Κ.Α.Ν. ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπoθ. Αρ.: 2525/2023, 22/7/2025
print
Τίτλος:
Κ.Α.Ν. ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπoθ. Αρ.: 2525/2023, 22/7/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

Υπoθ. Αρ.: 2525/2023

 

22 Ιουλίου 2025 

[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.] 

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος 

Μεταξύ: 

Κ.Α.Ν.

Αιτητής

-και- 

 

Κυπριακή Δημοκρατία μέσω 

Υπηρεσίας Ασύλου 

Καθ' ων η Αίτηση 

 

Π. Γιαννακάς (κος), Δικηγόρος Αιτητή

Α. Αναστασιάδη (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.  

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η 

 

Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ Δ ΔΔΔΠ:  Με την παρούσα προσφυγή, ο Αιτητής αιτείται τις ακόλουθες θεραπείες:

 

Α) Απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου, ότι η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 05/7/2023 με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του Αιτητή να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας, διότι σύμφωνα με τους Καθ΄ων η αίτηση δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 είναι άκυρη και παράνομη χωρίς να τίθεται οποιοδήποτε θέμα αποκλεισμού και με την οποία να αναγνωρίζει τον Αιτητή ως πρόσφυγα δυνάμει του άρθρου 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 αναφορικά με το Νομικό Καθεστώς των Προσφύγων και του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Εναλλακτικά και υπό πλήρη επιφύλαξη του Αιτητικού «Α»,

 

Β) Απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου, ότι η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 05/7/2023 με την οποία ο Αιτητής αναγνωρίστηκε ως δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας αλλά ακολούθως αποκλείστηκε από το εν λόγω καθεστώς λόγω πλήρωσης των προϋποθέσεων του άρθρου 5 (2) (β) του Περί Προσφύγων Νόμου του 2000 είναι άκυρη και παράνομη, και σε περίπτωση που το Δικαστήριο δεν αναγνωρίσει τον Αιτητή ως πρόσφυγα, να αποκαταστήσει το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που του αναγνωρίστηκε.

 

Εναλλακτικά και υπό πλήρη επιφύλαξη των αιτητικών «Α» και «Β»,

 

Γ) Απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου με την οποία διατάσσεται η επανάληψη της συνέντευξης του Αιτητή για σκοπούς αποκλεισμού από το προσφυγικό καθεστώς ή τη συμπληρωματική προστασία παρέχοντας στον Αιτητή τα δέοντα εχέγγυα στη βάση της πολυπλοκότητας των ισχυρισμών του και της κοινωνικοπολιτικής κατάστασης στη χώρα καταγωγής του, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης σε νομική και/ή ψυχιατρική συμβουλή και/ή συνοδεία.

 

Εναλλακτικά,

 

Δ) Απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου με την οποία κρίνεται ως παράνομη, άκυρη και στερούμενη οιουδήποτε εννόμου συμφέροντας οποιαδήποτε μελλοντική ή παρελθοντική απόφαση επιστροφής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του που ενδεχομένως να εκδοθεί εναντίον του δυνάμει των άρθρων 18 ΟΘ του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου και 13 (2) (δ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως παραβιάζουσα την αρχή της μη επαναπροώθησης, αφού σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να παραβιαστεί το δικαίωμα του Αιτητή στη ζωή και να υποβληθεί σε βασανιστήρια, απάνθρωπη και/ή ταπεινωτική και/ή εξευτελιστική τιμωρία και/ή μεταχείριση, κατά παράβαση των άρθρων 2 και 3 της ΕΣΔΑ.

 

Εναλλακτικά,

 

Ε) Απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου η οποία αναγνωρίζει ότι ο Αιτητής δικαιούται προστασίας από την επαναπροώθηση δυνάμει των άρθρων 2 και 3 της ΕΣΔΑ.

 

ΣΤ) Οποιαδήποτε άλλη θεραπεία το Σεβαστό Δικαστήριο κρίνει εύλογη και κατάλληλη υπό τις περιστάσεις και

 

Ζ) Έξοδα πλέον Φ.Π.Α.

 

Όπως προκύπτει τόσο από την Ένσταση, αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που αποτελεί τεκμήριο Α στην παρούσα διαδικασία, τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την υπόθεση είναι τα ακόλουθα:

 

Ο Αιτητής είναι ενήλικος, υπήκοος της Δημοκρατίας του Καμερούν (εφεξής Καμερούν). Στις 17/10/2022, σύμφωνα με δική του δήλωση, εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής και μέσω Τουρκίας μετέβη στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου από όπου στη συνέχεια, στις 25/10/2022, διήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Στις 10/11/2022, ο Αιτητής συμπλήρωσε και υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, παραλαμβάνοντας αυθημερόν αντίστοιχη βεβαίωση υποβολής της αίτησής του.

 

Στις 02/06/2023 και 09/06/2023 πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις στον Αιτητή  από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου παρέχοντας του δωρεάν βοήθεια διερμηνέα.

 

Κατά την ολοκλήρωση της πρώτης συνέντευξης ημερομηνίας 02/06/2023, ο Αιτητής ενημερώθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό ότι στη βάση των δηλώσεών του προέκυψαν ζητήματα που δύναται να επισύρουν τον αποκλεισμό του από καθεστώς διεθνούς προστασίας και χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης και κατά συνέπεια η συνέντευξη επαναορίστηκε για συνέχιση τις 09/06/2023.

 

Κατά τη διάρκειά της δεύτερης συνέντευξης ημερομηνίας 09/06/2023, αρχικά υποβλήθηκαν στον Αιτητή ερωτήσει αναφορικά με τον πυρήνα του αιτήματός του για διεθνή προστασία. Ακολούθως ο αρμόδιος λειτουργός ενημέρωσε εκ νέου τον Αιτητή ότι θα ακολουθήσει περαιτέρω διερεύνηση των δηλώσεών του γύρω από τις πράξεις που ο ίδιος δήλωσε ότι διέπραξε στη χώρα καταγωγής του και δύνανται να επισύρουν τον αποκλεισμό του από καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

Στις 27/06/2023 o αρμόδιος λειτουργός συνέταξε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία εισηγείται τον αποκλεισμό του Αιτητή από το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, κατ’ επίκληση του άρθρου 5(2)(β) του περί Προσφύγων Νόμου. Την ίδια ημέρα, συγκεκριμένος λειτουργός, δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε την ανωτέρω εισήγηση εκδίδοντας απόφαση με την οποία ο Αιτητής κρίνεται δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας, πλην όμως δυνάμει του άρθρου 5(2)(β) εμπίπτει στις ρήτρες αποκλεισμού και ως εκ τούτου αποκλείεται σχετικής χορήγησης. Σημειώνεται ότι εφαρμόζοντας την αρχή της μη επαναπροώθησης, οι Καθ΄ων η αίτηση δεν εξέδωσαν απόφαση επιστροφής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του.

 

Η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 05/07/2023 μαζί με την αιτιολογία της παραλήφθηκε δια χειρός από τον Αιτητή στις 07/07/2023 θέτοντας την υπογραφή του, αφού προηγουμένως του επεξηγήθηκε το περιεχόμενο της από διερμηνέα στη μητρική του γλώσσα.

 

Εμπρόθεσμα ο Αιτητής καταχώρησε την με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Με την αίτηση ακυρώσεως (προσφυγή) ο συνήγορος του Αιτητή εγείρει αορίστως πλήθος ισχυρισμών προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, χωρίς ωστόσο αυτοί να εξειδικεύονται αλλά και να συνοδεύονται από αντίστοιχη υπαγωγή των επικαλούμενων προνοιών του Νόμου στα περιστατικά της υπό εξέταση υπόθεσης.

 

Με την πολυσέλιδη γραπτή του αγόρευση, ο κ. Γιαννακάς ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας και δέουσας υπό τις περιστάσεις έρευνας, ότι συνιστά αποτέλεσμα νομικής πλάνης και ότι παραβιάζει την αρχή της μη επαναπροώθησης (σελίδες 26 – 48 της γραπτής αγόρευσης) χωρίς ωστόσο οι εν λόγω πλημμέλειες να προωθούνται σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υπόθεσης.

 

Ως προς τις πράξεις που επέσυραν τον αποκλεισμό του Αιτητή από το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, ο συνήγορος του Αιτητή ισχυρίζεται ότι δεν προκύπτουν τα στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι ο Αιτητής ήταν φυσικός αυτουργός των πράξεων που επέσυραν τον αποκλεισμό του ενώ οι Καθ’ ων η αίτηση, κατά τη θέση του, παρέλειψαν να στοιχειοθετήσουν την τέλεση των εγκλημάτων από τον Αιτητή και δη το στοιχείο της ατομικής του ευθύνης. Ειδικότερα, ο συνήγορος του Αιτητή προβάλλει ότι τα υψηλόβαθμα μέλη της αδελφότητας προέβαιναν σε χρήση ναρκωτικών και/ή ψυχοτρόπων και/ή ιατρικών ουσιών έτσι ώστε να διαβάζουν και να καθοδηγούν τα συναισθήματα και τις πράξεις των ιεραρχικά κατώτερων μελών της αδελφότητας, όπως ο Αιτητής. Προωθεί συναφώς ότι οι Καθ’ ων η αίτηση ουδέποτε εξήγησαν ικανοποιητικά και/ή επαρκώς την ψυχική κατάσταση του Αιτητή κατά την τέλεση των πράξεων που επέφεραν τον αποκλεισμό του, ούτε την κατάσταση της υγείας του, τις προθέσεις και/ή τα κίνητρά του και την ύπαρξη εξαναγκασμού προς το πρόσωπο του. Ο συνήγορος του Αιτητή αμφισβητεί επίσης την αξιολόγηση της ενδεχόμενων λόγων άρσης του αδίκου των πράξεων του Αιτητή, προβάλλοντας ότι χρήζουν επαναξιολόγησης τόσο το mens rea όσο και το actus reus των πράξεών του, αφού διατείνεται ότι η απλή συμμετοχή του Αιτητή στη αδελφότητα δε δύναται να αποτελέσει πράξη αποκλεισμού του από το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας καθώς ο Αιτητής κατά την ένταξη του στους κύκλους της πίστευε ότι επρόκειτο για μια ξεχωριστή οργάνωση μακριά από εγκληματικές ενέργειες, η οποία ασχολείται μόνο με τη δημιουργία πλούτου. Προωθεί επίσης ο συνήγορος του Αιτητή ότι οι πράξεις που επέσυραν τον αποκλεισμό του Αιτητή από καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας τελέστηκαν υπό καθεστώς εξαναγκασμού και/ή αυτοάμυνας του Αιτητή. Επιπλέον, ο συνήγορος του Αιτητή αμφισβητεί την εξαγωγή μαρτυρίας μέσω των δηλώσεων του Αιτητή αφού υποστηρίζει ότι η θελιματικότητα της ομολογίας δεν συνεπάγεται αυτομάτως το αληθές των δηλώσεων του ομολογούντος.

 

Ως προς την ουσία του αιτήματος του Αιτητή, ο συνήγορός του υποστηρίζει αόριστα ότι ο Αιτητής πληροί της προϋποθέσεις του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου έτσι ώστε να του χορηγηθεί προσφυγικό καθεστώς, χωρίς ωστόσο να προβαίνει σε περαιτέρω ανάλυση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης και να εξηγεί το λόγο για τον οποίο θα πρέπει να αποδοθεί στον Αιτητή προσφυγικό καθεστώς. Ακολούθως ο συνήγορος του Αιτητή υποστηρίζει ότι θα πρέπει εναλλακτικά να χορηγηθεί στον Αιτητή συμπληρωματική προστασία σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου καθώς σε περίπτωση επιστροφής του στην πόλη Limbe, πιθανολογείται ευλόγως ότι θα κινδυνεύσει ως άμαχος λόγω της επικρατούσας κατάστασης ασφαλείας στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του.

Προτάσσει τέλος ότι η μετεγκατάσταση του Αιτητή σε άλλη περιοχή εντός της επικράτειας του Καμερούν δεν κρίνεται ως εύλογη και ασφαλής, δεδομένου ότι ο Αιτητής θα εξακολουθήσει να κινδυνεύει από τον φερόμενο ως φορέα δίωξής του, ήτοι τα μέλη της αδελφότητας της οποίας ήταν μέλος, σε ολόκληρη την επικράτεια της χώρας καταγωγής του.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ’ ων η αίτηση, μέσω της δικής τους αγόρευσης, υπεραμύνονται της νομιμότητας και της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, αναλύοντας εκτενώς την ορθότητα του περιεχομένου της εισηγητικής έκθεσης. Αποτελεί θέση τους ότι ο Αιτητής δεν προέβαλε κανένα επαρκή λόγο υπεράσπισης για να ανατρέψει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, ότι φέρει την ατομική ευθύνη σημαντικού αριθμού σοβαρών εγκλημάτων τα οποία ανέκυψαν σοβαροί λόγοι να θεωρείται ότι διέπραξε και ως εκ τούτου καλούν το Δικαστήριο να απορρίψει την υπό εξέταση προσφυγή.

 

Κατά το στάδιο των διευκρινήσεων ενώπιον του Δικαστηρίου, οι συνήγοροι των μερών υιοθέτησαν το περιεχόμενο των γραπτών τους αγορεύσεων, εμμένοντας έκαστος εξ αυτών στις αντίστοιχες θέσεις τους.

 

Σημειώνεται ότι εκκρεμούσης της υπόθεσης, το παρόν Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα προσαγωγής μαρτυρίας κατόπιν σχετικής αίτησης του Αιτητή και με τη σύμφωνο γνώμη των Καθ’ ων η αίτηση δια της οποίας ο Αιτητής προσκόμισε επιστολή του φερόμενου ως υπεύθυνου ιερέα της προτεσταντικής εκκλησίας Life Transformers Ministries International που εδρεύει στο Καμερούν και η οποία αναφέρεται σε αποδεκτά περιστατικά της παρούσας υπόθεσης.

 

Έχω μελετήσει με μεγάλη προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τους συνηγόρους των διαδίκων και δεδομένου ότι το Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου  11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν. 73(Ι)/2018, κέκτηται εξουσίας όπως εξετάσει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης αλλά και την ορθότητα αυτής, ήτοι εξέταση επί της ουσίας του αιτήματος του Αιτητή[1], θεωρώ χρήσιμο όπως καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που αυτός προέβαλε σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ’ ων η αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός της διακριτικής τους ευχέρειας, εξετάζοντας παράλληλα και τους εγειρόμενους από τον Αιτητή ισχυρισμούς.

 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ευαλωτότητας, ο Αιτητής δήλωσε ότι στη χώρα καταγωγής του έγινε μέλος της αδελφότητας Milliοn Brotherhood, η οποία τον ανάγκαζε να δολοφονεί ανθρώπους για τα τελετουργικά της. Του ζήτησαν μάλιστα να σκοτώσει τη μητέρα του, επειδή όμως εκείνος αρνήθηκε, άρχισε να δέχεται «πνευματικές επιθέσεις» και του ζήτησαν να σκοτώσει τον ανήλικο γιο του. Αποσαφήνισε ότι δολοφόνησε τρεις κοπέλες, χωρίς να κατηγορηθεί από τις αρχές της χώρας καταγωγής του αφού η δράση της αδελφότητας ήταν κρυφή.

 

Κατά την υποβολή του αιτήματος διεθνούς προστασίας, και ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του ο Αιτητής ανέφερε πως αρχικά εργαζόταν με τον κο Κelechi, μέλος της μυστικής ομάδας «Milliοn Brotherhood», γεγονός το οποίο αρχικά δε γνώριζε. Καθώς ο Αιτητής επιθυμούσε να αναβαθμίσει το βιοτικό επίπεδο, τον Ιούνιο του 2021 επέτρεψε στον κο Κelechi να τον εντάξει στους κύκλους της ανωτέρω ομάδας. Του ζητήθηκε ωστόσο, ως μέλος της, να θυσιάσει τη μητέρα του προκειμένου να αποκτήσει περισσότερα χρήματα και όταν εκείνος αρνήθηκε, του ζητήθηκε να θυσιάσει τον γιο του. Επειδή αρνήθηκε να δολοφονήσει το γιο του, ο Αιτητής δήλωσε ότι υποβλήθηκε σε σωματικής και πνευματικής φύσεως βασανιστήρια. Προέβαλε περαιτέρω ότι επειδή σκόπευε να αποχωρήσει από την εν λόγω ομάδα και να εκθέσει τις δραστηριότητές της, απήχθη ένα μέλος της οικογένειάς του, ενώ τον απείλησαν ότι θα τον σκοτώσουν αν δεν επιστρέψει. Ως εκ τούτου, ο Αιτητής δήλωσε ότι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του αναζητώντας προστασία.

 

Κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης με αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου στις 02/06/2023 κα σε σχέση με τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε στην πόλη Kumba και έζησε εκεί μέχρι 3-4 ετών. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην πόλη Loum και ακολούθως στην πόλη Limbe. Από το 2009 μέχρι το 2016 διέμεινε ως φοιτητής στην πόλη Buea και στη συνέχεια επέστρεψε στην πόλη Limbe όπου διέμεινε μέχρι να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του. Αναφορικά με την οικογενειακή του κατάσταση, ο Αιτητής δήλωσε ότι αρραβωνιάστηκε τρεις μήνες πριν εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του και διαθέτει και ένα ανήλικο υιό ο οποίος διαμένει με τη γιαγιά του στην πόλη Buea. Σε σχέση με την πατρική του οικογένεια, ο Αιτητής δήλωσε ότι αμφότεροι οι γονείς του διαμένουν στην πόλη Limbe, διαθέτει δύο αδερφούς οι οποίοι διαμένουν στο Βέλγιο και το Μπαχρέιν αντίστοιχα, ένα ακόμη αδερφό ο οποίος διαμένει στο Καμερούν και μία ετεροθαλή αδερφή η οποία διαμένει στην πόλη Loum. Ως προς το μορφωτικό του επίπεδο και την εργασιακή του εμπειρία, δήλωσε ότι αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο της Buea το 2011 έχοντας σπουδάσει Εκπαιδευτική Ψυχολογία και ότι αρχικά ήταν δάσκαλος δημοτικού σχολείου, πλην από τον Οκτώβριο του 2020 και για ένα χρόνο, εργάστηκε ως ναυτικός στην εταιρεία Mayani Empire.

 

Αναφορικά με τους λόγους που τον οδήγησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο κος Kelechi, με τον οποίο εργαζόταν από το 2020, του αποκάλυψε ότι ήταν μέλος μιας μυστικής αδελφότητας η οποία βοηθάει τα μέλη της να αποκτήσουν πλούτο, δίνοντας του αρχικά μια κάρτα του και ζητώντας του να τον καλέσει όταν είναι έτοιμος να ενταχθεί σε αυτήν. Το 2021 Αιτητής αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες και αποφάσισε να έρθει σε επικοινωνία με τον ανωτέρω άνδρα, αποδεχόμενος την προγενέστερη πρότασή του για ένταξη στην αδελφότητα, αναμένοντας περαιτέρω οδηγίες. Το Μάιο του 2021, ο κ. Kelechi επικοινώνησε με τον Αιτητή και τον προσκάλεσε σε ένα κοσμικό γεγονός, όπου συμμετείχε πλήθος προσώπων με επιρροή και οικονομική επιφάνεια. Το δε Ιούνιο του 2021 έλαβε χώρα η τελετή μύησής του Αιτητή, κατά τη διάρκεια της οποίας δήλωσε ότι κοιμήθηκε για τρείς ημέρες σε ένα φέρετρο, αφού προηγουμένως τον είχαν περιλούσει με αίμα. Δήλωσε ότι έχασε τις αισθήσεις του, τις οποίες ανέκτησε μετά από τρεις ημέρες. Στη συνέχεια παρέλαβε ένα δαχτυλίδι, ένα κίτρινο κασκόλ και μια τσάντα, την οποία του ζήτησαν να μην ανοίξει πριν εισέλθει εντός της οικίας του. Εξήγησε ότι η αδελφότητα Million Brotherhood διαθέτει δύο κατηγορίες μελών. Τα πλούσια, επιφανή και υψηλόβαθμα μέλη, τα οποία φορούσαν κόκκινο κασκόλ, και τα χαμηλόβαθμα μέλη, τα οποία φορούσαν κίτρινα. Ο αρχηγός ονομαζόταν Igwe, αν και ο Αιτητής ουδέποτε αντίκρισε το πρόσωπό του διότι άνηκε στα χαμηλόβαθμα μέλη της αδελφότητας. Οι συναντήσεις της αδελφότητας, σύμφωνα με τον Αιτητή, λάμβαναν χώρα κάθε Δευτέρα, μεσάνυχτα, σε ένα μοτέλ το οποίο ονομαζόταν Pandora και βρισκόταν στην πόλη Limbe. Προέβαλε μάλιστα ότι, κατά τη διάρκεια της συμμετοχής του στις συναντήσεις της αδελφότητας, ενημερώθηκε ότι εφόσον έγινε μέλος της, του απαγορευόταν να αποποιηθεί της ιδιότητάς του, ενώ σε περίπτωση που εξέθετε τις δραστηριότητές της, θα τον τιμωρούσαν προκαλώντας του πνευματική παράνοια. Ο Αιτητής δήλωσε ότι, όταν, επιστρέφοντας στην οικία του, άνοιξε την τσάντα που του έδωσαν και διαπίστωσε πως αυτή περιείχε το ποσό των 30.000 φράγκων Καμερούν, ένιωσε ότι απέβαλε κάθε ίχνος φόβου και ανασφάλειας επειδή πίστευε ότι τον είχε ευλογήσει η θεότητα του πλούτου, Mamon, σχολιάζοντας ότι εκείνη την περίοδο η ζωή του ήταν πολύ καλή. Τέλη του 2021, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο κος Kelechi του ανέθεσε την πρώτη του αποστολή ως μέλος της αδελφότητας, η οποία μάλιστα αποτέλεσε αίτημα του αρχηγού της αδελφότητας, Igwe. Ειδικότερα, ο Αιτητής δήλωσε ότι του παρέδωσαν ένα άσπρο μαντίλι, εμποτισμένο με μια σκόνη, το οποίο θα χρησιμοποιούσε προκειμένου να κάμψει τις αντιστάσεις των θυμάτων του.  Ως προς τον τρόπο δράσης του, ο Αιτητής δήλωσε ότι επισκέφτηκε το κέντρο νυχτερινής διασκέδασης Apple και το σνακ-μπαρ Empire στην πόλη Limbe, όπου εντόπισε τα θύματά του, τρεις τυχαίες, νεαρές γυναίκες με σκοπό να τις μεταφέρει στο μοτέλ Pandora, όπου λάμβαναν χώρα οι συναντήσεις της μυστικής αδελφότητας. Περιέγραψε δε, ότι τοποθέτησε στο πρόσωπο των τριών κοριτσιών το άσπρο «πνευματικό», όπως ο ίδιος αποκάλεσε, μαντίλι που του είχαν παραδώσει προηγουμένως τα μέλη της αδελφότητας, με αποτέλεσμα οι τρεις κοπέλες να αποβιώσουν. Στη συνέχεια εισήλθαν τα μέλη της αδελφότητας στο δωμάτιο και μετέφεραν τα πτώματα στην αίθουσα που λάμβανε χώρα το τελετουργικό. Σχολιάζοντας την τότε πνευματική του κατάσταση σε σχέση με τα εγκλήματα που διέπραξε, ο Αιτητής προέβαλε ότι ήταν από τα νεότερα μέλη της ομάδας του και έπρεπε να υπακούει στις εντολές των ανωτέρων, πλην όμως, όταν ο ίδιος αισθανόταν την ανάγκη να προσευχηθεί για τα εγκλήματα που διέπραξε, οραματιζόταν τη φιγούρα του Igwe και οι σκέψεις μεταμέλειας απομακρύνονταν.

 

Συνεχίζοντας την αφήγησή του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι το 2022 του ζήτησαν να θυσιάσει τη μητέρα του έτσι ώστε να αναρριχηθεί στην ανώτερη κατηγορία των μελών της αδελφότητας. Προέβαλε ότι αν και κάτι μέσα του τον προέτρεπε να μην το πράξει, εκείνος δεν μπορούσε να συγκρατηθεί. Ως εκ τούτου, του έδωσαν εκ νέου το άσπρο, εμποτισμένο, «πνευματικό» μαντήλι καθώς και ένα μαχαίρι και του ζήτησαν να θυσιάσει τη μητέρα του. Ο Αιτητής δήλωσε ότι προσπάθησε να την σκοτώσει, ωστόσο δεν κατάφερε να ολοκληρώσει την αποστολή του επειδή επηρεάστηκε από τις προσευχές της. Ζήτησε μέσω του κου Kelechi μία άλλη εναλλακτική και τα μέλη της αδελφότητας του ζήτησαν να δολοφονήσει τον ανήλικο γιό του αντί της μητέρας του. Ο Αιτητής προέβαλε πως στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο ο αρχηγός της αδελφότητας, Igwe, άρχισε να του επιτίθεται πνευματικά με αποτέλεσμα να βλέπει εφιάλτες. Ζήτησε από τον Κο Kelechi να ζητήσει από τον αρχηγό πίστωση χρόνου έτσι ώστε να προετοιμαστεί πνευματικά για την πράξη του, ανακοινώνοντας εν τέλει στον κο Kelechi ότι δεν μπορεί να δολοφονήσει το γιο του και ότι επιθυμούσε να αποχωρήσει από την αδελφότητα. Ο κος Kelechi τον ενημέρωσε ότι δε μπορούσε να αποχωρήσει από την αδελφότητα και τον προειδοποίησε ότι σε περίπτωση που υλοποιούσε την απόφασή του, τα μέλη της αδελφότητας θα τον εντόπιζαν σε οποιοδήποτε μέρος και αν κρυβόταν και θα τον σκότωναν στα πλαίσια των αντιποίνων. 

 

Όταν μια μέρα ο Αιτητής επέστρεφε στην οικία του, δέχθηκε επίθεση με μαχαίρι από δύο αγνώστων στοιχείων άτομα, ένα εκ των οποίων του ανέφερε κατά τη διάρκεια της επίθεσης ότι δε μπορεί να κρυφτεί πουθενά.

 

Ο Αιτητής δήλωσε περαιτέρω ότι δέχτηκε και δεύτερη επίθεση, της οποίας μάλιστα προηγήθηκαν πνευματικά βασανιστήρια κατά τη διάρκεια του ύπνου του, καθώς ονειρευόταν/οραματιζόταν ότι τον δολοφονεί ο αρχηγός της αδελφότητας.

 

Ως προς το περιστατικό της δεύτερης επίθεσης, ο Αιτητής ανέφερε πως καθώς επέστρεφε στην οικία του, προσπάθησε να τον χτυπήσει από πίσω ένας άγνωστος άνδρας κάνοντας χρήση μίας σανίδας. Ο Αιτητής επέστρεψε στην περιοχή New Town όπου διέμενε η οικογένειά του, χωρίς ωστόσο να αποκαλύψει σε κάποιο πρόσωπο τον πρόβλημα που αντιμετώπιζε. Προέβαλε μάλιστα ότι συνέχισε να δέχεται πνευματικές επιθέσεις κατά τη διάρκεια του ύπνου του, ενώ στη συνέχεια η μητέρα του έπεσε θύμα απαγωγής, ο δε κος Kelechi, σύμφωνα με τις δηλώσεις του, του τηλεφώνησε και τον απείλησε ότι εάν δεν επιστρέψει στους κύκλους της αδελφότητας, δεν θα απελευθέρωνε τη μητέρα του. Ο Αιτητής δεσμεύτηκε ότι θα συμμετάσχει στην επόμενη συνάντηση της αδελφότητας και έτσι το επόμενο πρωί η μητέρα του αφέθηκε ελεύθερη.

 

Συνεχίζοντας το αφήγημά του ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε την οικία της οικογένειάς του και εγκαταστάθηκε στην οικία της συντρόφου του, η οποία ήταν πάστορας και άρχισε να τον παίρνει μαζί της στην εκκλησία προκειμένου να προσευχηθεί. Ένα βράδυ κατά το οποίο ο Αιτητής δήλωσε ότι αντιμετώπισε σφοδρή πνευματική επίθεση από τον αρχηγό της αδελφότητας, επισκέφτηκε, καθ’ υπόδειξη της συντρόφου του, τον επικεφαλής πάστορα ο οποίος βρισκόταν στη βάση Mutengene Transformers. Εκεί υποβλήθηκε σε μια διαδικασία εξαγνισμού, μετά τον οποίο ένιωσε ότι επανήλθε. Ο πάστορας και η σύντροφός του του συνέστησαν να μην επιστρέψει στην οικία του, του παρέδωσαν ένα προστατευτικό «πνευματικό μαντίλι» και εκείνος άρχισε να εμπλέκεται ξανά στις δραστηριότητες της εκκλησίας, ενώ βρήκε και νέο κατάλυμα. Επιστρέφοντας στην νέα του οικία, ο Αιτητής εντόπισε στην πόρτα ένα γράμμα το οποίο ανέφερε «δεν μπορείς να κρυφτείς από εμάς». Ο Αιτητής επέστρεψε στη βάση Mutengene Transformers όπου συνέχισε να απασχολείται με τις δραστηριότητες της εκκλησίας, απολαμβάνοντας πνευματική προστασία. Μετά από λίγους μήνες διαμονής όμως τα μέλη της αδελφότητας άρχισαν να απειλούν τον επικεφαλής της εκκλησίας επειδή φιλοξενούσε τον Αιτητή και η σύντροφός του διευθέτησε την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής.

 

Ακολούθως ο Αιτητής υποβλήθηκε σε περαιτέρω διευκρινιστικές ερωτήσεις αναφορικά με τη μυστική αδελφότητα Million Brotherhood, τα κίνητρά ένταξής του στους κύκλους της, την τελετή μύησής του, καθώς και την προσωπική του ανάμειξη και συμμετοχή στις δραστηριότητές της.

 

Στη συνέχεια, ο Αιτητής ενημερώθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό πως στις περιπτώσεις που κάποιος αιτητής φέρεται να έχει υποπέσει σε συγκεκριμένα αδικήματα όπως η δολοφονία ή η συνέργεια σε δολοφονία, θα πρέπει τα εν λόγω ζητήματα να εξεταστούν περαιτέρω, καθώς ενδέχεται να εμπίπτουν στις ρήτρες αποκλεισμού από καθεστώς διεθνούς προστασίας, ως εκ τούτου ενημερώθηκε πως θα ακολουθήσει δεύτερη συνέντευξη προς εξέταση των ανωτέρω ζητημάτων.

 

Κατά τη δεύτερη του συνέντευξη ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, ο Αιτητής αρχικά υποβλήθηκε σε περαιτέρω ερωτήσεις αναφορικά με τη μυστική αδελφότητά Million Brotherhood, τις δραστηριότητές της, το χρονικό σημείο κατά το οποίο άρχισαν να του δημιουργούνται ερωτηματικά αναφορικά με τη συμμετοχή του στους κύκλους της, δηλώνοντας πως ήταν κομβικό το σημείο που του ζήτησαν να δολοφονήσει τον ανήλικο γιο του αντί της μητέρας του. Καθώς ο Αιτητής επικαλέστηκε ότι η αδελφότητα τον ήλεγχε πνευματικά, του ζητήθηκε να αποσαφηνίσει τις εν λόγω δηλώσεις του και εκείνος προέβαλε ότι στο Πανεπιστήμιο διδάχθηκε ότι υπάρχει η διαδικασία υποβολής μέσω υπνωτισμού, μέσω της οποίας μπορεί να ελεγχθεί πλήρως η βούληση και οι πράξεις ενός ατόμου, η δε μαγεία είναι ευρέως διαδεδομένη στην Αφρική. Σε σχέση με την περίπτωσή του, κατέληξε ότι δεν είναι σίγουρος τι ακριβώς του συνέβη, ωστόσο φοβόταν πολύ τον Igwe. Ερωτηθείς αν ο Igwe του προκάλεσε κάποια σωματική βλάβη, ο Αιτητής δήλωσε ότι κάποιες φορές βρισκόταν σε κατάσταση πνευματικής παράνοιας και οραματιζόταν τη φιγούρα του Igwe.

 

Αναφορικά με τις επιθέσεις που δέχτηκε από τα μέλη της μυστική αδελφότητας καθώς και την απαγωγή της μητέρας του, ερωτηθείς εάν κατήγγειλε τις ανωτέρω πράξεις ενώπιον των αρχών, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά, επικαλούμενος ότι τα μέλη της αδελφότητας ασκούσαν μεγάλη επιρροή στις αστυνομικές αρχές καθώς τα ανώτερα μέλη της ήταν άτομα σημαντικής επιρροής και οικονομικής επιφάνειας, ενώ το να αποφύγει την καταγγελία αποτέλεσε συμβουλή και του ιδίου του πάστορα. Προσέθεσε άλλωστε ότι δε διέθετε αποδεικτικά στοιχεία για να προχωρήσει σε καταγγελία.

 

Κατά τη διερεύνηση των πράξεων που ενδέχετο να εμπίπτουν στις ρήτρες αποκλεισμού, ο Αιτητής αρχικά δήλωσε ότι το Δεκέμβριο του 2021 του ανατέθηκε η πρώτη «αποστολή», καθώς ο κος Kelechi τον ενημέρωσε ότι θα πρέπει να προβεί σε μία θυσία για να αποδείξει την αφοσίωσή του στην αδελφότητα. Σχολίασε μάλιστα ότι ένιωσε φυσιολογικά καθώς τη δεδομένη χρονική στιγμή είχε απωλέσει την ικανότητα να διακρίνει εάν οι πράξεις του ήταν λάθος, ενώ περιέγραψε ότι προσέφερε στα θύματά του χρήματα προκειμένου να τον ακολουθήσουν στο ξενοδοχείο Pandora όπου θα γινόταν η θυσία. Σε σχέση με το πρώτο του θύμα, ο Αιτητής δήλωσε ότι έριξε την άσπρη σκόνη που του είχαν δώσει τα μέλη της αδελφότητας στο ποτό της κοπέλας προκειμένου να κάμψει τις αντιστάσεις της και στη συνέχεια την οδήγησε στο ξενοδοχείο. Εκεί τοποθέτησε στο πρόσωπο της κοπέλας το άσπρο εμποτισμένο μαντίλι  που του είχαν επίσης δώσει τα μέλη της αδελφότητας, το οποίο χαρακτήρισε ως μη φυσιολογικό μαντίλι, και εκείνη απεβίωσε. Προσέθεσε μάλιστα ότι μόλις τοποθέτησε το μαντίλι στο πρόσωπό της, η ψυχή της μεταφέρθηκε σε άλλη διάσταση και ο ίδιος σήκωσε το χέρι της ψηλά για να σιγουρευτεί εάν έχει αποβιώσει και έλεγξε εάν είχε σταματήσει να χτυπάει η καρδιά της. Στη συνέχεια εισήλθαν εντός του δωματίου τα μέλη της αδελφότητας και παρέλαβαν το πτώμα μεταφέροντας το στην αίθουσα των τελετών. Εκεί τα μέλη της ανώτερης ομάδας της αδελφότητας τοποθέτησαν το άψυχο σώμα της κοπέλας στο βωμό ο οποίος περιβαλλόταν από κεριά και προέβησαν σε επικλήσεις της θεότητας του πλούτου, Mamon. Με την ολοκλήρωση της τελετής, τα μέλη της αδελφότητας επέστρεψαν στις οικίες τους, σαν να μη συνέβη τίποτα, όπως ο ίδιος ο Αιτητής δήλωσε. Ζητηθείς να προσδιορίσει το κίνητρο της συμμετοχής του στη θυσία της νεαρής κοπέλας, ο Αιτητής απάντησε ότι δεν είχε κάποιο συγκεκριμένο κίνητρο καθώς η συμμετοχή του στις δραστηριότητες της αδελφότητας ήταν επαρκής. Προσέθεσε επίσης ότι τον είχαν υποβάλει σε πλύση εγκεφάλου και εκείνη τη στιγμή πίστευε ότι έπραττε το σωστό.

 

Σε σχέση με τη δεύτερη κοπέλα που φέρεται να σκότωσε, ο Αιτητής δήλωσε ότι τη συνάντησε στο κέντρο νυχτερινής διασκέδασης Apple, όπως και το πρώτο θύμα του, το Φεβρουάριο του 2022. Ερωτηθείς πως ένιωσε κατά την τέλεση της δεύτερης πράξης του, ο Αιτητής προέβαλε ότι ήταν χαμένος σε αυτό που του είχε ανατεθεί. Προσέθεσε ότι έλαβε οδηγίες και πάλι από τον κος Kelechi και ενήργησε όπως ακριβώς και με το πρώτο του θύμα καθώς βρισκόταν, όπως ο ίδιος δήλωσε, σε μια σκοτεινή περίοδο της ζωής του. Ερωτηθείς ποιος ήταν ο λόγος για τον οποίο τα μέλη της αδελφότητας θυσίαζαν τα νεαρά κορίτσια, ο Αιτητής αποκρίθηκε ότι αποσκοπούσαν σε μεγαλύτερη επιρροή και δύναμη εντός της κοινότητας. Ο Αιτητής στη συνέχεια δήλωσε ότι εντός του ιδίου μήνα, ήτοι του Φεβρουαρίου του 2022, με ακριβώς τον ίδιο τρόπο δολοφόνησε και μία τρίτη κοπέλα την οποία συνάντησε στο σνακ-μπαρ Empire στην πόλη Limbe.

 

Ως προς την απόπειρα δολοφονίας εναντίον της μητέρας του, ο Αιτητής δήλωσε ότι έλαβε την εντολή με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο είχε λάβει και τις προηγούμενες, μέσω του κου Kelechi, ενώ προσδιόρισε πως αυτή τη φορά του ζήτησαν να πραγματοποιήσει ο ίδιος την ανθρωποθυσία, αποσαφηνίζοντάς του ότι δεν έχει άλλη επιλογή.  Ζητηθείς να περιγράψει τις απόπειρες εναντίον της μητέρας του, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παραθέσει σαφείς περιγραφές καθώς δήλωσε ότι βρισκόταν σε παραφυσική διάσταση και ένιωσε σαν να τον είχε καταλάβει κάποιο κακό πνεύμα. Επανέλαβε ότι προσπάθησε να σκοτώσει τη μητέρα του τρεις φορές, ωστόσο δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει πότε έλαβαν χώρα αυτές οι απόπειρες. Ως προς το κίνητρό του, ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν είχε κάποιο συγκεκριμένο κίνητρο και ότι απλά έπρεπε να το κάνει.

 

Ερωτηθείς ακολούθως εάν θα μπορούσε να είχε κάνει κάτι προκειμένου να αποφευχθούν οι δολοφονίες των τριών θυμάτων του, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά υποθέτοντας ότι τον είχε καταλάβει κάποιο ξόρκι και δηλώνοντας ότι του είχαν κάνει πλύση εγκεφάλου. Ερωτηθείς εάν θα μπορούσε να ενημερώσει τις αρχές, αποκρίθηκε ότι δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση. Ως προς το εάν γνώριζε ότι οι πράξεις του θα επέφεραν το θάνατο των θυμάτων του, ο Αιτητής απάντησε ότι έπρεπε να κάνει αυτό που έκανε. Αναφορικά με το εάν γνώριζε ότι οι πράξεις του ήταν παράνομες, ο Αιτητής απάντησε ότι δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί ότι αυτό που έκανε ήταν κακό. Ερωτηθείς εάν κατά τη διάρκεια της τέλεσης των εγκλημάτων που διέπραξε βρισκόταν σε κίνδυνο η ζωή του, ο Αιτητής προέβαλε ότι βάσει του κώδικα αφοσίωσης και μυστικότητας της αδελφότητας, θα κινδύνευε ο ίδιος εάν δεν ολοκλήρωνε τις «αποστολές» που του ανατέθηκαν.

 

Σε σχέση με τι φοβάται ότι θα τoυ συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν, ο Αιτητής δήλωσε ότι θα τον δολοφονήσουν τα μέλη της αδελφότητας Million Brotherhood επειδή αποχώρησε από τους κύκλους της και εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του.

Ολοκληρώνοντας τις συνεντεύξεις του, ο Αιτητής σχολίασε ότι έχει μετανιώσει, πλην όμως γνωρίζει ότι αυτό δεν μπορεί να εξαφανίσει τον πόνο των οικογενειών των θυμάτων του. Οι αποκρυφιστικές ωστόσο πρακτικές στη χώρα καταγωγής του αποτελούν τον τρόπο με τον οποίο οι νεαροί και φιλόδοξοι νέοι υποβάλλονται σε πλύση εγκεφάλου προκειμένου να διαπράξουν πράξεις για τις οποίες θα μετανιώνουν σε ολόκληρη τη ζωή τους.

 

Κατά την ολοκλήρωση των προφορικών του συνεντεύξεων ο Αιτητής επιβεβαίωσε ότι τα όσα καταγράφηκαν κατά τη διάρκεια των προφορικών του συνεντεύξεων αντικατοπτρίζουν τις δηλώσεις του.

 

Ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου στην εισηγητική του έκθεση σχημάτισε και αξιολόγησε τέσσερις ουσιώδης ισχυρισμούς με βάση τις δηλώσεις του Αιτητή. Ο πρώτος αφορά την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, ο δεύτερος ισχυρισμός συνίσταται στις δηλώσεις του Αιτητή περί του ότι ήταν μέλος μίας εγκληματικής ομάδας / αδελφότητας, ο τρίτος στις δηλώσεις περί του ότι διώκεται από τα μέλη της εν λόγω ομάδας και ο τέταρτος ισχυρισμός αφορά τις δηλώσεις του γύρω από την απαγωγή της μητέρας του από τα μέλη της ομάδας / αδελφότητας.

 

Όλοι οι ισχυρισμού του Αιτητή έγιναν δεκτοί στο σύνολό τους.

 

Συγκεκριμένα, ο πρώτος ισχυρισμός του Αιτητή έγινε αποδεκτός καθότι ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε τις δηλώσεις του σαφείς και συγκεκριμένες, ενώ αυτές επιβεβαιώθηκαν και/ή εντοπίστηκαν σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και/ή χαρτογράφησης.

 

Ως προς την εσωτερική αξιοπιστία του δεύτερου ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός αξιολόγησε τις δηλώσεις του Αιτητή ως περιγραφικές, χρονικά και νοηματικά συνεκτικές και ακριβείς. Ειδικότερα, ο Αιτητής, κατά τον αρμόδιο λειτουργό, προσδιόρισε το όνομα της αδελφότητας, περιέγραψε λεπτομερώς τα σύμβολα, τα μυστικιστικά αντικείμενα και τα συνθηματικά της, παρέθεσε ακολούθως με επαρκή και συνεκτικό τρόπο την ιεραρχία της και προέβαλε επαρκείς και περιεκτικές πληροφορίες αναφορικά με τα μέλη της και τη δομή της ιεραρχίας. Ακολούθως περιέγραψε με νοηματική συνοχή και περιγραφική λεπτομέρεια τις δραστηριότητες της μυστικής αδελφότητας καθώς και τον τρόπο που ο ίδιος εντάχθηκε στους κύκλους της, εξηγώντας με σαφήνεια και ευλογοφάνεια τους μηχανισμούς και τα κίνητρα που χρησιμοποίησε η αδελφότητα προκειμένου να ασκήσει επιρροή πάνω του και να εξασφαλίσει τη συμμετοχή του στην τέλεση συγκεκριμένων εγκλημάτων, μέσω του κου Kelechi, ο οποίος ήταν το πρόσωπο που εισήγαγε τον Αιτητή στην αδελφότητα όταν εκείνος του εξέφρασε την επιθυμία του να βελτιώσει το βιοτικό του επίπεδο. Σε σχέση με τους λόγους για τους οποίους εντάχθηκε στους κύκλους της αδελφότητας, ο Αιτητής ήταν συνεπής, δηλώνοντας κατ’ επανάληψη ότι ήθελε να είναι οικονομικά ανεξάρτητος, να διατηρεί τον έλεγχο, να μιλάει και να τον ακούν, καθώς και να καταστεί διάσημος, ισχυρός και διαθέτον διασυνδέσεις. Σύμφωνα με τον αρμόδιο λειτουργό, ο Αιτητής περιέγραψε λεπτομερώς και την τελετή μύησής του, χωρίς να υποπίπτει σε νοηματικές και/ή χρονικές αντιφάσεις. Οι δε δηλώσεις του Αιτητή αναφορικά με τις συναντήσεις της αδελφότητας κρίθηκαν ως περιγραφικές και λεπτομερείς, ενώ σημείωσε ο αρμόδιος λειτουργός ότι ο Αιτητής προσδιόρισε με ακρίβεια την τοποθεσία επί της οποίας λάμβαναν χώρα τόσο οι τελετές της όσο και οι ανθρωποθυσίες. Καταληκτικά, ο υπό εξέταση ισχυρισμός κρίθηκε ως εσωτερικά αξιόπιστος.

 

Προχωρώντας στην εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός μετά από σχετική έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, εκ της οποίας ωστόσο δεν κατέστη δυνατός ο εντοπισμός της αδελφότητας Million Brotherhood, εντόπισε όμως πληροφορίες οι οποίες επιβεβαιώνουν την ύπαρξη και δραστηριοποίηση μυστικών και αποκρυφιστικών ομάδων/αδελφοτήτων στη χώρα καταγωγής του Αιτητή, οι οποίες σύμφωνα με περαιτέρω αντληθείσες πληροφορίες, διενεργούν τελετουργικά εγκλήματα, συμπεριλαμβανομένων απαγωγών, δολοφονιών, ακόμα και αφαίρεση οργάνων. Άλλες πηγές κατέδειξαν ότι οι ανωτέρω πράξεις λαμβάνουν χώρα στα πλαίσια των τελετουργικών που αφορούν απόκτηση περιουσίας και/ή πλουτισμό και ότι το 45% του πληθυσμού του Καμερούν, πιστεύει ότι η συμμετοχή σε μυστικές αδελφότητες και/ή ομάδες, βοηθά στην επαγγελματική εξέλιξη και την ιεραρχική αναρρίχηση. Ως προς τη θεότητα την οποίο ο Αιτητής επικαλέστηκε κατ’ επανάληψη, εξωτερικές πηγές οι οποίες αντλήθηκαν από τον αρμόδιο λειτουργό επιβεβαιώνουν ότι ο Μαμώνας θεωρείτο από τους μεσαιωνικούς συγγραφείς ως ένας κακός Θεός και/ή δαίμονας, ότι οι πιστοί του πιστεύουν ότι τα χρήματα είναι η απάντηση σε όλα και ότι η λέξη Μαμώνας αποτελεί πλέον ένα βιβλικό όρο για τα πλούτη. Εντοπίστηκε, τέλος, το ξενοδοχείο Pandora στην πόλη Limbe, όπου σύμφωνα με τον Αιτητή λάμβαναν χώρα οι τελετές τις αδελφότητας.

 

Στη βάση της αξιολόγησης τόσο της εσωτερικής, όσο και της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων του Αιτητή, ο υπό εξέταση ισχυρισμός έγινε αποδεκτός στο σύνολό του ως αξιόπιστος.

 

Ο τρίτος ισχυρισμός του Αιτητή, ήτοι οι δηλώσεις του περί του ότι διώκεται από τα μέλη της εγκληματικής αδελφότητας της οποίας ήταν μέλος έγινε επίσης αποδεκτός. Συγκεκριμένα, ως προς την εσωτερική αξιοπιστία των αντίστοιχων δηλώσεων του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός αρχικά έκρινε ότι ο Αιτητής περιέγραψε με περιγραφική λεπτομέρεια, σαφήνεια και συνοχή την πρώτη επίθεση που δέχτηκε τον Απρίλιο του 2022. Ακολούθως εξήγησε με ευλογοφάνεια το λόγο για τον οποίο δεν μπορούσε να καταγγείλει την αδελφότητα, φοβούμενος την ισχυρή επιρροή των σημαντικών μελών της καθώς και περαιτέρω αντίποινα, ενώ περιέγραψε λεπτομερώς τα στοιχειώδη μέτρα προφύλαξης που ο ίδιος έλαβε προκειμένου να προστατευτεί. Σχετικά με τη δεύτερη επίθεση η οποία φέρεται να έλαβε χώρα την ίδια περίοδο με την πρώτη, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι περιγραφές του Αιτητή ήταν συνεκτικές και περιγραφικές, ενώ έκρινε ως ευλογοφανείς τις δηλώσεις του περί του ότι μετά τη δεύτερη επίθεση εναντίον του, αναγκάστηκε να διαφύγει στην οικία της οικογένειάς του. Οι δηλώσεις του Αιτητή αναφορικά με τις απειλές που συνέχισε να δέχεται από τα μέλη της αδελφότητας μέσω γραπτών μηνυμάτων, δια των οποίων τον απειλούσαν ότι θα τον σκοτώσουν, κρίθηκαν από τον αρμόδιο λειτουργό ως νοηματικά συνεκτικές αλλά και ευλογοφανείς. Ερωτηθείς για ποιο λόγο τα μέλη της αδελφότητας προτίμησαν να τον απειλήσουν μέσω ενός ανυπόγραφου γράμματος που άφησαν στην πόρτα της οικίας του, αντί να πραγματοποιήσουν τις απειλές τους, ο Αιτητής προέβαλε με συνοχή και ευλογοφάνεια, κατά τον αρμόδιο λειτουργό, ότι η στρατηγική της αδελφότητας ήταν να του προκαλέσει φόβο έτσι ώστε να τον αναγκάσει να επιστρέψει στους κύκλους της. Ως προς τη γενεσιουργό αιτίας της μεταχείρισης που αντιμετώπισε, ο Αιτητής δήλωσε με σαφήνεια και ακρίβεια ότι αποτέλεσε το γεγονός ότι αποχώρησε από την αδελφότητα. Περιέγραψε μάλιστα τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να αποχωρήσει, καθώς αφού είχε ήδη σκοτώσει τρεις κοπέλες, του ζητήθηκε να δολοφονήσει τη μητέρα του. Προσέθεσε μάλιστα με συνοχή, ότι καθώς δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει το συγκεκριμένο έγκλημα, του ζητήθηκε αντί της μητέρας του να σκοτώσει το ανήλικο τέκνο του. Σε συνδυασμό με τις παραφυσικές, πνευματικές επιθέσεις που λάμβανε από τον αρχηγό της αδελφότητας Igwe, ο Αιτητής αποφάσισε ότι θέλει να αποχωρήσει και ενημέρωσε τον κο Kelechi, ο οποίος του δήλωσε με τη σειρά του ότι ήταν πλέον αργά και ότι θα έπρεπε να γνώριζε τις συνέπειες της ανυπακοής του, καθώς δεν υπάρχει μέρος εντός της χώρας που θα είναι αδύνατος ο εντοπισμός του από τα μέλη της αδελφότητας. Στη βάση όλων των ανωτέρω, ο υπό εξέταση ισχυρισμός κρίθηκε ως εσωτερικά αξιόπιστος.

 

Για σκοπούς αξιολόγησης της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε σχετική έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, εκ της οποία εντόπισε πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, σύμφωνα με τις οποίες κατά το παρελθόν έχουν καταγραφεί περιστατικά στοχοποίησης ανθρώπων επειδή αρνήθηκαν να θυσιάσουν πρόσωπα της οικογένειάς τους στο όνομα κάποιας μυστικής αδελφότητας, ότι οι εγκληματικές αδελφότητες ευθύνονται για το θάνατο πολλών ανθρώπων και ότι οι δομές και λειτουργίες τους διέπονται από άκρα μυστικότητα επειδή εμπλέκονται, στα υψηλά τους στρώματα, σημαντικά πρόσωπα τα οποία διαθέτουν πλούτο και επιρροή. Οι αντληθείσες πληροφορίες κρίθηκε ότι επιβεβαιώνουν τις δηλώσεις του Αιτητή και ως εκ τούτου ο υπό εξέταση ισχυρισμός κρίθηκε ως εξωτερικά αξιόπιστος.

 

Στη βάση της αξιολόγησης τόσο της εσωτερικής, όσο και της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων του Αιτητή, ο τρίτος ισχυρισμός του Αιτητή έγινε αποδεκτός στο σύνολό του ως αξιόπιστος.

 

Αποδεκτός έγινε και ο τέταρτος ισχυρισμός του Αιτητή. Ως προς την εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων του Αιτητή περί απαγωγής της μητέρας του από μέλη της αδελφότητας το Μάιο του 2022, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή ήταν συνεκτικές, επαρκείς, διεπόμενες από περιγραφική λεπτομέρεια, γεγονός που παραπέμπει σε βιωματική περιγραφή. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον αρμόδιο λειτουργό, ο Αιτητής αρχικά προχώρησε σε μια λεπτομερή αφήγηση του πως ο ίδιος βίωσε την ημέρα της απαγωγής της μητέρας του, ενώ εξήγησε με συνοχή ότι μόλις αντιλήφθηκε ότι η μητέρα του είχε αργήσει να επιστρέψει από την εργασία της, του τηλεφώνησε ο κος Kelechi και τον ενημέρωσε πως εκείνος κρατά τη μητέρα του. Καθώς όμως ο Αιτητής τον επιβεβαίωσε ότι θα παραβρεθεί στην επόμενη συνάντηση της αδελφότητας, η μητέρα του αφέθηκε ελεύθερη και επέστρεψε στην οικία της το επόμενο πρωί. Ακολούθως ο Αιτητής παρέθεσε λεπτομερώς της πληροφορίες που του μετέφερε η μητέρα του αναφορικά με την απαγωγή της, ενώ εξήγησε πως λόγω της πίστης της, η ίδια αποδίδει την απελευθέρωσή της σε θαύμα, εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους δεν της αποκάλυψε την αλήθεια, φοβούμενος  για αντίποινα σε περίπτωση που εξέθετε τη δράση της αδελφότητας. Ως προς τον τρόπο που η αδελφότητα γνώριζε την ταυτότητα της μητέρας του, ο Αιτητής δήλωσε με συνοχή ότι πριν κάποιο μέλος ενταχθεί στους κύκλους της, γνωστοποιεί στα μέλη της αδελφότητας τα στοιχεία του οικογενειακού του περιβάλλοντος, έτσι ώστε να χρησιμοποιηθούν σε περίπτωση ανυπακοής του.   Στη βάση των ανωτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε τον υπό εξέταση ισχυρισμό ως εσωτερικά αξιόπιστο.

 

Προχωρώντας στην εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός δεν προέβη σε σχετική έρευνα καθώς έκρινε τα όσα δήλωσε ο Αιτητής, λόγω της υποκειμενικής τους φύσης, δε μπορούν να επιβεβαιωθούν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Καταληκτικά δε, στη βάση της εδραιωθείσας εσωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων του Αιτητή, ο υπό εξέταση ισχυρισμός έγινε αποδεκτός στο σύνολό του ως αξιόπιστος. 

 

Αξιολογώντας τον κίνδυνο που ο Αιτητής ενδέχεται να αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του στη βάση του συνόλου των ανωτέρω αποδεκτών ισχυρισμών, καθώς και των πληροφοριών που προέκυψαν, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να αντιμετωπίσει δίωξη ή σοβαρό κίνδυνο έκθεσης σε σοβαρή βλάβη.

 

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση εξετάζοντας το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή στις πρόνοιες του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι επαπειλούμενες συνέπειες που θα αντιμετωπίσει ο Αιτητής στη χώρα καταγωγής του, δεν συνδέονται με τη φυλή, τη θρησκεία, την εθνικότητά του, τις πολιτικές του πεποιθήσεις και/ή τη συμμετοχή του σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα.

 

Ως προς το ενδεχόμενο συμμετοχής του Αιτητή σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε το γεγονός ότι ο τελευταίος μοιράζεται το χαρακτηριστικό της συμμετοχής του στην εν λόγω ομάδα με το φερόμενο ως φορέας δίωξής του, δεν επιτρέπει την ένταξή του σε κάποια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα.  Σχολίασε δε, ότι οι επαπειλούμενες εις βάρος του πράξεις αποτελούν ένα μέτρο γενικότερου χαρακτήρα εντός της αδελφότητας καταλήγοντας πως ο Αιτητής δεν εμπίπτει στις πρόνοιες του άρθρου 3 έτσι ώστε να του χορηγηθεί προσφυγικό καθεστώς.

 

Ως προς το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι εκ των ενώπιόν του στοιχείων, δεν ανέκυψαν ενδείξεις που να συνηγορούν υπερ του ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην πόλη Limbe του Καμερούν, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19(2)(α) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ως προς το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας υπό τις πρόνοιες του άρθρου 19(2)(β), [να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία] ο αρμόδιος λειτουργός αρχικά παρέθεσε ότι σύμφωνα με διεθνείς συνθήκες και πράξεις, ως βασανιστήρια νοούνται οι πράξεις οι οποίες είναι αρχικά σκόπιμες, προκαλούν έντονο πόνο ή ταλαιπωρία, σωματική και/ή ψυχική, και επιβάλλονται για σκοπούς τιμωρίας για μια πράξη που διέπραξε ή τον εκφοβισμό ή τον εξαναγκασμό του. Συνεχίζει ο αρμόδιος λειτουργός ότι η  διάκριση ανάμεσα σε βασανιστήρια, απάνθρωπη μεταχείριση ή τιμωρία και ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, πηγάζει από τη διαφορά στη ένταση και τον πόνο που η επαπειλούμενη πράξη μπορεί να προκαλέσει.  Η «απάνθρωπη» τιμωρία ή μεταχείριση αναφέρεται σε μεταχείριση ή τιμωρία που προκαλεί σκόπιμα έντονο ψυχικό και ή σωματικό πόνο (που δε φτάνει το όριο των βασανιστηρίων), ενώ ο όρος «ταπεινωτική» αναφέρεται σε μεταχείριση ή τιμωρία που προκαλεί στο θύμα την αίσθηση του φόβου, της αγωνίας και της κατωτερότητας, ικανά να το ταπεινώσουν και να το ξευτελίσουν.

 

Επικαλούμενος μάλιστα ότι οι επαπειλούμενες πράξεις εναντίον του Αιτητή προέρχονται από ιδιώτη φορέα, σε συνδυασμό με την ερμηνεία του ΕΔΑΔ γύρω από το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, ο λειτουργός καταλήγει στο ότι θα πρέπει να ληφθούν όλοι οι ανωτέρω παράγοντες υπόψη. Προχωρώντας στην εφαρμογή του ανωτέρω νομικού πλαισίου στην υπό εξέταση υπόθεση, ο αρμόδιος λειτουργός παραθέτει ότι ο Αιτητής, όπως έγινε αποδεκτό, από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούλιο του 2022 δέχθηκε πολλαπλές πράξεις εκφοβισμού και τιμωρίας, ήτοι δύο επιθέσεις, ψυχική βία μέσω απειλητικών μηνυμάτων, ακόμα και πράξεις ψυχολογικής και σωματικής βίας κατά της μητέρας του, με σκοπό να φοβηθεί και να επιστρέψει στους κύκλους της μυστικιστικής, εγκληματικής ομάδας / αδελφότητας, πράξεις οι οποίες πιθανολογείται ευλόγως ότι θα επαναληφθούν σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του με αποτέλεσμα να του επιφέρει σωματικό και ψυχικό πόνο. Σχολιάζει ο αρμόδιος λειτουργός ότι οι επαπειλούμενη μεταχείριση δεν είναι τυχαία καθώς συνδέεται με την αποχώρηση του Αιτητή από την μυστική αδελφότητα, και συνιστούν πράξεις οι οποίες κρίνει ότι ικανοποιούν το κατώτατο όριο της σοβαρότητας που προαπαιτείται για να χαρακτηριστούν οι πράξεις αυτές ως απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, καθώς μπορούν, αν επαναληφθούν, να επιφέρουν περαιτέρω συναισθήματα φόβου, αγωνίας και κατωτερότητας, ικανά να τον ταπεινώσουν και να τον ξευτιλίσουν.  Υπό το πρίσμα της ανωτέρω ανάλυσης, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής πληροί της προϋποθέσεις του άρθρου 19(2)(β) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Σε σχέση με το ενδεχόμενο ο Αιτητής να διατρέξει κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω της επικρατούσας κατάστασης ασφαλείας στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του, σε περίπτωση επιστροφής του εκεί, ως το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ο αρμόδιος λειτουργός ανέτρεξε σε αξιόπιστες πηγές εκ των οποίων επιβεβαιώθηκε ότι στις Αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν επικρατούν συνθήκες εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, πλην όμως τα επίπεδα αδιακρίτως ασκούμενης βίας στην πόλη Limbe, δε φτάνουν σε τέτοιο επίπεδο προκειμένου να συναχθεί ότι ο Αιτητής, ως άμαχος, θα κινδυνεύσει αποκλειστικά λόγω της φυσικής του παρουσίας εκεί, ειδικότερα εφόσον δεν φέρει οποιαδήποτε επιβαρυντική περίσταση. Ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι το προφίλ του Αιτητή δεν παρουσιάζει στοιχεία ευαλωτότητας αλλά ούτε και  προβλήματα υγείας. Ως εκ τούτου, το αίτημα του Αιτητή απορρίφθηκε και ως προς το ενδεχόμενο υπαγωγής στο άρθρο 19 (2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου. Σύμφωνα με τον αρμόδιο λειτουργό, το συγκεκριμένο συμπέρασμα ενδυναμώνεται και από το γεγονός ότι ουδέποτε ο Αιτητής επικαλέστηκε σαν λόγο για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του.

 

Εξετάζοντας στη συνέχεια τη δυνατότητα προστασίας προς το πρόσωπο του Αιτητή από τις αρχές της χώρας καταγωγής του, ο αρμόδιος λειτουργός αρχικά παρέθεσε ότι σύμφωνα με τα λεγόμενά του, ο Αιτητής απέφυγε να καταγγείλει τη μεταχείριση την οποία αντιμετώπισε από τα μέλη της αδελφότητας, αρχικά επειδή έτσι τον συνεβούλεψε ο πάστορας και στη συνέχεια επειδή δήλωσε ότι δε διέθετε αποδείξεις. Προσέθεσε μάλιστα ότι καθώς τα υψηλά μέλη της αδελφότητας ήταν οικονομικά ισχυρά και πρόσωπα υψηλής επιρροής εντός της κοινότητάς, πιθανή καταγγελία της αδελφότητας πιθανότατα θα του επέφερε περαιτέρω προβλήματα.

 

Προχωρώντας σε περαιτέρω έρευνα σε εξωτερικές πηγές, ο αρμόδιος λειτουργός εντόπισε αξιόπιστες πληροφορίες εκ των οποίων ανέκυψε ότι οι αρχές του Καμερούν τείνουν να επιδεικνύουν τάσεις αυθαίρετης συμπεριφοράς ανάλογα με το οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο των πολιτών, ενώ η διαφθορά αποτελεί σύνηθες φαινόμενο εντός των κύκλων της αστυνομίας με αποτέλεσμα να έχει κλονιστεί η εμπιστοσύνη των πολιτών προς τους θεσμούς της δικαιοσύνης γενικότερα.

 

Αξιολογώντας της ανωτέρω πληροφορίες σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υπόθεσης αλλά και τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ο Αιτητής να αποταθεί στις αρχές προκειμένου να προστατευτεί, χωρίς ωστόσο οι αρχές να είναι πρόθυμες και διαθέσιμες να τον προστατεύσουν, δεδομένης της διαφθοράς και των πρακτικών που εφαρμόζει η ίδια η αστυνομία του Καμερούν, σε συνδυασμό πάντα με τις διασυνδέσεις των υψηλού προφίλ μελών της αδελφότητας, ήτοι του φορέα δίωξής του. Καταληκτικά, κρίθηκε ότι ο Αιτητής δεν μπορεί να τύχει μόνιμης και αποτελεσματικής εγχώριας προστασίας.

 

Αξιολογώντας ακολούθως τη δυνατότητα εσωτερικής μετεγκατάστασης του Αιτητή σε περιοχή εκτός του τόπου τελευταίας συνήθους διαμονής του, ήτοι της πόλης Limbe, ο αρμόδιος λειτουργός αρχικά παραθέτει ότι η εσωτερική μετεγκατάσταση του Αιτητή θα πρέπει να είναι ασφαλής και εύλογη, καθώς βάσει του άρθρου 12(1) του περί Προσφύγων Νόμου κατά τη λήψη της σχετικής απόφασης, σε τμήμα της χώρας του δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζει πράξεις δίωξης ή κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή βλάβη ή θα πρέπει, στο συγκεκριμένο τμήμα της χώρας καταγωγής του, να τυγχάνει προστασίας κατά της δίωξης ή σοβαρής βλάβης, ενώ θα πρέπει ο Αιτητής να είναι σε θέση να ταξιδέψει νόμιμα και με ασφάλεια στην εν λόγω περιοχή, όπου θα γίνει δεκτός και θα μπορεί εύλογα να εγκατασταθεί εκεί. Επικαλούμενος τις Κατευθυντήριες Οδηγίες της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους πρόσφυγες σχετικά με την εσωτερική μετεγκατάσταση, ο αρμόδιος λειτουργός καταγράφει ότι θα πρέπει να υπάρχει λόγος να πιστεύεται ότι η εμβέλεια του φορέα δίωξης θα παραμείνει περιορισμένη εντός συγκεκριμένης περιοχής (localized) και έξω από την καθορισμένη περιοχή εσωτερικής μετεγκατάστασης.

 

Παραθέτοντας τις σχετικές δηλώσεις του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός αναφέρει ότι ο Αιτητής προέβαλε ότι η αδελφότητα Million Bortherhood δραστηριοποιείτο στις πόλεις Yaoundé, Limbe, καθώς και σε άλλες περιοχές εντός της ευρύτερης επικράτειας της χώρας καταγωγής του, χωρίς ωστόσο να είναι σε θέση να προσδιορίσει ποιες είναι αυτές, δεδομένης άλλωστε και της χαμηλής θέσης που κατείχε στην ιεραρχία της αδελφότητας. Ως εκ τούτου, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι η δυνατότητα εσωτερικής μετεγκατάστασης του Αιτητή σε άλλη περιοχή εκτός της πόλης Limbe, δεν κρίνεται ως εύλογη, καθώς άνευ υπαιτιότητας του ιδίου, δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί με σαφήνεια ένας τόπος μετεγκατάστασης, ο οποίος να πληροί τις προϋποθέσεις που θέτει η Ύπατη Αρμοστεία του O.H.E. για τους πρόσφυγες, η οποία θα είναι εκτός εμβέλειας της αδελφότητας και να συντρέχουν λόγοι για τους οποίους να πιστεύεται ότι η αδελφότητα δεν θα επεκταθεί εκεί.

 

Καταληκτικά, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δικαιούται καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19(2)(β) του περί Προσφύγων Νόμου. 

 

Κατά το επόμενο στάδιο της προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάστηκε το κατά πόσον η περίπτωση του Αιτητή εμπίπτει στις ρήτρες αποκλεισμού από το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, καθώς, σύμφωνα με την κρίση του αρμόδιου λειτουργού, ανέκυψαν, βάσει των δηλώσεων του ίδιου του Αιτητή, ενδείξεις ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 5(2) του περί Προσφύγων Νόμου και του άρθρου 17(2) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας για την Αναγνώριση[2]. Αρχικά διέκρινε ορθώς ότι στα πλαίσια του δεύτερου ισχυρισμού του, ο οποίος έγινε δεκτός στο σύνολό του ως αξιόπιστος, ο Αιτητής δήλωσε ότι στη χώρα καταγωγής του σκότωσε τρεις νεαρές κοπέλες καθ’ υπόδειξη του αρχηγού της αδελφότητας, αποπειράθηκε άλλες τρεις φορές να σκοτώσει τη μητέρα του, ενώ προωθούσε νεαρές γυναίκες σε σεξουαλικές επαφές με μέλη της αδελφότητας έναντι χρηματικού ανταλλάγματος. Ο Αιτητής δήλωσε επίσης ότι στο ποτό του πρώτου εκ των τριών θυμάτων του μία ουσία προκειμένου να κάμψει τις αντιστάσεις της και να την αναγκάσει να τον ακολουθήσει παρά τη θέλησή της, τις άλλες δύο τις κατέστησε λόγω ακραίας μέθης ανίκανες να αντιδράσουν και τις μετέφερε  στο ξενοδοχείο Pandora, όπου της σκότωσε κάνοντας χρήση του «πνευματικού» μαντιλιού που του είχαν δώσει τα μέλη της αδελφότητας.

 

Στη βάση των ανωτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός διέκρινε τα ακόλουθα εγκλήματα, σύμφωνα με τον Κυπριακό Ποινικό Κώδικα:

 

-Άρθρο 63Α, Συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση

-Άρθρο 63Β, Συμμετοχή και αποδοχή διάπραξης εγκλημάτων

-Άρθρο 157, Μαστροπεία

-Άρθρο 203, Φόνος εκ προμελέτης

-Άρθρο 214, Απόπειρα για φόνο

-Άρθρο 217, Συνωμοσία για φόνο

-Άρθρο 227, Περιαγωγή σε κατάσταση νάρκωσης με σκοπό διάπραξης κακουργήματος ή πλημμελήματος

-Άρθρο 249, Αρπαγή ή απαγωγή ή στέρηση της ελευθερίας προσώπου με σκοπό να φονευθεί εκ προμελέτης.

 

Αναλύοντας περαιτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός αναφέρει ότι σύμφωνα με το άρθρο 5(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου, ο Αιτητής δύναται να αποκλειστεί από το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, όχι μόνο σε περιπτώσεις φυσικής αυτουργίας, αλλά και σε ηθικής αυτουργίας ή σε περιπτώσεις που έχει συμμετάσχει με άλλους τρόπους στην διάπραξη σοβαρών εγκλημάτων των περιπτώσεων του άρθρου 5(2)(β), το οποίο αναφέρεται σε σοβαρά εγκλήματα. Παραπέμπει παράλληλα στον πρακτικό Οδηγό της ΕUAA σχετικά με τον Αποκλεισμό, σύμφωνα με τον οποίο η εξετάζουσα αρχή θα πρέπει να αποδείξει ότι το έγκλημα ήταν αρκούντος σοβαρό και ως εκ τούτου θα πρέπει να ληφθούν υπόψη η φύση της πράξης, η πραγματική βλάβη που επέφερε, η μορφή της διαδικασίας δίωξης του εγκλήματος, η φύση της προβλεπόμενης ποινής και ο χαρακτηρισμός τους ως σοβαρό από τις περισσότερες έννομες τάξεις, χωρίς ωστόσο το έγκλημα να πρέπει απαραιτήτως να διώκεται τόσο στη χώρα καταγωγής, όσο και στη χώρα στην οποία υποβάλλεται η αίτηση διεθνούς προστασίας. Σε σχέση δε με τα εγκλήματα του Κυπριακού ποινικού δικαίου στα οποία δήλωσε ο ίδιος ο Αιτητής ότι υπέπεσε στη χώρα καταγωγής του, όπως αυτά διακρίθηκαν και αναφέρονται πιο πάνω, ο αρμόδιος λειτουργός διαπίστωσε ότι, πλην της μαστροπείας η οποία συνιστά πλημμέλημα, τα υπόλοιπα εγκλήματα συνιστούν κακουργήματα και παρέθεσε τις ποινές τις οποίες επιφέρει η τέλεσή τους.

 

Πριν μάλιστα αξιολογήσει αυτοτελώς τις πράξεις οι οποίες δύναται να επιφέρουν τον αποκλεισμό του Αιτητή από το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, ο αρμόδιος λειτουργός αποσαφήνισε ότι το μέτρο απόδειξης στις περιπτώσεις διερεύνησης τους συνίσταται στο όριο του «σοβαροί λόγοι να πιστεύεται», το οποίο είναι αυστηρότερο από την εύλογη πιθανότητα, που διέπει την αξιολόγηση των αναγκών διεθνούς προστασίας. Αποσαφηνίζει επίσης, ότι βάσει του ανωτέρω Οδηγού της EUAA, δεν είναι απαραίτητο να ικανοποιείται το μέτρο «πέρα από κάθε αμφιβολία» που ισχύει για τις ποινικές υποθέσεις ως προς την απόδειξη της «ενοχής».

 

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός αξιολόγησε τους ισχυρισμούς του Αιτητή σχετικά με τις πράξεις τις οποίες τέλεσε και οι οποίες δύνανται να επιφέρουν τον αποκλεισμό του από το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Σε σχέση με τις ανθρωποθυσίες γυναικών στις οποίες δήλωσε ότι προέβη, ο Αιτητής δήλωσε ότι του ανατέθηκε τρεις φορές να συμμετάσχει σε θυσίες γυναικών, τις οποίες εκείνος αφού συνάντησε σε συγκεκριμένα κέντρα εστίασης, ακολούθως μετέφερε στο ξενοδοχείο Pandora της πόλης Limbe όπου λάμβαναν χώρα οι τελετές της αδελφότητας. Ο ίδιος δήλωσε ότι τις σκότωσε κάνοντας χρήση ενός άσπρου, εμποτισμένου με άγνωστο υλικό μαντιλιού, ενώ μετά το θάνατό τους, τα πτώματα των γυναικών μεταφέρθηκαν από μέλη της αδελφότητας στο βωμό ο οποίος βρισκόταν στην αίθουσα τελετών στο ίδιο κτήριο προκειμένου να διενεργηθούν τα τελετουργικά της αδελφότητας. Προσέθεσε μάλιστα ότι στο πρώτο του θύμα έριξε μία αγνώστου συστάσεως σκόνη εντός του ποτού της, την οποία του είχαν δώσει τα μέλη της αδελφότητας και συγκεκριμένα ο κος Kelechi προκειμένου να κάμπτει τις αντιστάσεις των θυμάτων του και να τα μεταφέρει στο ξενοδοχείο Pandora όπου αφαιρούσε τη ζωή τους.

 

Αναφορικά με την εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής περιέγραψε τα υπό εξέταση περιστατικά λεπτομερώς, οι δηλώσεις του διέποντο από νοηματική συνοχή και οι αναφορές του παραπέμπουν σε προσωπικά βιώματα. Συγκεκριμένα, ο Αιτητής προσδιόρισε τόσο το χρόνο τέλεσης τον εγκλημάτων του, Δεκέμβριο του 2021 και Φεβρουάριο του 2022, όσο και την τοποθεσία επί της οποίας της σκότωσε, ήτοι το ξενοδοχείο Pandora, αφού πρώτα τις είχε συναντήσει στο κέντρο νυχτερινής διασκέδασης Apple και στο σνακ-μπαρ Empire, αμφότερα στην πόλη Limbe. Ο Αιτητής επέδειξε άγνοια ως προς την ταυτότητα των θυμάτων του, δήλωση η οποία κρίθηκε ως ευλογοφανής, δεδομένου ότι τις συνάντησε τυχαία στα ανωτέρω κέντρα εστίασης. Ο Αιτητής περιέγραψε με σαφήνεια το τρόπο με τον οποίο προσέγγισε τις συγκεκριμένες 3 γυναίκες, δηλώνοντας ότι καθόταν σε ένα εμφανές σημείο και άρχισε να τους μιλάει. Ως προς τα μέσα τα οποία χρησιμοποίησε, οι δηλώσεις του Αιτητή κρίθηκαν ως συνεπείς και περιεκτικές, αφού εκείνος προέβαλε κατ΄ επανάληψη ότι ο αρχηγός της αδελφότητας Igwe, παρέδωσε στον κο Kelechi μία σκόνη και ένα άσπρο μαντίλι με «πνευματικές ιδιότητες», ο οποίος τα έδωσε στον Αιτητή κατά την ημέρα της ένταξής του στους κύκλους της ομάδας. Σημειώνει ωστόσο ο αρμόδιος λειτουργός, ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει την επίδραση της εν λόγω σκόνης στα θύματά του, εξήγησε ωστόσο ότι η εν λόγω σκόνη κατέστησε τα θύματά του ευάλωτα, ελέγχοντας την κρίση τους και αναγκάζοντάς τα να ενεργούν καθ’ υπόδειξη του ιδίου. Αποσαφήνισε μάλιστα ότι την εν λόγω σκόνη χρησιμοποίησε μόνο στο πρώτο θύμα του ρίχνοντάς την στο ποτό της, επειδή η εν λόγω κοπέλα ήταν διστακτική. Ως προς τον τρόπο που έπεισε το δεύτερο και τρίτο θύμα να τον ακολουθήσουν στο ξενοδοχείο, ο Αιτητής δήλωσε ότι οι εν λόγω κοπέλες τον βρήκαν ελκυστικό και έτσι δε χρειάστηκε να καταβάλει ιδιαίτερη προσπάθεια να τον ακολουθήσουν.

 

Σε σχέση με την ενημέρωση που έλαβε από τον κο Kelechi πριν την πρώτη του «αποστολή» ο Αιτητής δήλωσε ότι το Δεκέμβριο του 2021 ο πρώτος του ζήτησε να αποδείξει την αφοσίωσή του στην αδελφότητα μεταφέροντας κοπέλα στο ξενοδοχείο Pandora έτσι ώστε να ολοκληρωθούν τα τελετουργικά της αδελφότητας, σε διαφορετική περίπτωση θα αντιμετώπιζε τις κυρώσεις της άρνησής του. Προσέθεσε μάλιστα ότι ο κος Kelechi του υπέδειξε ακριβώς τι πρέπει να πράξει. Ειδικότερα, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο εν λόγω άνδρας του ζήτησε να πείσει τα θύματά του να τον ακολουθήσουν και να περάσουν τη νύχτα μαζί του έναντί αμοιβής, με σκοπό να τα μεταφέρει στον τόπο τέλεσης των εγκλημάτων, ήτοι το ξενοδοχείο Pandora

 

Ως προς τα θύματά του, ο Αιτητής εξήγησε λεπτομερώς ότι είχε ως σκοπό να τα μεταφέρει στο ξενοδοχείο σε κατάσταση μέθης έτσι ώστε να μη μπορούν να ελέγξουν τον εαυτό τους και τις τοποθετούσε στο κρεβάτι με σκοπό να κοιμηθούν. Μόλις διαπίστωνε ότι τα θύματά του είχαν αποκοιμηθεί, φορούσε τα σύμβολα της αδελφότητας, έλεγε κάποιες συγκεκριμένες λέξεις και τοποθετούσε το άσπρο μαντίλι το πρόσωπο των γυναικών, πράξη η οποία επέφερε το θάνατό τους. Κληθείς να σχολιάσει τον τρόπο με τον οποίο το συγκεκριμένο μαντίλι επέφερε το θάνατο των θυμάτων του, ο Αιτητής απέδωσε το θάνατο των γυναικών στις πνευματικές ιδιότητες του μαντιλιού, αφού προέβαλε ότι ο ίδιος δεν χρησιμοποιούσε βία και/ή δύναμη κατά την εναπόθεση του μαντιλιού στα πρόσωπα των κοριτσιών των οποίων οι αντιστάσεις είχαν ήδη καμφθεί.

 

Οι συγκεκριμένες ωστόσο δηλώσεις δε κρίθηκαν από τον αρμόδιο λειτουργό ως ευλογοφανείς. Για το συγκεκριμένο λόγο, ο Αιτητής ρωτήθηκε κατ’ επανάληψη εάν ήταν οι πράξεις του οι οποίες επέφεραν το θάνατο των γυναικών και εκείνος απάντησε καταφατικά, αφού δήλωσε ότι σήκωσε το χέρι του πρώτου θύματος για να σιγουρευτεί ότι η κοπέλα ήταν νεκρή. Όταν όμως ρωτήθηκε εάν υπήρχε περίπτωση οι εν λόγω κοπέλες να είχαν απλά χάσει τις αισθήσεις τους και να μην ήταν νεκρές, ο Αιτητής απάντησε «μπορείς να διαπιστώσεις εάν κάποιος είναι νεκρός επειδή δε νιώθεις πλέον τον παλμό».

 

Αξιολογώντας τις δηλώσεις του Αιτητή και λαμβάνοντας υπόψη 1) την  διαφαινόμενη θεμελιωθείσα εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του, 2) το γεγονός ότι οι δηλώσεις του περί δολοφονίας τριών γυναικών παρέμειναν αμετάβλητες καθ’ όλη τη διάρκεια της εξέτασής του αιτήματός του και 3) το ότι ο Αιτητής ενημερώθηκε κατ’ επανάληψη σχετικά με την έννοια και τις συνέπειες του αποκλεισμού από καθεστώς διεθνούς προστασίας, ο αρμόδιος λειτουργός έκανε αποδεκτό ότι ο Αιτητής επέφερε το φυσικό θάνατο τριών γυναικών, χωρίς ωστόσο να είναι δυνατό να διευκρινιστούν οι ειδικότερες περιστάσεις και το modus operandi του, πέραν της περιαγωγής των θυμάτων του σε κατάσταση μέθης και της χρήσης του «πνευματικού» μαντιλιού, δεδομένου ότι ο ίδιος ο Αιτητής δεν παρέθεσε περισσότερες λεπτομέρειες.

 

Στη συνέχεια ο αρμόδιος λειτουργός τονίζει ότι ο Αιτητής εξήγησε με σαφήνεια το ρόλο των υπόλοιπων μελών της αδελφότητας κατά τη διάρκεια των τελετουργικών, προβάλλοντας ότι τα ανώτερα στελέχη εισερχόταν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου και μετέφεραν τα πτώματα των γυναικών στην αίθουσα των τελετουργικών. Περιέγραψε στη συνέχεια λεπτομερώς τον τρόπο της διαδικασίας του τελετουργικού, προβάλλοντας ότι τα πτώματα τοποθετούνταν σε ένα βωμό περικυκλωμένο από κεριά και ο αρχηγός της αδελφότητας Igwe προέβαινε σε επικλήσεις του θεού του πλούτου, Μάμωνα, αποφασίζοντας στη συνέχεια τις επόμενες ενέργειες της αδελφότητας.

 

Αναφορικά δε με το κίνητρο των εν λόγω ανθρωποθυσιών, ο Αιτητής δήλωσε με συνοχή ότι αποσκοπούσαν στην εκ της αδελφότητας ανάκτηση περισσότερης δύναμης και επιρροής προς την κοινότητα.

 

Στη βάση όλων των ανωτέρω, κρίθηκε ότι θεμελιώθηκε από τον Αιτητή η εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού, καθώς αυτός προέβαλε τις δηλώσεις του κατά τρόπο που να αντικατοπτρίζει βιωματικά περιστατικά.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός επικαλείται τις πληροφορίες που ανέκυψαν κατά την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού του Αιτητή και οι οποίες επιβεβαιώνουν τις απαγωγές και δολοφονίες γυναικών στο Καμερούν προκειμένου τα σώματά τους να χρησιμοποιηθούν σε τελετουργικά. Σε σχέση δε με τη χρήση του άσπρου μαντιλιού από τον Αιτητή με σκοπό να επιφέρει το θάνατο των θυμάτων του, ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε περαιτέρω έρευνα εκ της οποίας ανέκυψαν πληροφορίες που αναφέρονται σε χρήση των φερόμενων ως μαγικών μαντιλιών εις βάρος γυναικών με σκοπό να δολοφονηθούν στη γειτονική χώρα της Νιγηρίας, εκ της οποίας καταγόταν ο πνευματικός πατέρας αλλά και άτομο που τον ενέταξε τον Αιτητή στους κύκλους της μυστικής αδελφότητας, ήτοι ο κος Keletchi.  Εντόπισε άλλωστε ο αρμόδιος λειτουργός και πληροφορίες αναφορικά με μία γυναίκα στην πόλη Younde του Καμερούν, η οποία ναρκώθηκε με τη χρήση ενός μαντιλιού από μέλη μιας μυστικιστικής αδελφότητας.

 

Ακολούθως ο αρμόδιος λειτουργός τονίζει ότι σε προηγούμενη έρευνα του εντοπίστηκαν τόσο το μοτέλ Pandora όσο και το Bar Apple, όπου ο Αιτητής δήλωσε ότι εντόπισε τα θύματά του, όπως και το ότι η θεότητα του Μαμωνά λατρεύεται στη χώρα καταγωγής του Αιτητή ως η θεότητα του πλούτου. Στη βάση των ανωτέρω πληροφοριών, κρίθηκε ότι θεμελιώνεται και η εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων του Αιτητή και ως εκ τούτου, ο υπό εξέταση ισχυρισμός έγινε αποδεκτός στο σύνολό του ως αξιόπιστος.

 

Αναλύοντας τα εγκλήματα που απορρέουν από τις ανωτέρω αποδεκτές δηλώσεις του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε ότι οι πράξεις που δύνανται να επιφέρουν τον αποκλεισμό του Αιτητή από καθεστώς συμπληρωματικής είναι φόνος εκ προμελέτης (άρθρο 203 του ποινικού κώδικα), συνωμοσία για φόνο (άρθρο 217 του ποινικού κώδικα) και περιαγωγή σε κατάσταση νάρκωσης με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος ή πλημμελήματος (άρθρο 227 του ποινικού κώδικα). Παράλληλα, ως προς το πρώτο του θύμα προέκυψε και η τέλεση του εγκλήματος της αρπαγής ή στέρηση της ελευθερίας προσώπου με σκοπό να φονευθεί εκ προμελέτης (άρθρο του ποινικού κώδικα).

 

Ειδικότερα, σε σχέση με το έγκλημα της συνομωσίας για φόνο, ο Αιτητής παραδέχτηκε ότι έδρασε υπό την καθοδήγηση του κου Kelechi και καθ’ υπόδειξη του αρχηγού της αδελφότητας Igwe, o οποίος υπέδειξε στον Αιτητή τον τρόπο με τον οποίο θα μετέφερε τα θύματά του στο ξενοδοχείο Pandora και τον προμήθευσε με τα μέσα που χρησιμοποίησε προκειμένου να επιτύχει το σκοπό του. Παράλληλα, όταν ρωτήθηκε πως ένιωσε όταν ο κος Kelechi του ανέθεσε την πρώτη του αποστολή, ήτοι την ανθρωποκτονία του πρώτου του θύματος, ο Αιτητής απάντησε ότι ένιωσε φυσιολογικά, προβάλλοντας ότι εκείνη την περίοδο δεν είχε τη δυνατότητα να ελέγξει τον εαυτό του γιατί ήταν, όπως ο ίδιος δήλωσε, ένας διαφορετικός άνθρωπος. Προσέθεσε μάλιστα ότι ένιωσε έτσι για όλα του τα θύματα, μέχρι και για τη μητέρα του αποσαφηνίζοντας ότι είχε την ψυχολογία ενός ατόμου που είναι «ΟΚ» (όπως χαρακτηριστικά ανέφερε) με τα εγκλήματα που διέπραξε.

 

Σε σχέση με το έγκλημα της περιαγωγής σε κατάστασης νάρκωσης με σκοπό τη διάπραξη φόνου, ο Αιτητής αποσαφήνισε ότι πριν επιφέρει με τις πράξεις του το θάνατο της πρώτης κοπέλας, φρόντισε να την καταστήσει ανίκανη να αντιδράσει ρίχνοντας στο ποτό της μία άσπρη σκόνη που του είχε χορηγήσει ο κος Kelechi, επειδή εκείνη ήταν απρόθυμη να τον ακολουθήσει στο ξενοδοχείο Pandora.

 

Αναφορικά με το φόνο εκ προμελέτης, ο αρμόδιος λειτουργός προβάλει ότι έγινε ήδη αποδεκτό ότι ο Αιτητής επέφερε με τις πράξεις του το θάνατο τριών γυναικών.

 

Ως προς τα εγκλήματα της αρπαγής ή απαγωγής ή στέρηση ελευθερίας προσώπου με σκοπό να φονευθεί εκ προμελέτης,  ο αρμόδιος λειτουργός τονίζει ότι έγιναν αποδεκτές οι δηλώσεις του Αιτητή περί του ότι έριξε μια άγνωστη ουσία στο ποτό του πρώτου του θύματος εν αγνοία του προκειμένου να κάμψει τις αντιστάσεις του επειδή η εν λόγω κοπέλα δεν επιθυμούσε να τον ακολουθήσει. Εκ των ανωτέρω συνάγεται, κατά το αρμόδιο λειτουργό, ότι ο Αιτητής το Δεκέμβριο του 2021 δια της χορήγησης ουσίας στο ποτό της πρώτης γυναίκας, την κατέστησε ανίκανη να αντιδράσει και στη συνέχεια τη μετέφερε στο δωμάτιο του μοτέλ Pandora όπου την της αφαίρεσε τη ζωή.

 

Αφού θεμελιώθηκε η τέλεση των ανωτέρω εγκλημάτων από τον Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός αρχικά εξέτασε τα συστατικά στοιχεία της ατομικής του ευθύνης.

 

Αρχικά, ως προς τη συμπεριφορά του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής λειτούργησε ως φυσικός αυτουργός όλων των ανωτέρω περιγραφόμενων εγκλημάτων.

 

Αναφορικά με τα συστατικά στοιχεία της πρόθεσης και γνώσης του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός παραθέτει ότι σύμφωνε με τον σχετικό Οδηγό της EUAA αναφορικά με τον Αποκλεισμό από τη διεθνή προστασία, «γνώση» γενικά αποτελεί η επίγνωση του εκάστοτε αιτητή/θύτη των συνεπειών των πράξεών του. Ως προς το στοιχείο της πρόθεσης, ο αρμόδιος λειτουργός τονίζει ότι σύμφωνα με τον ίδιο Οδηγό, θε πρέπει να εξετάζονται δύο παράμετροι για την πλήρωση του εν λόγω στοιχείου. Το πρώτο είναι το εάν ο Αιτητής επιδίωξε να ενεργήσει σε συγκεκριμένη συμπεριφορά και το δεύτερο είναι εάν ο Αιτητής επιδίωξε να επιφέρει τη συνέπεια των πράξεών του.  Αξιολογώντας τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, ο αρμόδιος λειτουργός παραθέτει τις δηλώσεις του Αιτητή, ο οποίος, ζητηθείς να περιγράψει τα συναισθήματά του μετά το φόνο των τριών γυναικών αποκρίθηκε : «Ειλικρινά, ένιωσα κανονικά. Κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου έπρεπε να βοηθήσω σε αυτές τις θυσίες, δεν είχα τη δύναμη να αμφισβητήσω τον εαυτό μου, ήταν σαν να μην ήμουν εγώ, έτσι γινόταν μέχρι την τρίτη γυναίκα, μέχρι την μητέρα μου», ενώ σε άλλο σημείο τόνισε ότι δεν είχε κάποιο συγκεκριμένο κίνητρο για τις δολοφονίες των θυμάτων του. Όταν μάλιστα ζητήθηκε από τον Αιτητή να εξηγήσει το λόγο για τον οποίο δεν αποχώρησε από την αδελφότητα, αντ’ αυτού επέλεξε να σκοτώσει τις 3 γυναίκες, ο Αιτητής απάντησε ότι του είχαν κάνει πλύση εγκεφάλου και «πίστευε πως αυτό ήταν το σωστό». Σε άλλο σημείο της προφορικής του συνέντευξης, ο Αιτητής ρωτήθηκε εκ νέου σχετικά με τα συναισθήματά του γύρω από τις δολοφονίες των τριών γυναικών και εκείνος αποκρίθηκε ότι πλέον έχει μετανιώσει αλλά τότε είχε διαφορετικές αντιλήψεις και ότι τον διακατείχε η ψυχολογία ενός ατόμου που ήταν «ΟΚ» με τις ενέργειές του. Ερωτηθείς άλλωστε να περιγράψει τι έκανε ο ίδιος μετά τις ανθρωποθυσίες, ο Αιτητής απάντησε ότι επέστρεφε στην οικία του σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.

 

Στη βάση των ανωτέρω απαντήσεων του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής διακατεχόταν από πρόθεση να τελέσει τους τα εγκλήματα που διέπραξε, όσο και από πλήρη επίγνωση των συνεπειών των πράξεών του. Η εν λόγω κατάληξη ενδυναμώνεται άλλωστε και από την κατ’ επανάληψη τέλεση των ανωτέρω εγκλημάτων.

 

Διερευνώντας την ύπαρξη ενδεχόμενων λόγων άρσης του καταλογισμού της ατομικής ευθύνης του Αιτητή, εξετάστηκε η ύπαρξη κάποιας ψυχικής νόσου του ή βλάβης, ακούσιας μέθης, ανωριμότητας, πραγματικής και νομικής πλάνης στο πρόσωπο του Αιτητή κατά την τέλεση των ανωτέρω εγκλημάτων.

 

Αρχικά ο αρμόδιος λειτουργός σημείωσε ότι ο Αιτητής δεν επικαλέστηκε σε κανένα στάδιο της εξέτασης του αιτήματός του την ύπαρξη ψυχικής νόσου ή βλάβης, η οποία του στερεί τη δυνατότητα εκτίμησης της φύσεως των πράξεών του και του εκνόμου του χαρακτήρα τους. Ενδεχόμενη ανωριμότητα του Αιτητή ως λόγος άρσης του καταλογισμού του αποκλείστηκε καθώς κατά την τέλεση των εγκλημάτων ο Αιτητής ήταν ενήλικος. Αποκλείστηκε επίσης ως λόγος άρσης του καταλογισμού του Αιτητή η ακούσια μέθη καθώς ο Αιτητής ουδέποτε ισχυρίστηκε ότι βρισκόταν σε κατάσταση μέθης κατά την τέλεση των ποινικά κολάσιμων πράξεών του. Ως προς την ύπαρξη πραγματικής πλάνης εκ μέρους του Αιτητή, ήτοι την άγνοια των περιστατικών που κατέστησαν τις πράξεις του αξιόποινες, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δε συντρέχει στο πρόσωπο του Αιτητή αν και ο τελευταίος δήλωσε ότι τα μέλη της αδελφότητας του έκαναν πλύση εγκεφάλου και γι’ αυτό το λόγο εκείνος θεωρούσε φυσιολογικές τις πράξεις του, αφού αργότερα ο Αιτητής δήλωσε ότι του ζήτησαν να θυσιάσει το ανήλικο τέκνο του και εκείνος αρνήθηκε δηλώνοντας ότι «υπάρχουν κάποια πράγματα που δεν μπορείς να κάνεις σε κάποιους ανθρώπους». Ως εκ τούτου, ο αρμόδιος λειτουργός συνήγαγε ότι ο Αιτητής δεν επηρεάστηκε σε τέτοιο βαθμό από τα μέλη της αδελφότητας σε βαθμό που να αγνοούσε ότι οι πράξεις που τέλεσε ήταν παράνομες. Αντιθέτως, καταλήγει ο αρμόδιος λειτουργός, ο Αιτητής γνώριζε ότι τα περιστατικά που καθιστούσαν τις πράξεις του αξιόποινες και για το συγκεκριμένο λόγο αρνήθηκε να το επαναλάβει όταν του ζητήθηκε να θυσιάσει οικείο του πρόσωπο.

 

Ως προς την ύπαρξη νομικής πλάνης εκ μέρους του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός παραθέτει ότι ο Αιτητής δήλωσε ότι κατά την τέλεση των αξιόποινων πράξεών του δεν συνειδητοποίησε ότι επρόκειτο πράγματι για παράνομες πράξεις, απάντηση ωστόσο που κρίθηκε ως μη ευλογοφανείς καθώς θα αναμενόταν ευλόγως από τον Αιτητή λόγω και του μορφωτικού του επιπέδου (απόφοιτος Πανεπιστημίου) να γνωρίζει ότι ο φόνος είναι αποτελεί μια ποινικά κολάσιμη πράξη.

 

Καταληκτικά, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δε συντρέχει κανένας λόγος άρσης καταλογισμού της ευθύνης του Αιτητή.

 

Ως προς το ενδεχόμενο ύπαρξης λόγων άρσης του αδίκου του χαρακτήρα των εγκλημάτων που τέλεσε ο Αιτητής, ο αρμόδιος λειτουργός διερεύνησε την ύπαρξη στοιχείων όπως η αυτοάμυνα ή υπεράσπιση τρίτου προσώπου, η προσταγή ανωτέρου ή ο εξαναγκασμός κατά τη διάρκεια της τέλεσης των αξιόποινων πράξεων εκ μέρους του Αιτητή.

 

Τα στοιχεία της αυτοάμυνας και της υπεράσπισης τρίτου προσώπου ως λόγοι άρσης του αδίκου του χαρακτήρα των ποινικά κολάσιμων πράξεων του Αιτητή απορρίφθηκαν στη βάση των δηλώσεων του ίδιου του Αιτητή. Προσθέτει συναφώς ο αρμόδιος λειτουργός ότι σύμφωνα με τις δηλώσεις του, ο Αιτητής ουδέποτε βρέθηκε σε κατάσταση που να αντιμετωπίζει κίνδυνο επικείμενης και παράνομη άσκηση βίας εναντίον του ή τρίτου προσώπου και έτσι ώστε εκείνος να ενεργήσει εύλογα και ανάλογα προς υπεράσπιση του εαυτού του ή τρίτου προσώπου.

 

Αναφορικά δε με τις δηλώσεις του Αιτητή περί του ότι έδρασε βάσει εντολών από υψηλόβαθμα στελέχη της αδελφότητας, ήτοι του αρχηγού Igwe και του πνευματικού του πατέρα, κου Kelechi, o αρμόδιος λειτουργός παραπέμπει στον Οδηγό της ΕUAA για τον αποκλεισμό από τη διεθνή προστασία και αξιολογεί ότι προκειμένου να αξιολογηθεί η διαταγή ανωτέρου ως λόγος άρσης του αδίκου του χαρακτήρα μιας ποινικά κολάσιμης πράξης, θα πρέπει να πληρούνται σωρευτικά συγκεκριμένες προϋποθέσεις (ο Αιτητής να τελεί υπό την εντολή κυβέρνησης ή ανώτερου στρατιωτικού ή πολιτικού, να είχε νομική υποχρέωση να εκτελέσει εντολές της κυβέρνησης ή των ανωτέρων στρατιωτικών ή πολιτικών, να μη γνώριζε ότι η προσταγή ήταν παράνομη και ότι η εντολή προδήλως παράνομη), ωστόσο στην περίπτωση του Αιτητή καμία εξ αυτών δεν πληρούται.

 

Δεδομένου ότι ο Αιτητής δήλωσε ότι κατά την ανάθεση της πρώτης του αποστολής ο κος Kelechi του ζήτησε να αποδείξει την αφοσίωσή του στην αδελφότητα και να φέρει μια γυναίκα προκειμένου να διεκπεραιωθούν τα τελετουργικά, άλλως θα τον απέπεμπαν από την αδελφότητα και θα τον τιμωρούσαν αυστηρά, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι θα πρέπει να αξιολογηθεί το ενδεχόμενο εξαναγκασμού του Αιτητή στις πράξεις που τέλεσε, έτσι ώστε να αρθεί ο καταλογισμός της προσωπικής του ευθύνης.

 

Αρχικά ο αρμόδιος λειτουργός παρέθεσε ότι οι προϋποθέσεις που θα πρέπει να πληρούνται σωρευτικά έτσι ώστε να στοιχειοθετείται ο εξαναγκασμός ως λόγος άρσης της ατομικής ευθύνης είναι 1) το εάν η συμπεριφορά του Αιτητή προκλήθηκε κατόπιν απειλής, επικείμενου θανάτου ή συνεχιζόμενης ή επικείμενης βαριάς σωματικής βλάβης, 2) ο Αιτητής να ενήργησε αναγκαστικά και εύλογα για να αποφύγει την απειλή και 3) ο Αιτητής να μην είχε σκοπό να προκαλέσει βαρύτερη βλάβη από την απειλή που επεδίωξε να αποφύγει.

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση, κρίθηκε ότι ο Αιτητής ουδέποτε δήλωσε ότι λειτούργησε υπό καθεστώς εξαναγκασμού, ενώ ερωτηθείς εάν κινδύνευε η σωματική του ακεραιότητα κατά το χρόνο τέλεσης των εγκλημάτων που διέπραξε, εκείνος επικαλέστηκε αορίστως τον κώδικα πίστης και αφοσίωσης της αδελφότητας. Ζητηθείς μάλιστα να περιγράψει την τιμωρία θα αντιμετώπιζε εάν δεν εκτελούσε την αποστολή του, ο Αιτητής απάντησε ότι δε γνωρίζει τι συμπεριλαμβάνει η τιμωρία. Στη βάση των ανωτέρω δηλώσεων του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι τα εγκλήματα που διέπραξε ο Αιτητής δεν τελέσθησαν υπό καθεστώς απειλής, επικείμενου θανάτου ή συνεχιζόμενης ή επικείμενης βαριάς σωματική βλάβης. Ούτως ή άλλως, ο αρμόδιος λειτουργός υποστηρίζει πως στη βάση των όσων ο Αιτητής δήλωσε, δεν προκύπτουν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι ο Αιτητής ενήργησε αναγκαστικά και εύλογα προκειμένου να αποφύγει την απειλή που επικαλείται. Παραθέτει συναφώς ο αρμόδιος λειτουργός, ότι όταν ο Αιτητής ρωτήθηκε εάν θα μπορούσε να κάνει κάτι έτσι ώστε να αποφύγει τους φόνους των εν λόγω γυναικών, εκείνος απάντησε θα μπορούσε να έχει μιλήσει στην αρραβωνιαστικιά του η οποία θα τον βοηθούσε, ωστόσο επικαλέστηκε ότι του είχαν κάνει πλύση εγκεφάλου.

 

Σε σχέση δε με την επικαλούμενη πλύση εγκεφάλου στην οποία δήλωσε ότι υποβλήθηκε ο Αιτητής προκειμένου να διαπράξει τα εγκλήματα που διέπραξε, ο αρμόδιος λειτουργός παραθέτει τις δηλώσεις του ίδιου του Αιτητή, σύμφωνα με τις οποίες εκείνος προέβαλε ότι «κάποιες φορές το κυνήγι της επιτυχίας σε κάνει να γίνεσαι αδαής. Επικεντρώνεσαι τόσο σε αυτό και δεν κάθεσαι να εξετάσεις τα θετικά και τα αρνητικά». Η εν λόγω απάντηση κρίθηκε ως αντικατοπτρίζουσα την ψυχολογία ενός ατόμου που αξιολογεί ως πιο σημαντική την προσωπική επιτυχία παρά οποιαδήποτε άλλη συνέπεια θα επέφερε η συμμετοχή του στις δραστηριότητες της μυστικής αδελφότητας. Ο Αιτητής ρωτήθηκε άλλωστε εάν θα μπορούσε τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο να εγκαταλείψει την περιοχή Limbe έτσι ώστε να αποφύγει τη διάπραξη των εγκλημάτων που διέπραξε, εκείνος απάντησε χωρίς νοηματική συνοχή και ευλογοφάνεια ότι είχε γίνει εσωστρεφής και δε το σκέφτηκε. Στη βάση του ανωτέρω σκεπτικού, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε κατάσταση εξαναγκασμού κατά την τέλεση των εγκλημάτων που διέπραξε.

 

Εξετάζοντας, τέλος, περεταίρω επιπρόσθετες παράμετρους, ο αρμόδιος λειτουργός παραπέμπει στον Οδηγό της EUAA για τον Αποκλεισμό από τη διεθνή προστασία και επικαλείται ότι όταν υπάρχουν σοβαροί λόγοι να πιστεύεται ότι ο Αιτητής φέρει ατομική ευθύνη για την ή τις πράξεις που συνεπάγονται αποκλεισμό, ο χειριστής της υπόθεσης μπορεί να εξετάσει το κατά πόσον ο αποκλεισμός ικανοποιεί στη συγκεκριμένη περίπτωση τους σκοπούς των ρητρών αποκλεισμού. Αναφέρει δε ότι, όσο πιο αποτρόπαιες είναι οι πράξεις που συνεπάγονται αποκλεισμό, τόσο λιγότερο συμβάλλουν οι ακόλουθοι παράγοντες στη λήψη της απόφασης. Παράμετροι που εξετάζονται συνήθως είναι η έκτιση της ποινής για την πράξη που επισύρει αποκλεισμό, η απονομή χάριτος ή αμνηστίας και ο χρόνος ο οποίος παρήλθε από το χρόνο τέλεσης της εγκληματικής συμπεριφοράς. Σε σχέση με το τελευταίο στοιχείο, εξετάζεται εάν τα εγκλήματα υπόκεινται σε παραγραφή, ήτοι εάν παύει η δίωξή τους και εξαλείφεται το αξιόποινό τους.

 

Εν προκειμένω ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν συντρέχουν οι περιπτώσεις έκτισης της ποινής και απονομής χάριτος ή αμνηστίας στο πρόσωπο του Αιτητή δεδομένου ότι τα εγκλήματά του ουδέποτε περιήλθαν σε γνώση των αρχών του Καμερούν έτσι ώστε να του ασκηθούν ποινικές διώξεις. Δεδομένου, τέλος, ότι ο Αιτητής δήλωσε ότι τέλεσε τα ανωτέρω εγκλήματα κατά την περίοδο των ετών 2021-2022, ήτοι περίπου 1,5 χρόνο πριν τη διεξαγωγή της προφορικής του συνέντευξης, δεν έκρινε ότι τίθεται θέμα αξιολόγησης του χρόνου που περιήλθε από την τέλεση των εγκλημάτων εκ μέρους του Αιτητή.

 

Καταληκτικά, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι υπάρχουν σοβαροί λόγοι να θεωρείται ότι ο Αιτητής είναι φυσικός αυτουργός στα κακουργήματα της συνωμοσίας για φόνο, περιαγωγής σε κατάσταση νάρκωσης με σκοπό διάπραξη κακουργήματος, τριών φόνων εκ προμελέτης και αρπαγής ή απαγωγής ή στέρησης της ελευθερίας προσώπου με σκοπό να φονευθεί εκ προμελέτης. Οι εν λόγω πράξεις αποτελούν σοβαρά εγκλήματα και επομένως εμπίπτουν στο άρθρο 5(2)(β) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 περί αποκλεισμού του Αιτητή από το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Αξιολογώντας στη συνέχεια τους ισχυρισμούς του Αιτητή περί του ότι αποπειράθηκε να φονεύσει τη μητέρα του τρεις φορές και δη την εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών του, ο αρμόδιος λειτουργός παρέθεσε ότι κατά τη διάρκεια των προφορικών του συνεντεύξεων, δήλωσε ο Αιτητής ότι προκειμένου να ανέβει στη ιεραρχία της αδελφότητας, τα μέλη της τελευταίας του έδωσαν εντολή να σκοτώσει τη μητέρα του, δίνοντάς του μια άγνωστη ουσία σε σκόνη, το μαντίλι με τις υπερφυσικές δυνάμεις που χρησιμοποίησε για να σκοτώσει τις τρις γυναίκες και ένα μαχαίρι. Προέβαλε δε ο Αιτητής ότι αν και προσπάθησε να σκοτώσει τη μητέρα του τρεις φορές, εν τέλει δεν τα κατάφερε.

 

Δεδομένου ότι ο Αιτητής δεν ήθελε να μιλήσει για το συγκεκριμένο ζήτημα κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης καθώς και ότι οι δηλώσεις του ήταν ασαφείς, αόριστες και στερούμενες συνοχής, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δε θεμελιώνεται η εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών του. Ειδικότερα, ο Αιτητής αρχικά δήλωσε ότι δεν θέλει να μιλήσει για το συγκεκριμένο θέμα, ενώ όταν ρωτήθηκε πως του δόθηκε η εντολή να σκοτώσει τη μητέρα του, εκείνος απάντησε αόριστα «όπως και τις υπόλοιπες φορές». Όταν άλλωστε ζητήθηκε από τον Αιτητή να περιγράψει τις απόπειρες που διέπραξε κατά της μητέρας του, εκείνος απάντησε χωρίς νοηματική συνοχή ότι έβλεπε ταινίες με περιστατικά όπως αυτά που βίωσε και ότι μέχρι που τα έζησε ο ίδιος πίστευε ότι κάποια πράγματα συμβαίνουν μόνο σε ταινίες. Ο Αιτητής άλλωστε δεν ήταν σε θέση ούτε να αποσαφηνίσει χρονικά πότε διέπραξε τις απόπειρες κατά της μητέρας του, ισχυριζόμενος ότι δε θυμάται. Προέβαλε άλλωστε χωρίς ευλογοφάνεια ότι αποπειράθηκε εκ νέου να σκοτώσει τη μητέρα του μετά την πρώτη αποτυχημένη προσπάθεια χωρίς να έχει ιδιαίτερο κίνητρο, απλά επειδή έτσι του ζήτησαν τα μέλη της αδελφότητας.

 

Στη βάση των ανωτέρω δηλώσεων, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν είναι δυνατό να αξιολογηθεί εάν υπάρχουν σοβαροί λόγοι να πιστεύεται ότι ο Αιτητής αποπειράθηκε να σκοτώσει τη μητέρα του τρεις φορές.

 

Αξιολογώντας τον ισχυρισμό του Αιτητή περί του ότι παρείχε γυναίκες στην αδελφότητα προκειμένου να προβούν σε σεξουαλικές πράξεις με άλλα μέλη της αδελφότητας έναντι χρηματικής αμοιβής και δη την εσωτερική αξιοπιστία των αντίστοιχων δηλώσεών του, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή ήταν νοηματικά συνεκτικές, αφού περιέγραψε τη συμμετοχή του σε τουλάχιστον δύο περιπτώσεις μαστροπείας. Ειδικότερα, ο Αιτητής εξήγησε ότι τα ανώτερα στελέχη της αδελφότητας είχαν αναθέσει στα κατώτερα, όπως ο Αιτητής, την ανεύρεση γυναικών οι οποίες θα επιδίδονταν μαζί τους σε σεξουαλικές επαφές έναντι αμοιβής. Την εν λόγω δήλωση επανέλαβε ο Αιτητής όταν ρωτήθηκε ποιος ήταν ο δικός του ρόλος στις δραστηριότητες τις αδελφότητας.

 

Κληθείς να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο επιδιδόταν στις ανωτέρω πράξεις, ο Αιτητής εξήγησε με νοηματική συνοχή ότι τα μέλη της αδελφότητας του είχαν δώσει 30 εκατομμύρια φράγκα Καμερούν (CFA) έτσι ώστε να καταφέρει να γίνει δημοφιλής στην κοινότητά του, με αποτέλεσμα να γίνει θαμώνας γνωστών κέντρων εστίασης όπου ξόδευε μεγάλα ποσά χρημάτων έτσι ώστε να προσελκύει γυναίκες. Παράλληλα, ο Αιτητής δήλωσε ότι εξασφάλιζε κρατήσεις VIP σε συναθροίσεις στις οποίες τον καλούσαν. Εξήγησε μάλιστα πως λόγω του συγκεκριμένου τρόπου ζωής, ήταν εύκολο γι΄ αυτόν να βρει κοπέλες επειδή τους άρεσε τα φιλοδωρήματα που έπαιρναν προκειμένου να κοιμηθούν με τα μέλη της αδελφότητας. Στη βάση των ανωτέρω απαντήσεων, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε την εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων του Αιτητή ως θεμελιωθείσα.

 

Προχωρώντας στην διερεύνηση της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι τα όσα ο Αιτητής δήλωσε σε μπορούν, λόγω της υποκειμενικής τους φύσης, να αποτελέσουν αντικείμενο σχετικής έρευνας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Στη βάση της θεμελιωθείσας εσωτερικής αξιοπιστία των δηλώσεων του Αιτητή, οι δηλώσεις του Αιτητή περί του ότι παρείχε γυναίκες στην αδελφότητα προκειμένου να προβούν σε σεξουαλικές πράξεις με άλλα μέλη της αδελφότητας έναντι χρηματικής αμοιβής έγινε αποδεκτός.

 

Εκ των ανωτέρω πράξεων, ο αρμόδιος λειτουργός αξιολόγησε ότι σύμφωνα με το άρθρο 157 του Ποινικού Κώδικα, η προσαγωγή γυναίκας σε κοινή πορνεία είτε στη Δημοκρατία είτε εκτός αυτής, εμπίπτει στον ορισμό της μαστροπείας. Εξηγεί μάλιστα ότι ο όρος «προάγω» σημαίνει ότι εξαναγκάζω μια γυναίκα σε πράξεις στις οποίες δεν θα προέβαινε με τη θέλησή της ή αυθόρμητα και/ή κάνω τέτοιες ενέργειες ώστε να συμβεί κάτι το οποίο η γυναίκα δεν επιθυμεί.

 

Εξετάζοντας τις πράξεις του Αιτητή, κρίθηκε ότι αυτές οι πράξεις συνέβαλαν καθοριστικά στην πορνεία των γυναικών που γνώριζε σε χώρους αναψυχής εφόσον ο ρόλος του συνίστατο στο να τις προσεγγίσει, να πάρει τον αριθμό τηλεφώνου τους και ακολούθως να τις φέρει ενώπιον των υψηλόβαθμων στελεχών της αδελφότητας, έναντι χρηματικού ανταλλάγματος. Ο ίδιος άλλωστε ο Αιτητής επιβεβαίωσε ότι «προμήθευε» τα άλλα μέλη της αδελφότητας με γυναίκες. Κατέληξε συνεπώς ο αρμόδιος λειτουργός ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 157 του κυπριακού ποινικού κώδικα περί μαστροπείας.

 

Αξιολογώντας στη συνέχεια την ατομική ευθύνη του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός αρχικά εξέτασε το στοιχεία της συμπεριφοράς του Αιτητή και έκρινε ότι ο τελευταίος ήταν φυσικός αυτουργός μαστροπείας καθώς με τις πράξεις του προήγαγε γυναίκες που γνώριζε σε ερωτικές συνευρέσεις με τρίτα άτομα έναντι χρηματικής αμοιβής.

 

Σε σχέση με τα στοιχεία της πρόθεσης και γνώσης, ο αρμόδιος λειτουργός προέβαλε ότι ο εκ των ρόλων του Αιτητή στην αδελφότητα, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά, ήταν να προμηθεύει τα μέλη της με γυναίκες. Παράλληλα, όπως ο ίδιος ο Αιτητής δήλωσε, οι πράξεις του είχαν ως σκοπό την προμήθεια των μελών της αδελφότητας με γυναίκες για διασκέδαση γεγονός το οποίο ενέχει και πρόθεση και γνώση εκ μέρους του Αιτητή.

 

Ως προς το ενδεχόμενο ύπαρξης λόγων άρσης καταλογισμού της ατομικής ευθύνης του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός επανέλαβε ότι ο Αιτητής ουδέποτε επικαλέστηκε την ύπαρξη ψυχικής νόσου ή βλάβης, η οποία του στερεί τη δυνατότητα εκτίμησης της φύσεως των πράξεών του και του εκνόμου του χαρακτήρα τους. Ενδεχόμενη ανωριμότητα του Αιτητή ως λόγος άρσης του καταλογισμού της ατομικής του ευθύνης αποκλείστηκε και πάλι καθώς κατά την τέλεση των εγκλημάτων ο Αιτητής ήταν ενήλικος. Αποκλείστηκε επίσης ως λόγος άρσης του καταλογισμού του Αιτητή η ακούσια μέθη καθώς ο Αιτητής ουδέποτε ισχυρίστηκε ότι βρισκόταν σε κατάσταση μέθης κατά την τέλεση των πράξεών μαστροπείας στην οποίες επιδόθηκε. Ως προς την ύπαρξη πραγματικής πλάνης εκ μέρους του Αιτητή, ήτοι την άγνοια των περιστατικών που κατέστησαν τις πράξεις του αξιόποινες, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δε βρισκόταν σε ειλικρινή, εύλογη και πεπλανημένη αντίληψη σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά, δηλαδή την προαγωγή γυναικών μέσω του ιδίου σε σεξουαλικές συνευρέσεις με μέλη της αδελφότητας έναντι χρηματικού ποσού. Σε σχέση δε με το στοιχείο της νομικής πλάνης, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι η γνώση του Νόμου δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του ποινικού αδικήματος της μαστροπείας έτσι ώστε να  εξεταστεί το ενδεχόμενο νομικής πλάνης του Αιτητή. Καταληκτικά, κρίθηκε ότι δε συντρέχουν λόγοι άρσης του καταλογισμού της ατομικής ευθύνης του Αιτητής για το αδίκημα της μαστροπείας το οποίο τέλεσε στη χώρα καταγωγής του.

 

Εξετάζοντας ακολούθως την ενδεχόμενη ύπαρξη λόγων άρσης του αδίκου των πράξεων μαστροπείας στις οποίες προέβη ο Αιτητής, ο αρμόδιος λειτουργός επανέλαβε ότι ο Αιτητής δε βρισκόταν σε κατάσταση υπεράσπισης του ιδίου ή τρίτου προσώπου αλλά λειτουργούσε κατ’ εντολή τρίτων προσώπων με αποτέλεσμα να απορρίπτεται η περίπτωση της αυτοάμυνας ως ενδεχόμενος λόγος άρσης του αδίκου του χαρακτήρα των πράξεων του Αιτητή.

 

Παράλληλα, καθώς ο Αιτητής δεν τελούσε υπό εντολή κυβέρνησης ή στρατιωτικού ή πολιτικού ανωτέρου, δεν είχε νομική υποχρέωση να ακολουθήσει τις εντολές της αδελφότητας και αναμενόταν ευλόγως από εκείνον, λόγω και του μορφωτικού του επιπέδου,  να γνωρίζει ότι η εντολή της αδελφότητας ήταν παράνομη, το στοιχείο της εντολής ανωτέρου απορρίφθηκε ως λόγος άρσης του αδίκου του χαρακτήρα των πράξεων μαστροπείας.

 

Σε σχέση δε με το στοιχείο του εξαναγκασμού, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ουδέποτε ο Αιτητής δέχτηκε, σύμφωνα και με τις δηλώσεις του, απειλή επικείμενου θανάτου ή συνεχιζόμενης ή επικείμενης βαριάς σωματικής βλάβης κατά το χρόνο τέλεσης των πράξεων μαστροπείας. Προβάλλει μάλιστα ο αρμόδιος λειτουργός, ότι όταν ζητήθηκε από τον Αιτητή να προσδιορίσει τι εννοούσε όταν δήλωσε ότι λειτουργούσε υπό καθεστώς φόβου σχετικά με το τι μπορεί να του συμβεί, εκείνος ουδέποτε αναφέρθηκε σε απειλή θανάτου ή συνεχιζόμενης ή επικείμενης βαριάς σωματικής βλάβης αντιθέτως επικαλέστηκε χωρίς ευλογοφάνεια και νοηματική συνοχή ότι έβλεπε εφιάλτες κατά τη διάρκεια των οποίων ο αρχηγός της αδελφότητας, Igwe, τον υπέβαλε ανθρωποθυσίες, Ερωτηθείς ωστόσο εάν ο Igwe προέβη σε κάποια φυσική πράξη εναντίον του, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά, πλην όμως επανέλαβε και πάλι χωρίς ευλογοφάνεια και νοηματική συνοχή ότι κάποιες φορές ένιωθε ότι βρισκόταν σε κατάσταση trance και μπορούσε να δει την εικόνα του Igwe. Εκ της ανωτέρω ανάλυσης, ο αρμόδιος λειτουργός συνήγαγε ότι ο φόβος του Αιτητή δε συνδέοντο με οιαδήποτε απειλή θανάτου ή συνεχιζόμενης ή επικείμενης βαριάς σωματικής βλάβης, δεν αφορούσε καν ο εν λόγω φόβος την πράξη της μαστροπείας και σε κάθε περίπτωση, κανένα μέλος της αδελφότητας δεν προέβη σε κάποια συγκεκριμένη πράξη εις βάρος του Αιτητή. Ο δε φόβος του προκαλούταν από τους εφιάλτες που βίωνε και την ψυχική του κατάσταση.

 

Καταληκτικά, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δε συντρέχουν λόγοι άρσης του αδίκου του χαρακτήρα των πράξεων μαστροπείας στις οποίες υπέπεσε ο Αιτητής στη χώρα καταγωγής του.

 

Ως προς τις επιπρόσθετες παραμέτρους που δύνανται να εξεταστούν όπως η έκτιση της ποινής για την πράξη που επισύρει αποκλεισμό, η απονομή χάριτος ή αμνηστίας και ο χρόνος ο οποίος παρήλθε από το χρόνο τέλεσης της εγκληματικής συμπεριφοράς, ο αρμόδιος λειτουργός επαναλαμβάνει ότι οι εν προκειμένω εξεταζόμενες πράξεις του Αιτητή ουδέποτε περιήλθαν στη γνώση των αρχών της χώρας καταγωγής του και ως εκ τούτου οι ανωτέρω παράμετροι δε συντρέχουν στην περίπτωση του Αιτητή, τελέστηκαν δε σε χρόνο πρόσφατο ο οποίος δε δικαιολογεί την αξιολόγηση της περαιτέρω εγκληματικής συμπεριφοράς του Αιτητή.

 

Συνοψίζοντας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι υπάρχουν σοβαροί λόγοι να πιστεύεται ότι ο Αιτητής ήταν φυσικός αυτουργός του πλημμελήματος της μαστροπείας, η οποία αποτελεί σοβαρό έγκλημα και ως εκ τούτου εμπίπτει στο άρθρο 5(2)(β) του περί Προσφύγων Νόμου περί αποκλεισμού από το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Εξετάζοντας τέλος την εν γένει συμμετοχή του Αιτητή στην αδελφότητα ως πράξη αποκλεισμού του από το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, ο αρμόδιος λειτουργός παρέθεσε ότι σύμφωνα με τα λεγόμενά του, ο Αιτητής ήταν χαμηλόβαθμο μέλος της αδελφότητας και προχώρησε στις ανωτέρω περιγραφόμενα εγκλήματα κατόπιν εντολών των υψηλόβαθμων μελών της.

 

Αξιολογώντας την εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός τονίζει ότι η συμμετοχή του Αιτητή στην αδελφότητα έχει ήδη γίνει αποδεκτή υπό τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή γύρω από τους λόγους για τους οποίος εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο δε εγκληματικός χαρακτήρας της αδελφότητας προκύπτει από τα εγκλήματα που έγινε δεκτό ότι τέλεσε ο Αιτητής κατόπιν εντολής του αρχηγού της. Επικαλούμενος την αξιολόγηση τόσο της εσωτερικής, όσο και της εξωτερικής αξιοπιστίας του εν λόγω ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής ήταν μέλος μιας μυστικής αδελφότητας-ομάδας, με διακριτή ιεραρχία, η οποία είχε και εγκληματικό σκοπό. Ειδικότερα, η εν λόγω ομάδα ωθούσε το κατώτερα στην ιεραρχία μέλη της, όπως ο Αιτητής, σε τέλεση πράξεων μαστροπείας προς όφελος των υψηλόβαθμων μελών της και σε τέλεση δολοφονιών με σκοπό, βάσει των πεποιθήσεων των μελών της, την αύξηση της επιρροής και της δύναμης.

 

Διακρίνοντας τις πράξεις που δύνανται να επιφέρουν τον αποκλεισμό του Αιτητή από το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, ο αρμόδιος λειτουργός προσδιορίζει ότι ο Αιτητής συμμετείχε σε εγκληματική οργάνωση, στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της οποίας συμμετείχε και αποδέχτηκε τη διάπραξη των ανωτέρω εγκλημάτων κατά παράβαση των άρθρων 63 Α και 63 Β του Κυπριακού Ποινικού Κώδικα.

 

Επικαλούμενος την Κυπριακή Νομολογία, ο αρμόδιος λειτουργός  οι δύο προϋποθέσεις του άρθρου 63Α που θα πρέπει να πληρούνται είναι 1) η κατάταξη μιας οργάνωσης ως εγκληματικής και 2) η συμμετοχή του κατηγορούμενου σε αυτήν χωρίς οποιαδήποτε άλλη πράξη.

 

Αντιθέτως, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της αποδοχής και συμμετοχής σε τέλεση εγκλημάτων σύμφωνα με το άρθρο 63Β(1) (β), απαιτείται η συμμετοχή σε πράξη εγκληματικής οργάνωσης, την οποία θα έπρεπε λογικά ο κατηγορούμενος να γνωρίζει ότι συνδέεται με τη διάπραξη οιουδήποτε ποινικού αδικήματος.

 

Κρίνοντας ότι αρχικά θα πρέπει να εξεταστεί το εάν η αδελφότητα της οποίας ήταν μέλος ο Αιτητής συνιστά εγκληματική οργάνωση υπό την έννοια του άρθρου 63Β(3), ήτοι διαρθρωμένη ομάδα τριών ή περισσοτέρων προσώπων, η οποία έχει συσταθεί και λειτουργεί με σκοπό την τέλεση ποινικών αδικημάτων που προβλέπει ο Νόμος. Το δεύτερο στοιχείο που πρέπει να αποδειχθεί είναι κατά πόσο ο Αιτητής συμμετείχε σε αυτή την οργάνωση και έχοντας γνώση των παράνομων σκοπών της, συμμετείχε στις εγκληματικές πράξεις της οργάνωσης.

 

Αναφορικά με το εάν μια ομάδα χαρακτηρίζεται ως εγκληματική οργάνωση, συναρτάται εννοιολογικά, κατά τον αρμόδιο λειτουργό, με τον αριθμό των ατόμων που συμμετέχουν, την ύπαρξη δομής, τη διάρθρωση και το ρόλο των μελών της, τη διάρκεια της δράσης της και το σκοπό της. Στην υπό εξέταση περίπτωση, ο Αιτητής επέδειξα άγνοια ως προς τον αριθμό των μελών της αδελφότητας, αποσαφήνισε ωστόσο ότι διέθετε πολλά μέλη. Υπέδειξε επίσης τον Igwe ως αρχηγό και τον κο Keletchi ως «πνευματικό του πατέρα» στην ομάδα, ενώ κατονόμασε κάποια από τα μέλη της. Ως εκ τούτου πρόκειται για ομάδα τριών ή περισσοτέρων ατόμων .

 

Ακολούθως ο αρμόδιος λειτουργός αξιολογεί ότι η εν λόγω ομάδα ήταν διαρθρωμένη καθώς ο Αιτητής περιέγραψε την ιεραρχική της δομή και το ρόλο των μελών της, παραθέτοντας πλήθος πληροφοριών και στοιχείων αναφορικά με την εν λόγω αδελφότητα, τη δομή της, τη δραστηριότητά της, τον ρουχισμό των μελών της, τα σύμβολά της. Προσθέτει ο αρμόδιος λειτουργός ότι η εν λόγω ομάδα είχε ήδη συσταθεί πριν την ένταξη του Αιτητή στους κύκλους της το 2021 και η διάπραξη ενεργειών που ορίζονται ως  ποινικά αδικήματα από τον Κυπριακό Ποινικό Κώδικά αποτελούσε μέρος των βασικών της δραστηριοτήτων. Καθώς από προηγούμενη έρευνα αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων του Αιτητή διαπιστώθηκε ότι στη χώρα καταγωγής του υπάρχει η πεποίθηση ότι οι ανθρωποθυσίες δύναται να ενισχύσουν τη δύναμη και την επιρροή, η εν λόγω αδελφότητα κρίθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό ότι αποσκοπούσε στην αύξηση της επιρροής της μέσω ανθρωποθυσιών. Σε συνδυασμό μάλιστα με το γεγονός ότι τα υψηλόβαθμα στελέχη της αδελφότητας διέταζαν τα χαμηλόβαθμα στελέχη να προσεγγίσουν γυναίκες με σκοπό να τις προάγουν στην πορνεία, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι επιβεβαιώνεται ο εγκληματικός χαρακτήρας της ομάδας- μυστικής αδελφότητας της οποίας ο Αιτητής ήταν μέλος.

 

Καθώς λοιπόν η συμμετοχή του Αιτητή στην εν λόγω ομάδα έχει ήδη γίνει αποδεκτή κατά την αξιολόγηση των ισχυρισμών του αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 63Α περί συμμετοχής του Αιτητής σε εγκληματική οργάνωση.

 

Σε σχέση με την αποδοχή και συμμετοχή του Αιτητή σε διάπραξη εγκλημάτων σύμφωνα με το άρθρο 63Β (1) (β) του ποινικού κώδικα έχει γίνει ήδη δεκτή η συμμετοχή του σε πράξεις μαστροπείας, συνωμοσίας για φόνο και φόνο εκ προ μελέτης. Δεκτή έχει γίνει επίσης και η πράξη περιαγωγής του πρώτου του θύματος σε κατάσταση νάρκωσης βάσει οδηγιών της αδελφότητας προκειμένου να το μεταφέρει στο μοτέλ Pandora  καθώς και η αρπαγή του με τη βοήθεια αγνώστου ουσίας που έριξε εντός του ποτού της σε κέντρο εστίασης  της πόλης Limbe. Ως εκ τούτου, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι πληρούνται και οι προϋποθέσεις του άρθρου 63Β (1) (β) του ποινικού κώδικα. Οι περαιτέρω πράξεις λοιπόν που δύνανται να επιφέρουν τον αποκλεισμό του Αιτητή είναι η συμμετοχή του Αιτητή σε εγκληματική οργάνωση καθώς και η αποδοχή και συμμετοχή σε τέλεση εγκλημάτων.

 

Εξετάζοντας ακολούθως την ατομική ευθύνη του Αιτητή και δη το στοιχείο της συμπεριφοράς του, ο αρμόδιος λειτουργός παραθέτει ότι ο Αιτητής συμμετείχε στις ανωτέρω πράξεις ως φυσικός αυτουργός, κατά τη διάρκεια της τέλεσης των οποίων είχε πλήρη γνώση της συμμετοχής του σε μια ομάδα που έχει εγκληματικό χαρακτήρα καθώς ο κος Kelechi τον είχε ενημερώσει ότι προκειμένου να αναρριχηθεί στην ιεραρχία, θα πρέπει να προβεί σε ανθρωποθυσίες οι οποίες ανακοινώνοντας κάθε Δευτέρα στις συναθροίσεις των μελών της αδελφότητας καθ΄ υπόδειξη του αρχηγού Igwe. Παράλληλα, ο Αιτητής, έχοντας γνώση των παράνομων δραστηριοτήτων της μυστικής αδελφότητας συνέχισε να παραμένει μέλος της και συμμετείχε στις πράξεις αποκλεισμού που αναλύθηκαν ανωτέρω.

 

Σχετικά με το στοιχείο της πρόθεσης, αν και ο Αιτητής δήλωσε ότι αρχικά δε γνώριζε την εγκληματική δραστηριότητα της αδελφότητας, υποστηρίζοντας ότι αν τη γνώριζε δεν θα εντασσόταν στους κύκλους της, ωστόσο από το σύνολο του ιστορικού του όπως αυτό προκύπτει από της δηλώσεις του, εκείνος παρέμεινε μέλος της ακόμα και όταν περιήλθε στη γνώση του ο εγκληματικός της χαρακτήρας, προκειμένου, όπως ο ίδιος ομολόγησε, να αποκομίσει προσωπικό όφελος καθώς πίστευε ότι η συμμετοχή του στην ομάδα θα του εξασφάλιζε την επιτυχία. Επίσης, αν και ο Αιτητής τέλεσε τους φίνους τριών γυναικών, εγκλήματα της μαστροπείας, σε προπαρασκευαστικές ποινικά κολάσιμες πράξεις όπως η νάρκωση και η περιαγωγή σε κατάσταση μέθης με σκοπό το φόνο, εντούτοις του δημιουργήθηκαν αμφιβολίες σε σχέση με τη συμμετοχή του στην ομάδα μόνο όταν του ζητήθηκε να στραφεί εναντίον οικείων προς τον ίδιο προσώπων. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα, σύμφωνα με τον αρμόδιο λειτουργό, ότι όταν ο Αιτητής ρωτήθηκε πως ένιωσε με τις πράξεις που διέπραξε, εκείνος απάντησε ότι είχε την ψυχολογία κάποιου που ήταν «ΟΚ» με αυτό που έκανε ενώ μέχρι τη στιγμή που του ζητήθηκε να σκοτώσει τη μητέρα του και το γιο του αποδεχόταν τη συμμετοχή του στη  πρόκληση θανάτου και άλλης βλάβης πάνε σε άγνωστες γυναίκες στα πλαίσια των τελετουργικών της αδελφότητας ως μέλος της. Εξήγησε μάλιστα ο Αιτητής ότι αν και δεν έλαβε κάποια αμοιβή κατόπιν της τέλεσης των πράξεων τις οποίες προέβη, η ανέλιξή του ωστόσο εξαρτιόταν από την διάπραξη ανθρωποθυσιών. Στη βάση της ανωτέρω ανάλυσης, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι πληρούνται τόσο τα στοιχεία της γνώσης όσο και της πρόθεσης.

 

Ως προς τους ενδεχόμενους λόγους άρσης του καταλογισμού της ατομικής ευθύνης του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός επανέλαβε ότι ο Αιτητής ουδέποτε επικαλέστηκε την ύπαρξη ψυχικής νόσου ή βλάβης, η οποία του στερεί τη δυνατότητα εκτίμησης της φύσεως των πράξεών του και του εκνόμου του χαρακτήρα της συμμετοχής του στην εγκληματική οργάνωση-μυστική αδελφότητα αλλά και στην αποδοχή και τέλεση εγκλημάτων στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της ως μέλος της. Ενδεχόμενη ανωριμότητα του Αιτητή ως λόγος άρσης του καταλογισμού της ατομικής του ευθύνης αποκλείστηκε και πάλι καθώς κατά τη διάρκεια της συμμετοχής του στην εν λόγω εγκληματική οργάνωση  ο Αιτητής ήταν ενήλικος. Αποκλείστηκε επίσης ως λόγος άρσης του καταλογισμού του Αιτητή η ακούσια μέθη καθώς ο Αιτητής ουδέποτε ισχυρίστηκε ότι βρισκόταν σε κατάσταση μέθης κατά την τέλεση των πράξεών στην οποίες  επιδόθηκε. Ως προς την ύπαρξη πραγματικής πλάνης εκ μέρους του Αιτητή, ήτοι την άγνοια των περιστατικών που κατέστησαν τις πράξεις του αξιόποινες, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δε βρισκόταν σε ειλικρινή, εύλογη και πεπλανημένη αντίληψη σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά, δηλαδή περί της συμμετοχής του σε εγκληματική οργάνωση και της αποδοχής και συμμετοχής σε αξιόποινες πράξεις στα πλαίσια των δραστηριοτήτων του ως μέλος της. Σε σχέση δε με το στοιχείο της νομικής πλάνης, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι η γνώση του Νόμου δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του ποινικού αδικήματος της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση και της αποδοχής και συμμετοχής σε αξιόποινες πράξεις στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της, έτσι ώστε να  εξεταστεί το ενδεχόμενο νομικής πλάνης του Αιτητή. Καταληκτικά, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δε συντρέχουν λόγοι άρσης του καταλογισμού της ατομικής ευθύνης του Αιτητής για το αδίκημα της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση και της αποδοχής και συμμετοχής σε αξιόποινες πράξεις στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της.

 

Εξετάζοντας ακολούθως την ενδεχόμενη ύπαρξη λόγων άρσης του αδίκου των πράξεων στις οποίες προέβη ο Αιτητής, ήτοι της συμμετοχής του σε εγκληματική οργάνωση και της αποδοχής και συμμετοχής σε αξιόποινες πράξεις στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της ως μέλος της, ο αρμόδιος λειτουργός επανέλαβε ότι ο Αιτητής δε βρισκόταν σε κατάσταση υπεράσπισης του ιδίου ή τρίτου προσώπου και ως εκ τούτου απορρίπτεται η περίπτωση της αυτοάμυνας ως ενδεχόμενος λόγος άρσης του αδίκου του χαρακτήρα των πράξεων του Αιτητή.

 

Παράλληλα, καθώς ο Αιτητής δεν τελούσε υπό εντολή κυβέρνησης ή στρατιωτικού ή πολιτικού ανωτέρου, και δεν είχε νομική υποχρέωση να συμμετάσχει σε εγκληματική οργάνωση και να αποδεχτεί και να συμμετάσχει  σε αξιόποινες πράξεις στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της ως μέλος της και αναμενόταν ευλόγως από εκείνον, λόγω και του μορφωτικού του επιπέδου,  να γνωρίζει ότι η συμμετοχή του σε εγκληματική οργάνωση και η αποδοχής και συμμετοχή του σε αξιόποινες πράξεις στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της αδελφότητας ως μέλος της, το στοιχείο της εντολής ανωτέρου απορρίφθηκε ως λόγος άρσης του αδίκου του χαρακτήρα των εν λόγω πράξεων.

 

Σε σχέση δε με το στοιχείο του εξαναγκασμού, ο αρμόδιος λειτουργός αρχικά παρέθεσε ότι σύμφωνα με τις δηλώσεις του Αιτητή, η ποινή που θα αντιμετώπιζε ένα μέλος που πρόδιδε την αδελφότητα ήταν ο θάνατος. Καθώς έγινε αποδεκτό ότι αφότου ο Αιτητής αποχώρησε από την ομάδα του επιτέθηκαν δύο άτομα, απήγαγαν τη μητέρα του και του ασκούσαν έντονη ψυχολογική πίεση, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι θα πρέπει να εξεταστεί το εάν η παραμονή του Αιτητή στην ομάδα ήταν αναγκαστική και εύλογη προκειμένου να αποφύγει τον κίνδυνο επικείμενου θανάτου ή συνεχιζόμενης επικείμενης βαριάς σωματικής βλάβης, η οποία βάσει των δηλώσεων του ήταν ο θάνατος ως αντίποινο της αποχώρησής του. Διαπιστώνει ωστόσο ο αρμόδιος λειτουργός ότι ο Αιτητής δεν έδρασε αναγκαστικά καθώς όταν του ανακοινώθηκε η πρώτη αποστολή ανθρωποθυσίας, εκείνος δεν έλαβε κάποιο μέτρο προκειμένου να αποχωρήσει από τους κύκλους της αδελφότητας. Επανέλαβε δε ο αρμόδιος λειτουργός ότι ο Αιτητής προέβαλε χωρίς ευλογοφάνεια και νοηματική συνοχή ότι εκείνη την περίοδο ήταν εσωστρεφής και δε σκέφτηκε ούτε να αποχωρήσει από την αδελφότητα αλλά ούτε και να καταγγείλει τις πράξεις της αδελφότητας στις αρχές.

 

Καταληκτικά, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις άρσης του αδίκου του χαρακτήρα των πράξεων του Αιτητή αναφορικά με τη συμμετοχή του σε εγκληματική οργάνωση και την αποδοχή και συμμετοχή του σε εγκληματικές πράξεις στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της ως μέλος της.

 

Ως προς τις επιπρόσθετες παραμέτρους που δύνανται να εξεταστούν όπως η έκτιση της ποινής για την ανωτέρω πράξη που επισύρει αποκλεισμό, η απονομή χάριτος ή αμνηστίας και ο χρόνος ο οποίος παρήλθε από το χρόνο τέλεσης της εγκληματικής συμπεριφοράς, ο αρμόδιος λειτουργός επαναλαμβάνει ότι οι εν προκειμένω εξεταζόμενες πράξεις του Αιτητή ουδέποτε περιήλθαν στη γνώση των αρχών της χώρας καταγωγής του και ως εκ τούτου οι ανωτέρω παράμετροι δε συντρέχουν στην περίπτωση του Αιτητή, τελέστηκαν δε σε χρόνο πρόσφατο ο οποίος δε δικαιολογεί την αξιολόγηση της περαιτέρω εγκληματικής συμπεριφοράς του Αιτητή.

 

Καταληκτικά, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι υπάρχουν σοβαροί λόγοι να πιστεύεται ότι ο Αιτητής συμμετείχε σε εγκληματική οργάνωση και αποδέχτηκε και διέπραξε εγκλήματα στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της εν λόγω οργάνωσης ως μέλος της, πράξεις οι οποίες αποτελούν σοβαρά εγκλήματα και ως εκ τούτου εμπίπτουν στο άρθρο 5(2)(β) του περί Προσφύγων Νόμου περί αποκλεισμού από το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Ολοκληρώνοντας την έκθεση-εισήγησή του, ο αρμόδιος λειτουργός καταλήγει ότι υπό το πρίσμα του προφίλ του Αιτητή ως μέλος εγκληματικής οργάνωσης – μυστικής αδελφότητας, των αποδεκτών ισχυρισμών του γύρω από τα εγκλήματα που διέπραξε στη χώρα καταγωγής του και επισύρουν τον αποκλεισμό του από το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, των διαθέσιμων πηγών πληροφόρησης αλλά και της Νομικής Ανάλυσης που προηγήθηκε, συμπεραίνεται ότι ο Αιτητής εμπίπτει στις ρήτρες αποκλεισμού τις οποίες προνοεί το άρθρο 5 (2) (β) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου θα πρέπει να αποκλειστεί από το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας λόγω του ότι διέπραξε στη χώρα καταγωγής του σοβαρά εγκλήματα.

 

Τονίζει ωστόσο ο αρμόδιος λειτουργός ότι, καθώς σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής κινδυνεύει να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία από μη κρατικό φορέα, ήτοι τα μέλη της αδελφότητας, χωρίς οι αρχές του Καμερούν να είναι σε θέση να του παράσχουν μόνιμη και αποτελεσματική προστασία σε ολόκληρη την επικράτεια του Καμερούν, 1) το άρθρο 3 της Σύμβασης του 1984 κατά των βασανιστηρίων και άλλων τρόπων σκληρής, απάνθρωπης και βασανιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, 2) το άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου  και των Θεμελιωδών Ελευθεριών αλλά και 3) τη Νομολογία του ΕΔΔΑ βάσει της οποίας η απέλαση σε χώρα που ο απελαυνόμενος ή ο εκ ζητούμενος κινδυνεύει να υποστεί παρόμοια μεταχείριση παραβιάζει το άρθρο 3 της Σύμβασης, εισηγήθηκε πως δεν θα πρέπει να εκδοθεί απόφασης επιστροφής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του σε συμμόρφωση με την αρχή της μη-επαναπροώθησης.

 

Όλων των πιο πάνω λεχθέντων και ενόψει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου να προβαίνει σε έλεγχο της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν, όπως ήδη αναφέρθηκε πιο πάνω, θα προχωρήσω στην αξιολόγηση των ενώπιόν μου στοιχείων σε σχέση με την ουσία του αιτήματος του Αιτητή, σε συνάρτηση κυρίως με τους ισχυρισμούς που προέβαλε ο συνήγορός του κατά την ενώπιόν μου διαδικασία.

 

Αφού αρχικά επιβεβαιώνω την ορθότητα της διάκρισης των τεσσάρων ισχυρισμών του Αιτητή από τους Καθ΄ων η αίτηση, κρίνω ως ορθή και πλήρη την διεξαχθείσα έρευνα και εξέταση των δηλώσεών του, τα οποία τυγχάνουν αποδοχής και από το Δικαστήριο ως αξιόπιστα και συνεπώς παρέλκει η επανάληψή τους. Λαμβάνεται άλλωστε υπόψη και η αρχή της απαγόρευσης της χειροτέρευσης της θέσης του διοικούμενου (reformation in peius) σύμφωνα με την όποια το Δικαστήριο δεν μπορεί να χειροτερεύσει τη θέση αιτητή/τριας και να ακυρώσει ένα ευνοϊκό για αυτό μέρος της απόφασης[3].

 

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο αποδέχεται τους ισχυρισμούς του Αιτητή περί του ότι από τον Ιούνιο του 2021 μέχρι τον Απρίλιο του 2022 ήταν μέλος μιας της μυστικής αδελφότητας Million Brotherhood στη χώρα καταγωγής του, η οποία άρχισε να τον εκδιώκει μετά την αποχώρησή του από αυτήν, τα δε μέλη της απήγαγαν τη μητέρα του Αιτητή προκειμένου να τον εξαναγκάσουν να επιστρέψει στους κύκλους της. Δεκτά γίνονται ως πραγματικά περιστατικά και όλες οι συναφείς δηλώσεις του Αιτητή, καθώς και τα στοιχεία και/ή πληροφορίες που αυτός παρέθεσε τόσο κατά την αφήγηση, όσο και την διερεύνησή του αφηγήματός του. Το γεγονός ότι ούτε το παρόν Δικαστήριο κατάφερε να εντοπίσει το όνομα της εγκληματικής ομάδας/αδελφότητας “Million Brotherhood” σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, κρίνεται ως στοιχείο που δε μπορεί να αποδυναμώσει την ήδη θεμελιωθείσα αξιοπιστία του Αιτητή, αφού σύμφωνα και με τις δηλώσεις του ιδίου, η εν λόγω αδελφότητα ήταν μυστική, με αποτέλεσμα να κρίνεται ως εύλογη η απουσία πληροφοριών γύρω από την ονομασία και τη δράση της σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης. 

 

Το Δικαστήριο κρίνει επίσης ορθή την αξιολόγηση κινδύνου στην οποία προχώρησαν οι Καθ΄ων η αίτηση, εκ της οποίας πιθανολογήθηκε ευλόγως ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει περαιτέρω πράξεις αντιποίνων από τα μέλη της εν λόγω ομάδας οι οποίες μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο ακόμα και τη ζωή του, λόγω του ότι αποφάσισε να αποχωρήσει από τους κύκλους της.  Η εν λόγω κατάληξη ενδυναμώνεται και από τις παρελθούσες πράξεις εκφοβισμού και τις επιθέσεις τις οποίες δέχτηκε ο Αιτητής και άτομα του περιβάλλοντός του από τα μέλη της αδελφότητας από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούλιο του 2022.

 

Δεδομένου λοιπόν ότι πληρούνται τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο του φόβου του, ο φόβος του Αιτητή κρίνεται βάσιμος και δικαιολογημένος.

 

Προχωρώντας τώρα στη νομική ανάλυση, αρχικά παρατηρώ ότι ο συνήγορος του Αιτητή αιτείται με την αιτούμενη θεραπεία υπό στοιχείο Α την υπαγωγή του Αιτητή σε προσφυγικό καθεστώς, ωστόσο δεν προβαίνει σε υπαγωγή των περιστατικών της παρούσας υπόθεσης στις πρόνοιες του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή περαιτέρω ανάλυση των λόγων για τους οποίους κατά τη θέση του ο Αιτητής εμπίπτει σε αυτές. Αντιθέτως, ο κος Γιαννακάς στη σελίδα 22 της γραπτής του αγόρευσης, υποστηρίζει αόριστα ότι εναπόκειται στο Δικαστήριο να εξακριβώσει τους λόγους δίωξης του Αιτητή, έτσι ώστε να θεμελιωθεί η υπαγωγή του στο ανωτέρω άρθρο.

 

Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 6(Ι)/2000, «πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο, που λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγένειας του και δεν είναι σε θέση ή λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής». Για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση.

 

Δεδομένου λοιπόν ότι ο φόβος του Αιτητή κρίθηκε ως βάσιμος και δικαιολογημένος, θα προχωρήσω να εξετάσω αρχικά εάν οι επαπειλούμενες εις βάρος του πράξεις σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, ήτοι οι πράξεις απειλών και εκφοβισμού, καθώς και οι επιθέσεις κατά της σωματικής και πνευματικής του υγείας, προερχόμενες από τα μέλη της οργάνωσης/αδελφότητας της οποίας ήταν μέλος, αποτελούν πράξεις δίωξης.

 

Ως προς το συστατικό στοιχείο της δίωξης, ο περί Προσφύγων Νόμος ορίζει, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 3Γ(1)(α) τις πράξεις δίωξης ως πράξεις:

 

 «[.] αρκούντως σοβαρές λόγω της φύσης ή της επανάληψης τους ώστε να συνιστούν σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση, βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.», μεταφέροντας στην εθνική έννομη τάξη το αντίστοιχο άρθρο 9(α) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας [στο εξής: Οδηγία 2011/95/ΕΕ].

 

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 3Γ(2) του περί Προσφύγων Νόμου: «Οι ακόλουθες πράξεις συνιστούν μη εξαντλητικό κατάλογο πράξεων δίωξης, κατά την έννοια του εδαφίου (1): (α) πράξεις σωματικής ή ψυχικής βίας, συμπεριλαμβανομένων πράξεων σεξουαλικής βίας, (β) νομικά, διοικητικά, αστυνομικά ή/και δικαστικά μέτρα, τα οποία εισάγουν διακρίσεις αφ' εαυτού ή εφαρμόζονται κατά τρόπο εισάγοντα διακρίσεις, (γ) ποινική δίωξη ή επιβολή ποινής η οποία είναι δυσανάλογη ή μεροληπτική, (δ)[.], (ε) [.],(στ) πράξεις που στοχεύουν το φύλο ή τα παιδιά.».

 

Περαιτέρω, όπως έχει αποφανθεί το ΔΕΕ για να συνιστά μια προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων δίωξη υπό την έννοια του άρθρου 1Α, της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 σχετικά με το Καθεστώς των Προσφύγων, η προσβολή αυτή πρέπει να είναι σοβαρή σε ορισμένο τουλάχιστον βαθμό [απόφαση X κ.λπ., C‑199/12 έως C‑201/12, EU:C:2013:720, σκέψεις 51 έως 53].

 

Τονίζεται ωστόσο ότι σύμφωνα με το §51 του Εγχειρίδιου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας, δεν υπάρχει παγκόσμια αποδεκτός ορισμός της «δίωξης»[4]. Από το άρθρο 33 της Σύμβασης του 1951 μπορεί να συναχθεί ότι η απειλή κατά της ζωής ή της ελευθερίας για λόγους φυλής θρησκείας, εθνικότητας, πολιτικών πεποιθήσεων ή συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα πρέπει να θεωρείται πάντοτε δίωξη.

 

Εν κατακλείδι, οι πιθανολογούμενες βλάβες από τις οποίες θα κινδυνεύσει ο Αιτητής, όπως περιγράφονται πιο πάνω, ήτοι η διακινδύνευση της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της προσωπικής ελευθερίας και της αξιοπρέπειας του, αναμφισβήτητα συνιστούν δίωξη κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, υπό την έννοια του άρθρου 3Γ(1)(α) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Σε σχέση με τους λόγους δίωξης του Αιτητή, έχει γίνει αποδεκτό ότι ο λόγος του επαπειλούμενου κινδύνου απορρέει από την εγκατάλειψη της μυστικής αδελφότητας, η οποία άλλωστε αποτέλεσε τη γενεσιουργό αιτία των προβλημάτων που αντιμετώπισε στη χώρα καταγωγής του.

 

Αρχικά το Δικαστήριο σημειώνει πως πρέπει να υπάρχει η απαραίτητη σύνδεση της επαπειλούμενης δίωξης με τους λόγους που απαριθμούνται στη Σύμβαση της Γενεύης, όταν ένας λόγος της Σύμβασης αποτελεί παράγοντα που συμβάλλει στον κίνδυνο δίωξης - δεν είναι απαραίτητο να είναι ο μόνος ή ο κυρίαρχος λόγος. Δεν απαιτείται ο κίνδυνος στο σύνολο του να οφείλεται σε έναν από τους πέντε λόγους, αλλά, αρκεί το συγκεκριμένο επίπεδο του κινδύνου δίωξης να συνδέεται με έναν από τους αναφερόμενους στη Σύμβαση της Γενεύης λόγους[5].

 

Στην περίπτωση του Αιτητή, το Δικαστήριο κρίνει ότι η δίωξη από την οποία κινδυνεύει ο Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν, δεν δύναται να συνδεθεί με τη φυλή του, τη θρησκεία του και την ιθαγένειά του και/ή τις πολιτικές του πεποιθήσεις, δεδομένου ότι τα κίνητρα ένταξής του στην μυστική αδελφότητα καθώς και οι δραστηριότητές αυτής ήταν αμιγώς οικονομικά, όπως ο ίδιος δήλωσε.

 

Σε σχέση τώρα με το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, το άρθρο 10 παρ. 1 (δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, «η ομάδα θεωρείται ως ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα όταν, μεταξύ άλλων: τα μέλη της ομάδας αυτής έχουν κοινά εγγενή χαρακτηριστικά ή κοινό ιστορικό παρελθόν το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί ή έχουν από κοινού χαρακτηριστικά ή πεποιθήσεις τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ή τη συνείδηση ώστε ένα πρόσωπο να μην πρέπει να αναγκάζεται να τις αποκηρύξει και — η ομάδα έχει ιδιαίτερη ταυτότητα στην οικεία χώρα, διότι γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική ομάδα από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο».

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο λόγος δίωξης του Αιτητή δεν μπορεί να συνδεθεί με τη συμμετοχή του σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, αφού ναι μεν μπορεί να φέρει το κοινό, εγγενές χαρακτηριστικό της εγκατάλειψης της εγκληματικής οργάνωσης/αδελφότητας, λόγος άλλωστε για τον οποίο στοχοποιήθηκε κατά το παρελθόν από τα μέλη της, πλην όμως δεν κρίνεται ότι πληρούται η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 10 παρ. 1 (δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ. Ειδικότερα, δεδομένης της μυστικιστικής φύσης και του κρυφού χαρακτήρα της αδελφότητας της οποίας ο Αιτητής ήταν μέλος καθώς και των κρυφών δραστηριοτήτων των μελών της, το Δικαστήριο αξιολογεί ότι εκλείπει στην περίπτωση του Αιτητή η απαιτούμενη ορατότητα του εγγενούς χαρακτηριστικού, το οποίο θα μπορούσε να καταστήσει την εν λόγω ομάδα αντιληπτή ως φέρουσα ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό από τον περιβάλλοντα χώρο.

 

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο καταλήγει ότι ο φόβος του Αιτητή δε δύναται να συνδεθεί με κάποιο από τους λόγους δίωξής οι οποίοι εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και το άρθρο 1 της Σύμβασης της Γενεύης.

 

Το συγκεκριμένο συμπέρασμα ενδυναμώνεται και από το Σημείωμα Καθοδήγησης της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες του 2010 αναφορικά με τα αιτήματα αιτητών/τριών που αποτελούν θύματα του οργανωμένου εγκλήματος, το οποίο αναφέρει: «η απαραίτητη αιτιώδης σύνδεση μπορεί, υπό ορισμένες συνθήκες, να αποδειχθεί. Η οπτική της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες είναι ότι η ερμηνεία των λόγων της Σύμβασης του 1951 πρέπει να είναι συμπεριληπτική και αρκετά ευέλικτη ώστε να περιλαμβάνει τις αναδυόμενες ομάδες και να ανταποκρίνεται σε νέους κινδύνους δίωξης. Οι νέοι, ιδίως, που ζουν σε κοινότητες με διάχυτη και ισχυρή παρουσία συμμοριών, αλλά που επιδιώκουν να αντισταθούν στις συμμορίες, μπορεί να αποτελούν μια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα για τους σκοπούς της Σύμβασης του 1951. Επιπλέον, τα άτομα που διαφεύγουν από τη βία που σχετίζεται με τις συμμορίες και/ή οργανώσεις μπορεί να έχουν έναν βάσιμο φόβο δίωξης λόγω των πολιτικών τους πεποιθήσεων, ειδικά όταν οι εγκληματικές και πολιτικές δραστηριότητες αλληλεπικαλύπτονται σε μεγάλο βαθμό. Ελλείψει αποτελεσματικής κρατικής προστασίας, τα άτομα μπορεί επίσης να φοβούνται δίωξη στα χέρια συμμοριών που επιδιώκουν θρησκευτικές ή εθνοτικές ιδεολογίες με βίαια μέσα»[6].  Στην περίπτωση του Αιτητή ωστόσο, δεν ανέκυψαν τα στοιχεία εκείνα εκ των οποίων ανακύπτει η απαραίτητη αιτιώδης σύνδεση με έναν ή περισσότερους εκ των λόγων δίωξης , οι οποίοι εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 1 της Σύμβασης και το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Δεδομένου ότι απαιτείται σωρευτική πλήρωση των προϋποθέσεων της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για την υπαγωγή στο προσφυγικό καθεστώς, παρέλκει και ο περαιτέρω έλεγχος των κριτηρίων ορισμού του πρόσφυγα. Ως εκ τούτου, ο σχετικός ισχυρισμός του κου Γιαννακά απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Προχωρώντας στη διερεύνηση πλήρωσης των προϋποθέσεων συμπληρωματικής προστασίας, αρχικά τονίζεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 19 (1) του περί Προσφύγων Νόμου: «Ο Προϊστάμενος, με απόφασή του αναγνωρίζει καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής».

 

Σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, συμπληρωματική προστασία δικαιούται όποιος, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, κινδυνεύει να υποστεί σοβαρή βλάβη συνιστάμενη σε α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, β) βασανιστήρια, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία στη χώρα καταγωγής, γ) βλάβη συνιστάμενη σε σοβαρή προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

 

Από το παραπάνω ιστορικό και τους ισχυρισμούς του Αιτητή, όπως αυτοί εκτέθηκαν και όπως αυτοί αξιολογήθηκαν, καθώς και τις πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής που είναι διαθέσιμες, δεν προκύπτει ότι η εξεταζόμενη περίπτωση εμπίπτει στις ανωτέρω διατάξεις, δηλαδή, δεν προκύπτουν ουσιώδεις λόγοι ώστε να θεωρηθεί ότι κινδυνεύει να υποστεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του σοβαρή βλάβη που συνίσταται σε θανατική ποινή ή εκτέλεση, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 (2) (α) του περί Προσφύγων Νόμου.

Ωστόσο, θα πρέπει να εξεταστεί η περίπτωση πλήρωσης των προϋποθέσεων του άρθρου 19(2)(β), δηλαδή εάν υπάρχουν στοιχεία που στοιχειοθετούν βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία στη χώρα καταγωγής του Αιτητή.

Το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, με τίτλο «Απαγόρευση των βασανιστηρίων», αναγράφεται ότι: «Ουδείς επιτρέπεται να υποβληθεί εις βασάνους ούτε εις ποινάς ή μεταχείρισιν απανθρώπους ή εξευτελιστικάς». Αν και το προστατευόμενο από το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ θεμελιώδες δικαίωμα περιλαμβάνεται στις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, των οποίων την τήρηση διασφαλίζει το Δικαστήριο και η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, λαμβάνεται υπόψη ότι για την ερμηνεία του περιεχομένου του εν λόγω δικαιώματος στο πλαίσιο της κοινοτικής έννομης τάξης, το εν λόγω άρθρο 3 αντιστοιχεί, κατ’ ουσίαν, στο άρθρο 15, στοιχείο (β), της κοινοτικής οδηγίας 2011/95/ΕΕ.  Οι όροι «βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτούντος» του άρθρου 15, στοιχείο (β), της κοινοτικής οδηγίας, όπως ενσωματώνεται στο εδάφιο 2(β)  του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου, χαρακτηρίζουν περιπτώσεις στις οποίες αιτητής διεθνούς προστασίας διατρέχει ειδικώς τον κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής και συνεπώς πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς.[7]

 

Προκειμένου να καθορισθεί αν υπάρχει ή όχι φόβος κακομεταχείρισης, το ΕΔΑΔ έχει αποφανθεί ότι πρέπει να εξετάζονται οι προβλεπόμενες συνέπειες του επαναπατρισμού του προσφεύγοντα στη χώρα προέλευσης του, λαμβάνοντας υπόψη τη γενική κατάσταση που επικρατεί εκεί και τις προσωπικές συνθήκες του αιτητή/τριας. Όσο και αν είναι μεγάλη η πιθανότητα απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης στα πλαίσια μιας έκρυθμης κατάστασης σε μια χώρα προέλευσης, από μόνη της δεν εγείρει θέμα καταπάτησης/αθέτησης του δικαιώματος του αρ.3 της ΕΣΔΑ.[8]

 

Σχετικά με το χαρακτηρισμό μιας τιμωρίας ή μεταχείρισης, ως απάνθρωπης ή εξευτελιστικής, ο πόνος και η ταπείνωση που εμπεριέχεται, σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να φθάνει πέρα από το αναπόφευκτο στοιχείο της δοκιμασίας ή της ταπείνωσης, που εμπεριέχεται σε μια δεδομένη/συγκεκριμένη μορφή νόμιμης μεταχείρισης ή τιμωρίας. Ο διαχωρισμός αυτός που έχει ενσωματωθεί στη Σύμβαση, μεταξύ βασανιστηρίου και απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης, έχει καθιερωθεί προκειμένου το ειδικό στίγμα του βασανιστηρίου να προσδίδεται μόνο σε σκοπούμενη απάνθρωπη μεταχείριση, που προκαλεί πολύ σοβαρό και βάναυσο πόνο[9].

 

Συχνά η νομολογία δεν διακρίνει σαφώς μεταξύ βασανιστηρίων και απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης. Σύμφωνα με υφιστάμενη νομολογία του ΕΔΑΔ, η κακομεταχείριση θα πρέπει να εμπεριέχει έναν ελάχιστο βαθμό σκληρότητας προκειμένου να τύχει εφαρμογής το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ. H εκτίμηση αυτού του ελάχιστου βαθμού σκληρότητας είναι σχετική. Εξαρτάται από όλες τις συνθήκες της υπόθεσης, δηλαδή η διάρκεια της μεταχείρισης, οι ψυχικές και σωματικές της επιπτώσεις και σε μερικές περιπτώσεις, το φύλο, η ηλικία, η κατάσταση της υγείας του θύματος [10].

 

Ο σκοπός για τον οποίο επιβλήθηκε η μεταχείριση και η πρόθεση του δράστη ενδέχεται επίσης να είναι συναφείς παράγοντες. Όταν συγκεκριμένη μεταχείριση έχει ήδη αξιολογηθεί ως δίωξη, θα πρέπει να θεωρείται ότι τεκμηριώνεται επίσης το επίπεδο σοβαρότητας που προβλέπεται στο άρθρο 15 στοιχείο β) της κοινοτικής οδηγίας[11].

 

Τα βασανιστήρια είναι διακεκριμένη και σκόπιμη μορφή βάναυσης, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, η οποία στιγματίζεται ιδιαίτερα. Σύμφωνα με τις οικείες διεθνείς πράξεις, όπως η Σύμβαση κατά των βασανιστηρίων και άλλων τρόπων σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, τα βασανιστήρια νοούνται ως: 1) πράξη εκ προθέσεως, 2) με την οποία επιβάλλεται σωματικός ή ψυχικός πόνος ή έντονη οδύνη, 3) με σκοπό να αποκτηθούν από το πρόσωπο που υποβάλλεται στα βασανιστήρια ή από τρίτο πρόσωπο πληροφορίες ή ομολογίες, να τιμωρηθεί το εν λόγω πρόσωπο για πράξη που το ίδιο ή τρίτο πρόσωπο έχει διαπράξει ή είναι ύποπτο ότι έχει διαπράξει, ή να εκφοβηθεί ή εξαναγκαστεί το εν λόγω πρόσωπο ή τρίτο πρόσωπο, ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο που βασίζεται σε διάκριση οποιασδήποτε μορφής[12].

 

Η διάκριση μεταξύ βασανιστηρίων και απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας είναι περισσότερο διάκριση σε επίπεδο βαθμού παρά διάκριση σε επίπεδο φύσης. Οι εν λόγω πράξεις καλύπτουν ευρύ φάσμα κακομεταχείρισης που φθάνει σε ορισμένο επίπεδο σοβαρότητας. «Απάνθρωπη»: πρόκειται για μεταχείριση ή τιμωρία η οποία προκαλεί εσκεμμένα έντονη ψυχική ή σωματική οδύνη (η οποία δεν φθάνει στο κατώτατο όριο των βασανιστηρίων). «Εξευτελιστική»: πρόκειται για μεταχείριση ή τιμωρία η οποία προκαλεί στο θύμα αισθήματα φόβου, αγωνίας και κατωτερότητας, ικανά να το ταπεινώσουν ή να το υποβαθμίσουν. Θα πρέπει να τονιστεί ότι δεν απαιτείται συγκεκριμένος σκοπός. Η αξιολόγηση του κατά πόσον η μεταχείριση ή η τιμωρία είναι απάνθρωπη ή εξευτελιστική περιλαμβάνει επίσης την υποκειμενική εκτίμηση του προσώπου που υφίσταται την εν λόγω μεταχείριση/τιμωρία[13].

 

Αξιολογώντας τώρα τα περιστατικά της υπό εξέταση υπόθεσης σε συνάρτηση με την ανωτέρω ανάλυση και νομολογία, το Δικαστήριο αρχικά αποσαφηνίζει ότι όπως έχει γίνει αποδεκτό, ο Αιτητής δέχτηκε δύο επιθέσεις από τα μέλη της αδελφότητας στη χώρα καταγωγής του μέσα σε μόλις 3-4 μήνες (Απρίλιο-Ιούλιο 2022) κατά τη διάρκεια των οποίων τραυματίστηκε, ενώ την ίδια περίοδο υποβλήθηκε κατ’ εξακολούθηση σε πράξεις πνευματικής βίας αφού δεχόταν συστηματικά απειλές τόσο ο ίδιος, όσο και άτομα του οικογενειακού του περιβάλλοντος (απειλές προς τον πάστορα, μήνυμα στο σπίτι της αρραβωνιαστικιάς του, απαγωγή της μητέρας του), οι δε ανωτέρω πράξεις πιθανολογείται ότι θα επαναληφθούν σε περίπτωση επιστροφής του στην πόλη Limbe του Καμερούν.

 

Ως εκ τούτου, αξιολογείται ότι οι πράξεις με τις οποίες απειλείται ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του ικανοποιούν το κατώτατο όριο σοβαρότητας που προαπαιτείται για το χαρακτηρισμό των επαπειλούμενων πράξεων ως απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, καθώς οι εν λόγω πράξεις δύναται να επιφέρουν περαιτέρω συναισθήματα φόβου, αγωνίας και κατωτερότητας του Αιτητή, ικανά να τον ταπεινώσουν και να τον εξευτελίσουν.

 

Εκτιμάται, κατά συνέπεια, ότι ανέκυψαν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι ο Αιτητής, σε περίπτωση επιστροφής του στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του στο Καμερούν, θα αντιμετωπίσει συνθήκες που δεν συνάδουν με τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, καθώς η ένταση υπερβαίνει το αναπόφευκτο επίπεδο οδύνης. Ως εκ τούτου κρίνω ότι υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να εκτεθεί σε συνθήκες απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης. Αξίζει να σημειωθεί πως σύμφωνα και με τον Πρακτικό Οδηγό της EUAA[14], η συγκεκριμένη μεταχείριση έχει ήδη αξιολογηθεί ως δίωξη, κατά συνέπεια τεκμηριώνεται το επίπεδο σοβαρότητας που προβλέπεται στο άρθρο 19(2)(β) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Το ανωτέρω συμπέρασμα ενδυναμώνεται τόσο από την Ανάλυση της EUAA σχετικά με τα άτομα που στοχοποιούνται από αιρέσεις και εγκληματικές ομάδες στη γειτονική Νιγηρία, η οποία στην ανάλυση του άρθρου 15 (β) αναφέρει κατ’ αναλογία ότι στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει σύνδεσμος με λόγο δίωξης, η υποβολή σε τέτοιες εγκληματικές πράξεις μπορεί να εμπίπτει στο άρθρο 15(β) της ΟΑ[15].

 

Το άρθρο 3Β(1) και (2) του περί Προσφύγων Νόμου, επί του οποίου ενσωματώνεται το άρθρο 6 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[16], αναφέρει ότι: «Στους υπεύθυνους δίωξης ή σοβαρής βλάβης συμπεριλαμβάνονται: α) το κράτος· β) ομάδες ή οργανώσεις που ελέγχουν το κράτος ή σημαντικό μέρος της επικράτειας του κράτους· γ) μη κρατικοί υπεύθυνοι, εάν μπορεί να καταδειχθεί ότι οι υπεύθυνοι που αναφέρονται υπό στοιχεία α) και β), περιλαμβανομένων των διεθνών οργανισμών, δεν είναι σε θέση ή δεν επιθυμούν να παράσχουν προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης, όπως ορίζεται με το άρθρο 7».

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση, ο φορέας σοβαρής βλάβης είναι μη κρατικός, ήτοι τα μέλη της αδελφότητας την οποία ο Αιτητής εγκατέλειψε. Σύμφωνα άλλωστε και με την προαναφερθείσα νομολογία στην απόφαση  Mahmut Kaya κατά Τουρκίας, το ΕΔΑΔ έκρινε ότι το άρθρο 3 «απαιτεί από τα κράτη να λαμβάνουν μέτρα που να διασφαλίζουν ότι τα άτομα που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους δεν υφίστανται βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, συμπεριλαμβανομένης της κακομεταχείρισης που ασκείται από ιδιώτες»[17].

 

Ως προς τον φορέα προστασίας, σύμφωνα με το άρθρο 3Β (2) του περί προσφύγων Νόμου, «η προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης πρέπει να είναι αποτελεσματική και μη προσωρινή. Προστασία παρέχεται κατά κανόνα όταν οι φορείς που αναφέρονται στο εδάφιο (1) λαμβάνουν εύλογα μέτρα για να αποτρέψουν τη δίωξη ή την πρόκληση σοβαρής βλάβης, μεταξύ άλλων, με τη λειτουργία αποτελεσματικού νομικού συστήματος για τον εντοπισμό, την ποινική δίωξη και τον κολασμό πράξεων που συνιστούν δίωξη ή σοβαρή βλάβη, και όταν ο αιτητής έχει πρόσβαση στην προστασία αυτή».

 

Το Εφετείο Διοικητικών Διαφορών (Upper Tribunal) του Ηνωμένου Βασιλείου επιβεβαίωσε ότι οι ίδιες ουσιαστικές απαιτήσεις—ασφάλεια, πρόσβαση και εύλογος χαρακτήρας— που χρησιμοποιούνται κατά την εξέταση των προϋποθέσεων για την αναγνώριση προσώπου ως πρόσφυγα θα πρέπει να χρησιμοποιούνται και κατά την εξέταση των προϋποθέσεων για την αναγνώριση προσώπου ως δικαιούχου συμπληρωματικής προστασίας. Κατά το εν λόγω εφετείο «Είναι σαφές από τη διάρθρωση του άρθρου 8 [της ΟΕΑΑ] ότι η εσωτερική μετεγκατάσταση είναι απαραίτητο στοιχείο, το οποίο έχει σημασία όχι μόνο για να διαπιστωθεί το δικαίωμα στο καθεστώς πρόσφυγα (βάσει των άρθρων 2 και 9), αλλά και για να διαπιστωθεί το δικαίωμα σε επικουρική […] προστασία βάσει και των τριών σκελών του άρθρου 15 —στοιχεία α), β) και γ)»[18].

 

Σε συνδυασμό με το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αναδιατύπωση), το άρθρο 7 παράγραφος 1 περιορίζει τους υπευθύνους προστασίας στους εξής: «α) το κράτος· ή β) ομάδες ή οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένων διεθνών οργανισμών, που ελέγχουν το κράτος ή σημαντικό μέρος του εδάφους του κράτους, υπό την προϋπόθεση ότι επιθυμούν να προσφέρουν προστασία σύμφωνα με την παράγραφο 2 και είναι σε θέση να το πράξουν»[19].

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση, ο Αιτητής ρωτήθηκε κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης εάν απευθύνθηκε στην αστυνομία προκειμένου να τον προστατεύσουν οι αρχές της χώρας καταγωγής του και εκείνος απάντησε ότι δεν το έπραξε αρχικά λόγω του ότι έτσι τον συμβούλεψε ο ιερέας επειδή δε διέθετε αποδείξεις. Ακολούθως προσέθεσε ότι η αστυνομία της χώρας καταγωγής του δεν ασχολείται με υποθέσεις πνευματικών επιθέσεων επειδή ο «μυστικισμός» δεν αποτελεί ποινικό αδίκημα στη χώρα καταγωγής του, ενώ εξήγησε με ευλογοφάνεια ότι ακόμα και αν προχωρούσε σε καταγγελία των μελών της αδελφότητας, θα φαινόταν σαν μια προσπάθεια υπονόμευσης των επιφανών μελών της, τα οποία ενδέχεται να είναι ακόμα και αστυνομικοί, με αποτέλεσμα η ίδια η αστυνομία να τον αντιμετωπίσει με ενδεχομένως τιμωριτική διάθεση.

 

Προχωρώντας λοιπόν σε έρευνα αναφορικά με τη δυνατότητα των αρχών του Καμερούν να παράσχουν μόνιμη και αποτελεσματική προστασία προς το πρόσωπο του Αιτητή, η “Police Use of Force Worldwide”, μια ιστοσελίδα ακαδημαϊκής ανασκόπησης των εθνικών νομικών καθεστώτων που διέπουν τη χρήση βίας από τους αστυνομικούς, την οποία διαχειρίζεται η Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Γιοχάνεσμπουργκ, σε έκθεσή της αναφορικά με το Καμερούν τον Ιούνιο του 2025, αναφέρει: «Σύμφωνα με το προοίμιο του Συντάγματος του Καμερούν του 1972 (όπως τροποποιήθηκε), κάθε άτομο έχει δικαίωμα στη ζωή, στη σωματική και ηθική ακεραιότητα και σε ανθρώπινη μεταχείριση υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται να υποβληθεί κανείς σε βασανιστήρια, σε σκληρή, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση. Το Σύνταγμα εγγυάται την ελευθερία του συνέρχεσθαι «υπό τους όρους που ορίζει ο νόμος»[20]. Η ίδια πηγή συνεχίζει: «Υπάρχουν δύο κύρια σώματα αστυνομίας στο Καμερούν: η τακτική αστυνομική δύναμη (Sûreté nationale), η οποία υπάγεται στην Προεδρία, και η Εθνική Χωροφυλακή, μια παραστρατιωτική αστυνομική δύναμη που υπάγεται στο Υπουργείο Άμυνας. Με το Προεδρικό Διάταγμα του 2012, η Εθνική Χωροφυλακή ανέλαβε την παράλληλη ευθύνη για τη διασφάλιση του σεβασμού και της προστασίας των θεσμών, των ελευθεριών, των ατόμων και της περιουσίας[21]. Το Σύνταγμα δεν αναφέρεται στα καθήκοντα της αστυνομίας, αλλά η νομοθετική εξουσία του κράτους είναι υπεύθυνη για την «διαφύλαξη της ατομικής ελευθερίας και ασφάλειας»[22].

 

Σε σχέση τώρα με την πρόθεση και/ή τη δυνατότητα των αρχών του Καμερούν να παράσχουν προστασία στον Αιτητή στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του, ήτοι την πόλη Limbe του Νοτιοδυτικού Καμερούν, η «Ενημερωμένη ανάλυση της προστασίας του Καμερούν» του «Global Protection Cluster», η οποία δημοσιεύτηκε στις 17/04/2025, αναφέρει: «το περιβάλλον προστασίας παρέμεινε ασταθές και εχθρικό ως προς την απόλαυση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ελευθερίας λόγω της συνεχιζόμενης σύγκρουσης που επηρεάζει τους πληθυσμούς σε όλο τον Άπω Βορρά, Βορειοδυτικά και Νοτιοδυτικά του Καμερούν. Ο αντίκτυπος των συγκρούσεων και των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου παρέμεινε αμετάβλητος κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο ετών, χωρίς ουσιαστικές βελτιώσεις στην προστασία των αμάχων, την ασφάλεια και την προστασία ή την πρόσβαση σε υπηρεσίες. Την τελευταία περίοδο, οι συνθήκες έχουν επιδεινωθεί. Οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εξακολουθούν να υφίστανται, οι οποίες επιδεινώνονται από επανειλημμένες επιθέσεις, απαγωγές, παράνομες συλλήψεις και αυθαίρετες κρατήσεις, κλοπές και σκόπιμη καταστροφή προσωπικής περιουσίας. Οι περιορισμοί στην ελευθερία κυκλοφορίας και τα συχνά lockdown διαταράσσουν την καθημερινή ζωή και επηρεάζουν σοβαρά τις κοινωνικοοικονομικές δραστηριότητες. Τόσο η ιδιωτική όσο και η δημόσια περιουσία και οι υποδομές υφίστανται σημαντικές ζημιές, Οι πληθυσμοί αντιμετώπισαν πολλαπλές εκτοπίσεις, γεγονός που τους εξέθεσε περαιτέρω σε παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εκμετάλλευση και κακοποίηση. Οι μεν άνδρες και τα αγόρια υφίστανται παραβιάσεις της σωματικής τους ακεραιότητας, συμπεριλαμβανομένων παράνομων συλλήψεων και αυθαίρετων κρατήσεων, ιδίως στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές. Οι κίνδυνοι προστασίας που απαιτούν άμεση προσοχή κατά την περίοδο που καλύπτεται από την παρούσα ανάλυση είναι: Έμφυλη βία, παράνομα εμπόδια ή περιορισμοί στην ελευθερία κινήσεως, πολιορκία και αναγκαστική εκτόπιση, χωρισμός παιδιού και οικογένειας, βασανιστήρια ή σκληρή, απάνθρωπη, ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία και τέλος, απαγωγή, απαγωγή, αναγκαστική εξαφάνιση, αυθαίρετη ή παράνομη σύλληψη και/ή κράτηση»[23]

 

Αναφορικά με τη διαφθορά στα σώματα ασφαλείας του Καμερούν, η έκθεση του State Department του 2023, αναφέρει ότι: «Ο νόμος προέβλεπε ποινικές κυρώσεις για διαφθορά από αξιωματούχους, αλλά η κυβέρνηση δεν εφάρμοσε τον νόμο αποτελεσματικά. Υπήρξαν πολυάριθμες αναφορές για κυβερνητική διαφθορά»[24].

 

H έκθεση της BTI για το Καμερούν του 2024, τέλος, αναφέρει: «Όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης διαβρώνονται από τη διαφθορά. Είναι σύνηθες να εντοπίζονται κρούσματα μικροδιαφθοράς μεταξύ της αστυνομίας, της δικαστικής εξουσίας και των φορολογικών και τελωνειακών υπαλλήλων. Ενώ αρκετοί υψηλόβαθμοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι έχουν διωχθεί για διαφθορά, πολλοί έχουν υποστεί αποσύρσεις των κατηγοριών και θεωρείται ότι πολλές ελίτ στο Καμερούν εμπλέκονται σε μεγάλης κλίμακας διαφθορά. Η δίωξη υψηλόβαθμων ελίτ, η οποία αναφέρεται τοπικά ως Επιχείρηση Σπιθάρι, θεωρείται πολιτικά υποκινούμενη εναντίον των αντιπάλων του Μπίγια»[25].

 

Στη βάση λοιπόν των ανωτέρω πληροφοριών καθώς και των δηλώσεων του Αιτητή, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι αρχές του Καμερούν δεν είναι σε θέση να του παράσχουν αποτελεσματική προστασία στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του, την πόλη Limbe του Νοτιοδυτικού Καμερούν, εξαιτίας 1) της σύγκρουσης που επικρατεί μεταξύ της Αγγλόφωνης κοινότητας και των κατεξοχήν Γαλλόφωνων σωμάτων ασφαλείας του Καμερούν στην εν λόγω περιοχή, 2) της διαφθοράς της αστυνομίας, της οποίας τα μέλη προβαίνουν τα ίδια σε παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων των πολιτών και 3) λόγω του ότι, όπως έχει γίνει δεκτό, ανάμεσα στα μέλη της αδελφότητας υπάρχουν και σημαντικά μέλη των αστυνομικών αρχών τα οποία ευλόγως αναμένεται να είναι σε θέση να επηρεάσουν τις αστυνομικές αρχές και εκείνες όντως να επιδείξουν τιμωριτική συμπεριφορά προς τον Αιτητή, σε περίπτωση που εκείνος αποταθεί στις αρχές. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο Αιτητής δε μπορεί να τύχει εγχώρια προστασίας.

 

Εξετάζοντας τώρα τη δυνατότητα εσωτερικής μετεγκατάστασης του Αιτητή, αρχικά τονίζεται ότι το άρθρο 8 παράγραφος 1 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αναδιατύπωση) και το άρθρο 12 Γ (1) του περί Προσφύγων Νόμου αναφέρουν επιγραμματικά ότι μπορεί να θεωρηθεί ότι ο Αιτητής απολαμβάνει προστασίας σε άλλη γεωγραφική περιοχή της χώρας καταγωγής του, εάν διαπιστωθεί ότι α) δεν έχει βάσιμο φόβο δίωξης ή ότι δεν διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης εκεί, β) έχει πρόσβαση σε προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης ή γ) μπορεί ο Αιτητής νόμιμα και με ασφάλεια να ταξιδέψει και να γίνει δεκτός σε εκείνο το τμήμα της χώρας, και μπορεί να αναμένεται ευλόγως να εγκατασταθεί εκεί[26].

 

Η αξιολόγηση της δυνατότητας εφαρμογής της εγχώριας προστασίας απαιτεί την ανάλυση δύο στοιχείων, που συνίστανται στη διαπίστωση του εφικτού και του εύλογου χαρακτήρα της δυνατότητας μετεγκατάστασης, συνεκτιμώντας αφενός τις γενικές περιστάσεις που επικρατούν στο τμήμα της χώρας που προτείνεται για μετεγκατάσταση και αφετέρου την αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών που επικαλούνται οι αιτούντες άσυλο.

 

Σύμφωνα με τις Κατευθυντήριες Οδηγίες της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες με τίτλο «Η Δυνατότητα Εγκατάστασης σε άλλη Περιοχή της Χώρας Καταγωγής» στα πλαίσια του άρθρου 1 Α (2) της Σύμβασης του 1951 και / ή του Πρωτοκόλλου του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγων» γίνεται δεκτό ότι: «η έννοια της δυνατότητας εγκατάστασης σε άλλη περιοχή της χώρας καταγωγής αναφέρεται σε γεωγραφικά ορισμένη περιοχή της χώρας, όπου δεν υπάρχει κίνδυνος βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου δίωξης και όπου, λαμβάνοντας υπόψη της ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης, εύλογα αναμένεται ότι ο αιτών άσυλο θα μπορούσε να διάγει σ’ αυτήν φυσιολογική ζωή».[27]

 

Περαιτέρω, η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες αναφέρει τα ακόλουθα ως προϋποθέσεις για το εφικτό της μετεγκατάστασης στη χώρα καταγωγής:

 

•        Να είναι η περιοχή της εγκατάστασης προσβάσιμη στον αιτούντα άσυλο από πρακτικής και νομικής πλευράς.

•        Να μην προέρχεται η δίωξη από το κράτος.

•        Να προέρχεται η δίωξη από μη κρατικά όργανα.

•        Να μην εκτεθεί ο αιτών άσυλο σε κίνδυνο δίωξης ή σε άλλη σοβαρή βλάβη μετά την εγκατάστασή του στην προτεινόμενη περιοχή[28].

 

Παρατηρώ συναφώς ότι ερωτηθείς εάν θα μπορούσε να εγκατασταθεί και να ζήσει με ασφάλεια στην πρωτεύουσα του Καμερούν, Yaoundé, o Aιτητής απάντησε αρνητικά καθώς επικαλέστηκε ότι η αδελφότητα την οποία εγκατέλειψε ιδρύθηκε στην πόλη Yaoundé, διατηρεί δίκτυο εκεί μέχρι και σήμερα, ενώ στην πόλη Limbe και σε άλλες περιοχές του Καμερούν, διατηρεί  παρακλάδια της. Εξήγησε μάλιστα με ευλογοφάνεια, ότι καθώς εκείνος δεν αποτελούσε σημαντικό μέλος της αδελφότητας, δεν μπορούσε να γνωρίζει περισσότερες πληροφορίες αναφορικά με τις δραστηριότητες της στην πόλη Yaoundé.

Δεδομένου λοιπόν ότι, όπως αναφέρθηκε σε προγενέστερο στάδιο της παρούσας απόφασης, οι δηλώσεις του Αιτητή έγιναν αποδεκτές το σύνολό τους ως αξιόπιστες, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν είναι εφικτή η μετεγκατάσταση του Αιτητή στην πόλη Yaoundé, καθώς, όπως έχει γίνει δεκτό, στην εν λόγω πόλη η αδελφότητα της οποίας ο Αιτητής ήταν μέλος διατηρεί δίκτυο το οποίο ευλόγως αναμένεται να είναι σε θέση να εντοπίσει τον Αιτητή και να τον εκθέσει σε κίνδυνο σοβαρής βλάβης σε περίπτωση που εκείνος εγκατασταθεί εκεί.

 

Συνοψίζοντας, από τα ενώπιόν μου στοιχεία δεν κρίνω ότι ανακύπτει κάποια γεωγραφική περιοχή στην χώρα καταγωγής του Αιτητή, η οποία θα πληρούσε οι προϋποθέσεις που θέτουν οι Κατευθυντήριες Οδηγίες της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες, ήτοι περιοχή στην οποία ο Αιτητής θα ήταν αδύνατο να εντοπιστεί από το φορέα σοβαρής βλάβης.

 

Στο συγκεκριμένο σημείο το Δικαστήριο κρίνει ότι ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας υπό την έννοια του άρθρου 19(2)(β) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου παρέλκει η διερεύνηση των προϋποθέσεων πλήρωσης του άρθρου 19 (2) (γ).

 

Εξετάζοντας τώρα εάν ο Αιτητής εμπίπτει στις ρήτρες αποκλεισμού από το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, το Δικαστήριο έχει ήδη εντοπίσει ότι σύμφωνα με τις δηλώσεις του αλλά και όσα έχουν ήδη γίνει δεκτά στην παρούσα υπόθεση, προκύπτουν ενδείξεις ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 5 (2) του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς και του άρθρου 17 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ σχετικά με τον αποκλεισμό του από το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας.

 

Συγκεκριμένα, όπως έχει γίνει αποδεκτό, κατά την περίοδο της συμμετοχής του στην αδελφότητα Million Brotherhood, ο Αιτητής, καθ΄ υπόδειξη του κου Kelechi, συνδέσμου του με την αδελφότητα, επέφερε το φυσικό θάνατο τριών γυναικών το Δεκέμβριο του 2021 και το Φεβρουάριο του 2022, ακολούθως αποπειράθηκε να δολοφονήσει τη μητέρα του τρεις φορές, ενώ προέβη, σε τουλάχιστον δύο περιπτώσεις, σε προώθηση γυναικών προς άλλα μέλη της αδελφότητας, με σκοπό εκείνες να έρθουν σε σεξουαλική επαφή μαζί τους έναντι χρηματικού ανταλλάγματος. Στα πλαίσια των ανωτέρω ισχυρισμών του, ο Αιτητής προσέθεσε ότι σε μία εκ των γυναικών εκ των οποίων επέφερε το θάνατο, έριξε στο ποτό της μία άγνωστη ουσία προκειμένου να κάμψει τις αντιστάσεις της και να τη μεταφέρει, παρά τη θέλησή της, στο ξενοδοχείο Pandora, όπου ακολούθως τη δολοφόνησε, σε κατάσταση κατά την οποία το θύμα ήταν ανίκανο να αντιδράσει. Τις άλλες δύο γυναίκες, τις μετέφερε σε κατάσταση ακραίας μέθης στο ξενοδοχείο, όπου δήλωσε ότι επέφερε το θάνατό τους πανομοιοτύπως.

 

Παραθέτω το ισχύον νομικό πλαίσιο, που είναι το άρθρο 5 (2)(β) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο ενσωματώνει στην Κυπριακή έννομη τάξη το άρθρο 17 (1) (β) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ:

 

 «1. Υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής δεν δικαιούται επικουρική προστασία όταν  υπάρχουν σοβαροί λόγοι για να θεωρείται ότι: α) έχει διαπράξει έγκλημα κατά της ειρήνης, έγκλημα πολέμου ή έγκλημα κατά της  ανθρωπότητας, όπως τα εγκλήματα αυτά ορίζονται στις διεθνείς συμβάσεις που έχουν  καταρτισθεί με σκοπό τη θέσπιση διατάξεων σχετικών με τα εγκλήματα αυτά,  β) έχει διαπράξει σοβαρό έγκλημα, γ) είναι ένοχος πράξεων που αντιβαίνουν προς τους σκοπούς και τις αρχές των  Ηνωμένων Εθνών όπως ορίζονται στο προοίμιο και στα άρθρα 1 και 2 του  καταστατικού χάρτη των Ηνωμένων Εθνών· δ) συνιστά κίνδυνο για την κοινωνία ή για την ασφάλεια του κράτους μέλους στο οποίο  βρίσκεται».

 

Σε σχέση με το βάρος απόδειξης, η Δικαστική Ανάλυση του Αποκλεισμού από την EUAA αναφέρει ότι γίνεται γενικώς δεκτό ότι, εφόσον οι ρήτρες αποκλεισμού αποτελούν εξαιρέσεις του κανόνα, απαιτείται συσταλτική ερμηνεία τους και ότι το βάρος απόδειξης των λόγων αποκλεισμού από το καθεστώς πρόσφυγα ή από το καθεστώς επικουρικής προστασίας το φέρει, κατά κανόνα, το πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για τη λήψη της σχετικής απόφασης.  Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο υπεύθυνος για τη λήψη της απόφασης μπορεί δικαίως να υποθέσει ότι ένας αιτών διεθνή προστασία ο οποίος κατείχε εξέχουσα θέση σε τρομοκρατική οργάνωση ευθύνεται ατομικά για τις πράξεις που τελέστηκαν από την εν λόγω οργάνωση κατά την αντίστοιχη περίοδο. Αυτό ισχύει για κάθε πράξη η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των ρητρών αποκλεισμού που προβλέπονται στο άρθρο 12 παράγραφος 2 ή στο άρθρο 17 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση)[29]. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι σε τέτοιες περιπτώσεις ο υπεύθυνος για τη λήψη της απόφασης δεν φέρει το βάρος απόδειξης των λόγων αποκλεισμού, καθώς το ΔΕΕ έχει τονίσει ότι εξακολουθεί να είναι απαραίτητη η εξέταση όλων των σχετικών περιστάσεων της υπόθεσης πριν από τη λήψη απόφασης αποκλεισμού[30].

 

Σημειώνει επίσης η Δικαστική Ανάλυση της EUAA, ότι το επίπεδο απόδειξης για τον αποκλεισμό από το καθεστώς πρόσφυγα είναι χαμηλότερο από το απαιτούμενο για τη διαπίστωση ενοχής από ποινικό δικαστήριο[31], το οποίο συνίσταται στο «πέραν πάσης αμφιβολίας».

 

Με βάση την ίδια ανάλυση, ο αποκλεισμός από το καθεστώς επικουρικής (συμπληρωματικής) προστασίας βάσει του άρθρου 17 παράγραφοι 1 και 2 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αναδιατύπωση) μπορεί να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει τρία  στοιχεία: 1) «Σοβαρούς λόγους για να θεωρείται », 2)  ότι ο Αιτητής φέρει «ατομική ευθύνη», 3) για «εγκλήματα/πράξεις που συνεπάγονται αποκλεισμό»[32].

 

Ο πρακτικός Οδηγός της EUAA αναφορικά με τον αποκλεισμό για σοβαρά (μη πολιτικά) εγκλήματα, επιβεβαιώνει ότι η εξετάζουσα αρχή, προκειμένου να εξεταστεί κατά πόσον ο αποκλεισμός ισχύει στην εκάστοτε περίπτωση, θα πρέπει να ακολουθήσει τρία βήματα: 1) να προσδιορίσει τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά της, 2) να εξετάσει, βάσει των διαπιστωθέντων πραγματικών περιστατικών, κατά πόσον έχουν διαπραχθεί εγκλήματα ή πράξεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής ρήτρας αποκλεισμού και 3) να αξιολογήσει την ατομική ευθύνη του Αιτητή.  Οι ρήτρες αποκλεισμού μπορεί να εφαρμόζονται μόνο σε πρόσωπα που μπορούν να θεωρηθούν ατομικά υπεύθυνα για πράξεις που συνεπάγονται αποκλεισμό. Η αξιολόγηση της ατομικής ευθύνης βασίζεται στη φύση και στην έκταση της συμμετοχής του αιτούντος στην πράξη που συνεπάγεται αποκλεισμό (αντικειμενική υπόσταση/actus reus), καθώς και στην ενδιάθετη κατάστασή του (πρόθεση και γνώση) σε σχέση με την εν λόγω πράξη (υποκειμενική υπόσταση/mens rea)[33].

 

Προχωρώντας λοιπόν στον προσδιορισμό των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών που δύνανται να επιφέρουν τον αποκλεισμό του Αιτητή, το Δικαστήριο κρίνει ότι τα εγκλήματα που διαφαίνεται ότι προκύπτουν σύμφωνα με τον κυπριακό ποινικό κώδικα, είναι τα ακόλουθα:

 

1)   Συμμετοχή και αποδοχή διάπραξης εγκλημάτων (άρθρο 63),

2)   Τρεις φόνοι εκ προμελέτης (άρθρο 203),

3)   Αρπαγή ή απαγωγή ή στέρηση ελευθερίας προσώπου με σκοπό να φονευθεί εκ προμελέτης (άρθρο 249),

4)   Περιαγωγή σε κατάσταση νάρκωσης με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος ή πλημμελήματος (άρθρο 227),

5)   Απόπειρα για φόνο (άρθρο 214).

6)   Συνωμοσία για φόνο (άρθρο 217).

7)   Μαστροπεία (άρθρο 157).

8)   Συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση (άρθρο 63Α).

 

Ως εκ τούτου το Δικαστήριο θα προχωρήσει στην εξέταση του εάν τα ανωτέρω περιγραφόμενα εγκλήματα δύναται να επισύρουν τον αποκλεισμό του Αιτητή από το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας λόγω της φύσης τους, να αξιολογηθεί εάν προκύπτει ατομική ευθύνη του Αιτητή, την οποία άλλωστε απορρίπτει ο συνήγορός του.

 

Σε σχέση με τους ισχυρισμούς του Αιτητή περί τριών φόνων εκ πρoμελέτης, έχει ήδη γίνει δεκτό κατά την αξιολόγηση των ισχυρισμών του ότι εκείνος προκάλεσε το θάνατο τριών γυναικών στην πόλη Limbe από το Δεκέμβριο του 2021 μέχρι το Φεβρουάριο του 2022 αφού περιέγραψε με περιγραφική λεπτομέρεια τον τρόπο με τον οποίο επέφερε το θάνατο της πρώτης άγνωστης γυναίκας που γνώρισε στο κέντρο διασκέδασης Apple στην πόλη Limbe το Δεκέμβριο του 2021. Προσδιόρισε μάλιστα ότι γνώρισε το δεύτερο θύμα του στο ίδιο κέντρο, το δε τρίτο το γνώρισε στο snack-bar Empire, το οποίο βρίσκεται πλησίον του κέντρου Apple. Αποσαφήνισε ότι η πρώτη κοπέλα του δήλωσε ότι ονομάζεται Nadesh, χωρίς ωστόσο να θυμάται το όνομα των υπόλοιπων θυμάτων του, δεδομένου ότι τα γνώρισε τα βράδια που τα δολοφόνησε. Ο Αιτητής ακολούθως περιέγραψε τον παρόμοιο τρόπο με τον οποίο ήρθε σε επαφή με τα θύματά του, προβάλλοντας ότι καθόταν σε ένα εμφανές σημείο του κέντρου εστίασης και ακολούθως κουβέντιαζε μαζί τους. Αναφορικά με τα μέσα που χρησιμοποίησε προς επίτευξη του σκοπού του, ο Αιτητής δήλωσε ότι κατά την ένταξή του στη αδελφότητα, ο κος Kelechi του είχε δώσει μία άσπρη σκόνη και ένα μαντήλι με «πνευματικές/υπερφυσικές ιδιότητες». Ως προς τη σύσταση της άσπρης σκόνης, ο Αιτητής επέδειξε άγνοια, πλην όμως προσδιόρισε ότι καθιστούσε τα θύματά του πιο ευάλωτα και υπάκουα στις επιταγές του. Κληθείς να παραθέσει ένα παράδειγμα χρήσης της εν λόγω σκόνης, ο Αιτητής δήλωσε ότι τη χρησιμοποίησε μόνο στο πρώτο του θύμα, επειδή η εν λόγω κοπέλα ήταν διστακτική απέναντί του, με αποτέλεσμα να ρίξει τη σκόνη, εν αγνοία της, στο ποτό της και μετά να τη μεταφέρει, σε κατάσταση που είχε χάσει τον έλεγχο των κινήσεων και της βούλησής της, στο ξενοδοχείο Pandora όπου τη δολοφόνησε. Εξήγησε μάλιστα ότι το δεύτερο και τρίτο θύμα τον έβρισκαν ελκυστικό και δεν χρειάστηκε να κάνει χρήση της εν λόγω σκόνης προκειμένου να κάμψει τις αντιστάσεις τους και να τις μεταφέρει στο ξενοδοχείο Pandora, όπου επέφερε το θάνατό τους.

 

Ο Αιτητής επιβεβαίωσε ότι σκότωσε την πρώτη γυναίκα το Δεκέμβριο του 2021, καθώς ο κος Kelechi, μεταφέροντας εντολές του αρχηγού της αδελφότητας, Igwe, του ζήτησε να φέρει την φέρει στον τόπο που λάμβαναν μέρος τα τελετουργικά της αδελφότητας, ο οποίος βρισκόταν επίσης στο ξενοδοχείο Pandora, έτσι ώστε να αποδείξει την αφοσίωσή του σε αυτήν, άλλως θα αποκοβόταν από τους κύκλους της και θα αντιμετώπιζε τις συνέπειες. Κατά τον ίδιο τρόπο, ο Αιτητής δήλωσε ότι ενημερώθηκε εκ νέου από τον κο Kelechi αναφορικά με «αυτό που έπρεπε να κάνει», όπως ο ίδιος δήλωσε, ήτοι τη δολοφονία του δεύτερου και τρίτου θύματος το Φεβρουάριο του 2022. Συγκεκριμένα, ο Αιτητής περιέγραψε λεπτομερώς ότι ο κος Kelechi του υπέδειξε να πείσει τα θύματά του να περάσουν τη νύχτα μαζί του, έτσι ώστε να τα μεταφέρει στο ξενοδοχείο Pandora, όπου μετά τη δολοφονία του θα λάμβανε χώρα το τελετουργικό της αδελφότητας.

 

Ζητηθείς να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο επέφερε το θάνατο των τριών γυναικών, ο Αιτητής δήλωσε ότι έβαζε τις γυναίκες να κοιμηθούν καθώς εκείνες βρισκόταν σε κατάσταση ακραίας μέθης (δεύτερο και τρίτο θύμα), το δε πρώτο του θύμα είχε χάσεις τις αισθήσεις του λόγω της σκόνης που έριξε στο ποτό του. Στη συνέχεια φορούσε το κίτρινο φουλάρι-σύμβολο που φορούσαν τα χαμηλόβαθμα μέλη της αδελφότητας και αφού έλεγε κάποιες λέξεις, εναπόθετε το λευκό μαντίλι στο πρόσωπο των θυμάτων του, με αποτέλεσμα η συγκεκριμένη ενέργεια να προκαλεί το θάνατό τους λόγω των υπερφυσικών δυνατοτήτων του μαντιλιού. Ερωτηθείς εάν ασκούσε πίεση στο πρόσωπο των θυμάτων του κατά την εναπόθεση του μαντιλιού, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά και απέδωσε το θάνατο των γυναικών αποκλειστικά στις υπερφυσικές ιδιότητες του μαντιλιού. Δεδομένου ότι από τις ανωτέρω δηλώσεις δεν προκύπτει με ευλογοφάνεια ο τρόπος με τον οποίο ο Αιτητής επέφερε το θάνατο των θυμάτων του, ρωτήθηκε κατ’ επανάληψη από τον αρμόδιο λειτουργό εάν ήταν οι πράξεις του αυτές που επέφεραν το θάνατο των τριών γυναικών. Ο Αιτητής επανέλαβε ότι μετά την τοποθέτηση του μαντιλιού στα πρόσωπα των θυμάτων του, αυτά σταματούσαν να αναπνέουν. Ειδικότερα, σε σχέση με το πρώτο του θύμα, ο Αιτητής δήλωσε ότι έλεγξε το σφυγμό του διαπιστώνοντας ότι είχε σταματήσει, ενώ σήκωσε το χέρι της γυναίκας προκειμένου να επιβεβαιωθεί ότι εκείνη είχε αποβιώσει. Ως προς το ενδεχόμενο η εν λόγω γυναίκα να είχε χάσει τις αισθήσεις της, ο Αιτητής αποκρίθηκε «μπορείς να καταλάβεις εάν κάποιος είναι νεκρός επειδή δεν έχει πλέον σφυγμό».

 

Στη συνέχεια ο Αιτητής εξήγησε με περιγραφική λεπτομέρεια ότι μετά τη δολοφονία των θυμάτων του, εισέρχοντο εντός του δωματίου του ξενοδοχείου Pandora έξι υψηλόβαθμα μέλη της αδελφότητας, τα οποία φορούσαν κόκκινα φουλάρια, και μετέφεραν τα πτώματα στην αίθουσα εκδηλώσεων της αδελφότητας, όπου τα τοποθετούσαν γυμνά σε ένα βωμό με κεριά γύρω γύρω, ενώ ο αρχηγός Igwe επιδιδόταν σε επικλήσεις του Mαμωνά, θεότητα του πλούτου. Ερωτηθείς τι απέγιναν τα πτώματα των γυναικών μετά το τελετουργικό, ο Αιτητής επέδειξε άγνοια, επικαλούμενος ευλογοφανώς ότι μόλις ολοκληρωνόταν το τελετουργικά, τα μέλη της αδελφότητας αποχωρούσαν. 

 

Στη βάση των ανωτέρω δηλώσεων, το Δικαστήριο κρίνει ότι θεμελιώνεται η εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων του Αιτητή, δεδομένου ότι οι αναφορές  του, λόγω περιγραφικής λεπτομέρειας, συνοχής και σαφήνειας, παραπέμπουν σε βιωματικό περιστατικό.

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών του Αιτητή, η έρευνα των Καθ’ων η αίτηση κατέδειξε ότι στη χώρα καταγωγής του Αιτητή έχει καταγραφεί αριθμός περιστατικών κατά τη διάρκεια των οποίων δολοφονήθηκαν/θυσιάστηκαν γυναίκες στα πλαίσια αποκρυφιστικών τελετουργικών, το Δικαστήριο ωστόσο προχώρησε σε περαιτέρω έρευνα αναφορικά τη χρήση των μαντιλιών στα πλαίσια αποκρυφιστικών δραστηριοτήτων μυστικιστικών ομάδων, καθώς σύμφωνα με τον Αιτητή, το εν λόγω μαντίλι επέφερε το θάνατο των θυμάτων του.

 

Το Δικαστήριο αρχικά εντόπισε το «ukara» της μυστικής αδελφότητας Ekpe, μιας πολυεθνικής ένωσης στη νοτιοανατολική Νιγηρία και το δυτικό Καμερούν, η οποία αναφέρει:  «Το ύφασμα είναι κατασκευασμένο από απλό βαμβάκι, αλλά μετατρέπεται σε τελετουργικό αντικείμενο όταν το nsibidi εγγράφεται πάνω του μέσω βαφής indigo. Το Nsibidi είναι ένα σύνολο ιδεογραφικών, αφηρημένων και χειρονομιακών συμβόλων που χρησιμοποιούνται από την Εταιρεία Ekpe ως μορφή κωδικοποιημένης επικοινωνίας. Φορεμένο ως προσωπικό περιτύλιγμα κατά τη διάρκεια των μυήσεων και σε κοινωνικές εκδηλώσεις, πολλές από τις οποίες είναι δημόσια θεάματα, το ukara λειτουργεί ως μια φυσική μεταφορά για το ιδεολογικό απόρρητο που η Εταιρεία Ekpe κατασκευάζει και φυλάει προσεκτικά»[34]

 

Εντοπίστηκαν επίσης πληροφορίες, οι οποίες αναφέρονται στα «Ndop» και το «Toghu». Το Ndop, όπως και το Toghu, σύμφωνα με έκθεση του Πανεπιστημίου της Yaoundé του 2022, προοριζόταν για τιμητικές προσωπικότητες της κοινωνίας και χρησιμοποιούνταν εξίσου κατά τη διάρκεια τελετουργικών τελετών. Το Ndop αποτελείται από ύφασμα από βαμβάκι indigo με φιγούρες ζωγραφισμένες σε λευκό χρώμα. Ανήκει σε μια ευρύτερη οικογένεια υφασμάτων, όλα διακοσμημένα με τεχνικές βαφής ανθεκτικής βαφής, οι οποίες βρίσκονται σε μεγάλο μέρος της Δυτικής Αφρικής αφού προέρχεται από τη Νιγηρία[35].

 

Σε σχέση δε με δολοφονίες που φέρονται να έλαβαν χώρα στα πλαίσια τελετουργικών θυσιών, από τις αντληθείσες πληροφορίες προκύπτει ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή διαθέτει σημαντικό αντίστοιχο ιστορικό, αφού εξωτερικές πηγές αρχικά επιβεβαιώνουν ότι τόσο το 2013[36], όσο και το 2020[37], δέκα χρόνια αργότερα, η χώρα εξακολουθεί να καταγράφει νεκρούς από τελετουργικές δολοφονίες. Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι σύμφωνα με άρθρο του Africa News του 2024, οι τελετουργικές δολοφονίες εξακολουθούν να καταγράφονται στη χώρα καταγωγής του Αιτητή[38].  

 

Λαμβάνοντας υπόψη τις ανωτέρω πληροφορίες και το ότι οι Καθ΄ων η αίτηση έχουν ήδη εντοπίσει 1) το ξενοδοχείο Pandora, το κέντρο διασκέδασης Apple και το snack-bar Empire στην πόλη  Limbe, 2) πληροφορίες οι οποίες επιβεβαιώνουν ότι κατά το παρελθόν στη χώρα καταγωγής του Αιτητή απήχθησαν γυναίκες στις οποίες χρησιμοποιήθηκαν άσπρα μαντήλια προκειμένου εκείνες να οδηγηθούν σε τελετουργικά εγκληματικών/μυστικιστικών ομάδων αλλά και 3) τη μαρτυρία ενός ανθρώπου στην Ουγκάντα, ο οποίος κατά τη διάρκεια μυστικιστικών τελετουργικών χρησιμοποιούσε χλωροφόρμιο σε μαντίλια προκειμένου να κάμψει τις αντιστάσεις των θυμάτων του και να τα οδηγήσει σε μυστική τοποθεσία, οι δηλώσεις του Αιτητή αξιολογούνται ως εξωτερικά αξιόπιστες. Σημειώνεται στο συγκεκριμένο σημείο, ότι σύμφωνα με έγκυρες ιατρικές πηγές πληροφόρησης, η οξεία εισπνοή χλωροφορμίου μπορεί να προκαλέσει συστηματικές επιδράσεις όπως διέγερση, ναυτία, έμετο ακολουθούμενο από ζάλη, αταξία και υπνηλία και σε περιπτώσεις σημαντικής έκθεσης, κώμα και θάνατο[39].

 

Από όλα τα ανωτέρω το Δικαστήριο κρίνει ότι οι αξιόποινες πράξεις του κυπριακού ποινικού κώδικα που θεωρείται ότι ο Αιτητής διέπραξε στη βάση των ανωτέρω δηλώσεων είναι οι ακόλουθες:

 

1)   3 φόνοι εκ προμελέτης (άρθρο 203) – Ποινή φυλάκισης για έκαστο των φόνων, δια βίου φυλάκιση.

2)   Σε τρεις περιπτώσεις, συνωμοσία για φόνο (άρθρο 217) – Ποινή φυλάκισης για έκαστη των πράξεων, 14 χρόνια φυλάκισης.

3)   Σε τρεις περιπτώσεις, περιαγωγή σε κατάσταση νάρκωσης με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος ή πλημμελήματος (άρθρο 227) - Ποινή φυλάκισης για έκαστη των τριών πράξεων, δια βίου φυλάκιση.

4)   Σε σχέση με το πρώτο του θύμα, αρπαγή ή απαγωγή ή στέρηση της ελευθερίας προσώπου με σκοπό να φονευθεί εκ προμελέτης (άρθρο 249) – ποινή φυλάκισης 14 χρόνια.

 

Ξεκινώντας με το αδίκημα της συνομωσίας για φόνο, το Δικαστήριο κρίνει ότι o κος Kelechi, μεταφέροντας εντολές του αρχηγού της αδελφότητας, Igwe, υπέδειξε τρεις φορές στον Αιτητή τον τρόπο με τον οποίο εκείνος θα μετέφερε και θα τα σκότωνε τα θύματά του στο ξενοδοχείο Pandora, των οποίων τα πτώματα στη συνέχεια παρέλαβαν άλλα μέλη της αδελφότητας και μετέφεραν στο βωμό του τελετουργικού, επίσης εντός του ξενοδοχείου. Ζητηθείς να περιγράψει το πως αισθάνθηκε κατά την τέλεση της πρώτης ανθρωποθυσίας, ο Αιτητής απάντησε ότι ένιωσε φυσιολογικά καθώς εκείνη την περίοδο πίστευε ότι έπρεπε να βοηθήσει στις ανθρωποθυσίες, προβάλλοντας ότι δεν μπορούσε να ελέγξει τον εαυτό του. Αυτό το αίσθημα μάλιστα προσδιόρισε ότι τον διακατείχε μέχρι και το θάνατο της τρίτης γυναίκας, αφού στη συνέχεια του ζητήθηκε να δολοφονήσει την μητέρα του. Προσέθεσε αόριστα ωστόσο ότι εκείνη την περίοδο περνούσε μια σκοτεινή φάση της ζωή του και ως εκ τούτου ένιωθε «ΟΚ με αυτό που έκανε».

 

Ως προς το αδίκημα της περιαγωγής σε κατάσταση νάρκωσης με σκοπό τη διάπραξη φόνου, ο Αιτητής δήλωσε ότι στην προσπάθειά του να μεταφέρει τα θύματά του στο ξενοδοχείο Pandora, έριξε μια άσπρη σκόνη στο ποτό της πρώτης γυναίκας προκειμένου να κάμψει τις αντιστάσεις της, ενώ επέφερε την ακραία μέθη του δεύτερου και τρίτου θύματος, σε σημείο που οι εν λόγω γυναίκες είχαν απωλέσει τον έλεγχο του εαυτού τους, όταν κατέφτασαν στο ξενοδοχείο, όπου και τις σκότωσε.

 

Ως προς αδίκημα του φόνου εκ προμελέτης, όπως απορρέει από τα ανωτέρω αποδεκτά περιστατικά, ο Αιτητής δολοφόνησε τρις γυναίκες προμελετημένα, αφού ακολουθούσε τις οδηγίες κου Kelechi.

 

Αναφορικά τέλος με το αδίκημα της αρπαγής ή απαγωγής ή στέρηση της ελευθερίας του πρώτου του θύματος με σκοπό να το φονεύσει εκ προμελέτης, ο Αιτητής δήλωσε το Δεκέμβριο του 2021, στο κέντρο διασκέδασης Apple στην πόλη Limbe,  έριξε στο ποτό του πρώτου του θύματος την άσπρη σκόνη που του είχε δώσει ο κος Kelechi, προκειμένου εκείνη να τον ακολουθήσει παρά τη θέλησή της, αφού όπως αποσαφήνισε, η εν λόγω κοπέλα είχε ήδη αρνηθεί την πρότασή του. Προβαίνοντας μάλιστα σε περαιτέρω αφηγήσεις βιωματικού χαρακτήρα, ο Αιτητής δήλωσε ότι η εν λόγω γυναίκα ήταν «πεισματάρα», γεγονός που τον ώθησε ακόμα περισσότερο προς την ολοκλήρωση της προσχεδιασμένης πράξης του, ήτοι την δολοφονία της στο ξενοδοχείο Pandora . Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κρίνει ότι προκύπτουν σοβαροί λόγοι να θεωρείται ότι ο Αιτητής διέπραξε το ανωτέρω έγκλημα.

 

Εξετάζοντας τώρα την ατομική ευθύνη του Αιτητή, θα πρέπει αρχικά να αναφερθεί ότι όπως κατέδειξε η προηγουμένως παρατεθέν νομικό πλαίσιο καθώς και η αντίστοιχη νομολογία, το μέτρο απόδειξης βαραίνει το παρόν Δικαστήριο, το δε μέτρο απόδειξης πληρούται εάν υπάρχουν σοβαροί λόγοι να πιστεύεται[40] ότι ο Αιτητής διέπραξε τα ανωτέρω αδικήματα στη χώρα καταγωγής του.

 

Αναλύοντας τα συστατικά στοιχεία της ατομικής ευθύνης του Αιτητή, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο Αιτητής ήταν ο φυσικός αυτουργός όλων των ανωτέρω προγραφέντων αδικημάτων και είχε σαφή πρόθεση να προβεί στην τέλεσή τους. Το εν λόγω συμπέρασμα ενδυναμώνεται και από τις δηλώσεις του ίδιου του Αιτητή, ο οποίος σε διάφορα στάδια της προφορικής του συνέντευξης δήλωσε κατ’ επανάληψη ότι ένιωθε φυσιολογικά με τις πράξεις του, προβάλλοντας μεταξύ άλλων ότι «εκείνη την περίοδο ένιωθε ΟΚ με αυτό που έκανε», ότι πίστευε ότι έπραττε το σωστό και ότι μάλιστα ένιωθε έτσι μέχρι το σημείο που του ζήτησαν να δολοφονήσει τη μητέρα του.  Δεδομένων λοιπόν των ανωτέρω δηλώσεων, καθώς και του ότι ο Αιτητής προέβη κατ’ επανάληψη στις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις τουλάχιστον σε τρεις περιπτώσεις, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο Αιτητής έφερε πλήρη γνώση του αποτελέσματος των πράξεών του, το οποίο άλλωστε σύμφωνα με τις δηλώσεις του, ήταν ο επιδιωκόμενος σκοπός.

 

Αναφορικά με το ενδεχόμενο ύπαρξης λόγων άρσης του καταλογισμού της προσωπικής ευθύνης του Αιτητή, δεδομένου ότι εκείνος ήταν μέλος της εν λόγω αδελφότητας από τον Ιούνιο του 2021 μέχρι τον Απρίλιο του 2022, καθώς και των σχετικών δηλώσεών του, δεν προκύπτουν στοιχεία υπερ του ότι κατά την τέλεση των ανωτέρω πράξεων έπασχε από ψυχική νόσο ή βλάβη, βρισκόταν σε κατάσταση ακούσιας μέθης, ανωριμότητας, πραγματικής ή νομικής πλάνης. Σημειώνεται άλλωστε ότι σύμφωνα με βάση τα όσα έχουν γίνει δεκτά, κατά την τέλεση των ανωτέρω πράξεων ο Αιτητής ήταν 31 ετών και θα αναμενόταν ευλόγως να διαθέτει ευρύ γνωσιακό φάσμα δεδομένου ότι είναι πτυχιούχος Ψυχολογίας του πανεπιστημίου της Buea.

 

Ως προς τη διερεύνηση της ύπαρξης λόγων άρσης του αδίκου των πράξεων του Αιτητή, σύμφωνα με τη Δικαστική Ανάλυση του Αποκλεισμού της EUUA, νοούνται οι προσταγές ανωτέρων, ο εξαναγκασμός, η αυτοάμυνα ή υπεράσπιση άλλων και η έλλειψη ικανότητας[41].

 

Από τα ενώπιόν του στοιχεία, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν στοιχειοθετούνται η αυτοάμυνα ή η υπεράσπιση άλλων στην παρούσα υπόθεση.

 

Ως προς το εάν ο Αιτητής τελούσε υπό τις προσταγές ανωτέρων, έχει μεν γίνει δεκτό ότι ο Αιτητής ακολούθησε τις εντολές του κου Kelechi, ο οποίος του μετέφερε τις εντολές του αρχηγού της αδελφότητας, Igwe, πλην όμως θα πρέπει να αναφερθεί ότι το άρθρο 33 του Καταστατικού της Ρώμης αναφέρει :

 

« Προσταγές ανωτέρων και επιταγές του νόμου

 

1.    Το γεγονός ότι ένα έγκλημα που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου τελέστηκε από πρόσωπο συμμορφούμενο προς εντολή Κυβερνήσεως ή ανωτέρου, είτε στρατιωτικού είτε πολιτικού, δεν αναιρεί την ποινική του ευθύνη, εκτός αν τούτο: α) είχε νομική υποχρέωση να υπακούει σε εντολές της Κυβερνήσεώς ή του κατά περίπτωση ανωτέρου· β) δεν γνώριζε ότι η προσταγή ήταν παράνομη· γ) η προσταγή δεν ήταν καταφανώς παράνομη.

2.    Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η διαταγή προς τέλεση γενοκτονίας ή εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας είναι καταφανώς παράνομη»[42].

 

Διακρίνεται λοιπόν ότι το άρθρο 33 του Καταστατικού της Ρώμης προβλέπει περαιτέρω ότι το υπερασπιστικό επιχείρημα των προσταγών ανωτέρων εφαρμόζεται μόνον αν ο ενδιαφερόμενος «είχε νομική υποχρέωση να υπακούει σε εντολές της κυβερνήσεως ή του κατά περίπτωση ανωτέρου», δεν γνώριζε ότι «η προσταγή ήταν παράνομη» και «η προσταγή δεν ήταν καταφανώς παράνομη»[43].

 

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κρίνει το στοιχείο της υπακοής σε προσταγές ανωτέρων δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση του Αιτητή αφού εκείνος ούτε νομική υποχρέωση είχε να υπακούσει τον κο Kelechi, ούτε αγνοούσε ότι η προσταγή του τελευταίου ήταν παράνομη. Δεδομένου μάλιστα του μορφωτικού του επιπέδου του Αιτητή, το Δικαστήριο κρίνει πως οι εντολές που έλαβε ο Αιτητής ήταν καταφανώς παράνομες για εκείνον.

 

Σχετικά με το στοιχείο του εξαναγκασμού, ο Αιτητής δήλωσε ότι κατά την ανάθεσή της πρώτης του ανθρωποθυσίας ενημερώθηκε από τον κο Kelechi ότι θα πρέπει να ολοκληρώσει την «αποστολή» του, άλλως θα αποκοβόταν από την αδελφότητα και θα τιμωρούνταν αυστηρά. Προσέθεσε παράλληλα ότι ανυπακοή γενικά τιμωρείτο από την αδελφότητα και ότι ή έκθεση της αδελφότητας τιμωρείτο με θάνατο.

 

Αξιλογώντας τώρα την ύπαρξη εξαναγκασμού στην περίπτωση των πράξεων του Αιτητή, αρχικά θα πρέπει να αποσαφηνιστεί ότι η UNHCR αναφέρει στο Σημείωμα για την εφαρμογή των ρητρών αποκλεισμού: «Όταν την ένσταση του εξαναγκασμού προβάλλει όποιος ενήργησε κατά διαταγή ανωτέρων του σε μια οργάνωση, πρέπει να εξεταστεί εάν ευλόγως αναμενόμενη ήταν η καταγγελία της συμμετοχής του στην οργάνωση και η δυνατότητά του να αποχωρήσει νωρίτερα από αυτήν διαβλέποντας ότι θα ανέκυπτε η υπό κρίση κατάσταση. Κάθε υπόθεση πρέπει να εξετάζεται εξατομικευμένα. Οι συνέπειες της λιποταξίας σε συνδυασμό με τον κίνδυνο άσκησης πίεσης για την τέλεση κάποιων πράξεων είναι στοιχεία καθοριστικής σημασίας»[44].

 

Το Upper Tribunal (τμήμα μετανάστευσης και ασύλου) του Ηνωμένου Βασιλείου, στην υπόθεση AB (άρθρο 1 ΣΤ στοιχείο α) — αμυντικό επιχείρημα — εξαναγκασμός) Ιράν  εκθέτει, με χρήσιμο τρόπο, τις πέντε προϋποθέσεις για το αμυντικό επιχείρημα του εξαναγκασμού, οι οποίες πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς, όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 31 του Καταστατικού της Ρώμης: i) Πρέπει να υπάρχει απειλή επικείμενου θανάτου ή συνεχιζόμενης ή επικείμενης βαρείας σωματικής βλάβης. ii) Η απειλή αυτή πρέπει είτε να προέρχεται από άλλα πρόσωπα είτε να δημιουργείται από άλλες περιστάσεις πέραν του ελέγχου του προσώπου που προβάλλει το επιχείρημα. iii) Η απειλή πρέπει να στρέφεται κατά του προσώπου που προβάλλει το επιχείρημα ή άλλου προσώπου. iv) Το πρόσωπο που προβάλλει το επιχείρημα ενεργεί αναγκαστικά και ευλόγως για να αποφύγει την απειλή αυτή. v) Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, το πρόσωπο που προβάλλει το επιχείρημα δεν έχει σκοπό να προκαλέσει βαρύτερη βλάβη από την απειλή που επιδίωξε να αποφύγει[45].

 

Δεδομένου λοιπόν ότι οι ανωτέρω προυποθέσεις πρέπει να πληρούνται σωρευτικά, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο Αιτητής δεν αντιμετώπιζε άμεση απειλή επικείμενου θανάτου ή επικείμενης σωματικής βλάβης αφού  ερωτηθείς άλλωστε εάν κατά την περίοδο που προέβη στις ανωτέρω έννομες πράξεις απειλείτο από την αδελφότητα, εκείνος αφενός επικαλέστηκε αόριστα στον κώδικα πίστης και μυστικότητας της αδελφότητας και επέδειξε άγνοια ως προς την επαπειλούμενη ποινή. Ουδέποτε άλλωστε ο Αιτητής επικαλέστηκε ότι διέπραξε τις ανθρωποθυσίες και όλες τις προπαρασκευαστικές τους πράξεις-αδικήματα υπό καθεστώς εξαναγκασμού. Διαπιστώνει επίσης το Δικαστήριο, ότι από τα ενώπιόν του στοιχεία δεν προκύπτει ότι ο Αιτητής, κατά την τέλεση των αξιόποινων πράξεων, ενήργησε αναγκαστικά και εύλογα προκειμένου να αποφύγει την απειλή που επικαλείται, αφού όταν ρωτήθηκε εάν θα μπορούσε να προβεί σε κάποια ενέργεια προκειμένου να αποφύγει την τέλεση των ανωτέρω αδικημάτων, εκείνος δήλωσε ασαφώς ότι θα μπορούσε να έχει μιλήσει στην αρραβωνιαστικιά του, η οποία ήταν πάστορας, ωστόσο προέβαλε ότι εκείνο το διάστημα είχε υποβληθεί σε πλύση εγκεφάλου. Όταν μάλιστα κλήθηκε να σχολιάσει την πλύση εγκεφάλου στην οποία υποβλήθηκε υπό το φως του εκπαιδευτικού του υποβάθρου (απόφοιτος ψυχολογίας), ο Αιτητής επέδειξε πλήρη αποδοχή της ευθύνης των πράξεών του, προβαίνοντας σε μια μάλλον απολογητική δήλωση, σύμφωνα με την οποία «κάποιες φορές το κυνήγι της επιτυχίας σε κάνει να γίνεσαι αδαής. Επικεντρώνεσαι τόσο σε αυτό και δεν κάθεσαι να εξετάσεις τα θετικά και τα αρνητικά».

 

Από τις ανωτέρω δηλώσεις του Αιτητή, το Δικαστήριο κρίνει όχι μόνο ότι ο Αιτητής ουδέποτε τελούσε υπό καθεστώς εξαναγκασμού, αλλά διέπραξε τα ανωτέρω αδικήματα συνειδητά, αφού, σύμφωνα με δικές του δηλώσεις, είχε ήδη φτάσει σε ηλικία 30 χρονών και δυσκολευόταν να ανταποκριθεί στις οικονομικές του προσδοκίες, με αποτέλεσμα να αποφασίσει να ενταχθεί στην εν λόγω ομάδα αποκλειστικά για οικονομικούς λόγους και προκειμένου να αναβαθμίσει το βιοτικό του επίπεδο. 

 

Το Δικαστήριο κρίνει ότι δεδομένων των ανωτέρω παρέλκει η διερεύνηση του κριτηρίου της ικανότητας του να αντιληφθεί το παράνομο των πράξεών του, καθώς το άρθρο 31 παράγραφος 1 του Καταστατικού της Ρώμης προβλέπει ότι για να αναγνωριστεί ως υπερασπιστικό επιχείρημα στο διεθνές ποινικό δίκαιο, μια διανοητική νόσος ή ένα ελάττωμα πρέπει να «αποκλείουν την ικανότητα του [ενδιαφερόμενου] να εκτιμήσει την παρανομία ή τη φύση της συμπεριφοράς του ή την ικανότητά του να ελέγξει την συμπεριφορά του προκειμένου να συμμορφωθεί προς τις επιταγές του δικαίου»[46].

 

Στην υπό εξέταση υπόθεση και για τους λόγους που ανωτέρω αναλύθηκαν,  δεν κρίνεται ότι ανακύπτουν αντίστοιχα στοιχεία που να συνηγορούν υπέρ του ότι ο Αιτητής απώλεσε τη δυνατότητα να αντιληφθεί το παράνομο των πράξεών του.

 

Αναφορικά, τέλος με επιπρόσθετες παραμέτρους που δύνανται να αξιολογηθούν, το Δικαστήριο κρίνει ότι εφόσον οι πράξεις του Αιτητή ουδέποτε περιήλθαν στη γνώση των αρχών της χώρας καταγωγής του, παρέλκει η διερεύνηση των  παραμέτρων της έκτισης της ποινής για πράξη που επισύρει αποκλεισμό, η απονομή χάριτος ή αμνηστίας και/ή οι ποινικά κολάσιμες πράξεις του Αιτητή υπόκεινται σε παραγραφή[47].

 

Συνοψίζοντας, το Δικαστήριο κρίνει ότι ανακύπτουν σοβαροί λόγοι να θεωρείται ότι ο Αιτητής είναι φυσικός αυτουργός τριών φόνων εκ προμελέτης, συνωμοσίας για τρεις φόνους, περιαγωγής σε κατάσταση νάρκωσης με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος σε τρεις περιπτώσεις, όπως και σε σχέση με το πρώτο του θύμα, αρπαγής ή απαγωγής ή στέρησης της ελευθερίας προσώπου με σκοπό να φονευθεί εκ προμελέτης.

 

Εκ των άρθρων 5(2)(β) του περί Προσφύγων Νόμου και 17(1) (β) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αναδιατύπωση) προκύπτει ότι υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής δεν δικαιούται επικουρική προστασία όταν υπάρχουν σοβαροί λόγοι για να θεωρείται ότι έχει διαπράξει «σοβαρό έγκλημα».

 

Σύμφωνα με τη Δικαστική Ανάλυση της ΕUAA για τον αποκλεισμό, είναι εμφανές ότι το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 17 παράγραφος 1 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) είναι ευρύτερο από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 12 παράγραφος 2 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση), δεδομένου ότι δεν περιορίζεται ούτε γεωγραφικά ούτε χρονικά, ούτε από την προϋπόθεση ότι το επίμαχο έγκλημα πρέπει να είναι «μη πολιτικό»[48].

 

Στην υπόθεση Ahmed το ΔΕΕ έκρινε ότι «πριν από την έκδοση οποιασδήποτε απόφασης αποκλεισμού ενός προσώπου από το καθεστώς του πρόσφυγα πρέπει να προηγείται πλήρης εξέταση όλων των ιδιαίτερων περιστάσεων εκάστης περιπτώσεως, η δε απόφαση αυτή δεν πρέπει να λαμβάνεται αυτομάτως»[49] και προσέθεσε ότι  «[η] απαίτηση αυτή ισχύει και για τις αποφάσεις αποκλεισμού από την επικουρική προστασία»[50]. Τονίζει επίσης το ΔΕΕ ότι «η σοβαρότητα του επίμαχου εγκλήματος πρέπει να αξιολογείται βάσει διαφόρων κριτηρίων. Στα κριτήρια αυτά περιλαμβάνονται η φύση της επίμαχης πράξης, η ζημία που προκλήθηκε, η μορφή της διαδικασίας δίωξης, η φύση της προβλεπόμενης ποινής, λαμβανομένου επίσης υπόψη του εάν η συγκεκριμένη πράξη χαρακτηρίζεται ως σοβαρό έγκλημα στην πλειονότητα των εννόμων τάξεων»[51].

 

O πρακτικός οδηγός της EUAA σχετικά με τον αποκλεισμό από την επικουρική προστασία για λόγους τέλεσης σοβαρών (μη πολιτικών) εγκλημάτων, αναφέρει ότι για να χαρακτηριστεί ως «σοβαρή», η πράξη που εξετάζεται σε μια συγκεκριμένη υπόθεση πρέπει πρώτα να πληροί το απαιτούμενο όριο σοβαρότητας. Για ορισμένα είδη ποινικών αδικημάτων, αυτό ισχύει προφανώς δεδομένης της φύσης του αδικήματος. Για παράδειγμα, οι πράξεις που απαριθμούνται στο άρθρο 7(1) του Καταστατικού της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ΔΠΔ) - συμπεριλαμβανομένων της δολοφονίας, του βιασμού και των βασανιστηρίων - συνήθως χαρακτηρίζονται ως «σοβαρά εγκλήματα» κατά την έννοια των άρθρων 12(2)(β) ή 17(1)(β) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, εκτός εάν διαπράττονται ως μέρος μιας «ευρείας ή συστηματικής» επίθεσης που στρέφεται κατά οποιουδήποτε άμαχου πληθυσμού, η οποία θα τις χαρακτήριζε ως εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, και επομένως εντός του πεδίου εφαρμογής των άρθρων 12(2)(α) ή 17(1)(α) της Οδηγίας Για άλλες πράξεις, μπορεί να είναι λιγότερο προφανής η κατάληξη στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη συμπεριφορά μπορεί να θεωρηθεί αρκετά σοβαρή για τους σκοπούς του αποκλεισμού[52].

 

Στη βάση της ανωτέρω ανάλυσης, το Δικαστήριο καταλήγει αναμφίβολα ότι λόγω της φύσης τους, οι τρεις φόνοι εκ προμελέτης για τους οποίους ανέκυψαν σοβαροί λόγοι να θεωρείται ότι διέπραξε ο Αιτητής, καθώς και τα υπόλοιπα ποινικά αδικήματα τα οποία ουσιαστικά αποτέλεσαν προπαρασκευαστικές πράξεις αυτών, αποτελούν κατά το παρόν Δικαστήριο «σοβαρά εγκλήματα» που επισύρουν τον αποκλεισμό του από το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Σύμφωνα άλλωστε με τον Οδηγό της EUAA για τον αποκλεισμό από τη διεθνή προστασία για λόγους τέλεσης «σοβαρών εγκλημάτων», ανάμεσα στα στοιχεία τα οποία εξετάζονται προκειμένου να χαρακτηριστεί ένα έγκλημα ως «σοβαρό», αξιολογούνται μεταξύ άλλων οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου να τελεστεί το έγκλημα, οι κίνητρο του θύτη, το εάν το έγκλημα ήταν προμελετημένο, η συχνότητα και/ή κλίμακα του εγκλήματος, οι ενέργειες του θύτη μετά την τέλεσή του, ο αριθμός των θυτών, το εάν ο θύτης αποκόμισε κάποιο κέρδος από την τέλεση του εγκλήματος, ο χρόνος τέλεσης του εγκλήματος, καθώς και η τοποθεσία του εγκλήματος[53].

 

Αξιολογώντας τις ανωτέρω παραμέτρους στην περίπτωση του Αιτητή, παρατηρώ αρχικά ότι οι μέθοδος που χρησιμοποίησε ο Αιτητής στην τέλεση των εγκλημάτων του, τα οικονομικά του κίνητρα, το γεγονός ότι οι πράξεις του ήταν σαφέστατα προμελετημένες, ότι διέπραξε αυτές κατ΄ επανάληψη, καθώς ότι οι ενέργειες μετά την τέλεσή αυτών, συνηγορούν υπερ του ότι οι εν λόγω πράξεις δύνανται να χαρακτηριστούν ως «σοβαρά εγκλήματα» υπό την έννοια των άρθρων 5(2)(β) του περί Προσφύγων Νόμου αλλά και του 17 (1) (β) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

 

Με βάσει όλα τα παραπάνω και υιοθετώντας το σκεπτικό της απόφασης του ΔΕΕ στην υπόθεση Ahmed,  η οποία προνοεί ότι «κάθε απόφαση αποκλεισμού ενός ατόμου από το καθεστώς πρέπει να προηγείται πλήρους διερεύνησης όλων των περιστάσεων της ατομικής του περίπτωσης και δεν μπορεί να ληφθεί αυτόματα»[54], το Δικαστήριο μετά τη διερεύνηση των προσωπικών περιστάσεων του Αιτητή καταλήγει ότι προκύπτουν σοβαροί λόγοι να θεωρείται ότι αυτός αποτέλεσε τον φυσικό αυτουργό των ανωτέρω περιγραφόμενων σοβαρών εγκλημάτων (actus reus), ενώ αναμφίβολά προκύπτει ότι κατά την τέλεσή των εν λόγω πράξεων διέθετε «ένοχη διάνοια» (mens rea), δεδομένου ότι σκοπός των εν λόγω προπαρασκευαστικών εγκλημάτων ήταν η ολοκλήρωση της «αποστολής» του, ήτοι η μεταφορά των θυμάτων στου στο ξενοδοχείο Pandora, προκειμένου να αφαιρέσει τη ζωή τους, έτσι ώστε να συνεχίσει αναρριχάται κοινωνικά και οικονομικά. Το συγκεκριμένο συμπέρασμα ενδυναμώνεται και από το γεγονός ότι ο Αιτητής αποφάσισε να εγκαταλείψει τους κύκλους της αδελφότητας τον Απρίλιο του 2022 επειδή του ζητήθηκε να δολοφονήσει τη μητέρα του και αργότερα το γιο του, αν και προηγουμένως είχε ήδη δολοφονήσει τρεις γυναίκες σε περίοδο περίπου 2 μηνών (Δεκέμβριος 2021 -  Φεβρουάριος 2022).

 

Αξιολογώντας τώρα το εάν προκύπτουν πράξεις που απορρέουν από τη γενικότερη συμμετοχή του Αιτητή στην αδελφότητα Million Brotherhood, οι οποίες δύναται να επισύρουν τον αποκλεισμό του από το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, σύμφωνα και με τις καταλήξεις του παρόντος Δικαστηρίου, το άρθρο 63Α του περί Ποινικού Κώδικα προνοεί: «Όποιος συμμετέχει σε εγκληματική οργάνωση, είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση τριών ετών»[55].

 

Το άρθρο 63Β (1) αναφέρει:

«Όποιος, έχοντας γνώση των παράνομων σκοπών ή των δραστηριοτήτων εγκληματικής οργάνωσης

(α) Συμμετέχει με οποιαδήποτε ενέργεια του σε οποιαδήποτε παράνομη πράξη εγκληματικής οργάνωσης· ή

(β) συμμετέχει με οποιαδήποτε ενέργεια του σε οποιαδήποτε πράξη εγκληματικής οργάνωσης, η οποία θα έπρεπε λογικώς να γνωρίζει ότι συνδέεται με οποιοδήποτε τρόπο με τη διάπραξη οποιουδήποτε ποινικού αδικήματος,

είναι ένοχος κακουργήματος που τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δέκα χρόνια ή με χρηματική ποινή μέχρι πενήντα χιλιάδες λίρες ή και με τις δύο αυτές ποινές»[56].

Δεδομένων των όσων έχουν αναλυθεί ανωτέρω από το παρόν Δικαστήριο, ο Αιτητής, ως μέλος της αδελφότητας Million Brotherhood, από τον Ιούνιο του 2021 μέχρι τον Απρίλιο του 2022, υπάρχουν σοβαροί λόγοι να θεωρείται ότι διέπραξε, καθ’ υπόδειξη της αδελφότητας, τα ανωτέρω περιγραφόμενα εγκλήματα. Η εν λόγω αδελφότητα είχε διακριτή ιεραρχία – αρχηγό, μέλη με κίτρινα και κόκκινα κασκόλ, συνδέσμους όπως ο κος Kelechi και απλά μέλη όπως ο Αιτητής- , τα δε χαμηλόβαθμα μέλη χρησιμοποιούντο για διάπραξη μαστροπείας προς όφελος των υψηλόβαθμων στελεχών, προέβαιναν σε ανθρωποκτονίες καθ’ υπόδειξη των τελευταίων, με σκοπό της εν λόγω ομάδας την μεγιστοποίηση της δύναμης και επιρροής της.

 

Από τα ανωτέρω στοιχεία, το Δικαστήριο αξιολογεί ότι ανακύπτουν σοβαροί λόγοι να θεωρείται ότι ο Αιτητής συμμετείχε σε εγκληματική ομάδα (άρθρο 63Α Ποινικού Κώδικα) και ότι σε τρεις περιπτώσεις αποδέχτηκε και συμμετείχε σε διάπραξης εγκλημάτων αφού έχοντας γνώση των παράνομων σκοπών ή των δραστηριοτήτων εγκληματικής οργάνωσης, συμμετείχε σε παράνομες πράξεις της εγκληματικής οργάνωσης, όντας ο φυσικός αυτουργός τριών φόνων και άλλων προπαρασκευαστικών αυτών πράξεων από το Δεκέμβριο του 2021 μέχρι το Φεβρουάριο του 2022 (άρθρο 63Β (1) (α).

 

Εξετάζοντας την ατομική ευθύνη του Αιτητή, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο Αιτητής ενήργησε ως φυσικός αυτουργός των ανωτέρω εγκλημάτων, έχοντας πλήρη γνώση τόσο της φύσης του εγκληματικού χαρακτήρα της αδελφότητας, όσο και του ότι μέσω αυτών των πράξεων θα ανήρχετο στην ιεραρχία, αφού ο ίδιος αποσαφήνισε ότι η ανάθεση των ανθρωποθυσιών λάμβανε χώρα κάθε Δευτέρα. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Αιτητής παρέμεινε στην αδελφότητα μέχρι τον Απρίλιο του 2022, χρόνο κατά τον οποίο του ζητήθηκε να φονεύσει τη μητέρα του, ο ισχυρισμός του κου Γιαννακά περί του ότι ο Αιτητής δε γνώριζε τη φύση των δραστηριοτήτων της αδελφότητας κατά την ένταξή του στους κύκλους της απορρίπτεται, καθώς ο Αιτητής κατά την τέλεση των ανωτέρω εγκλημάτων είχε πλήρη γνώση του παράνομου των δραστηριοτήτων της αδελφότητας, τις οποίες ουσιαστικά διεκπεραίωνε. Και μπορεί ο κος Γιαννακάς να υπονοεί ότι ο Αιτητής κατά την τέλεσή των ανωτέρω πράξεων βρισκόταν υπό την επήρεια ναρκωτικών και ή ουσιών, πλην όμως ο Αιτητής δήλωσε ότι διέπραξε τα ανωτέρω εγκλήματα, αποσκοπώντας σε οικονομική και ιεραρχική ανέλιξη εντός της αδελφότητας, χωρίς να έχει δηλώσει ότι κατά την τέλεσή τους βρισκόταν υπό την επήρεια κάποιας ουσίας. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κρίνει ότι πληρούται τόσο η πρόθεση της συμμετοχής του Αιτητή σε εγκληματική οργάνωση, όσο και η αποδοχή διάπραξης εγκλημάτων στον πλαίσιο των δραστηριοτήτων της.

 

Αναφορικά με τους ενδεχόμενο ύπαρξης λόγων άρσης του καταλογισμού της προσωπικής ευθύνης του Αιτητή στα υπό εξέταση αδικήματα, υιοθετώντας το σκεπτικό του αναφορικά με τα προηγουμένως περιγραφόμενα εγκλήματα που επισύρουν αποκλεισμό του αιτητή από το καθεστώς προστασίας, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν ανακύπτουν στοιχεία εκ τον οποίων μπορεί να συναχθεί ότι ο Αιτητής έπασχε από ψυχική νόσο ή βλάβη, βρισκόταν σε κατάσταση ακούσιας μέθης, ανωριμότητας, πραγματικής ή νομικής πλάνης. Ειδικά ως προς το ενδεχόμενο πραγματικής πλάνης ως προς τις δραστηριότητες της ομάδας, το Δικαστήριο υιοθετεί το ανωτέρω σκεπτικό δια του οποίου απορρίπτει τον ισχυρισμό του κου Γιαννακά περί χρήσης ουσιών εκ μέρους του Αιτητή, προκειμένου να ελέγχονται οι πράξεις του από μέλη της αδελφότητας. 

 

Ως προς το ενδεχόμενο ύπαρξης λόγων άρσης του αδίκου των πράξεων του Αιτητή, το Δικαστήριο κρίνει ότι κατά τη διάπραξη των ανωτέρω αδικημάτων δεν βρισκόταν σε κατάσταση αυτοάμυνας ή η υπεράσπισης τρίτου προσώπου.

 

Σε σχέση με το ενδεχόμενο ο Αιτητής να ακολουθούσε προσταγές ανωτέρων ή να βρισκόταν υπό καθεστώς εξαναγκασμού κατά την τέλεση των υπό εξέταση εγκλημάτων, σημειώνεται ότι κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης αποσαφήνισε με ευλογοφάνεια και νοηματική συνοχή ότι αποφάσισε να ενταχθεί στους κύκλους της αδελφότητας Millin Brotherhood το 2021 επειδή αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα και επειδή αποσκοπούσε σε κοινωνική ανέλιξη και αναγνώριση. Για λόγους που εξηγήθηκαν σε προγενέστερο στάδιο της παρούσας απόφασης και προς οικονομία του ήδη μακροσκελούς της παρούσας απόφασης, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν ανακύπτουν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι ο Αιτητής στερείτο της ικανότητας να αντιληφθεί το παράνομο των πράξεών του.

 

Αναφορικά, τέλος με επιπρόσθετες παραμέτρους που δύνανται να αξιολογηθούν, το Δικαστήριο κρίνει ότι εφόσον οι πράξεις του Αιτητή ουδέποτε περιήλθαν στη γνώση των αρχών της χώρας καταγωγής του, παρέλκει η διερεύνηση των  παραμέτρων της έκτισης της ποινής για πράξη που επισύρει αποκλεισμό, η απονομή χάριτος ή αμνηστίας και/ή οι ποινικά κολάσιμες πράξεις του Αιτητή υπόκεινται σε παραγραφή[57].

 

Συνοψίζοντας, το Δικαστήριο κρίνει ότι ανακύπτουν σοβαροί λόγοι να θεωρείται ότι ο Αιτητής ήταν μέλος εγκληματικής οργάνωσης, ενώ κατά τη διάρκεια της συμμετοχής του σε αυτήν αποδέχτηκε τη διάπραξη πλήθος εγκλημάτων για τα οποία έχει ήδη κριθεί προηγουμένως ότι ανακύπτουν σοβαροί λόγοι να θεωρείται ότι διέπραξε και επισύρουν τον αποκλεισμό του από καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

Σχετικά με τον ισχυρισμό του συνηγόρου του Αιτητή περί του ότι  η συμμετοχή του Αιτητή στην αδελφότητα Million Brotherhood από μόνη της δε μπορεί να χαρακτηριστεί ως σοβαρό έγκλημα υπό την έννοια του άρθρου 5 (2) (β), ισχυρισμός ο οποίος επιβεβαιώνεται και από την απόφαση B και D, όπου το ΔΕΕ έκρινε ότι «η ποινική καταδίκη για την εκ προθέσεως συμμετοχή στις δραστηριότητες τρομοκρατικής ομάδας, κατά την έννοια της απόφασης πλαισίου, δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη και αυτομάτως ότι ο αιτών πρέπει να αποκλειστεί από το καθεστώς πρόσφυγα»[58], εξηγεί όμως ότι ο αποκλεισμός ενός προσώπου εξαρτάται από «κατ’ ιδίαν έλεγχο συγκεκριμένων γεγονότων που παρέχει τη δυνατότητα να διαπιστωθεί αν υφίστανται σοβαροί λόγοι να πιστεύεται ότι, στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του εντός της συγκεκριμένης οργανώσεως, το πρόσωπο αυτό διέπραξε σοβαρό (μη πολιτικό) έγκλημα ή είναι ένοχος πράξεων που αντιβαίνουν προς τους σκοπούς και τις αρχές των Ηνωμένων Εθνών, ή ότι είναι ηθικός αυτουργός τέτοιου εγκλήματος ή τέτοιου είδους πράξεων ή μετέσχε άλλως στην τέλεση»[59].

 

Εφαρμόζοντας κατ’ αναλογία το σκεπτικό της ανωτέρω απόφασης του ΔΕΕ, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι στην υπό εξέταση περίπτωση υφίστανται σοβαροί λόγοι να πιστεύεται ότι στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του ως μέλος της μυστικής, εγκληματικής αδελφότητας Million Brotherhoodοd, o Αιτητής αποδέχτηκε και διέπραξε σημαντικό αριθμό σοβαρών εγκλημάτων. Ως εκ τούτου, και για όλους τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι η συμμετοχή του Αιτητή στην αδελφότητα Million Brotherhood και η αποδοχή και διάπραξη εκ μέρους του πλήθος εγκλημάτων συμπεριλαμβανομένων τριών φόνων εκ προμελέτης αξιολογούνται ως σοβαρά εγκλήματα τα οποία επισύρουν τον αποκλεισμό του από το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Από τα ενώπιόν μου στοιχεία αναφορικά με το αδίκημα της μαστροπείας, παρατηρώ ότι κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης, ο Αιτητής δήλωσε ότι παρείχε γυναίκες στα υψηλόβαθμα στελέχη της αδελφότητας, προκειμένου εκείνα να προβούν σε σεξουαλικές πράξεις μαζί τους έναντι αμοιβής.

 

Ως προς την εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών του, ο Αιτητής δήλωσε οι ισχυρισμοί του περί ανάμειξης σε μαστροπεία τουλάχιστον σε δύο περιπτώσεις κρίνονται ως συνεκτικές και σαφείς, αφού ο Αιτητής εξήγησε με ευλογοφάνεια ότι ένας εκ των λόγων για τους οποίους τα υψηλόβαθμα στελέχη στρατολογούσαν τα χαμηλόβαθμα, ήταν για να εκτελούν πράξεις που δε θα μπορούσαν να διεκπεραιώσουν εκείνα λόγω της κοινωνικής και οικονομικής τους επιφάνειας, χαρακτήρισε δε την πράξη του ως «προμήθεια γυναικών για διασκέδαση». Επιβεβαίωσε μάλιστα τις ανωτέρω πράξεις του όταν του ζητήθηκε να περιγράψει το ρόλο του στην αδελφότητα, πλην της συμμετοχής του στις ανθρωποθυσίες. Ο Αιτητής περιέγραψε λεπτομερώς τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούσε τα χρήματα που του έδωσε η αδελφότητα προκειμένου να καταστεί δημοφιλής στην κοινότητά του και προσέθεσε με ευλογοφάνεια ότι σύχναζε σε θέσεις VIP δημοφιλών κέντρων διασκέδασης και εστίασης, και ξόδευε ασυστόλως χρήματα με αποτέλεσμα να γίνεται ελκυστικός στις γυναίκες, οι οποίες του έδιναν τον αριθμό του τηλεφώνου τους. Αποσαφήνισε μάλιστα ότι του ήταν πολύ εύκολο να φέρει κάποια κοπέλα στις συναθροίσεις της αδελφότητας, καθώς στις εν λόγω κοπέλες άρεσαν τα οικονομικά ανταλλάγματα που λάμβαναν προκειμένου να κοιμηθούν με τα μέλη της, ενώ εξήγησε ότι οι εν λόγω κοπέλες δεν ήταν ιερόδουλες αλλά κατάφερε να τις προσεγγίζει λόγω του ότι τον έβρισκαν ελκυστικό.Στη βάση της ανωτέρω ανάλυσης, το Δικαστήριο κρίνει ότι θεμελιώνεται η εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων του Αιτητή.

 

Σε σχέση με την εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων του Αιτητή, έρευνα του Δικαστηρίου επιβεβαιώνει αρχικά ότι οι γυναίκες που επιδίδονται σε συναλλακτικό σεξ στη χώρα καταγωγής του Αιτητή, το οποίο ορίζεται ως «μη εμπορικές σεξουαλικές σχέσεις που υποκινούνται από την έμμεση υπόθεση ότι το σεξ ανταλλάσσεται με υλική υποστήριξη», θεωρείται ότι μοιράζονται παρόμοια οικονομικά κίνητρα με τις γυναίκες που επιδίδονται σε εμπορικό σεξ. Ενώ το εμπορικό σεξ είναι κυρίως οικονομικό με επίσημες, κλειστές ανταλλαγές, το συναλλακτικό σεξ είναι περισσότερο προσανατολισμένο στις σχέσεις, άτυπο και ανοιχτού τύπου. Στο συναλλακτικό σεξ, οι όροι ανταλλαγής σπάνια είναι σαφείς και η αποζημίωση δεν είναι απαραίτητα άμεση ή συνδεδεμένη με συγκεκριμένες σεξουαλικές πράξεις. Δεύτερον, σε αντίθεση με το εμπορικό σεξ όπου η αποζημίωση είναι συνήθως χρηματική, στο συναλλακτικό σεξ, η αποζημίωση μπορεί να καθυστερήσει και μπορεί να περιλαμβάνει μη χρηματικές μορφές, όπως κοινωνική θέση, υπηρεσίες ή δώρα, καθώς και μη υλικά οφέλη όπως συντροφικότητα ή συναισθηματική υποστήριξη[60].

 

Παράλληλα, εξωτερικές πηγές πληροφόρησης επιβεβαιώνουν ότι στο Καμερούν, η πορνεία απαγορεύεται και μάλιστα τιμωρείται σύμφωνα με τον ποινικό κώδικα, ωστόσο, η επιβίωση παραμένει ένας σημαντικός παράγοντας για τις πόρνες στο Καμερούν[61]. Σε σχέση δε με τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πόλη Limbe στο Νοτιοδυτικό, Αγγλόφωνο Καμερούν, το ειδησεογραφικό πρακτορείο The Guardian Post - Cameroon, σε άρθρο του 2023 αναφέρει ότι από τότε που οι αγγλόφωνες περιοχές ενεπλάκησαν στην επονομαζόμενη «Αγγλόφωνη» σύγκρουση το 2017, οι γυναίκες οι οποίες αναγκάστηκαν να εκτοπιστούν, εγκλωβισμένες στη φτώχεια, καθίσταντο όλο και πιο απεγνωσμένες προς αναζήτηση χρημάτων αναγκάστηκαν να ανταλλάζουν σεξουαλικές υπηρεσίες έναντί χρημάτων και επικαλείται έρευνα της UNAID, σύμφωνα με την οποία η χώρα διαθέτει περίπου 112.000 εργάτριες του σεξ[62].

 

Στη βάση των ανωτέρω πληροφοριών, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι δηλώσεις του Αιτητή βρίσκουν έρεισμα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και ως εκ τούτου θεμελιώνεται η εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων του Αιτητή.

 

Προχωρώντας στη διερεύνηση της πράξης που δύναται να εμπίπτει στις ρήτρες αποκλεισμού, το Δικαστήριο διακρίνει ότι ο Αιτητής, τουλάχιστον σε δύο περιπτώσεις, σε απροσδιόριστο χρόνο μεταξύ Ιουνίου 2021 και Απριλίου 2022, προσκάλεσε σε συναθροίσεις της αδελφότητας Million Brotherhood γυναίκες που είχε γνωρίσει σε κέντρο διασκέδασης προκειμένου αυτές να συνευρεθούν σεξουαλικά με μέλη της αδελφότητας έναντι χρηματικού ανταλλάγματος.

 

Το άρθρο 157 (β) του ποινικού κώδικα αναφέρει ότι η προαγωγή γυναίκας σε κοινή πορνεία είτε στη Δημοκρατία, είτε αλλού, εμπίπτει στον ορισμό της μαστροπείας και αποτελεί πλημμέλημα το οποίο τιμωρείται με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη[63]. Στην περίπτωση του Αιτητή, το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτός προήγαγε της γυναίκες που γνώρισε σε κέντρα διασκέδασης σε κοινή πορνεία και ως εκ τούτου πληρούται το μέτρο απόδειξης που αφορά τους σοβαρούς λόγους να θεωρείται ότι ο Αιτητής διέπραξε το αδίκημα της μαστροπείας.

 

Προς οικονομίας της παρούσας απόφασης και για λόγους που αναλύθηκαν κατά την αξιολόγηση των προηγούμενων σοβαρών εγκλημάτων που ανέκυψαν σοβαροί λόγοι να θεωρείται ότι διέπραξε, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο Αιτητής έφερε σαφή πρόθεση και πλήρη γνώση των πράξεών μαστροπείας στις οποίες προέβη αφού και ο ίδιος δήλωσε ότι «προμήθευε» με γυναίκες τα υψηλόβαθμα στελέχη της αδελφότητας, ενώ από τα ενώπιόν μου στοιχεία δε συντρέχουν λόγοι άρσης του καταλογισμού της προσωπικής του ευθύνης ή του αδίκου των πράξεών του αφού το υπό εξέταση έγκλημα διαπράχθηκε, μεταξύ άλλων, στα πλαίσια της εν γένει εγκληματικής συμπεριφοράς του Αιτητή, ως μέλος της αδελφότητας Μillion Brotherhood.

 

Προχωρώντας τώρα στην αξιολόγηση του εάν το ανωτέρω έγκλημα δύναται να αξιολογηθεί ως «σοβαρό» υπό την έννοια του άρθρου 5(2)(β) του περί Προσφύγων Νόμου και δεδομένου ότι το ΔΕΕ δεν έχει αποφανθεί ακόμη σχετικά με την ερμηνεία του προαιρετικού λόγου αποκλεισμού που προβλέπεται στο άρθρο 17 παράγραφος 3 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση), πλην όμως στην απόφαση Ahmed έκρινε ότι «πριν από την έκδοση οποιασδήποτε απόφασης αποκλεισμού ενός προσώπου από το καθεστώς του πρόσφυγα πρέπει να προηγείται πλήρης εξέταση όλων των ιδιαίτερων περιστάσεων εκάστης περιπτώσεως, η δε απόφαση αυτή δεν πρέπει να λαμβάνεται αυτομάτως»[64]. Σύμφωνα άλλωστε με τη σκέψη 56 της εν λόγω απόφασης του ΔΕΕ, η σοβαρότητα του επίμαχου εγκλήματος πρέπει να αξιολογείται βάσει διαφόρων κριτηρίων. Στα κριτήρια αυτά περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η φύση της επίμαχης πράξης, η ζημία που προκλήθηκε, η μορφή της διαδικασίας δίωξης, η φύση της προβλεπόμενης ποινής, λαμβανομένου επίσης υπόψη του εάν η συγκεκριμένη πράξη χαρακτηρίζεται ως σοβαρό έγκλημα στην πλειονότητα των δικαιικών συστημάτων[65].

 

Αξιολογώντας την πλήρωση των ανωτέρω κριτηρίων στην περίπτωση του Αιτητή, το Δικαστήριο κρίνει ότι το υπό εξέταση έγκλημα δεν πληροί το κατώτατο απαιτούμενο όριο σοβαρότητας, καθώς μπορεί μεν η μαστροπεία να αποτελεί αδίκημα στην πλειονότητα των δικαιικών συστημάτων, πλην όμως στην υπό εξέταση περίπτωση προέκυψε συναίνεση των γυναικών έναντι αμοιβής για την  συνεύρεση τους με τα μέλη της αδελφότητας. Οι πληροφορίες που ανέκυψαν επιβεβαιώνουν το ότι πλήθος γυναικών στη χώρα καταγωγής του Αιτητή επιδίδονται σε συναλλακτικό σεξ. Στην περίπτωση του Αιτητή οι γυναίκες αποδέχτηκαν την πρόσκλησή του χωρίς να είναι ιερόδουλες κατ’ επάγγελμα, απολύτως καμία βλάβη δεν προκλήθηκε σε εκείνες από τις ενέργειες του Αιτητή, ενώ από τα ενώπιόν μου στοιχεία δεν προκύπτουν στοιχεία εξαναγκασμού ή απάτης εκ μέρους του Αιτητή, προκειμένου να τις προάγει σε σεξουαλική επαφή με τα μέλη της αδελφότητας. Ακόμα και το ότι το εν λόγω έγκλημα αποτελεί κατά την Κυπριακή έννομη τάξη πλημμέλημα, χωρίς αυτό να αποτελεί το αποκλειστικό κριτήριο, συνηγορεί υπερ του ότι δεν πληρούται το κριτήριο του «σοβαρού εγκλήματος», έτσι ώστε σχετική συμπεριφορά του Αιτητή, να επισύρει αυτοτελώς τον αποκλεισμό του από το καθεστώς διεθνούς προστασίας αντικείμενο της υπό εξέτασης υπόθεσης.

 

Καταληκτικά, το Δικαστήριο κρίνει ότι ανέκυψαν σοβαροί λόγοι να θεωρείται ότι ο Αιτητής διέπραξε μεν το πλημμέλημα της μαστροπείας στη χώρα καταγωγής του σε τουλάχιστον δυο περιπτώσεις μεταξύ Ιουνίου 2021 και Απρίλιου 2022, πλην όμως το εν λόγω έγκλημα δεν μπορεί να επισύρει τον αποκλεισμό του Αιτητή από το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, δεδομένου ότι υπό το φως των υπό εξέταση συνθηκών, δε μπορεί να χαρακτηριστεί ως «σοβαρό» κατά την ερμηνεία του άρθρου 5(2)(β) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Σε κάθε περίπτωση, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι ανέκυψαν σοβαροί λόγοι να θεωρείται ότι ο Αιτητής διέπραξε σημαντικό αριθμό σοβαρών εγκλημάτων, μεταξύ των οποίων τρεις φόνοι εκ προμελέτης, τα οποία επισύρουν τον αποκλεισμό του από το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 5 (2) (β) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Τέλος και σε σχέση με την αιτούμενη θεραπεία «Δ», ήτοι «Απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να κρίνεται ως παράνομη, άκυρη και στερούμενη οιουδήποτε έννομου συμφέροντας οποιαδήποτε μελλοντική ή παρελθοντική απόφαση επιστροφής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του που ενδεχομένως να εκδοθεί εναντίον του δυνάμει των άρθρων 18 ΟΘ του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου και 13 (2) (δ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως παραβιάζουσα την αρχή της μη επαναπροώθησης…» παρατηρώ τα ακόλουθα:

 

Αρχικά διαπιστώνω ότι οι Καθ’ ων η αίτηση εφάρμοσαν, ως όφειλαν, τα άρθρα 2 και 3 της ΕΣΔΑ και την αρχή της μη-επαναπροώθησης, και δεν εξέδωσαν απόφαση επιστροφής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του. Ως εκ τούτου το Δικαστήριο δεν έχει ενώπιον του σχετική διοικητική πράξη προς εξέταση. Άλλωστε αποτελεί βασική αρχή του διοικητικού δικαίου ότι το Δικαστήριο επιλαμβάνεται διαφορών που προκύπτουν από υφιστάμενες και εκτελεστές διοικητικές πράξεις ή παραλείψεις της διοίκησης οι οποίες παράγουν έννομα αποτελέσματα για τον διοικούμενο. Ελλείψει τέτοιας πράξης η προσφυγή καθίσταται απαράδεκτη εφόσον το Δικαστήριο δεν δύναται να αποφανθεί επί μελλοντικών ή υποθετικών καταστάσεων. Ο έλεγχος του Δικαστηρίου προϋποθέτει υπαρκτή διαφορά ώστε να μπορεί να εκτιμηθεί τόσο η νομιμότητα όσο και η ορθότητα της προσβαλλόμενης πράξης. Ως εκ τούτου δεν είναι επιτρεπτό το Δικαστήριο να εξετάσει ενδεχόμενη μελλοντική απόφαση της Διοίκησης εφόσον αυτή δεν έχει ακόμα εκδοθεί και κοινοποιηθεί σύμφωνα με τις αρχές του διοικητικού δικαίου. Τούτων λεχθέντων η αιτούμενη θεραπεία «Δ» απορρίπτεται στο σύνολό της ως άνευ αντικειμένου.

 

Με βάση όλα τα πιο πάνω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Επιδικάζονται €1.000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

 Α.Α. ΑΓΡΟΤΗ  Δ. ΔΔΔΠ

 

 



[1] Βλέπε απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην προσφυγή ΔΔΠ 72/19 Μ.Α.L. ν  Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 30/12/2024 όπου εξετάστηκε το θέμα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου σε υποθέσεις αποκλεισμού

[2] ΟΔΗΓΙΑ 2011/95/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση)

[3] Π.Δ. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 6η έκδοση, σελ. 638-639,

[4] UNHCR, ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ, 2009, https://www.unhcr.org/cy/wp-content/uploads/sites/41/2018/01/HANDBOOK.pdf, (15/07/2025)

[5] Βλ και James C. Hathaway, the Law of Refugee Status, 1991, σελ. 140, [πρόσβαση 15/07/2025]

[6] UNHCR, GUIDANCE NOTE ON REFUGEE CLAIMS  RELATING TO VICTIMS OF ORGANIZED GANGS, March 2010, https://justicepower.org/wp-content/uploads/2019/12/UNHCR-Refugee-Guidance-_-Gang-Violence.pdf, (ημ. πρόσβ, 15/07/2025), σελ. 221

[7]  Court of Justice of the European Union , Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, C-465/07,  17 February 2009,§32 http://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=76788&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=77590, [πρόσβαση 15/07/2025]

[8] ΕΣΔΑ [European Court of Human Rights, Vilvarajah and Others v. The United Kingdom, Judgment of 30 October 1991, Appl. 13163/87, § 107: http://hudoc.echr.coe.int/sites/eng/pages [πρόσβαση 15/07/2025]

[9] European Court of Human Rights,  Saadi v. Italy, Appl. No. 37201/06, , 28 February 2008,  §§130-136, http://www.refworld.org/docid/47c6882e2.html [πρόσβαση 15/07/2025]

[10] Βλ.: Price v. the United Kingdom, no.33394/96, § 24, ECHR 2001-VII, Mouisel v. France, no. 67263/01, § 37, ECHR 2002-IX και Jalloh v. Germany [GC], no. 54810/00, § 67, 11 July 2006, [πρόσβαση 23/04/2025]

[11] EASO, Πρακτικός οδηγός της EASO: Αναγνώριση προσώπων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, 2018, σελ. 28-30 [πρόσβαση 15/07/2025]

[12] EASO, Πρακτικός οδηγός της EASO: Αναγνώριση προσώπων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, 2018, σελ. 28-30 [πρόσβαση 15/07/2025]

[13] EASO, Πρακτικός οδηγός της EASO: Αναγνώριση προσώπων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, 2018, σελ. 28-30 [πρόσβαση 15/07/2025]

[14] EUAA, Practical Guide for International Protection, Article 15 b, https://euaa.europa.eu/easo-practical-guide-qualification-international-protection/article-15b-qd, (15/07/2025).

[15] EUAA, Nigeria, Country Guidance, Article 15 (b), 2021, διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/Country_Guidance_Nigeria_2021.pdf, (hm. πρόσβ. 15/07/2025).

[16] ΟΔΗΓΙΑ 2011/95/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση

[17] ΕΔΔΑ, 2000, Mahmut Kaya κατά Τουρκίας, ό.π. υποσημείωση 886, σκέψη 115, https://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22itemid%22:[%22001-58523%22]}, (ημ. πρόσβ. 14/07/2025)

[18] Upper Tribunal (IAC) (Ηνωμένο Βασίλειο), 2012, AK (Article 15(c)) Afghanistan CG, ό.π. υποσημείωση 252, σκέψη 228., https://tribunalsdecisions.service.gov.uk/utiac/37484, (ημ. πρόσβ. 15/07/2025)

[19] Διοικητικό Δικαστήριο (Upravno Sodišče) (Σλοβενία), απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2014, Rahimi, I U 925/2014 [στο εξής Διοικητικό Δικαστήριο (Σλοβενία), 2014, Rahimi, I U 925/2014]. Το δικαστήριο διέκρινε τα κριτήρια που προβλέπονται στο δίκαιο της Ένωσης από τα κριτήρια της νομολογίας του ΕΔΔΑ σχετικά με την εφαρμογή της εγχώριας προστασίας και αποφάνθηκε ότι το δίκαιο της Ένωσης είναι αυστηρότερο, δεδομένου ότι, κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ, προστασία μπορεί να παρέχεται και από μη κρατικούς φορείς, όπως οικογένειες ή φατρίες. Παρέπεμψε στο ΕΔΔΑ, 2007, Salah Sheekh, ό.π. υποσημείωση 682· ΕΔΔΑ, 2013, KAB κατά Σουηδίας, ό.π. υποσημείωση 713· ΕΔΔΑ, 2015, RH κατά Σουηδίας, ό.π. υποσημείωση 1060· και ΕΔΔΑ, απόφαση της 28ης Ιουνίου 2012, AA και λοιποί κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 14499/09, CE:ECHR:2012:0628JUD001449909. Βλέπε επίσης UNHCR, Guidelines on International Protection No 12, ό.π. υποσημείωση 482, παράγραφος 41, όπου αναφέρεται ότι «[η] προστασία πρέπει να παρέχεται από οργανωμένη και σταθερή αρχή που ασκεί πλήρη έλεγχο επί του εν λόγω εδάφους και πληθυσμού», https://www.sodnapraksa.si/?q=*:*&database[SOVS]=SOVS&database[IESP]=IESP&database[VDSS]=VDSS&database[UPRS]=UPRS&_submit=i%C5%A1%C4%8Di&id=2015081111398537, (ημ. πρόσβ. 15/07/2025)

[20] The Law on Police use of Force Worldwide, Cameroon, Update : June 2025, https://www.policinglaw.info/country/camer, (ημ. πρόσβ. 15/07/2025)

[21] Όπ. π.

[22] Όπ. π.

[24] USDOS, 2023 Country Reports on Human Rights Practices: Cameroon, https://www.state.gov/reports/2023-country-reports-on-human-rights-practices/cameroon/, (ημ. πρόσβ. 15/07/2025)

[25] BTI, Cameroon Country Report 2024, https://bti-project.org/en/reports/country-report/CMR#pos5, (ημ. πρόσβ. 15/07/2025).

[26] EUAA, Judicial Analysis-Qualification for International protection, 2023, https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2024-12/2024_Qualification_international_protection_judicial_analysis_2nd_edition_EL.pdf, (hm. 15/07/2025) σελ. 354

[27] ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ Ο∆ΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ∆ΙΕΘΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ «Η ∆υνατότητα Εγκατάστασης σε άλλη Περιοχή της Χώρας Καταγωγής» στα πλαίσια του άρθρου 1 Α (2) της Σύµβασης του 1951 και / ή του Πρωτοκόλλου του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγων», 23/07/2003, διαθέσιμες στην ιστοσελίδα: https://www.refworld.org/cgi-bin/texis/vtx/rwmain/opendocpdf.pdf?reldoc=y&docid=4714a7fc2, [πρόσβαση 15/07/2025]

[28] ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ Ο∆ΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ∆ΙΕΘΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ «Η ∆υνατότητα Εγκατάστασης σε άλλη Περιοχή της Χώρας Καταγωγής» στα πλαίσια του άρθρου 1 Α (2) της Σύµβασης του 1951 και / ή του Πρωτοκόλλου του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγων», 23/07/2003, διαθέσιμες στην ιστοσελίδα: https://www.refworld.org/cgi-bin/texis/vtx/rwmain/opendocpdf.pdf?reldoc=y&docid=4714a7fc2, [πρόσβαση 15/07/2025]

 

[29] EUAA, Δικαστική ανάλυση Αποκλεισμός: άρθρα 12 και 17  της οδηγίας για τις ελάχιστες  απαιτήσεις ασύλου, 2020, https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-10/practical-guide-exclusion-serious-non-political-crimes-EL.pdf,  (ημ. πρόσβ. 15/07/2025) σελ. 26

[30] ΔΕΕ, 2010, B και D, ό.π., υποσημείωση 9, σκέψη 98, https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=79167&pageIndex=0&doclang=el&mode=req&dir=&occ=first&part=1&cid=137858, (ημ. πρόσβ. 15/07/2025).

[31] EUAA, Δικαστική ανάλυση Αποκλεισμός: άρθρα 12 και 17  της οδηγίας για τις ελάχιστες  απαιτήσεις ασύλου, 2020, https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-10/practical-guide-exclusion-serious-non-political-crimes-EL.pdf,  (ημ. πρόσβ. 15/07/2025) σελ. 63

[32] EUAA, Δικαστική ανάλυση Αποκλεισμός: άρθρα 12 και 17  της οδηγίας για τις ελάχιστες  απαιτήσεις ασύλου, 2020, https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-10/practical-guide-exclusion-serious-non-political-crimes-EL.pdf,  (ημ. πρόσβ. 15/07/2025) σελ. 2

[33] EASO Πρακτικός οδηγός σχετικά με τον αποκλεισμό για σοβαρά (μη πολιτικά) εγκλήματα, https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-10/practical-guide-exclusion-serious-non-political-crimes-EL.pdf, (ημ. πρόσβ. 15/07/2025) σελ.

[35] Ibrahim Aliloulay MOUNGANDE& BIKME Rick Constant, University of Yaoundé I Faculty of Arts, Letters and Human sciences, 2022, Department of Arts and Archaeology, https://ceforpat.com/wp-content/uploads/2022/08/Dress-and-subculture-identification-in-Cameroon_Moungande_Bikme.pdf, (ημ. πρόσβ. 16/07/2025) σελ. 139

[36] CNN, City panicked by wave of suspected ritual killings, January 2013, διαθέσιμο σε https://edition.cnn.com/2013/01/22/world/africa/cameroon-ritual-killings, (ημ. πρόσβ. 16/07/2025)

[37] Sitata, Suspected ritual killings reported in Yaounde, Cameroon, December 2021, https://www.sitata.com/fr/alerts/8b6f52d1-7620-4b2a-a338-3fae02439557, (ημ. πρόσβ. 16/07/2025)

[38] Africa News, Cameroon's albinos threatened by magic and superstition, August 2024, https://www.africanews.com/2021/12/06/cameroon-s-albinos-threatened-by-magic-and-superstition//, (ημ. πρόσβ. 16/07/2025).

[39] UK Health Security Agency, Chloroform: toxicological overview, August 2024, https://www.gov.uk/government/publications/chloroform-properties-incident-management-and-toxicology/chloroform-toxicological-overview, (ημ. πρόσβ. 16/07/2025)

[41] EUAA, Δικαστική Ανάλυση – Αποκλεισμός, https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-01/2020_Judicial_Analysis_Exclusion_2nd_edition_EL.pdf, (ημ. πρόσβ. 16/07/2025) σελ. 128 - 129

[42] Όπ. π. σελ. 130

[43] Όπ. π.

[44] UNHCR, Σημείωμα για την εφαρμογή των ρητρών αποκλεισμού, ό.π., υποσημείωση 156, σκέψεις 69/70, https://tribunalsdecisions.service.gov.uk/utiac/2016-ukut-376, (ημ. πρόσβ. 16/07/2025)

[48] ΔΕΕ, 2018, Ahmed, ό.π., υποσημείωση 14, σκέψεις 46 και 47, https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=205671&pageIndex=0&doclang=el&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=9295, (ημ. πρόσβ. 16/07/2025)

[49] Όπ. π.

[50] Όπ. π.

[51] Όπ. π.

[52] EUAA, Practical Guide on International Protection, Guide for exclusion on serious (non political) crimes, 20, διαθέσιμοhttps://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Practical_Guide_on_Exclusion_for_Serious_NonPolitical_Crimes.pdf, (ημ. πρόσβ. 16/07/2025) σελ. 13.

[53] EUAA, Practical_Guide_on_Exclusion_for_Serious_NonPolitical_Crimes, 2021, https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Practical_Guide_on_Exclusion_for_Serious_NonPolitical_Crimes.pdf, (ημ. πρόσβ. 16/07/2025) σελ. 43

[54] CJEU, judgment of 13 September 2018, Shajin Ahmed v Bevándorlási és Menekültügyi Hivatal, C-369/17, EU:C:2018:713, paras. 55-56. Summary available in the EASO Case Law Database., https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=205671&pageIndex=0&doclang=en&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=19761961, (ημ. πρόσβ. 16/07/2025)

[56] Όπ. π.

[58] ΔΕΕ, 2010, B και D, ό.π., υποσημείωση 9, σκέψη 93, https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=79167&pageIndex=0&doclang=el&mode=req&dir=&occ=first&part=1&cid=137858, (ημ. πρόσβ. 21/07/2025)

[59] ΔΕΕ, 2010, B και D, ό.π., υποσημείωση 9, σκέψη 94, https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=79167&pageIndex=0&doclang=el&mode=req&dir=&occ=first&part=1&cid=137858, (ημ. πρόσβ. 21/07/2025)

 

[60] Wiley Online Library, Does the Risk Premium Differ Between Women Engaging in Commercial and Transactional Sex? Evidence From Urban Cameroon, June 2025, https://onlinelibrary.wiley.com/doi/10.1002/hec.4964?af=R, (ημ. πρόσβ. 21/07/2025)

[61] Human Rights and Legal Research Centre, MONEY, SURVIVAL AND HYGIENE PROSTITUTION IN CAMEROON, 2022, διαθέσιμο σε https://hrlrc.org/2022/12/12/money-survival-and-hygiene-prostitution-in-cameroon/, (ημ. πρόσβ. 22/07/2025)

[62] The Guardian Post Cameroon, Cameroon: IDP sex workers and access to HIV prevention kits, a tale of reproach, survival, May 2023, https://theguardianpostcameroon.com/post/1118/en/cameroon-idp-sex-workers-access-hiv-prevention-kits-tale-of, (ημ. πρόσβ. 21/07/2025)

[64] ΔΕΕ, 2018, Ahmed, ό.π., υποσημείωση 14, σκέψη 49, https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=205671&pageIndex=0&doclang=el&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=9295, (ημ. πρόσβ. 22/07/2025)

[65] ΔΕΕ, 2018, Ahmed, ό.π., υποσημείωση 14, σκέψη 56, https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=205671&pageIndex=0&doclang=el&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=9295, (ημ. πρόσβ. 22/07/2025).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο