J.M.N. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπoθ. Αρ.: 2035/23, 9/7/2025
print
Τίτλος:
J.M.N. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπoθ. Αρ.: 2035/23, 9/7/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπoθ. Αρ.: 2035/23

 

09 Ιουλίου 2025

[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

J.M.N.

Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

-------------------

Γ. Π. Ουστάς (κος), Δικηγόρος για τον Αιτητή

Ειρ. Παραδεισιώτη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η Αίτηση

[Αιτητής παρόν]

Α Π Ο Φ Α Σ Η 

Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ. ΔΔΔΠ: Με την παρούσα προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 29/05/2023, σύμφωνα με την οποία το αίτημά του για παραχώρηση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε και καλεί το Δικαστήριο όπως κηρύξει αυτήν άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος, καλώντας το Δικαστήριο όπως να αναγνωρίσει τον Αιτητή ως πρόσφυγα ή δικαιούχο συμπληρωματικής προστασίας.

 

Όπως προκύπτει τόσο από την Ένσταση, αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που αποτελεί τεκμήριο Α στην παρούσα διαδικασία, τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την υπό εξέταση υπόθεση είναι τα ακόλουθα:

Ο Αιτητής είναι ενήλικος, υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (εφεξής «ΛΔΚ»), με επίσημο διαβατήριο που εκδόθηκε από τις αρχές της χώρας καταγωγής του. Σύμφωνα με δική του δήλωση, στις 25/02/2020 εγκατέλειψε νόμιμα τη χώρα του και μέσω Τουρκίας αφίχθηκε στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου, όπου και διέμενε για πέραν του ενός έτους ήτοι μέχρι την 19/06/2021 ημερομηνία κατά την οποία εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Στις 16/07/2021 ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας.

 

Στις 18/01/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή από λειτουργό της EUAA, ο οποίος στις 21/02/2023 συνέταξε Εισηγητική Έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή. Ακολούθως, στις 28/02/2023, συγκεκριμένη λειτουργός δεόντως εξουσιοδοτημένη από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου, κατόπιν εξέτασης της εισηγητικής έκθεσης, αποφάσισε την απόρριψη της αίτησής του Αιτητή για διεθνή προστασία.

 

Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 29/05/2023, παραλήφθηκε δια χειρός από τον Αιτητή αυθημερόν, θέτοντας την υπογραφή του μετά από πλήρη κατανόηση του περιεχομένου της.

 

Εμπρόθεσμα ο Αιτητής, μέσω του συνηγόρου του, καταχώρησε την με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή εναντίον της απόφασης των Καθ' ων η Αίτηση.

 

Με την προσφυγή του, ο Αιτητής προβάλλει αριθμό νομικών ισχυρισμών προς υποστήριξη του αιτήματός του για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, πλην όμως μέσω της γραπτής αγόρευσης του συνηγόρου του προωθούνται εν τέλει ορισμένοι μόνο από αυτούς. Συγκεκριμένα, ο συνήγορος για τον Αιτητή ισχυρίζεται ότι: (1) η προβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα λανθασμένης εφαρμογής του Νόμου, κατάχρησης και/ή υπέρβασης εξουσίας και πλημμελούς άσκησης των εξουσιών και της διακριτικής ευχέρειας των Καθ’ ων η αίτηση, κατά παράβαση του άρθρου 18(3) του περί Προσφύγων Νόμου, αφού η αξιολόγηση του αιτήματος του Αιτητή δεν έγινε σε εξατομικευμένη βάση, αντικειμενικά και αμερόληπτα, ούτε δόθηκε η ευκαιρία στον Αιτητή κατά τη συνέντευξη να παραθέσει με λεπτομέρεια τους λόγους που αφορούν στο αίτημά του για διεθνή προστασία, (2) η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση λήφθηκε χωρίς τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας και/ή ορθής αξιολόγησης όλων των γεγονότων και περιστατικών της υπόθεσης, εφόσον πληροφορίες από εξωτερικές πηγές κάνουν λόγο για σκληρές διακρίσεις που αντιμετωπίζουν στη ΛΔΚ όσοι θεωρούνται ότι σχετίζονται με την Rwanda, καθώς και όσοι ανήκουν στη φυλή των Banyamulenge, λόγω της εθνοτικής τους καταγωγής, (3) η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω πλάνης περί τα πράγματα ή το Νόμο, αφού οι Καθ’ ων η αίτηση δεν έλαβαν υπόψη τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και δεν εφάρμοσαν ορθά τις πρόνοιες του Νόμου κατά την άσκηση της διακριτικής τους εξουσίας, (4) η προσβαλλόμενη πράξη στερείται επαρκούς αιτιολογίας, αφού δεν προκύπτουν λεπτομερώς όλα τα στοιχεία που οδήγησαν τους Καθ’ ων η αίτηση στην απορριπτική τους κρίση επί του αιτήματος ασύλου του Αιτητή, και (5) οι Καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν το αίτημα του Αιτητή κατά παράβαση του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου, χωρίς εξειδικεύουν την εξέταση τους κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για συμπληρωματική προστασία.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η Αίτηση, μέσω της δικής τους αγόρευσης, υπεραμύνονται της νομιμότητας και της ορθότητας της υπό εξέτασης απόφασης, υποβάλλοντας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, στα πλαίσια της διακριτικής τους ευχέρειας, κατόπιν δέουσας έρευνας και αφού αξιολογήθηκαν ενδελεχώς όλα τα ενώπιον τους στοιχεία, και είναι πλήρως και δεόντως αιτιολογημένη. Αντιτείνουν δε, ότι στο πρόσωπο του Αιτητή δεν συντρέχουν τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του δικαιολογημένου φόβου δίωξης, που είναι απαραίτητα ώστε να του αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα, σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου. Επιπλέον, αποτελεί θέση τους, ότι ο Αιτητής είχε την ευκαιρία να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, αλλά δεν το έπραξε, ενώ δε, του υποβλήθηκαν, επίσης, διευκρινιστικές ερωτήσεις ώστε να παρουσιάσει καλύτερα το αίτημά του. Ως αναφέρουν επίσης, εξετάστηκε και το κατά πόσο ο Αιτητής δικαιούται καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, ωστόσο, απέτυχε να αποδείξει ότι εμπίπτει στο άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου. Περαιτέρω, υποβάλλουν ότι καμία πλάνη, πραγματική ή νομική, από μέρους τους δεν έχει στοιχειοθετηθεί από τον Αιτητή. Καταληκτικά, εισηγούνται πως το τεκμήριο της νομιμότητας και της κανονικότητας της πράξης δεν έχει ανατραπεί από τον Αιτητή, παρόλο που έφερε το σχετικό βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του, επισημαίνοντας παράλληλα ότι, κανένας από τους προβαλλόμενους από μέρους του λόγους ακύρωσης δεν ευσταθεί. Ως εκ των πιο πάνω, καλούν το Δικαστήριο όπως απορρίψει την προσφυγή του Αιτητή και να επικυρώσει την επίδικη απόφαση.

 

Κατά το στάδιο των διευκρινήσεων, οι συνήγοροι των μερών υιοθέτησαν το περιεχόμενο των γραπτών τους αγορεύσεων με τον κ. Ουστά να επικεντρώνεται στην μη διεξαγωγή δέουσας έρευνας από πλευράς των Καθ’ ων η αίτηση η οποία οδηγεί και σε πάσχουσα αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Έχω μελετήσει με προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τους συνηγόρους των διαδίκων και δεδομένου ότι το παρόν Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν. 73(Ι)/2018, κέκτηται εξουσίας όπως εξετάζει πέραν από την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ορθότητα αυτής, ήτοι εξέταση επί της ουσίας του αιτήματος του Αιτητή, κρίνω σκόπιμο όπως καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που προέβαλε ο Αιτητής σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ’ ων η Αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας, έχοντας κατά νου και τους προωθούμενους από τον Αιτητή ισχυρισμούς προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Με την αίτησή του για παροχή διεθνούς προστασίας, ως προς τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής δήλωσε κατ’ αρχήν ορφανός και από τους δύο του γονείς, δήλωσε πως δεν γνώρισε τον πατέρα του, ενώ η μητέρα του απεβίωσε λόγω των διακρίσεων εναντίον των Tutsi ισχυριζόμενος ότι εγκατέλειψε την χώρα του επειδή κινδύνευε η ζωή του. Αναφέρει ειδικότερα,  ότι ο ίδιος ζούσε με τη μητέρα του στην Kinshasa, σε μια λιγότερο γνωστή περιοχή, προβάλλοντας πως κάποια άτομα από τη γειτονιά σκότωσαν τη μητέρα του στην απουσία του, ενώ η φίλη της μητέρας του, που ήταν παρούσα κατά το περιστατικό, τον βοήθησε ώστε να διαφύγει τον κίνδυνο να δολοφονηθεί και ο ίδιος.

 

Στα πλαίσια της προφορικής του συνέντευξης, ως προς τα με τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε υπήκοος της ΛΔΚ, με καταγωγή από την πόλη Bumbu της Kinshasa, όπου και διέμενε για όλη του τη ζωή, Χριστιανός στο θρήσκευμα, άγαμος και άτεκνος, απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, χωρίς εργασιακή εμπειρία. Κατά δήλωσή του η μητέρα του απεβίωσε κατά τον Δεκέμβριο του 2019, ενώ ο πατέρας του, τους είχε εγκαταλείψει μετά την γέννηση του ιδίου, δεν διαθέτει αδέλφια αλλά ούτε και συγγενείς στη χώρα του, και ζούσε μόνο με την μητέρα του. Αναφορικά με τον πατέρα του τον οποιο δεν γνώρισε, έχει πληροφορίες από την μητέρα του ότι η οικογένεια του πατέρα του δεν την συμπαθούσαν λόγω του ότι ήταν Banyamulenge, φυλή με καταγωγή από την Rwanda που τους είχε δοθεί η υπηκοότητα της ΛΔΚ και εάν συνεχιζόταν η σχέση τους, τότε θα κινδύνευε και η ζωή του πατέρα του, ο οποίος εν τέλει τους εγκατέλειψε.

 

Αναφορικά με τους λόγους που τον οδήγησαν στο να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, κατά την ελεύθερη αφήγησή του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως κάποια άτομα από τη γειτονιά του επιτέθηκαν στη μητέρα του, κτυπώντας την μέχρι θανάτου, ενώ τους έκαψαν και το σπίτι τους, επικαλούμενος ότι προέβησαν σε αυτή την ενέργεια εξαιτίας του ότι η μητέρα του ήταν Banyamulenge, που αποτελεί φυλή ατόμων από την Rwanda. Επιπλέον, ανέφερε ότι ο ίδιος δεν ήταν παρόν κατά το πιο πάνω περιστατικό, επικαλούμενος πως εάν ήταν παρόν κατά το αναφερόμενο περιστατικό υπήρχε κίνδυνος να σκοτώσουν και τον ίδιο, εκλαμβάνοντας τον ότι προέχεται από την Rwanda. Ως επίσης ανέφερε ο Αιτητής, η φίλη της μητέρας του, η οποία ήταν παρούσα κατά το περιστατικό επίθεσης κατά της μητέρας του, τον βοήθησε να διαφύγει από την χώρα, επικαλούμενος και πάλι ότι, εάν ήταν παρόν κατά το περιστατικό που σκότωσαν τη μητέρα του, τότε σίγουρα θα σκότωναν και τον ίδιο.

 

Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις που ακολούθησαν, ο Αιτητής ανέφερε πως αφορμή της επίθεσης που δέχθηκε η μητέρα του, αποτέλεσε το περιστατικό όπου ένας πολίτης της ΛΔΚ σκοτώθηκε στα σύνορα της χώρας με την Rwanda, ενώ ανέφερε επίσης, ότι ο ίδιος ενημερώθηκε για το εν λόγω συμβάν από τη φίλη της μητέρας του, επιστρέφοντας στο σπίτι. Ειδικότερα ανέφερε πως η  φίλη της μητέρας του, είχε τηλεφωνική συνομιλία με τον ίδιο μετά το εν λόγω συμβάν, όπου τον συμβούλευσε να μην επιστρέψει στο σπίτι, αλλά να συναντηθούν κάπου στη γειτονιά του, όπως και έγινε, ενώ μετά την συνάντησή τους, εκείνη τον συνόδευσε στο σπίτι της, όπου και του εξήγησε τα όσα η ίδια είδε, όταν κατά το συγκεκριμένο συμβάν πήγαινε για επίσκεψη στο σπίτι της μητέρας του.

 

Ερωτηθείς στη συνέχεια κατά πόσο υπάρχει κάποιος άλλος λόγος για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα του, ο Αιτητής προέβαλε τον κίνδυνο που αντιμετώπιζε επαναλαμβάνοντας τη θέση του πως εάν παρέμενε στη ΛΔΚ, υπήρχε ο κίνδυνος να σκοτωθεί και ο ίδιος, όπως και η μητέρα του, με την οποία συνήθως διέμενε. Κληθείς να αναφέρει τι μπορεί να συμβεί στον ίδιο σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ, ο Αιτητής επικαλέστηκε ότι δεν γνωρίζει για τον πατέρα του, ενώ η μητέρα του είναι Banyamulenge και του έλεγε για το πως ήταν τα πράγματα εκεί, ισχυριζόμενος ότι στη ΛΔΚ θα ζει υπό το καθεστώς του ανιθαγενή, εφόσον στη χώρα του, τον θεωρούν ότι έχει εθνικότητα από την Rwanda, από όπου καταγόταν η μητέρα του. Ισχυρίστηκε επίσης, ότι στη ΛΔΚ δεν έχει κάπου αλλού που θα μπορούσε να ζήσει, επικαλούμενος ότι ζούσε πάντοτε με τη μητέρα του στην ίδια γειτονιά, ενώ εάν επιστρέψει εκεί, θα κινδυνεύσει λόγω του ότι γνώριζαν ότι διέμενε με την μητέρα του.

 

Περαιτέρω, ο Αιτητής επικαλέστηκε ότι ο σύζυγος της φίλης της μητέρας του ήταν πρώην υπουργός της κυβέρνησης και είχε μεσολαβήσει ώστε να εκδοθεί το διαβατήριο του ιδίου από τις αρχές της ΛΔΚ, ενώ επίσης ανέφερε ότι η εν λόγω φίλη της μητέρας του, τον είχε βοηθήσει να πάει στο σχολείο, όπου ο Αιτητής προσποιούταν ότι κατάγεται από τη ΛΔΚ αντί ότι είχε καταγωγή από την Rwanda, ως επικαλέστηκε. Ως δήλωσε σχετικά ο Αιτητής, ο ίδιος δεν είχε αντιμετωπίσει οιαδήποτε σοβαρά ζητήματα κατά την έκδοση των επίσημων του εγγράφων στη ΛΔΚ, πέραν κάποιων μικροπροβλημάτων ως επικαλέστηκε, που ωστόσο, δεν εμπόδισαν στην έκδοση των απαραίτητων εγγράφων, ούτε και ανέφερε ότι ο ίδιος αντιμετώπισε οποιαδήποτε προβλήματα στην πρόσβαση του στον τομέα της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στη χώρα του. Διευκρίνισε δε, ότι τα άτομα που γεννήθηκαν στην Rwanda, όπως και η μητέρα του, ονομάζονται Tutsis, ενώ οι Banyamulenge αποτελούν άτομα φυλής από τη Rwanda, στους οποίους στο παρελθόν διδόταν υπηκοότητα της ΛΔΚ, έτσι η μητέρα του θεωρείτο Banyamulenge στη ΛΔΚ. Ερωτηθείς αναφορικά με τη γλώσσα που ομιλούσε η μητέρα του, ο Αιτητής δήλωσε ότι εκείνη μιλούσε τα Lingala, γλώσσα με την οποία μιλούσε πάντοτε στον ίδιο, διευκρινίζοντας ότι, ουδέποτε η μητέρα του είχε μιλήσει στον ίδιο μέσω κάποιας άλλης γλώσσας, προσθέτοντας πως εάν του μιλούσε στη γλώσσα της, τότε ίσως να τη μάθαινε ο ίδιος και να τη χρησιμοποιούσε, ισχυριζόμενος πως σε τέτοια περίπτωση θα είχε προβλήματα.

 

Καταλήγοντας, ερωτηθείς κατά πόσο θα μπορούσε ο ίδιος να επιστρέψει στη ΛΔΚ και να ζήσει σε κάποιο διαφορετικό μέρος από τον τόπο συνήθους διαμονής του εκεί, ο Αιτητής αποκρίθηκε λέγοντας ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα του καθότι θα τον σκοτώσουν, δηλώνοντας πως εγκατέλειψε τη χώρα του και ήρθε στην Κύπρο για προστασία και ασφάλεια.

 

Οι Καθ΄ων η αίτηση εξετάζοντας τα λεγόμενα του Αιτητή διήκριναν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, εκ των οποίων, ο πρώτος αφορά την ταυτότητα/προφίλ και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, ο δε, δεύτερος, περί του ότι η μητέρα του είχε σκοτωθεί επειδή ανήκε στην εθνοτική φυλή Banyamulenge και είχε την εθνικότητα της Rwanda.

 

Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός έγινε αποδεκτός αφού δεν προέκυψαν στοιχεία περί του αντιθέτου και οι σχετικές δηλώσεις του Αιτητή κρίθηκαν ότι είχαν συνέπεια και συνοχή, ως επίσης, ήταν συγκεκριμένες και λεπτομερείς, ενώ επιβεβαιώθηκαν από το επίσημο του διαβατήριο και/ή εντοπίστηκαν σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

 

Αντίθετα, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός του Αιτητή απορρίφθηκε, καθώς οι σχετικές δηλώσεις και απαντήσεις του κρίθηκαν ως γενικές και αόριστες και ασαφείς, ως επίσης, ελλιπείς σε λεπτομέρεια και εξειδίκευση σχετικά με την εθνοτική καταγωγή της μητέρας του, την αιτία του θανάτου της, καθώς και τη διασύνδεση μεταξύ τούτων. Πιο συγκεκριμένα, κρίθηκε ότι ο Αιτητής απάντησε  με γενικότητα όταν κλήθηκε να διευκρινίσει κατά πόσο η μητέρα του ήταν Tutsi ή Banyamulenge ως προς την εθνότητά της, χωρίς να παραθέσει επαρκείς πληροφορίες ώστε να επιβεβαιώνεται η εθνοτική προέλευση της μητέρας του. Περαιτέρω, η αφήγηση του Αιτητή σχετικά με τον θάνατο της μητέρας του, κρίθηκε ότι στερείτο επάρκειας και λεπτομέρειας, εφόσον ο ίδιος ισχυρίστηκε γενικά πως κάποιοι Κονγκολέζοι επιτέθηκαν και σκότωσαν τη μητέρα του, χωρίς να συγκεκριμενοποιεί ποιοι θα μπορούσε να ήταν αυτοί, αναφερόμενος εν τέλει επίσης με γενικότητα ότι ήταν μια μεγάλη ομάδα από ιθαγενείς της ΛΔΚ. Ως επιπλέον διαπιστώθηκε, ο Αιτητής δεν έδωσε μια ακριβή ημερομηνία για το θάνατο της μητέρας του, ενώ παρά το ότι ο ίδιος επικαλέστηκε πως την είχαν σκοτώσει λόγω του ότι ήταν Banyamulenge, εφόσον ο ίδιος δεν κατάφερε να καταδείξει συγκεκριμένα ποιοι την σκότωσαν και ποια ήταν τα κίνητρά τους, κρίθηκε πως δεν τεκμηριώνεται ο σύνδεσμός μεταξύ της κατ’ ισχυρισμό εθνοτικής ομάδας της μητέρας του και της δολοφονίας της.

 

Όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία του πιο πάνω ισχυρισμού του Αιτητή, διαπιστώθηκε πως ο ίδιος δεν προσκόμισε οποιαδήποτε τεκμήρια σε σχέση με την εθνότητα της μητέρας του ως Banyamulenge ή Tutsi, αλλά ούτε και για την εθνικότητά της από την Rwanda. Περαιτέρω, από σχετικές πληροφορίες σε εξωτερικές πηγές που παρέθεσαν οι Καθ’ ων η αίτηση, διαπιστώθηκε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή σε σχέση με τα χαρακτηριστικά της εθνοτικής ομάδας των Banyamulenge ήταν σε συμφωνία με τις αντίστοιχες πληροφορίες, ενώ δε, ως επίσης καταγράφεται σε εξωτερικές πηγές, υπήρχαν αναφορές για διακρίσεις εναντίον των Banyamulenge και των Tutsi στη ΛΔΚ, όπως και για άλλες εθνοτικές ομάδες στη χώρα, και κυρίως στις ανατολικές περιοχές της ΛΔΚ, που αποτελούν περιοχή συνεχούς βίαιων συγκρούσεων.

 

Ωστόσο σημειώθηκε πως παρά το γεγονός ότι οι πιο πάνω πληροφορίες επιβεβαιώνουν την εθνοτική καταγωγή των Banyamulenge, των οποίων η προέλευση εντοπίζεται στη Rwanda, εντούτοις, κρίθηκε ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να θεμελιώσει την εσωτερική αξιοπιστία των πιο πάνω ισχυρισμών του. Ως εκ τούτου, ο ανωτέρω ουσιώδης ισχυρισμός του έτυχε απόρριψης.

 

Προχωρώντας σε αξιολόγηση του κινδύνου, βάσει του μοναδικού ουσιώδη ισχυρισμού του Αιτητή που έγινε αποδεκτός, ήτοι της ταυτότητας, του προφίλ του και της χώρας καταγωγής του, οι Καθ’ ων η αίτηση διέκριναν ότι, σε σχέση με τα προσωπικά στοιχεία και περιστάσεις του, δεν προκύπτουν παράγοντες που να εντείνουν τον κίνδυνο στην περίπτωση του Αιτητή. Περαιτέρω, λαμβάνοντας υπόψη τη γενική κατάσταση ασφαλείας που επικρατούσε στην Kinshasa, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι, δεν υπήρχε εύλογος βαθμός πιθανότητας ο Αιτητής να αντιμετωπίσει δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στον τόπο συνήθους διαμονής του, ήτοι στην Kinshasa της ΛΔΚ.

 

Ακολούθως, κατά τη νομική αξιολόγηση και υπό τα πιο πάνω δεδομένα, διαπιστώθηκε ότι δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης του Αιτητή στην περίπτωσή του, για κάποιον από τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο πλαίσιο του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου. Ως εκ τούτου, κρίθηκε ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις ώστε να του αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα. Συνακόλουθα, ως προς το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις καθώς δεν προκύπτουν στοιχεία στην περίπτωσή του, εκ των οποίων θα μπορούσε να πιθανολογηθεί ευλόγως ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποβληθεί σε θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή να υποστεί βασανιστήρια, ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, σύμφωνα με το Άρθρο 15, εδάφια (α) και (β), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αντίστοιχο άρθρο 19, εδάφια (1) και (2) (α) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου). Ως προς το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή στις πρόνοιες του άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αντίστοιχο άρθρο 19, εδάφια (1) και (2)(γ), του περί Προσφύγων Νόμου), λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι, με βάση την έρευνα που έγινε στα πλαίσια της αξιολόγησης του κινδύνου, δεν υφίσταται κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης στην Kinshasa, τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή στη ΛΔΚ, κρίθηκε ότι, δεν προκύπτει πως σε περίπτωση επιστροφής του ο ίδιος θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής και προσωπικής απειλής λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. Ως εκ τούτου, απορρίφθηκε και το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Συναφώς, διαπιστώθηκε ότι με βάση τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, στην περίπτωσή του, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι κινδυνεύει να υποβληθεί σε βασανιστήρια, ή σε απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του Άρθρου 3 της ΕΣΔΑ ή/και της αρχής της μη επαναπροώθησης, σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του. Ως εκ τούτου, οι Καθ' ων η αίτηση απέρριψαν την αίτηση διεθνούς προστασίας του Αιτητή.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου, «πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγένειας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής».

 

Είναι καθόλα κατανοητό, ότι για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να συνεκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση.

 

Το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, προνοεί ότι «εναπόκειται στον αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση διεθνούς προστασίας», χωρίς να απαιτείται να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία. Ο Αιτητής έχει την ευθύνη να εκθέσει με την αίτησή του αλλά και μέσα από την ενώπιον της αρμόδιας αρχής συνέντευξη του, ή ακόμα και ενώπιον του Δικαστηρίου, μέσω της ορθής δικονομική διαδικασίας, με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης υφιστάμενο στη χώρα καταγωγής του. Ο Αιτητής οφείλει να επικαλεστεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το υποβληθέν αίτημά του για διεθνή προστασία, το δε αρμόδιο όργανο εξετάζοντας την αίτηση του Αιτητή, οφείλει να λάβει υπόψη του κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός.

 

Είναι πάγια νομολογημένο ότι δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2013) 3 Α.Α.Δ. 120, Α. Παπουτέ ν. Χρ. Κασάπη και Κυπριακής Δημοκρατίας, Συν. Αναθ. Έφεση 112/15 και 131/15 ημερομηνίας 13/07/2022). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή έρευνα.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας του Αιτητή, με σκοπό να εξεταστεί ο ισχυρισμός του περί πάσχουσας έρευνας, το Δικαστήριο μελετώντας το σύνολο του διοικητικού φακέλου, αποδέχεται τον ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή σχετικά με τα προσωπικά του στοιχεία/προφίλ, καθώς και τον τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής του στη ΛΔΚ, ήτοι την πόλη Bumbu στην Kinshasa, καθώς δεν προέκυψαν περί του αντιθέτου στοιχεία, και σύμφωνα με τους Καθ’ ων η αίτηση οι σχετικές δηλώσεις του Αιτητή επιβεβαιώθηκαν από και/ή εντοπίστηκαν σε εξωτερικές πηγές.

 

Προχωρώντας στην εξέταση του δεύτερου ουσιώδη ισχυρισμού στον οποίο θα πρέπει να ενσωματωθεί και το στοιχείο του κινδύνου δίωξης του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του λόγω της εθνικότητας της μητέρας του, διαπιστώνεται πως  το αφήγημα του Αιτητή χαρακτηρίζεται γενικότερα από σοβαρές ελλείψεις και αντιφάσεις στους ισχυρισμούς του, καθώς επίσης παρατηρείται έλλειψη συνέπειας, συνοχής και λεπτομέρειας σε ότι αφορά τα περί στοχοποίησης του ιδίου και της μητέρας του στη ΛΔΚ, λόγω της εθνοτικής καταγωγής της μητέρας του. Ουδόλως δε, κατάφερε ο Αιτητής να αποδείξει με σαφήνεια και λεπτομέρεια, οιανδήποτε πραγματική διασύνδεση της κατ’ ισχυρισμό εθνοτικής καταγωγής της μητέρας του με το περιστατικό της επίθεσης εναντίον της, ούτε και προκύπτει να έχει συμβεί οποιοδήποτε περιστατικό στον ίδιο προσωπικά καθ’ όλη τη διάρκεια που ζούσε με τη μητέρα του και ενόσω βρισκόταν στη χώρα καταγωγής του, λόγω της εθνικότητας της μητέρας του.

 

Ειδικότερα, κρίνεται ορθή η αξιολόγηση των Καθ' ων η αίτηση όσον αφορά τον πιο πάνω ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή. Επιπλέον διαπιστώνω σε σχέση με τα όσα συνολικά επικαλέστηκε ο Αιτητής ότι, δεν γνώριζε να αναφέρει σε ποια εθνοτική φυλή ανήκε ο ίδιος, επικαλούμενος αόριστα πως θεωρείτο ως Banyamulenge στη χώρα του λόγω της εθνικότητας της μητέρας του από την Rwanda. Δεν παραβλέπω ότι ο Αιτητής δήλωσε πως τόσο ο πατέρας του όσο και η μητέρα του, είχαν την υπηκοότητα της ΛΔΚ. Εξάλλου, από το επίσημο διαβατήριο του Αιτητή, προκύπτει ότι ο ίδιος είχε την υπηκοότητα της ΛΔΚ και την εθνικότητα του Κονγκό, σε αντίθεση με τον ισχυρισμό του περί του ότι ήταν ανιθαγενής στη χώρα του, λόγω και της εθνικότητας της μητέρας του. Πέραν δε, της γενικότητας με την οποία ο Αιτητής περιέγραψε το εν λόγω περιστατικό της επίθεσης εναντίον της μητέρας του, επικαλούμενος πως ο ίδιος δεν βρισκόταν εκεί κατά τη διάρκεια του περιστατικού, η αφήγησή του στερείται ευλογοφάνειας, εφόσον αναμενόταν ο ίδιος να μάθαινε άμεσα για το εν λόγω περιστατικό και όχι μέσω κάποιου τρίτου, αφού με βάση τις δηλώσεις του, αυτό έγινε στη γειτονιά του ενόσω ο ίδιος επέστρεφε στο σπίτι του. Με ασάφεια επικαλέστηκε ότι κινδύνευε η ζωή του στη χώρα του, λόγω της κατ’ ισχυρισμό καταγωγής/εθνικότητας της μητέρας του, θεωρώντας και τον εαυτό του ως Banyamulenge, ενώ δεν ανέφερε να υπήρξε δυσμενής διάκρισης ή να έλαβε χώρα κάποιο δυσχερές περιστατικό στον ίδιο ενόσω βρισκόταν στην χώρα καταγωγής του. Επιπλέον, σε ασυνέπεια με τα όσα επικαλείται, περί του ότι δεν έχει κανέναν στη χώρα του, διαπιστώνεται ότι, σύμφωνα με σχετικές του δηλώσεις, στην περίπτωσή του, τον είχε βοηθήσει ένας πρώην αξιωματούχος της κυβέρνησης της ΛΔΚ ήτοι, ο σύζυγος της φίλης της μητέρας του, που ήταν πρώην υπουργός, ενώ είχε επιπλέον και τη στήριξη της φίλης της μητέρας του ήτοι, της συζύγου του εν λόγω πρώην αξιωματούχου.

Ανατρέχοντας το Δικαστήριο για σκοπούς αξιολόγησης της εξωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού του Αιτητή, από σχετική έρευνα προκύπτει σε σχέση με τις εθνοτικές ομάδες των Banyamulenge και των Tutsi στην ΛΔΚ, ότι: «Μία υποομάδα των Banyarwanda σήμερα στη ΛΔΚ αποτελείται ως επί το πλείστο από απόγονους των κτηνοτρόφων Tutsi που μετανάστευσαν στην περιοχή γύρω από το Mulenge, τόπο που σήμερα αποτελεί την επαρχία του South Kivu, από τη Ρουάντα, το Μπουρούντι και την Τανζανία, κυρίως τον δέκατο όγδοο και δέκατο ένατο αιώνα, αλλά ορισμένοι από αυτούς ίσως και νωρίτερα. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, αυτή η ομάδα άρχισε να αυτοαποκαλείται ‘Banyamulenge’ (λαός του Mulenge), ένας όρος που έχει χρησιμοποιηθεί γενικότερα για να αναφερθεί στους Κονγκολέζους Tutsi.[1]

 

Αναφορικά δε, με τα όσα επικαλείται ο Αιτητής, που αφορούν στη μεταχείριση των Banyamulenge στη ΛΔΚ, από έγκυρες πηγές προκύπτουν αναφορές περί του ότι, άτομα που ανήκουν μεταξύ των εθνοτικών ομάδων των Banyamulenge και των Tutsi «κινδυνεύουν να υποστούν διακρίσεις και παρενόχληση»[2], ως επίσης ότι, ιδίως όσον αφορά μια άλλη εθνοτική ομάδα και τη μειονότητα Banyamulenge στη ΛΔΚ, «η δημόσια ρητορική μίσους και η υποκίνηση σε διακρίσεις, εχθρότητα ή βία αυξάνονται σε όλη τη χώρα»[3]. Στην ίδια πηγή και για την περίπτωση της Kinshasa, καταγράφεται (με παραπομπή σε αναφορά διεθνούς ανθρωπιστικής οργάνωσης) ότι «‘οποιοσδήποτε θεωρείται ότι συνδέεται με τη Ρουάντα θα αντιμετωπίσει σκληρές διακρίσεις σε όλα τα τμήματα της κοινωνίας’ στην Kinshasa, καθώς το εθνοτικό ή θρησκευτικό υπόβαθρο στην πόλη μπορεί να διαδραματίσει ‘πιθανούς παράγοντες κινδύνου’»[4].

 

Πέραν των πιο πάνω, σε σχετικό άρθρο του BBC (Φεβρουάριος 2025), καταγράφεται το ιστορικό της αντιμετώπισης των Tutsi και Banyamulenge στη ΛΔΚ, όπου αναφέρεται ότι «Τη δεκαετία του 1990, οι Tutsi και οι Banyamulenge υπέστησαν πολλαπλές σφαγές στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό», όπου, αναφέρεται επίσης ότι «‘πολλοί’ Tutsi και Banyamulenge έχασαν τις δουλειές τους και υπέστησαν διακρίσεις και απειλές».[5] Ωστόσο, σύμφωνα με σχετική αναφορά στην ίδια πηγή, προκύπτει ότι «πλέον, το σύνταγμα θεωρεί τις ομάδες Tutsi και Banyamulenge ως Κονγκολέζους και ορισμένα άτομα από αυτές τις κοινότητες κατέχουν ανώτερες στρατιωτικές θέσεις και θέσεις διακυβέρνησης», αν και «εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις διακρίσεων», με ειδική αναφορά για τούτο, στο έτος 2024 και την περιοχή του North Kivu (ήτοι, στα ανατολικά της ΛΔΚ), καθώς επίσης αναφέρεται επιπλέον, ότι «οι πολιτικοί - στο παρελθόν και στο παρόν - έχουν επίσης προωθήσει μεροληπτικές αντιλήψεις».[6] Στο πιο πάνω άρθρο του BBC καταγράφεται επίσης ότι «η κυβέρνηση του Κονγκό έχει κάνει κάποια βήματα στην αναγνώριση των διακρίσεων κατά των Tutsi», όπως για παράδειγμα, εντός του 2025, ο πρόεδρος της ΛΔΚ «δήλωσε ότι ‘έχει βαρεθεί’ τον αντι-Banyamulenge λόγο και ισχυρίστηκε ότι τέτοια σχόλια έδωσαν στη Ρουάντα το πρόσχημα για να εισβάλει στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό», ενώ δε, «οι αρχές έχουν επίσης υποβαθμίσει τις κατηγορίες για εκτεταμένες διώξεις» και συγκεκριμένα, ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης της ΛΔΚ δήλωσε στο BBC τα εξής: «Έχουμε 450 φυλές και υπάρχει σύγκρουση μεταξύ ορισμένων από αυτές σε πολλά μέρη της χώρας... Η θέση της κυβέρνησης είναι κατά κάθε είδους διακρίσεων ή ρητορικής μίσους εναντίον κάθε κοινότητας».[7]

 

Περαιτέρω, σε άλλη έγκυρη πηγή, αναφέρεται ότι ειδικότερα στην περίπτωση της Kinshasa, «πηγές ανέφεραν ότι δεν γνώριζαν κάποια συγκεκριμένη μεταχείριση που επιφυλάσσεται στους Banyamulenge στην Kinshasa ή ‘για κάποια περίπτωση ενός Munyamulenge που θα ξεχώριζε στην Kinshasa’», ωστόσο, καταγράφεται πως «υπήρξαν ‘δύο μεμονωμένες [περιπτώσεις] επίθεσης εναντίον ατόμων που θεωρήθηκαν ότι [κατάγονται] από τη Ρουάντα’».[8] Επιπλέον, «άλλες πηγές ανέφεραν ότι μπορεί να υπάρχουν ‘μερικές μεμονωμένες περιπτώσεις’ κακομεταχείρισης των Banyamulenge», αν και μια οργάνωση για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη ΛΔΚ ανέφερε ότι «δεν είχε ακόμη ενημερωθεί για τέτοιες περιπτώσεις» και «οι ίδιες πηγές αναφέρουν επίσης ότι στην Kinshasa η ασφάλεια των Banyamulenge επηρεάζεται από την παρουσία της [παραστρατιωτικής οργάνωσης] M23, αλλά και ότι οι ‘εκκλήσεις των κονγκολέζικων αρχών’ κατά της βίας έχουν μειώσει τις εντάσεις», ενώ ο εκτελεστικός γραμματέας ενός άλλου οργανισμού «πρόσθεσε ότι οι Banyamulenge ζουν με τον φόβο των αντιποίνων και δεν αισθάνονται πλέον ‘ασφαλείς λόγω του στιγματισμού άλλων κοινοτήτων που τους αφομοιώνουν με τους πολίτες της Ρουάντα, άρα και με τους επιτιθέμενους εναντίον της ΛΔΚ’».[9] Πέραν τούτων, στην πιο πάνω πηγή καταγράφεται επίσης ότι στη ΛΔΚ «οι Banyamulenge είναι παρόντες ‘σε όλες τις επαρχίες και τις πόλεις και οι περισσότεροι έχουν καλούς ρόλους στον στρατό και την αστυνομία’, καθώς και στον ιδιωτικό τομέα και στον κλάδο των υπηρεσιών», ως επίσης ότι, «οι Banyamulenge μπορούν ‘εύκολα’ να έχουν πρόσβαση στην εκπαίδευση, την υγειονομική περίθαλψη και όλες τις άλλες διαθέσιμες υπηρεσίες, εφόσον έχουν τα μέσα ή ‘την οικονομική ικανότητα, μερικές φορές ακόμη περισσότερο από άλλους Κονγκολέζους πολίτες, σε ολόκληρη τη χώρα’».[10] Σύμφωνα δε, με δηλώσεις του πρόεδρου της οργάνωσης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη ΛΔΚ, «οι αρχές του Κονγκό θεωρούν τους Banyamulenge ως πλήρεις Κονγκολέζους πολίτες [και] γι’ αυτό υπήρξαν εκκλήσεις για την αποτροπή όσων ήθελαν να αντιταχθούν εναντίον τους» και σύμφωνα με την ίδια πηγή, «η προσφυγή είναι διαθέσιμη για οποιοδήποτε θύμα, ανεξάρτητα από τη φυλή ή την εθνική του καταγωγή» και αυτή αφορά «τόσο τη διοικητική όσο και δικαστική [προσφυγή]».[11] Περαιτέρω, στην ανωτέρω, υπό αναφορά πηγή, καταγράφεται ότι «οι Banyamulenge που είναι θύματα κακομεταχείρισης μπορούν να έχουν πρόσβαση σε νομική προσφυγή ή υπηρεσίες υποστήριξης» και επίσης «έχουν τη δυνατότητα ικανότητα να προβούν σε νομικές ενέργειες, να έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες ασφαλείας και να λαμβάνουν προστασία όταν είναι απαραίτητο», ενώ παράλληλα, αναφέρεται ότι, ως δήλωσε ο πρόεδρος της οργάνωσης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη ΛΔΚ, «δεν καταγράφηκαν περιπτώσεις στις οποίες ένας πολίτης Banyamulenge στερήθηκε το συνταγματικό του δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή ενώπιον της αστυνομίας, της εισαγγελίας ή διοικητικών ή δικαστικών οργάνων, όπως τους παρέχεται βάσει του νόμου και του συντάγματος».[12]

 

Όπως έχω ήδη αναφέρει πιο πάνω, ο Αιτητής δεν ανέφερε να έχει αντιμεπωπίσει κανένα περιστατικό καθ’ όλη τη διάρκεια που βρισκόταν στη χώρα καταγωγής του, ενώ από τις σχετικές του δηλώσεις, προκύπτει ότι, ουδόλως αποστερήθηκε της έκδοσης επίσημων εγγράφων από τις αρχές της ΛΔΚ, ως επίσης, ο ίδιος είχε πρόσβαση στην εκπαίδευση καθώς και σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στη χώρα καταγωγής του. Επιπλέον, διακρίνεται ότι ο Αιτητής αναχώρησε νόμιμα και επίσημα από τη χώρα καταγωγής του, χωρίς δε, να προκύπτει ότι αντιμετώπιζε οιαδήποτε ζητήματα σε σχέση με τις κρατικές αρχές της ΛΔΚ. Σε κάθε περίπτωση, βάσει και της ανάλυσης που προηγήθηκε, οι εν λόγω ισχυρισμοί του Αιτητή, περί στοχοποίησης και δίωξης του στη ΛΔΚ επειδή θεωρείτο Banyamulenge, κρίνονται ως μη αποδεκτοί.

 

Περαιτέρω, με βάση και τα πιο πάνω ευρήματα, δεν προκύπτουν παράγοντες και στοιχεία στην περίπτωσή του, που να επιτείνουν τον κίνδυνο για τον ίδιο σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ, λόγω των προσωπικών του περιστάσεων. Ως προς τούτο, λαμβάνεται υπόψη και το προσωπικό του προφίλ, όπου διαπιστώνεται ότι ο Αιτητής είναι ενήλικος άνδρας, άγαμος και άτεκνος, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας, ενώ κατέχει μόρφωση μέχρι το δευτεροβάθμιο επίπεδο, αλλά και ικανότητα να εργαστεί. Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι, στην προκειμένη περίπτωση ο Αιτητής κατέχει επίσημα έγγραφα καθώς και την υπηκοότητα/εθνικότητα της ΛΔΚ, ενώ όπως προκύπτει από τα λεγόμενά του, ο ίδιος έχει επίσης κοινωνικό/υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής του, ως επίσης, πέραν της επίσημης γλώσσας της χώρας (ήτοι τα Γαλλικά), ομιλεί επιπλέον και τα Lingala (εθνική γλώσσα της ΛΔΚ, που επίσης αποτελεί την κοινή γλώσσα στην Kinshasa)[13].

 

Όσον αφορά την επανένταξη του Αιτητή στην Kinsasha, σύμφωνα με έκθεση του 2022 για τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες στην Kinsasha, «είναι συχνά πιο δύσκολο για τους ανθρώπους από την ανατολική ΛΔΚ να εγκατασταθούν και να ενταχθούν στην Kinsasha επειδή έχουν ελάχιστη ή καθόλου οικογένεια στην πόλη και συχνά δεν μιλούν Lingala, την κοινή γλώσσα, ή ακόμα και Γαλλικά» και στην ίδια πηγή «επιβεβαιώνεται περαιτέρω ότι ‘είναι ευκολότερο για ένα άτομο από τα δυτικά να ενταχθεί επειδή μπορεί να προσανατολιστεί πιο εύκολα όταν αντιμετωπίζει προβλήματα επισφάλειας’».[14]

 

Ως προς την κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa, σε έγκυρη πηγή καταγράφεται ότι «η σύγκρουση μεταξύ των κοινοτήτων Teke και Yaka, η οποία ξεκίνησε το 2022 λόγω μιας εδαφικής διαφοράς, ‘προκάλεσε επιδείνωση’ της ανθρωπιστικής κατάστασης και της κατάστασης ασφαλείας σε αρκετές επαρχίες κοντά στην πρωτεύουσα Kinshasa», ενώ «η σύγκρουση έφτασε επίσης στην πρωτεύουσα Kinshasa».[15] Στην ίδια πηγή, γίνεται επίσης αναφορά στη χρήση βίας από τις κρατικές δυνάμεις ασφαλείας κατά την καταστολή αντικυβερνητικών διαδηλώσεων στην πρωτεύουσα Kinshasa που έγιναν περί τον Μάιο του 2023.[16]

Περαιτέρω, αναφορικά με την ενδεχόμενη επιστροφή του Αιτητή στη ΛΔΚ, από πληροφορίες σε διάφορες εκθέσεις/πηγές σχετικά με τη μεταχείριση των επαναπατριζόμενων στη ΛΔΚ, «καταδεικνύεται ότι τα άτομα των οποίων η αίτηση ασύλου έχει απορριφθεί και τα οποία επαναπατρίστηκαν στη ΛΔΚ δεν αντιμετωπίζουν πλέον προβλήματα κατά την άφιξή τους από τις εθνικές αρχές, σύμφωνα με εξωτερικές πηγές», ενώ «από την αλλαγή καθεστώτος, δεν υπήρξαν πλέον περιπτώσεις συλλήψεων επαναπατρισθέντων από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ANR) και δεν υπάρχουν άτομα που να ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία στους χώρους κράτησης της Kinshasa» και επιπλέον, στην ίδια πηγή «επιβεβαιώνεται ότι δεν υπήρχαν ενδείξεις κακομεταχείρισης των επαναπατρισθέντων και καμία διεθνής έκθεση [.] σχετικά με την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη ΛΔΚ το 2021 δεν ανέφερε τυχόν πιθανά προβλήματα που αντιμετωπίστηκαν».

[17]

Από το ιστορικό του Αιτητή, όπως αυτό φαίνεται πιο πάνω, στη βάση των δεδομένων του διοικητικού φακέλου και από την ανωτέρω αξιολόγηση των ισχυρισμών του, προκύπτει (ως και η σχετική κατάληξη της Υπηρεσίας Ασύλου) ότι ο Αιτητής δεν στοιχειοθέτησε κανέναν ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα. Τα όσα ο ίδιος επικαλείται δεν θα μπορούσαν να τον εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα, όπως αυτή ερμηνεύεται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων και από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ο «Πρακτικός οδηγός της EASO: Αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων» (Μάρτιος 2015) καθορίζει πως στη βάση της συλλογής πληροφοριών θα πρέπει να προσδιορίζονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του πρόσφυγα και αν δεν υπάρχει κατάληξη ότι μπορεί να δοθεί προσφυγικό καθεστώς, τότε το αρμόδιο όργανο θα πρέπει να εκτιμήσει εάν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του προσώπου που δικαιούται συμπληρωματική προστασία.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου, καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δύναται να αναγνωριστεί «σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής». Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου, «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι». Περαιτέρω, «σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη» κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου, σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής ή εκτέλεσης, ή βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. [βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619]

 

Στην παρούσα περίπτωση και σε σχέση με το ενδεχόμενο ο Αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής, κίνδυνο σοβαρής βλάβης στο πλαίσιο του άρθρου 19 (2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου, δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων να συνάγεται ότι με την επιστροφή του στη ΛΔΚ ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης, ή βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας.

Περαιτέρω, για σκοπούς πληρότητας, το παρόν Δικαστήριο προέβη σε διερεύνηση σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στον τόπο επιστροφής του Αιτητή στην ΛΔΚ (ήτοι, την πόλη Bumbu της Kinshasa), στα πλαίσια εξέτασης των προϋποθέσεων του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας γενικότερα στη χώρα καταγωγής του Αιτητή, από πληροφορίες σε έγκυρη πηγή, προκύπτει ότι: «Η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό εμπλέκεται σε αρκετές μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις στο έδαφός της εναντίον ορισμένων μη κρατικών ένοπλων ομάδων. Μια ειρηνευτική επιχείρηση των Ηνωμένων Εθνών, η Αποστολή Σταθεροποίησης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (MONUSCO), υποστηρίζει τις ένοπλες δυνάμεις του Κονγκό (FARDC). Η Ρουάντα έχει παρέμβει στη ΛΔΚ για να υποστηρίξει την [παραστρατιωτική οργάνωση] M23. Επιπλέον, η Κένυα έχει αναπτύξει ειρηνευτικά στρατεύματα στη ΛΔΚ για να πολεμήσουν στην Goma.[18]

 

Στο σημείο αυτό, αναφέρεται ότι, ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής «ΔΕΕ») επεσήμανε σε σχετική απόφασή του ότι συνιστούν «[.] μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

 

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (εφεξής «ΕΔΑΔ») στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΑΔ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 και 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών, οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, εάν οι συγκρούσεις είναι τοπικές ή εκτεταμένες, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

Επιπλέον, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ, «ο όρος ‘προσωπική’ πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κατά Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009, σκέψη 35). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση (σκέψη 39) διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».

 

Εν προκειμένω, ως προς τον κίνδυνο (σοβαρής βλάβης) που ενδέχεται να αντιμετωπίσει ο Αιτητής λόγω αδιακρίτως ασκούμενης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε πρόσφατες και έγκυρες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa, που αποτελεί τον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή στη ΛΔΚ.

 

Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία από τη βάση δεδομένων του ACLED (Armed Conflict Location and Event Data Project) για το διάστημα από 22/06/2024 έως 20/06/2025, στην (ευρύτερη) επαρχία της Kinshasa καταγράφηκαν συνολικά 83 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο 235 ανθρώπων, όπου αναλυτικότερα, έχουν καταγραφεί, 50 περιστατικά διαμαρτυρίας (protests) χωρίς καταγεγραμμένους θανάτους, 17 περιστατικά ταραχών (riots) με 204 θανάτους, 12 περιστατικά χρήσης βίας κατά πολιτών (violence against civilians) με 17 θανάτους, και 4 περιστατικά μαχών (battles) με 14 θανάτους, ενώ δεν καταγράφηκαν περιστατικά εκρήξεων / βίας εξ αποστάσεως.[19] Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της (ευρύτερης) επαρχίας της Kinshasa ανέρχεται στα 14.565.700 κατοίκους (βάσει επίσημης εκτίμησης για το 2020[20]). Ειδικότερα στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, περιοχή Bumbu (τμήμα Funa), από την πιο πάνω βάση δεδομένων και κατά την ίδια περίοδο αναφοράς (22/06/2024 έως 20/06/2025), δεν καταγράφηκε οποιοδήποτε περιστατικό ασφαλείας.[21]

 

Από τα πιο πάνω στοιχεία εξεταζόμενα συνδυαστικά με το συνολικό πληθυσμό στην επαρχία Kinshasa της ΛΔΚ, δεν προκύπτει ότι υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης στην εν λόγω περιοχή, που να ανάγονται σε τέτοιο υψηλό βαθμό που θα μπορούσαν να θέσουν υπό σοβαρή απειλή τη ζωή ή σωματική ακεραιότητα αμάχου λόγω της παρουσίας του και μόνο στην εν λόγω περιοχή, υπό την έννοια του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ. Ούτε από τις ιδιαίτερες περιστάσεις του Αιτητή προκύπτουν προσωπικά στοιχεία που να εντείνουν στην περίπτωσή του, τον κίνδυνο τέτοιας σοβαρής βλάβης (ως αυτή η έννοια του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ ερμηνεύθηκε σχετικά από το ΔΕΕ). Βάσει τούτων των δεδομένων, δεν διαπιστώνεται ότι ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στον τόπο συνήθους διαμονής του στην Kinshasa της ΛΔΚ θα διατρέξει κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω αδιακρίτως ασκούμενης βίας.

 

Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω, υπό τις περιστάσεις, ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει σε κανένα στάδιο της διαδικασίας τη βασιμότητα του αιτήματός του για αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα, δυνάμει του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε για την παραχώρηση συμπληρωματικής προστασίας σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 του ιδίου Νόμου. Η επίδικη απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση κρίνεται (με βάση την κατάληξή της) ορθή και νόμιμη, αφού λήφθηκε στο πλαίσιο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, το οποίο συνεκτίμησε όλα τα πραγματικά στοιχεία και εξέδωσε τελική αιτιολογημένη απόφαση[22]. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε το μεμπτό, ούτως ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου.

 

Λαμβάνεται υπόψη και το γεγονός ότι ούτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας κατόρθωσε ο Αιτητής να αντικρούσει τα ευρήματα περί αναξιοπιστίας των ισχυρισμών του από τους Καθ' ων η αίτηση, ούτε όμως προέβαλε οποιονδήποτε στοιχειοθετημένο ισχυρισμό σε σχέση με τον πυρήνα του αιτήματός του για διεθνή προστασία. 

 

Με βάση όλα τα πιο πάνω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1.000 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

Α. AΓΡΟΤΗ, Δ. Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Minority Rights Group, Banyarwanda in the Democratic Republic of the Congo, Updated June 2018, https://minorityrights.org/communities/banyarwanda/ [ημερ. πρόσβασης 30/06/2025]

[2] EUAA, COI QUERY RESPONSE – Democratic Republic of the Congo: Statelessness (Reference period: January 2020 – 15 February 2023), 15 February 2023, https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2023_02_EUAA_COI_Query_Response_DRC_Statelessness.pdf, σελ. 4 [ημερ. πρόσβασης 30/06/2025]

[3] EUAA, COI QUERY RESPONSE – Treatment of the Banyamulenge by society and the state in North Kivu and Kinshasa; state protection available (Reference period: July 2020 to 30 August 2023), 31 August 2023, https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2023_08_EUAA_COI_Query_Response_Q31_DRC_Treatment_of_Banyamulenge_North_Kivu_and_Kinshasa.pdf, σελ. 2 [ημερ. πρόσβασης 30/06/2025]

[4] EUAA, COI QUERY RESPONSE – Treatment of the Banyamulenge by society and the state in North Kivu and Kinshasa; state protection available (Reference period: July 2020 to 30 August 2023), 31 August 2023, https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2023_08_EUAA_COI_Query_Response_Q31_DRC_Treatment_of_Banyamulenge_North_Kivu_and_Kinshasa.pdf, σελ. 4 [ημερ. πρόσβασης 30/06/2025]

[5] BBC, How DR Congo's Tutsis become foreigners in their own country (by Wedaeli Chibelushi & Didier Bikorimana), 22 February 2025, https://www.bbc.com/news/articles/c9d5zqg3228o [ημερ. πρόσβασης 30/06/2025]

[6] BBC, How DR Congo's Tutsis become foreigners in their own country (by Wedaeli Chibelushi & Didier Bikorimana), 22 February 2025, https://www.bbc.com/news/articles/c9d5zqg3228o [ημερ. πρόσβασης 30/06/2025]

[7] BBC, How DR Congo's Tutsis become foreigners in their own country (by Wedaeli Chibelushi & Didier Bikorimana), 22 February 2025, https://www.bbc.com/news/articles/c9d5zqg3228o [ημερ. πρόσβασης 30/06/2025]

[8] Immigration and Refugee Board (IRB) of Canada, Research Directorate, Responses to Information Requests - Democratic Republic of the Congo: Situation of persons of Banyamulenge [Banyamurenge] descent or persons who are perceived as such, and their treatment by society and the authorities, particularly in Kinshasa, including in the context of tensions with Rwanda; physical characteristics, features, and behaviours commonly associated with the Banyamulenge; state protection (2021-April 2023), 28 April 2023, https://www.irb-cisr.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=458933 [ημερ. πρόσβασης 30/06/2025]

[9] Immigration and Refugee Board (IRB) of Canada, Research Directorate, Responses to Information Requests - Democratic Republic of the Congo: Situation of persons of Banyamulenge [Banyamurenge] descent or persons who are perceived as such, and their treatment by society and the authorities, particularly in Kinshasa, including in the context of tensions with Rwanda; physical characteristics, features, and behaviours commonly associated with the Banyamulenge; state protection (2021-April 2023), 28 April 2023, https://www.irb-cisr.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=458933 [ημερ. πρόσβασης 30/06/2025]

[10] Immigration and Refugee Board (IRB) of Canada, Research Directorate, Responses to Information Requests - Democratic Republic of the Congo: Situation of persons of Banyamulenge [Banyamurenge] descent or persons who are perceived as such, and their treatment by society and the authorities, particularly in Kinshasa, including in the context of tensions with Rwanda; physical characteristics, features, and behaviours commonly associated with the Banyamulenge; state protection (2021-April 2023), 28 April 2023, https://www.irb-cisr.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=458933 [ημερ. πρόσβασης 30/06/2025]

[11] Immigration and Refugee Board (IRB) of Canada, Research Directorate, Responses to Information Requests - Democratic Republic of the Congo: Situation of persons of Banyamulenge [Banyamurenge] descent or persons who are perceived as such, and their treatment by society and the authorities, particularly in Kinshasa, including in the context of tensions with Rwanda; physical characteristics, features, and behaviours commonly associated with the Banyamulenge; state protection (2021-April 2023), 28 April 2023, https://www.irb-cisr.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=458933 [ημερ. πρόσβασης 30/06/2025]

[12] Immigration and Refugee Board (IRB) of Canada, Research Directorate, Responses to Information Requests - Democratic Republic of the Congo: Situation of persons of Banyamulenge [Banyamurenge] descent or persons who are perceived as such, and their treatment by society and the authorities, particularly in Kinshasa, including in the context of tensions with Rwanda; physical characteristics, features, and behaviours commonly associated with the Banyamulenge; state protection (2021-April 2023), 28 April 2023, https://www.irb-cisr.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=458933 [ημερ. πρόσβασης 30/06/2025]

[13] Translators without Borders (TWB), Language data for the Democratic Republic of Congo (DRC), 2025, https://translatorswithoutborders.org/language-data-for-the-democratic-republic-of-congo-drc [ημερ. πρόσβασης 01/07/2025]

[14] EUAA, COI QUERY RESPONSE – Democratic Republic of the Congo: Returnees and Internally Displaced Persons (IDPs) in Kinshasa (Reference period: January 2022 to 1 October 2024), 2 October 2024, https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2024_10_EUAA_COI_Query_Response_Q64__DRC_Returnees_and_IDPs_Kinshasa.pdf, σελ. 5 [ημερ. πρόσβασης 01/07/2025]

[15] EUAA, COI QUERY RESPONSE – Democratic Republic of the Congo: Security situation in Kinshasa (Reference period: January 2022 to February 2024), 22 February 2024, https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2024_02_EUAA_COI_Query_Response_Q18_Democratic_Republic_of_Congo_DRC_Security_situation_Kinshasa.pdf, σελ. 3 [ημερ. πρόσβασης 01/07/2025]

[16] EUAA, COI QUERY RESPONSE – Democratic Republic of the Congo: Security situation in Kinshasa (Reference period: January 2022 to February 2024), 22 February 2024, https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2024_02_EUAA_COI_Query_Response_Q18_Democratic_Republic_of_Congo_DRC_Security_situation_Kinshasa.pdf, σελ. 3-4 [ημερ. πρόσβασης 01/07/2025]

[17] EUAA, COI QUERY RESPONSE – Democratic Republic of the Congo: Returnees and Internally Displaced Persons (IDPs) in Kinshasa (Reference period: January 2022 to 1 October 2024), 2 October 2024, https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2024_10_EUAA_COI_Query_Response_Q64__DRC_Returnees_and_IDPs_Kinshasa.pdf, σελ. 5-6 [ημερ. πρόσβασης 01/07/2025]

[18] Geneva Academy of International Humanitarian Law and Human Rights, RULAC: Rule of Law in Armed Conflicts, Democratic Republic of Congo, Last updated: 14th February 2023, https://www.rulac.org/browse/countries/democratic-republic-of-congo [ημερ. πρόσβασης 01/07/2025]

[19] Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), ACLED Explorer, 2025, https://acleddata.com/explorer/ [ημερ. πρόσβασης 01/07/2025]

[20] CITY POPULATION, Africa – Congo (Dem. Rep.): Provinces - Kinshasa [Table], 09/10/2020, https://www.citypopulation.de/en/drcongo/cities/ [ημερ. πρόσβασης 01/07/2025]

[21] Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), ACLED Explorer, 2025, https://acleddata.com/explorer/ [ημερ. πρόσβασης 01/07/2025]

[22] Γρηγορόπουλος κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 4 ΑΑΔ 1414) και Γενεθλίου ν. Συμβούλιο Αμπελουργικών Προϊόντων (1990) 3 ΑΑΔ 4096


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο