Α.Α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Διευθυντού της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθ. Αρ.: 2314/2024, 7/7/2025
print
Τίτλος:
Α.Α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Διευθυντού της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθ. Αρ.: 2314/2024, 7/7/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: 2314/2024

07 Ιουλίου, 2025

[Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Α.Α. (ARCXXX) από Σομαλία και τώρα Λευκωσία

Αιτητής

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Διευθυντού της Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η Αίτηση

Εμφανίσεις:

Γ. Βασιλόπουλος (κος), Δικηγόρος για τον Αιτητή.

Ν. Νικολάου (κος), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.

Ο Αιτητής Παρών.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου που περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 12/06/24, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του για διεθνή προστασία ως άκυρη και/ή παράνομη και/ή αντισυνταγματική και/ή στερούμενη οιουδήποτε νομικού αποτελέσματος και είναι αποτέλεσμα πλάνης και κακής εφαρμογής του Νόμου και/ή ζητείται η παραχώρηση στον Αιτητή του καθεστώτος διεθνούς προστασίας ή οποιαδήποτε άλλη θεραπεία υπό τις περιστάσεις.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στις 12/05/21, στις 23/05/24 πραγματοποιήθηκε η προσωπική συνέντευξη του και ακολούθησε σχετική έκθεση/εισήγηση ημερομηνίας 27/05/24. Στις 30/05/24 αποφασίστηκε η απόρριψη του αιτήματος διεθνούς προστασίας, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο δικηγόρος για τον Αιτητή υιοθέτησε το περιεχόμενο της Γραπτής του Αγόρευσης και Απάντησης. Διατείνεται μέσω αυτής ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας και/ή ότι δεν αξιολογήθηκε επαρκώς ο βάσιμος φόβος δίωξης του Αιτητή, ότι δεν εξετάστηκαν εξατομικευμένα όλες οι δηλώσεις και/ή τα στοιχεία που συνδέονται με την φυλή του ως Gabooye και/ή δεν έλεγξαν κατά πόσο δεν τιμωρούνται οι μεταξύ διαφορετικών φυλών γάμοι  και/ή οι απαντήσεις του επί αυτών των ισχυρισμών ήτο επαρκείς και σε συμφωνία με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης (παραθέτει δε παραπομπές σε διαδικτυακούς συνδέσμους). Σημειώνει ότι η φυλή του Αιτητή αποτελεί μειονότητα, είναι αποδέκτης διακριτικής συμπεριφοράς και κακομεταχείρισης, οικονομικής/κοινωνικής ανισότητας και περιθωριοποίησης. Υποδεικνύει ότι, δεν έγινε επαρκής εκτίμηση της ατομικής του κατάστασης, ότι η διάρκεια της συνέντευξης ήτο ανεπαρκής, ότι ο λειτουργός επέδειξε μεροληπτική στάση και/ή εξέταση/αξιολόγηση της αίτησης και των στοιχείων που παρουσιάστηκαν έγινε κατά παράβαση της σχετικής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[1] και/ή της σχετικής νομολογίας του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής «ΔΕΕ»), παράλειψη δε υπάρχει της αρμόδιας αρχής στο κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις συμπληρωματικής προστασίας.

 

Πέραν των πιο πάνω εγείρεται αριθμός λόγων ακύρωσης που συνδέονται με αναρμοδιότητα του οργάνου που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση ήτοι: (α) ότι η εξουσιοδότηση ημερομηνίας 09/06/22 που δόθηκε από τον τέως Υπουργό Εσωτερικών προς το πρόσωπο του κ. Α. Αγρότη έχει παύσει να ισχύει από την 01/03/23 που ανέλαβε νέος Υπουργός Εσωτερικών (παραπέμπει στα Άρθρα 8, 15 και 17 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου 1999 έως 2020 (Ν. 158 (Ι)/1999) και/ή συγγράμματα και/ή σχετική νομολογία και σε απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας με Αρ.1885/2012, 3882/2008, (β) υποδεικνύεται ότι η απόσπαση της κας Χρυσομηλά-Κουρσουμπά, που είχε οριστεί για να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου, έχει λήξει από τις 08/12/22 (ως η Εφημερίδα της Δημοκρατίας Αρ.5272, ημερομηνίας 16/04/20), επομένως, δεν υπήρχε πρόσωπο που να προΐστατο της αρμόδιας αρχής και ο κος Α. Αγρότης δεν θα μπορούσε να ασκεί τις εξουσίες/καθήκοντα για Προϊστάμενο (που δεν υπήρχε επί της θέσης αυτής φυσικό πρόσωπο κατά τον ουσιώδη χρόνο), (γ) ότι η εξουσιοδότηση ημερομηνίας 09/06/22 περιορίζεται σε αποφάσεις που λαμβάνει ο κος Α. Αγρότης/Καζαντζής σε εκθέσεις/εισηγήσεις που υποβάλλονται από λειτουργούς ορισμένου χρόνου ενώ από τον φάκελο της υπόθεσης δεν προκύπτει το καθεστώς της λειτουργού «CAS62». Ούτε υπάρχει δημοσίευση των όποιων εξουσιοδοτήσεων, συνεπώς, αυτές είναι άκυρες, αφού ως κανονιστική απόφαση/ κανονιστική πράξη για να έχει ισχύ θα έπρεπε να έχει δημοσιευθεί και/ή ολοκληρώνεται και/ή καθίσταται ενεργή μόνο εάν έχει δημοσιευθεί (παραπέμποντας γενικά σε αριθμούς αποφάσεων του Συμβουλίου Επικρατείας, Εγχειρίδιο Ε. Σπηλιωτόπουλου και Άρθρο 297 Συνθήκης για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Υποδεικνύεται, επίσης ότι η απόφαση επιστροφής πάσχει ως προς την νομιμότητα της καθότι δεν έχει οριστεί πρόσωπο που να ασκεί εκ μέρους του Υπουργού Εσωτερικών τις εξουσίες που παρέχονται μέσω των Άρθρων 18ΟΗ και 18ΟΘ του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου (Κεφ. 105) και/ή δεν έχει τέτοια εξουσία ο κ. Καζαντζής και/ή δεν καλύπτεται από την δοθείσα εξουσιοδότηση της κας Χρυσομηλά-Κουρσουμπά που είχε οριστεί για να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου και έχει λήξει η απόσπαση της από τις 08/12/22. Η δε απόφαση επιστροφής αντίκειται στις σχετικές Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθότι ο Αιτητής είχε δικαίωμα παραμονής ως αιτούντας άσυλο και/ή σε περίπτωση ακύρωσης της απόφασης επιστροφής αυτή συμπαρασύρει σε ακυρότητα καθ΄ ολοκληρία την προσβαλλόμενη πράξη.

 

Οι Καθ' ων η αίτηση απαντούν ότι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα ουσιώδη στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Υπογραμμίζουν ότι οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί για παροχή διεθνούς προστασίας κρίθηκαν αναξιόπιστοι, γίνεται δε επί τούτου ενδελεχής καταγραφή των λόγων που κρίθηκε αναξιόπιστος. Απορρίπτουν όλους του ισχυρισμούς για μη επαρκή εξέταση και εξατομικευμένη αξιολόγηση της αίτησης του Αιτητή καθότι διερευνήθηκαν όλες οι δηλώσεις του, έγινε αξιολόγηση του κινδύνου επιστροφής του μέσω εξωτερικών πηγών πληροφόρησης και της κατάστασης ασφαλείας προτού απορριφθεί το αίτημα του. Υποδεικνύουν ότι οι ηλεκτρονικοί σύνδεσμοι που παραθέτει ο Αιτητής μέσω της Γραπτής Αγόρευσης δεν συμμορφώνονται με τους διαδικαστικούς κανονισμούς, ούτε τεκμηριώνεται κατά πόσο η μη αξιολόγηση του εγγράφου που προσκόμισε αφορά σε παρελθούσα δίωξη ή βλάβη.  Αναφορικά με τους ισχυρισμούς για αναρμοδιότητα αποφασίζοντος οργάνου υποστηρίζουν ότι: (α) το καθεστώς εργοδότησης του λειτουργού CAS62 προκύπτει από δύο αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου ότι είναι ορισμένου χρόνου και αυτό προκύπτει και από την επιστολή ημερομηνίας 11/09/24 (κατατέθηκε ως Τεκμήριο 2 στα πλαίσια ακροαματικής διαδικασίας) άρα υπάρχει συμμόρφωση με τις πρόνοιες της εξουσιοδότησης ημερομηνίας 09/06/22, (β) βάσει της εξουσιοδότησης ο κος Αγρότης είναι δεόντως εξουσιοδοτημένος όπως εκτελεί καθήκοντα Προϊστάμενου και/ή ουδέποτε αυτή έχει ανακληθεί και είναι σύμφωνη τόσο με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000) όσο και των προνοιών του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου 1999 έως 2020 (Ν. 158 (Ι)/1999) παρέπεμψαν δε σε σχετική νομολογία επί του θέματος σημειώνοντας ότι αφού η εξουσιοδότηση ουδέποτε ανακλήθηκε και/ή μέχρι την ανάκληση της ισχύει έστω και αν στο μεταξύ επήλθε αλλαγή στο πρόσωπο που την εξέδωσε, (γ) σε σχέση με την κα Χρυσομηλά απάντησαν ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο ο κος Α. Αγρότης εξουσιοδοτήθηκε από τον Υπουργό να ενεργεί ως προϊστάμενος και όχι σε αντικατάσταση του, επομένως, δεν ενδιαφέρει και δεν μπορεί να απασχολεί το Δικαστήριο όποιο πρόσωπο ανέλαβε τα καθήκοντα προϊσταμένου.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Θα πρέπει να υποδειχθεί ότι μεγάλο μέρος της Γραπτής Αγόρευσης του δικηγόρου του Αιτητή αναλώνεται σε επανάληψη αρχών του διοικητικού δικαίου και/ή Νόμων και/ή κανόνων δικαίου χωρίς να γίνεται ουσιαστική υπαγωγή των πραγματικών περιστάσεων και νομικών δεδομένων της υπόθεσης με αποτέλεσμα να καθίστανται ανεπαρκούς αιτιολόγησης. Με βάση τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, που εφαρμόζονται κατ’ αναλογία και από το παρόν Δικαστήριο (Βλέπε Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2022 (3/2019), επιβάλλεται η υποχρέωση στον αιτητή όχι μόνο να εγείρει με το δικόγραφο του όλα τα σημεία τα οποία υποστηρίζουν την προσφυγή του αλλά ταυτόχρονα να τα αιτιολογεί πλήρως. Η αιτιολόγηση νομικών σημείων είναι απαραίτητη για την εξέταση λόγων ακύρωσης από το Δικαστήριο, οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια, αναπόφευκτα επηρεάζει τη νομική τους βάση με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να κριθούν αναιτιολόγητοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης. Επομένως, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί ισχυρισμοί που δεν εξειδικεύονται ή δεν αιτιολογούνται διότι με αυτό τον τρόπο το Δικαστήριο, παρόλο που ασκεί και έλεγχο ουσίας, θα οδηγείτο σε συζήτηση σχεδόν οιουδήποτε θέματος κατά παράβαση των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου που διαδραματίζουν στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Latomia Estate Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533, Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, επίσης - Ιωσηφίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1990) 3 Α.Α.Δ. 4599Kadivari ν. Δημοκρατίας (αρ. 2) (1992) 4 Α.Α.Δ. 2924, βλέπε επίσης Υπόθ. Αρ. 107/2017, Χριστόδουλος Μιχαήλ (Συνταγματάρχης) κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπουργού Άμυνας, ημερομηνίας 11/12/2017 -όπου γίνεται επανάληψη της πάγιας νομολογίας επί του ζητήματος και ειδικά την Ε.Δ.Δ.Δ.Π. Αρ. 61/2022, LOUISE GARCIA NYEMB v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, ημερ.30/10/24 αναφορικά με τους δικονομικά παραδεκτούς λόγους ακύρωσης). Πρόσθετα, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη οι ηλεκτρονικοί σύνδεσμοί και/ή οι παραπομπές στις ιστοσελίδες μέσω Γραπτής Αγόρευσης του Αιτητή οι οποίες υποβάλλονται κατά παράβαση του Κανονισμού 10 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2022 (3/2019) όπου ορίζεται ότι «Πληροφορίες για την χώρα καταγωγής του αιτητή (ΠΧΚ) δύνανται να υποβληθούν σε έντυπη ή/και ηλεκτρονική μορφή, με σχετικό υπόμνημα, το οποίο επισυνάπτεται στην αγόρευση του μέρους που επιθυμεί να την υποβάλει. Στο υπόμνημα  περιλαμβάνονται τα ακόλουθα στοιχεία: (i) κατάλογος των σχετικών ΠΧΚ, (ii) καταγραφή της πηγής τους (για διαδικτυακές πηγές υποδεικνύεται ο ιστότοπος και παρατίθεται ο σύνδεσμος της σχετικής ιστοσελίδας), (iii) επεξήγηση της συνάφειας της υποβληθείσας μαρτυρίας με συγκεκριμένο ισχυρισμό ή/ και επίδικο ζήτημα, (iv) υπόδειξη του συναφούς αποσπάσματος των ΠΧΚ.». (Βλέπε σχετικά Υποθ. Αρ.1000/23, DGD κ.α ν Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 09/02/2024). Εξάλλου, το αντικείμενο προς συζήτηση ήτοι γάμοι μεταξύ διαφορετικών φυλών και/ή η φυλή του Αιτητή (Gabooye) ως ζήτημα ουσίας θα αναλυθεί κατωτέρω στην έκταση που ενδιαφέρει επί της αξιολόγησης ουσίας του αιτήματος του Αιτητή. Σημειώνεται επί τούτου ότι οιαδήποτε παράλειψη της αρμόδιας αρχής (σε περίπτωση που διαπιστωθεί από το Δικαστήριο) κατά την εξέταση αίτησης ασύλου δεν καθιστά άκυρη όλη την διοικητική ενέργεια που οδήγησε σε απόρριψη αιτήματος ασύλου (λόγω της ευρείας εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου για έλεγχο ορθότητας της απόφασης). Σημειώνεται δε, ότι λόγοι ακύρωσης που καταγράφονται στην προσφυγή, αλλά δεν έχουν αναπτυχθεί μέσω της Γραπτής Αγόρευσης θεωρείται, με βάση την πάγια νομολογία, ότι έχουν εγκαταλειφθεί.

 

Προτού προχωρήσει το Δικαστήριο σε αξιολόγηση λόγων ακύρωσης – που συνδέονται με την ουσία της αίτησης διεθνούς προστασίας – προέχουν τα ζητήματα αναρμοδιότητας. Υπό τύπο σχολίου καταγράφεται ότι το παρόν Δικαστήριο έχει εκδώσει αριθμό αποφάσεων επί αυτών των λόγων ακύρωσης και/ή ειδικά στην Υπόθ. Αρ. 3264/2024, A. N. A. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω του Διευθυντού της Υπηρεσίας Ασύλου κ.α., ημερ. 19/02/25 (Ενδιάμεση Απόφαση), όπου καταγράφονται λεπτομερώς τα ευρήματα του Δικαστηρίου σε σχέση με τα νομικά ζητήματα που εγείρονται στα πλαίσια και της παρούσας υπόθεσης. Σημειώνεται επί τούτου ότι πληθώρα αποφάσεων έχουν εκδοθεί επί των πιο κάτω σημείων και από άλλους αδελφούς Δικαστές (Βλέπε μεταξύ άλλων Υπόθ. Αρ. 3500/23 SCA v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 21/08/24, Υπόθ. Αρ. 216/23 LAT v.  Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ.22/12/23 Υπόθ. Αρ. 2199/23, DCIN v. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ.29/11/24, Υπόθ. Αρ. Τ3136/23 MJI ν Δημοκρατίας μέσω Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ.23/10/24, Υπόθ. Αρ. 4544/23 ΗΜΜ v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ.19/11/23.)

 

Ο ισχυρισμός για μη έγκυρη εξουσιοδότηση του κου Α. Αγρότη, καθότι αυτή δόθηκε από τον κο. Νουρή τέως Υπουργό Εσωτερικών και/ή όχι από τον νυν Υπουργό Εσωτερικών, δεν ευσταθεί και απορρίπτεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση ημερομηνίας 30/05/24 λήφθηκε από τον κο Α. Αγρότη στη βάση ισχύουσας εξουσιοδότησης ημερομηνίας 09/06/22 που εντοπίζεται ως ερυθρό 40 του διοικητικού φακέλου στο εξής «ΔΦ». Με βάση αυτήν δόθηκε εξουσιοδότηση από τον τέως Υπουργό Εσωτερικών προς τον κο Αγρότη όπως εκτελεί τα καθήκοντα Προϊσταμένου, στα πλαίσια έκδοσης αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας σε πλήρη σύμπνοια με το Άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000). Υπάρχει δηλαδή, ρητή διάταξη Νόμου που να επιτρέπει την μεταβίβαση της εξουσίας λήψης τέτοιων αποφάσεων σε οποιοδήποτε άλλο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου εκτός από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας αυτής (Βλέπε σχετικό Άρθρο 17(4) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου 1999 έως 2020 (Ν. 158 (Ι)/1999), βλέπε επίσης Α.Ε. αρ. 2115,Ανδρούλλας Ζηνοβίου ν Κυπριακής Δημοκρατίας, (1997) 3 Α.Α.Δ 385). Δεδομένου του ότι η απόφαση η οποία λήφθηκε ήτο από εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών πρόσωπο, δεδομένου του ότι επιτρέπεται η εκχώρηση αυτών των εξουσιών δυνάμει του πιο πάνω Άρθρου 2 του Ν.6(Ι)/2000 και λαμβάνοντας υπόψη ότι η εν λόγω εξουσιοδότηση (που περιέχει ρητά τις εν λόγω αρμοδιότητες) δεν είχε ανακληθεί κατά τον ουσιώδη χρόνο από το όργανο που τη μεταβίβασε - μέχρι την ανάκλησή της και/ή μέχρι την σύνταξη τυχόν νέας εξουσιοδότησης η μεταβίβαση αρμοδιότητας ισχύει. Δεν θα ήτο αναμενόμενο (όπως έχει πάγια νομολογηθεί) να παραχωρείται νέα εξουσιοδότηση κάθε φορά που διορίζεται νέος Υπουργός (Βλέπε Ε.Δ.Δ.Αρ.63/2018 Κυπριακή Δημοκρατία μέσω 1. Υπουργείου Οικονομικών, 2. Τμήματος Τελωνείων ν. A.H.T. ADVANCES HEATING TECHNOLOGIES, ημερομηνίας 11/01/24 (απόφαση Ανωτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου (Δευτεροβάθμια Δικαιοδοσία), με ανασκόπηση και της πάγιας νομολογίας επί του ζητήματος η οποία υιοθετείται πλήρως για σκοπούς της παρούσας απόφασης).

 

Ούτε το ζήτημα που αφορά την λήξη απόσπασης της κας Μ. Χρυσομηλά – Κουρσουμπά για εκτέλεση καθηκόντων και/ή για ικανοποίηση υπηρεσιακών αναγκών στην Υπηρεσία Ασύλου από τις 09/12/19 - 08/12/22 (όπως προκύπτει από δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας Αρ.5272, ημερομηνίας 16/04/20 και δεν αμφισβητήθηκε από τους Καθ΄ ων η αίτηση) συνιστά και/ή αποτελεί λόγο για ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Εμφανώς από αξιολόγηση των θέσεων του συνηγόρου του Αιτητή, δεν γίνεται αντιληπτό πως η λήξη απόσπασης του εν λόγω προσώπου επηρεάζει την δοθείσα έγκυρη εξουσιοδότηση του Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 09/06/22 προς τον κο. Α. Αγρότη για να ενεργεί και/ή να ασκεί συγκεκριμένες εξουσίες ή καθήκοντα του «Προϊστάμενου» της Υπηρεσίας Ασύλου (ως η ανωτέρω ανάλυση). Οι σκοποί απόσπασης ή της δοθείσας εξουσιοδότησης ημερομηνίας 10/11/20 που παραχώθηκε στην κα Μ. Χρυσομηλά - Κουρσουμπά από τον Υπουργό Εσωτερικών (ερυθρό 39 ΔΦ) ή ύπαρξης εξουσιοδοτήσεων άλλων λειτουργών της Υπηρεσίας Ασύλου στο φάκελο της υπόθεσης (ερυθρό 41 ΔΦ) δεν μπορούν να απασχολήσουν το Δικαστήριο, διότι δεν συνδέονται με την προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή διοικητική απόφαση. Ούτε νομικό έρεισμα έχουν και οι εισηγήσεις του περί δημοσίευσης εξουσιοδοτήσεων. Δεν υπάρχει τέτοια νομοθετική υποχρέωση στο Άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), αλλά μόνο ότι – «"Προϊστάμενος" σημαίνει αρμόδιο λειτουργό ο οποίος προΐσταται της Υπηρεσίας Ασύλου και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο λειτουργό της εν λόγω Υπηρεσίας που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου·». Η γραπτή πιο πάνω εξουσιοδότηση κρινόμενη ως έγκυρη και ελλείψει οποιασδήποτε αναγκαιότητας δημοσίευσης της, οδηγεί σε απόρριψη και αυτού του ισχυρισμού του συνηγόρου του Αιτητή. Απορρίπτεται και ο συναφής ισχυρισμός ότι επειδή δεν υπάρχει προϊστάμενος η αρμοδιότητα του κ. Α. Αγρότη δεν εκτείνεται και σε σχέση με αποφάσεις επιστροφής και/ή σε πρόνοιες του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου (Κεφ. 105). Η πιο πάνω εξουσιοδότηση παρέχει άσκηση εξουσιών και/ή καθήκοντα Προϊστάμενου Υπηρεσίας Ασύλου συμπεριλαμβανομένων και του «τερματισμού δικαιώματος παραμονής (άρθρο 8) και έκδοση αποφάσεων επιστροφής (άρθρα 12Α, 13, 18)». Με βάση το Άρθρο 2 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (ΚΕΦ.105), «Ανώτερος Λειτουργός Μετανάστευσης» ορίζεται στην νομοθεσία ως ο Υπουργός Εσωτερικών ο οποίος έχει την εξουσία για έκδοση απόφασης επιστροφής ως οι πρόνοιες των Άρθρων 18ΟΗ και 18ΟΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (ΚΕΦ.105). Λαμβάνοντας υπόψη ολιστικά τις πρόνοιες και των δύο νομοθετημάτων, του περιεχομένου της δοθείσας εξουσιοδότησης και του γεγονός ότι αρμόδιο κατά την νομοθεσία πρόσωπο για έκδοση αποφάσεων επιστροφής είναι ο Υπουργός Εσωτερικών ως «Ανώτερος Λειτουργός Μετανάστευσης», η εξουσιοδότηση ημερομηνίας 09/06/22 κρίνεται ότι καλύπτει τον κ. Α. Αγρότη να ασκεί και τις συγκεκριμένες εξουσίες. Ούτε οι σκοποί που η εξουσιοδότηση ημερομηνίας 10/11/20 παραχώθηκε στην κα Μ. Χρυσομηλά - Κουρσουμπά από τον Υπουργό Εσωτερικών (μπορούν να απασχολήσουν το Δικαστήριο, διότι δεν αποτελούν αντικείμενο της παρούσας προσφυγής και/ή ούτε επηρεάζει την προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή διοικητική απόφαση.

 

Όπως διατείνεται, επίσης, ο δικηγόρος του Αιτητή ο κος Α. Αγρότης, που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση, είναι εγκύρως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό να λαμβάνει αποφάσεις επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας μόνο «επί εκθέσεων/εισηγήσεων που υποβάλλονται από λειτουργούς ορισμένου χρόνου». Χωρίς το Δικαστήριο να αξιολογεί τους λόγους που υφίσταται ο σχετικός περιορισμός και/ή σχετική ρήτρα στην εξουσιοδότηση (– και/ή κατά πόσο αυτό σε περίπτωση που ο υποβάλλων την έκθεση/εισήγηση για έγκριση ήτο με καθεστώς εργοδότησης στην Υπηρεσία Ασύλου άλλου από αυτό ορισμένου χρόνου λ.χ. αορίστου ή μόνιμης και/ή κατά πόσο αυτό θα οδηγούσε σε ακύρωση της πράξης) μετά από εξέταση τόσο των στοιχείων του φακέλου όσο και της επιστολής ημερομηνίας 11/09/24 (αριθμού φακέλου 05.06.004 της αρμόδιας αρχής – Τεκμήριο 2) τεκμηριώνεται ότι η λειτουργός που υπέβαλε την έκθεση/εισήγηση για έγκριση/λήψη απόφασης αφορά πρόσωπο με καθεστώτος εργοδότησης ορισμένου χρόνου στην Υπηρεσία Ασύλου (ως και η πρόνοια της εξουσιοδότησης ημερομηνίας 09/06/22). Από το φύλλο καταχωρήσεων (minute sheet) του οικείου φακέλου του Αιτητή προκύπτει ότι η έκθεση/εισήγηση (ερυθρό 129-112 ΔΦ) υποβλήθηκε από την κα Χ. Αλωνεύτη (η οποία υπογράφει και την επιστολή απόρριψης ερυθρό 130 ΔΦ) για έγκριση/απόφαση στο αρμόδιο κατ΄ εξουσιοδότηση αποφασίζον όργανο κο Α. Αγρότη. Η δε επιστολή ημερομηνίας 11/09/24 που προσκομίστηκε από τους Καθ΄ ων η αίτηση στα πλαίσια της δικαστικής διαδικασίας, (έγινε επιτρεπτή για σκοπούς αξιολόγησης της υπό το φως των λεχθέντων στην Ε.Α.Δ.Δ.Δ.Π. Αρ. 26/20, Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Διευθυντή Υπηρεσίας Ασύλου ν. Gurdhian Singh, ημερομηνίας 10/09/24 και/ή των αποφάσεων που ακολούθησαν, καθώς και των σχετικών προνοιών των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία) (3/1962) και του περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019 (3/2019) καταγράφει σαφώς ότι ο συνημμένος σε αυτήν πίνακας περιλαμβάνει τα στοιχεία των εργοδοτουμένων ορισμένου χρόνου λειτουργών. Σε αυτόν τον πίνακα ο κωδικός CAS62 (που υπογράφει την έκθεση/εισήγηση) αντιστοιχεί στην κα Χ. Αλωνεύτη. Αφού η έκθεση/εισήγηση υποβλήθηκε από πρόσωπο υπό το καθεστώς ορισμένου χρόνου, εγκρίθηκε και υπογράφηκε από τον κο. Α. Αγρότη, ο οποίος έχει εξουσιοδοτηθεί από τον Υπουργό Εσωτερικών να προχωρεί σε έκδοση αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας και/ή η απόφαση που λήφθηκε ήτο εντός των εξουσιών που ορίζονται στην σχετική εξουσιοδότηση του Υπουργού Εσωτερικών η όλη διοικητική ενέργεια καλύπτεται από πέπλο νομιμότητας και δεν υπάρχει οτιδήποτε το οποίο να ανατρέπει το τεκμήριο κανονικότητας της διοικητικής πράξης (Βλέπε Υπόθ.Αρ.801/1999, Μαυρονύχη v. Δημοκρατίας,  ημερ.12/03/2001, Χριστίνα Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας, (2009) 4 Α.Α.Δ. 929) και/ή η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από εξουσιοδοτημένο και εν τέλει αρμόδιο πρόσωπο. Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην υπόθεση Κούτσιου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 987, στην απουσία έγγραφης καταχώρησης που να επιβεβαιώνει ότι η απόφαση έχει ληφθεί από το αρμόδιο όργανο, το τεκμήριο της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων δεν μπορεί να προσδώσει νομιμότητα στις πράξεις αυτές. Στην παρούσα περίπτωση, όμως (ως η ανωτέρω ανάλυση) αυτό δεν προκύπτει, συνεπώς, οι ισχυρισμοί του συνηγόρου του Αιτητή επί αυτού του σημείου απορρίπτονται στο σύνολο τους ως ατεκμηρίωτοι και/ή αβάσιμοι.

 

Σε κάθε περίπτωση το Δικαστήριο αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023, (Ν. 73(I)/2018), προχωρεί σε εξέταση της ουσίας της αίτησης του Αιτητή σε συνδυασμό με λόγους ακύρωσης που συναρτώνται με δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνας, ανεπαρκούς αιτιολόγησης και πλάνης της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Όπως προκύπτει από το φάκελο της υπόθεσης πρόκειται για υπήκοο Σομαλίας, με τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής τη πόλη Hargeisa, της διοικητικής περιφέρειας Maroodi Jeh, της Σομαλιλάνδης, κάστας Gabooye (δεν έγινε αποδεκτή), μουσουλμάνος, άγαμος, άτεκνος, χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, εργαζόταν στην επιχείρηση της γιαγιάς του και χαίρει υγείας. Οι γονείς του τον εγκατέλειψαν από τη παιδική του ηλικία και διαβιούσε με τη γιαγιά του μέχρι το θάνατο της τελευταίας. Εγκατέλειψε αεροπορικώς τη χώρα του στις 13/02/21. Με την αίτηση του για διεθνή προστασία ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω της ανασφάλειας που επικρατεί και ενός προβλήματος που αντιμετώπιζε. Κατά τη προσωπική του συνέντευξη επικαλέστηκε ως λόγους φυγής από τη χώρα καταγωγής του τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε λόγω της φυλής του, την απουσία υποστηρικτικού δικτύου, καθώς και  το φόβο δίωξης του από την οικογένεια της συντρόφου του.

 

Ειδικότερα, σχετικά με τη φυλή του δήλωσε ότι ανήκει στην επαγγελματική κάστα των Gabooye, από τη μεριά της μητέρας του, ενώ δε γνωρίζει τη φυλή του πατέρα του, καθώς τον εγκατέλειψε σε παιδική ηλικία. Ο αρμόδιος λειτουργός έθεσε γενικής φύσεως ερωτήματα σχετικά με τους Gabooye, αλλά και προσωπικής φύσης για τυχόν προβλήματα που αντιμετώπισε ο ίδιος. Σε σχέση με το τελευταίο, ο Αιτητής αναφέρθηκε στα προβλήματα που αντιμετώπισε από την οικογένεια της συντρόφου του, φυλετικής καταγωγής Issaq. Αναφέρθηκε στην άρνηση τους να παντρευτούν και στην επίθεση που δέχτηκε όταν ανακάλυψαν την εγκυμοσύνη της συντρόφου του, ενώ ακολούθησε και ο εξαναγκασμός της σε αποβολή. Έκτοτε, ο Αιτητής και μέχρι να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, για 3 περίπου μήνες, παρέμεινε σε διάφορες περιοχές της Hargeisa, χωρίς να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα, επεξηγώντας πως αυτό το διάστημα κρυβόταν. Ο λειτουργός στο πλαίσιο της έκθεσης-εισήγησής του εντόπισε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, ο μεν πρώτος σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, ο οποίος έγινε αποδεκτός ως προς την υπηκοότητα και τον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του, ενώ απερρίφθη ως προς την ιδιότητα του ως μέλος της κάστας των Gabooye, και ο δεύτερος σχετικά με τον φόβο δίωξης του από την οικογένεια της συντρόφου του, λόγω της εγκυμοσύνης της και εξαιτίας της κάστας που ανήκει ο Αιτητής, ο οποίος απερρίφθη. Αναφορικά με τους ανωτέρω απορριφθέντες ισχυρισμούς καταγράφονται στην σχετική έκθεση/εισήγηση αρκετά σημεία στα λεγόμενα του Αιτητή όπου διαπιστώθηκε ασάφεια, ανεπάρκεια πληροφοριών και αντιφάσεις. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, προκύπτουν τα ακόλουθα:

 

(α) αναφορικά με την ιδιότητα του Αιτητή ως μέλος της κάστας των Gabooye, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι πληροφορίες που παρείχε ο Αιτητής για την εν λόγω κάστα ήταν ανεπαρκείς και χαρακτηρίζονται από γενικότητα, αντικρούονται δε από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Ειδικότερα, παρά τις επανειλημμένες ερωτήσεις που του τέθηκαν σχετικά με τους Gabooye, δεν ήταν σε θέση να εισφέρει επαρκείς πληροφορίες, κάτι που εύλογα θα αναμενόταν να πράξει, ενώ οι εξηγήσεις που παρείχε σχετικά με την άγνοια του, ότι δηλαδή παρά το ότι ζούσε ανάμεσά τους γνώριζε μόνο αυτές τις πληροφορίες, κρίθηκαν ως μη ικανοποιητικές. Περαιτέρω, ως μη ικανοποιητικές κρίθηκαν και οι δηλώσεις του σχετικά με τα δικά του βιώματα ως Gabooye, αναφερόμενος αποκλειστικά στα προβλήματα που αντιμετώπισε από την οικογένεια της συντρόφου του. Ως προς το τελευταίο μάλιστα, κρίθηκε ότι οι δηλώσεις του σχετικά με τους λόγους που ζήτησε από την οικογένεια της συντρόφου του να την παντρευτεί, παρά την απαγόρευση των διαφυλετικών γάμων με Gabooye, αλλά και των όσων συνέβησαν μετά την επίθεση από τους συγγενείς της συντρόφου του, ήταν μη ικανοποιητικές και ανεπαρκείς πληροφοριών, καθώς δεν ήταν σε θέση να απαντήσει επαρκώς ούτε στο πως πληροφορήθηκε ότι οι ανωτέρω τον αναζητούν, ούτε να περιγράψει με σαφήνεια τα μέρη που κατέφυγε για να προστατευτεί. Τέλος, αξιολογήθηκε το γεγονός ότι ύστερα της επίθεσης, δεν υπήρξε κάποιο άλλο περιστατικό. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός παρέθεσε πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σχετικά με τη κάστα των Gabooye, την σχέση και αλληλεπίδραση τους με τις λοιπές φυλές και τη διακριτική μεταχείριση που βιώνουν στη Σομαλία, συμπεριλαμβανομένων διακρίσεων σε κοινωνικό, οικονομικό, νομικό, πολιτικό και ακαδημαϊκό επίπεδο (ερυθρό 124-121 ΔΦ).

 

(β) Όσον αφορά τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, κρίθηκε ότι οι δηλώσεις του ήταν εν γένει μη ικανοποιητικές και ανεπαρκείς πληροφοριών, έρχονται δε σε αντίθεση με τα υπόλοιπα στοιχεία του φακέλου. Ειδικότερα, ο αρμόδιος λειτουργός έλαβε υπόψη την αδυναμία του Αιτητή να στοιχειοθετήσει επαρκώς τον ισχυρισμό του περί της ιδιότητάς του ως μέλος της κάστας των Gabooye, στοιχείο που συνδέεται άμεσα με τον πυρήνα του εν λόγω ισχυρισμού. Περαιτέρω, έκρινε ότι δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει επαρκώς την δυνατότητα του να εργαστεί στην επιχείρηση της γιαγιάς του, δεδομένων των συνθηκών που επικρατούν για τα μέλη της εν λόγω κάστας. Επιπρόσθετα, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ως μη ικανοποιητικές τις εξηγήσεις που παρείχε ο Αιτητής σχετικά με τη μη αναφορά της εγκυμοσύνης της συντρόφου του σε προγενέστερο στάδιο της συνέντευξης. Επιπλέον, κρίθηκε ότι δεν ήταν σε θέση να επεξηγήσει επαρκώς τους λόγους που εγκατάλειψε τη χώρα καταγωγής του δεδομένου ότι δεν αντιμετώπισε κάποιο άλλο πρόβλημα από τον 11/2020 και έπειτα, ενώ οι εξηγήσεις που παρείχε ότι δηλαδή δεν ήθελε να κρύβεται κρίθηκαν ως μη ικανοποιητικές. Παρομοίως κρίθηκε ότι δεν ήταν σε θέση να απαντήσει ικανοποιητικά σχετικά με τους λόγους που πιστεύει ότι η οικογένεια της συντρόφου του εξακολουθεί να τον ψάχνει, κάτι που αναμενόταν εύλογα από εκείνον. Εξίσου και σχετικά με την αδυναμία του να μετεγκατασταθεί σε κάποια άλλη περιοχή της Σομαλίας, κρίθηκε ότι δεν ήταν σε θέση να επεξηγήσει με σαφήνεια τους λόγους. Τέλος, ασυνεπείς κρίθηκαν οι δηλώσεις του  τόσο αναφορικά με τις δηλώσεις του κατά τη καταγραφή της αίτησης, όσο και με την συνέντευξη ευαλωτότητας, όπου ουδεμία αναφορά έκανε σχετικά με την κάστα των Gabooye και των ισχυρισμών περί δίωξης από την οικογένεια της συντρόφου του, ενώ οι εξηγήσεις που παρείχε, ήτοι ότι κατά τη καταγραφή ήταν νύχτα και βιαζόταν και σχετικά με συνέντευξη ευαλωτότητας ότι τώρα κατά τη συνέντευξη της αίτησης έχει χρόνο να μιλήσει γι αυτά, κρίθηκαν ως μη ικανοποιητικές. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο λειτουργός κατέληξε ότι δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι που να δικαιολογούν την αντιπαραβολή των ισχυρισμών με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης (ερυθρό 121-118 ΔΦ).

 

Κατά την αξιολόγηση του κινδύνου, ο λειτουργός λαμβάνοντας υπόψη το προσωπικό προφίλ του Αιτητή και εξετάζοντας τη κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στη χώρα καταγωγής του εν γένει, αλλά και στο τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, κατέληξε ότι δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση επιστροφής του θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι ο Αιτητής δε μπορεί να υπαχθεί στο καθεστώς του πρόσφυγα, ούτε συντρέχουν οι προϋποθέσεις για υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (ερυθρό 117-112 ΔΦ).

 

Μετά από συνολική αξιολόγηση της γενικότερης αξιοπιστίας του Αιτητή, των όσων τέθηκαν ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου υπό μορφή δηλώσεων μόνο[2] διαπιστώνω ότι η αξιοπιστία του επί αυτού του σημείου του αιτήματος του, δεν τεκμηριώνεται. Η πλήρης εικόνα που διαμορφώνεται μέσω των στοιχείων του φακέλου του, κατόπιν ορθολογικής ανάλυσης και δίκαιης στάθμισής τους[3], επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα του λειτουργού. Δεν παρείχε κάθε διαθέσιμη βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής του, ούτε τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς του με επαρκή λεπτομέρεια, ενώ υπήρξε αντιφατικός σε σημεία (Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 (Ν. 6(Ι)/2000) έως 2023), βλέπε επίσης Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ.11 και Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System της EUAA, February 2023, σελ.57-72, 103-112, 120-131, επίσης, § 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Στη συνέντευξή του ενώ ερωτήθηκε επανειλημμένως από τον λειτουργό, δεν εισέφερε τον απαιτούμενο βαθμό πληροφοριών σχετικά με τον πυρήνα του αιτήματός του, μεγάλο μέρος των απαντήσεων του και/ή του αφηγήματος του βρίσκονται σε αντίφαση με το περιεχόμενο της αίτησης του και/ή εντύπου ευαλωτότητας του, ενώ δεν εισέφερε τον απαιτούμενο βαθμό λεπτομέρειας στις απαντήσεις του και/ή ήτο ελλιπέστατος στις δηλώσεις του. Καμία αναφορά έγινε επί των σημείων που ανέπτυξε κατά την συνέντευξη (Gaboyee/ δίωξη από μέλη της οικογένειας της συντρόφου του λόγω φυλής) στην αίτηση διεθνούς προστασίας ή στο έντυπο ευαλωτότητας, σημειώνεται επί τουτου, όταν παρουσιάζονται πληροφορίες που δημιουργούν ισχυρούς λόγους αμφισβήτησης της αλήθειας των ισχυρισμών ενός αιτούντος άσυλο, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να παράσχει ικανοποιητική εξήγηση των προβαλλόμενων ανακριβειών των ισχυρισμών του – ειδικά όπου υπάρχει ασυμφωνία στις δηλώσεις και/ή με προηγούμενες τοποθετήσεις του (ως ανωτέρω αναλύεται). Ούτε θα μπορούσε να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας το οποίο δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του Αιτητή (Βλέπε §204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Από τα γεγονότα της περίπτωσης του σε συνάρτηση με τα στοιχεία του φακέλου και τις αιτιάσεις του, δεν προκύπτει να συντρέχουν στο πρόσωπο του εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια που μπορούν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης (§37-38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Δεν έχει τεκμηριώσει με τις αιτιάσεις του ότι έχει καταδικασθεί, συλληφθεί, ή καταζητείται είτε από τις αρχές της χώρας του, είτε ότι διώκεται από άλλους φορείς δίωξης (Βλέπε Άρθρα και του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν. 6(Ι)/2000)). Υπάρχουν δε επί της έκθεσης-εισήγησης εκτεταμένες καταγραφές του λειτουργού ως προς τα ευρήματα αναξιοπιστίας του Αιτητή ως επίσης και εκτενείς παραπομπές σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σε σχέση με το τί επικρατεί στην χώρα καταγωγής, τα οποία ενώ αμφισβητήθηκαν κατά την δικαστική διαδικασία από τον συνήγορο του  δεν ήτο ικανά να ανατρέψουν το τεκμήριο εσωτερικής αναξιοπιστίας του αιτούντα άσυλο. Ούτε τα σημεία επί της συνέντευξης ή της έκθεσης/εισήγησης που υποδείχθηκαν τεκμηριώνουν ελλιπή υπό τις περιστάσεις έρευνα της αρμόδιας αρχής κατά την αξιολόγηση των ισχυρισμών του. Επί τούτου σημειώνεται και παραπλανητική η τοποθέτηση περί αποδοχής της φυλής του Αιτητή. Η μη αποδοχή της φυλής/κάστας του Αιτητή οδηγεί αναπόφευκτα, λόγω σύνδεσης της με τον πυρήνα του αιτήματος του για δια-φυλετική σχέση, σε αμφισβήτηση του συνόλου της αίτησης του. 

 

Ανεξαρτήτως, όμως, των πιο πάνω και χωρίς αυτό να επηρεάζει με θετικό πρόσημο το αίτημα του Αιτητή σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, με τον όρο Gabooye χαρακτηρίζονται συλλογικά οι εθνοτικές ομάδες των Madhibaan και των Muse Diriye, τα μέλη των οποίων συναποτελούν την πιο πολυάριθμη επαγγελματική μειονότητα στη Σομαλιλάνδη, ενώ διαβιούν επίσης, σε μικρότερους αριθμούς, στην Αιθιοπία, στην Puntland και στη νότια Σομαλία. Πρόκειται για ορολογία «ομπρέλα», στην οποία περιλαμβάνονται άλλες υπό-φυλές. [4] Οι Gabooye ζουν σε ορισμένες περιθωριακές γειτονιές, ιδιαίτερα στις πόλεις της βόρειας Σομαλίας (π.χ. στη Hargeisa, η συνοικία Gabooye ονομάζεται Dami). Ακόμη και οι ανώτατες αρχές των υποομάδων (των Gabooye) Madhibaan και Muse Diriye – οι θρησκευτικοί και παραδοσιακοί ηγέτες τους – δεν έχουν καμία επιρροή έξω από την κοινότητά τους.[5] Αναφορικά δε με την αντιμετώπιση των ομάδων αυτών εντός της Σομαλίας, οι εξωτερικές πηγές αναφέρουν ότι τα μέλη της εθνοτικής ομάδας Madhibaan αντιμετωπίζουν πράγματι διάφορες μορφές διακρίσεων, οι οποίες εκδηλώνονται κυρίως με την περιορισμένη πρόσβασή τους στην εκπαίδευση, στην ενασχόλησή τους με ορισμένα επαγγέλματα και στην απόκτηση οικονομικών πόρων, στην προστασία τους από τις κρατικές αρχές, καθώς και με την ελλιπή συμμετοχή τους στον πολιτικό βίο.[6] Πιο αναλυτικά, οι Gabooye μέχρι πρόσφατα μπορούσαν να εξεύρουν εργασία μόνο ως οδοκαθαριστές (Σομαλικά: bakhti-cune). Υπήρχαν και εξακολουθούν να υπάρχουν πολλά αρνητικά στερεότυπα για τους Gabooye: ότι «είναι ακάθαρτοι», «οι γυναίκες τους είναι πόρνες», «δεν είναι πραγματικοί μουσουλμάνοι».[7] Διάφορες πηγές συμφωνούν ότι οι ομάδες γενικά, και ειδικότερα οι  Madhibaan, αντιμετωπίζουν διακρίσεις. Σε γενικές γραμμές, οι ομάδες αυτές αντιμετωπίζουν σοβαρές κοινωνικές, πολιτικές, δικαστικές και οικονομικές επιπτώσεις και συχνά  δεν διαθέτουν  προστασία. Ειδικότερα, οι Madhibaan υφίστανται σοβαρές διακρίσεις λόγω κάστας, σύμφωνα με μια έκθεση της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ του 2016.[8] Σύμφωνα με άλλες πηγές πληροφόρησης που αναφέρονται στην μεταχείριση των Gabooye στη Σομαλία αναφέρονται τα κάτωθι: «Οι μειονότητες της Σομαλίας είναι ποικίλες και περιλαμβάνουν τις εθνοτικές μειονότητες, τις θρησκευτικές μειονότητες και τις επαγγελματικές ομάδες. Αυτές οι επαγγελματικές ομάδες, γνωστές ως ομάδες «απόκληρων» ή με τον συλλογικό όρο Sab, είναι γενικά μη ποιμενικές ομάδες και θεωρούνται κατώτερες. Οι επαγγελματικές ομάδες βρίσκονται στο χαμηλότερο επίπεδο της κοινωνικής ιεραρχίας της σομαλικής κοινωνίας και καταλαμβάνουν παραδοσιακά θέσεις που θεωρούνται ακάθαρτες ή ατιμωτικές από τις μεγάλες φυλές. Το είδος του επαγγέλματός τους, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν μπορούν να ανιχνεύσουν τη γενεαλογία τους στον Προφήτη Μωάμεθ, σε αντίθεση με τις μεγάλες φυλές, συμβάλλουν στη μεταχείριση και προσδιορισμό αυτών των επαγγελματικών ομάδων ως κατώτερων. Οι Gabooye είναι μια από τις επαγγελματικές ομάδες στη Σομαλία μαζί με τους Tumal και Yibro. Σύμφωνα με το ACCORD η ομάδα Gabooye περιλαμβάνει τις ομάδες Madhibaan, Muuse Dhariyo, Howleh Hawraar Same και Habar Yaquup. Το 2002, σύμφωνα με την UNHCR περίπου 20.000 άτομα Gaboye ζούσαν στη Σομαλιλάνδη. Επίσης, έκθεση του 2010 από την Διεθνή Ομάδα για τα Δικαιώματα των Μειονοτήτων (MRGI), σημειώνει ότι στην Σομαλιλάνδη, οι Midgaan άρχισαν να οργανώνονται και έστελναν συστηματικά τα παιδιά τους στο σχολείο και […]στη Hargeisa, την πρωτεύουσα της Σομαλιλάνδης, άνοιξε ένα ιδιωτικό σχολείο για τους Midgaan και άλλα παιδιά μελών μειονοτικών ομάδων[…]».[9] Σε έκθεσή της για το 2020 για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Σομαλία, η Ανεξάρτητη Εμπειρογνώμονας του ΟΗΕ, Isha Dyfan, δήλωσε ότι «οι οικονομικές ανισότητες μεταξύ περιθωριοποιημένων και μειονοτικών ομάδων είναι διάχυτες, για παράδειγμα, μεταξύ των ομάδων Bantu και Gaboye στη Σομαλιλάνδη».[10] Σε έκθεσή του το 2019 για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Σομαλία, ο Ανεξάρτητος Εμπειρογνώμονας του ΟΗΕ, Bahame Tom Nyanduga, δήλωσε ότι είχε ενημερωθεί από εκπροσώπους της μειονοτικής φυλής Gabooye «ότι η γη και οι επιχειρήσεις τους είχαν καταληφθεί ή πουληθεί σε άτομα από μεγαλύτερες φυλές».[11] Σύμφωνα με έκθεση της UNHCR με έτος δημοσίευσης το 2022 αναφέρεται ότι «στη Σομαλία, ορισμένες ομάδες παραδοσιακά ορίζονται από τα επαγγέλματά τους, συνήθως σε λιγότερο επιθυμητές ή «ακάθαρτες» εργασίες που συχνά περιλαμβάνουν χειρωνακτική εργασία, για παράδειγμα κυνήγι, κομμωτική, σιδηρουργία ή υποδηματοποιία. Αυτές οι ομάδες είναι δομημένες σαν φυλές, ζουν σε ορισμένες περιοχές και γειτονιές και αναφέρονται με διάφορους όρους, όπως Tumaal, Waable, Sab, Madhibaan, Boon, Gabooye και Midgan. Αυτοί οι όροι μπορεί επίσης να αναφέρονται σε υποομάδες μέσα σε αυτές τις επαγγελματικές κάστες και μπορεί να διαφέρουν ανά περιοχή. […]Οι ομάδες Gabooye στη Σομαλιλάνδη βρίσκονται σε μειονεκτική θέση από οικονομική άποψη, συνεχίζουν να είναι περιορισμένοι στα παραδοσιακά χαμηλόμισθά επαγγέλματα που κατέχουν, και στο σύνολό τους αδυνατούν να επιτύχουν «κοινωνική άνοδο ή οικονομική» λόγω κοινωνικών διακρίσεων και έλλειψης πρόσβασης σε πόρους. Τα παιδιά των επαγγελματικών καστών  υφίστανται εκφοβισμό στο σχολείο. […] Αν και οι καταχρήσεις κατά των μειονοτήτων έχουν μειωθεί σε κλίμακα από τη δεκαετία του 1990, η χαμηλής έντασης βία κατά των μειονοτήτων εξακολουθεί να χαρακτηρίζει τη σομαλική κοινωνία σήμερα, κυρίως επειδή  αυτές οι κοινωνικές δομές είναι ακόμη ενεργές. Ενώ ο κοινωνικός αποκλεισμός των μειονοτήτων, συμπεριλαμβανομένης της απαγόρευσης των(μεικτών) γάμων με άλλες φυλές και των άνισων κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων, μπορεί να οφείλεται στην περιφρόνηση για την εθνοτική τους καταγωγή, οι παραβιάσεις των δικαιωμάτων των μειονοτήτων συμβαίνουν κυρίως επειδή στερούνται ένοπλης δύναμης […]»[12]. Αναφορικά με τα περιστατικά επιθέσεων εναντίον των ατόμων της φυλής καθώς και τη δυνατότητα κρατικής προστασίας, σύμφωνα με έκθεση του US DOS η οποία δημοσιεύτηκε το 2022 αναφέρεται ότι «μειονοτικές ομάδες, που συχνά στερούνταν ένοπλων πολιτοφυλακών, συνέχισαν να βιώνουν δυσανάλογα δολοφονίες, βασανιστήρια, βιασμούς, απαγωγές για λύτρα και λεηλασίες της γης και περιουσίας τους ενώ οι πολιτοφυλακές και μέλη των πλειοψηφικών φυλών που ήταν οι δράστες παρέμειναν ατιμώρητοι, συχνά με τη συναίνεση των ομοσπονδιακών και τοπικών αρχών. Πολλές μειονοτικές κοινότητες συνέχισαν να ζουν σε βαθιά φτώχεια και να υποφέρουν από πολυάριθμες μορφές διακρίσεων και αποκλεισμού»[13]. Επίσης, σε ανωτέρω αναφερόμενη έκθεση του EUAA του 2023 καταγράφεται πως «μέχρι σήμερα, τα μέλη της φυλής Gabooye απολαμβάνουν περιορισμένη προστασία σε όλη τη Σομαλία. Μπορούν να γίνονται στόχοι παρενόχλησης και εκφοβισμού με ατιμωρησία, ειδικά στη Σομαλιλάνδη και τη νότια Σομαλία. Μόνο στο Puntland, οι επαγγελματικές μειονότητες όπως οι Gabooye και ιδιαίτερα οι Tumal, απολαμβάνουν περισσότερα δικαιώματα και βρίσκονται σε ελαφρώς καλύτερη θέση έναντι των μελών πλειοψηφικών ομάδων από ό,τι στο την υπόλοιπη Σομαλία ή στη Σομαλιλάνδη[…]Οι κρατικοί θεσμοί, στους οποίους κυριαρχούν τα μέλη της πλειοψηφικής ομάδας, δεν προσφέρουν προστασία στους Gabooye για αδικίες και παραβιάσεις που βίωσαν (συμπεριλαμβανομένης της σεξουαλικής βίας, λεηλασίες ή σωματικές επιθέσεις)».[14]

 

Οι πιο πάνω πηγές πληροφόρησης δεικνύουν, ως και οι γενικές δηλώσεις του συνηγόρου του Αιτητή, ότι η κατ΄ ισχυρισμό φυλή Gabooye αντιμετωπίζει διακρίσεις. Ο Αιτητής, όμως, δεν τεκμηρίωσε ότι ανήκει στην εν λόγω φυλή δεδομένο το οποίο ενισχύεται από το γεγονός ότι δεν καταγράφηκε ούτε στην αίτηση του αλλά ούτε στο έντυπο ευαλωτότητας του (ως βασικό στοιχείο που τον οδήγησε να εξέλθει της χώρα του). Η μη αποδοχή της φυλής του άρρηκτα συνδεδεμένη με τη μη αποδοχή του ισχυρισμού του και για δίωξη από την οικογένεια της φίλης/συντρόφου του λόγω εσωτερικής αναξιοπιστίας δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε ικανοποίηση των προϋποθέσεων του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000).

 

Ούτε η περίπτωση του εμπίπτει στις προϋποθέσεις παροχής σε αυτόν καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Ο λειτουργός εξέτασε κατά πόσο θα υπόκειτο σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής σε οποιαδήποτε τέτοια σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ως προσδιορίζεται στο Άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000) και κατέληξε δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις συμπληρωματικής προστασίας. Ουδείς εκ των ισχυρισμών που πρόβαλε τεκμηριώνει την ύπαρξη ουσιωδών λόγων ώστε να πιστεύεται ότι ο ίδιος προσωπικά, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, θα υποβληθεί σε κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία. Ειδικά δε ως προς το σκέλος της διακινδύνευσης λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης ο λειτουργός σημειώνει ότι βάσει εξωτερικών πηγών πληροφόρησης στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την Σομαλιλάνδη, δεν πλήττεται από διεθνείς ή εσωτερικές ένοπλες συγκρούσεις, επιφέρουσες αδιακρίτως ασκούμενη βία κατά των αμάχων. Ως εκ τούτου, το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας απορρίφθηκε στο σύνολό του (ερυθρά 113 ΔΦ). Ανεξαρτήτως, όμως τούτου, το Δικαστήριο στα πλαίσια των εξουσιών του και αναλύοντας τη γενικότερη κατάσταση ασφαλείας σύμφωνα με το διαδραστικό χάρτη του RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης, η κυβέρνηση της Σομαλίας εμπλέκεται σε μη διεθνή ένοπλη σύγκρουση στην επικράτεια της ενάντια στην Al Shabaab. Η Σομαλιλάνδη αποτελεί μία αποσχισθείσα ημιερημική περιοχή της Σομαλίας στις ακτές του Κόλπου Aden, η οποία ανακήρυξε την ανεξαρτησία της το 1991  μετά την ανατροπή του στρατιωτικού δικτάτορα, Siad Barre[15]. Δεν πρόκειται για διεθνώς αναγνωρισμένη χώρα, ωστόσο διαθέτει λειτουργικό πολιτικό σύστημα, κυβερνητικούς θεσμούς, αστυνομική δύναμη, εθνικό νόμισμα και ο πληθυσμός της εκτιμήθηκε το 2024 σε περίπου 5.700.000 κατοίκους[16]. Αν και η έκθεση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης Ασύλου αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας για τη Σομαλία που δημοσιεύθηκε τον Φεβρουάριο του 2023, αναφέρει ότι  δεν εντοπίζεται η παρουσία της Al Shabaab στην περιφέρεια της Σομαλιλάνδης, καθώς η επικράτειά της ελέγχεται από τις ένοπλες δυνάμεις τις αποσχισθείσας περιφέρειας[17], γίνεται αναφορά σε εμπλοκή της οργάνωσης σε δραστηριότητες εξόρυξης. Τα ορυχεία βρίσκονται κυρίως σε σημεία όπου στερείται της παρουσίας κυβερνητικών δυνάμεων της Σομαλιλάνδης. Οι μονάδες της Al Shabaab που επιχειρούν στην περιοχή είναι ιδιαίτερα κινητές και βαριά οπλισμένες, ενώ έχουν καθιερώσει ένα φορολογικό καθεστώς παρά την παρουσία διεθνών αντιτρομοκρατικών δυνάμεων γύρω από τις οροσειρές Golis[18]. Επιπλέον, η έκθεση που δημοσίευσε το BTI, ένα παγκόσμιο φόρουμ το οποίο προήλθε από τη συνεργασία σχεδόν 300 εμπειρογνωμόνων χωρών και περιοχών,  από κορυφαία πανεπιστήμια και δεξαμενές σκέψης παγκοσμίως, αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στη Σομαλία το 2024 αναφέρει ότι οι εντάσεις μεταξύ των περιφερειών της Σομαλιλάνδης και του Puntland για τις επαρχίες Sool και Sanaag παραμένουν άλυτες[19], αναφέροντας ότι στις κοινές, αμφισβητούμενες, ανατολικές, παραμεθόριες περιοχές τους, ξέσπασαν, την περίοδο αναφοράς, συγκρούσεις μεταξύ των δυνάμεων ασφαλείας της Σομαλιλάνδης και των διαδηλωτών, αφού τα ανατολικά τμήματα των επαρχιών Sool και Sanaag, καθώς και η περιοχή Buhoodle στην επαρχία Togdheer, διεκδικούνται από αμφότερες τις περιφέρειες[20]. Η ανωτέρω εικόνα επιβεβαιώνεται και από έκθεση του ACLED για τη Σομαλία το Μάρτιο του 2024, η οποία επιβεβαιώνει ότι τον Ιανουάριο του εν λόγω έτους συμπληρώθηκε ένας χρόνος από τότε που ξέσπασαν οι μάχες μεταξύ της κυβέρνησης της Σομαλιλάνδης και της πολιτοφυλακής SSC τον Ιανουάριο του 2023 στην περιοχή Cayn, η οποία εντοπίζεται ανάμεσα στις περιφέρειες της Σομαλιλάνδης και του Puntland[21]. Η σύγκρουση ξέσπασε αφού οι κυβερνητικές δυνάμεις ασφαλείας σκότωσαν πάνω από δώδεκα διαδηλωτές που διαμαρτύρονταν για τη δολοφονία ενός μέλους του κόμματος της αντιπολίτευσης στα τέλη Δεκεμβρίου 2022. Αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που αυτοί οι δύο παράγοντες συμμετείχαν σε στρατιωτικές συγκρούσεις. Αν και η βία έχει υποχωρήσει σε μεγάλο βαθμό στη Σομαλιλάνδη, οι εντάσεις συνεχίζουν να είναι υψηλές καθώς οι κυβερνητικές δυνάμεις της Σομαλιλάνδης παρέμειναν αναπτυγμένες στην περιοχή Cayn. Η δε σύγκρουση δε δείχνει σημάδια ύφεσης, σε μεγάλο βαθμό λόγω δύο βασικών παραγόντων – των οικονομικών κεφαλαίων και της αναγνώρισης της διοίκησης Σομαλιλάνδης από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Σομαλίας - που δεν υπήρχαν κατά τους προηγούμενους γύρους συγκρούσεων[22]. Ως προς του εμπλεκόμενους στις ανωτέρω συγκρούσεις φορείς και δη την πολιτοφυλακή SSC, η ανωτέρω επικληθείσα έρευνα του ACLED αναφέρει ότι τα μέλη της προέρχονται κυρίως από την τοπική υπο-φυλή Dhulbahante της φυλής Darod, η οποία έχει υποστηρίξει εδώ και καιρό τη δημιουργία ενός αυτόνομου κράτους υπό την ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Σομαλίας και όχι ως μέρος μιας ανεξάρτητης διοίκησης της Σομαλιλάνδης[23]. Εκ των ανωτέρω πληροφοριών ανακύπτει ότι οι επαρχίες της Σομαλιλάνδης οι οποίες πλήττονται από εντάσεις και ενίοτε συγκρούσεις, είναι οι αμφισβητούμενες επαρχίες Sool, Sanaag και μέρος της επαρχίας Togdheer. Όσον αφορά την επαρχία Wogooyi Galbeed, επί της οποίας βρίσκεται η πόλη Hargeisa, που αποτελεί το συνήθη τόπο διαμονής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του, σύμφωνα με  δεδομένα που αντλήθηκαν από το ACLED, κατά το τελευταίο έτος καταγράφηκαν μόνο 6 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία επέφεραν το θάνατο 4 ανθρώπων[24]. Ειδικότερα όσον αφορά τη Hargeisa, σημειώθηκαν 4 περιστατικά, 3 εκ των οποίων αφορούσαν σε βία κατά αμάχου πληθυσμού και (2 απώλειες) και 1 περιστατικό ταραχής, χωρίς κάποια απώλεια. Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της επαρχίας Wogooyi Galbeed, σύμφωνα μετρήσεις του 2023, ανέρχετο στους περίπου 1.300.000 κατοίκους[25]. Συνεπώς, τα ευρήματα της τότε λειτουργού επιβεβαιώνονται από πληροφορίες που αξιολόγησε και το Δικαστήριο και/ή κρίνεται ότι ο Αιτητής δεν θα υποβληθεί προσωπικά σε μεταχείριση ισοδυναμούσα με δίωξη ή σοβαρή βλάβη δεδομένου και του πολύ χαμηλού περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή του. Ως εκ τούτου, παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών του περιστάσεων για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοσμένης κλίμακας» όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης[26]. Ακόμα δε και σε περίπτωση προσαρμογής της περίπτωσης του Αιτητή υπό την έννοια «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» (ως διατυπώθηκε από το ΔΕΕ στην υπόθεση Elgafaji C-465/07[27], σκέψεις 39 και 43, καθώς και στην υπόθεση Diakité C-285/12[28], σκέψεις 30 και 31), λαμβάνοντας υπόψη το προφίλ, το αίτημα του Αιτητή που δεν τεκμηριώθηκε (και/ή κρίθηκε αναξιόπιστος) δεν εγείρονται στοιχεία που να υποδεικνύουν ότι μπορεί να τύχει συμπληρωματικής προστασίας (υπόθεση Elgafaji C-465/07, σκέψη 39, και υπόθεση Diakité C-285/12, σκέψη 31). Τα ατομικά χαρακτηριστικά και στοιχεία του Αιτητή οδηγούν στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι με την επιστροφή του θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη.

 

Διαφωνώ με την θέση του συνηγόρου του Αιτητή για ελλιπή έρευνα από την αρμόδια αρχή σε σχέση με πηγές πληροφόρησης. Η έρευνα ήτο επαρκής υπό τις περιστάσεις (ερυθρά 111- 42 ΔΦ) και στα σημεία που ήτο αυτή αναγκαία λαμβάνοντας δεόντως υπόψη ότι ο Αιτητής κρίθηκε εσωτερικά αναξιόπιστος σε σχέση με τον πυρήνα του αιτήματος του. Η όλη διαδικασία εξέτασης της αρμόδιας ασρής διενεργήθηκε σε πλήρη σύμπνοια με τις διατάξεις του Άρθρου 13, 13Α και 18 περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000), αλλά και με βάση τα κριτήρια και/ή προϋποθέσεις που τηρούνται κατά την εξέταση αίτησης ασύλου. Ο Αιτητής ενημερώθηκε πλήρως από την λειτουργό για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του και κατά τη συνέντευξη του έγιναν επαρκείς ερωτήσεις για να περιγράψει τους λόγους που υπέβαλε αίτημα ασύλου όπως επίσης και άλλα ζητήματα που αφορούν τις προσωπικές του περιστάσεις. Δεν εντοπίζω οτιδήποτε παράτυπο, παράνομο και μεμπτό στην διαδικασία που ακολουθήθηκε που μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης καθότι διενεργήθηκαν εκτενείς ερωτήσεις, τόσο κλειστού όσο και ανοικτού τύπου όπως επίσης και διευκρινιστικές για να μπορεί ο ενδιαφερόμενος να τοποθετηθεί στα βιώματα και τις εμπειρίες του, ωστόσο, δεν κατάφερε να τεκμηριώσει είτε με τις απαντήσεις είτε με άλλα αποδεικτικά μέσα επαρκώς το αίτημα του. Βάσει δε των στοιχείων του φακέλου και της έκθεσης/εισήγησης της λειτουργού (ως αναλύονται ανωτέρω) διαπιστώνω επαρκή έρευνα υπό τις περιστάσεις από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Η έκταση της έρευνας, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθήθηκε από την αρμόδια αρχή (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345) ήταν σύμφωνα με την νομοθεσία και υπό την καθοδήγηση σχετικών επί του θέματος εγχειριδίων. Η απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα πραγματικά και νομικά περιστατικά της υπόθεσης, ενώ η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης συμπληρώνεται και/ή αναπληρώνεται μέσα από τα στοιχεία του φακέλου του Αιτητή ήτοι της έκθεσης/εισήγησης της λειτουργού η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης του εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιου λειτουργού, όπως επίσης και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας με αποτέλεσμα να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Βλέπε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270). Μετά δε από έλεγχο νομιμότητας/ορθότητας και πραγματικό συμπληρωματικό έλεγχο των περιστάσεων του Αιτητή, όπως αναλύεται ανωτέρω, το Δικαστήριο στα πλαίσια των εξουσιών του, καταλήγει στο ίδιο εύρημα ότι δηλαδή δεν μπορεί να του αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.

 

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με €1300 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

                         

 

Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση)

[2] Βλέπε Άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(Ι)/2000) έως 2023

[3] Βλέπε High Court (Ανώτερο Δικαστήριο) (Ιρλανδία), IR κατά Minister for Justice Equality & Law Reform & anor, [2009] IEHC 353, ημερομηνίας 24/07/2009

[4] Somalia - The Madhiban cast - EASO COI Query Response, 29/01/2019, Publisher(s): EU - European Asylum Support Office (EASO),

[5] EUAA – European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO): Somalia; Targeted Profiles, September 2021, σελ. 63

[6] EUAA – European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO): Somalia Targeted profiles, Country of Origin  Information Report, September 2021, σελ. 62

[7] Ibid 6.

[8] UN High Commissioner for Refugees (UNHCR), UNHCR Position on Returns to Southern and Central Somalia (Update I), May 2016 σελ.9

[9] EUAA – European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO) (Author): Situation of the Gaboye minority group in Somalia, especially in Somaliland and Puntland, 30 March 2021, σελ.2-4,

[10] UNHRC, Situation of human rights in Somalia: Report of the Independent Expert on the situation of human rights in Somalia [A/HRC/45/52], 24 August 2020, παρ. 59,

[11] UNHRC, Situation of human rights in Somalia: Report of the Independent Expert on the situation of human rights in Somalia [A/HRC/42/62], 16 September 2019, παρα. 98,

[12] UNHCR – UN High Commissioner for Refugees: International Protection Considerations with Regard to People Fleeing Somalia, September 2022

[13] USDOS – US Department of State: 2021 Country Report on Human Rights Practices: Somalia, 12 April 2022

[14] EUAA – European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO) (Author): Somalia; Targeted Profiles, September 2021, σελ.62-63,

[15] ΒΒC News, "Somaliland profile", 02/01/2024,  https://www.bbc.com/news/world-africa-14115069 

[16] Ibid 16

[17] EUAA, Somalia Security Situation, 2023

[18] Horn Observer, Getting a grip on Somalia's Gold rush, 11 November 2022, διαθέσιμο σε https://hornobserver.com/articles/1822/Getting-a-grip-on-Somalias-Gold-rush,

[19] BTI, Somalia Country Report 2024, n.d., διαθέσιμο σε https://bti-project.org/en/reports/country-report/SOM,

[20] Ibid 20

[22] ΑCLED, Somalia: Al-Shabaab’s Infiltration of a Military Base in Mogadishu and Somaliland’s Conflict, 1 March 2024,

[23] Ibid 22

[24] ACLED explorer, Filters: Somalia, Administrational Units: Wogooyi Galbeed,available at: https://acleddata.com/explorer/,

[25] FSNAU, IPC Population Estimates, 2023

[26] EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική Ανάλυση, Νοέμβριος 2014, σελ. 26 – 1.6.2. έννοια της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» (https://easo.europa.eu/sites/default/files/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf)

[27]Απόφαση του ΔΕΕ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 17/02/09 C-465/07, MekiElgafaji και NoorElgafaji κατά StaatssecretarisvanJustitie

[28]Απόφαση του ΔΕΕ της 30/01/14 στην υπόθεση C-285/12, Aboubacar Diakité κατά Commissaire général aux réfugiés etaux apatrides


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο