F.O.E. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 2488/24, 21/7/2025
print
Τίτλος:
F.O.E. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 2488/24, 21/7/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

      Υπόθεση Αρ. 2488/24

 

21 Ιουλίου, 2025

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

F.O.E.

Αιτητή

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η αίτηση

 

 ..................................................

 

Ο αιτητής παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου

Ζωή Ποντίκη για ΑΛ ΤΑΧΕΡ ΜΠΕΝΕΤΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε., Δικηγόρος για τον αιτητή

Αίγλη Κίτσιου για Χριστίνα Δημητρίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Καθ’ ων η αίτηση

[Παρούσα η κα Όλγα Γεωργιάδου για πιστή μετάφραση από Αγγλικά σε Ελληνικά και  αντίστροφα.]

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 11/5/2024, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω: Ο αιτητής είναι υπήκοος της Νιγηρίας και υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 04/02/2022, αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές. Στις 08/02/2022 παρέλαβε Βεβαίωση Υποβολής Αιτήματος Διεθνούς Προστασίας («Confirmation of Submission of an Application for International Protection»).

 

Στις 09/05/2024 πραγματοποιήθηκε προφορική συνέντευξη του αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση ημερομηνίας 15/05/2024 προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη του αιτήματος του αιτητή. Την ίδια μέρα, στις 15/05/2024, συγκεκριμένος λειτουργός που δύναται δυνάμει σχετικής εξουσιοδότησης από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθέτησε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης. Στις 03/06/2024 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή, στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση σχετικά με το αίτημα του αιτητή, η οποία παραλήφθηκε από τον ίδιο στις 05/06/2024.  Ο αιτητής καταχώρισε στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου. 

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή, κατά την δικάσιμο όπου η υπόθεση ήταν ορισμένη για διευκρινίσεις και παρουσίαση φακέλου, δήλωσε πως προωθεί το νομικό ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας, κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου και  απέσυρε όλους τους νομικούς ισχυρισμούς που προωθούσαν μέσω της Γραπτής τους Αγόρευσης.  Κατά συνέπεια οι νομικοί ισχυρισμοί που αποσύρθηκαν, απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο κατά την ίδια δικάσιμο.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση, μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης, αλλά και προφορικά ενώπιον του Δικαστηρίου, υποστηρίζουν τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και αναφέρουν πως αυτή έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, κατόπιν δέουσας έρευνας αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία της υπόθεσης και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη. Επιπλέον, εισηγούνται ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης των λόγων ακυρώσεως και των ισχυρισμών του που θεμελιώνουν το αίτημά του για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, καθώς δεν απέδειξε βάσιμο φόβο δίωξης για κάποιον από τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου έτσι ώστε να του αναγνωρισθεί το καθεστώς του πρόσφυγα, αλλά ούτε απέδειξε ότι δύναται να του χορηγηθεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας. Κατά συνέπεια, εισηγούνται πως η υπό εξέταση προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί από το Δικαστήριο και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας.  Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Προχωρώ να εξετάσω κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ορθά απέρριψε το αίτημα του αιτητή για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο αιτητής σε όλα τα στάδια της εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας και αν εξέδωσε δεόντως αιτιολογημένη απόφαση.

 

Ο αιτητής στην αίτηση που υπέβαλε στην Υπηρεσία Ασύλου, δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω κάποιου προβλήματος το οποίο εξελίχθηκε σε κατάσταση που έθετε σε κίνδυνο τη ζωή του.  Συγκεκριμένα ανέφερε πως ένα φίλος του βρέθηκε με τη σύντροφό του και όταν απεβίωσε οι δικοί του άνθρωποι άρχισαν να τον καταδιώκουν.  Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, ο αιτητής δήλωσε ότι είναι υπήκοος της Νιγηρίας, ότι γεννήθηκε στην περιοχή Omuma Isaku η οποία ανήκει στην τοπική αρχή Oru East της πολιτείας Imo, όπου ήταν η περιοχή διαμονής του μέχρι τον Ιούνιο του 2019.  Από το 2019 μέχρι που εγκατέλειψε τη χώρα του, ο αιτητής διέμενε με τον θείο του στην πόλη Ikorodu, της πολιτείας Lagos (ερυθρό 28 1χ, του διοικητικού φακέλου).

 

Ο αιτητής είναι ανύπαντρος και δήλωσε ότι οι γονείς του είναι εν ζωή και έχει πέντε αδελφές και ένα αδελφό με τους οποίους διέμενε προτού αναχωρήσει για την πολιτεία Lagos.  Όπως δήλωσε έχει καθημερινή επικοινωνία με την οικογένεια του στη Νιγηρία και ανέφερε πως οι γονείς του τον υποστήριζαν οικονομικά ενόσω βρισκόταν στη χώρα καταγωγής του (ερυθρό 27, του διοικητικού φακέλου). Ο αιτητής ανέφερε πως είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Δήλωσε πως ομιλεί την αγγλική γλώσσα στην οποία έγινε η συνέντευξη και την Igbo.  Επιπρόσθετα, δήλωσε πως τον Ιούνιο του 2019 μετακόμισε στη πόλη Ikorodu της πολιτείας Lagos για να εργαστεί στην επιχείρηση του θείου του. 

 

Σε σχέση με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο αιτητής ισχυρίστηκε κατά την αφήγησή του ότι ένας φίλος του διατηρούσε ερωτικές επαφές με την κοπέλα του, την οποία ο ίδιος επιθυμούσε να παντρευτεί. Ο αιτητής ενημερώθηκε για αυτό το γεγονός από φίλους του και μετέβη στην πολιτεία Imo για να τους βρει. Όταν ο αιτητής επιβεβαίωσε τα όσα του μετέφεραν άρχισε να καυγαδίζει με τον φίλο του, με αποτέλεσμα ο αιτητής να τον μαχαιρώσει στο λαιμό (ερυθρό 25, του διοικητικού φακέλου). Ο αιτητής μόλις μαχαίρωσε τον φίλο του εγκατέλειψε αμέσως την σκηνή και επέστρεψε στην πολιτεία Lagos για να κρυφτεί στο σπίτι του θείου του. Οι φίλοι του αιτητή τον ενημέρωσαν ότι ο φίλος τους απεβίωσε μετά από μια βδομάδα και πληροφορήθηκε από την κοπέλα του πως η οικογένεια του φίλου του που μαχαίρωσε, τον ψάχνει για να τον σκοτώσει.  

 

Ο αιτητής τοποθέτησε χρονικά το περιστατικό περί τον Ιούνιο του 2020.  Όπως ανέφερε, από τον Ιούνιο του 2020 μέχρι και τον Οκτώβριο του 2021 που εγκατέλειψε τη χώρα του, κρυβόταν στην οικία του θείου του (ερυθρό 25 1χ και 8χ, του διοικητικού φακέλου).  Θα πρέπει να διευκρινιστεί πως ο αιτητής σε άλλο σημείο της συνέντευξής του δήλωσε πως το περιστατικό έλαβε χώρα τον Ιούνιο του 2021 και όχι τον Ιούνιο του 2020 και όταν του επισημάνθηκε η αντίφαση κατά το αφήγημά του, ο αιτητής διευκρίνισε πως το περιστατικό έλαβε χώρα έξι μήνες προτού λάβει την θεώρηση εισόδου στην Κυπριακή Δημοκρατία.

 

Ανέφερε πως η οικογένεια του αποθανόντος απευθύνθηκε στην αστυνομία για το περιστατικό και επανέλαβε πως ο ίδιος κρυβόταν.  Του ζητήθηκε να διευκρινίσει με ποιο τρόπο εγκατέλειψε τη χώρα, νόμιμα από το αεροδρόμιο και ο αιτητής διευκρίνισε πως δεν αντιμετώπισε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την αναχώρησή του για την Κυπριακή Δημοκρατία (ερυθρό 23, του διοικητικού φακέλου).  Ισχυρίστηκε ότι ουδέποτε είχε συλληφθεί ή τεθεί υπό κράτηση στη χώρα καταγωγής του και ότι οι αρχές της χώρας του θα του επιτρέψουν την επιστροφή του.  Ο αιτητής ανέφερε πως πιστεύει ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, πως θα τον σκοτώσουν. 

 

Στη βάση των ανωτέρω ισχυρισμών, ο αρμόδιος λειτουργός σχημάτισε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς οι οποίοι προκύπτουν από τις δηλώσεις του αιτητή ως κατωτέρω: Ο πρώτος αφορά την ταυτότητα του αιτητή, το προφίλ του και τη χώρα καταγωγής του, ο οποίος έγινε αποδεκτός, καθότι κρίθηκε εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστος στις δηλώσεις του. Ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός αφορά το ότι κινδυνεύει από την οικογένεια του φίλου του, τον οποίο μαχαίρωσε σε ένα καβγά που είχαν μεταξύ τους.

 

Αναφορικά με τον δεύτερο ισχυρισμό, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε πως οι δηλώσεις του αιτητή δεν ήταν επαρκώς λεπτομερείς, στερούνταν ευλογοφάνειας και αντικειμενικότητας ενώ παράλληλα παρατηρήθηκαν αντιφάσεις και ελλείψεις.  Οι αντιφάσεις και οι ελλείψεις που εντοπίστηκαν καταγράφονται στην έκθεση του λειτουργού και μέσω λεπτομερούς καταγραφής καταλήγει ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει την εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών του.  Όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεδομένης της προσωπικής φύσης των ισχυρισμών του αιτητή,  ήταν αδύνατο να διασταυρωθούν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Ως εκ τούτου, δεν αποδέκτηκε τον εν λόγω ισχυρισμό στο σύνολό του.

 

Υπό το φως του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία του αιτητή,  ο αρμόδιος λειτουργός συνήγαγε κατά την αξιολόγηση του μελλοντοστραφούς κινδύνου, αφού παρέθεσε πληροφορίες αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση στη περιοχή καταγωγής και διαμονής του, ότι δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να κινδυνεύσει με σοβαρή βλάβη ο αιτητής σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, εφόσον ο αιτητής είναι άνδρας, υγιής, ενήλικας, με στοιχειώδη μόρφωση, χωρίς χαρακτηριστικά ευαλωτότητας.

 

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση των ισχυρισμών του αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του για έναν από τους λόγους του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου Ν. 6(Ι)/2000 και του άρθρου 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.  Στη συνέχεια, διαπίστωσε πως δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης όπως αυτός καθορίζεται στο άρθρο 19 του προαναφερθέντος Νόμου, καθότι με βάση έρευνα που διεξήγαγε ο αρμόδιος λειτουργός διαπιστώθηκε ότι η κατάσταση στον τόπο καταγωγής του, στην οποία βρίσκεται ο τελευταίος τόπος συνήθους διαμονής του αιτητή και στην οποία αναμένεται να επιστρέψει, δεν χαρακτηρίζεται από διεθνή ή εσωτερική ένοπλη σύγκρουση και ως εκ τούτου, δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης, εξέτασε ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου και απέρριψε το αίτημα του αιτητή.

 

Στα πλαίσια εξέτασης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, προχωρώ να εξετάσω κατ' ουσίαν το αίτημα του αιτητή λαμβάνοντας υπόψη βεβαίως όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τους συνηγόρους του, αλλά και από τη συνήγορο που εκπροσωπεί τους καθ' ων η αίτηση.  Με τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό, ο οποίος ορθά έγινε αποδεκτός, δεν θεωρώ αναγκαίο να ασχοληθώ. Αναφορικά με το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, θα πρέπει να αναφέρω πως διαφαίνεται από το αφήγημά του ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να προβάλει τον ισχυρισμό του με συνέπεια και λεπτομέρεια, αφού δεν παρουσίασε με τρόπο συνεκτικό και λεπτομερή τα όσα αφορούν τον πυρήνα του αιτήματός του. 

 

Ο αιτητής δεν έδωσε επαρκείς πληροφορίες για τον κίνδυνο που διέτρεχε από την οικογένεια του φίλου του που μαχαίρωσε, δεν περιέγραψε με λεπτομέρεια και σαφήνεια το περιστατικό και δεν δικαιολόγησε πως το μεγάλο χρονικό διάστημα που διέμενε στη χώρα του δεν του είχε συμβεί οτιδήποτε.  Το γεγονός ότι κρυβόταν δεν είναι αρκετό για να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του εφόσον ο αιτητής κρυβόταν στο θείο του στον οποίο διέμενε από το 2019.  Πρόσθετα ο αιτητής ανέφερε πως κατάφερε να προστατέψει τον εαυτό του στην πολιτεία Lagos και όταν του ζητήθηκε να αναφέρει γιατί εγκατέλειψε την περιοχή αφού ήταν ασφαλής, απάντησε πως θα έχουν πληροφορίες για τον ίδιο στην πολιτεία Lagos και θα έρθουν να τον βρουν, χωρίς όμως να δώσει εξηγήσεις, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο αιτητής διέμενε αρκετό διάστημα στην περιοχή. 

 

Σοβαρή αντίφαση διαπιστώνεται κατά τη συνέντευξη όπου ο αιτητής από την αρχή της συνέντευξης ισχυριζόταν ότι μαχαίρωσε τον φίλο του το Ιούνιο του 2020 ενώ σε άλλο σημείο της συνέντευξης ανέφερε πως το περιστατικό έλαβε χώρα τον Ιούνιο του 2021.  Η αντίφαση αυτή δεν αιτιολογήθηκε παρόλο που διευκρίνισε πως το περιστατικό έλαβε χώρα τον Ιούνιο του 2021.  Ενόψει των ανωτέρω δεδομένων διαπιστώνω πως η εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του δεν τεκμηριώθηκε, εφόσον στήριξε τον πυρήνα του αιτήματός του σε γενικές και αόριστες αναφορές.

 

Όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων του αιτητή, διαφαίνεται πως τα ζητήματα που θέτει είναι εντελώς προσωπικής φύσεως και δεν δύναται να διασταυρωθούν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης που αφορούν τη χώρα καταγωγής του.  Κατά συνέπεια, με δεδομένο ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει τον δεύτερο ισχυρισμό εφόσον προέβη σε αοριστίες και γενικολογίες κατά το αφήγημά του, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.

 

Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 προβλέπει πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):  «Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής […]».

 

Είναι ξεκάθαρο τόσο από το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο, πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (Βλ. σχ. παρ.37 και 38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών).

 

Ως νομολογιακά έχει κριθεί, γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί, καθώς και ισχυρισμοί για κίνδυνο ζωής χωρίς στοιχειοθετημένες και τεκμηριωμένες αναφορές, δεν θεμελιώνουν βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, ώστε να ισοδυναμεί με εκείνη της προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση και δεν στοιχειοθετεί περιστάσεις, οι οποίες λαμβανομένης υπόψη της εξατομικευμένης κατάστασης του αιτητή να συνιστούν απειλή έτσι ώστε ευλόγως να δύναται να θεωρηθεί ότι ο αιτητής έχει βάσιμο φόβο δίωξης (βλ. απόφασή στην υπόθεση υπ' αριθμόν 121/20, A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020).

 

Βάσει της ανωτέρω ανάλυσης στο σύνολό της, κρίνω ότι δεν υπάρχει κάποιος βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης του αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του. Κατά συνέπεια, προκύπτει πως ορθά αποφασίστηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του αιτητή εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που στοιχειοθετούν δικαιολογημένο φόβο δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.

 

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχω αναλύσει ανωτέρω, ορθά κρίθηκε από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου ότι δεν στοιχειοθετούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Ν. 6(Ι)/2000, για να παρασχεθεί στον αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν. 6(Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι».  Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής ή εκτέλεσης βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (Βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619).

 

Ο αρμόδιος λειτουργός, διεξήγαγε έρευνα για την κατάσταση ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή, από την οποία προέκυψε ότι δεν υφίστατο εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετώπιζε δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.  Ως εκ τούτου, κρίθηκε πως δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για παραχώρηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.  Σε κάθε περίπτωση, διεξήγαγα περαιτέρω έρευνα σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του αιτητή, σε πρόσφατες πηγές πληροφόρησης, στα πλαίσια βεβαίως της ex nunc δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και προς εκπλήρωση της υποχρέωσης του Δικαστηρίου για έλεγχο της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.  

 

Σύμφωνα με την έκθεση (2024) της EUAA για τη Νιγηρία, «Το 2023, σύμφωνα με το Παρατηρητήριο για τη Νιγηρία (Nigeria Watch), η κυριότερη μορφή βίας και θανάτων στη χώρα ήταν η εγκληματική δραστηριότητα, την οποία ακολουθούσαν τα πολιτικά και θρησκευτικά ζητήματα, και τα τροχαία ατυχήματα. Οι εγκληματικές δραστηριότητες περιλάμβαναν τις δραστηριότητες ομάδων cult (cultism), τις αγροτικές ληστείες, τις απαγωγές, και τις συγκρούσεις αγροτών/κτηνοτρόφων∙ οι βορειοκεντρικές και βορειοδυτικές περιοχές (North-Central and North-West regions) παρουσιάζονται ως οι πιο επηρεασμένες. Το Αφρικανικό Κέντρο Εποικοδομητικής Επίλυσης Συγκρούσεων (African Center for the Constructive Resolution of Disputes, ACCORD) διευκρίνισε ότι οι αγροτικές κοινότητες «έχουν γίνει ανασφαλείς και αμφισβητούμενοι χώροι, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από περιορισμένη κρατική παρουσία, ανεπαρκείς υποδομές και λιγοστούς πόρους». Οι αγροτικές περιοχές έχουν γίνει κόμβοι εγκληματικών δραστηριοτήτων και βίαιων συγκρούσεων στη Νιγηρία, και συγκεκριμένα στο βόρειο τμήμα της χώρας, όπου η τρομοκρατία, οι ληστείες, οι εξεγέρσεις, και οι απαγωγές βρίσκονταν σε αύξηση».[1]

 

Τέλος, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED τη χρονική περίοδο 18/07/2024 – 18/07/2025 καταγράφηκαν στην Πολιτεία Lagos, όπου βρίσκεται η τοπική αρχή Ikorodu, συνήθης τόπος διαμονής του αιτητή, 158 περιστατικά ασφαλείας στα οποία χάθηκαν 61 ανθρώπινες ζωές. Τα 158 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 19 ταραχές (riots) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 5 ανθρώπινες απώλειες, 62 διαμαρτυρίες (protests), 27 περιστατικά βίας κατά πολιτών (violence against civilians) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 15 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, και 50 μάχες (battles) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 41 ανθρώπινες απώλειες.[2] Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της Πολιτείας Lagos για το 2025 εκτιμάται ότι ανέρχεται στα 17,156,000 κατοίκους.[3]

 

Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης, καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του αιτητή όπου αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του εκεί να τεθεί σε κίνδυνο η ζωή του. Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας, υγιής, με ικανοποιητικό μορφωτικό επίπεδο, πλήρως ικανός προς εργασία, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας και με υποστηρικτικό/οικογενειακό δίκτυο στη χώρα καταγωγής του. Ο αιτητής δεν έχει θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, που να υποδηλώνουν ότι μπορεί να έχει τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης.

 

Επιπρόσθετα, λαμβάνεται υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του  δυνάμει του άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000) με την Κ.Δ.Π. 145/2025, καθόρισε τη χώρα καταγωγής του αιτητή ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιήθηκε βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική  μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (Βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Τουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή και/ή δέουσα έρευνα. 

 

Οι καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε ο αιτητής, προέβησαν στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα.  Από τα στοιχεία του φακέλου που έχω ενώπιον μου, μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την προσβαλλόμενη απόφαση και ούτως ή άλλως διαφαίνεται η αιτιολογία της απόφασης και από το κείμενό της (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνύδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97).  Από όσα έχω επεξηγήσει ανωτέρω προκύπτει ότι, το αρμόδιο όργανο έλαβε δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη απόφαση.  Συνεπώς, ο ισχυρισμός των ευπαίδευτων συνηγόρων του αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας της προσβαλλόμενης απόφασης εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου, απορρίπτεται στο σύνολό του.

 

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και επιμέλεια σε όλα τα στάδια και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης απόφασης εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη Έκθεση-Εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού, στην οποία εκτίθενται λεπτομερώς οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της είναι  απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της σχετικής νομοθεσίας και των εξουσιών του αρμόδιου οργάνου.

 

Ως εκ τούτου, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του αιτητή. 

 

 

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] EUAA, Nigeria – Country Focus, July 2024, σελ. 19, 2024_07_EUAA_COI_Report_Nigeria_Country_Focus.pdf

[2] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: All Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 18/07/2024 – 18/07/2025, REGION: Africa, COUNTRY: Nigeria, ADMIN UNIT: Lagos)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο