
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ.2147/23
14 Ιουλίου 2025
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
U. Ν. Τ.
Αιτητής
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
Κα Κλ. Νικολάου δικηγόρος για Αιτητή
Κος Β. Θωμά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση
Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η Α Π Ο Φ Α Σ Η
Αίτηση ημ.18/06/24 για Προσαγωγή Μαρτυρίας
Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.08/06/23, η οποία κοινοποιήθηκε αυθημερόν, ως άκυρης, παράνομης, στερούμενης νομικού αποτελέσματος.
Μετά την καταχώρηση της με τον ως άνω τίτλο και αριθμό προσφυγής (07/07/23) και της ενστάσεως από τους καθ’ ων η αίτηση (08/09/23) ο αιτητής, αφότου καταχώρησε τη γραπτή του αγόρευση (28/11/23), καταχώρησε στις 18/06/24 την υπό κρίση αίτηση, δια της οποίας αιτείται άδειας για προσαγωγή μαρτυρίας για τους λόγους που παρατίθενται στην ένορκη δήλωση ημ.18/06/24 (στο εξής ΕΔ) που τίθεται προς υποστήριξη αιτήσεως.
Η ενόρκως δηλούσα, δικηγόρος σε γραφείο το οποίο συνεργάζεται με το γραφείο της δικηγόρου του αιτητή, αναφέρει ότι η μαρτυρία που επιθυμεί ο αιτητής να προσαγάγει, συνίσταται σε πλήθος τεκμηρίων, τα οποία συνάπτονται ως Τεκμήρια 1, 2 και 3 της ΕΔ, και περιλαμβάνουν εκτύπωση σελίδων από το «περιοδικό Σεπτεμβρίου 2018 με την ονομασία “CAMEROON SPECTRUM”», «δέσμη εγγράφων του έτους 2015 από την κυβέρνηση του Καμερούν που φαίνεται ότι ο αιτητής εργοδοτείτο το 2015 ως δάσκαλος», τα οποία έχουν φερόμενο χρόνο έκδοσης τις 08/09/15 και 25/08/15, καθώς και «δέσμη εγγράφων του έτους 2015 από την κυβέρνηση του Καμερούν που φαίνεται ότι ο αιτητής εργοδοτείτο το 2016 ως δάσκαλος», τα οποία έχουν φερόμενο χρόνο έκδοσης τις 08/09/16 και 08/12/16. Ως σχετικώς αναφέρει η ενόρκως δηλούσα, ο αιτητής «ήρθε στην Κύπρο τον Ιανουάριο του 2020 καθότι κινδύνευε η ζωή του από μια τοπική τρομοκρατική οργάνωση τους AMBAZONIANS», ήταν «δάσκαλος και εργαζόταν το 2015-2017 στο Λύκειο της Bolifamba […] δίδασκε βιολογία και γαλλικά στα παιδιά και από το 2016 άρχισαν να τον απειλούν η οργάνωση Ambazonians» (παρ.2 - ΕΔ). Ακολούθως αναφέρει ότι «[όταν] ο αιτητής καταχώρησε την προσφυγή δεν είχε στην κατοχή του τα πιο πάνω έγγραφα και μετά από πολλές προσπάθειες κατάφερε να του αποστείλουν όλα τα […] έγγραφα και τώρα είναι σε θέση να τα παρουσιάσει στο Σεβαστό Δικαστήριο.» (παρ.4 – ΕΔ).
Στην αγόρευση η συνήγορος του, κάνοντας αναφορά στη σχετική νομολογία, στους ισχυρισμούς του αιτητή και παραθέτοντας ακροθιγώς το περιεχόμενο των εγγράφων που επιθυμεί να προσαγάγει, αναφέρει ότι η μαρτυρία της οποίας ζητείται η προσαγωγή είναι άμεσα σχετική με τους ουσιώδεις ισχυρισμούς κατά την επίδικη αίτηση. Περαιτέρω κάνει αναφορά στον κ.10 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, ως ίσχυε προτού τροποποιηθεί στις 06/09/23 το σύνολο των ως άνω κανονισμών.
Τα ανωτέρω συνοψίζουν την μαρτυρία για την οποία ζητείται άδεια να προσαχθεί και τα επ’ αυτού επιχειρήματα του αιτητή.
Οι καθ’ ων η αίτηση ενίστανται στην αίτηση και αναφέρουν ότι αυτή είναι νομικά αβάσιμη, δεν πληρούνται οι νομολογιακές και νομοθετικές προϋποθέσεις για την έγκριση της, δεν είναι σχετική προς τα επίδικα θέματα, δεν επιτελεί κανένα σκοπό η προσκόμιση της, δεν συγκεκριμενοποιείται, αντιβαίνει δικονομικούς κανόνες και αποσκοπεί σε καθυστέρηση.
Στη γραπτή αγόρευση ο συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, εν μέσω αποσπασμάτων εκ της σχετικής νομολογίας αλλά και παραπομπή σε αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου, περιστρέφει όλη την αγόρευση του γύρω από το ζήτημα του χρόνου που διέρρευσε από την επίδικη αίτηση και την καταχώρηση της υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό προσφυγής μέχρι την καταχώρηση της υπό κρίση αιτήσεως, εκ του οποίου προκύπτει ότι υπήρξε εδώ μακρά και αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Γι’ αυτό και, ως αναφέρει, η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί.
Κατά την ακρόαση της παρούσης οι συνήγοροι των μερών αρκέστηκαν να υιοθετήσουν τις αγορεύσεις τους. Η συνήγορος του αιτητή επισήμανε ότι έχει στην κατοχή της όλα τα πρωτότυπα των συνημμένων εγγράφων, η δε συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση σημείωσε και πάλι ότι ουδείς λόγος δίδεται για την μη προηγούμενη προσκόμιση των εγγράφων για τα οποία ζητείται άδεια δια της υπό κρίση αιτήσεως.
Έχω διέλθει με ιδιαίτερη προσοχή του περιεχομένου της υπό κρίση αιτήσεως, της ΕΔ, της ενστάσεως, των εκατέρωθεν αγορεύσεων των μερών.
Επί της νομικής πτυχής παραθέτω τον κ.10 (α) των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, ο οποίος και τυγχάνει εφαρμογής επί αιτημάτων ως το παρόν.
«10. (α) Μετά την καταχώρηση της προσφυγής, νέα έγγραφα και/ή στοιχεία και/ή οποιαδήποτε πρόσθετη μαρτυρία προσκομίζεται μόνον κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου, μετά από προφορικό αίτημα του αιτητή, νοουμένου ότι το Δικαστήριο ικανοποιείται-
(i) ότι πρόκειται για έγγραφα ή στοιχεία ή μαρτυρία, τα οποία άνευ δικής του υπαιτιότητας, ο αιτητής αδυνατούσε να υποβάλει κατά το προηγούμενο στάδιο εξέτασης της αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή κατά την καταχώρηση της προσφυγής του σύμφωνα με τον κανονισμό 3(β), και
(ii) είναι συναφή με τα επίδικα θέματα της υπόθεσης.»
Παρεμφερώς με τα ως άνω, στην απόφαση του ΔΕΕ στην C-652/16 – Ahmedbekova, ημ.04/10/18, αναφέρεται ότι «[τ]ο άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, συνδυαζόμενο με την αναφορά σε ένδικο βοήθημα στο άρθρο 40, παράγραφος 1, της οδηγίας, έχει την έννοια ότι το δικαστήριο […] υπέχει καταρχήν την υποχρέωση να εξετάσει, ως «νέο διάβημα» και αφού ζητήσει την εξέτασή τους από την αποφαινόμενη αρχή, τους λόγους χορήγησης διεθνούς προστασίας οι οποίοι, μολονότι σχετίζονται με τα γεγονότα ή τις απειλές που φέρονται να έχουν συμβεί πριν από την έκδοση της απόφασης ή ακόμη και πριν από την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, προβλήθηκαν εντούτοις για πρώτη φορά κατά τη διαδικασία της προσφυγής. Αντιθέτως, το εν λόγω δικαστήριο δεν υπέχει τέτοια υποχρέωση αν διαπιστώσει ότι […] τα στοιχεία αυτά προβλήθηκαν εκπρόθεσμα κατά τη διάρκεια […] της προσφυγής […].»
Επανερχόμενος στα ενώπιον μου στοιχεία, υπό το πρίσμα του ως άνω δικονομικού πλαισίου και της σχετικής νομολογίας, είναι κατάληξη μου ότι δεν πληρούται εδώ η προϋπόθεση που τίθεται από τον κ.10 (α) (i) (ανωτέρω), καθώς ουδέν έχει τεθεί ενώπιον μου που να καταδεικνύει ότι η μαρτυρία για την οποία ζητείται άδεια προσαγωγής αφορά στοιχεία «τα οποία άνευ δικής του υπαιτιότητας, ο αιτητής αδυνατούσε να υποβάλει κατά το προηγούμενο στάδιο εξέτασης της αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή κατά την καταχώρηση της προσφυγής του σύμφωνα με τον κανονισμό 3(β)».
Εξηγώ.
Ανατρέχοντας στην ΕΔ, για το ζήτημα της καθυστέρησης στην υποβολή της υπό κρίση αιτήσεως και της αιτιολόγησης αυτής, ουδέν αναφέρεται σχετικώς, πέραν της γενικής και αόριστης αναφοράς ότι «[όταν] ο αιτητής καταχώρησε την προσφυγή δεν είχε στην κατοχή του τα πιο πάνω έγγραφα και μετά από πολλές προσπάθειες κατάφερε να του αποστείλουν όλα τα […] έγγραφα και τώρα είναι σε θέση να τα παρουσιάσει στο Σεβαστό Δικαστήριο.» (παρ.4 – ΕΔ).
Από τα ενώπιον μου στοιχεία καταλήγω ότι οι ως άνω αναφορές στην ΕΔ δεν αρκούν για να θεωρηθεί ότι ικανοποιείται η προϋπόθεση που τίθεται από τον κ.10 (α) (i). Τούτο γιατί, πολύ απλά, ουδόλως τελικά εξηγείται δια των ως άνω γιατί ο αιτητής, ο οποίος βρίσκεται στη Δημοκρατία από το 2020 (διέμενε για ένα έτος στα κατεχόμενα, από 29-01-19 μέχρι 30-01-20, όταν πέρασε στις ελεύθερες περιοχές), δεν έπραξε τα δέοντα ώστε να θέσει ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση, στα πλαίσια της εξέτασης της επίδικης αίτησης διεθνούς προστασίας, τα έγγραφα αυτά ή να επισυνάψει αυτά στην προσφυγή, ή – κατ’ ελάχιστο – εφόσον αιτιολογούσε δεόντως αυτό, σε σύντομο χρόνο από την καταχώρηση της. Αντ’ αυτού επιχείρησε να προσκομίσει τα εν λόγω έγγραφα δια της υπό κρίση αιτήσεως, η οποία καταχωρήθηκε περί τους 12 μήνες μετά την καταχώρηση της υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό προσφυγής. Τα όσα λοιπόν αναφέρονται σχετικά δεν αποκαλύπτουν τον λόγο της καθυστέρησης της αυτής και συνεπώς δεν αιτιολογούν το γιατί «αδυνατούσε να υποβάλει κατά το προηγούμενο στάδιο εξέτασης της αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή κατά την καταχώρηση της προσφυγής» [κ.10 (α) (i)] την επιδιωκόμενη να προσαχθεί μαρτυρία, καθώς δεν μπορώ να αποδεχθώ ότι συνιστούν δέουσα αιτιολόγηση οι αναφορές στην παρ.4 της ΕΔ, όπου ούτε γιατί καθυστέρησε αναφέρει, ούτε ποιες ήταν αυτές οι «πολλές προσπάθειες» στις οποίες αναφέρεται, ούτε πως τελικά ζήτησε και πως και με ποιο τρόπο έλαβε τελικά τα έγγραφα που επιθυμεί να προσκομίσει. Ποιες προσπάθειες έκανε, γιατί δεν καρποφόρησαν αυτές, μέσω ποιου τελικά και πότε έκανε την προσπάθεια που κατέληξε στο να του αποσταλούν τα έγγραφα αυτά και γιατί όχι προηγουμένως ; Επί όλων τούτων ουδέν αναφέρεται. Όλα αυτά θα έπρεπε να είχαν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, προκειμένου να δύναται να εξεταστεί το κατά πόσο η καθυστέρηση οφείλεται ή όχι σε υπαιτιότητα του ιδίου, και στην απουσία τέτοιων στοιχείων δεν ικανοποιούνται οι ρητές πρόνοιες του κ.10 (α).
Επί τούτου κρίνω σκόπιμο να παραθέσω και το εξής απόσπασμα από την απόφαση μου επί ενδιάμεσης αιτήσεως προσαγωγής μαρτυρίας στα πλαίσια της προσφυγής 6847/22, F. R. ν. Δημοκρατίας, ημ.12/07/24, όπου, επί όμοιου ζητήματος, ανέφερα τα εξής:
«Είναι σαφές, εκ της συνδυασμένης ανάγνωσης του κ.10 (α) και 3 (β) του Δικαστηρίου ότι ο αιτητής έχει κάθε δικαίωμα να προσάγει κάθε μαρτυρία σχετική με τους στην επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας ισχυρισμούς του. Τούτο όμως δεν είναι ανεξέλεγκτο, αλλά υπόκειται σε προϋποθέσεις και εύλογους περιορισμούς.
[…]
Αξίζει να σημειωθεί ότι εύλογοι περιορισμοί στη δικονομική ελευθερία προώθησης της προσφυγής ενός αιτητή δεν είναι ξένοι στη νομολογία μας. Σχετικώς, στη Βαρδιάνος v Richards (1998) 1 Α.Α.Δ 698, λέχθηκε ότι «[α]πό τη συμμόρφωση προς τα χρονοδιαγράμματα αυτά εξαρτάται η απρόσκοπτη απονομή της δικαιοσύνης και συνακόλουθα το κύρος της.».
Σχετικώς, στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπ. αρ.1483/13, Εύης Δρουσιώτης v Πανεπιστημίου Κύπρου, ημ.07/08/15, αναφέρεται ότι:
«Σε κάθε περίπτωση ο αιτητής είχε πρόσβαση στο Δικαστήριο ανεμπόδιστα από την ημέρα καταχώρισης της προσφυγής […] και ήταν ελεύθερος κατά πάντα χρόνο να την προωθήσει, εντός του ταχθέντος υπό του Δικαστηρίου χρόνου και αναλόγως των οδηγιών του, ώστε να ανταποκριθεί και να εξασφαλίσει την προστασία που το Σύνταγμα του παρέχει και της θεραπείας που δυνατόν να πετύχει δυνάμει του Άρθρου 146(4) του Συντάγματος. Το δικαίωμα δεν μπορεί να είναι ούτε απεριόριστο, ούτε και ανεξέλεγκτο, σε σημείο που να συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας. Το δικαίωμα του αιτητή προστατεύεται εφόσον προωθεί νομοτύπως την προσφυγή του και δεν δικαιούται να παρακάμπτει τις διαδικασίες και οδηγίες του Δικαστηρίου. »
Εκ του απαυγάσματος της ως άνω παρεμφερούς νομολογίας και του κ.10, ο οποίος και ρυθμίζει το δικαίωμα του αιτητή να προσάγει νέα μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου, συνάγεται ότι το δικαίωμα αυτό – αν και παρέχεται δεόντως σε κάθε αιτητή – υποβάλλεται στους περιορισμούς που στον εν λόγω κανονισμό αναφέρονται.
[…]
Θα πρέπει βεβαίως να σημειωθεί ότι δεν αμφισβητείται η έκταση και φύση του ελέγχου που ασκεί το Δικαστήριο [βλ. έφεση κατά απόφασης Δ.Δ.Δ.Π. Αρ.17/2021, Janelidze v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημ.21/09/21, αρ.11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018, αρ.46 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ και αρ.47 του ΧΘΔΕΕ].
Όμως, δεδομένης της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών, θεωρώ ότι η επιβολή δια διαδικαστικών κανονισμών εύλογων δικονομικών περιορισμών και η οριοθέτηση των πλαισίων εντός των οποίων κινείται μια δικαστική διαδικασία είναι και θεμιτή αλλά και συμβατή με το Ενωσιακό Δίκαιο νοούμενου ότι δεν καθίσταται αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερής η άσκηση των δικαιωμάτων του αιτούντος (πράγμα που δεν εντοπίζω εδώ, ως ανωτέρω εξηγώ). Αυτό επιβεβαιώθηκε, με αναφορά και στην προηγούμενη επί τούτου νομολογία, και στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής ΔΕΕ) στην C-184/16, ECLI:EU:C:2017:684, ημ.14/09/17, όπου το Δικαστήριο ανέφερε σχετικώς τα εξής, τα οποία θεωρώ ότι τυγχάνουν κατ’ αναλογία εφαρμογής:
«58. Συναφώς, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, ελλείψει σχετικής ρυθμίσεως του δικαίου της Ένωσης, απόκειται στα κράτη μέλη να ορίζουν τα αρμόδια δικαστήρια και να θεσπίζουν τους δικονομικούς κανόνες περί ασκήσεως των ενδίκων βοηθημάτων που αποσκοπούν στο να διασφαλίσουν την προστασία των δικαιωμάτων τα οποία οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης. Πάντως, οι δικονομικοί κανόνες αυτοί δεν πρέπει να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης (αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2004, Ορφανόπουλος και Oliveri, C-482/01 και C-493/01, EU:C:2004:262, σκέψη 80, και της 13ης Μαρτίου 2014, Global Trans Lodzhistik OOD, C-29/13 και C-30/13, EU:C:2014:140, σκέψη 33).
60. Πράγματι, όπως το Δικαστήριο έχει αποφανθεί επανειλημμένα, ο καθορισμός ευλόγων προθεσμιών για την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων με γνώμονα την ασφάλεια δικαίου, η οποία προστατεύει τόσο τους ενδιαφερόμενους πολίτες όσο και τις οικείες αρχές, είναι συμβατός με το δίκαιο της Ένωσης (απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2016, Stadt Wiener Neustad, C-348/15, EU:C:2016:882, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).»
Η ως άνω προσέγγιση ευθυγραμμίζεται με τα λεχθέντα στην Ahmedbekova (ανωτέρω), όπου αναφέρεται ότι το «δικαστήριο οφείλει να εξακριβώσει εάν, βάσει των εθνικών δικονομικών κανόνων, ο λόγος χορήγησης διεθνούς προστασίας που προβάλλεται για πρώτη φορά ενώπιόν του προβλήθηκε εγκαίρως κατά τη διαδικασία της προσφυγής» και «δεν υπέχει […] υποχρέωση [να εξετάσει αυτά] αν διαπιστώσει ότι οι λόγοι αυτοί ή τα στοιχεία αυτά προβλήθηκαν εκπρόθεσμα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της προσφυγής».»
Τα ως άνω σφραγίζουν και την τύχη της υπό κρίση αιτήσεως.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Έξοδα €300, καταβλητέα κατά το τέλος της διαδικασίας, επιδικάζονται υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.
Η προσφυγή ορίζεται για οδηγίες στις 17/09/25, 8:15 π.μ..
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο