
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ. 1986/2021
14 Ιουλίου 2025
[Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
P. O.
Αιτητής
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
Αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας ημερομηνίας 11/11/2024
Π. Πιερίδης (κος) για Πιερίδης & Πιερίδης, Δικηγόροι για τον Αιτητή
Χ. Δημητρίου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την προσφυγή του ο Αιτητής, αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 07/12/2020, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 05/04/2021 και δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτησή του για παροχή διεθνούς προστασίας.
Στις 16/04/2021 ο Αιτητής καταχώρισε προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου αρχικά αυτοπροσώπως, καταγράφοντας ότι η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο, καθότι σκότωσαν τους γονείς του και πυροβόλησαν τον ίδιο στην κοιλιά. Κατόπιν διορισμού δικηγόρου και με διάταγμα του ΔΔΔΠ ημερομηνίας 24/11/2021 επιτράπηκε η τροποποίηση της προσφυγής του Αιτητή την οποία καταχώρισε στις 31/01/2022. Ακολούθως, και συγκεκριμένα την 01/07/2022 ο Αιτητής μέσω του συνηγόρου του καταχώρισε αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας, η οποία ωστόσο αποσύρθηκε στις 24/11/2022. Στις 06/12/2022 ο συνήγορος του Αιτητή καταχώρισε εκ νέου δεύτερη αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας και συμπληρωματική ένορκη δήλωση επί της εν λόγω στις 21/02/2023, η οποία αίτηση αποσύρθηκε κατά τη δικάσιμο ημερομηνίας 18/09/2023.
Στις 11/11/2024, ο συνήγορος του Αιτητή καταχώρισε την υπό κρίση αίτηση, με την οποία επιζητείται η χορήγηση άδειας από το Δικαστήριο για προσαγωγή μαρτυρίας. Ειδικότερα, ο Αιτητής αιτείται τα ακόλουθα:
«(Α) Διάταγμα του Δικαστηρίου, με το οποίο να δίδεται άδεια για προσαγωγή της μαρτυρίας του Αιτητή P.O που παρατίθεται ως Τεκμήριο 1 στην ένορκη δήλωση του Μιχάλη Πιερίδη που συνοδεύει την παρούσα, και
(Β) Διάταγμα του Δικαστηρίου, με το οποίο να δίδεται άδεια για προσαγωγή της έγγραφης μαρτυρίας και φωτογραφικού υλικού Τεκμήριο Α, τα οποία παρατίθενται στην προτιθέμενη ένορκη δήλωση του Αιτητή που επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 1 στην ένορκη δήλωση του Μιχάλη Πιερίδη που συνοδεύει τη παρούσα.
(Γ) Οποιανδήποτε άλλη θεραπεία που το Δικαστήριο θεωρεί δίκαιη ή/και εύλογη ή/και σκόπιμη.
(Δ) Έξοδα.»
Η παρούσα αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση ημερομηνίας 11/11/2024 του κ. Μιχάλη Πιερίδη, συμβούλου στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τον Αιτητή. Ως ισχυρίζεται ο ομνύων, με την προτεινόμενη μαρτυρία – προτεινόμενη ένορκη δήλωση, η οποία προέρχεται από τον ίδιο τον Αιτητή (στο εξής ‘προτεινόμενη ένορκη δήλωση’) επιχειρείται όπως ο Αιτητής αποδείξει ότι οι Καθ’ ων η αίτηση χωρίς την παρουσία μεταφραστή στην προσωπική του συνέντευξη, δεν κατέγραψαν τις θέσεις του και επιθυμεί να παρουσιάσει τα στοιχειώδη γεγονότα που έλαβαν χώρα αναφορικά με τις συνθήκες διαβίωσης του στη χώρα καταγωγής του, τον θανάσιμο κίνδυνο που αντιμετωπίζει, την επίθεση που δέχτηκε και τα βασανιστήρια και τον τραυματισμό του, σύμφωνα με τα οποία ενεργοποιούνται οι διατάξεις του άρθρου 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου.
Με την προτεινόμενη ένορκη δήλωση του Αιτητή, ο τελευταίος αναφέρει ότι ομιλεί και αντιλαμβάνεται την αγγλική γλώσσα, δεν γνωρίζει όμως γραφή και ανάγνωση (παρ. 2 της προτεινόμενης Ένορκης Δήλωσης του Αιτητή). Ισχυρίζεται ότι κατάγεται από το χωριό Udi LGA της επαρχίας Enugu της Νιγηρίας όπου η οργάνωση Boko Haram έχει παρακλάδι και είναι ενεργή. Η Boko Haram ως ισχυρίζεται προσπαθεί να επιβάλει τον ισλαμισμό δια της βίας και καθότι το χωριό του είναι χριστιανικό, αποτέλεσε συχνά στόχος επιθέσεων της Boko Haram λόγω άρνησης των κατοίκων να εξισλαμιστούν και συνεπεία των οποίων προέκυψαν δολοφονίες αμάχων, βιασμοί γυναικών και απαγωγές παιδιών (παρ. 4 της προτεινόμενης ένορκης δήλωσης του Αιτητή). Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι κατά τη διάρκεια μίας εκ των επιθέσεων της Boko Haram και συγκεκριμένα στις 14/06/2008 τον πυροβόλησαν στην κοιλιακή χώρα και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Ειδικότερα, ισχυρίστηκε ότι την ημέρα εκείνη άκουσε μία έκρηξη και αντίκρυσε στο παράθυρο ένοπλους άνδρες να περπατούν στο δρόμο. Ως αναφέρει, ειδοποίησε την αστυνομία, οι άνδρες έσπασαν την πόρτα, τον ρώτησαν εάν είναι μόνος και του ζήτησαν χρήματα. Απάντησε ότι ήταν μόνος και ότι δεν είχε χρήματα. Ένας εξ αυτών τον πυροβόλησε στην κοιλιά και αφού έψαξαν το σπίτι του, τράπηκαν σε φυγή. Ανέφερε ότι οι γείτονες τον μετέφεραν στο νοσοκομείο και ως τεκμήριο Α δηλώνει ότι επισυνάπτει δέσμη εγγράφων, ήτοι φωτογραφίες του τραύματός του, ακτινολογική έκθεση και τη βεβαίωση καταγγελίας στην αστυνομία (παρ. 5 της προτεινόμενης ένορκης δήλωσης του Αιτητή). Επιπλέον, ισχυρίζεται ότι σε μεταγενέστερη επίθεση που έλαβε χώρα στις 20/03/2009 οι τρομοκράτες της Boko Haram πυροβόλησαν και σκότωσαν τους γονείς του, σε περιστατικό που συνέβη στην αυλή του σπιτιού τους και ότι ο ίδιος επιβίωσε διότι δεν τον κτύπησαν (παρ. 6 της προτεινόμενης ένορκης δήλωσης του Αιτητή). Πρόσθεσε πως οι φασαρίες συνεχίζονταν κατά την παραμονή του στη Νιγηρία και εργαζόταν για να συγκεντρώσει χρήματα με σκοπό να αναχωρήσει από τη χώρα (παρ. 7 της προτεινόμενης ένορκης δήλωσης του Αιτητή). Τέλος, ισχυρίζεται ότι η αίτηση ασύλου του δεν συμπληρώθηκε από τον ίδιο, αλλά υπαγόρευσε στο άτομο που την συμπλήρωσε να καταγράψει ότι αντιμετωπίζει πρόβλημα με την Boko Haram. Αναφορικά με τη συνέντευξή του, ισχυρίζεται ότι ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου δεν κατέγραψε τις θέσεις του, δεν του ήταν αντιληπτός κατά τη συνομιλία τους, το κείμενο της συνέντευξης δεν του διαβάστηκε και του υπέδειξαν που να υπογράψει. Ως ισχυρίζεται, ενημερώθηκε για το περιεχόμενο της συνέντευξής του μετά την καταχώριση της προσφυγής του και αρνείται τον ισχυρισμό ότι εγκατέλειψε τη χώρα του για να βοηθήσει την οικογένειά του. Τέλος αναφέρει ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα του επειδή κινδυνεύει από την Boko Haram (παρ. 8 της προτεινόμενης ένορκης δήλωσης του Αιτητή).
Επί της προτεινόμενης ένορκης δήλωσης του Αιτητή, επισυνάπτεται το Τεκμήριο Α το οποίο περιλαμβάνει:
- Δέσμη φωτογραφιών, η μία εκ των οποίων απεικονίζει την κοιλιακή χώρα κάποιου ατόμου και η δεύτερη αποτελεί ακτινογραφία της κοιλιακής χώρας.
- Ιατρική έκθεση από νοσοκομείο της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 09/03/2022 σύμφωνα με την οποία ο Αιτητής υπεβλήθη σε ακτινογραφία και διαπιστώθηκαν πολλαπλά μικρά σφαιρίδια μεταλλικής υφής κατά τόπους στην άνω και κάτω κοιλιά.
Οι Καθ’ ων η αίτηση στην παρούσα αίτηση, στις 05/12/2024 προχώρησαν στην καταχώριση της ένστασής τους ως προς την προσαγωγή της προτεινόμενης μαρτυρίας, συνοδευόμενη από ένορκη δήλωση της κας Βελίκοβα, δικηγόρου για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Οι Καθ’ ων η αίτηση προέβαλαν αρκετούς λόγους απόρριψης της αίτησης, όπου μεταξύ άλλων αντιτάσσουν ότι παρατηρείται υπέρμετρη καθυστέρηση στην καταχώριση της παρούσας αίτησης. Σημειώνουν επιπλέον ότι ο συνήγορος του Αιτητή είχε λάβει την Ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση στις 19/07/2021 και άρα γνώριζε ότι τα έγγραφα που επιχειρεί να προσκομίσει δεν είναι μέρος του διοικητικού φακέλου και με δεδομένο ότι τα γεγονότα αυτά ήταν ήδη γνωστά στην πλευρά του Αιτητή, δεν παρέχεται επεξήγηση στο Δικαστήριο για την καθυστέρηση, πόσο μάλλον ικανοποιητική εξήγηση. Επιπρόσθετα προβάλλουν ότι με την μαρτυρία που επιδιώκεται να προσαχθεί, εισάγονται νέα θέματα προς συζήτηση, αφού θα είναι αναγκαία η επιχειρηματολογία (τουλάχιστον από τους Καθ’ ων η αίτηση), επί της σημασίας, αξίας, αξιολόγησης της μαρτυρίας σε σχέση με τα επίδικα θέματα, τα οποία επιχειρήθηκαν να προσαχθούν κι άλλες φορές με ανορθόδοξο δικονομικό τρόπο την 01/07/2022, στις 06/12/2022 και στις 22/02/2023 με αποτέλεσμα οι συνήγοροι του Αιτητή να αποσύρουν τις αιτήσεις επανειλημμένως, ενεργώντας καταχρηστικά. Μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι η μαρτυρία η οποία επιδιώκεται να προσαχθεί είναι αόριστη και γενική, ενώ δεν είναι αποδεικτική οποιουδήποτε θέματος, αφού όσα γεγονότα δεν αναφέρονται στην ακύρωση, αναφέρονται γενικά και αόριστα, χωρίς να είναι δυνατόν να αποδείξουν οποιονδήποτε ισχυρισμό του Αιτητή.
Προβάλλουν περαιτέρω ότι τα τεκμήρια που προτίθενται να προσαχθούν επιδιώκουν την διαφοροποίηση και αλλοίωση του Διοικητικού Φακέλου της υπόθεσης, χωρίς να σχετίζονται με τη νομιμότητα, το κύρος και την εγκυρότητα της προσβαλλόμενης πράξης. Συγκεκριμένα, ως προς το Τεκμήριο Α, ισχυρίζονται ότι δεν είναι σχετικό με τα επίδικα ζητήματα, καθότι ο Αιτητής ισχυρίστηκε οικονομικούς λόγους.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των μερών, καταχώρισαν Γραπτές Αγορεύσεις προς υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεων τους.
Ο Αιτητής στη Γραπτή του Αγόρευση μέσω του συνηγόρου του υποστηρίζει την ακύρωση της απορριπτικής απόφασης διότι δεν ακολουθήθηκε η ορθή διαδικασία στο στάδιο λήψης της συνέντευξης, ήτοι δεν δόθηκε η ευκαιρία στον Αιτητή να αναπτύξει τους λόγους για τους οποίους ζητά όπως του αποδοθεί το καθεστώς του πρόσφυγα και οι λόγοι αυτοί δεν θα μπορούν να εξεταστούν κατ’ ουσία χωρίς την προσαγωγή από τον Αιτητή μαρτυρίας.
Ως ισχυρίζεται, οι λόγοι που αναλύει ο Αιτητής στην Ένορκο Δήλωσή του και τους οποίους οι Καθ’ ων η αίτηση παρέλειψαν να εξετάσουν, αφορούν σε γεγονότα που προηγούνταν της αιτήσεως ασύλου, η μη αναφορά τους δεν οφειλόταν σε υπαιτιότητα του Αιτητή, όπως επίσης αδυνατούσε να ελέγξει (καθότι δεν ξέρει να διαβάζει) τι είχε καταγραφεί στη συνέντευξη. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι τα εν λόγω στοιχεία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον Αιτητή διεθνούς προστασίας. Ο συνήγορος του Αιτητή προβάλλει ότι ο Αιτητής κατέγραψε στην αίτησή του ως λόγο χορήγησης διεθνούς προστασίας “Boko Haram issue”. Με την προσαγωγή μαρτυρίας επιχειρεί να παραθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου για πρώτη φορά τα πραγματικά στοιχεία που είναι σημαντικά και συμπίπτουν με στοιχεία τα οποία έλαβε ή θα έπρεπε να λάβει υπόψη της η αποφαινόμενη αρχή. Αναφέρει ότι η προσωπική συνέντευξη συνιστά το πλέον κρίσιμο στάδιο της διαδικασίας εξέτασης ενός αιτήματος διεθνούς προστασίας, καθώς αποτελεί την κύρια ευκαιρία αφενός για τον Αιτητή να εκθέσει τους ισχυρισμούς του όσον αφορά τους λόγους αίτησης διεθνούς προστασίας, και αφετέρου για την αρμόδια αρχή ώστε να εντοπίσει όλα τα ουσιώδη γεγονότα. Με την προσαγωγή μαρτυρίας ο Αιτητής επιχειρεί να καταδείξει παράβαση των άρθρων 13, 13Α και 18 του περί Προσφύγων Νόμου. Συνεπακόλουθα λόγω των πιο πάνω παραβιάσεων, ισχυρίζεται ότι έχει παραλειφθεί η καταγραφή ουσιωδών γεγονότων βάσει των οποίων θα μπορούσε το Δικαστήριο να εξετάσει την ορθότητα και να αποφασίσει στην ουσία κατά πόσο ο Αιτητής δικαιούται να του παραχωρηθεί το καθεστώς του πρόσφυγα ή της συμπληρωματικής προστασίας. Η μαρτυρία που επιθυμεί να προσαγάγει ο Αιτητής με την ένορκο δήλωσή του είναι αναγκαία για να αποσαφηνίσει τις θέσεις του, να παρουσιάσει τα στοιχειώδη γεγονότα που έλαβαν χώρα αναφορικά με τις συνθήκες διαβίωσης του στη χώρα καταγωγής του, τον θανάσιμο κίνδυνο που αντιμετωπίζει εκεί και τη δίωξη που υπέστη. Η μαρτυρία που επιθυμεί να προσαγάγει ο Αιτητής, ως καταγράφει ο συνήγορός του είναι σχετική με τη βάση της προσβαλλόμενης απόφασης, τείνει να διαφωτίσει ως προς τα επίδικα θέματα και να αποκαλύψει ουσιώδη γεγονότα τα οποία δεν ήλθαν σε φως ή αγνοήθηκαν για να διερευνηθεί ο ισχυρισμός για την ανεπάρκεια της διεξαχθείσας έρευνας.
Με την Γραπτή της Αγόρευση η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση αναφέρει ότι η μαρτυρία που ζητά ο Αιτητής αφορά μαρτυρία με την οποία εξηγεί ότι επειδή δεν είχε μεταφραστή δεν κατέγραψε τις θέσεις του. Η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση προβάλλει πως ο διάδικος που ζητά την έκδοση οδηγιών για προσαγωγή μαρτυρίας, είτε προφορικής είτε υπό μορφή ένορκης δήλωσης, οφείλει να προσδιορίζει με εύλογη λεπτομέρεια τα γεγονότα τα οποία επιδιώκει να αποδείξει και να ικανοποιήσει επίσης το Δικαστήριο ότι τα γεγονότα αυτά είναι σχετικά με τα επίδικα θέματα που εγείρονται στην προσφυγή, λαμβανομένων υπόψη των νομικών σημείων και των γεγονότων πάνω στα οποία βασίζεται η προσφυγή. Θέση της είναι ότι επιτρέπεται η προσκόμιση γεγονότων με μαρτυρία μόνο όταν είναι σχετικά με τα επίδικα θέματα και όταν η απόδειξή τους δυνατό να τεκμηριώσει οποιονδήποτε από τους λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης. Στην παρούσα υπόθεση ισχυρίζεται ότι όχι μόνο σχετικά δεν είναι, αλλά ο Αιτητής θέλει να πείσει το Δικαστήριο ότι υπάρχει φόβος δίωξης τον οποίο ουδέποτε δήλωσε ούτε και πρόβαλε. Είναι η θέση των Καθ’ ων ότι η αίτηση είναι παράτυπη και/ή αντικανονική και/ή νομικά αβάσιμη και/ή απαράδεκτη, καθότι η μαρτυρία που επιδιώκεται να προσαχθεί δεν επιτελεί κανένα σκοπό και δεν είναι αναγκαία για την ολοκλήρωση της υπόθεσης και της εξακρίβωσης των γεγονότων που θεωρούνται σχετικά με την παρούσα υπόθεση. Ισχυρίζεται ότι με τη μαρτυρία που επιδιώκεται να προσαχθεί, εισάγονται νέα θέματα και ότι τα γεγονότα που προτίθεται να προσάγει ο Αιτητής επιχειρήθηκαν και άλλες φορές να προσαχθούν με ανορθόδοξο δικονομικό τρόπο την 01/07/2022, στις 16/12/2022 και την 22/02/2023 με αποτέλεσμα οι συνήγοροι του Αιτητή να αποσύρουν τις αιτήσεις επανειλημμένα ενεργώντας απολύτως καταχρηστικά. Η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση προβάλλει επιπλέον ότι για να γίνει αποδεκτή η ένορκη δήλωση πρέπει να είναι δεόντως μεταφρασμένη από ορκωτό μεταφραστή σε επίσημη γλώσσα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στην παρούσα προβάλλει ότι υπάρχει παράβαση σχετικών πρακτικών και νομολογίας ως προς την μη ορθή μετάφραση της ένορκης δήλωσης του Αιτητή και των συνημμένων εγγράφων που επιθυμεί να προσκομίσει ως μαρτυρία. Περαιτέρω, επισημαίνει ότι ενώ ο Αιτητής δήλωσε ως γλώσσα επικοινωνίας την Αγγλική και οι συνεντεύξεις διεκπεραιωθήκαν στα Αγγλικά δεν είναι εύλογο να ετοιμάζει ένορκη δήλωση ο ίδιος ενώ δεν διαβάζει και δεν γράφει στην Αγγλική γλώσσα. Λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του ιστορικού του Αιτητή, τους ισχυρισμούς που αυτός ήγειρε στο πλαίσιο της παρούσας σημειώνει ότι η προσφυγή καταχωρήθηκε στις 16/04/2021 και ήταν ορισμένη πολλάκις για οδηγίες με σκοπό την καταχώριση προσαγωγής μαρτυρίας όπου καταχωρούσαν και ακολούθως απέσυραν τις σχετικές αιτήσεις οι δικηγόροι του Αιτητή, καθόλα καταχρηστικά. Ο Αιτητής, ως καταγράφει η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση, στην μονομερή αίτησή του απέτυχε να αποδείξει ότι άνευ δικής του υπαιτιότητας καθυστέρησε να προσκομίσει τα εν λόγω έγγραφα σε προηγούμενο στάδιο εξέτασης της αίτησής του. Δεν εξήγησε επαρκώς, έστω στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας γιατί δεν προσκόμισε νωρίτερα με τον ορθό δικονομικό τρόπο συνοδευόμενη από ένορκή δήλωση του τα εν λόγω έγγραφα αφού τα είχε στην κατοχή του. Εξετάζοντας το Τεκμήριο 1, είναι θέση των Καθ’ ων η αίτηση ότι αμφισβητείται η βαρύτητα και αποδεικτικότητα της ένορκης δήλωσης του Αιτητή και ως προς την δέσμη φωτογραφιών αμφισβητείται η αυθεντικότητα τους και κατά συνέπεια η αποδεικτική ισχύς τους.
Καταλήγει ότι η μη προσκόμιση της εν λόγω δήλωσης στα πλαίσια εξέτασης του αιτήματος του Αιτητή οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην υπαιτιότητα του ίδιου του Αιτητή που σε κάθε περίπτωση δεν αυξάνει τις πιθανότητές επιτυχίας της αίτησης. Οι Καθ’ ων η αίτηση καταλήγουν ότι η μαρτυρία που επιδιώκεται να προσαχθεί σε συνάρτηση με τα δεδομένα της υπόθεσης δεν είναι εύλογα σχετική, ούτε αποδεικτική οποιουδήποτε επίδικου θέματος, και ούτε τεκμηριώνει οποιονδήποτε από τους λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης.
Στα πλαίσια της ακρόασης της αίτησης, η ευπαίδευτη συνήγορος του Γενικού Εισαγγελέα απέσυρε τους ισχυρισμούς που πρόβαλε περί της μη ορθής μετάφρασης της προτεινόμενης ένορκης δήλωσης του αιτητή και των σχετικών τεκμηρίων όπως και της μη ορθής διαδικασίας στη μετάφραση των πιο πάνω.
Ακολούθως, ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, όπως και η ευπαίδευτη συνήγορος του Γενικού Εισαγγελέα υιοθέτησαν τις γραπτές τους αγορεύσεις.
Ενόψει των ως έχουν αναφερθεί, προχωρώ να εξετάσω την παρούσα αίτηση.
Στον Κανονισμό 16, του περί Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), αναφέρεται:
«16. Οι πρόνοιες του περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (Τροποποιητικού) (Αρ. 4) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2022, θα τυγχάνουν εφαρμογής για τις υποθέσεις που καταχωρίζονται μετά τις 19 Σεπτεμβρίου, 2022. Για τις υποθέσεις που καταχωρίστηκαν πριν από την εν λόγω ημερομηνία, θα τυγχάνει εφαρμογής ο Βασικός Διαδικαστικός Κανονισμός, ως είχε μετά την τροποποίηση της 27ης Μαΐου, 2022…»
Επομένως, ενόψει του γεγονότος ότι η προσφυγή καταχωρήθηκε στις 16/04/2021, το δικονομικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο το Δικαστήριο θα προβεί στην εξέταση της παρούσας ενδιάμεσης αίτησης, καθορίζεται σύμφωνα με τα όσα διαλαμβάνονται στους Κανονισμούς 2, 7 και 10 των Διαδικαστικών Κανονισμών του περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας του 2019, ως κατωτέρω:
Ειδικότερα, στον Κανονισμό 2, λέγεται:
«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ’ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».
Ακολούθως, στον Κανονισμό 7, αναφέρεται:
«Το Δικαστήριο δύναται να καθορίζει τη διαδικασία και να εκδίδει οδηγίες κατά περίπτωση αναφορικά με τη λήψη γραπτής ή προφορικής μαρτυρίας ή άλλων αποδεικτικών μέσων, συνεντεύξεων του αιτητή ασύλου ή δικαιούχου διεθνούς προστασίας και άλλων διαδικασιών σύμφωνα με τον Περί Προσφύγων Νόμο αρ. 6(Ι)/2000 ως εκάστοτε τροποποιείται και τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο,(Ε.Υ.Υ.Α) όπως ήθελε κρίνει ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις».
Στον Κανονισμό 10 των περί Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, λέγεται:
«Νέα έγγραφα και/ή επιπρόσθετα στοιχεία και/ή οποιαδήποτε επιπρόσθετη μαρτυρία να προσκομίζεται στο Δικαστήριο το συντομότερο δυνατόν, και εν πάση περιπτώσει όχι κατά τις διευκρινίσεις ή μεταγενέστερα, εκτός αν πρόκειται για στοιχεία τα οποία ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει κατά την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησης του. Το Δικαστήριο δύναται να αποδεκτεί τέτοια μαρτυρία μόνο σε περιπτώσεις που κρίνει ότι τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας.».
Είναι πάγια και διαχρονική η θέση της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σε σχέση με τις κατευθυντήριες γραμμές που πρέπει να λαμβάνει υπόψη το Δικαστήριο, κατά την άσκηση της ακυρωτικής του αρμοδιότητας, στα πλαίσια της διοικητικής δίκης, όσον αφορά την προσαχθείσα μαρτυρία. Οι εν λόγω αρχές έχουν συνοψιστεί στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Γρηγόριος Θαλασσινός ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αν. Έφεση αρ. 3420, (2003) 3 ΑΑΔ 507, όπου αναφέρεται (παραθέτω κατωτέρω σχετικό απόσπασμα):
«…Στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία το Ανώτατο Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να ελέγχει το δικαίωμα των διαδίκων να προσαγάγουν μαρτυρία σχετική με τα γεγονότα που θέλουν να αποδείξουν, με γνώμονα πάντοτε τη σχετικότητα της μαρτυρίας με τα επίδικα θέματα. (Βλ. Phedias Kyriakides v. The Republic (1961) 1 R.S.C.C. 66, Skourides v. Attorney General (1967) 3 C.L.R. 518, Lambrakis v. Republic (1970) 3 C.L.R. 72 και Αntoniou ν. Republic (1971) 3 C.L.R. 417). Το θέμα εξετάστηκε λίγο αργότερα στην υπόθεση Ζαβρός ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 106, όπου το Δικαστήριο υιοθετώντας την απόφαση Phedias Kyriakides παρατήρησε ότι,
"... ένας από τους καθοδηγητικούς παράγοντες που θα ακολουθούνται στην εξέταση της αποδοχής οποιασδήποτε μαρτυρίας είναι κατά πόσο τέτοια μαρτυρία είναι εύλογα σχετική προς οιονδήποτε επίδικο θέμα και αποδειχτική οιουδήποτε επίδικου θέματος ενώπιον του Δικαστηρίου και μπορεί ή όχι να βοηθήσει το Δικαστήριο στην απονομή δικαιοσύνης στη συγκεκριμένη περίπτωση σύμφωνα με τη δικαιοδοσία του."
(Βλ. επίσης Constantinides v. The Electricity Authority of Cyprus (1982) 3 C.L.R. 387, Λέλλα Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, 668/90 της 30/9/93, Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 145, 162 και Μάρω Ράφτη και Άλλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 335). Επιπρόσθετα πρέπει να σημειωθεί ότι "δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή μαρτυρία η οποία να διαφοροποιεί, να αλλοιώνει ή να μεταβάλλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη προς ενίσχυση του κύρους της απόφασης", αφού "το κύρος της απόφασης συναρτάται με το καθεστώς των πραγμάτων που λήφθηκε υπόψη". (Βλ. Ρούσος ν. Ιωαννίδης και Άλλων (1999) 3 Α.Α.Δ. 549).
Πρέπει να τονιστεί ότι οι διάδικοι δεν μπορούν να προσαγάγουν μαρτυρία χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου. Η παροχή της άδειας του Δικαστηρίου αποτελεί βασική προϋπόθεση για την παρουσίαση μαρτυρίας. Η σχετική άδεια μπορεί να δοθεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 των Κανονισμών του 1962 κατόπιν αίτησης που υποβάλλεται, είτε προφορικά είτε εγγράφως. (Βλ. Σταύρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1023 και Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 281)…..».
Πρόσθετα στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, υπόθεση Ιωσηφίδης v. Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου, (2006) 3 ΑΑΔ 677 κρίθηκε ότι για να μπορέσει το Δικαστήριο να κρίνει την σχετικότητα της μαρτυρίας, πρέπει η προτεινόμενη μαρτυρία να συγκεκριμενοποιείται τόσο στην αίτηση όσο και στην ένορκη δήλωση. Παραθέτω κατωτέρω σχετικό απόσπασμα ( υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
« …Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι η ενδιάμεση απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του εφεσείοντος για προσαγωγή μαρτυρίας, είναι εσφαλμένη. Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Ορθά ο συνάδελφος απέρριψε το αίτημα πάνω στη βάση ότι ο εφεσείων δεν είχε, με την αίτηση και την ένορκο δήλωση, συγκεκριμενοποιήσει την προτεινόμενη μαρτυρία, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να κριθεί η σχετικότητα της με οποιαδήποτε από τα επίδικα θέματα. Πρόσθετα, και πάλιν ορθά, ο συνάδελφος, δοθέντος ότι ο εφεσείων είχε συγκεκριμενοποιήσει την προτεινόμενη μαρτυρία στην αγόρευσή του, αφού τόνισε ότι κάτι τέτοιο δεν ικανοποιούσε τις απαιτήσεις της νομολογίας, διαπίστωσε ότι, εν πάση περιπτώσει, η αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας δε θα μπορούσε να επιτύχει για το λόγο ότι η αποδοχή της θα ισοδυναμούσε με διαφοροποίηση, αλλοίωση ή μεταβολή του περιεχομένου των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη από τους εφεσίβλητους, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να καλείται να προβεί σε πρωτογενή κρίση στη βάση στοιχείων που δεν είχαν τεθεί ούτε βρίσκονταν ενώπιον των εφεσιβλήτων….»
Στην απόφαση Κωνσταντίνου ν. Συμβ. Υδατ. Λ/σού (Αρ.1) (1992) 4 ΑΑΔ 3330, λέχθηκε:
«…Στη Σταύρου κ.α. ν. Δημοκρατίας- (1989) 3(B) Α.Α.Δ. 1023, επισημάναμε ότι το κριτήριο για την προσαγωγή μαρτυρίας στο πλαίσιο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας, όπως και στον τομέα της πολιτικής δικαιοδοσίας, είναι εκείνο της σχετικότητας προς τα επίδικα θέματα. Η σχετικότητα είναι θέμα λογικής και πρέπει να καταδεικνύεται από τη συνάφεια της μαρτυρίας προς τα επίδικα θέματα. Το πρωταρχικό θέμα κάθε προσφυγής είναι η νομιμότητα της διοικητικής απόφασης ή πράξης που προσβάλλεται. Κάθε θέμα που άπτεται της νομιμότητας της κρινόμενης απόφασης, είναι σχετικό προς τα επίδικα θέματα. Αυτά είναι η πράξη ή απόφαση που αποτελεί το αντικείμενο της διαδικασίας, και τα γεγονότα που τη στοιχειοθετούν, σε συνδυασμό με το νομικό πλαίσιο λειτουργίας του οργάνου που εκδίδει την απόφαση ή προβαίνει στην πράξη και τους κανόνες της χρηστής διοίκησης.
Εφόσον η μαρτυρία η οποία επιδιώκεται να προσαχθεί τείνει να διαφωτίσει, ως προς τα επίδικα θέματα, είναι παραδεκτή. Για το λόγο αυτό, ο διοικητικός φάκελος ή φάκελοι που αποκαλύπτουν και στοιχειοθετούν την απόφαση, γίνονται απαρέγκλητα δεκτοί ως μαρτυρία. Είναι επίσης αποδεκτή μαρτυρία η οποία άπτεται της εγκυρότητας γεγονότων και εγγράφων τα οποία θεμελιώνουν την απόφαση για τη διερεύνηση ισχυρισμού για ουσιώδη πλάνη περί τα πράγματα, η ορθή καθοδήγηση ως προς τα οποία αποτελεί συστατικό στοιχείο της εγκυρότητας της απόφασης. Με το ίδιο πνεύμα και για ανάλογους λόγους, μπορεί να προσαχθεί μαρτυρία η οποία τείνει να αποκαλύψει ουσιώδη γεγονότα τα οποία δεν ήλθαν σε φως ή αγνοήθηκαν για να διερευνηθεί ισχυρισμός για την ανεπάρκεια της διεξαχθείσας έρευνας….”
Επομένως, ως διαπιστώνεται ανωτέρω, παρέχεται ευρεία διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να δεχτεί μαρτυρία, εφόσον βέβαια τηρηθούν οι δικονομικοί κανόνες που καθορίζονται από τους διαδικαστικούς κανονισμούς, ως έχουν αναφερθεί ανωτέρω όπως και οι κατευθυντήριες γραμμές που έχουν καθοριστεί από την νομολογία.
Επισημαίνεται σε αυτό το σημείο, ότι το παρόν Δικαστήριο, παρά την εφαρμογή των πιο πάνω νομολογιακών αρχών, έχει μια πιο διευρυμένη εξουσία εξέτασης και αποδοχής αιτήσεων προσαγωγής μαρτυρίας, ενόψει της δικαιοδοσίας του καθότι σύμφωνα με το άρθρο 11 του Περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, το παρόν Δικαστήριο κέκτηται εξουσίας όπως εξετάζει την νομιμότητα και ορθότητα της απόφασης, προβαίνοντας σε έλεγχο επί της ουσίας και εξέτασης ex nunc των νομικών και πραγματικών ζητημάτων που άπτονται της αιτήσεως ασύλου του εκάστοτε αιτητή. Παρόμοια προσέγγιση ακολούθησε και η αδελφή μου Δικαστής Κ. Κλεάνθους, στην υπόθεση SD ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου , Υπόθεση Αρ.: ΔΔΠ 273/19, 16/4/2021, όπου το σκεπτικό της οποίας υιοθετώ, παραθέτοντας το σχετικό απόσπασμα (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«….22. Όπως προκύπτει τόσο από το άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, ερμηνευόμενο υπό το φως του άρθρου 46 της Οδηγίας 2013/32, το παρόν δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας να εξετάζει ex nunc τα νομικά και πραγματικά ζητήματα που άπτονται της αιτήσεως ασύλου του εκάστοτε αιτούντος άσυλο. Λαμβάνοντας υπόψη αυτή τη χρονική επέκταση, το Δικαστήριο μπορεί να κάνει αποδεκτή την προσαγωγή μαρτυρίας η οποία δεν είχε τεθεί ενώπιον του διοικητικού οργάνου (παρακάμπτοντας την αρχή που ισχύει στο πλαίσιο της ακυρωτικής φύσεως διαδικασίας ότι δεν επιτρέπεται αλλοίωση και διαφοροποίηση των δεδομένων που ήταν ενώπιον του διοικητικού οργάνου κατά τη λήψη της απόφασής του) όταν καταδειχθεί ότι η παράλειψη αυτή δεν οφειλόταν σε υπαιτιότητα του αιτούντος άσυλο και αδυνατούσε να τα προσκομίσει. Περαιτέρω, όταν τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας…”
Πρόσθετα, στο άρθρο 46 της οδηγίας 2013/32 αναφέρεται:
«1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αιτούντες να έχουν δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου κατά των ακόλουθων αποφάσεων:
α) απόφαση επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας, περιλαμβανομένων των αποφάσεων:
i) με τις οποίες κρίνουν αίτηση ως αβάσιμη όσον αφορά το καθεστώς του πρόσφυγα και/ή το καθεστώς επικουρικής προστασίας,
…
3. Προκειμένου να τηρούν τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η πραγματική προσφυγή να εξασφαλίζει πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων, ιδίως, κατά περίπτωση, εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας σύμφωνα με την οδηγία [2011/95], τουλάχιστον κατά τις διαδικασίες άσκησης ένδικου [βοηθήματος] ενώπιον πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.
….»
Στην απόφαση του ΔΕΕ της 4ης Οκτωβρίου 2018, στην υπόθεση αρ. C-652/16, Nigyar Rauf Kaza Ahmedbekova, είχε τεθεί σχετικό προδικαστικό ερώτημα σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32 ήτοι κατά πόσο το δικαστήριο έχει υποχρέωση να εξετάσει νέους λόγους χορήγησης διεθνούς προστασίας οι οποίοι προβλήθηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου, μολονότι σχετίζονται με γεγονότα ή απειλές που προϋπήρχαν πριν από την έκδοση της απόφασης από την αρμόδια αρχή ή πριν από την υποβολή της αίτησης ασύλου. Στην αναφερόμενη απόφαση, λέχθηκε ότι το Δικαστήριο υποχρεούται να λάβει υπόψη του νέα στοιχεία που προέκυψαν μετά την έκδοση της απόφασης από την αρμόδια αρχή, όπως και στοιχεία που έλαβε ή θα μπορούσε να λάβει υπόψη της η αρμόδια αρχή. Διευκρινίζει όμως ότι σε περίπτωση που αναφερθεί νέος λόγος παροχής διεθνούς προστασίας ενώπιον του Δικαστηρίου για πρώτη φορά, ενώ ο συγκεκριμένος λόγος προϋπήρχε χωρίς να έχει προβληθεί ενώπιον της αρμόδιας αρχής, θα πρέπει να προηγηθεί συμπληρωματικός έλεγχος της περίπτωσής του από την αποφαινόμενη αρχή. Πρόσθετα, το ΔΕΕ καταλήγει ότι σε περίπτωση προβολής λόγου παροχής διεθνούς προστασίας για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου, ο οποίος προϋπήρχε και δεν εγέρθηκε ενώπιον της αρμόδιας αρχής, ο συγκεκριμένος λόγος θεωρείται «νέο διάβημα» κατά την έννοια του άρθρου 40 (μεταγενέστερη αίτηση), παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32, και το Δικαστήριο υποχρεούται να εξετάσει τον συγκεκριμένο λόγο, μόνο υπό την προϋπόθεση ότι έχει διαπιστώσει ότι υποβλήθηκε ο συγκεκριμένος λόγος εγκαίρως ενώπιον του και διατυπώθηκε σαφώς για να μπορεί να εξεταστεί. Εφόσον το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι πληρούνται τα πιο πάνω και επομένως δύναται να εξετάσει τον συγκεκριμένο λόγο, τότε μόνο οφείλει να ζητήσει την εξέτασή του από την αποφαινόμενη αρχή, το αποτέλεσμα της οποίας θα πρέπει να γνωστοποιηθεί στον δικαστή πριν αυτός προβεί στην ακρόαση της προσφυγής που βρίσκεται ενώπιον του.
Παραθέτω κατωτέρω τα σχετικά αποσπάσματα από την εν λόγω απόφαση ( η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«…92 Το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32 ορίζει το περιεχόμενο του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής που πρέπει, κατά το άρθρο 46, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, να αναγνωρίζεται στους αιτούντες διεθνή προστασία έναντι των αποφάσεων επί της αιτήσεώς τους (απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto, C‑585/16, EU:C:2018:584, σκέψη 105). Κατά τη διάταξη αυτή, τα κράτη μέλη που δεσμεύονται από την εν λόγω οδηγία μεριμνούν ώστε το δικαστήριο ενώπιον του οποίου προσβάλλεται η απόφαση επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας να προβαίνει, σε πρώτο τουλάχιστον βαθμό, σε «πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων, ιδίως, κατά περίπτωση, [σε] εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας σύμφωνα με την οδηγία [2011/95]».
93 Στο πλαίσιο αυτό, η έκφραση «ex nunc» καταδεικνύει ότι ο δικαστής υποχρεούται, κατά την εκτίμηση που πραγματοποιεί, να λαμβάνει υπόψη τυχόν νέα στοιχεία τα οποία έχουν προκύψει μετά την έκδοση της απόφασης που αποτελεί αντικείμενο της προσφυγής. Όσον αφορά το επίθετο «πλήρης», η χρήση του επιθέτου αυτού επιβεβαιώνει ότι ο δικαστής οφείλει να εξετάζει τόσο τα στοιχεία που έλαβε ή θα μπορούσε να λάβει υπόψη η αποφαινόμενη αρχή όσο και τα στοιχεία που αφορούν το διάστημα μετά την έκδοση της απόφασης της αρχής αυτής (απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto, C‑585/16, EU:C:2018:584, σκέψεις 111 και 113).
94 Μολονότι από το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32 προκύπτει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να διαμορφώνουν τη νομοθεσία τους κατά τέτοιο τρόπο ώστε η εξέταση των προσφυγών να περιλαμβάνει τον δικαστικό έλεγχο του συνόλου των πραγματικών και νομικών ζητημάτων βάσει των οποίων δύναται ο δικαστής να προβεί σε επικαιροποιημένη εξέταση της υπόθεσης (απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto, C‑585/16, EU:C:2018:584, σκέψη 110), εντούτοις δεν προκύπτει ότι ο αιτών διεθνή προστασία μπορεί, χωρίς να προηγηθεί συμπληρωματικός έλεγχος της περίπτωσής του από την αποφαινόμενη αρχή, να μεταβάλει τους λόγους της αίτησής του και, συνεπώς, τα όρια της συγκεκριμένης υπόθεσης, επικαλούμενος, κατά τη διαδικασία της προσφυγής, λόγο παροχής διεθνούς προστασίας ο οποίος, καίτοι σχετίζεται με γεγονότα ή απειλές που φέρονται να έχουν συμβεί πριν από την έκδοση της απόφασης της εν λόγω αρχής ή ακόμη και πριν από την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, αλλά δεν προβλήθηκε ενώπιον της εν λόγω αρχής.
95 Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι από το άρθρο 2, στοιχεία δʹ και στʹ, καθώς και από τα άρθρα 10 και 15 της οδηγίας 2011/95 προκύπτει ότι η διεθνής προστασία μπορεί να χορηγηθεί εάν υπάρχει βάσιμος φόβος δίωξης είτε για λόγους σχετικούς με τη φυλή, τη θρησκεία, την ιθαγένεια, την ιδιότητα του μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας ή τις πολιτικές πεποιθήσεις, λόγους οι οποίοι ορίζονται, ο καθένας χωριστά, στο άρθρο 10, είτε για λόγους σχετικούς με τις περιπτώσεις σοβαρής βλάβης που απαριθμούνται στο άρθρο 15.
96 Υπενθυμίζεται, ακόμη, ότι η εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας από την αποφαινόμενη αρχή, η οποία αποτελεί διοικητικό ή οιονεί δικαστικό όργανο που διαθέτει ειδικά μέσα και εξειδικευμένο προσωπικό, αποτελεί ουσιώδες στάδιο των κοινών διαδικασιών τις οποίες θεσπίζει η οδηγία 2013/32 και ότι το αναγνωριζόμενο από το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας δικαίωμα του αιτούντος σε διενέργεια πλήρους και ex nunc εξέτασης ενώπιον δικαστηρίου δεν αναιρεί την υποχρέωση του εν λόγω προσώπου να συνεργάζεται με το διοικητικό ή οιονεί δικαστικό όργανο (βλ., συναφώς, απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto, C‑585/16, EU:C:2018:584, σκέψη 116).
97 Το ουσιώδες αυτό στάδιο ενώπιον της αποφαινόμενης αρχής θα παρακάμπτονταν εάν ο αιτών μπορούσε, χωρίς καμία διαδικαστική συνέπεια, να επικαλεστεί, προκειμένου να επιτύχει την ακύρωση ή την αντικατάσταση από το δικαστήριο της απορριπτικής απόφασης της αρχής αυτής, λόγο χορήγησης διεθνούς προστασίας ο οποίος, μολονότι σχετίζεται με γεγονότα ή απειλές που φέρονται να έχουν προηγηθεί, εντούτοις δεν προβλήθηκε ενώπιον της εν λόγω αρχής και, συνεπώς, δεν κατέστη δυνατόν να εξεταστεί από αυτήν.
98 Κατά συνέπεια, η προβολή για πρώτη φορά κατά τη διαδικασία της προσφυγής ενός εκ των λόγων χορήγησης διεθνούς προστασίας που παρατίθενται στη σκέψη 95 της παρούσας απόφασης, σχετιζόμενου με γεγονότα ή απειλές που συνέβησαν πριν από την έκδοση της απόφασης ή ακόμη και πριν από την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, πρέπει να χαρακτηριστεί ως «νέο διάβημα» κατά την έννοια του άρθρου 40, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32. Όπως προκύπτει από την εν λόγω διάταξη, συνέπεια του χαρακτηρισμού αυτού είναι ότι το δικαστήριο που έχει επιληφθεί της προσφυγής υποχρεούται να εξετάσει τον συγκεκριμένο λόγο στο πλαίσιο της εξέτασης της απόφασης που αποτελεί αντικείμενο της προσφυγής, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι οι «αρμόδιες αρχές», στις οποίες περιλαμβάνεται όχι μόνον το δικαστήριο, αλλά και η αποφαινόμενη αρχή, είχαν τη δυνατότητα να εξετάσουν το νέο διάβημα στο προαναφερθέν πλαίσιο.
99 Για να διαπιστωθεί εάν έχει τη δυνατότητα να εξετάσει το νέο διάβημα στο πλαίσιο της προσφυγής, το εν λόγω δικαστήριο οφείλει να εξακριβώσει εάν, βάσει των εθνικών δικονομικών κανόνων, ο λόγος χορήγησης διεθνούς προστασίας που προβάλλεται για πρώτη φορά ενώπιόν του προβλήθηκε εγκαίρως κατά τη διαδικασία της προσφυγής και διατυπώθηκε κατά τρόπον αρκούντως σαφή ώστε να μπορεί να εξεταστεί.
100 Εφόσον από την εξακρίβωση αυτή διαπιστωθεί ότι ο δικαστής δύναται να λάβει υπόψη του τον συγκεκριμένο λόγο κατά την εξέταση της προσφυγής, οφείλει να ζητήσει από την αποφαινόμενη αρχή να προβεί, εντός προθεσμίας σύμφωνης με τον επιδιωκόμενο από την οδηγία 2013/32 σκοπό της ταχείας διεκπεραίωσης (βλ., συναφώς, απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto, C‑585/16, EU:C:2018:584, σκέψη 109), στην εξέταση του συγκεκριμένου λόγου, εξέταση της οποίας το αποτέλεσμα και το σκεπτικό στο οποίο αυτό στηρίχθηκε πρέπει να γνωστοποιηθούν στον αιτούντα και στον δικαστή πριν αυτός προβεί στην ακρόαση του αιτούντος και στην αξιολόγηση της συγκεκριμένης περίπτωσης.
…»
Υπό το φως λοιπόν των πιο πάνω κατευθυντήριων νομολογιακών αρχών τόσο των εθνικών δικαστηρίων όσο και του ΔΕΕ, προχωρώ να εξετάσω την παρούσα αίτηση.
Επαναλαμβάνω ότι o Αιτητής αιτείται την έκδοση διατάγματος του Δικαστηρίου με το οποίο να δίδεται άδεια για προσαγωγή μαρτυρίας υπό μορφή ένορκης δήλωσης του Αιτητού (Τεκμήριο 1) πλέον εγγράφων και φωτογραφιών (Τεκμήριο Α).
Κατά την υποβολή της αίτησής του προς παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής λόγω θέματος με την Boko Haram (βλ. ερυθρό 1 του Δ. Φ.). Κατά το στάδιο της συνέντευξής του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου καταγράφεται ότι ο Αιτητής ομιλεί και κατανοεί την αγγλική γλώσσα και ότι στη διαδικασία υπήρχε διερμηνέας – witness translator (βλ. ερυθρό 10 του Δ.Φ.). Επισημαίνεται ότι ο Αιτητής και στην αίτησή του δήλωσε ότι ομιλεί την αγγλική γλώσσα (βλ. ερυθρό 3 του Δ.Φ.). Στη συνέντευξή του, ερωτηθείς για τον λόγο αναχώρησής του από τη χώρα του ο Αιτητής δήλωσε πως ήθελε να εργαστεί και να βοηθήσει την οικογένειά του. Ερωτηθείς εάν υπάρχει κάποιος άλλος λόγος που τον ώθησε να εγκαταλείψει τη χώρα του, ο Αιτητής αποκρίθηκε αρνητικά (βλ. ερυθρό 8 του Δ. Φ.). Σε ερώτηση σχετικά με την αίτησή ασύλου του, ο Αιτητής δήλωσε ότι κάποιος άλλος την συμπλήρωσε και όταν του ζητήθηκε να διευκρινίσει τι είχε υπαγορεύσει, ο Αιτητής δήλωσε ότι του είχε αναφέρει όσα αφηγήθηκε στη συνέντευξή του. Όταν του επισημάνθηκε ότι στην αίτηση καταγράφηκε ότι αναχώρησε από τη χώρα του λόγω της Boko Haram, ο Αιτητής απάντησε ότι δεν γνωρίζει τι καταγράφηκε και ότι δεν έχει καμία σχέση με την Boko Haram (βλ. ερυθρό 8 του Δ. Φ.). Στο τέλος της συνέντευξης, όταν ο αρμόδιος λειτουργός ρώτησε τον Αιτητή κατά πόσο θα επιθυμούσε να του διαβαστεί το περιεχόμενο της συνέντευξης, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά. Παρά την αρνητική απόκριση του Αιτητή, του διαβάστηκαν τα πρακτικά με την βοήθεια διερμηνέα και όταν ρωτήθηκε από τον λειτουργό κατά πόσο θα ήθελε να σχολιάσει οτιδήποτε, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά (βλ. ερυθρό 8 του Δ. Φ.). Εν συνεχεία, κατά την Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού σχηματίσθηκε ως δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός ότι ο Αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα του για οικονομικού περιεχομένου λόγους και παρά την ικανοποιητική αξιοπιστία του, λαμβάνοντας υπόψη τις δηλώσεις του, το προσωπικό του προφίλ και τα ευρήματα έρευνας για την κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή καταγωγής και συνήθους διαμονής του, κρίθηκε ότι δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος παραχώρησης προσφυγικού καθεστώτος ή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας στον Αιτητή (βλ. ερυθρά 26-22 του Δ. Φ.).
Όσον αφορά τη μαρτυρία η οποία επιχειρείται να προσαχθεί και σχετίζεται με το ότι ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία κινδυνεύει από την Boko Haram, διότι στις 14/06/2008 δέχτηκε ο ίδιος πυροβολισμούς στην κοιλιακή χώρα από άνδρες της εν λόγω οργάνωσης και στις 20/03/2009 η Boko Haram δολοφόνησε τους γονείς του στην αυλή του σπιτιού τους, παρατηρώ τα εξής:
Οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί πρόκειται για καινοφανείς ισχυρισμούς και νέους εγειρόμενους λόγους παροχής διεθνούς προστασίας. Πράγματι σε κανένα σημείο της συνέντευξης του Αιτητή, καίτοι αυτός ερωτήθηκε κατά τρόπο ανοιχτό για τους λόγους εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του, ο Αιτητής σε ουδεμίαν αναφορά προέβη, περί προβλημάτων, λόγω της Boko Haram. Αντιθέτως διαπιστώνω ότι ο Αιτητής αρκέστηκε στην αναφορά λόγων οικονομικού περιεχομένου, δηλώνοντας ότι εγκατέλειψε τη χώρα του με σκοπό να εργαστεί και να βοηθήσει την οικογένειά του. Δήλωσε μάλιστα ότι στη χώρα του εργαζόταν ως οδηγός σκαφών και ότι η εργασία αυτή κάλυπτε μόνο τα δικά του έξοδα και όχι της οικογένειάς του. Ερωτηθείς ποιος φροντίζει την οικογένειά του εν απουσία του, ο Αιτητής δήλωσε ότι έχει φίλους που βοηθούν. Ερωτηθείς εάν υπήρχε οποιοσδήποτε άλλος λόγος για τον οποίο αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα του, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά. Όταν ρωτήθηκε για τα όσα είχε αναφέρει κατά το στάδιο της καταγραφής του αιτήματος διεθνούς προστασίας του σχετικά με την Boko Haram, απάντησε ότι δεν έχει καμία σχέση με την εν λόγω οργάνωση και ότι υπαγόρευσε στο άτομο που συμπλήρωσε την αίτησή του όσα αφηγήθηκε στη συνέντευξή του, ήτοι τους οικονομικούς περιεχομένου λόγους εγκατάλειψης της χώρας του.
Εμφαίνεται ξεκάθαρα ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή περί δίωξής του από την Boko Haram είναι καινοφανής και αποτελεί νέο εγειρόμενο λόγο χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ο οποίος προϋπήρχε της έκδοσης της επίδικης απόφασης όπως και πριν την υποβολή της αίτησης ασύλου και ο οποίος ουδέποτε τέθηκε ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου από τον Αιτητή. Ενόψει της ήδη παρατεθείσας ανωτέρω νομολογίας του ΔΕΕ, στα πλαίσια της απόφασης του C-652/16, Ahmedbekova, ως αναλύθηκε ανωτέρω, σχετικά με την προβολή νέου λόγου παροχής διεθνούς προστασίας ενώπιον του Δικαστηρίου, το ΔΕΕ κατέληξε ότι το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει νέο προβαλλόμενο λόγο παροχής διεθνούς προστασίας μόνο υπό την προϋπόθεση ότι α) έχει προβληθεί εγκαίρως ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και β) έχει εξειδικευτεί σαφώς για να μπορεί να εξεταστεί στα πλαίσια της προσφυγής (σκέψη 99, απόφασης του ΔΕΕ C-652/16, Ahmedbekova). Σε περίπτωση που το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι πληρούνται οι ως άνω προϋποθέσεις α) και β) και επομένως δύναται να εξετάσει τον νέο λόγο χορήγησης διεθνούς προστασίας, τότε μόνο οφείλει να ζητήσει από την αρμόδια αρχή την εξέταση του συγκεκριμένου λόγου, πριν την ακρόαση της προσφυγής (σκέψη 100, απόφασης του ΔΕΕ C-652/16, Ahmedbekova).
Κρίνω σκόπιμο σε αυτό το σημείο να αναφέρω ότι, αν και παρέλκει η εξέταση των πιο πάνω προϋποθέσεων α) και β) από το παρόν Δικαστήριο, για τους λόγους που θα αναπτυχθούν και αναλυθούν κατωτέρω, εντούτοις, για σκοπούς πληρότητας, θα προχωρήσω στην εξέταση των δύο πιο πάνω αναφερθεισών προϋποθέσεων για να διαπιστωθεί κατά πόσο δύναται το παρόν Δικαστήριο να εξετάσει τον νέο λόγο παροχής διεθνούς προστασίας που προβλήθηκε για πρώτη φορά ενώπιον του, ο οποίος ουδέποτε εγέρθηκε ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου.
Σχετικά με την προϋπόθεση της έγκαιρης προβολής του συγκεκριμένου λόγου ενώπιον του Δικαστηρίου σημειώνεται ότι πριν την υποβολή της παρούσας αίτησης προσαγωγής μαρτυρίας ο Αιτητής είχε καταθέσει αιτήσεις για προσαγωγή μαρτυρίας την 01/07/2022 και στις 16/12/2022. Ακολούθως, αποσύροντας τις προαναφερθείσες αιτήσεις, προέβη στην υποβολή της υπό εξέταση ενδιάμεσης αίτησης στις 11/11/2024, ήτοι με μεγάλη καθυστέρηση από την ημερομηνία υποβολής της αρχικής προσφυγής του Αιτητή στις 16/04/2021. Επομένως, υπήρξε μη έγκαιρη προβολή των συγκεκριμένων λόγων στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής.
Πρόσθετα, υπογραμμίζω ότι σύμφωνα με την απόφαση του ΔΕΕ C-652/16, Ahmedbekova, όπως αυτή έχει παραπάνω αναπτυχθεί, προκειμένου να υποχρεούται το Δικαστήριο να εξετάσει ως νέο διάβημα λόγο χορήγησης διεθνούς προστασίας ο οποίος, μολονότι σχετίζεται με γεγονότα ή απειλές που φέρονται να έχουν συμβεί πριν την έκδοση της απόφασης (ή ακόμα πριν την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας), προβλήθηκε για πρώτη φορά κατά τη διαδικασία της προσφυγής, ο συγκεκριμένος λόγος οφείλει επίσης να έχει αναπτυχθεί και εξειδικευτεί κατά τρόπο αρκούντως συγκεκριμένο. Κρίνω ότι η ως άνω προϋπόθεση δεν πληρούται εν προκειμένω για να μπορέσει το Δικαστήριο να εξετάσει το ΄νέο διάβημα΄, ως νέο λόγο παροχής διεθνούς προστασίας, στα πλαίσια της προσφυγής.
Ειδικότερα, ο Αιτητής ούτε στο εισαγωγικό δικόγραφο της προσφυγής που καταχώρισε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτοπροσώπως, ούτε κατά την τροποποιημένη του προσφυγή μετά τον διορισμό δικηγόρου αναφέρθηκε σε φόβο δίωξης από την Boko Haram, ούτε ακροθιγώς, παρά μόνο περιορίστηκε στη γενικόλογη αναφορά ότι κινδυνεύει η ζωή του. Πρόσθετα, δεν τεκμηρίωσε επαρκώς γιατί αδυνατούσε να αναφέρει τον εν λόγω ισχυρισμό κατά την καταχώριση της προσφυγής του, τόσο αυτοπροσώπως, όσο και κατά την τροποποιημένη προσφυγή του μέσω συνηγόρου, ενώ επέλεξε να το προβάλει ενώπιον Δικαστηρίου αρκετούς μήνες αργότερα (μετά την καταχώριση της τροποποιημένης προσφυγής). Ο ισχυρισμός του Αιτητή περί έλλειψης μόρφωσης και αδυναμίας του να γράφει ή να διαβάζει στην αγγλική γλώσσα σε καμία περίπτωση δεν τεκμηριώνει την παράλειψή του να αναφέρει τους ισχυρισμούς αυτούς. Ως ο ίδιος δήλωσε και στην προτεινόμενη ένορκη δήλωσή του ομιλεί την αγγλική γλώσσα και η συνέντευξη διεξήχθη προφορικά στην παρουσία διερμηνέα και τα πρακτικά της οποίας καταδεικνύουν συνοχή και αντίληψη εκ μέρους του Αιτητή, αφού ήταν σε θέση να απαντήσει στα ερωτήματα που του τέθηκαν, χωρίς να εκφράσει σε οποιοδήποτε στάδιο ότι δεν αντιλαμβάνεται τις ερωτήσεις. Ο Αιτητής, είχε κάθε ευκαιρία ακόμη και στο τέλος της συνέντευξης όταν ρωτήθηκε κατά πόσο επιθυμεί να σχολιάσει ή να προσθέσει οτιδήποτε, να αναφερθεί στον ισχυρισμό αυτό. Ο Αιτητής δεν τεκμηριώνει με οποιοδήποτε τρόπο γιατί ‘άνευ δικής του υπαιτιότητας΄ αδυνατούσε να προβάλει τον συγκεκριμένο ισχυρισμό κατά το προηγούμενο στάδιο εξέτασης της αίτησης, όπως επίσης ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να εξειδικεύσει και την συνάφεια της μαρτυρίας με τα επίδικα θέματα.
Λαμβάνω σαφώς υπόψιν ότι διάφοροι παράγοντες δύνανται να επηρεάσουν τη δυνατότητα ενός ατόμου να προβάλει συγκεκριμένο λόγο δίωξης, ωστόσο ο Αιτητής δεν αναφέρει με λεπτομέρεια και κατά τρόπο βιωματικό τα περιστατικά τα οποία αποτελούν λόγο δίωξής του από την Boko Haram σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία. Ο Αιτητής αναφέρεται σε ένα περιστατικό κατά το οποίο άνδρες της Boko Haram τον πυροβόλησαν επειδή δεν είχε να τους δώσει χρήματα και σε περιστατικό δολοφονίας των γονέων του σε μεταγενέστερη επίθεση της Boko Haram και συγκεκριμένα στις 20/03/2009. Επισημαίνεται ότι κατά τη συνέντευξή του στην Υπηρεσία Ασύλου, όταν ρωτήθηκε για τα μέλη της οικογένειάς του, δήλωσε ότι οι γονείς του απεβίωσαν το 2008 (βλ. ερυθρό 9 του Δ.Φ.). Πέραν της χρονικής αντίφασης που εντοπίζεται στους ισχυρισμούς του, ο Αιτητής, ενώ είχε κάθε ευκαιρία να αναπτύξει περαιτέρω τη δήλωση αυτή, ουδεμία αναφορά έκανε σε δολοφονία των γονέων του. Κρίνω σκόπιμο επίσης σε αυτό το σημείο να επαναλάβω ότι ο ίδιος ο Αιτητής στην συνέντευξη του δήλωσε ότι ήρθε στη Δημοκρατία για λόγους οικονομικού περιεχομένου, πράγμα που έρχεται σε αντίφαση με το τι ισχυρίζεται ο ίδιος στην προτεινόμενη ένορκη δήλωσή του.
Πρόσθετα, βάσει του ως άνω Κανονισμού 10 που έχει αναφερθεί, το Δικαστήριο δύναται να κάνει αποδεκτή μαρτυρία μόνο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες τα στοιχεία τα οποία επιχειρούνται να προσκομιστούν αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον Αιτητή διεθνούς προστασίας. Όπως παρατέθηκε και σε προηγούμενο σημείο της παρούσας απόφασης, παρ’ όλο που στη αίτηση ασύλου του κατέγραψε αόριστα ο Αιτητής ότι εγκατέλειψε τη Νιγηρία λόγω θέματος με την Boko Haram, χωρίς να εξειδικεύει περαιτέρω με ποιο τρόπο επηρεάστηκε από την εν λόγω οργάνωση, εντούτοις κατά το στάδιο της προσωπικής του συνέντευξης αναίρεσε τον εν λόγω ισχυρισμό εμμένοντας στους οικονομικού περιεχομένου λόγους. Στα ως άνω προστίθεται επαναλαμβάνω η παράλειψη προβολής του εν λόγω ισχυρισμού κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας, καθότι δεν τεκμηριώνεται κάποιος συγκεκριμένος λόγος για τον οποίο δεν αποκαλύφθηκε κατά το εν λόγω στάδιο.
Ενόψει όλων των ανωτέρω, συμπεραίνω ότι, δεν πληρούται η προϋπόθεση που θέτει η απόφαση του ΔΕΕ C-652/16, Ahmedbekova, περί σαφούς διατύπωσης και ανάλυσης των εν λόγω λόγων, επομένως δεν δύναται το Δικαστήριο να εξετάσει τον καινοφανή λόγο χορήγησης διεθνούς προστασίας αναφορικά με το ότι ο Αιτητής θα υποστεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα του δίωξη από την Boko Haram, λόγω παρελθόντων βιωματικών περιστατικών. Επομένως οποιαδήποτε μαρτυρία επιδιώκεται να προσαχθεί προς τεκμηρίωση του εν λόγω ισχυρισμού, δεν γίνεται αποδεκτή προς προσαγωγή προς το Δικαστήριο.
Για σκοπούς πληρότητας, στο σημείο αυτό, κρίνω σκόπιμο να παραπέμψω στην προγενέστερη ενδιάμεση απόφασή μου, ως αναφέρθηκε ανωτέρω, αρ. υπόθεσης 1201/22, Ε.Ο.Ν, ασυνόδευτου ανήλικου, Δια της Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού Και Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 08/09/2023, όπου κατέληξα ότι ακόμη και αν το παρόν Δικαστήριο κατέληγε ότι πληρούται η προϋπόθεση περί σαφής διατύπωσης του νέου λόγου παροχής διεθνούς προστασίας, πράγμα που δεν ισχύει στην παρούσα περίπτωση ως αναφέρθηκε ανωτέρω, το παρόν Δικαστήριο θα αδυνατούσε να υπεισέλθει σε περαιτέρω έλεγχο, καθότι δεν έχει την δικαιοδοσία στην βάση του άρθρου 11 του Περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(Ι)/2018), να διακόψει την διαδικασία και να παραπέμψει τον συγκεκριμένο λόγο προς εξέταση στην Υπηρεσία Ασύλου (σκέψη 100, της απόφαση του ΔΕΕ C-652/16, Ahmedbekova). Εντούτοις, καταλήγω στην εν λόγω απόφαση ότι ο Αιτητής δεν στερείται με οποιοδήποτε τρόπο τα δικαιώματά του ως προκύπτουν από το ενωσιακό δίκαιο, μιας και μπορεί να τα διασφαλίσει με την δυνατότητα που του δίνεται στην βάση του Περί Προσφύγων Νόμου και συγκεκριμένα στο άρθρο 16Δ, υποβολής μεταγενέστερης αιτήσεως, ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου προς προβολή του νέου λόγου χορήγησης διεθνούς προστασίας. Θα παραπέμψω σε σχετικό απόσπασμα από την ενδιάμεση απόφασή μου 1201/22, ως έχει αναφερθεί ανωτέρω, υιοθετώντας πλήρως το σκεπτικό και την κατάληξη μου και στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης:
« […]
Πρόσθετα και ενισχυτικά προς τα ανωτέρω, κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι, ακόμη και αν το παρόν Δικαστήριο κατέληγε ότι πληρούται η προϋπόθεση περί σαφής διατύπωσης του νέου λόγου παροχής διεθνούς προστασίας, ο οποίος επαναλαμβάνω δεν αναφέρθηκε ποτέ ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, και κατέληγε το Δικαστήριο, ως έχει αναφερθεί και ανωτέρω, ότι θα υποχρεούτο να εξετάσει τον νέο λόγο παροχής διεθνούς προστασίας, τότε θα όφειλε, εκκρεμούσας της προσφυγής, να παραπέμψει την εξέταση του νέου λόγου στην αρμόδια αρχή/ Υπηρεσία Ασύλου, προς εξέταση (ως προβλέπεται στην σκέψη 100, της απόφαση του ΔΕΕ C-652/16, Ahmedbekova), δικονομικό διάβημα το οποίο το παρόν Δικαστήριο αδυνατεί να προβεί για τους λόγους που θα αναφερθούν κατωτέρω.
Ειδικότερα, στο πλαίσιο αυτό κρίνεται απαραίτητο και σκόπιμο να αναφέρω ότι στο άρθρο 11 του Περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(Ι)/2018), καθορίστηκε η δικαιοδοσία και η αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου. Εντούτοις, η δυνατότητα διακοπής της εκκρεμούσας προσφυγής και παραπομπής προς εξέταση νέου λόγου παροχής διεθνούς προστασίας στην αρμόδια αρχή (Υπηρεσία Ασύλου) προς εξέταση, δεν προβλέπεται στις πρόνοιες του εν λόγω άρθρου. Η μόνη πρόβλεψη που εντοπίζεται στον εν λόγω άρθρο είναι το εδάφιο (6), όπου λέγεται ότι «Το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας δύναται να διατάζει διοικητική αρχή όπως του απαντήσει ερώτημα σχετικό προς το εξεταζόμενο επίδικο θέμα εντός καθοριζόμενης από το δικαστήριο προθεσμίας», πρόνοια η οποία δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην παρούσα περίπτωση.
Σύμφωνα με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Λαυρέντης Α. Δημητρίου, Αιτήσεις αρ. 39/1988 και 40/1988 (1990) 1 ΑΑΔ 256, παραθέτω απόσπασμα (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου): « "Δικαιοδοσία ή αρμοδιότητα" σημαίνει την εξουσία την οποία έχει ένα Δικαστήριο να αποφασίζει θέματα τα οποία παρουσιάζονται ενώπιόν του ή να επιλαμβάνεται θεμάτων τα οποία παρουσιάζονται σύμφωνα με Δικονομικούς Κανόνες ενώπιόν του για απόφαση. Τα όρια της δικαιοδοσίας ή αρμοδιότητας καθορίζονται από το νόμο ο οποίος καθιδρύει το Δικαστήριο. Η δικαιοδοσία πρέπει να υπάρχει πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (Thompson v. Shiel [1840] 3 Ir. Eq. R. 135). To Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων είναι εξειδικευμένο Δικαστήριο το οποίο ιδρύθηκε με τους περί Ενοικιοστασίου Νόμους του 1983 έως 1988 - (Αρ. 23/83, 51/83, 39/84, 79/ 86, 94/86, και 135/88). Η δικαιοδοσία του περιορίζεται στη δικαιοδοσία που του δίδει ο νόμος.»
Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου, στην απόφαση Πολιτική Αίτηση Αρ. 205/2019, ημερ. 6/12/2019, ECLI:CY:AD:2019:D512, λέχθηκε ότι συνιστά βασική αρχή ότι «καθήκον του Δικαστηρίου είναι να εφαρμόσει το νόμο ως έχει και όχι να τον συμπληρώσει ή να μεταβάλει το κείμενο του ανάλογα με την περίπτωση για να δώσει ορθότερη ή δικαιότερη λύση που είναι έργο της νομοθετικής εξουσίας.
Οφείλει να λεχθεί συνεπώς, ότι, ενόψει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και ελλείψει νομοθετικής και δικονομικής πρόβλεψης περί δυνατότητας παραπομπής στην αρμόδια αρχή για εξέταση του νέου λόγου παροχής διεθνούς προστασίας του Αιτητού εκκρεμούσας της προσφυγής, το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί να εξετάσει νέο λόγο χορήγησης διεθνούς προστασίας καθότι τον εν λόγω δικονομικό φραγμό δεν είναι δυνατό να συμπληρώσει το παρόν Δικαστήριο, δεδομένων των σαφών ορίων της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου κατά τα παραπάνω.
Στην απόφαση του ΔΕΕ, υπόθεση C‑333/18, Lombardi Srl κατά Comune di Auletta, Delta Lavori SpA, Msm Ingegneria Srl, 5ης Σεπτεμβρίου 2019, λέχθηκε (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«…33 Όσον αφορά, τέλος, την αρχή της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών, αρκεί να υπομνησθεί ότι η αρχή αυτή δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να δικαιολογεί διατάξεις του εσωτερικού δικαίου που καθιστούν αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 11ης Απριλίου 2019, PORR Építési Kft., C‑691/17, EU:C:2019:327, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Για τους λόγους, όμως, που εκτέθηκαν στις προηγούμενες σκέψεις της παρούσας αποφάσεως, από το άρθρο 1, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, και παράγραφος 3, της οδηγίας 89/665, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, προκύπτει ότι υποψήφιος ασκήσας προσφυγή όπως είναι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν μπορεί, βάσει εθνικών δικονομικών κανόνων ή σχετικών νομολογιακών πρακτικών, όπως είναι οι κανόνες και οι πρακτικές που μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο, να στερηθεί το δικαίωμά του να εξετασθεί επί της ουσίας η προσφυγή αυτή….»
Εντούτοις, κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι παρά τον εν λόγω δικονομικό φραγμό, ως έχει περιγραφεί ανωτέρω, ο αιτητής δεν στερείται με οποιοδήποτε τρόπο τα δικαιώματα του ως προκύπτουν από το ενωσιακό δίκαιο και δεν καθίσταται αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερής η άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων ( βλ. σκέψη 33 απόφασης του ΔΕΕ C‑333/18 Lombardi Srl κατά Comune di Auletta, Delta Lavori SpA, Msm Ingegneria Srl, ημερ. 05/09/2019) μιας και μπορεί να τα διασφαλίσει με την δυνατότητα που του δίνεται στην βάση του Περί Προσφύγων Νόμου και συγκεκριμένα στο άρθρο 16Δ, υποβολής μεταγενέστερης αιτήσεως, ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου ( αντίστοιχο του άρθρου 40 της οδηγίας 2013/32), προς προβολή του νέου λόγου χορήγησης διεθνούς προστασίας. Ο καινοφανής λόγος παροχής διεθνούς προστασίας που προβάλλεται, θεωρείται ΄νέο διάβημα’ ως αναφέρεται στην απόφαση του ΔΕΕ C-652/16, Ahmedbekova (βλ. σκέψη 98) και ο αιτητής μπορεί να αναφέρει τα όσα επιθυμεί ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, αιτιολογώντας τους λόγους της μη αναφοράς του νέου λόγου χορήγησης διεθνούς προστασίας κατά την εξέταση της πρώτη αίτηση ασύλου.
[…]»
Αναφορικά με το Τεκμήριο Α που συνοδεύει την προτεινόμενη ένορκη δήλωση του Αιτητή, επισημαίνω ότι η φωτογραφία της κοιλιακής χώρας του Αιτητή και η ακτινογραφία αυτής δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά από το παρόν Δικαστήριο. Εφόσον ο σχετικός ισχυρισμός του Αιτητή περί φόβου δίωξής του από την Boko Haram δεν είναι δυνατό να τύχει εξέτασης από το παρόν Δικαστήριο, το εν λόγω Τεκμήριο Α ( φωτογραφία και ακτινογραφία) δεν γίνεται αποδεκτό για προσαγωγή.
Επομένως, η μαρτυρία που επιδιώκεται να προσκομιστεί, η οποία παρατίθεται στην προτεινόμενη ένορκη δήλωση του Αιτητή που συνοδεύει την ένορκη δήλωση που επισυνάπτεται στην αίτηση προσαγωγής μαρτυρίας, κρίνω ότι δεν είναι αναγκαία και σχετική και δεν γίνεται αποδεκτή για προσαγωγή μιας και αναφέρεται σε ισχυρισμούς – καινοφανή ισχυρισμό και νέο λόγο παροχής διεθνούς προστασίας – οι οποίοι, για τους λόγους που έχουν αναλυθεί ανωτέρω, δεν είναι δυνατόν να τύχουν εξέτασης από το παρόν Δικαστήριο.
Ως εκ τούτου, για τους λόγους που εξηγώ ανωτέρω, η ενδιάμεση αίτηση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €500 έξοδα υπερ των καθ΄ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.
Η υπόθεση ορίζεται για Διευκρινήσεις στις 24 Σεπτεμβρίου 2025, ώρα 10:30.
Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο