S.O.A. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 2373/2023, 15/7/2025
print
Τίτλος:
S.O.A. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 2373/2023, 15/7/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ. 2373/2023

15 Ιουλίου, 2025

[Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Μεταξύ:

S.O.A.,

από Νιγηρία

Αιτητής

και

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

                                   Καθ' ων η αίτηση

 

Δικηγόροι για Αιτητή: Κασσάνδρα Κουπαρή

Δικηγόροι για Καθ’ ων η αίτηση: Α. Παπαδοπούλου (κα) για Μ. Καρπούζη (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 27.06.2023 με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση ασύλου, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού  εξεταστούν  οι  εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται  η  σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»):

 

Ο Αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία την οποίαν εγκατέλειψε στις 25.09.2021 και τον Νοέμβριο του 2021 εισήλθε, στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές μέσω των μη ελεγχόμενων περιοχών. Στις 08.12.2021 υπέβαλε αίτηση ασύλου και στις 30.05.2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής αναφερόμενος ως «ο Λειτουργός»o οποίος υπέβαλε στις 09.06.2023 Εισηγητική Έκθεση προς  τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε στις 27.06.2023 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 03.07.2023 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου. Η εν λόγω απόφαση αποτελεί το αντικείμενο της υπό εξέταση προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Εξειδικεύοντας και περιορίζοντας στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης της ευπαιδεύτου συνηγόρου του, τους εγειρόμενους στην προσφυγή λόγους ακυρώσεως ο Αιτητής ισχυρίζεται κατά πρώτον ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω παραβίασης του δικαιώματος ακρόασης καθώς δεν του παρασχέθηκε διερμηνέας στην αγγλική γλώσσα. Είναι κατά δεύτερον η θέση του ότι δεν έγινε η δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, κατά τρίτον ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε υπό πλάνη και κατάχρηση εξουσίας ενώ κατά τέταρτον προωθεί την θέση περί έλλειψης αιτιολογίας.

 

Κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων  ημερομηνίας 11.02.2025 η συνήγορος του Αιτητή επισήμανε στο πλαίσιο του ισχυρισμού περί έλλειψης δέουσας έρευνας, ότι ο Αιτητής πάσχει από μία ασθένεια που ονομάζεται OSA (Obstructive sleep apnea), γεγονός που είχε αναφέρει στην πρωτοβάθμια συνέντευξή του (ερ. 26 2χ) και ουδόλως εξετάστηκε, ενώ θα έπρεπε να γίνει πρωτοβάθμιος έλεγχος του ισχυρισμού αυτού. Επισημαίνει ότι οι συνέπειες της ασθένειας αυτής μπορεί να είναι πολύ σοβαρές.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, ισχυριζόμενοι ότι αυτή έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις νομοθετημένες διατάξεις, μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που τους παρέχει ο νόμος και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης. Τέλος, υποστηρίζουν ότι η εν λόγω προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη, ενώ λήφθηκε κατόπιν στάθμισης και αξιολόγησης όλων των στοιχείων του διοικητικού φακέλου, χωρίς να υφίσταται πλάνη περί τα πράγματα, στην επίδικη απόφαση. Ισχυρίζονται περαιτέρω ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης το οποίο ο ίδιος φέρει στους ώμους του, ως προς την ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

Καταρχάς, μελετώντας την γραπτή αγόρευση του Αιτητή, εύκολα διαπιστώνεται ότι πλην των λόγων ακυρώσεως περί παραβίασης του δικαιώματος ακρόασης και περί έλλειψης δέουσας έρευνας, οι λοιποί ισχυρισμοί προωθούνται με γενικόλογη, αόριστη και εν πολλοίς ρητορική αναφορά σε σειρά επιχειρημάτων, χωρίς ωστόσο να δίδονται οποιαδήποτε στοιχεία ή επιχειρήματα, που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς αυτούς. Πράττει δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962.[1]

 

Είναι διαχρονική η θέση της ημεδαπής νομολογίας ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία[2], ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[3]. Σχετική είναι και η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, ECLI:CY:AD: 2018:C344,  Α.Ε. 95/2012, ημερ. 06.07.2018, ECLI:CY:AD:2018:C344, ECLI:CY:AD:2018:C344, όπου επισημάνθηκε ακριβώς ότι η γενικότητα με την οποία παρατηρείται η δικογράφηση των νομικών ισχυρισμών έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις και στην ουσία παρακωλύει την ορθή και σύννομη απονομή της δικαιοσύνης, διότι οι προσφεύγοντες καλυπτόμενοι πίσω από τη γενικότητα των ισχυρισμών τους, θεωρούν ότι δύνανται να εγείρουν οποιοδήποτε θέμα κατά τον τρόπο που επιθυμούν, αποπροσανατολίζοντας έτσι την υπόθεση από την ορθή της διάσταση, αλλά και με το Δικαστήριο να ασχολείται άνευ λόγου με σωρεία θεμάτων. Η έννοια του Κανονισμού 7 είναι  η οριοθέτηση με λεπτομέρεια, (αυτή είναι η έννοια της λέξης «πλήρως»), ούτως ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, με τους διαδίκους να γνωρίζουν με ακρίβεια το λόγο που προωθείται η νομική εισήγηση, αλλά και το Δικαστήριο να ασχολείται μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα και όχι με γενικότητες και αοριστολογίες. 

 

Στην εξεταζόμενη λοιπόν υπόθεση δεν ήταν αρκετό να τεθεί στα νομικά σημεία της αιτήσεως ακυρώσεως αλλά και της μετέπειτα καταχωρισθείσας γραπτής αγόρευσης, με γενικόλογη και αόριστη επιχειρηματολογία, η παραβίαση κανόνων δικαίου κάτω από τη γενικότερη σφαίρα παραβίασης των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου, χωρίς ταυτόχρονα την εξειδίκευση και αναφορά στα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και του τρόπου με τον οποίον οι αρχές αυτές παραβιάζονται. Στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας προωθούνται οι λόγοι ακυρώσεως ουδόλως εξηγείται με την γραπτή αγόρευση, που είναι και το μέσο για ανάπτυξη μίας τέτοιας επιχειρηματολογίας.

 

Όλοι λοιπόν οι λόγοι ακυρώσεως, πλην αυτών που αφορούν στην παραβίασης του δικαιώματος ακρόασης και στην έλλειψη δέουσας έρευνας, είναι ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης ως γενικοί, αόριστοι αλλά και αλυσιτελείς και κατά τούτο απορρίπτονται στο σύνολό τους. Ανεξαρτήτως της ως άνω κατάληξης μου, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν[4], θα προχωρήσω να εξετάσω τον ισχυρισμό περί παραβίασης του δικαιώματος ακρόασης ως αυτός εγείρεται στη γραπτή αγόρευση του Αιτητή και ακολούθως θα εξετάσω την ουσία της υπόθεσης, σε συνάρτηση και με τον λόγο ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως περί παραβίασης του δικαιώματος ακρόασης.

 

Είναι η θέση της κας Κουπαρή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί καθώς δεν παρασχέθηκε στον Αιτητή διερμηνέας στην αγγλική γλώσσα κατά τη συνέντευξη του Αιτητή καθώς και ότι η συνακόλουθη διεξαγωγή της συνέντευξης από το λειτουργό CAS64, πάσχει καθώς πουθενά στο διοικητικό φάκελο δεν εντοπίζεται κάποιο στοιχείο σχετικά με την ικανότητα του λειτουργού να χειρίζεται την αγγλική γλώσσα. Προσθέτει πως η συναίνεση του Αιτητή δια της υπογραφής των σελίδων της συνέντευξης δεν αλλάζει τα δεδομένα καθώς ο Αιτητής δεν γνώριζε για την υποχρέωση των Καθ’ ων η αίτηση όπως μεριμνήσει για την παροχή διερμηνέα στον ίδιο και κατά τούτο η συναίνεσή του δεν είναι ολοκληρωμένη και ενημερωμένη (informed consent).

 

Στην αντίπερά όχθη οι Καθ’ ων η αίτηση επισημαίνουν ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν έχει δικογραφηθεί δεόντως και ότι εν πάσει περιπτώσει ο ισχυρισμός είναι αβάσιμος καθώς στην υπό κρίση υπόθεση δεν προκύπτει από το πρακτικό της συνέντευξης ότι η επικοινωνία με τον Αιτητή δεν ήταν δυνατή ούτως ώστε να είναι απαραίτητη η παροχή διερμηνέα. Προσθέτει πως ο Αιτητής ενημερώθηκε από την αρχή της συνέντευξης ότι σε περίπτωση δυσκολίας στην κατανόηση ή επικοινωνία μπορούσε να ενημερώσει τον Λειτουργό που διενέργησε την συνέντευξη ενώ ο ίδιος υπέγραψε κάθε σελίδα του πρακτικού της συνέντευξης δηλώνοντας στο τέλος ότι έχει κατανοήσει πλήρως τις ερωτήσεις.

 

Έχω εξετάσει με μεγάλη προσοχή την σχετική επιχειρηματολογία. Επισημαίνω καταρχάς ότι, ορθώς παρατηρεί η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση πως ο συγκεκριμένος ισχυρισμός του Αιτητή δεν έχει ρητά και επαρκώς δικογραφηθεί. Η γενική επίκληση στην παράγραφο 3 της προσφυγής περί παραβίασης του άρθρου 43 του Νόμου περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου, Ν. 158(Ι)/99, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα ακρόασης, δεν θεωρώ ότι επαρκεί για να καλύψει τη συγκεκριμένη πτυχή του ισχυρισμού, ήτοι ότι δεν παρασχέθηκε κατάλληλος διερμηνέας κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του Αιτητή. Ως έχει πλειστάκις νομολογηθεί, απαιτείται σαφήνεια και συγκεκριμενοποίηση των λόγων ακυρώσεως που καταγράφονται στην προσφυγή και εν προκειμένω χωρίς να εξειδικεύεται η ουσιαστική φύση της παραβίασης, όπως για παράδειγμα ότι δεν υπήρξε κατάλληλος διερμηνέας, δεν αρκεί.

 

Εν πάση περιπτώσει, το ζήτημα της παροχής κατάλληλου διερμηνέα προβλέπεται στο άρθρο 18 του περί Προσφυγών Νόμου και ειδικότερα στο εδάφιο (2) αυτού το οποίο διαλαμβάνει ότι (-έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«(2) Κατά την υποβολή της αίτησης, κατά την εξέταση της αίτησης και όποτε άλλοτε οι αρχές της Δημοκρατίας καλούν τον Αιτητή, παρέχονται στον Αιτητή δωρεάν υπηρεσίες διερμηνέα, όπου αυτό είναι αναγκαίο, για δε τους σκοπούς του παρόντος άρθρου θεωρείται ότι αυτό είναι πάντοτε αναγκαίο στην περίπτωση κατά την οποία η Υπηρεσία Ασύλου καλεί τον Αιτητή σε προσωπική συνέντευξη και δεν είναι δυνατή η απαραίτητη επικοινωνία χωρίς τις υπηρεσίες αυτές».

Τα ίδια προβλέπονται και στην Οδηγία 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση), όπου στο άρθρο 12(1)(β) διαλαμβάνονται τα ακόλουθα:

 

«1. Τα κράτη μέλη, με τις διαδικασίες του κεφαλαίου III, μεριμνούν ώστε να παρέχονται σε όλους τους αιτούντες οι ακόλουθες εγγυήσεις:

[.]

β) να τους παρέχονται υπηρεσίες διερμηνέα, όταν αυτό είναι απαραίτητο για να εκθέσουν την περίπτωσή τους στις αρμόδιες αρχές. Τα κράτη μέλη θεωρούν απαραίτητο να παρέχουν αυτές τις υπηρεσίες τουλάχιστον όταν ο αιτών πρέπει να εξετασθεί στο πλαίσιο συνέντευξης όπως αναφέρεται στα άρθρα 14 έως 17 και 34 και δεν μπορεί να εξασφαλισθεί η δέουσα επικοινωνία χωρίς διερμηνέα. Σε αυτήν την περίπτωση και σε άλλες περιπτώσεις όπου όπου οι αρμόδιες αρχές καλούν τον αιτούντα, οι εν λόγω υπηρεσίες αμείβονται από το Δημόσιο·»

 

Είναι φρονώ ξεκάθαρες οι ως άνω διατάξεις από τις οποίες προκύπτει ότι δεν απαιτείται σε όλες τις περιπτώσεις η παροχή υπηρεσιών διερμηνέα, παρά μόνο στις περιπτώσεις εκείνες όπου αυτό είναι αναγκαίο. Οι ίδιες διατάξεις, με καθαρότητα, εξειδικεύουν και το πότε κρίνεται ότι αυτό είναι αναγκαίο, διαλαμβάνοντας ότι είναι πάντοτε αναγκαίο στην περίπτωση κατά την οποία ο αιτών καλείται σε συνέντευξη και δεν μπορεί να εξασφαλισθεί η δέουσα επικοινωνία χωρίς διερμηνέα.

 

Με το ίδιο ζήτημα απασχολήθηκε και ο αδελφός μου Δικαστής Μ. Στυλιανού στην υπόθεση Ρ.Ο.Α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου[5] όπου αφού παρέθεσε τις ως άνω νομοθετημένες διατάξεις, κατέληξε στα ακόλουθα:

 

«Καθίσταται σαφές τόσο από τις πρόνοιες εθνικής νομοθεσίας όσο και από την ίδια την Οδηγία, που αφορά κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ότι η διερμηνεία στα πλαίσια της συνέντευξης αιτούντα άσυλο παρέχεται όπου αυτή είναι αναγκαία και/ή στην περίπτωση κατά την οποία δεν μπορεί να εξασφαλισθεί η δέουσα επικοινωνία (μεταξύ λειτουργού-εξεταστή και αιτούντα άσυλο) χωρίς διερμηνέα. Δεν απαιτείται, λοιπόν, η παροχή διερμηνείας κατά την συνέντευξη οριζόντια και/ή σε όλες τις περιπτώσεις, ούτε αποτελεί προαπαιτούμενο για την διεξαγωγή της συνέντευξης ως ο ισχυρισμός της συνηγόρου του Αιτητή. Ο ίδιος ο Αιτητής στην αίτηση ασύλου του καταγράφει ότι μητρική του γλώσσα είναι Αγγλική (ερυθρό 3 του διοικητικού φακέλου στο εξής «ΔΦ»), όλη η διαδικασία της συνέντευξης διενεργήθηκε στην Αγγλική γλώσσα (ερυθρό 16 «ΔΦ») και όλο το πρακτικό της συνέντευξης είναι συνταγμένο στην Αγγλική γλώσσα. Με το πέρας της συνέντευξης και/ή από τα ερυθρά 16-9 του ΔΦ προκύπτει ότι τόσο ο λειτουργός όσο και ο Αιτητής υπέγραψαν κάθε σελίδα της συνέντευξης. Στο τέλος των πρακτικών της συνέντευξηςο Αιτητής υπέγραψε το εξής περιεχόμενο: «I, the undersigned, confirm that all information in the form is true and accurate. I have fully understood in English, which is a language that I fully understand, all the information provided by the competent officer regarding the asylum procedures, concerning my rights and obligations and the questions addressed to me. I confirm that the recorded responses accurately reflect my statements. Therefore, I declare that I do not wish to change any statements nor to   nor to question any of the information submitted in the interview»,  

 

βεβαιώνοντας  πως  όσα καταγράφονται (στο πρακτικό)αντικατοπτρίζουν επακριβώς τις δηλώσεις του (ερυθρό 9 ΔΦ). Ούτε προκύπτει, από τα πρακτικά της συνέντευξης και/ή τα στοιχεία του φακέλου ότι δεν αντιλαμβανόταν την διαδικασία ή την οποιαδήποτε ερώτηση και θα μπορούσε σε κάθε περίπτωση να ζητήσει οποιεσδήποτε διευκρινίσεις από τον ίδιο τον εξεταστή-λειτουργό της υπόθεσης του. Εξάλλου, στο πρακτικό της συνέντευξης (ερυθρό 15 ΔΦ) γίνεται ενδελεχής ενημέρωση του για την διαδικασία της συνέντευξης, της διενέργειας της στην Αγγλική και/ή κατά πόσο είναι σε θέση να παρακολουθήσει την διαδικασία, ειδικότερα εντοπίζονται τα ακόλουθα:

 

       (...)

 

Σημειώνεται ότι, και στην επιστολή κοινοποίησης της προσβαλλόμενης απόφασης (που υπογράφει ο Αιτητής ότι έλαβε γνώση και επισυνάπτεται στην προσφυγή του) αναγράφεται ότι « The applicant stated that he  he understands and speaks the English language and does not need the help of an interpreter» (ερυθρό 52 ΔΦ). Συνεπώς, δεν εντοπίζω οτιδήποτε παράτυπο, παράνομο και μεμπτό στην διαδικασία που ακολουθήθηκε που μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης και ο ισχυρισμός για παραβίαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας απορρίπτεται ως αβάσιμος (ως η ανωτέρω ανάλυση).

 

Ίδια είναι και η δική μου κατάληξη. Και στην υπό εξέταση περίπτωση, ο Αιτητής δηλώνει στην αίτηση ασύλου, ως μητρική του γλώσσα την αγγλική (βλ. ερυθρό 3 δ.φ) ενώ η όλη συνέντευξη διεξήχθη στην αγγλική γλώσσα, χωρίς ο Αιτητής, σε κανένα στάδιο της διαδικασίας, να δηλώσει ότι δεν κατανοεί τα όσα ερωτάτο παρά το γεγονός ότι ήδη από την έναρξη της συνέντευξης, ο αρμόδιος λειτουργός επισήμανε στον Αιτητή: «In case, during the interview you face any difficulty in  understanding/or communicationplease let me know immediatelyso I can clarify/

explain.».

 

Έπειτα, μετά την ολοκλήρωση της συνέντευξης, ο Αιτητής έθεσε τη μονογραφή του σε κάθε σελίδα του πρακτικού της συνέντευξης και πρόσθετα, επιβεβαίωσε με την υπογραφή του ότι:

«I, the undersigned, confirm that all information in the form is true and accurate. I have fully understood in English, which is a language that I fully understand, all the information provided by the competent officer regarding the asylum procedures, concerning my rights and obligations and the questions addressed to me. I confirm that the recorded responses accurately reflect my statements. Therefore, I declare that I do not wish to change any statements nor to question any of the information submitted in the interview».

 

Επί της ουσίας της υπόθεσης σε συνάρτηση και με τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας

  

Αναφορικά με τη θέση του Αιτητή περί έλλειψη δέουσας έρευνας, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση.[6]

 

Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιον μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που οι Καθ' ων η αίτηση είχαν ενώπιον τους.

 

Παρατηρώ πως με την υποβληθείσα αίτηση του για άσυλο και σε σχέση με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής ανέφερε πως αντιμετώπιζε προβλήματα στην κοινότητα του αποβιώσαντος πατέρα του, στο χωριό. Επιπλέον, δήλωσε ότι η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο (βλ. ερ. 1 δ.φ.).

Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης του, σε σχέση με τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε στη πόλη Aba της πολιτείας Abia και το 2020 μετεγκαταστάθηκε στην πολιτεία Enugu όπου διέμεινε για λίγους μήνες, μέχρι την αποχώρηση του από την χώρα καταγωγής του. Ως τελευταίο τόπο διαμονής του δήλωσε τη πολιτεία Enugu. Αναφορικά με την οικογενειακή του κατάσταση, ο Αιτητής δήλωσε άγαμος, ενώ ως προς την οικογένειά του, δήλωσε ότι οι γονείς του απεβίωσαν και τα τέσσερα του αδέλφια διαμένουν με την αδελφή της μητέρας του, στην πολιτεία Enugu. Ως προς το μορφωτικό του επίπεδο, ο Αιτητής δήλωσε ότι ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και έλαβε τις εξετάσεις WAEC ενώ σε σχέση με την εργασιακή του εμπειρία, ο Αιτητής ανέφερε ότι δούλευε σε εταιρεία στοιχημάτων μέχρι που εγκατέλειψε τη χώρα.

 

Σε σχέση με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής ανέφερε ότι το γεγονός αυτό συνδέεται με ένα περιστατικό που σχετίζεται με την αρχηγία στην κοινότητα του πατέρα του, το χωριό Abonuzu Imezi Owa. Όπως ανέφερε, ο πατέρας του προετοίμαζε τα απαραίτητα έγγραφα προκειμένου να φοιτήσει ο Αιτητής στα κατεχόμενα εδάφη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Κατά τον χρόνο που ο ίδιος βρισκόταν εκεί και ήταν υπό καραντίνα, η μητέρα του τον ενημέρωσε τηλεφωνικώς ότι προέκυψε πρόβλημα με την αρχηγία στην κοινότητα, με αποτέλεσμα —όπως ισχυρίζεται— τη δολοφονία του πατέρα του. Σύμφωνα με όσα ανέφερε, η μητέρα του του είπε πως κανείς άλλος δεν μπορούσε να τον υποστηρίξει οικονομικά ώστε να συνεχίσει τις σπουδές του. Επίσης του μετέφερε ότι ζητούσε δικαιοσύνη για τον θάνατο του συζύγου της, χωρίς, κατά τον Αιτητή, να γνωρίζει ότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στον δικό της θάνατο. Τέλος, φέρεται να του συνέστησε να μην επιστρέψει στη Νιγηρία, καθώς η ζωή του θα βρισκόταν σε κίνδυνο, δεδομένου ότι ήταν το μόνο παιδί που διέμενε διαρκώς με τους γονείς του, αφού τα αδέλφια του φοιτούσαν σε οικοτροφείο (boarding school) (βλ. ερ. 21/5χ).

 

Λόγω αυτού του προβλήματος της αρχηγίας στη κοινότητα, εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του και εισήλθε στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου για να αιτηθεί άσυλο (Ερ. 21 5χ) αναφέροντας, ως προς τα πλάνα που έχει ότι επιθυμεί να δημιουργήσει οικογένεια στην Κυπριακή Δημοκρατία (ερ. 21/1χ).

 

Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, δεν υπήρξε άλλος λόγος που να τον ώθησε να πάρει την απόφαση να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του.

 

Κατά το στάδιο των διευκρινιστικών ερωτήσεων και κληθείς να δώσει περισσότερες πληροφορίες αναφορικά με τη κοινότητα του πατέρα του και τον τίτλο αρχηγίας, ο Αιτητής ανέφερε ότι ο πατέρας του ήταν ο διάδοχος του εν λόγω τίτλου. Κατά τους ισχυρισμούς του, υπήρξαν κάποιες αντιδράσεις εντός της κοινότητας, καθώς θεωρείτο ότι ο πατέρας του δεν μπορούσε να αναλάβει τον τίτλο, λόγω του ότι ήταν αγρότης και δεν διέθετε τα οικονομικά μέσα που, σύμφωνα με την παράδοση, απαιτούνταν για την άσκηση του ρόλου. Ερωτηθείς για το ποιος ευθύνεται για τη δολοφονία του πατέρα του, ο Αιτητής απάντησε ότι τον σκότωσαν χωρικοί, με υποκινητή – όπως ισχυρίζεται – ένα και μόνο άτομο που αντιδρούσε έντονα στην ανάληψη του τίτλου από τον πατέρα του, του οποίου όμως το όνομα δεν γνώριζε. Σύμφωνα πάντα με τα λεγόμενά του, τα ίδια άτομα φέρονται να σκότωσαν και τη μητέρα του.

 

Ο Αιτητής δήλωσε ότι η οικογένειά του μετεγκαταστάθηκε στην Πολιτεία Enugu, έχοντας προηγουμένως διαμείνει στην Πολιτεία Abia. Όπως ανέφερε, η μετακίνηση αυτή έγινε λόγω πολιτικών προβλημάτων και περιστατικών βίας που αντιμετώπισαν στην Πολιτεία Abia από μέλη της ομάδας IPOB (Ερ. 19/1χ, 2χ), χωρίς ωστόσο τα περιστατικά να στρέφονταν προσωπικά κατά της οικογένειάς του, αλλά να αποτελούσαν μέρος γενικότερης αναταραχής στην περιοχή (Ερ.19/2χ). Ερωτηθείς να απαντήσει πως πέθανε η μητέρα του ο Αιτητής ανέφερε ότι κατά τη διάρκεια της κηδείας του πατέρα του, έλαβε κάποια δώρα μεταξύ των οποίων και κάποια είδη ένδυσης τα οποία είχαν δηλητηριαστεί, κάτι που στη Νιγηρία ονομάζουν ‘μαύρη μαγεία’ (Ερ. 19/3χ).

 

Κατά την διάρκεια της συνέντευξής του ο Αιτητής παρέδωσε την αγγελία θανάτου του πατέρα του και σε μεταγενέστερο στάδιο παρέδωσε μέσω email και την αγγελία θανάτου της μητέρας του μαζί με φωτογραφίες από την κηδεία της (Ερ 14/5χ).

 

Δήλωσε οτι δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, ούτε να μείνει σε κάποια άλλη περιοχή καθώς δεν θα μπορέσει να είναι μόνος του χωρίς στέγη για να μείνει (Ερ. 18). Δήλωσε επίσης ότι δεν μπορεί να ζητήσει προστασία από την αστυνομία καθώς ο ίδιος δεν την εμπιστεύεται (Ερ 18 2χ). Ερωτηθείς ως προς το τι φοβάται σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, δήλωσε ότι η ζωή του θα είναι σε κίνδυνο (Ερ.18 1χ).

 

Η αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή από τους Καθ' ων η αίτηση

 

Προχωρώντας τώρα στην αξιολόγηση που διενεργήθηκε, επί των όσων ο Αιτητής παρέθεσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, παρατηρώ ότι ο Λειτουργός διαχώρισε τους ισχυρισμούς του Αιτητή σε τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς:

 

Ο πρώτος ισχυρισμός αφορούσε την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής και συνήθους του Αιτητή ο οποίος έγινε αποδεκτός καθώς κρίθηκε ότι στοιχειοθετήθηκε η εσωτερική και η εξωτερική του αξιοπιστία. Ο δεύτερος ισχυρισμός  αφορούσε εκπαιδευτικούς λόγους ο οποίος έγινε επίσης αποδεκτός. Ο τρίτος ισχυρισμός, αφορούσε την δολοφονία του πατέρα του και τη δηλητηρίαση της μητέρας του, ο οποίος απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος.

 

Ειδικότερα, σε σχέση με την εσωτερική αξιοπιστία του τρίτου ισχυρισμού, ο  Λειτουργός, εντόπισε στις δηλώσεις του Αιτητή ασάφειες, αντιφάσεις, έλλειψη ευλογοφάνειας, λεπτομερειών και ακρίβειας. Σύμφωνα με την κρίση του Λειτουργού, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες για ζητήματα που άπτονται του πυρήνα του αιτήματός του, όπως η θέση του πατέρα του στην κοινότητα και ο τρόπος διεκδίκησης της αρχηγίας. Επίσης, κατά τον Λειτουργό, οι αναφορές του περί εχθρών του πατέρα του ήταν αόριστες, χωρίς σύνδεση με τη δολοφονία του. Ο Λειτουργός επεσήμανε, επίσης, ότι ο Αιτητής υπέπεσε σε διαδοχικές αντιφάσεις ως προς τις συνθήκες θανάτου της μητέρας του, αναφέροντας εκ διαμέτρου αντίθετες εκδοχές – από δολοφονία λόγω αναζήτησης δικαιοσύνης και δηλητηρίαση μέσω «μαύρης μαγείας», μέχρι φυσικό θάνατο από σύντομη ασθένεια.

Ως προς τον ισχυρισμό περί κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής, ο Λειτουργός διαπίστωσε ότι ο Αιτητής προέβαλε γενικόλογες αναφορές σε εχθρούς και σε υποτιθέμενες απειλές μέσω τηλεφωνικής επικοινωνίας, χωρίς περαιτέρω τεκμηρίωση, ενώ παράλληλα παραδέχθηκε ότι τα αδέλφια του ζουν με ασφάλεια στην κοινότητα της μητέρας τους. Ο Λειτουργός επεσήμανε, τέλος, σημαντική αντίφαση στην κατάθεσή του, καθώς ενώ δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα με οικονομική στήριξη του πατέρα του το 2022, ο ίδιος είχε ήδη αναφέρει ότι ο πατέρας του είχε αποβιώσει το 2021.

 

Όσον αφορά την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του ο Λειτουργός έκρινε πως τα όσα ο Αιτητής ανέφερε στη συνέντευξή του αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός του και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι που να δικαιολογούν την οποιαδήποτε ανάλυση των εν λόγω δεδομένων μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης, λόγω της εγγενώς υποκειμενικής φύσεως τους. Συμπληρώνει, ωστόσο, μέσω πηγών εξωτερικής πληροφόρησης, ότι ο θεσμός της αρχηγίας μιας φυλής στη Νιγηρία αποτελεί κατά βάση κληρονομικό αξίωμα, πληροφορία που ενισχύει τον υποκειμενικό χαρακτήρα των δηλώσεων του Αιτητή. Κατά συνέπεια, ο άνω ισχυρισμός απορρίπτεται.

 

Εν συνεχεία, ο Λειτουργός προχώρησε σε εκτίμηση του μελλοντοστραφούς κινδύνου του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία στη βάση των αποδεκτών ισχυρισμών. Κατά την εκτίμηση αυτή ο Λειτουργός κατέληξε ότι δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να γίνει αποδεκτό ότι ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής θα κινδυνεύσει με δίωξη ή με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Παρατέθηκαν σχετικώς πληροφορίες γενικού περιεχομένου για την κατάσταση ασφαλείας στη Νιγηρία, με έμφαση στην πολιτεία Abia και στην πολιτεία Enugu, καταλήγοντας πως με βάση τις πληροφορίες αυτές διαφαίνεται πως στην εν λόγω πολιτείες δεν παρατηρούνται συνθήκες ενόπλων συγκρούσεων. Ως προς την κατάσταση ασφαλείας στο τόπο καταγωγής και διαμονής του Aιτητή ο Λειτουργός κατέγραψε ότι στη πολιτεία Abia και στη πολιτεία Enugu αντίστοιχα, δεν υφίστανται συνθήκες αδιάκριτης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής σύρραξης. Παρέθεσε ακολούθως πληροφορίες σχετικά με την καταγραφή των ενόπλων συγκρούσεων σε διεθνές επίπεδο, όπου εντόπισε πως η Νιγηρία εμπλέκεται σε δύο παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις κατά των μη κρατικών ένοπλων ομάδων Boko Haram και του Ισλαμικού Κράτους στην επαρχία της Δυτικής Αφρικής (ISWAP).

 

Κατά τη Νομική Ανάλυση, ο Λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς του πρόσφυγα σύμφωνα με το Άρθρο 1Α 2 της συνθήκης της Γενεύης και του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 αφού δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπο του Αιτητή τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του. Όσον αφορά την υπαγωγή του στο καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας ο Λειτουργός ανέφερε ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 19 (2) (α), (β) και (γ) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 καθώς ο Αιτητής εάν επέστρεφε στη χώρα καταγωγής του δεν θα αντιμετώπιζε πραγματικό κίνδυνο να υφίστατο θανατική ποινή ή εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 19 (2) (α) ή να υφίστατο βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία σύμφωνα με το άρθρο 19 (2) (β).  Κρίθηκε περαιτέρω αναφορικά με το άρθρο 19 (2) (γ), ότι ο Αιτητής επιστρέφοντας στη χώρα καταγωγής του δεν θα αντιμετώπιζε πραγματικό κίνδυνο να υφίστατο σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτής άσκησης βίας σε συνθήκες ένοπλης σύρραξης  (βλ. ερ. 33 -32 δ.φ.)

 

Η εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Αξιολογώντας λοιπόν, τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Έκθεση/Εισήγηση του Λειτουργού όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του Αιτητή ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:

 

Αρχικά συντάσσομαι με την κρίση των Καθ' ων η αίτηση ως προς την αποδοχή του πρώτου και του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού τους οποίους και αποδέχομαι λόγω του ότι οι δηλώσεις του Αιτητή κρίνονται ως σαφείς, δεν προέκυψαν στοιχεία περί του αντιθέτου, ενώ οι δηλώσεις του επιβεβαιώθηκαν και από αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης στις οποίες προσέτρεξε ο αρμόδιος λειτουργός.

 

Αναφορικά με τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή, περί της δολοφονίας του πατέρα του και της δηλητηρίασης της μητέρας του, συμφωνώ και συντάσσομαι με την ανάλυση στην οποία προχώρησε ο Λειτουργός και με τους λόγους για τους οποίους κρίθηκε ως εσωτερικά και εξωτερικά αναξιόπιστος ο ισχυρισμός (βλ. ερ. 80-78 του δ.φ.). Η αξιολόγηση του Λειτουργού φρονώ πως είναι  εύλογη και τεκμηριωμένη, καθώς στηρίζεται σε ουσιαστικές αντιφάσεις, ασάφειες και ελλείψεις που εντοπίζονται στις δηλώσεις του Αιτητή ως προς τα γεγονότα και ως προς το περιεχόμενο των απαντήσεών του.

 

Διαπιστώνεται ότι ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να προσδιορίσει με σαφήνεια ποιοι ήταν οι δράστες και με ποιον τρόπο φονεύθηκαν οι γονείς του. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι ο πατέρας του σκοτώθηκε από κατοίκους του χωριού, χωρίς ωστόσο να είναι σε θέση να κατονομάσει οποιονδήποτε ή να προσκομίσει άλλα ουσιώδη στοιχεία. Προσέθεσε, επιπλέον, ότι οι ίδιοι άνθρωποι ευθύνονται και για τον θάνατο της μητέρας του χωρίς ωστόσο να μπορέσει να δώσει συνεκτική και σαφή απάντηση σχετικά με τις συνθήκες θανάτου της, καθώς παρουσίασε τέσσερις διαφορετικές εκδοχές, γεγονός που αποτελεί αρνητικό δείκτη αξιοπιστίας.

 

Ο Aιτητής ισχυρίζεται ότι ο θάνατος της μητέρας του επήλθε λόγω "μαύρης μαγείας", καθώς, σύμφωνα με την αφήγησή του, της προσφέρθηκαν δώρα (ρούχα), τα οποία αποδέχθηκε και πέθανε δύο εβδομάδες αργότερα. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός κρίνεται ως εσωτερικά μη αξιόπιστος, καθώς παρουσιάζει σοβαρές ασάφειες και ελλείψεις στην εσωτερική του συνοχή. Η διατύπωση του είναι ασαφής, με σοβαρές ασυνέπειες ως προς τα πρόσωπα που εμπλέκονται, ενώ δεν αποδίδεται καμία συγκεκριμένη αιτία ή γεγονός που να αιτιολογεί την υποτιθέμενη σύνδεση μεταξύ των δώρων και του θανάτου. Επιπλέον, δεν δίνονται λεπτομέρειες για τις συνθήκες υπό τις οποίες απεβίωσε η μητέρα του, ούτε παρέχεται κάποιο χρονικό ή πραγματολογικό πλαίσιο που να ενισχύει τη σύνδεση με μαγεία ή στοχοποίηση. Η ερμηνεία περί "μαύρης μαγείας" παραμένει γενική και ατεκμηρίωτη, εντασσόμενη περισσότερο στο πλαίσιο πολιτισμικών πεποιθήσεων παρά σε ένα συνεκτικό αφήγημα προσωπικής στοχοποίησης. Ως εκ τούτου, η εν λόγω αναφορά δεν θεωρείται εσωτερικά αξιόπιστη και δεν μπορεί να στηρίξει τον ισχυρισμό περί υπαρκτού κινδύνου.

 

Κατά την εξέταση της εξωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού του Αιτητή, το Δικαστήριο προέβη σε αναζήτηση επίσημων πηγών πληροφόρησης που αφορούν την εθιμική αρχηγία και τους παραδοσιακούς ηγέτες στη Νιγηρία. Ειδικότερα, αν και δεν εντοπίζονται μεμονωμένες, στοχευμένες πληροφορίες αποκλειστικά για την έννοια της εθιμικής αρχηγίας ως αυτόνομης θεσμικής κατηγορίας, υπάρχουν επαρκή δεδομένα που αναφέρονται στους τίτλους αρχηγίας στο πλαίσιο των κοινοτήτων. Οι πληροφορίες αυτές αναδεικνύουν τη λειτουργία των τίτλων ως μέρους του ευρύτερου παραδοσιακού και κοινωνικού συστήματος, το οποίο διαφέρει ανάλογα με την περιοχή και τις τοπικές εθιμικές πρακτικές. Από την έρευνα αυτή προέκυψαν τα ακόλουθα:

 

·         Αρχικά, πληροφορίες αναφορικά με τον θεσμό της αρχηγίας στη Νιγηρία αναφέρoυν ότι: «Ο θεσμός της παραδοσιακής αρχηγίας (Chieftaincy Institution) αποτελεί διαχρονικό πυλώνα της κοινωνικοπολιτικής δομής της Νιγηρίας.[7] Ιδιαίτερα στις βόρειες και δυτικές περιοχές της χώρας, ο θεσμός αυτός είναι τόσο παλαιός όσο και η ιστορική ύπαρξη των ίδιων των εθνοτικών ομάδων.[8]

 

·         Αναφορικά με την μεταβίβαση του τίτλου αρχηγίας, διαπιστώνεται πως στη Νιγηρία, οι τίτλοι αρχηγίας μεταβιβάζονται συχνά μέσα σε οικογένειες, αλλά δεν πρόκειται πάντα για αυστηρή πατρογονική διαδοχή από πατέρα σε γιο. Αν και κάποιοι τίτλοι είναι κληρονομικοί και συνδεδεμένοι με συγκεκριμένες γενεαλογικές γραμμές, άλλοι απονέμονται βάσει αξιοκρατίας, αναγνώρισης από την κοινότητα ή διορισμού από παραδοσιακούς ηγέτες. Να σημειωθεί πως η επιλογή των αρχηγών ή παραδοσιακών ηγετών στη Νιγηρία βασίζεται στις παραδόσεις των διάφορων κοινοτήτων της χώρας.[9]

 

·         Ο ρόλος και η λειτουργία των παραδοσιακών και αρχηγικών θεσμών στη Νιγηρία παρουσιάζουν σημαντικές διαφοροποιήσεις, οι οποίες εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τον πολιτισμό και τις παραδόσεις της αντίστοιχης τοπικής κοινότητας, περιοχής και εθνοτικής ομάδας.[10] Για παράδειγμα, στην περιοχή του Δέλτα του Νίγηρα (νότια Νιγηρία), οι αρχηγοί επιλέγονται είτε μέσω κληρονομικότητας είτε διορίζονται για συγκεκριμένη θητεία ή δια βίου[11].
Παρά ταύτα, κοινό χαρακτηριστικό αποτελεί το γεγονός ότι οι αρχηγοί δεν εκλέγονται.
[12]

 

·         Έτερη πηγή πληροφόρησης ενισχύει τις ανωτέρω πληροφορίες, αναφέροντας ότι η αρχηγία αποτελεί έναν παλαιό θεσμό στη Νιγηρία και αναφέρει ότι σε ορισμένες κοινότητες, ο τίτλος μεταβιβάζεται από πατέρα σε γιο ή από ένα ανώτερο μέλος της γενεαλογικής γραμμής σε έναν άρρενα απόγονο της ίδιας γενιάς και σε άλλες κοινότητες, «απονέμεται από το συμβούλιο των πρεσβυτέρων και των παραδοσιακών ηγετών της περιοχής.».[13] Σε άλλες περιπτώσεις, η διαδικασία απονομής του τίτλου διενεργείται από επιτροπή αποτελούμενη από μέλη μιας οικογένειας ή ενός γένους.[14]

 

·         Αναφορικά με τις ευθύνες ενός αρχηγού, αυτές επίσης διαφέρουν από κοινότητα σε κοινότητα, με το πρόσωπο αυτό να ανήκει στο «κοινοτικό συμβούλιο των κυβερνώντων» ή να εκτελεί ορισμένες τελετουργικές πράξεις.[15]

 

·         Αναφορικά με την ανάληψη της θέσης αρχηγίας, και άρνησης του τίτλου αυτού, διαπιστώνεται ότι αν και θεωρητικά είναι δυνατόν να υπάρξει εξαναγκασμός για την ανάληψη θέσης αρχηγίας, στην πράξη κάτι τέτοιο θεωρείται απίθανο.[16] Συμπληρωματικά, «θεωρητικά», το κράτος παρέχει προστασία σε όσους αρνούνται τον τίτλο, αφού κάθε πολιτεία στη Νιγηρία διαθέτει Υπουργείο Θεμάτων Αρχηγίας, το οποίο είναι υπεύθυνο για ζητήματα αρχηγίας.[17] Επιπλέον, όλες οι υποθέσεις που σχετίζονται με τίτλους αρχηγίας μπορούν να παραπεμφθούν στα Δικαστήρια.[18]

 

Το Δικαστήριο προέβη σε πιο συγκεκριμένη έρευνα αναφορικά με τη παραδοσιακή κοινωνία/κοινότητα της πολιτείας Enugu, όπου διαπιστώθηκε πως αυτή είναι καθαρά δημοκρατική, βασιζόμενη σε ιδέες πολιτικής κυριαρχίας, ισοτιμίας και ανθρώπινης συνεργασίας. Η πολιτική εξουσία στην Enugu περιλαμβάνει τον παραδοσιακό ηγέτη (Igwe), τους τοπικούς αρχηγούς (district heads), τον κρατικό υπάλληλο αρμόδιο για θέματα αρχηγίας και το συμβούλιο των πρεσβυτέρων.[19]
Ο ρόλος των παραδοσιακών ηγετών στην
Enugu υφίσταται μεταβολές καθώς εξελίσσεται το δημοκρατικό πολίτευμα στη χώρα.[20] Κατά συνέπεια, έχει καταστεί αναγκαίο να επανακαθορίσουν τους ρόλους τους ως αρχηγοί των πολιτειών τους εντός του πλαισίου των αναπτυξιακών προσπαθειών της κεντρικής κυβέρνησης και των συνεργαζόμενων φορέων της, καθώς και των μη κυβερνητικών οργανώσεων[21].

 

Το Δικαστήριο προέβη σε έρευνα, σχετικά με την ύπαρξη συγκεκριμένου τίτλου ή εθιμικού αρχηγού στο χωριό Abonuzu Imezi Owa, όπου διαπιστώθηκε πως δεν υπάρχουν διαθέσιμες επίσημες πληροφορίες που να επιβεβαιώνουν την ύπαρξη συγκεκριμένου τίτλου ή εθιμικού αρχηγού στο συγκεκριμένο χωριό στην πολιτεία Enugu της Νιγηρίας. Ωστόσο, είναι πιθανόν ότι το χωριό λειτουργεί υπό την παραδοσιακή ηγεσία μιας ευρύτερης κοινότητας ή φυλής, όπως οι Igwe ή Eze, οι οποίοι είναι οι παραδοσιακοί ηγέτες στις κοινότητες των Igbo.

 

Με βάση πιο πρόσφατες πληροφορίες, οι αρχηγοί, όπως και στους παλαιότερους καιρούς, ήταν άνδρες ακεραιότητας: έντιμοι, αξιόπιστοι, ειλικρινείς, επιμελείς και πιστοί, μεταξύ άλλων εξαιρετικών χαρακτηριστικών.
Ήταν άτομα με σχεδόν άψογο υπόβαθρο.
[22] Τέτοιοι άνδρες τιμής εξακολουθούν να υφίστανται ως αρχηγοί μέχρι και σήμερα. Ανάμεσα τους συγκαταλέγονται επιχειρηματίες, πολιτικοί, δημόσιοι λειτουργοί (συνταξιούχοι) και αγρότες με αξιόλογα προσόντα, οι οποίοι απέκτησαν επάξια τους τίτλους αρχηγίας τους.[23] Καταληκτικά, διαπιστώνεται πως οι κάτοχοι τιμητικών τίτλων αρχηγίας στη Νιγηρία θεωρούνται συνήθως ότι διαθέτουν, μεταξύ άλλων χαρακτηριστικών, οικονομική και κοινωνική δύναμη.[24]

 

Ενόψει των πιο πάνω, η εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του Αιτητή κρίνεται χαμηλή, καθώς τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται δεν επιβεβαιώνονται από αντικειμενικές και ανεξάρτητες πηγές πληροφόρησης. Ειδικότερα, δεν εντοπίστηκαν επίσημα ή αξιόπιστα δεδομένα που να επιβεβαιώνουν την ύπαρξη τίτλου αρχηγίας στο χωριό Abonuzu Imezi Owa, ενώ η πολιτική και κοινωνική οργάνωση στην Πολιτεία Enugu, όπου αυτό φέρεται να υπάγεται, βασίζεται κυρίως σε συλλογικές και δημοκρατικές διαδικασίες, και όχι σε αυστηρά κληρονομικούς τίτλους. Επιπλέον, η οικονομική και κοινωνική θέση του πατέρα του, όπως περιγράφεται από τον ίδιο τον Αιτητή, δεν συνάδει με τα χαρακτηριστικά που συνήθως διαθέτουν οι κάτοχοι τέτοιων τίτλων. Οι αναφορές σε βιαιοπραγίες λόγω της διαδοχής, όπως και ο ισχυρισμός περί θανάτου της μητέρας του μέσω "μαύρης μαγείας", παραμένουν γενικές, αόριστες και ανεπαληθεύσιμες, χωρίς να παρέχονται στοιχεία ή συγκεκριμένα δεδομένα που να υποστηρίζουν τον ισχυρισμό περί προσωπικής στοχοποίησης. Ως εκ τούτου, τα γεγονότα που επικαλείται ο Αιτητής δεν στηρίζονται σε πραγματολογικά δεδομένα με εξωτερική επαληθευσιμότητα, γεγονός που καθιστά τον ισχυρισμό του εξωτερικά αναξιόπιστο.

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του Αιτητή, ότι η μητέρα του απεβίωσε συνεπεία πράξεων που απέδωσε σε «μαύρη μαγεία», δεδομένης της παντελούς έλλειψης εσωτερικής συνοχής του ισχυρισμού αυτού εκ της αοριστίας, της γενικότητας και της αντιφατικότητας που χαρακτηρίζει το αφήγημα του Αιτητή δεν προκύπτει ανάγκη για εξέταση της εξωτερικής του συνοχής, με αναφορά σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης.

 

Επί τούτου, σχετικά είναι τα όσα καταγράφονται στο εγχειρίδιο της EASO (νυν EUAA), Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System[25]σελ.169 όπου διαλαμβάνονται συγκεκριμένα τα ακόλουθα:

 

«This will be necessary insofar as the rationale of the judgment relies on the appreciation of conditions prevailing in the country of origin. This would not be the case in all situations. For example, it may well be unnecessary in respect of a negative credibility finding based on a blatant lack of internal consistency or on unsatisfactorily explained discrepancies and variations on the essential elements of a claim, nor a fortiori if an appeal is rejected on inadmissibility grounds.»

 

Βλέπε σχετικώς και τα όσα αναφέρθηκαν επί του ζητήματος τούτου στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην FERDINAND EBELE EWELUKWA v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 18/2023, 31.10.2024.

 

Ενόψει των πιο πάνω, ο ισχυρισμός αυτός του Αιτητή απορρίπτεται ως εσωτερικά και εξωτερικά αναξιόπιστος.

 

Προχωρώ τώρα σε εξέταση του ισχυρισμού της συνηγόρου του Αιτητή, ως αυτός προωθήθηκε κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων ημερομηνίας 11.02.2025, ότι ο Αιτητής πάσχει από μία ασθένεια που ονομάζεται OSA (Obstructive sleep apnea), γεγονός που είχε αναφέρει στην πρωτοβάθμια συνέντευξή του (ερ. 26/2χ) και ουδόλως εξετάστηκε, ενώ θα έπρεπε να γίνει πρωτοβάθμιος έλεγχος του ισχυρισμού αυτού. Επισημαίνει ότι οι συνέπειες της ασθένειας αυτής μπορεί να είναι πολύ σοβαρές και προβάλλει ότι κατά τούτο η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Ο ισχυρισμός αυτός της κας Κουπαρή είναι βάσιμος.

 

Ως διαπιστώνω από το πρακτικό της συνέντευξης, ο Αιτητής δήλωσε ότι την χρονιά αυτή (χρόνος συνέντευξης) πήγε πολλές φορές στο νοσοκομείο καθώς πάσχει από OSA, προσκομίζοντας σε σχέση με αυτό κάποια έγγραφα (βλ. ερ. 26/2χ και ερ. 16-14 του δ.φ.). Ωστόσο το ζήτημα αυτό, ως προκύπτει από το περιεχόμενο της Εισηγητικής Έκθεσης (βλ. ερ. 84-74 του δ.φ.) ουδόλως απασχόλησε τους Καθ’ ων η αίτηση και ουδεμία αναφορά ή αξιολόγηση έλαβε χώρα αναφορικά με αυτόν.

 

Η παράλειψη αυτή καθιστά επιτυχή τον προβαλλόμενο λόγο ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας υπό τις περιστάσεις έρευνα. Ωστόσο, ως έχω πλειστάκις επισημανθεί, η πάσχουσα νομιμότητα δεν συνεπάγεται και επιτυχία της προσφυγής, λόγω των διευρυμένων εξουσιών του παρόντος Δικαστηρίου, για πλήρη έλεγχο ορθότητας.

 

Εξετάζοντας λοιπόν την δήλωση του Αιτητή ότι ο ίδιος πάσχει από υπνική άπνοιαOSA (Obstructive Sleep Apnea), παρατηρώ πρωτίστως ότι ο Αιτητής δεν προσκόμισε ούτε κατά τη διοικητική αλλά ούτε και κατά τη δικαστική διαδικασία οποιανδήποτε γνωμάτευση ή σχετικό ιατρικό πιστοποιητικό. Τα μόνα έγγραφα που προσκόμισε, τα οποία δήλωσε ότι είναι ιατρικά πιστοποιητικά βλ. ερ. 26/2χ και ερ. 16-14 του δ.φ.)  συνιστούν απλώς ιατρικές συνταγές και τίποτα περισσότερο, χωρίς να έχει επεξηγηθεί πως διασυνδέονται αυτές οι συνταγές με το κατ’ ισχυρισμόν πρόβλημα υγείας του. Η δε συνήγορός του περιορίστηκε στην γενική αναφορά ότι ο Αιτητής πάσχει από αυτή την ασθένεια, χωρίς να είναι σε θέση ούτε να προσκομίσει συγκεκριμένα στοιχεία αλλά ούτε και να επεξηγήσει στο Δικαστήριο τι προβλήματα επιφέρει στον Αιτητή η ασθένεια αυτή και ποιος ο κίνδυνος σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, παρά μόνο περιορίστηκε στη γενική αναφορά ότι οι συνέπειες της ασθένειας αυτής μπορεί να είναι πολύ σοβαρές.

 

Υπενθυμίζεται ότι η ευθύνη για την τεκμηρίωση των ισχυρισμών του βαρύνει τον ίδιο τον Αιτητή, ο οποίος οφείλει να προσκομίσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία που θεμελιώνουν την αίτησή του για διεθνή προστασία, περιλαμβανομένων ιατρικών πιστοποιήσεων, εφόσον επικαλείται προβλήματα υγείας. Το Δικαστήριο δεν φέρει καθήκον αυτεπάγγελτης έρευνας επί αόριστων ή γενικών ισχυρισμών που στερούνται τεκμηρίωσης, ούτε υποχρεούται να διερευνά περαιτέρω όταν ο Αιτητής περιορίζεται σε απλές αναφορές, χωρίς να εξηγεί επαρκώς τη συνάφεια ή τη σοβαρότητα των λόγων που επικαλείται. Στην προκειμένη περίπτωση, ο ισχυρισμός περί υπνικής άπνοιας διατυπώθηκε με τρόπο εντελώς αόριστο, χωρίς καμία τεκμηρίωση ή εξειδίκευση, και συνεπώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά στοιχείο ικανό να ληφθεί σοβαρά υπόψη στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής.

 

Ωστόσο για λόγους πληρότητας της απόφασης αυτής, ανέτρεξα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης οι οποίες αναφέρουν ότι η υπνική άπνοια αποτελεί τη συχνότερη μορφή άπνοιας ύπνου, με εκτιμώμενο αριθμό σχεδόν ενός δισεκατομμυρίου πασχόντων παγκοσμίως.[26] Πρόσθετα εντοπίστηκαν τα ακόλουθα:

 

·         Οι ασθενείς με OSA (Obstructive Sleep Apnea) εμφανίζουν συχνά έντονη κόπωση και δυσκολία συγκέντρωσης κατά τη διάρκεια της ημέρας, καθώς και αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης ψυχικών διαταραχών, όπως η κατάθλιψη και το άγχος. Τα συμπτώματα αυτά αποδίδονται στη χαλάρωση των μυών του ανώτερου αεραγωγού κατά τη διάρκεια του ύπνου, η οποία προκαλεί στένωση του αεραγωγού και, σε ορισμένες περιπτώσεις, πλήρη απόφραξή του, με αποτέλεσμα την επαναλαμβανόμενη διακοπή της αναπνοής.[27]

 

·         Καθώς ο αεραγωγός καταρρέει, το σώμα αδυνατεί να πραγματοποιήσει την απαραίτητη ανταλλαγή οξυγόνου και διοξειδίου του άνθρακα μέσω της αναπνοής. Ως αποτέλεσμα, τα επίπεδα οξυγόνου στο αίμα μειώνονται, ενώ το διοξείδιο του άνθρακα συσσωρεύεται στην κυκλοφορία του αίματος, σε μια διαδικασία γνωστή ως υπερκαπνία. Όταν η συγκέντρωση του CO₂ (διοξειδίου του άνθρακα) στο σώμα υπερβαίνει τα φυσιολογικά επίπεδα, μπορεί να εμφανιστούν συμπτώματα όπως ζάλη, κεφαλαλγίες και δύσπνοια.[28]

 

·         Επιπλέον, η μειωμένη συγκέντρωση οξυγόνου στο αίμα οδηγεί σε περιορισμένη αιμάτωση του εγκεφάλου, κατάσταση γνωστή ως εγκεφαλική υποξία. Η υποξία αυτή επηρεάζει αρνητικά την ικανότητα του ασθενούς να εκτελεί βασικές διανοητικές λειτουργίες και αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης σοβαρών, μη αναστρέψιμων καταστάσεων, όπως η εμμένουσα φυτική κατάσταση και ο εγκεφαλικός θάνατος.[29]

 

·         Η σοβαρότητα της υπνικής άπνοιας αξιολογείται μέσω πολυυπνογραφικής μελέτης, βάσει του Δείκτη Άπνοιας-Υπόπνοιας (Apnea-Hypopnea IndexAHI), ο οποίος αντιπροσωπεύει τον μέσο αριθμό απνοιών και υποπνοιών ανά ώρα ύπνου.[30]

 

·         Το Δικαστήριο προχώρησε σε έρευνα ως προς την προσβασιμότητα των φορέων σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, στη χώρα καταγωγής του Αιτητή, στην οποία εντοπίζονται ιατρικά κέντρα συγκεκριμένα στο Enugu, όπως το Chest Clinic at POSH Hospital, το οποίο προσφέρει εργαστηριακές μελέτες ύπνου (sleep study) και εξοπλισμό CPAP μέσω ειδικού πνευμονολόγου και το University of Nigeria Teaching Hospital (UNTH) στο οποίο εκπαιδευμένοι πνευμονολόγοι (π.χ. Dr. Nnamdi Ikechukwu Nwosu και άλλοι) παρέχουν ιατρική παρακολούθηση ασθενών με αναπνευστικές διαταραχές ύπνου. Στην Abia δεν εντοπίστηκε αποκλειστικό κέντρο OSA, αλλά η δυνητική αξιολόγηση γίνεται μέσω κοντινών teaching hospitals όπως στην Αντάμπρα.

 

Παρά το γεγονός ότι η υπνική άπνοια αναγνωρίζεται διεθνώς ως μια σοβαρή ιατρική κατάσταση με πιθανές επιπτώσεις στη σωματική και ψυχική υγεία, από την έρευνα του Δικαστηρίου σε εξωτερικές πηγές προκύπτει ότι στη χώρα καταγωγής του Αιτητή υφίστανται διαθέσιμες ιατρικές δομές και εξειδικευμένοι επαγγελματίες υγείας για τη διάγνωση και διαχείριση της συγκεκριμένης πάθησης, ιδίως μέσω εκπαιδευτικών νοσοκομείων και εξειδικευμένων κλινικών. Επομένως, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι ο Αιτητής πράγματι πάσχει από OSA, στοιχείο που πάντως δεν τεκμηριώθηκε με οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο, δεν προκύπτει ότι θα στερείτο αναγκαίας ιατρικής φροντίδας σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία.

 

Υπό το φως των προλεχθέντων και του ισχυρισμού περί προσωπικών στοιχείων του Αιτητή που έγινε αποδεκτός από το παρόν Δικαστήριο, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν διαπιστώνονται δείκτες κινδύνου έναντι της ζωής του, σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, ιδιαιτέρως υπό τον ορισμό και προϋποθέσεις του προφίλ του πρόσφυγα, άρθρο 1Α της Συνθήκης της Γενεύης και άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ως εκ τούτου, απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να υπαχθεί ο Αιτητής στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική μας νομοθεσία. Ειδικότερα, το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι:

 

 «το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε Αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε Αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.»

 

Ο ορισμός της «σοβαρής» ή «σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβης» καλύπτει δυνάμει του άρθρου 19(2) εξαντλητικά, τρεις διαφορετικές καταστάσεις, ήτοι :

 

(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή

 

(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή

 

(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

 

Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις που διαλαμβάνονται στην υπό κρίση υπόθεση, ο Αιτητής δεν μπορεί να ενταχθεί στο υπό (α) ανωτέρω εδάφιο. Εξέτασης συνεπώς χρήζουν τα εδάφια (β) και (γ) του άρθρου 19(2).

 

Ως προς τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη κατά την αξιολόγηση του άρθρου 15β της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2) (β) του Περί Προσφύγων Νόμου, στο εγχειρίδιο της EASO υπό τον τίτλο «Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδ.2011/95/ΕΕ) - Δικαστική Ανάλυση», όπου, στην σελ.120, διαλαμβάνονται τα ακόλουθα αναφορικά με την εξέταση του άρθρου 15 της Οδηγίας: 

«Ωστόσο, στην απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση M'Bodj, το ΔΕΕ διέκρινε την ερμηνεία του από την ερμηνεία του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ από το ΕΔΔΑ βάσει της ελαφρώς διαφορετικής διατύπωσης του άρθρου 15 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) και του πλαισίου στο οποίο τυγχάνει να εφαρμόζεται το άρθρο 15 στοιχείο β). Σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, το ΕΔΔΑ εφάρμοσε το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ για να απαγορεύσει την απομάκρυνση υπηκόου τρίτης χώρας που έπασχε από σοβαρή ασθένεια σε χώρα στην οποία δεν υπήρχε διαθέσιμη κατάλληλη ιατρική περίθαλψη (708). Το ΔΕΕ αρνήθηκε να ερμηνεύσει το άρθρο 15 στοιχείο β) με τον ίδιο τρόπο. Το ΔΕΕ επι­σήμανε ότι το γράμμα του άρθρου 15 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) διαφέρει από εκείνο του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ στο μέτρο που εφαρμόζεται σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτούντος «στη χώρα καταγωγής». [.] Επιπλέον, το ΔΕΕ επισήμανε ότι ορισμένα στοιχεία του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 15 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδι­ατύπωση), καθώς και η ratio της συγκεκριμένης οδηγίας πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την ερμηνεία της συγκεκριμένης διάταξης. Συγκεκριμένα, το άρθρο 6 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) απαριθμεί τους φορείς σοβαρής βλάβης, γεγονός που επιβεβαιώνει την άποψη ότι οι βλάβες αυτές πρέπει να απορρέουν από συμπεριφορά τρίτου και δεν μπορούν, κατά συνέπεια, να αποτελούν απλώς και μόνο συνέπεια των γενικών ανεπαρκειών του συστήματος υγείας της χώρας καταγωγής. Ομοίως, κατά την αιτιολογική σκέψη 26 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση), οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.»

 

Περαιτέρω, στην σελ.123 του ιδίου εγχειριδίου αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«Η εφαρμογή του άρθρου 15 στοιχείο β) προϋποθέτει ένα στοιχείο ηθελημένης κακομεταχείρισης. Παρά την παραπομπή του ΔΕΕ στη νομολογία του ΕΔΔΑ σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ και στην υπο­χρέωση εφαρμογής της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) κατά τρόπο που συνάδει με το άρθρο 19 παράγραφος 2 του Χάρτη της ΕΕ (μη επαναπροώθηση, σε περίπτωση σοβαρού κινδύνου απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρι­σης ή τιμωρίας) (731), το ΔΕΕ αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στη διαφορετική διατύπωση του άρθρου 15 στοιχείο β) και διακρίνει μεταξύ του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 3, ως απαγόρευσης επιστροφής προσώπου, και της θεμελίωσης αίτησης επικουρικής προστασίας [...]»

 

Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν αναφορικά με την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επεσήμανε στην απόφαση του CF, CN κατά Bundesrepublic

Deutschland[31] ότι συνιστούν: 

 

«(...) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» 

(βλ. σκέψη 43 της απόφασης)

 

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του Sufi and Elmi[32], αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

Περαιτέρω, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ στην υπόθεση Meki Elgafaji, Noor Elgagaji  v. Staatssecretaris van Justitie[33]: (-έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου)

 

 «33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.

 

34. Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [.]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.

 

35.  Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.

 

36.  Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται  από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».

 

 37. Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.

 

38.Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.

 

39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».

 

Στη βάση της ως άνω νομολογίας, προς τον σκοπό εξέτασης των προϋποθέσεων που διαλαμβάνει το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως αυτός ενσωματώνει το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[34] προχώρησα σε έρευνα σε διεθνείς πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής και στην περιοχή συνήθους διαμονής του του Αιτητή όπου ευλόγως αναμένεται να επιστρέψει. Από την έρευνα αυτή, προέκυψαν τα ακόλουθα:

 

Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), μια πρωτοβουλία της Ακαδημίας Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Γενεύης,  η Νιγηρία είναι αναμεμειγμένη σε δύο παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συρράξεις ενάντια στις μη κρατικές ένοπλες ομάδες Boko Haram και ISWAP (Islamic State in West Africa Province)[35].

 

Σύμφωνα με τη σύνοψη της κατάστασης ασφαλείας του ACCORD που βασίζεται σε στοιχεία του ACLED, η οποία αφορά το δεύτερο τρίμηνο του 2024 και δημοσιεύτηκε στις 7 Αυγούστου 2024, στην πολιτεία Enugu αναφέρθηκαν 44 περιστατικά ασφαλείας εκ των οποίων τα 20 οδήγησαν σε 31 απώλειες ανθρώπινων ζωών. Οι ακόλουθες τοποθεσίες στην πολιτεία Enugu συγκαταλέγονται μεταξύ των πληγέντων: Abakpa Nike, Adani, Egede, Eha Amufu, Eha-Alumona, Emene, Enugu, Enugu-Ezike, Ibagwa-Nike, Ibegwa Aka, Idodo, Igga, Ikem, Neke Odenigbo, Nenwe, Nimbo,  Nkwo Nike,  Nsukka,  Obeagu,  Ogbede,  Okpatu,  Opanda,  Orba,  Udi, Ugwu-Uvuru, Umualo.[36]

 

Αντίστοιχα, σύμφωνα με τη σύνοψη της κατάστασης ασφαλείας του ACCORD που βασίζεται σε στοιχεία του ACLED, η οποία αφορά το δεύτερο τρίμηνο του 2024 και δημοσιεύτηκε στις 7 Αυγούστου 2024, στην πολιτεία Abia αναφέρθηκαν 32 περιστατικά ασφαλείας εκ των οποίων τα 10 οδήγησαν σε 24 απώλειες ανθρώπινων ζωών. Οι ακόλουθες τοποθεσίες συγκαταλέγονται μεταξύ των πληγέντων:  Aba, Akwete, Arochukwu, Asa, Ehere, Imo River, Isu, Obiaku, Obikabia Junction, Ohafia, Osisioma, Umuahia, Umuaku, Uturu.[37]

 

Περαιτέρω, η πολιτεία Abia συγκαταλέγεται ανάμεσα σε αυτές όπου καταγράφηκαν θάνατοι εξαιτίας της δραστηριότητας του IPOB (Indigenous People of Biafra) και της στρατιωτικής του πτέρυγας ESN (Eastern Security Network) καθώς και των αντεπιχειρήσεων των κυβερνητικών δυνάμεων. 

 

Κατόπιν αναζήτησης στη βάση δεδομένων ACLED προέκυψε ότι κατά το διάστημα από τις 06.07.2024 έως τις 04.07.2025 στην πολιτεία Abia, η οποία συνιστά την περιοχή καταγωγής του Αιτητή, καταγράφηκαν 88 περιστατικά ασφαλείας και 85 θάνατοι, εκ των οποίων 19 διαμαρτυρίες (καμία απώλεια ανθρώπινων ζωών), 5 εξεγέρσεις (2 απώλειες ανθρώπινων ζωών), 36 μάχες (56 απώλειες ανθρώπινων ζωών), 24 περιστατικά βίας εναντίον αμάχων (27 απώλειες ανθρώπινων ζωών) και 4 περιστατικά εκρήξεων/απομακρυσμένης βίας (καμία απώλεια ανθρώπινων ζωών).[38] Σημειώνεται πως ο πληθυσμός της πολιτείας Abia για το 2022 εκτιμήθηκε στους 4,143,100 κατοίκους.[39]

 

Περαιτέρω, στην πολιτεία Enugu και τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του Aιτητή, την ίδια περίοδο αναφοράς, καταγράφηκαν 87 περιστατικά ασφαλείας και 90 θάνατοι, εκ των οποίων 13 διαμαρτυρίες (καμία απώλεια ανθρώπινων ζωών), 5 εξεγέρσεις (καμία απώλεια ανθρώπινων ζωών), 26 μάχες (46 απώλειες ανθρώπινων ζωών) και 43 περιστατικά βίας εναντίον αμάχων (44 απώλειες ανθρώπινων ζωών)[40]. Ο συνολικός πληθυσμός της πολιτείας Enugu ανέρχεται σε 4,690,100 σύμφωνα με την πιο πρόσφατη επίσημη εκτίμηση που έγινε το 2022.[41]

 

Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω δεδομένα, δεν διακρίνω την ύπαρξη κατάστασης αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης στη πολιτεία Enugu και/ή αντίστοιχα στη πολιτεία Abia ή έστω αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης η οποία να εξικνείται σε τέτοιο βαθμό ώστε ο Αιτητής λόγω της παρουσίας του και μόνο στο έδαφος των περιοχών αυτών να έρχεται αντιμέτωπος με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής απειλής κατά το άρθρο 19 στοιχείο (2)(γ). Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας, υγιής, μορφωμένος, με προηγούμενη εργασιακή εμπειρία χωρίς να παρουσιάζει θέματα ευαλωτότητας ή κάποιο χαρακτηριστικό ή στοιχείο – με εξαίρεση την υπνική άπνοια - που να συμβάλλει με οποιοδήποτε τρόπο στην επίταση του κινδύνου να υποστεί σοβαρή βλάβη. Ως προς το κατ’ ισχυρισμό ζήτημα υγείας της υπνικής άπνοιας τον οποίο επικαλέστηκε ο Αιτητής, ως διαπιστώθηκε ανωτέρω, αυτό μπορεί να αντιμετωπιστεί στη χώρα καταγωγής του, μέσω διαθέσιμων δομών και υπηρεσιών υγείας, ιδιαίτερα στην περιοχή στην οποία προβλέπεται να επιστρέψει. Επισημαίνω τέλος, ότι δεν έχουν εγερθεί ή/και αναδειχθεί ατομικά χαρακτηριστικά ή στοιχεία του Αιτητή που να υποδηλώνουν και να δείχνουν ειδικώς ότι θα τεθεί σε κατάσταση που αυξάνει τον κίνδυνο σοβαρής βλάβης και δυνατόν να μπορούσε να αντισταθμίσει το επίπεδο αδιάκριτης βίας βάσει της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας.

 

Υπό το φως των ανωτέρω, και έχοντας ενώπιον μου τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, την ίδια την επίδικη απόφαση και τις δηλώσεις του Αιτητή σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, δεν διαπιστώνω να υφίσταται οποιαδήποτε πλημμέλεια σε σχέση με αυτήν. Κρίνω δε ότι ορθώς και κατόπιν δέουσας έρευνας οι Καθ΄ ων η αίτηση κατά την έκδοση της επίδικης απόφασής τους κατέληξαν ότι οι ισχυρισμοί που προέβαλε ο Αιτητής δεν θα μπορούσαν καθ' αυτοί να οδηγήσουν σε υπαγωγή του στο καθεστώς των άρθρων 3 ή 19 του περί Προσφύγων Νόμου. Κατά τούτου και ο λόγος ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας ως προωθήθηκε από τον Αιτητή είναι υποκείμενος σε απόρριψη ως αβάσιμος.

  

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξη μου ότι ορθώς  κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία.

 

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου, ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή (Νιγηρία), συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών  ημερ. 27.05.2022 (Κ.Δ.Π. 202/2022) αλλά και το πιο πρόσφατο το ημερ. 31.05.2024 (Κ.Δ.Π. 191/2024), χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας ιθαγένειας. Υπενθυμίζεται ότι, ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Με βάση συνεπώς το σύνολο των στοιχείων ενώπιόν μου, όπως έχω αναλύσει ανωτέρω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

 

Ενόψει, ωστόσο, της κατάληξής μου αναφορικά με την πάσχουσα νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, θεωρώ ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις να μην επιδικάσω έξοδα. Υπό το φως της ανάλυσης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, ως έχει παρατεθεί ανωτέρω, αυτή επικυρώνεται ως προς την κατάληξή της, ήτοι ότι η αίτηση του Αιτητή για διεθνή προστασία απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 

 

 

Ε. Ρήγα,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.




[1] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 : « Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

[2] Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.

[3] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/06, ημερ. 26.07.2007

[4] Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018).

[5] Ρ.Ο.Α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, υποθ. αρ. 3534/2023, 14.02.2024

[6] Απόφαση αρ. 128/2008, JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 01.02.2010. (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 09/07/2025)

[7] «OVERVIEW OF CHIEFTAINCY INSTITUTIONS IN NIGERIA», BY PROF. A. TORIOLA OYEWO, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14/07/2025)

[8] «OVERVIEW OF CHIEFTAINCY INSTITUTIONS IN NIGERIA», BY PROF. A. TORIOLA OYEWO, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14/07/2025)

[9] Immigration and Refugee Board of Canada: “Responses to Information Requests” (2007) p. 1 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14/07/2025)

[10] Immigration and Refugee Board of Canada: “Responses to Information Requests” (2007) p. 1, ICG 3 Αυγούστου 2006, σελ. 20· HRW Φεβρουάριος 2005, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14/07/2025)

[11] Immigration and Refugee Board of Canada: “Responses to Information Requests” (2007) p. 1, ICG 3 Αυγούστου 2006, σελ. 20· HRW Φεβρουάριος 2005, σελ. 7 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14/07/2025)

[12] Immigration and Refugee Board of Canada: “Responses to Information Requests” (2007) p. 1, Απρίλιος 2006, σελ. 8· βλ. επίσης HRW Φεβρουάριος 2005, σελ. 7 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14/07/2025)

[13] IRB-Immigration and Refugee Board of Canada: “consequences of refusing a chieftaincy title and state protection available to individuals who refuse this title (2004), διαθέσιμο: http://www.irb-cisr.gc.ca:8080/RIR_RDI/RIR_RDI.aspx?id=433972&l=e, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14/07/2025)

[14] IRB-Immigration and Refugee Board of Canada: “consequences of refusing a chieftaincy title and state protection available to individuals who refuse this title (2004), διαθέσιμο: http://www.irb-cisr.gc.ca:8080/RIR_RDI/RIR_RDI.aspx?id=433972&l=e , (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14/07/2025)

[15] IRB-Immigration and Refugee Board of Canada: “consequences of refusing a chieftaincy title and state protection available to individuals who refuse this title (2004), διαθέσιμο: http://www.irb-cisr.gc.ca:8080/RIR_RDI/RIR_RDI.aspx?id=433972&l=e, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14/07/2025)

[16] IRB-Immigration and Refugee Board of Canada: “consequences of refusing a chieftaincy title and state protection available to individuals who refuse this title (2004), διαθέσιμο: http://www.irb-cisr.gc.ca:8080/RIR_RDI/RIR_RDI.aspx?id=433972&l=e, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14/07/2025)

[17] IRB-Immigration and Refugee Board of Canada: “consequences of refusing a chieftaincy title and state protection available to individuals who refuse this title (2004), NGA42749.FE, 9 Ιουλίου 2004, διαθέσιμο: http://www.irb-cisr.gc.ca:8080/RIR_RDI/RIR_RDI.aspx?id=433972&l=e , (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14/07/2025)

[18] IRB-Immigration and Refugee Board of Canada: “consequences of refusing a chieftaincy title and state protection available to individuals who refuse this title (2004), διαθέσιμο: http://www.irb-cisr.gc.ca:8080/RIR_RDI/RIR_RDI.aspx?id=433972&l=e, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14/07/2025)

[19] “THE ROLE OF TRADITIONAL INSTITUTIONS IN COMMUNITY DEVELOPMENT: A CASE STUDY OF EZEAGU LOCAL GOVERNMENT AREA OF ENUGU STATE, NIGERIA”, (2019) Christian E. C. Ogwudile, PhD Department of Igbo, African and Asian Studies, p. 86, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14/07/2025)

 

[20] THE ROLE OF TRADITIONAL INSTITUTIONS IN COMMUNITY DEVELOPMENT: A CASE STUDY OF EZEAGU LOCAL GOVERNMENT AREA OF ENUGU STATE, NIGERIA”, (2019) Christian E. C. Ogwudile, PhD Department of Igbo, African and Asian Studies, p. 86, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14/07/2025)

[21] THE ROLE OF TRADITIONAL INSTITUTIONS IN COMMUNITY DEVELOPMENT: A CASE STUDY OF EZEAGU LOCAL GOVERNMENT AREA OF ENUGU STATE, NIGERIA”, (2019) Christian E. C. Ogwudile, PhD Department of Igbo, African and Asian Studies, p. 86, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14/07/2025)

[22] The Pointer (2025): “Apply Caution In Conferment Of Chieftaincy Titles”, διαθέσιμο https://www.thepointersnewsonline.com/apply-caution-in-conferment-of-chieftaincy-titles/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14/07/2025)

[23] The Pointer (2025): “Apply Caution In Conferment Of Chieftaincy Titles”, διαθέσιμο https://www.thepointersnewsonline.com/apply-caution-in-conferment-of-chieftaincy-titles/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14/07/2025)

[24] “Gender, Meanings and Conferment Patterns of Yoruba and Igbo Honorary Chieftaincy Titles.” – Arua E. Arua.

[25] Evidence and Credibility Assessment in the Context of the Common European Asylum System' (2023), 136 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023- 02/Evidence_credibility_judicial_analysis_second_edition.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 08.11.2024)

[30] Robert J. Henning, W. McDowell Anderson,Sleep apnea is a common and dangerous cardiovascular risk factor,

Current Problems in Cardiology, Volume 50, Issue 1,2025, https://www.sciencedirect.com/science/article/abs/pii/S0146280624004730 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14/07/2025)

[31] ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland.

[32] ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011

[33] Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.02.2009

[34] ΟΔΗΓΙΑ 2011/95/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση).

[35] RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), Ακαδημία Γενεύης,  https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-nigeria (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 09/07/2025)

[36] ACCORD - Austrian Centre for Country of Origin & Asylum Research and Documentation, 'Nigeria, second quarter 2024: Update on incidents according to the Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED)', 7 August

2024, 4 & 6, διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2113508/2024q2Nigeria_en.pdf, (τελευταία ημερομηνία πρόσβασης 14/07/25)

[37] ACCORD - Austrian Centre for Country of Origin & Asylum Research and Documentation, 'Nigeria, second quarter 2024: Update on incidents according to the Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED)', 7 August

2024, 4-5,  διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2113508/2024q2Nigeria_en.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14/07/2025)

[38] https://acleddata.com/explorer/ , (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14/07/2025)

[39] City PopulationNigeria - Abia state

https://www.citypopulation.de/en/nigeria/admin/NGA001__abia/, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14/07/2025)

[40] ACLED: https://acleddata.com/explorer/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14/07/2025)

[41] City PopulationNigeriaEnugu state https://citypopulation.de/en/nigeria/cities/agglos/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14/07/2025)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο