
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ. ΔΚ 20/25
24 Ιουλίου 2025
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
P. C.
Αιτητής
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
1. Υφυπουργού Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας
2. Διευθύντριας του Τμήματος Μετανάστευσης
Καθ’ ων η αίτηση
Κος Χ. Γεωργίου & Κα Γ. Βρυώνη για Πελεκάνος & Πελεκάνου ΔΕΠΕ, Δικηγόροι Αιτητή
Κος Σ. Πλατής, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή του ο αιτητής, αιτείται την έκδοση απόφασης του Δικαστηρίου δια της οποίας να ακυρώνεται το διάταγμα των καθ’ ων η αίτηση ημ.16/06/25 δυνάμει του αρ.9ΣΤ (2) (β) και (δ) του περί Προσφύγων Νόμου (στο εξής ο Νόμος), ή, διαζευκτικά προς το ως άνω Αιτητικό Α, την ακύρωση και/ή τροποποίηση του επίδικου διατάγματος κράτησης και «να διατάζονται και/ή επιβάλλονται» εναλλακτικά της κράτησης μέτρα, κατά την κρίση του Δικαστηρίου (Αιτητικό Β).
Στα πλαίσια της διαδικασίας κατατέθηκε ο φάκελος (στο εξής ΔΦ) που αφορά τον αιτητή, του Τμήματος Μετανάστευσης (στο εξής ΤΜ), που κατανέμεται σε 4 τόμους (Vol.I, Vol.II, Vol.III, Vol.IV), ως Τεκμήριο 1.
Παραθέτω το ιστορικό του αιτητή, ως καταγράφεται τόσο στην προσφυγή, στην ένσταση, και προκύπτει από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.
Σημειώνεται ότι το όνομα N. Z. και P. C. αντιστοιχούν στο ίδιο πρόσωπο, τον εδώ αιτητή, το δε πρώτο είναι το προηγούμενο όνομα του, το δε δεύτερο το έλαβε στις 10/02/17 (βλ. ερ.150, ΔΦ – Vol.II).
Ο αιτητής έλαβε κυπριακή υπηκοότητα το 2016, την οποία και ακολούθως στερήθηκε, δια σχετικού διατάγματος του Υπουργού Εσωτερικών ημ.22/08/24, τα δε ταξιδιωτικά έγγραφα του κατασχέθηκαν. Κατά του διατάγματος αυτού ο αιτητής και τα υπόλοιπα μέλη της οικογενείας του καταχώρησαν προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο (στο εξής ΔΔ), η οποία και απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη στις 04/04/25, κατά δε της εν λόγω απόφασης του ΔΔ ασκήθηκε έφεση, η εκδίκαση της οποίας εκκρεμεί.
Στις 05/06/25 ο αιτητής παρουσιάστηκε στον διεθνή αερολιμένα Λάρνακας και, κάνοντας χρήση διαβατηρίου Μεξικού, του επιτράπηκε να επιβιβαστεί σε πτήση προς Βουκουρέστι, με τελικό προορισμό το Λονδίνο, όπερ και έγινε. Στις 06/06/25 ο αιτητής αφίχθηκε στον διεθνή αερολιμένα Λάρνακας από το Βουκουρέστι (καθότι, σύμφωνα με το ερ.159, ΔΦ -Vol.II), το διαβατήριο του κρίθηκε μη γνήσιο και κρατήθηκε από τις αρχές της Ρουμανίας), όπου δεν του επιτράπηκε η είσοδος στη Δημοκρατία, ελλείψει ταξιδιωτικού εγγράφου. Κατά του αιτητή εκδόθηκε την ίδια μέρα (06/06/25) δικαστικό ένταλμα σύλληψης και, δια δικαστικού διατάγματος προσωποκράτησης του, ετέθη στις 07/06/25 υπό κράτηση για δυο ημέρες, μετέπειτα δε αίτημα για ανανέωση του εν λόγω διατάγματος απορρίφθηκε από το Ε. Δ. Λάρνακας στις 09/06/25. Η προσωποκράτηση του αιτητή σημειώνεται ότι ζητήθηκε στα πλαίσια διερεύνησης των ενδεχόμενων αδικημάτων της πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, για τα οποία αποφασίστηκε να μην ασκηθεί ποινική δίωξη, προκειμένου να «γίνουν όλες οι εκ του νόμου απαραίτητες ενέργειες […] για την απέλαση του» αιτητή (ερ.4, 157-160, ΔΦ – Vol.II) .
Στις 10/06/25 εκδόθηκαν εναντίον του αιτητή διάταγμα κήρυξης του ως απαγορευμένου μετανάστη, δια του οποίου ακυρώθηκε η άδεια διαμονής του (“Please also note that your residence permit is hereby cancelled”), καθώς και διατάγματα κράτησης και απέλασης, άπαντα των οποίων εκδόθηκαν στη βάση του ΚΕΦ.105. Σημειώνω ότι κατά των ως άνω διαταγμάτων ο αιτητής καταχώρησε στο ΔΔ την προσφυγή αρ.640/25, η εκδίκαση της οποίας εκκρεμεί.
Στις 11/06/25 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας και έτσι το μεν διάταγμα απέλασης αναστάληκε, το δε διάταγμα κράτησης δυνάμει του ΚΕΦ.105 ακυρώθηκε και εκδόθηκε κατά του αιτητή το προσβαλλόμενο δια της παρούσης διάταγμα κράτησης στη βάση του αρ.9ΣΤ (2) (β) (δ) του Νόμου, ημ.16/06/25.
Παραθέτω αυτούσιο το προσβαλλόμενο διάταγμα.
«ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9ΣΤ
ΕΠΕΙΔΗ ο Ζ. Ν. υπήκοος ΚΙΝΑΣ είναι αιτητής διεθνούς προστασίας και επειδή πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, καθότι
Ο Ζ. Ν. κρατείται
(α) Για να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αιτητή.
(β) Στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των Άρθρων 180Γ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και ι Μεταναστεύσεως Νόμου, προκειμένου να προετοιμαστεί η επιστροφή ή/και να διεξαχθεί η διαδικασία απομάκρυνσης του και επειδή τεκμηριώνεται στη βάση αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι ο Ζ. Ν. αφίχθηκε στη Δημοκρατία με στοιχεία διαβατηρίου Κίνας και έπειτα απέκτησε Κυπριακή υπηκοότητα και άλλαξε τα στοιχεία του και έπειτα την στερήθηκε με οδηγίες για κατάσχεση των κυπριακών εγγράφων του, στο ότι τα στοιχεία του αλλοδαπού βρίσκονται καταχωρημένα στο εθνικό ευρετήριο με διάφορες αναφορές και εμπλοκή της Interpol και εκκρεμεί διεθνές ένταλμα σύλληψης, στο ότι ο αλλοδαπός προσπάθησε να ταξιδέψει εκτός ΚΔ με πλαστό έγγραφο και συλλήφθηκε με ένταλμα σύλληψης για υπόθεση πλαστοπροσωπίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου αλλά δεν προχώρησε η ποινική υπόθεση έτσι ώστε να απελαθεί, και, στο ότι σε όλο αυτό το διάστημα, από την άφιξη του στη Δημοκρατία, έως την στέρηση της Κυπριακής υπηκοότητας, έως την προσπάθεια του να ταξιδέψει εκτός Δημοκρατίας με πλαστό έγγραφο, μέχρι τη σύλληψη του με εντάλματα σύλληψης, είχε άπλετο χρόνο για να υποβάλει αίτηση ασύλου αλλά δεν το έπραξε, παρά μόνο όταν συνελήφθηκε με Διατάγματα κράτησης και απέλασης με το Κεφ.105 με σκοπό την απέλασή του, ως εκ τούτου υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι η υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας έγινε με σκοπό να προβάλει προσκόμματα και/ή να ματαιώσει τη διαδικασία επαναπατρισμού του
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κατόπιν ατομικής αξιολόγησης θεώρησα ότι είναι αναγκαίο ο Ζ. Ν. να παραμείνει υπό κράτηση βάσει των άρθρων 9ΣΤ (2) (β) και (δ) του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020), καθότι στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται ότι δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020), καθότι με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 18ΟΔ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, υπάρχει κίνδυνος διαφυγής για τους πιο κάτω λόγους:
1. ΕΠΕΙΔΗ δεν έχει συμμορφωθεί με προηγούμενη Απόφαση Επιστροφής: Διάταγμα Απέλασης το οποίο εκδόθηκε εναντίον του στις 10/06/2025.
2. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δεν είχε στην κατοχή του έγκυρο Τ/Ε.
3. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δήλωσε την μη πρόθεσή του για συμμόρφωση με απόφαση επιστροφής.
4. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ θεωρήθηκε απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (κ), του εδαφίου (1), του Άρθρου 6 των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμων (1952-2021), έχει συλληφθεί και σε βάρος του εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης ημερ.10/06/2025.
5. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κρατείται με σκοπό τον επαναπατρισμό του, κρίνω ότι η αίτηση του για Διεθνή Προστασία υποβλήθηκε με σκοπό να προβάλει προσκόμματα στη διαδικασία επαναπατρισμού του.
ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΑΥΤΟ, ασκώντας τις εξουσίες που δίνει στον Υπουργό Εσωτερικών το άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, και το Άρθρο 188.3.(γ) του Συντάγματος, οι οποίες εξουσίες εκχωρήθηκαν σε εμένα, εγώ η Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης με το παρόν διατάσσω όπως ο Ζ. Ν. ΠΑΡΑΜΕΙΝΕΙ υπό κράτηση για όσο διάστημα ισχύουν οι λόγοι κράτησης που αναφέρονται πιο πάνω.
Με το παρόν διάταγμα εξουσιοδοτώ και εντέλλομαι τον Αρχηγό Αστυνομίας, ή οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομικής Δύναμης που τυχόν θα διαταχθεί, να εκτελέσει το διάταγμα αυτό και για την εκτέλεσή του το παρόν διάταγμα αποτελεί επαρκή εξουσία και εντολή.
ΕΓΙΝΕ από μένα στη Λευκωσία την 16η ημέρα του Ιουνίου 2025»
Στην προσφυγή του ο αιτητής παραθέτει πλήθος νομικών σημείων, τα οποία προωθεί και αναπτύσσει δια της γραπτής αγορεύσεως αλλά και προφορικά κατά τις διευκρινήσεις, και συνάπτει σωρεία εγγράφων.
Στην αγόρευση του λοιπόν ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, σημειώνοντας ότι, στη βάση νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) και πρωτόδικων αποφάσεων επαρχιακών δικαστηρίων (της Δημοκρατίας) και λαμβανομένου υπόψη του ότι η Δημοκρατία έχει κυρώσει συμφωνία έκδοσης φυγόδικων με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, αναφέρει, παραθέτοντας το ιστορικό των γεγονότων που αφορούν την παρούσα, ότι οι καθ’ ων η αίτηση εν προκειμένω παρέβηκαν το καθήκον δέουσας επιμέλειας, έδρασαν κακόπιστα, δεν εξέτασαν και δεν αξιολόγησαν δεόντως τα γεγονότα που περιβάλλουν το επίδικο διάταγμα και εξέδωσαν το επίδικο εδώ διάταγμα κράτησης υπό καθεστώς πλάνης, δεδομένου, μεταξύ άλλων, του ότι – ως εισηγείται – τυχόν έκδοση ή απέλαση του, η οποία θα συνιστά συγκεκαλυμμένη έκδοση του, θα είναι σε παράβαση της ΕΣΔΑ και της σχετικής νομολογίας του ΕΔΔΑ.
Προχωρώντας, αναφορικά με τη νομική βάση του επίδικου διατάγματος που αφορά το αρ.9ΣΤ (2) (β) του Νόμου, ο συνήγορος του αιτητή αναφέρει ότι δεν προκύπτει από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία ποια είναι τα στοιχεία που πρέπει να προσδιοριστούν, καθώς ουδόλως συγκεκριμενοποιείται από τους καθ’ ων η αίτηση. Θα πρέπει δε εδώ, ως εισηγείται, να ληφθεί υπόψη το ότι ουδέν έγινε σε σχέση με τούτο κατά τον ένα μήνα που ο αιτητής βρίσκεται υπό κράτηση δυνάμει του επίδικου διατάγματος.
Αναφορικά με τη νομική βάση του επίδικου διατάγματος που αφορά το αρ.9ΣΤ (2) (δ) του Νόμου ο συνήγορος του αιτητή σημειώνει και πάλι ότι δεν έχει εξεταστεί ακόμη η αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, εκ του οποίου καταδεικνύεται, ως εισηγείται, ότι δεν έδρασαν με τη δέουσα επιμέλεια οι καθ’ ων η αίτηση, κατά παράβαση της σχετικής με το αρ.5 (1) της ΕΣΔΑ νομολογίας του ΕΔΔΑ, την οποία παραθέτει, η οποία σημειώνω ότι αφορά τη διάρκεια κράτησης. Ακολούθως, με αναφορά στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) στη C-534/11, Arslan, ημ.30/05/13, σημειώνει ότι η κράτηση του αιτητή θα πρέπει να προκύπτει από τη συμπεριφορά αυτού πριν ή και κατά την υποβολή αιτήσεως διεθνούς προστασίας. Εν προκειμένω ο αιτητής, ως εισηγείται ο συνήγορος του, δεδομένης και της απόφασης του ΕΔΔΑ στην αιτ. αρ.37610/18, Liu ν. Poland, ημ.06/10/22, θεωρούσε ευλόγως ότι δεν διέτρεχε κανένα κίνδυνο επιστροφής του στην Κίνα και συνεπώς δεν υφίστατο, ως αναφέρει, αναγκαιότητα υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας, προ της εκδόσεως του διατάγματος απέλασης ημ.10/06/25. Με δεδομένο λοιπόν, ως ο αιτητής αναφέρει, ότι, στη βάση της ως άνω απόφασης του ΕΔΔΑ, δεν απαιτούνται υποκειμενικά στοιχεία αλλά αρκεί ότι επιστροφή οιουδήποτε προσώπου στην Κίνα κατά του οποίου εκκρεμούν ποινικές διαδικασίες συνιστά παράβαση του αρ.3 της ΕΣΔΑ, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεικνύεται επαρκώς η γνησιότητα της αιτήσεως διεθνούς προστασίας και ότι αυτή υποβλήθηκε άμεσα, όταν κατέστη πλέον ορατός ο ως άνω κίνδυνος, στα πλαίσια ειλικρινούς προθέσεως αναζήτησης προστασίας εκ μέρους του αιτητή. Άλλωστε, ως επί των ως άνω προσθέτει, ο αιτητής διέμενε απρόσκοπτα στη Δημοκρατία από την άφιξη του τον Δεκέμβριο 2024 και μάλιστα του επιτράπηκε από τις αρμόδιες αρχές στις 05/06/25 να ταξιδέψει στο εξωτερικό.
Περαιτέρω, ως αναφέρεται, δεν έχει γίνει ορθή αξιολόγηση και στάθμιση των ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση στοιχείων στη βάση της αρχής της αναλογικότητας και αναγκαιότητας, αφού – ως αναφέρει ο αιτητής – ουδόλως αιτιολογείται γιατί αποκλείστηκε η εφαρμογή άλλων, λιγότερο επαχθών, εναλλακτικών της κράτησης μέτρων εν προκειμένω, κατά παράβαση της οικείας νομοθεσίας, της επί τούτου νομολογίας του ΕΔΔΑ, του ΔΕΕ αλλά και της σχετικής βιβλιογραφίας που παραθέτει. Ούτε – ως εισηγείται – θα μπορούσε να αποδοθεί στον αιτητή παράλειψη συμμόρφωσης με το διάταγμα απέλασης ημ.10/06/25, το οποίο και θεωρεί παράνομο, και, σε κάθε περίπτωση, σημειώνει ότι όλα τα διατάγματα ημ.10/06/25 έχουν προσβληθεί στο αρμόδιο Δικαστήριο.
Τα ως άνω ανέπτυξε ενδελεχώς και εκτεταμένα και κατά την προφορική του τοποθέτηση στις Διευκρινήσεις ο συνήγορος του αιτητή, τονίζοντας ότι το αίτημα διεθνούς προστασίας είναι γνήσιο και βάσιμο, δεδομένου ότι εκκρεμεί εναντίον του ερυθρά καταγγελία από τις αρχές της Κίνας και λαμβανομένων υπόψη των αποφάσεων ΕΔΔΑ και ΕΔ Λάρνακας και Πάφου, στις οποίες παραπέμπει και στην αγόρευση του (βλ. πιο πάνω), και οι οποίες δεικνύουν ότι σε περιπτώσεις ως η παρούσα υπάρχει παράβαση του αρ.3 της ΕΣΔΑ κατ’ αντικειμενικό τρόπο, χωρίς να χρειάζεται απόδειξη συνδρομής άλλων, υποκειμενικής φύσεως περιστάσεων. Κατά τ’ άλλα τα όσα ανέφερε ήδη αναπτύσσονται στη γραπτή του αγόρευση, ως παρατίθενται πιο πάνω.
Από την πλευρά του ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, σε μια πλούσια και εμπεριστατωμένη αγόρευση, υπεραμύνθηκε της νομιμότητας και ορθότητας του επίδικου διατάγματος κράτησης, επισημαίνοντας – κάνοντας αναφορές και παραθέτοντας σχετικά αποσπάσματα από τη νομολογία – ότι στα πλαίσια της παρούσης δεν μπορεί να εξεταστεί η νομιμότητα του διατάγματος στέρησης υπηκοότητας του αιτητή, κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη και κράτησης και απέλασης δυνάμει του ΚΕΦ.105, τα οποία εκφεύγουν της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και έχουν προσβληθεί στα πλαίσια άλλων διαδικασιών ενώπιον του ΔΔ και Εφετείου. Αναφέρει δε περαιτέρω ότι το επίδικο διάταγμα είναι σύμφωνο με την οικεία νομοθεσία και νομολογία, συμβατό με το αρ.5 της ΕΣΔΑ, δεόντως αιτιολογημένο, προϊόν εξατομικευμένης εξέτασης των στοιχείων και δεδομένων που αφορούν τον αιτητή. Σημειώνει επί τούτου ότι, ως και στην αιτιολογία του ίδιου του διατάγματος αναγράφεται, ο αιτητής είχε πάρα πολύ χρόνο, βρισκόμενος στη Δημοκρατία από τον Δεκέμβριο 2024, όπου γίνεται αποδεκτό και από τον ίδιο τον αιτητή ότι τότε έμαθε για τη στέρηση της κυπριακής του υπηκοότητας (η θέση των καθ’ ων η αίτηση είναι ότι έλαβε γνώση ήδη από τον Σεπτέμβριο 2024, ως ήταν το εύρημα του ΔΔ στην προσφυγή που άσκησε κατά του διατάγματος αυτού) και δεν υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας προηγουμένως, παρά μόνο όταν εκδόθηκε το διάταγμα κράτησης και απέλασης του δυνάμει του ΚΕΦ.105 ημ.10/06/25, το οποίο αρκεί, ως αναφέρει, στα πλαίσια ατομικής αξιολόγησης της συμπεριφοράς του αιτητή, για να συναχθεί ότι η αίτηση διεθνούς προστασίας υπεβλήθη με σκοπό να καθυστερήσει ή εμποδίσει την εκτέλεση του διατάγματος απέλασης. Σημειώνει δε ότι – σε κάθε περίπτωση – ζητήματα που άπτονται της αρχής της μη επαναπροώθησης, με βάση νομολογία στην οποία παραπέμπει, δεν εξετάζονται στα πλαίσια εξέτασης της πτυχής της διεθνούς προστασίας.
Αναφορικά με τις αρχές της αναλογικότητας και αναγκαιότητας του επίδικου διατάγματος, δεδομένου του ότι – ως εισηγείται – ο αιτητής δεν συμμορφώθηκε με το προηγούμενο διάταγμα απέλασης, δεν έχει έγκυρο ταξιδιωτικό έγγραφο ή ταυτότητα και δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να επαναπατρισθεί, στοιχειοθετείται εν προκειμένω κίνδυνος διαφυγής του, εκ του οποίου καθίσταται αναγκαία η κράτηση του και αναλογική προς τον επιδιωκόμενο δι’ αυτής σκοπό, που δεν είναι άλλος από την διασφάλιση της εκτέλεσης του διατάγματος απέλασης, σε περίπτωση που απορριφθεί η αίτηση ασύλου που εκκρεμεί.
Απαντώντας κατά τις διευκρινήσεις στις προφορικές τοποθετήσεις του συνηγόρου του αιτητή, ο συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση επανέλαβε ότι επίδικο εδώ είναι το διάταγμα κράτησης δυνάμει του αρ.9ΣΤ του Νόμου και όχι διάταγμα απέλασης, το οποίο άλλωστε – ως ανέφερε – δεν θα εκτελεστεί, αφού ανεστάλη, μέχρι να εξεταστεί η αίτηση ασύλου, ή οιονδήποτε άλλο διάταγμα. Σε σχέση με τα όσα ο αιτητής ανέφερε περί απρόσκοπτης διαμονής στη Δημοκρατία και μετάβασης του στο εξωτερικό σημείωσε ότι μέχρι τότε δεν είχαν εκδοθεί διατάγματα απέλασης και κράτησης. Ανέφερε δε ότι από τον Δεκέμβριο 2024 μέχρι και τον Ιούνιο 2025 δεν προέβη σε κάποια διοικητική διαδικασία ο αιτητής και ήταν παρανόμως διαμένοντας στη Δημοκρατία. Πέραν των ως άνω επανέλαβε ότι η αίτηση ασύλου έγινε – δεδομένης της χρονικής συγκυρίας που αυτή υπεβλήθη – για να ματαιωθεί η απέλαση, προσθέτοντας ότι η αίτηση ασύλου μπορεί να κριθεί βάσιμη, αλλά αυτό δεν θα εξεταστεί στα πλαίσια της παρούσης.
Τα ως άνω συνοψίζουν τις θέσεις και επιχειρηματολογία των μερών εκατέρωθεν.
Σημειώνεται ότι, ως άλλωστε κατέστη αποδεκτό από αμφότερα τα μέρη, η νομιμότητα των διαταγμάτων ημ.10/06/25 (κράτησης – απέλασης - κήρυξης απαγορευμένου μετανάστη) και ημ.22/08/24 (στέρησης υπηκοότητας) αποτελεί αντικείμενο εκκρεμουσών διαδικασιών ενώπιον ΔΔ και Εφετείου, αντίστοιχα, και – σε κάθε δε περίπτωση – οι ως άνω διοικητικές πράξεις εκφεύγουν της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου [βλ. αρ.11 (2) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018], και το κύρος τους δεν μπορεί να εξεταστεί στα πλαίσια της παρούσης, ούτε παρεμπιπτόντως. Άλλωστε ουδεμία τέτοια θεραπεία ζητείται δια της προσφυγής.
Έχω διέλθει με προσοχή του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου, των εκατέρωθεν αγορεύσεων των μερών, του πλήθους βοηθητικής νομολογίας (ΕΔΔΑ, ΔΕΕ, Εφετείου) αλλά και αποφάσεων του παρόντος Δικαστηρίου που δόθηκαν από αμφότερα τα μέρη και των όσων ειπώθηκαν κατά τις διευκρινήσεις.
Επί της νομικής πτυχής σημειώνω τα εξής.
Η έκταση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου επιβεβαιώθηκε στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην έφεση κατά απόφασης Δ.Δ.Δ.Π. Αρ.17/2021, Janelidze v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημ.21/09/21, (στο εξής Janelidze) όπου λέχθηκε, με αναφορά στην οικεία νομοθεσία, ότι το Δικαστήριο τούτο ελέγχει «όχι μόνο τη νομιμότητα αλλά και την ορθότητα της κάθε απόφασης της διοίκησης που τίθεται ενώπιον του με την προσφυγή που υποβάλλεται.»
Τα ως άνω επιβεβαιώθηκαν και στην Ε.Δ.Δ.Δ.Π. αρ.43/2021, Mondeke v. Δημοκρατίας, ημ.20/01/22, όπου, με αναφορά και στην ως άνω αυθεντία, λέχθηκαν τα εξής:
«Θεωρούμε σκόπιμο ωστόσο να θέσουμε τις ορθές παραμέτρους που αφορούν τον έλεγχο νομιμότητας και ορθότητας και πώς αυτός ασκείται. Χρήσιμο είναι το τι ο ίδιος ο Νόμος ορίζει. Πρόκειται για τον περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, (Ν. 73(I)/2018).
[…]
(Βλ. Janelidze ν. Δημοκρατίας, E.Δ.Δ.Δ.Π. Αρ.17/21, 21.9.2021).
Στο Σύγγραμμα Γενικό Διοικητικό Δίκαιο Π. Δ. Δαγτόγλου, 7η Αναθεωρημένη ΄Εκδοση, σελ.168 αποδίδεται πολύ γλαφυρά το πώς διενεργείται ο έλεγχος ορθότητας ως εξής:
«Βέβαια, ο ουσιαστικός δικαστικός έλεγχος, όπου προβλέπεται από το Νόμο, δεν περιορίζεται στη διακρίβωση της νομιμότητας, όπως βασικά ο ακυρωτικός δικαστικός έλεγχος, που αφορά πάντως και την έρευνα τηρήσεως των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας, καθώς και την έρευνα ενδεχόμενης πλάνης περί τα πράγματα. Ο ουσιαστικός έλεγχος προχωρεί και στην εξέταση της «ουσίας» της υποθέσεως .. Ερευνά δηλαδή, αν έγινε ορθή ουσιαστική εκτίμηση της συνδρομής ή μη των πραγματικών περιστατικών, στα οποία στηρίχθηκε η διοικητική πράξη. και αν έγινε «καλή χρήση» της διακριτικής ευχέρειας της διοικήσεως.»
Επίσης στο Σύγγραμμα Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας του Ιωάννη Σαρμά, Β΄ έκδοση σελ. 737 αποδίδονται ανάγλυφα οι διαφορές μεταξύ ακυρωτικού και ουσιαστικού δικαστή, ως ακολούθως:
«Η διαφορά των εξουσιών ακυρωτικού και ουσιαστικού δικαστή έγκειται στον χαρακτήρα της διαπλάσεως που μπορεί να πραγματοποιήσει έκαστος. Ο ακυρωτικός περιορίζεται μόνο σε ακύρωση της διαπιστωθείσης ως παρανόμου διοικητικής πράξεως. Η διαπλαστική δύναμη των αποφάσεων του είναι μόνον αρνητική, δηλαδή εξαντλείται στην εξαφάνιση εκ του νομικού κόσμου της μη νομίμου πράξεως. Αντιθέτως, η απόφαση του ουσιαστικού δικαστή μπορεί να αναπτύξη και θετική διαπλαστική δύναμη. Ο ουσιαστικός δικαστής έχει τη δυνατότητα να διαπλάση ο ίδιος την πράξη που η Διοίκηση, κατά παραβίαση του νόμου, εξέδωσε».»
Τα ως άνω επιβεβαιώθηκαν και στην πολύ πρόσφατη Ε.Δ.Δ.Δ.Π. αρ.41/2024, Μ. Α. ν. Δημοκρατίας, ημ.29/05/25, όπου αναφέρθηκε ότι «ο έλεγχος ουσίας στην οποία το [Δ.Δ.Δ.Π.] προβαίνει επί διατάγματος κράτησης […] είναι θετικά διαπλαστικός, υπό την έννοια ότι δύναται να διαπλάσει το ίδιο το Δικαστήριο την πράξη που η Διοίκηση παράνομα εξέδωσε», στα πλαίσια της οποίας μπορεί να συμπληρώσει «νομικό κενό με τη δική του κρίση, ασκώντας θετική δικαιοπλαστική εξουσία», όμως τονίστηκε σχετικά ότι «[σ]ε περίπτωση που το πρωτόδικο Δικαστήριο προβαίνει σε έλεγχο ουσίας, η εκ του πρωτόδικου Δικαστηρίου προστεθείσα αιτιολογία δεν είναι απαραίτητο να είναι ταυτόσημη με την προηγηθείσα διοικητική κρίση και αιτιολογία, αλλά πρέπει εντούτοις και αυτή να πληροί τις ίδιες προϋποθέσεις νομιμότητας τις οποίες απαιτεί το (εναρμονιστικό με την Οδηγία 2013/33/ΕΕ) Άρθρο 9ΣΤ των περί Προσφύγων Νόμων.».
Το ΔΕΕ, στις C-924/19 και C-925/19, FMS, ημ.14/05/20, σκέψη 289, αναφέρει, ότι το αρ.8 της Οδηγίας 2013/33/EE υλοποιεί «το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη. Όπως υπογραμμίστηκε στη σκέψη 140 της παρούσας απόφασης, το εν λόγω άρθρο 47 αρκεί αφεαυτού και δεν χρήζει διευκρινίσεων από διατάξεις του δικαίου της Ένωσης ή του εθνικού δικαίου προκειμένου να απονείμει στους ιδιώτες δικαίωμα δυνάμενο να προβληθεί αυτό καθεαυτό» και ακολούθως, στη σκέψη 293, ότι «το εθνικό δικαστήριο πρέπει να είναι σε θέση να υποκαταστήσει με τη δική του απόφαση την απόφαση της διοικητικής αρχής με την οποία διατάχθηκε η θέση υπό κράτηση και να διατάξει είτε τη λήψη εναλλακτικού μέτρου αντί της κράτησης είτε την απόλυση του ενδιαφερόμενου (βλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014, Mahdi, C-146/14 PPU, EU:C:2014:1320, σκέψη 62).»
Τονίζεται ότι στην Ε.Δ.Δ.Δ.Π αρ.1/2020, Vakeel Singh v. Δημοκρατίας, ημ.19/12/23, διευκρινίστηκε ότι τυχόν «γεγονότα, παραλείψεις ή και ενέργειες που συμβαίνουν μετά την έκδοση του διατάγματος κράτησης, όπως επίσης και όταν οι λόγοι της κράτησης έχουν εκλείψει, αποκτούν σημασία κατά τον έλεγχο της νομιμότητας της διάρκειας της κράτησης, που ελέγχεται στο πλαίσιο της διαδικασίας του habeas corpus».
Δεδομένης της φύσης και έκτασης ελέγχου που εξασκεί το παρόν Δικαστήριο, ως στην ως άνω νομολογία περιγράφεται, θα πρέπει το επίδικο διάταγμα να εξεταστεί τόσο επί της νομιμότητας αυτού όσο και επί της ουσίας και ορθότητας του.
Σημειώνω ότι το προσβαλλόμενο εδώ διάταγμα κράτησης εδράζεται επί δυο διακριτών νομικών βάσεων, ήτοι στη βάση του αρ.9ΣΤ (2) (β) και αρ.9ΣΤ (2) (δ).
Στη βάση του αρ.9ΣΤ (2) (β) αιτητής διεθνούς προστασίας δύναται να τεθεί υπό κράτηση, τηρουμένης βεβαίως της αρχής της αναλογικότητας, ήτοι της σχέσης αναλογίας που θα πρέπει να τηρείται μεταξύ του μέτρου που λαμβάνεται και τοy επιδιωκόμενου εξ αυτού σκοπού, και της αρχής της αναγκαιότητας, «για να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αιτητή».
Ιδιαίτερα διαφωτιστικό επί της συγκεκριμένης πρόνοιας της οικείας νομοθεσίας θεωρώ και το πιο κάτω απόσπασμα από το εγχειρίδιο του EASO «Κράτηση αιτούντων διεθνή προστασία στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», έκδοση 2019, σελ.28:
«Όπως και ο πρώτος λόγος, και αυτός ο λόγος προέρχεται από το πόρισμα της UNHCR του 1986, το οποίο εγκρίθηκε με τη σύσταση της Επιτροπής Υπουργών. Το πρώτο σκέλος αυτού του λόγου πρέπει, εκ φύσεως, να λαμβάνει ιδιαιτέρως υπόψη τα πραγματικά περιστατικά. Οι κατευθυντήριες οδηγίες της UNHCR σχετικά με την κράτηση είναι και πάλι χρήσιμες καθώς η κατευθυντήρια οδηγία 4.1 στην παράγραφο 28 αναφέρει τα εξής:
Είναι επιτρεπτή η κράτηση ενός αιτούντος για ένα περιορισμένο αρχικό διάστημα για λόγους καταγραφής, στα πλαίσια προκαταρκτικής συνέντευξης, των στοιχείων στα οποία βασίζει την αίτησή του για διεθνή προστασία. Παρ’ όλ’ αυτά, η κράτηση αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί αιτιολογημένη μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η συγκεκριμένη πληροφορία δεν θα μπορούσε να δοθεί χωρίς να υπάρξει κράτηση. Αυτό συνεπάγεται την καταγραφή σημαντικών πληροφοριών από τον αιτούντα άσυλο, όπως για παράδειγμα των λόγων για τους οποίους ζητεί να του χορηγηθεί άσυλο. Αυτό συνήθως δεν επεκτείνεται στην κρίση για το βάσιμο των ισχυρισμών του. Η εξαίρεση αυτή στον βασικό κανόνα —ότι δηλαδή η κράτηση των αιτούντων άσυλο αποτελεί έσχατο μέτρο— δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αιτιολογηθεί η κράτηση καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας καθορισμού του καθεστώτος του αιτούντος άσυλο, ή για απεριόριστο χρονικό διάστημα.
Παρότι ο «κίνδυνος διαφυγής» είναι μια πρόβλεψη, φαίνεται πιθανό ότι στις περισσότερες περιπτώσεις θα αποτελέσει τη βάση του λόγου αυτού διότι εάν ο αιτών διεθνή προστασία δεν είναι πιθανό να διαφύγει, είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς υπό ποιες περιστάσεις τα στοιχεία του ισχυρισμού επί του οποίου βασίζεται η αίτηση δεν θα μπορούσαν να ληφθούν χωρίς να υπάρξει κράτηση.»
Υπογράμμιση του Δικαστηρίου
Εν προκειμένω δεν εντοπίζω κάποιο σημείο στο επίδικο διάταγμα ή στα περιεχόμενα του φακέλου εκ του οποίου να συγκεκριμενοποιείται από τους καθ’ ων η αίτηση ποια είναι τα στοιχεία, που θα πρέπει να προσδιοριστούν, η απόκτηση των οποίων θα ήταν αδύνατη σε άλλη περίπτωση, σύμφωνα με το γράμμα του επίδικου άρθρου. Επί τούτου το μόνο που παρατίθεται στο επίδικο διάταγμα, σημείο στο οποίο παρέπεμψε και ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση στην τοποθέτηση του σχετικώς, είναι ότι, δεδομένης της μη συμμόρφωσης του αιτητή με την προηγούμενη απόφαση επιστροφής, της μη κατοχής έγκυρου ταξιδιωτικού εγγράφου και τη δήλωση πρόθεσης μη συμμόρφωσης με απόφαση επιστροφής, υφίσταται κίνδυνος διαφυγής του. Η ως άνω πρόνοια όμως της νομοθεσίας δεν εξαντλείται εκεί, καθότι η κράτηση στη βάση του επίδικου αρ.9ΣΤ (2) (β) θα πρέπει – προκειμένου αυτή να είναι σύννομη - να γίνεται «για να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη». Ουδέν ελέχθη περί τούτου και ουδόλως δύναται να συναχθεί ποια είναι τα στοιχεία, η συλλογή των οποίων καθιστά αναγκαία την κράτηση του αιτητή, με δεδομένο άλλωστε ότι, ως εκ της αιτήσεως διεθνούς προστασίας ημ.16/06/25 (ερ.169-176 – ΔΦ, Vol.II) προκύπτει, το περιεχόμενο της οποίας – αξίζει να σημειωθεί - αναλώνεται επί το πλείστο στην παράθεση πληροφοριών που σχετίζονται με την χώρα καταγωγής του αιτητή (ΠΧΚ) και αναφορές σε αποφάσεις επαρχιακών δικαστηρίων της Δημοκρατίας και του ΕΔΔΑ (επί τούτου θα επανέλθω πιο κάτω), ο μοναδικός πραγματικός ισχυρισμός του αιτητή είναι ένας, απλός και αρκούντως σαφής. Το μόνο που ο αιτητής τελικώς ισχυρίζεται είναι ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του γιατί – ως ο ίδιος θεωρεί – θα υποστεί, δεδομένης της υπάρξεως εναντίον του ερυθράς καταγγελίας (Red Notice, ερ.163 – ΔΦ, Vol.II), βασανιστήρια ή και άλλης μορφής απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση κατά την επιστροφή του στην Κίνα, λόγω των συνθηκών κράτησης αλλά και άλλων συστηματικών παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, περιλαμβανομένου του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, καθώς και ζητημάτων που άπτονται του διαχωρισμού των εξουσιών, εκ των οποίων προκύπτουν συστημικοί κίνδυνοι σε θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα.
Εκ των ως άνω προκύπτει ότι τα στοιχεία που απαιτούνται για την εξέταση της αιτήσεως διεθνούς προστασίας που υπέβαλε ο αιτητής, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του ιδίου επί της αιτήσεως του ημ.11/06/25, είναι απλά και μόνο η ύπαρξη ερυθράς καταγγελίας εις βάρος του σχετιζόμενη με εκκρεμούσα έρευνα εναντίον του για ποινικά αδικήματα, ως αυτά περιγράφονται στο ερ.163, ΔΦ - Vol.II., η οποία μάλιστα – ως από το ερυθρό αυτό συνάγεται – παραμένει εκκρεμούσα. Ουδέν περαιτέρω αναφέρει ο αιτητής στην αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε. Κανένα άλλο στοιχείο λοιπόν φαίνεται να απαιτείται για την εξέταση της αιτήσεως διεθνούς προστασίας και επ’ ουδενός άλλου στοιχείου γίνεται ή έγινε ειδική ή και γενική – έστω - αναφορά από τους καθ’ ων η αίτηση, ούτε στο σώμα του επίδικου διατάγματος, ούτε προκύπτει από το περιεχόμενο του φακέλου αλλά ούτε και αναφέρθηκε κάτι σχετικώς στα πλαίσια της παρούσης, πέραν της αναφοράς στον κίνδυνο διαφυγής, ο οποίος όμως, από μόνος του, δεν αρκεί, ως και πιο πάνω εξηγείται.
Σημειώνω εδώ – επιπροσθέτως όσων πιο πάνω αναφέρω - ότι, ως ειπώθηκε και από τον συνήγορο του αιτητή κατά τις διευκρινήσεις, το επίδικο διάταγμα εκδόθηκε στις 16/06/25, ήτοι 5 ημέρες μετά την υποβολή της αιτήσεως διεθνούς προστασίας ημ.11/06/25, χρόνος κατά τον οποίο ο αιτητής βρισκόταν υπό κράτηση δυνάμει του διατάγματος ημ.10/06/25 (ΚΕΦ.105), ο οποίος θα μπορούσε να τύχει αξιοποίησης βεβαίως για τυχόν εξασφάλιση πρόσθετων στοιχείων ή και καταγραφής άλλων πληροφοριών, τυχόν απαραίτητων κατά την κρίση καθ’ ων η αίτηση, ή – σε κάθε περίπτωση – προκειμένου να καθοριστεί ποιες συγκεκριμένες πληροφορίες θα πρέπει να εξασφαλιστούν. Ο χρόνος δε που διέρρευσε από την υποβολή της αίτησης μέχρι την έκδοση του επίδικου εδώ διατάγματος δεν έπεται αλλά προηγείται του προσβαλλόμενου διατάγματος και συνεπώς δεν συναρτάται βεβαίως με τη διάρκεια αυτού αλλά με την αναγκαιότητα και αναλογικότητα προς τον επιδιωκόμενο δι’ αυτού σκοπού, ήτοι τον προσδιορισμό στοιχείων στα οποία βασίζεται η αίτηση, τα οποία – σε κάθε περίπτωση – δεν συγκεκριμενοποιούνται, ούτε κατ’ ελάχιστο.
Θα πρέπει σχετικώς να σημειωθεί ότι τυχόν άλλη προσέγγιση στο επίδικο άρθρο, κατά την οποία θα αρκούσε και μόνο η ύπαρξη κινδύνου διαφυγής σε συνάρτηση με γενική αναφορά σε στοιχεία στα οποία βασίζεται η αίτηση ασύλου, «η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη», χωρίς τούτα να εξειδικεύονται – έστω στοιχειωδώς – ή χωρίς να δύναται να συναχθεί από το περιεχόμενο του φακέλου κάποιο στοιχείο που απομένει να προσδιοριστεί (στο οποίο βασίζεται η αίτηση), ώστε να καθίσταται εφικτή η αξιολόγηση της σκοπιμότητας, αναλογικότητας, αναγκαιότητας και ορθότητας διατάγματος κράτησης στη βάση του 9ΣΤ (2) (β), δεν συνάδει με το γράμμα και το πνεύμα της εν λόγω διάταξης αλλά και της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, της οποίας το επίδικο άρθρο αποτελεί την μεταφορά στην εθνική νομοθεσία. Αν ο νομοθέτης επιθυμούσε να είναι νόμιμη η κράτηση ενός αιτητή διεθνούς προστασίας στη βάση και μόνον υπάρξεως κατά περίπτωση κινδύνου διαφυγής θα το έλεγε τούτο ρητώς, δια σχετικής πρόνοιας, όπου ο κίνδυνος διαφυγής και μόνο θα ήταν αρκετός. Δεν είναι όμως αυτή η περίπτωση εν προκειμένω, αφού το επίδικο 9ΣΤ (2) (β) προνοεί σαφώς ότι ο κίνδυνος διαφυγής είναι μια εκ των προϋποθέσεων που θέτει (αλλά όχι η μόνη) και λαμβάνεται υπόψη μόνον όταν και όπου, εκ του κινδύνου αυτού, ο προσδιορισμός των στοιχείων στα οποία βασίζεται η αίτηση θα ήταν αδύνατη, λόγω της ύπαρξης ακριβώς αυτού του κινδύνου.
Προσθέτω επί των ως άνω ότι, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη αρ.15 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, «[η] κράτηση των αιτούντων θα πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τη βασική αρχή ότι ένα πρόσωπο δεν θα πρέπει να κρατείται απλώς και μόνον επειδή επιζητεί διεθνή προστασία» και «θα πρέπει να είναι δυνατή μόνον σε σαφώς καθορισμένες, εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και να διέπεται από την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας όσον αφορά τόσο τον τρόπο όσο και τον σκοπό της εν λόγω κράτησης».
Είναι λοιπόν κατάληξη μου, στη βάση των όσων πιο πάνω εξηγώ ότι, δεδομένου ότι δεν μπορώ να εντοπίσω ούτε και μου έχει υποδειχθεί κάποια συγκεκριμένη πληροφορία, η οποία δεν θα μπορούσε σε αντίθετη περίπτωση να εξασφαλιστεί ή – κατ’ ελάχιστο – κάποιο στοιχειωδώς καθορισμένο στοιχείο ή ευλόγως συναγόμενο εκ των στοιχείων που αφορούν την παρούσα, ο προσδιορισμός του οποίου είναι απαραίτητος για την εξέταση της αίτησης ασύλου, το επίδικο διάταγμα στερείται επαρκούς αιτιολογίας, η οποία δεν συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου, στερείται νομικού ερείσματος και είναι επί της ουσίας εσφαλμένο, αφού δεν πληρούνται εδώ οι προϋποθέσεις του αρ.9ΣΤ (2) (β), και συνεπώς τίθεται εκ ποδών η μία εκ των νομικών βάσεων επί των οποίων εδράζεται.
Δεδομένου λοιπόν του ότι δεν συντρέχει εδώ η μια εκ των δύο προϋποθέσεων που θέτει το αρ.9ΣΤ (2) (β), με αποτέλεσμα το επίδικο διάταγμα να στερείται νομικού ερείσματος στη βάση αυτή, παρέλκει η ενασχόληση με την ύπαρξη ή μη κινδύνου διαφυγής, αφού από μόνος του ο κίνδυνος αυτός δεν αρκεί σε κάθε περίπτωση, καθώς δεν θα μπορούσε να διαφοροποιήσει την ως άνω κατάληξη μου και συνεπώς η εξέταση αυτής της πτυχής καθίσταται αλυσιτελής.
Σημειώνω ότι όμοια κατάληξη επί των ως άνω είχα και στην υπ. αρ.ΔΚ1/25, Ν. Τ. Β. ν. Δημοκρατίας, ημ.25/02/25, το σκεπτικό της οποίας παραθέτω και υιοθετώ:
«Αρχίζοντας από τη νομική βάση του επίδικου διατάγματος στο αρ.9ΣΤ (2) (β) σημειώνω ότι δεν θεωρώ ότι η αναφορά στο επίδικο διάταγμα στο ότι δεν βρέθηκε στην κατοχή της το διαβατήριο της αιτήτριας είναι αρκετή για να συναχθεί ότι εν προκειμένω η κράτηση γίνεται επί σκοπώ «να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη», καθώς δεν προσδιορίζεται και ούτε μπορεί να συναχθεί από τα ενώπιον μου δεδομένα ποια είναι τα στοιχεία για τα οποία θα πρέπει να προσδιοριστούν και ούτε ικανοποιούμαι ότι τέθηκε υπό κράτηση με σκοπό «την καταγραφή σημαντικών πληροφοριών από τον αιτούντα άσυλο, όπως για παράδειγμα των λόγων για τους οποίους ζητεί να του χορηγηθεί άσυλο».
Σημειώνω ότι επί του κινδύνου διαφυγής, δεδομένου ότι - σε κάθε περίπτωση - η κράτηση στη βάση του αρ.9ΣΤ (2) (β) «θα μπορούσε να θεωρηθεί αιτιολογημένη μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η συγκεκριμένη πληροφορία δεν θα μπορούσε να δοθεί χωρίς να υπάρξει κράτηση», θα επανέλθω πιο κάτω, στα πλαίσια της εξέτασης της αναγκαιότητας και αναλογικότητας της κράτησης, τα οποία αφορούν και τις δύο νομικές βάσεις του επίδικου διατάγματος. Ότι ενδιαφέρει στα πλαίσια της ως άνω νομικής βάσης του επίδικου διατάγματος είναι ότι, εφόσον, ως ανωτέρω εξηγώ, δεν πληρούται μια εκ των δύο σωρευτικών προϋποθέσεων, ήτοι η αναγκαιότητα προσδιορισμού στοιχείων στα οποία βασίζεται η αίτηση (ασύλου), «η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη», καταλήγω ότι η στήριξη του επίδικου διατάγματος στο αρ.9ΣΤ (2) (β) στερείται νομικού ερείσματος.»
Ενόψει της ως άνω κατάληξης μου, δεδομένης της θετικής δικαιοπλαστικής εξουσίας που κέκτηται το παρόν Δικαστήριο (βλ. Mondeke και Μ. Α., ανωτέρω), και λαμβανομένου υπόψη του ότι τυχόν εσφαλμένη νομική αιτιολογία δεν οδηγεί απαραίτητα σε ακύρωση του υπό κρίση διατάγματος [βλ. αρ.31 και 32 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(I)/1999), Ανδριάνθη Κ. Στυλιανού ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Πελενδρίου (1997) 4 Α.Α.Δ. 2882 και Χριστοδουλίδης ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 1297], απομένει η εξέταση της έτερης νομικής βάσης του διατάγματος.
Προχωρώ λοιπόν σε εξέταση της νομικής βάσης του επίδικου διατάγματος στο αρ.9ΣΤ (2) (δ), όπου προνοείται ότι η κράτηση ενός αιτητή επιτρέπεται «όταν κρατείται στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου […] προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή […], και ο Υπουργός τεκμηριώνει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής.».
Στο εγχειρίδιο του EASO «Κράτηση αιτούντων διεθνή προστασία στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», 2019, σελ.30-31 αναφέρονται τα εξής:
«Στην υπόθεση Arslan, το ΔΕΕ κλήθηκε να αποφανθεί επί δύο προδικαστικών ερωτημάτων σχετικά με την αλληλεπίδραση μεταξύ της ΟΔΑ και της οδηγίας για την επιστροφή όσον αφορά πρόσωπο που υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας αφού πρώτα τέθηκε υπό κράτηση με σκοπό την απομάκρυνση. Το Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσον η κράτηση ενός προσώπου με σκοπό την απομάκρυνσή του βάσει του άρθρου 15 της οδηγίας για την επιστροφή πρέπει να τερματίζεται αυτομάτως εάν το εν λόγω πρόσωπο υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας: το ΔΕΕ εξέτασε αν οι αιτούντες άσυλο μπορούν να θεωρηθούν «παρανόμως διαμένοντες», με αποτέλεσμα να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας για την επιστροφή.
Το ΔΕΕ επισήμανε ότι, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 7 παράγραφος 2 της αρχικής ΟΔΑ, το άρθρο 7 παράγραφος 1 της αρχικής ΟΔΑ προβλέπει ότι οι αιτούντες έχουν το δικαίωμα να παραμείνουν στο οικείο κράτος μέλος για τον σκοπό της διαδικασίας ασύλου έως ότου η αποφαινόμενη αρχή λάβει απόφαση σε πρώτο βαθμό επί της αίτησής τους. Ό αιτών δεν μπορεί να θεωρείται ότι «διαμένει παρανόμως» κατά την έννοια της οδηγίας για την επιστροφή κατά την περίοδο μεταξύ της υποβολής της αίτησής του και, τουλάχιστον, της απόρριψης της αίτησης αυτής σε πρώτο βαθμό, ή, σε περίπτωση προσφυγής κατά της απορριπτικής απόφασης σε πρώτο βαθμό η οποία έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, της έκβασης της προσφυγής. Το ΔΕΕ αποφάνθηκε στην υπόθεση Arslan ότι η κράτηση αιτούντος μπορεί να συνεχιστεί μόνο κατόπιν κατά περίπτωση εκτίμησης του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων υπό δύο προϋποθέσεις: 1) η αίτηση υποβλήθηκε με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει ή να ματαιώσει την εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής και 2) είναι αντικειμενικώς αναγκαία η διατήρηση του μέτρου της κρατήσεως για να αποτραπεί το ενδεχόμενο να αποφύγει ο αιτών την επιστροφή του. Το ΔΕΕ τόνισε επίσης ότι από το γεγονός και μόνον ότι ο αιτών έχει τεθεί υπό κράτηση και αποτελεί αντικείμενο απόφασης περί επιστροφής κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης δεν θα πρέπει να τεκμαίρεται αυτομάτως ότι υπέβαλε την αίτηση αυτή με μοναδικό σκοπό να ματαιώσει την εκτέλεση της απόφασης περί επιστροφής ή ότι συνεπώς η κράτηση καθαυτή είναι αναγκαία και ανάλογη.»
Βοηθητικό για την ερμηνευτική προσέγγιση του λεκτικού του αρ.9ΣΤ (2) (δ) είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του ΔΕΕ στη C-534/11, Mehmet Arslan v. Policie CR, ημ.30/05/13, όπου εξετάστηκε η αλληλεπίδραση της Οδηγίας 2005/118/ΕΚ, η οποία και αφορά επιστροφή παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, με τις Οδηγίες αναδιατύπωση των οποίων είναι ισχύουσες 2013/33/ΕΕ και 2013/32/ΕΕ.
«57. Όσον αφορά μια κατάσταση όπως η επίμαχη της κύριας δίκης, στην οποία, αφενός, ο υπήκοος τρίτης χώρας τέθηκε υπό κράτηση βάσει του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115 για τον λόγο ότι η συμπεριφορά του δημιουργούσε φόβους ότι, αν δεν ετίθετο υπό κράτηση, θα διέφευγε και θα παρεμπόδιζε την απομάκρυνσή του, και, αφετέρου, η αίτηση ασύλου φαίνεται να έχει υποβληθεί με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει, ή ακόμη και να υπομονεύσει, την εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής που εκδόθηκε κατ’ αυτού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι περιστάσεις αυτές μπορούν πράγματι να δικαιολογήσουν τη διατήρηση της κρατήσεως του εν λόγω υπηκόου ακόμη και μετά την υποβολή αιτήσεως ασύλου.
58. Συγκεκριμένα, εθνική διάταξη που επιτρέπει, υπό τέτοιες συνθήκες, τη διατήρηση της κρατήσεως του αιτούντος άσυλο είναι συμβατή προς το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/85, εφόσον η κράτηση αυτή δεν προκύπτει από την υποβολή της αιτήσεως ασύλου, αλλά από τις περιστάσεις που χαρακτηρίζουν την ατομική συμπεριφορά του αιτούντος αυτού πριν και κατά την υποβολή της αιτήσεως αυτής.
59. Περαιτέρω, στον βαθμό που η διατήρηση της κρατήσεως φαίνεται ότι υπό παρόμοιες συνθήκες είναι αντικειμενικώς αναγκαία προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο ο ενδιαφερόμενος να αποφύγει οριστικά την επιστροφή του, η διατήρηση αυτή επιτρέπεται επίσης δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/9.
60. Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, καίτοι η οδηγία 2008/115 είναι προσωρινώς ανεφάρμοστη κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας εξετάσεως της αιτήσεως ασύλου, τούτο ουδόλως σημαίνει ότι ως εκ τούτου θα τερματιζόταν οριστικά η διαδικασία επιστροφής, καθόσον αυτή μπορεί να συνεχιστεί σε περίπτωση που θα απορριπτόταν η αίτηση ασύλου. Όπως όμως επισήμαναν η Τσεχική, η Γερμανική, η Γαλλική και η Σλοβακική Κυβέρνηση, θα θιγόταν ο σκοπός της οδηγίας αυτής, ήτοι η αποτελεσματική επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, αν ήταν αδύνατο στα κράτη μέλη να αποφύγουν, υπό συνθήκες όπως αυτές που εκτέθηκαν στη σκέψη 57 της παρούσας αποφάσεως, να μπορεί ο ενδιαφερόμενος, με την υποβολή αιτήσεως ασύλου, να επιτυγχάνει αυτομάτως την απόλυσή του (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2011, C-329/11, Achughbabian, Συλλογή 2011, σ. Ι-12695, σκέψη 30).
61. Επιπλέον, το άρθρο 23, παράγραφος 4, στοιχείο ιʹ, της οδηγίας 2005/85 προβλέπει ρητώς ότι η περίσταση ότι ο αιτών υποβάλλει αίτηση μόνο για να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση προγενέστερης ή επικείμενης απόφασης που θα οδηγούσε στην απομάκρυνσή του μπορεί να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της διαδικασίας εξετάσεως της εν λόγω αιτήσεως, καθόσον η περίσταση αυτή μπορεί να δικαιολογήσει την επιτάχυνση ή τη θέση σε προτεραιότητα της εξετάσεως αυτής. Η οδηγία 2008/115 μεριμνά συνεπώς ώστε τα κράτη μέλη να έχουν τα αναγκαία εργαλεία στη διάθεσή τους για να μπορούν να διασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας επιστροφής, αποφεύγοντας την αναστολή της εν λόγω διαδικασίας πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την ορθή επεξεργασία της αιτήσεως.
62. Πρέπει ωστόσο να διευκρινιστεί ότι από το γεγονός και μόνον ότι ένας αιτών άσυλο, κατά την υποβολή της αιτήσεώς του, αποτελεί αντικείμενο αποφάσεως περί επιστροφής και έχει τεθεί υπό κράτηση βάσει του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115 δεν μπορεί να τεκμαίρεται, χωρίς κατά περίπτωση εκτίμηση του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων, ότι αυτός υπέβαλε την αίτηση αυτή με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει ή να ματαιώσει την εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής και ότι είναι αντικειμενικώς αναγκαία και αναλογική η διατήρηση του μέτρου της κρατήσεως.
63. Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι οδηγίες 2003/9 και 2005/85 δεν απαγορεύουν τη διατήρηση της κρατήσεως υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας κατά την έννοια της οδηγίας 2008/115 αφού τέθηκε υπό κράτηση δυνάμει του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115, βάσει διατάξεως του εθνικού δικαίου, αν προκύπτει, κατόπιν κατά περίπτωση εκτιμήσεως του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων, ότι η αίτηση υποβλήθηκε με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει ή να ματαιωθεί η εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής και ότι είναι αντικειμενικώς αναγκαία η διατήρηση του μέτρου της κρατήσεως για να αποτραπεί το ενδεχόμενο να αποφύγει οριστικά ο ενδιαφερόμενος την επιστροφή του.»
Εκ της ανωτέρω νομολογίας, ενόψει του λεκτικού του επίδικου άρθρου, καθίσταται σαφές ότι η ατομική συμπεριφορά ενός αιτητή πριν αλλά και κατά την υποβολή της αιτήσεως ασύλου έχουν ιδιαίτερη σημασία επί του κατά πόσο τεκμηριώνεται κατά περίπτωση, «βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής» [αρ.9ΣΤ (2) (δ)]. Αναμφισβήτητα λοιπόν η χρήση της φράσης «βάσιμοι λόγοι» αναφέρεται βεβαίως σε εικασία, η οποία όμως θα πρέπει να τεκμηριώνεται «βάσει αντικειμενικών κριτηρίων». Περαιτέρω, ως στην Arslan (ανωτέρω) αναφέρεται, αφενός «θα θιγόταν ο σκοπός της οδηγίας [2008/115/ΕΚ] […] αν ήταν αδύνατο στα κράτη μέλη να αποφύγουν […] να μπορεί ο ενδιαφερόμενος, με την υποβολή αιτήσεως ασύλου, να επιτυγχάνει αυτομάτως την απόλυσή του», αφετέρου όμως, ως πιο κάτω στην ίδια απόφαση αναφέρεται, η κράτηση αιτούντος άσυλο σ’ αυτή τη βάση επιτρέπεται μόνο «αν προκύπτει, κατόπιν κατά περίπτωση εκτιμήσεως του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων, ότι η αίτηση υποβλήθηκε με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει ή να ματαιωθεί η εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής και ότι είναι αντικειμενικώς αναγκαία η διατήρηση του μέτρου της κρατήσεως για να αποτραπεί το ενδεχόμενο να αποφύγει οριστικά ο ενδιαφερόμενος την επιστροφή του», η δε συνδρομή των ως άνω προϋποθέσεων, ως τονίζεται στην ίδια απόφαση, «δεν μπορεί να τεκμαίρεται, χωρίς κατά περίπτωση εκτίμηση του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων».
Εκ του απαυγάσματος της ως άνω νομολογίας, βιβλιογραφίας αλλά και του λεκτικού του επίδικου άρθρου του Νόμου, προκύπτει ότι η κράτηση δυνάμει του αρ.9 ΣΤ (2) (δ) είναι νόμιμη μόνο όταν εκ της συμπεριφοράς του αιτητή προκύπτει – κατόπιν αντικειμενικής τεκμηρίωσης στη βάση των διαθέσιμων στοιχείων – ότι η αίτηση ασύλου υποβλήθηκε απ’ αυτόν με μοναδικό σκοπό την καθυστέρηση ή προκειμένου να εμποδίσει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής και ότι αυτή κρίνεται αναγκαία και γι’ αυτό αναλογική προς τον επιδιωκόμενο δι’ αυτής σκοπό, που δεν είναι άλλος από τη διασφάλιση της εκτέλεσης της απόφασης επιστροφής, η οποία και αναστέλλεται μέχρι να ολοκληρωθεί η εξέταση της αιτήσεως ασύλου που υποβλήθηκε. Η δε φράση «συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου» δεικνύει βεβαίως ότι η παράμετρος αυτή λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση του συνόλου των περιστάσεων που αφορούν ένα αιτητή, δεν είναι όμως η μόνη και – αντιστρόφως – δεν μπορεί από μόνη της, άνευ ετέρου και χωρίς εξέταση του συνόλου της συμπεριφοράς αυτού, να οδηγήσει σε τεκμηρίωση της συνδρομής των προϋποθέσεων που θέτει το επίδικο άρθρο.
Επί των ως άνω αξίζει να σημειωθούν και τα εξής. Στο επίδικο άρθρο γίνεται χρήση της φράσης «προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής», στο δε αγγλικό κείμενο του αρ.8 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ [το επίδικο αρ.9ΣΤ (2) αποτελεί αυτολεξεί μεταφορά του αρ.8 (2) της εν λόγω Οδηγίας] γίνεται χρήση του λεκτικού «merely in order to delay or frustrate the enforcement of the return decision». Στο «Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας», Γ. Μπαμπινιώτη (Επανεκτύπωση), σελ.239, αναφέρονται τα εξής: «απλώς – απλά. Από εσφαλμένη αντίληψη τής έννοιας τής δημοτικής ή από μια τάση να υπαχθούν τα πάντα σε ανεξαίρετους κανόνες, χρησιμοποιούν μερικοί το επίρρημα απλά αντί τού απλώς. Ωστόσο, οι δύο τύποι διαφέρουν σημασιολογικά: απλά σημαίνει «με απλό τρόπο, με απλότητα», ενώ απλώς σημαίνει «μόνο». Παράδειγμα: Μίλα απλά, να σε καταλαβαίνουν όλοι – Χρειάζεται απλώς ένα πιστοποιητικό από τη νομαρχία – Απλώς, πρέπει να προσέξεις να διατυπώσεις απλά τις απόψεις σου. ώστε να πειστούν όλοι. […]». Στη διαδικτυακή έκδοση του λεξικού αγγλικής γλώσσας «Merriam-Webster»[1], αναφέρεται ότι η λέξη “merely” σημαίνει “nothing more than - only”. Τα ως άνω συνηγορούν υπέρ της αναφοράς στην Arslan (ανωτέρω) σε «μοναδικό σκοπό».
Λεχθέντων των ως άνω επανέρχομαι στα ενώπιον μου στοιχεία.
Παρότι ιστορικό του αιτητή καταγράφεται πιο πάνω κρίνω σκόπιμο να επαναλάβω εδώ τα εξής, για τους σκοπούς της αξιολόγησης που ακολουθεί.
Ο αιτητής αφίχθηκε στη Δημοκρατία τον Δεκέμβριο 2024, αφού στο μεταξύ (ο ακριβής χρόνος ολίγη σημασία έχει) του είχε αφαιρεθεί η κυπριακή υπηκοότητα. Στο ερ.51 (ΔΦ – Vol.II) εντοπίζεται καταγραφή μηνύματος ημ.07/09/24 αναφορικά με τον αιτητή, στο οποίο δίδονται οδηγίες σε περίπτωση εντοπισμού του να γίνει επικοινωνία με τους αρμόδιους φορείς ώστε να συλληφθεί και να εκδοθεί δυνάμει ερυθράς καταγγελίας της Interpol στην αιτήτρια χώρα. Στο ερ.50 (ΔΦ – Vol.II) εντοπίζεται καταγραφή μηνύματος ημ.26/09/24 αναφορικά με τον αιτητή, στο οποίο δίδονται οδηγίες για κατάσχεση των ταξιδιωτικών του εγγράφων και ταυτότητας, πράγμα που έγινε (βλ. ερ.56, ΔΦ – Vol.II). Ως φαίνεται από τα ενώπιον μου στοιχεία και είναι άλλωστε παραδεκτό εκατέρωθεν, στον αιτητή επιτράπηκε η είσοδος στη Δημοκρατία τον Δεκέμβριο 2024, χωρίς να συλληφθεί. Έκτοτε ο αιτητής απευθύνθηκε στις αρχές για έκδοση ταξιδιωτικών εγγράφων (βλ. ερ.441-442, ΔΦ - Vol.I το έγγραφο αποτελεί παράρτημα 12 της παρούσης προσφυγής, αφού ο τόμος Vol.I του ΔΦ αποτελείται κατ’ ουσία από αντίγραφο της παρούσης προσφυγής) και καταχώρησε στο ΔΔ προσφυγή κατά του διατάγματος στέρησης της κυπριακής του υπηκοότητας, η οποία και απορρίφθηκε και εκκρεμεί η εκδίκαση έφεσης που ο αιτητής καταχώρησε κατά της εν λόγω απόφασης του ΔΔ. Καθ’ όλο δε τον χρόνο από την άφιξη του στη Δημοκρατία τον Δεκέμβριο 2024 μέχρι τις 05/06/25 ο αιτητής βρισκόταν στη Δημοκρατία, χωρίς όμως να συλληφθεί και χωρίς να κινηθεί οιαδήποτε διαδικασία κατά του, είτε βάση του ΚΕΦ.105 είτε στη βάση της ερυθράς καταγγελίας είτε άλλως πως.
Ακολούθως των ως άνω ο αιτητής αναχώρησε στις 05/06/25 για το Βουκουρέστι, με τελικό προορισμό το Λονδίνο. Σύμφωνα δε με το ερ.159, σημεία 3 και 4 (ΔΦ – Vol.II), κατά του αιτητή, «εκκρεμεί διεθνές ένταλμα σύλληψης από την Κίνα, αλλά λόγω του ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν έχει συμφωνία έκδοσης με την αιτήτρια χώρα, δεν θα γίνει σύλληψη του και ισχύουν οι οδηγίες που δόθηκαν στις 12/12/24, δηλαδή να μην συλληφθεί». Συνεπώς στον αιτητή επετράπη να ταξιδέψει και στις 06/06/25 ο αιτητής αφίχθηκε εκ νέου στον διεθνή αερολιμένα Λάρνακας από το Βουκουρέστι (καθότι, σύμφωνα με το ερ.159, ΔΦ – Vol.II, το διαβατήριο του κρίθηκε μη γνήσιο και κρατήθηκε από τις αρχές της Ρουμανίας και ο ίδιος θεωρήθηκε ανεπιθύμητος επιβάτης), όπου δεν του επιτράπηκε η είσοδος στη Δημοκρατία, ελλείψει ταξιδιωτικού εγγράφου. Κατά του αιτητή εκδόθηκε την ίδια μέρα (06/06/25) ένταλμα σύλληψης και, δια διατάγματος προσωποκράτησης του, ετέθη στις 07/06/25 υπό κράτηση για δυο ημέρες, μετέπειτα δε αίτημα ημ.09/06/25 για ανανέωση της απορρίφθηκε. Η προσωποκράτηση του αιτητή ζητήθηκε, ως προκύπτει από το ερ.158 και 156 (ΔΦ – Vol.II) στα πλαίσια διερεύνησης ενδεχόμενης διάπραξης των αδικημάτων της πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, αποφασίστηκε όμως να μην ασκηθεί ποινική δίωξη και να «γίνουν όλες οι εκ του νόμου απαραίτητες ενέργειες […] για την απέλαση του» (ερ.4, ΔΦ – Vol.II). Την ίδια μέρα (09/06/25) ο αιτητής τέθηκε υπό κράτηση λόγω παράνομης παραμονής του στο έδαφος της Δημοκρατίας και στις 10/06/25, εκδόθηκε εναντίον του διάταγμα κήρυξης του ως απαγορευμένου μετανάστη, καθώς και διατάγματα κράτησης και απέλασης, δυνάμει του ΚΕΦ.105 (ερ.158, 156, 161, 80, 82 – ΔΦ – Vol.II).
Κατά των ως άνω διαταγμάτων ο αιτητής καταχώρησε στο ΔΔ προσφυγή, η εκδίκαση της οποίας εκκρεμεί. Στις 11/06/25 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας και έτσι το μεν διάταγμα απέλασης ανεστάλη, το δε διάταγμα κράτησης δυνάμει του ΚΕΦ.105 ακυρώθηκε και εκδόθηκε το προσβαλλόμενο δια της παρούσης διάταγμα κράτησης στη βάση του αρ.9ΣΤ (2) (β) και (δ) του Νόμου, ημ.16/06/25.
Σημειώνω επί των ως άνω ότι οι καθ’ ων η αίτηση υποστήριξαν κατά τις Διευκρινήσεις, όταν ρωτήθηκαν σχετικώς, ότι ο αιτητής θεωρείται από τις αφίξεως του στη Δημοκρατία τον Δεκέμβριο 2024 ως παρανόμως διαμένοντας, ο δε συνήγορος του αιτητή υποστήριξε ότι του επιτράπηκε η είσοδος και διαμονή στη Δημοκρατία και μάλιστα του επέτρεψαν να ταξιδέψει στις 05/06/25. Επί του σημείου αυτού παρατηρώ ότι στο ερ.57 (ΔΦ – Vol.II), όπου εντοπίζω το διάταγμα κήρυξης του ως απαγορευμένου μετανάστη, καταγράφεται ρητώς ότι η άδεια διαμονής του αιτητή ακυρώνεται (“Please also note that your residence permit is hereby cancelled”).
Σημειώνω περαιτέρω ότι στις 10/06/25, ήτοι την μέρα έκδοσης των διαταγμάτων κήρυξης του ως απαγορευμένου μετανάστη, κράτησης και απέλασης (ΚΕΦ.105), οι δικηγόροι του αιτητή έστειλαν επιστολή ίδιας ημερομηνίας (ερ.416-419, ΔΦ – Vol.I), μεταξύ άλλων, στους καθ’ ων η αίτηση, όπου αναφέρουν ότι τυχόν επιστροφή του αιτητή στη βάση ερυθράς καταγγελίας στην Κίνα θα συνιστά παραβίαση των αρ.3, 5 και 6 της ΕΣΔΑ. Η ίδια επακριβώς θέση επαναλαμβάνεται και στην αίτηση ασύλου που ο αιτητής υπέβαλε στις 11/06/25 (ερ.66-72, ΔΦ – Vol.II), όπου αναπτύσσονται περαιτέρω οι θέσεις του και παρατίθεται νομολογία και πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής (ΠΧΚ), εκ των οποίων, ως είναι η θέση του, στοιχειοθετούνται οι ισχυρισμοί του περί ανάγκης παροχής διεθνούς προστασίας και προστασίας από την επαναπροώθηση, στη βάση του αρ.3 της ΕΣΔΑ.
Θα πρέπει εδώ να αναφέρω ότι η όποια διαφαινόμενη γνησιότητα ή και βασιμότητα, ως αυτή ενδεχομένως προκύπτει από μια πρώτη ανάγνωση ή και εκ πρώτης όψεως από την αίτηση διεθνούς προστασίας, ολίγη ή και οριακή σημασία ή βαρύτητα μπορεί να έχει στα πλαίσια της παρούσης. Θεωρώ μάλιστα ότι περαιτέρω ενασχόληση με καταγραφόμενους στην αίτηση ασύλου ισχυρισμούς θα εξέτρεπε την παρούσα εξέταση, καθώς ενέχει τον κίνδυνο να θεωρηθεί μια αίτηση ασύλου ως «γνήσια» απλά και μόνο επειδή καταγράφει εκ πρώτης όψεως ευλογοφανείς ή και αληθοφανείς ισχυρισμούς και – σε κάθε περίπτωση – θεωρώ πως δεν θα συνιστούσε εν τέλει – από μόνη της και άνευ ετέρου - τεκμηρίωση «βάσει αντικειμενικών κριτηρίων» κατά πόσο υφίστανται «βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής». Αντίστοιχα δε, οι αναφορές του συνηγόρου του αιτητή περί του ότι το διάταγμα απέλασης είναι κατά παράβαση της αρχής της μη επαναπροώθησης και ότι συνιστά «συγκεκαλυμμένη έκδοση» δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, ως και οι αναφορές του σε ΠΧΚ εκ των οποίων προκύπτει παράβαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα, τα οποία μπορούν να εξεταστούν μόνο στα πλαίσια των εκκρεμουσών διοικητικών και δικαστικών διαδικασιών, ήτοι της προσφυγής στο ΔΔ κατά των διαταγμάτων ημ.10/06/25 και της αίτησης ασύλου ημ.11/06/25. Ορθώς λοιπόν εισηγείται ο συνήγορος των καθ’ ων επί των ως άνω, σημειώνοντας ότι η αίτηση ασύλου θα εξεταστεί και δεν αποκλείεται να κριθεί βάσιμη. Άλλωστε είναι απολύτως πιθανό μια κράτηση στη βάση του 9ΣΤ (2) (δ) να κριθεί νόμιμη και τελικά η αίτηση διεθνούς προστασίας να πετύχει ή, αντίστροφα, να κριθεί παράνομο και η αίτηση ασύλου τελικά να απορριφθεί ως αβάσιμη, καθώς έκαστο των ως άνω ζητημάτων κρίνεται στο δικό του πλαίσιο.
Αξίζει δε παρεμφερώς να σημειωθεί ότι δεν συμφωνώ με τη θέση του συνηγόρου του αιτητή ότι η απόφαση του ΕΔΔΑ στην αιτ. 37610/18, Liu ν. Poland, ημ.06/10/22, δεσμεύει κατά τον απόλυτο τρόπο που αυτός εισηγείται την κρίση είτε του παρόντος Δικαστηρίου είτε οιασδήποτε άλλης διοικητικής αρχής ή και δικαστηρίου της Δημοκρατίας, καθότι το δεσμευτικό μέρος αποφάσεων του ΕΔΔΑ αφορά την ερμηνεία και εφαρμογή των επίδικων άρθρων της ΕΣΔΑ, την παράβαση των οποίων του ΕΔΔΑ εξετάζει κατά περίπτωση, το δε μέρος της απόφασης του επί του πραγματικού (ήτοι των γεγονότων ή πληροφοριών επί των οποίων στηρίχθηκε) θα πρέπει να διαβάζεται υπό το φως των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του στη διαδικασία εκείνη (βλ. παρ.73-74 της ως άνω απόφασης), τα οποία δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο να έχουν εν τω μεταξύ διαφοροποιηθεί. Συνεπώς η κάθε κρίση επί τούτου θα πρέπει να βασίζεται σε επικαιροποιημένες πληροφορίες (ΠΧΚ), ως και το ίδιο το ΕΔΔΑ σημειώνει στη Liu (ανωτέρω, παρ.74) επί τούτου, λαμβανομένης βεβαίως υπόψη της προσέγγισης και εφαρμογής της ΕΣΔΑ επί όμοιων ή και παρόμοιων γεγονότων ή περιστάσεων. Το ίδιο ισχύει και για τις αποφάσεις πρωτόδικων δικαστηρίων που παραθέτει ο αιτητής, οι οποίες - σε κάθε περίπτωση - ως πρωτόδικες αποφάσεις, δεν παράγουν δεσμευτικό δικαστικό προηγούμενο.
Ότι ενδιαφέρει εν προκειμένω είναι τα εξής.
Ο αιτητής διέμενε στη Δημοκρατία περί των 7 μηνών από την τελευταία φορά που είχε αφιχθεί τον Δεκέμβριο. Έκτοτε οι αρχές της Δημοκρατίας, παρά το ότι ήταν εις γνώση τους η ερυθρά καταγγελία κατά του αιτητή, επέτρεψαν την είσοδο του στη Δημοκρατία και ουδέν μέτρο ελήφθη εναντίον του, είτε στη βάση του ΚΕΦ.105 είτε στη βάση της ερυθράς καταγγελίας είτε άλλως πως. Ο αιτητής δεν συνελήφθη, δεν κρατήθηκε, δεν κηρύχθηκε απαγορευμένος μετανάστης και δεν κινήθηκαν κατ’ αυτού διαδικασίες επιστροφής στη χώρα καταγωγής, παρότι ο αιτητής βρισκόταν εδώ. Μάλιστα, στις 05/06/25, του επετράπη να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία και ήταν μόνο όταν επεστράφη τελικά από τις αρχές της Ρουμανίας στις 06/06/25, που συνελήφθη ο αιτητής, αρχικά στα πλαίσια διερεύνησης ενδεχόμενης διάπραξης αδικημάτων, ακολούθως λόγω παράνομης παραμονής του στη Δημοκρατία, μετά δυνάμει διατάγματος κράτησης (ΚΕΦ.105) και ακολούθως του επίδικου διατάγματος.
Παρεμβάλλω εδώ ότι – ως ορθώς εισηγείται ο συνήγορος του αιτητή – η αναφορά επί του επίδικου διατάγματος και του ερ.81 (ΔΦ – Vol.II) περί του ότι «ο αλλοδαπός προσπάθησε να ταξιδέψει εκτός ΚΔ με πλαστό έγγραφο» είναι ασύμβατη με το τεκμήριο αθωότητας, δεδομένου ότι δεν υπάρχει σχετική καταδικαστική απόφαση. Σχετικώς, στην πρόσφατη Ε.Δ.Δ.Δ.Π. αρ.41/2024, Μ. Α. ν. Δημοκρατίας, ημ.29/05/25, με αναφορά και στη σχετική νομολογία, λέχθηκαν τα εξής:
«Συνάγεται ότι υφίσταται τεκμήριο αθωότητας για αυτές τις κατηγορίες (το οποίο ισχύει προ, κατά και μετά την ποινική δίκη, μέχρι την έκβαση της τυχόν έφεσης κατά της καταδίκης: συνεκδικαζόμενες Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 88/2013 και 103/2013 Δημοκρατίας κ.ά. ν. Γρουτίδη κ.ά., απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 16.7.2019) […]. Αυτό το τεκμήριο αθωότητας τυγχάνει σεβασμού από τη Διοίκηση κατά την έκδοση διοικητικών πράξεων (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 103/2014 Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας, απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 20.7.2021) και από τα Διοικητικά Δικαστήρια (πολύ πρόσφατη απόφαση ημερ. 20.5.2025 του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων -εφεξής το «ΕΔΑΔ»- στην Αίτηση Αρ. 47604/2013 Αρουτσίδης ν. Ελλάδας, παρ. 14-17), πόσο μάλλον όταν διενεργούν έλεγχο ουσίας διά της υποκατάστασης της διοικητικής κρίσης με τη δική τους.
Ως υπέδειξε το ΕΔΑΔ στην Αρουτσίδης ν. Ελλάδας, ανωτέρω παρ. 14:
«where criminal proceedings end with acquittal or a discontinuance, "the presumption of innocence requires that the lack of a person's criminal conviction be preserved in any other proceedings of whatever nature" and also that "the operative part of an acquittal judgment must be respected by any authority referring directly or indirectly to the criminal responsibility of the interested party».». »
Αξιολογώντας τα ενώπιον μου δεδομένα, ως αυτά καταγράφονται πιο πάνω, καταλήγω ότι δεν δύναται εξ αυτών – αντικειμενικώς αξιολογούμενα - να στηριχθεί συμπέρασμα ότι η αίτηση διεθνούς προστασίας ημ.16/06/25 «υποβλήθηκε με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει ή να ματαιωθεί η εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής». Τούτο γιατί εκ της συμπεριφοράς των αρχών από την άφιξη του αιτητή στη Δημοκρατία τον Δεκέμβριο 2024 μέχρι τη σύλληψη του κατά την επιστροφή του από Ρουμανία στις 06/06/25 θεωρώ ότι εύλογα τον οδήγησε να πιστεύει (παρότι δεν θα έπρεπε βεβαίως να επαναπαυθεί) ότι δεν αντιμετώπιζε το ενδεχόμενο επιστροφής στην Κίνα, είτε μέσω εκδόσεως είτε άλλως πως (βλ. και ερ.159, σημεία 3 - 4, ΔΦ – Vol.II), και πως μόνο όταν η ευλόγως σχηματισθείσα πεποίθηση του αυτή ανετράπη άρδην, δια της εκδόσεως των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης (ΚΕΦ.105), υπέβαλε – άμεσα (την επόμενη μέρα) και χωρίς άλλη καθυστέρηση - αίτηση διεθνούς προστασίας στις 11/06/25, αφότου την προηγουμένη της καταχώρησης της, ήτοι στις 10/06/25, σε χρόνο που δεν μπορεί να συναχθεί αν ήταν προηγούμενος ή επόμενος των διαταγμάτων δυνάμει του ΚΕΦ.105 (εκδόθηκαν την ίδια μέρα, 10/06/25), κοινοποίησε τις θέσεις του και στους καθ’ ων η αίτηση, δια των δικηγόρων του, επί του ενδεχομένου επιστροφής του στην Κίνα, οι οποίες και ταυτίζονται πλήρως με όσα καταγράφονται στην αίτηση διεθνούς προστασίας.
Σημειώνω δε ότι, πέραν του ότι εκ των πραγμάτων οι αρχές δεν προέβηκαν σε κανένα μέτρο εναντίον του αιτητή προηγουμένως της άφιξης του στη Δημοκρατία στις 06/06/25, ο αιτητής φαίνεται – ως εύλογα μπορεί αυτό να συναχθεί από την αναφορά στο ερ.57 (ΔΦ – Vol.II) ότι η άδεια διαμονής του ακυρώνεται (“Please also note that your residence permit is hereby cancelled”) – ότι όχι μόνο δεν συνελήφθη, αλλά του είχε παραχωρηθεί και άδεια διαμονής. Η εν λόγω πρόνοια στο διάταγμα κήρυξης του ως απαγορευμένου μετανάστη δεν επιτρέπει άλλη θεώρηση των πραγμάτων. Αξίζει επί τούτου να σημειωθεί δε ότι το ερ.534 του ΔΦ – Vol.I (το εν λόγω έγγραφο αποτελεί μέρος του Παραρτήματος 9 της προσφυγής, αφού ο τόμος Vol.I του ΔΦ αποτελείται κατ’ ουσία από αντίγραφο της παρούσης προσφυγής), αφορά άδεια διαμονής του αιτητή, εκδοθείσα στις 11/12/24, όταν και αφίχθηκε στη Δημοκρατία αεροπορικώς (δες σχετική σφραγίδα), η οποία έληγε στις 11/03/25, με δυνατότητα ανανέωσης, πράγμα το οποίο – σε συνάρτηση με το ερ.57 (ΔΦ – Vol.II) - συνηγορεί υπέρ του ότι σ’ αυτόν δόθηκε άδεια διαμονής, η οποία και ακυρώθηκε δια του διατάγματος κήρυξης του ως απαγορευμένου μετανάστη.
Θα πρέπει εδώ να σχολιαστεί ότι ο πολύτομος διοικητικός φάκελος που καταχωρήθηκε στα πλαίσια της παρούσης αποτελείται κατ’ ουσία και επί το πλείστο από αντίγραφα των προσφυγών του αιτητή και των συνημμένων εκεί εγγράφων, συχνά σε πολλά αντίγραφα, διάσπαρτα και χωρίς να παρατίθεται πίνακας περιεχόμενων.
Δεν παραγνωρίζω βεβαίως ότι ο αιτητής θα αναμενόταν να είχε υποβάλει αίτημα διεθνούς προστασίας πολύ προηγουμένως, ενδεχομένως αμέσως μετά που πληροφορήθηκε για την ύπαρξη ερυθράς καταγγελίας που τον αφορά, σίγουρα μετά που αυτός αφίχθηκε στη Δημοκρατία τον Δεκέμβριο 2024. Σχετικώς τονίζω ότι η αμεσότητα υποβολής αιτήματος ασύλου είναι κριτήριο που απαντάται και στο αρ.7 αλλά και στο άρ.12Δ (4) (η) του Νόμου, όπου στο μεν πρώτο απαλλάσσει τον εκάστοτε αιτητή από τυχόν ποινικές κυρώσεις για την παράνομη είσοδο ή διαμονή του και στο μεν δεύτερο – ενδεικτικό της δικαιολογημένης δυσπιστίας προς αιτητή που προσέρχεται με καθυστέρηση για να υποβάλει το αίτημα του – επιτρέπει την ταχύρρυθμη εξέταση της αιτήσεως του. Αναφορά επί τούτου γίνεται και στην απόφαση Arslan (σκέψη 61, ανωτέρω).
Τα ως άνω αποτελούν κατ’ ουσία προέκταση του αρ.31 της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το καθεστώς προσφύγων, η οποία και αποτελεί τον «ακρογωνιαίο λίθο του διεθνούς νομικού καθεστώτος για την προστασία των προσφύγων» (βλ. και αιτιολογική σκέψη 4 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ), όπου αναφέρεται ότι «[α]ι Συμβαλλόμεναι Χώραι δεν θα επιβάλλουν ποινικάς κυρώσεις εις πρόσφυγας λόγω παρανόμου εισόδου ή διαμονής, εάν ούτοι προερχόμενοι απ' ευθείας εκ χώρας ένθα η ζωή ή η ελευθερία αυτών ηπειλείτο […] υπό την επιφύλαξιν πάντως ότι ούτοι αφ' ενός μεν θα παρουσιαστούν αμελλητί εις τας αρχάς αφ' ετέρου δε θα δώσουν επαρκείς εξηγήσεις περί της παρανόμου αυτών εισόδου ή διαμονής». Για παρεμφερείς λόγους θεωρώ πως το επίδικο άρθρο θέτει την αμεσότητα της υποβολής αίτησης ως στοιχείο που μπορεί να ληφθεί υπόψη για την, στο μέτρο του δυνατού, αντικειμενικά τεκμηριωμένη πιθανολόγηση επί της τυχόν αλλότριας σκοπιμότητας της αιτήσεως διεθνούς προστασίας. Είναι αυτή ακριβώς η εύλογη υπό τις περιστάσεις πιθανολόγηση που εκφράζεται δια της φράσεως «[…] συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου» στο επίδικο άρθρο.
Όμως εν προκειμένω, συνεπεία όσων πιο πάνω εξηγώ, η καθυστέρηση στην υποβολή της αιτήσεως διεθνούς προστασίας, παρότι αναμφίβολα κατακριτέα, δεν είναι τέτοια που να μπορεί εξ αυτής να συναχθεί ότι μοναδικός σκοπός της εν τέλει υποβολής της είναι η ματαίωση της διαδικασίας επιστροφής. Πρέπει βεβαίως να υπομνησθεί ότι σε κάθε αίτηση διεθνούς προστασίας ενυπάρχει - εκ των πραγμάτων - και ο σκοπός της ματαίωσης της (εδώ ήδη κινηθείσας διαδικασίας) επιστροφής. Άλλωστε η μη επιστροφή στη χώρα καταγωγής αποτελεί εξ αντικειμένου σκοπό και επιδιωκόμενο αποτέλεσμα κάθε αιτήσεως διεθνούς προστασίας. Είναι γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο που απαιτείται – προκειμένου μια κράτηση δυνάμει του επίδικου αρ.9ΣΤ (2) (δ) να είναι σύννομη – να τεκμηριωθεί, κατά πιθανολόγηση πάντοτε, καθ’ εικασία η οποία εδράζεται επί αντικειμενικών κριτηρίων, ότι ο μοναδικός σκοπός υποβολής της αιτήσεως είναι η ματαίωση της επιστροφής.
Κρίνω σκόπιμο εδώ να σημειώσω και το εξής. Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι, ενόψει των ισχυρισμών του αιτητή που – εκ πρώτης όψεως - φαίνεται να αφορούν μόνο την μη επαναπροώθηση του (αρ.2, 3, 5, 6 ΕΣΔΑ), θα μπορούσε να αρκεστεί στην προσβολή του διατάγματος απέλασης, εκ του οποίου μπορεί να του δοθεί τέτοια προστασία. Όμως δεν μπορεί εδώ – σε κάθε περίπτωση - να αποκλειστεί εκ προοιμίου τυχόν συνδρομή και των προϋποθέσεων παροχής διεθνούς προστασίας (αρ.3 και 19 του Νόμου).
Είναι λοιπόν κατάληξη μου ότι – για τους λόγους που λεπτομερώς εξηγώ πιο πάνω - δεν συντρέχουν εδώ οι προϋποθέσεις που θέτει το επίδικο αρ.9ΣΤ (2) (δ) του Νόμου, εκ του οποίου τίθεται εκ ποδών και η έτερη νομική βάση του επίδικου διατάγματος κράτησης.
Δεδομένης της κατάληξης μου περί μη συνδρομής των προϋποθέσεων αμφότερων των νομικών βάσεων του επίδικου εδώ διατάγματος παρέλκει η εξέταση της αναλογικότητας και αναγκαιότητας της κράτησης καθώς και το ενδεχόμενο επιβολής εναλλακτικών αυτής μέτρων, το οποίο και συναρτάται με τις αρχές αυτές, ζητήματα που εξετάζονται μόνο όπου κρίνεται ότι οι λόγοι στη βάση των οποίων μπορεί ένας αιτητής να κρατηθεί [αρ.9ΣΤ (2)] συντρέχουν στην εκάστοτε υπό κρίση περίπτωση και, σε αντίθετη περίπτωση, όταν κριθεί ότι οι περιοριστικώς απαριθμούμενοι στην επίδικη διάταξη λόγοι δεν συντρέχουν, ως είναι η κατάληξη μου εδώ, δεν δύναται να περισωθεί το κύρος του επίδικου διατάγματος, ούτε βεβαίως αυτό μπορεί να υποκατασταθεί με εναλλακτικά της κράτησης μέτρα και συνεπώς η εξέταση τους καθίσταται αλυσιτελής. Αντίστοιχα, παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων που προωθούνται δια της προσφυγής.
Τα ως άνω σφραγίζουν και την τύχη της προσφυγής.
Η προσφυγή επιτυγχάνει (ως προς το αιτητικό Α αυτής) και το προσβαλλόμενο διάταγμα ακυρώνεται.
Δεδομένου τούτου οι καθ’ ων η αίτηση θα πρέπει να απολύσουν «αμέσως τον επηρεαζόμενο υπό κράτηση αιτητή», κατά τα διαλαμβανόμενα στο αρ.9ΣΤ (6) (γ) του Νόμου.
Επιδικάζονται έξοδα, ως αυτά υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση.
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.