολοκληρωμένη με αποτέλεσμα να ληφθούν υπόψη όλα τα αναγκαία κριτήρια για εφαρμογή του Άρθρου 9ΣΤ(2) (δ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023, (Ν. 6 (Ι)/2000). Οποιοδήποτε άλλο μέτρο από αυτό που εφαρμόστηκε από την αρμόδια αρχή δεν θα ήταν αποτελεσματικό και υπήρχε εμφανής κίνδυνος λόγω της συμπεριφοράς του Αιτητή να μη συμμορφωθεί με εναλλακτικά μέτρα με σκοπό να αποφύγει την επιστροφή του.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό του συνηγόρου του Αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το Άρθρο 5 της ΕΣΔΑ σημειώνεται ότι δεν τυγχάνουν αναλογικής εφαρμογής με βάση τα όσα έχουν νομολογηθεί επί αυτού του σημείου. Υιοθετούνται για σκοπούς της παρούσας απόφασης τα όσα αναφέρει στην απόφαση της η αδελφή Δ. Χρ. Μιχαηλίδου στην Υπόθ. Αρ. ΔΚ 40/20, S.S. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αναπληρωτή Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ημερομηνίας 27/10/2020:
«Το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ αποσκοπεί στην προστασία της προσωπικής ελευθερίας του ανθρώπου. Η παράγραφος 1 του άρθρου 5, απαριθμεί τις εξαιρέσεις και/ή τους εξαντλητικούς λόγους που επιτρέπουν την επέμβαση στο θεμελιώδες δικαίωμα της προσωπικής ελευθερίας (ΕΔΔΑ, Saadi v. United Kingdom, Αρ. υποθ. 13229/03, ημερομηνίας 29/1/2008, σκέψη 43). Το άρθρο 6 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθορίζει πως κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια.
Επομένως, κάθε στέρηση της ελευθερίας πρέπει να είναι νόμιμη, να διενεργείται καλόπιστα και να συνδέεται στενά με τον σκοπό της, έχοντας πάντοτε υπόψη ότι το μέτρο εφαρμόζεται σε πρόσωπα που συχνά φοβούνται για τη ζωή τους και εγκαταλείπουν τη χώρα τους (Saadi ανωτέρω σκέψεις 67, 74 και ΕΔΔΑ, Conka v. Βελγίου, Αρ. υποθ. 13229/03, ημερομηνίας 5/2/2000, σκέψη 39). Η στέρηση της ελευθερίας θα πρέπει να είναι σύμφωνη με το εθνικό δίκαιο αλλά και να διασφαλίζει τα όσα καθορίζει το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ, δηλαδή να προστατεύει τον αιτητή ασύλου από την πιθανή αυθαιρεσία των κρατών.
Στην υπόθεση ΕΔΔΑ, S. D. v. Greece, Αρ. υποθ. 53541/07, ημερομηνίας 11/6/09 (σκέψεις 62 και 64) το ΕΔΔΑ αποφάσισε ότι η απέλαση μπορεί να εκτελεσθεί μόνο μετά την οριστική εξέταση του αιτήματος ασύλου (ΕΔΔΑ, R.U. v. Greece, Αρ. υποθ. 2237/08, ημερομηνίας 7/9/11 σκέψη 95). Επίσης στην υπόθεση του ΕΔΔΑ, Abdolkhani and Karimnia v. Turkey, Αρ. υποθ. 30471/08, ημερομηνίας 22/9/09 (σκέψεις 128 μέχρι 130), αποφασίστηκε ότι η στέρηση της ελευθερίας κάτω από το άρθρο 5 (1) (στ) της ΕΣΔΑ, δηλαδή λόγω απέλασης, είναι επιτρεπτή εφόσον οι διαδικασίες προχωρούν με δέουσα επιμέλεια. Οποιαδήποτε άλλη συμπεριφορά από το αρμόδιο όργανο οδηγεί στην παραβίαση του άρθρου 5 της ΕΣΔΑ, δηλαδή στην αρχή που επιβάλλει στα κράτη να προστατεύουν την ελευθερία του προσώπου από οποιαδήποτε αυθαιρεσία.
Θα πρέπει να αναφερθεί πως το διάταγμα κράτησης και απέλασης δεν έχει ακυρωθεί αλλά έχει ανασταλεί λόγω του υποβληθέντος αιτήματος επανανοίγματος του φακέλου του αιτητή για παραχώρηση διεθνούς προστασίας. Η αναστολή του διατάγματος κράτησης και απέλασης δεν φαίνεται να αμφισβητήθηκε με οποιοδήποτε τρόπο από τον αιτητή». (Στη παρούσα περίπτωση το διάταγμα απέλασης).»
Ούτε το δικαίωμα της ελευθερίας του όπως αυτό κατοχυρώνεται από το Άρθρο 5 της ΕΣΔΑ παραβιάζεται. Στο σχετικό άρθρο της Σύμβασης απαριθμούνται οι εξαιρέσεις επέμβασης του θεμελιώδους δικαιώματος προσωπικής ελευθερίας (Βλέπε Application no 13229/03, Saadi v. United Kingdom, ημερομηνίας 29/01/2008). Η στέρηση της ελευθερίας του Αιτητή είναι σύμφωνη με το εθνικό δίκαιο, είναι νόμιμη και διενεργήθηκε καλόπιστα. Ο σκόπος για απέλαση του από την αρμόδια αρχή παραμένει και/ή δεν έχει εγκαταληφθεί, ούτε προκύπτει ότι η όλη διαδικασία σε σχέση με το επανάνοιγμα φακέλου του Αιτητή να μην εκτελείται με δέουσα επιμέλεια (Βλέπε Application no 30471/08 Abdolkhani and Karimnia v. Turkey, ημερομηνίας 22/09/2009). Η απέλαση του Αιτητή μπορεί να εκτελεσθεί μόνο μετά την ολοκλήρωση των διαδικασιών εξέτασης της αίτησης ασύλου του.
Στην προκειμένη περίπτωση και σε συνάρτηση με το ιστορικό και τη συμπεριφορά που επέδειξε ο Αιτητής έχουν ληφθεί υπόψη όλα τα αναγκαία κριτήρια για εφαρμογή του Άρθρου 9ΣΤ(2) (δ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023, (Ν. 6 (Ι)/2000). Συνεπώς, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, το προσβαλλόμενο διάταγμα κράτησης επικυρώνεται.
Ενόψει του γεγονότος ότι ο Αιτητής είναι δικαιούχος δωρέαν νομικής αρωγής και λόγω του ότι τελεί υπό κράτηση δεν επιδικάζονται έξοδα της διαδικασίας. Τα έξοδα του δικηγόρου του Αιτητή να καταβληθούν από το Ταμείο Νομικής Αρωγής.
ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ Μ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013 , σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (αναδιατύπωση)
[2] Βλέπε Άρθρο 32 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 έως 2020 (Ν.158(Ι)/99)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο