ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθ. Αρ.: 264/2025
01 Ιουλίου, 2025
[Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
N.M.B. εκ Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό
Αιτητής
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Εμφανίσεις:
Κ. Κουπαρή (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή.
I. Χαραλάμπους (κα) για Χ. Δημητρίου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόρος για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Ο Αιτητής Παρών.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, επιστολής ημερομηνίας 22/01/25 (του κοινοποιήθηκε 23/01/25), με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ως άκυρη και στερούμενη κάθε έννομου αποτελέσματος και/ή ζητά αναγνώριση σε αυτόν καθεστώτος διεθνούς προστασίας ή οποιαδήποτε άλλη θεραπεία το Δικαστήριο κρίνει δίκαια υπό τις περιστάσεις.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Ο Αιτητής, υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 06/06/22, στις 02/12/24 διεξήχθη η συνέντευξή του, στις 18/12/24 ετοιμάστηκε σχετική έκθεση/εισήγηση και ακολούθησε απορριπτική απόφαση στις 22/01/25, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Η συνήγορος του Αιτητή υιοθέτησε τους λόγους για τους οποίους υποβλήθηκε αίτημα ασύλου, περιόρισε τους λόγους ακύρωσης στο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς δέουσα έρευνα και αναιτιολόγητα, αποσύρθηκαν δε ρητά οι υπόλοιποι νομικοί ισχυρισμοί. Πρόσθεσε ότι, κακώς δεν έγινε αξιολόγηση ευαλωτότητας του Αιτητή κατά παράβαση του Άρθρου 9ΚΔ του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν. 6(Ι)/2000), η οποία αξιολόγηση οφείλει η αρμόδια αρχή να διεκπεραιώνει.
Οι Καθ' ων η αίτηση υιοθέτησαν το περιεχόμενο της ένστασης και του διοικητικού φακέλου, τονίζοντας ότι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, μετά από δέουσα έρευνα και είναι δεόντως αιτιολογημένη. Διαφωνούν δε με την εισήγηση υποχρεωτικής συμπλήρωσης εντύπου ευαλωτότητας.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Δεδομένων των δηλώσεων της συνηγόρου του Αιτητή και της ρητής απόσυρσης συγκεκριμένων λόγων ακύρωσης το Δικαστήριο αξιολογεί πρώτα την κατ΄ ισχυρισμό παράβαση των διατάξεων του Άρθρου 9ΚΔ του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν. 6(Ι)/2000). Το σχετικό άρθρο του Νόμου προνοεί τα ακόλουθα:
«9ΚΔ.-(1) Για την αποτελεσματική εφαρμογή του άρθρου 9ΚΓ, απαιτείται ατομική εκτίμηση για να διαπιστωθεί κατά πόσο συγκεκριμένο πρόσωπο είναι αιτητής με ειδικές ανάγκες υποδοχής και, εάν είναι, για να προσδιοριστούν αυτές οι ειδικές ανάγκες υποδοχής. Κατά τη διενέργεια της προαναφερόμενης εκτίμησης, απαιτείται ατομική συνεκτίμηση για να διαπιστωθεί κατά πόσο το ίδιο πρόσωπο είναι αιτητής που χρήζει ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων και, εάν είναι, για να προσδιοριστούν οι διαδικαστικές του ανάγκες και να τύχει της αναγκαίας υποστήριξης και των ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων. Οι εν λόγω εκτιμήσεις διενεργούνται χωρίς επηρεασμό της εκτίμησης των αναγκών διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(2) Οι ατομικές εκτιμήσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) διενεργούνται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος κατά τα αρχικά στάδια υποβολής της αίτησης, χωρίς η εμβέλεια αυτής της εκτίμησης να περιορίζεται κατ’ ανάγκην στα αναφερόμενα στο ειδικό έντυπο που προβλέπεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (3).
(3) Για την αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος άρθρου -
(α) Ο υπεύθυνος στο χώρο υποβολής της αίτησης συμπληρώνει ειδικό έντυπο, ο τύπος του οποίου αποφασίζεται από τον Προϊστάμενο, στο οποίο αναφέρει τυχόν ειδικές ανάγκες υποδοχής ή/και διαδικαστικές ανάγκες του αιτητή καθώς και τη φύση των αναγκών αυτών, όπου αυτό είναι εφικτό∙
(β) στο πλαίσιο των αρχικών ιατρικών εξετάσεων στις οποίες υποβάλλεται ο αιτητής δυνάμει του άρθρου 9Ζ, ο εξετάζων ιατρός, ψυχολόγος ή άλλος ειδικός ετοιμάζει έκθεση για την ύπαρξη τυχόν ειδικών αναγκών υποδοχής ή/ και διαδικαστικών αναγκών του αιτητή καθώς και τη φύση των αναγκών αυτών∙
(γ) σε περίπτωση που ο αιτητής φιλοξενείται σε κέντρο φιλοξενίας, οι κοινωνικοί λειτουργοί και ψυχολόγοι που εργάζονται σε αυτό διαπιστώνουν, μετά από διεξαγωγή προσωπικών συνεντεύξεων με τον κάθε διαμένοντα, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος από την εισδοχή του αιτητή στο κέντρο φιλοξενίας, κατά πόσο οι διαμένοντες στο κέντρο φιλοξενίας αντιμετωπίζουν οποιεσδήποτε ειδικές ανάγκες υποδοχής ή/και διαδικαστικές ανάγκες και ετοιμάζουν σχετική έκθεση στην οποία αναφέρουν και τη φύση τέτοιων ενδεχόμενων αναγκών∙
(δ) οι λειτουργοί των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, σε περίπτωση που ο αιτητής παρουσιαστεί ενώπιόν τους, εντοπίζουν όπου είναι δυνατό τυχόν ειδικές ανάγκες υποδοχής ή/και διαδικαστικές ανάγκες του αιτητή και ενημερώνουν γραπτώς την Υπηρεσία Ασύλου για την ύπαρξη καθώς και τη φύση τέτοιων ενδεχόμενων αναγκών∙
(ε) σε περίπτωση που οποιαδήποτε αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας, κατά την εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων της δυνάμει του παρόντος Νόμου, διαπιστώσει την ύπαρξη τυχόν ειδικών αναγκών υποδοχής ή/ και διαδικαστικών αναγκών του αιτητή, υποχρεούται να ενημερώσει άμεσα την Υπηρεσία Ασύλου.
(4)(α) Τα έντυπα και οι εκθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (3) κοινοποιούνται άμεσα στην Υπηρεσία Ασύλου σε σφραγισμένο φάκελο.
(β) Η Υπηρεσία Ασύλου-
(i) Αποφασίζει, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, για την ανάγκη παροχής ειδικών αναγκών υποδοχής ή/ και διαδικαστικών αναγκών, αναφέροντας στην εν λόγω απόφαση τη φύση τέτοιων ενδεχόμενων αναγκών, αφού λάβει υπόψη της τις πληροφορίες και τα στοιχεία που περιέχονται στα έντυπα και στις εκθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (3), και
(ii) παραπέμπει τον αιτητή με ειδικές ανάγκες υποδοχής ή/και διαδικαστικές ανάγκες στις αρμόδιες αρχές για σκοπούς εφαρμογής του εδαφίου (6).
(γ) Η Υπηρεσία Ασύλου αν το κρίνει αναγκαίο, διεξάγει προσωπική συνέντευξη με τον αιτητή αναφορικά με τις ειδικές ανάγκες υποδοχής του ή/και διαδικαστικές ανάγκες του ή/και ζητεί συμβουλές από εμπειρογνώμονες επί ειδικών ζητημάτων.
(5) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και σε περίπτωση που οι ειδικές ανάγκες υποδοχής ή/και διαδικαστικές ανάγκες εμφανιστούν σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας διεθνούς προστασίας. Σε περίπτωση που αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας, κατά την εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων της δυνάμει του παρόντος Νόμου, διαπιστώσει σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας διεθνούς προστασίας την ύπαρξη ειδικών αναγκών του αιτητή, υποχρεούται να ενημερώσει άμεσα την Υπηρεσία Ασύλου, η οποία και αποφασίζει για την ανάγκη παροχής ειδικών αναγκών υποδοχής ή/και διαδικαστικών αναγκών σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (4).
(6) Σε αιτητή που διαπιστώνεται ότι είναι αιτητής με ειδικές ανάγκες υποδοχής ή/και διαδικαστικές ανάγκες σύμφωνα με το παρόν άρθρο, οι αρμόδιες αρχές -
(α) Παρέχουν υποστήριξη, η οποία λαμβάνει υπόψη τις ειδικές ανάγκες υποδοχής ή/και διαδικαστικές ανάγκες του αιτητή καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας διεθνούς προστασίας∙ και
(β) μεριμνούν για την κατάλληλη παρακολούθηση της κατάστασής του.
(7) Μόνο ευάλωτα πρόσωπα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9ΚΓ θεωρούνται ότι έχουν ειδικές ανάγκες υποδοχής και επωφελούνται της ειδικής στήριξης που παρέχεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.»
Το πιο πάνω άρθρο της νομοθεσίας δεν καθιστά υποχρεωτικό τον προσδιορισμό ειδικών ανάγκών υποδοχής οριζόντια και/ή σε όλες ανεξαιρέτως περιπτώσεις αλλά εστιάζεται σε ευάλωτα πρόσωπα όπως «…οι ανήλικοι, οι ασυνόδευτοι ανήλικοι, τα πρόσωπα με ειδικές ανάγκες, οι ηλικιωμένοι, οι εγκυμονούσες, οι μονογονεϊκές οικογένειες με ανήλικα παιδιά, τα θύματα εμπορίας προσώπων, τα πρόσωπα με σοβαρές ασθένειες, τα πρόσωπα με πνευματικές διαταραχές και τα άτομα που έχουν υποστεί βασανιστήρια, βιασμό ή άλλες σοβαρές μορφές ψυχολογικής, φυσικής ή σεξουαλικής βίας, όπως γυναίκες θύματα ακρωτηριασμού των γεννητικών οργάνων[1]». Πέραν τούτου, όπως ορίζεται στο σχετικό άρθρο της νομοθεσίας η εκτίμηση για ειδικές συνθήκες διενεργούνται χωρίς αυτό να επηρεάζει την εκτίμηση αναγκών διεθνούς προστασίας και/ή εάν διαδικαστικές ανάγκες εμφανιστούν σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας διεθνούς προστασίας μπορεί η αρμόδια αρχή να προβεί σε κατάλληλες ενέργειες προκειμένου να αποφασίσει σε μεταγενέστερο χρόνο (και/ή σε οποιοδήποτε χρονικό διάστημα κατά την εξέταση/αξιολόγηση του αιτήματος ασύλου) για την ανάγκη παροχής ειδικών αναγκών υποδοχής. Στην παρούσα περίπτωση, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του φακέλου δεν έγινε σχετική αξιολόγηση του Αιτητή στη βάση του Άρθρου 9ΚΔ(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν. 6(Ι)/2000), ούτε καθορίστηκε ειδικά οποιαδήποτε σύσταση για παραπομπή. Η θέση της συνηγόρου του Αιτητή για παράλειψη συμπλήρωσης ειδικού εντύπου ευαλωτότητας επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία του φακέλου. Διαφωνώ, όμως, με την θέση της ότι αυτό θα πρέπει να οδηγήσει σε ακύρωση ολόκληρης της διοικητικής ενέργειας που οδήγησε εν τέλει σε απόρριψης του αιτήματος διεθνούς προστασίας. Ο Αιτητής δεν μπορεί να θεωρηθεί ευάλωτο πρόσωπο στη βάση του Άρθρου 9ΚΓ του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν. 6(Ι)/2000) και/ή ουδέποτε κρίθηκε από τον λειτουργό-εξεταστή της υπόθεσης μέσω της κυρίως συνέντευξης του ότι αποτελεί πρόσωπο που χρήζει ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων ως ενήλικας άνδρας που είναι (υπό τις περιστάσεις του) είτε θύμα εμπορίας προσώπων ή με σοβαρή ασθένεια ή πνευματική διαταραχή ή που έχει υποστεί βασανιστήρια, βιασμό ή άλλες σοβαρές μορφές ψυχολογικής, φυσικής ή σεξουαλικής βίας και/ή ουδέποτε κρίθηκε σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης του (ως οι ανωτέρω διατάξεις) ότι αποτελεί ευάλωτο πρόσωπο. Κατά το στάδιο δε της συνέντευξής του, δήλωσε ότι δεν αντιμετωπίζει οποιοδήποτε ιατρικό πρόβλημα ή πρόβλημα με την υγεία του, ούτε ότι έχει οιεσδήποτε ειδικές ανάγκες (ερυθρό 32 ΔΦ). Σημειώνεται δε ότι ούτε η συνήγορος του υπέδειξε μέσω τεκμηριωμένων λόγων ακύρωσης κατά πόσο επηρεάστηκαν οι δηλώσεις του κατά την συνέντευξη λόγω δυσχερούς ψυχολογικής και/ή σωματικής κατάστασης και/ή ούτε υποδείχθηκαν σοβαρές ενδείξεις ευαλωτότητας και/ή οποιαδήποτε ένδειξη ότι ο Αιτητής χρήζει ψυχολογικής ή ψυχιατρικής παρακολούθησης ή νοσηλείας που τυχόν επηρέαζε την αξιολόγηση του αιτήματος του. Συνεπώς ο σχετικός ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολο του.
Το Δικαστήριο αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023 (Ν.73(Ι)/2018), προχωρεί σε αξιολόγηση της ουσίας του αιτήματος του Αιτητή σε συνάρτηση με τους ισχυρισμούς έλλειψης δέουσας έρευνας και ανεπαρκούς αιτιολόγησης της προσβαλλόμενης πράξης στη βάση του περιεχομένου του ΔΦ, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη το γεγονός ότι οι υπόλοιποι ισχυρισμοί αποσύρθηκαν ρητώς από την συνήγορο του Αιτητή.
Μετά τη διενέργεια σχετικής συνέντευξης, ο λειτουργός εξετάζοντας τα όσα λέχθηκαν σε αυτήν, εντόπισε και αξιολόγησε δύο ισχυρισμούς. Αποδέχτηκε τον ισχυρισμό του ως προς την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής του (ερυθρά 54-52 ΔΦ), πλην όμως απέρριψε ως εσωτερικά αναξιόπιστο τον δεύτερο ισχυρισμό του που αφορά απειλές από ομάδα προσωπών ενάντια στην οικογένεια του προκειμένου να εξασφαλίζουν την καταβολή χρημάτων (ερυθρά 58-54 ΔΦ). Στη σχετική έκθεση/εισήγηση, καταγράφηκαν οι ασυνέπειες, η έλλειψη επάρκειας πληροφοριών, οι γενικότητες και οι αοριστίες στα λεγόμενά του. Ειδικότερα εντοπίστηκε όταν ερωτήθηκε για την ακριβή κληρονομιά που άφησε ο πατέρας του, αναφέρθηκε σε δύο σπίτια: το ένα στο οποίο ζούσαν και το άλλο το οποίο ενοικίαζαν. Δήλωσε ότι δεν γνωρίζει ακριβώς τι άλλο περιλάμβανε η κληρονομιά, προσθέτοντας ότι ο πατέρας του είχε δύο συζύγους. Η απουσία λεπτομερειών σχετικά με την πλήρη έκταση της
Περιουσίας παρά τη σοβαρότητα των προβλημάτων που περιέγραψε, αποδυναμώνει την επάρκεια λεπτομερειών και την ακρίβεια του αφηγήματός του (ερυθρό 29/1Χ ΔΦ). Κρίθηκε ότι δεν περιέγραψε επαρκώς τις περιστάσεις της οικογενειακής σύγκρουσης και παρατηρήθηκε απουσία συγκεκριμένων λεπτομερειών για το πώς η οικογένεια του πατέρα του εξέφραζε τις αξιώσεις της ή ασκούσε πιέσεις, με αποτέλεσμα να πλήττεται η αξιοπιστία των ισχυρισμών του (ερυθρό 29/1Χ ΔΦ). Ήταν αντιφατικός στις τοποθετήσεις του ότι ο δικαιούχος της κληρονομιάς του πατέρα του ήταν ο μεγαλύτερος γιος (που απεβίωσε) αλλά εν τέλει την ευθύνη ανέλαβε η μεγαλύτερη αδελφή του, με την τοποθέτηση του στα πρώιμα στάδια της συνέντευξης ότι το μέλος της οικογένειάς του που απεβίωσε ήταν η αδελφή του και/ή δεν έδωσε επαρκή διευκρινιστική απάντηση επί τούτου (ερυθρά 31/2Χ, 29/2Χ ΔΦ). Εντοπίστηκε έλλειψη λεπτομερειών σε σχέση με την πώληση της διαφιλονικούμενης περιουσίας που είναι δεδομένο που συνδέεται άμεσα με το αφήγημα του (ερυθρό 29/2Χ, 28/1Χ ΔΦ).
Όταν ζητήθηκε από τον Αιτητή να περιγράψει το περιστατικό με τους ανθρώπους που εισέβαλαν στο σπίτι, παρουσιάστηκε και επί αυτού του σημείου απουσία πληροφοριών σε σχέση με τις συνθήκες της εισβολής και/ή των περιστατικά που ακολούθησαν. Εντοπίστηκε ασυνέπεια μεταξύ της αρχικής του δήλωσης ότι το περιστατικό συνέβη 4 ή 5 ημέρες μετά την πώληση του σπιτιού και της μεταγενέστερης δήλωσης του ότι συνέβη δύο εβδομάδες αργότερα. Απουσίαζε από τις δηλώσεις του επαρκείς περιγραφές για την εμφάνιση, τα ρούχα ή άλλες
διακριτές λεπτομέρειες των προσώπων που εισέβαλαν στο σπίτι (ερυθρό 28/2Χ ΔΦ). Ανεπαρκής ήτο και στις απαντήσεις του σε σχέση με την αλληλεπίδραση του με τα άτομα που εισέβαλαν στο σπίτι (ερυθρό 27/1Χ ΔΦ). Ούτε ήτο συνεπής στις απαντήσεις του για την ακριβή φύση της σύγκρουσης με τα αδέλφια του πατέρα του, σε σχέση με το ότι ένας άντρας απείλησε τον αδελφό του και σε σχέση με την δηλητηρίαση της αδελφής του το 2021 (ερυθρό 27/2Χ, 26 ΔΦ). Όταν δε ερωτήθηκε για τις ασυμφωνίες μεταξύ της αίτησης διεθνούς προστασίας και της
συνέντευξης του δεν έδωσε επαρκείς και διευκρινιστικές δικαιολογημένες απαντήσεις και/ή οι αναφερόμενες διαφορές αποδυναμώνουν την ευλογοφάνεια και συνοχή του αφηγήματος του.
Μετά από συνολική αξιολόγηση της γενικότερης αξιοπιστίας του Αιτητή, των όσων τέθηκαν ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου υπό μορφή δηλώσεων μόνο[2] διαπιστώνω ότι η αξιοπιστία του επί αυτού του σημείου του αιτήματος του, δεν τεκμηριώνεται. Η πλήρης εικόνα που διαμορφώνεται μέσω των στοιχείων του φακέλου του, κατόπιν ορθολογικής ανάλυσης και δίκαιης στάθμισής τους[3], επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα του λειτουργού. Δεν παρείχε κάθε διαθέσιμη βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής του, ούτε τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς του με επαρκή λεπτομέρεια, ενώ υπήρξε αντιφατικός σε σημεία (Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 (Ν. 6(Ι)/2000) έως 2023), βλέπε επίσης Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ.11 και Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System της EUAA, February 2023, σελ.57-72, 103-112, 120-131, επίσης, § 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Στη συνέντευξή του ενώ ερωτήθηκε επανειλημμένως από τον λειτουργό, δεν εισέφερε τον απαιτούμενο βαθμό πληροφοριών σχετικά με τον πυρήνα του αιτήματός του, οι απαντήσεις του υπήρξαν χρονικά ασυνεπείς, χωρίς συνοχή και ευλογοφάνεια, ενώ υπέπεσε σε αντιφάσεις και σε συνεχείς διαφοροποιήσεις των δηλώσεών του. Σημειώνεται δε ότι, όταν παρουσιάζονται πληροφορίες που δημιουργούν ισχυρούς λόγους αμφισβήτησης της αλήθειας των ισχυρισμών ενός αιτούντος άσυλο, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να παράσχει ικανοποιητική εξήγηση των προβαλλόμενων ανακριβειών των ισχυρισμών του – ειδικά όπου υπάρχει ασυμφωνία στις δηλώσεις και/ή με προηγούμενες τοποθετήσεις του (ως ανωτέρω αναλύεται). Ούτε θα μπορούσε να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας το οποίο δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του Αιτητή (Βλέπε §204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Από τα γεγονότα της περίπτωσης του σε συνάρτηση με τα στοιχεία του φακέλου και τις αιτιάσεις του, δεν προκύπτει να συντρέχουν στο πρόσωπο του εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια που μπορούν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης (§37-38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Δεν έχει τεκμηριώσει με τις αιτιάσεις του ότι έχει καταδικασθεί, συλληφθεί, ή καταζητείται είτε από τις αρχές της χώρας του, είτε ότι καταδιώκεται από άλλους φορείς δίωξης (Βλέπε Άρθρα 3Α και 3Β του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν. 6(Ι)/2000)). Δεν ήταν λεπτομερής στις περιγραφές του σε σχέση με την διαφωνία επί της περιουσιακής/κληρονομικής διαμάχης, τους λόγους που οδήγησαν σε αυτήν, η φύση/είδος των απειλών ήταν ελλιπούς πληροφοριών, τα προβλήματα που υπήρχαν μεταξύ της οικογένειας και των μελών αυτής, των περιστατικών που αφορούσαν την επίθεση/εισβολή στο σπίτι από αγνώστους, καθώς και μη αληθοφανής ήτο στις δηλώσεις του για τους λόγους που περιβάλουν για την αναζήτηση προστασίας στις αρχές της χώρας του. Υπάρχουν δε επί της έκθεσης-εισήγησης εκτεταμένες καταγραφές του λειτουργού ως προς τα ευρήματα αναξιοπιστίας του Αιτητή ως επίσης και εκτενείς παραπομπές σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σε σχέση με το τί επικρατεί στην χώρα καταγωγής, τα οποία ουδόλως αμφισβητήθηκαν επαρκώς κατά την δικαστική διαδικασία από τη συνήγορο του και/ή ούτε κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία υπέδειξε σημεία επί της συνέντευξης ή της έκθεσης/εισήγησης που να τεκμηριώνουν ελλιπή υπό τις περιστάσεις έρευνα της αρμόδιας αρχής κατά την αξιολόγηση των ισχυρισμών του. Συνεπώς δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000).
Ως προς το εάν η περίπτωση του Αιτητή εμπίπτει στις προϋποθέσεις παροχής καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, ο λειτουργός εξέτασε κατά πόσο θα υπόκειτο σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής σε οποιαδήποτε τέτοια σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ως προσδιορίζεται στο Άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000) και κατέληξε ότι τέτοιος κίνδυνος δεν υφίστατο. Ουδείς εκ των ισχυρισμών που πρόβαλε τεκμηρίωνε την ύπαρξη ουσιωδών λόγων ώστε να θεωρείτο ότι ο ίδιος προσωπικά, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, θα υποβαλλόταν σε κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία. Ειδικά δε ως προς το σκέλος της διακινδύνευσης λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης, ο λειτουργός σημείωσε ότι βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης επιβεβαιωνόταν ότι στην περιοχή του Αιτητή δεν παρατηρούνταν συνθήκες ένοπλων συγκρούσεων. Σημειώνεται ότι, ο ίδιος σε κανένα στάδιο της διαδικασίας αξιολόγησης της αίτησής του ανέφερε ότι κινδύνευε λόγω ένοπλης σύρραξης στη χώρα του, ενώ από αναθεωρημένη έρευνα του Δικαστηρίου σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης ανευρέθηκε ότι δεν δραστηριοποιούνται μη κρατικοί ένοπλοι φορείς στην Κινσάσα, αλλά μόνον στις ανατολικές περιοχές της χώρας[4], ενώ από τη βάση δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project) προκύπτει ότι τα περιστατικά ασφαλείας που αφορούν συνολικά την Κινσάσα παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα σε σχέση με βία κατά αμάχων[5] , έτσι ώστε η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή να μην μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένοπλη σύρραξη επιφέρουσα συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, δεν διαπιστώνω ελλιπή έρευνα αλλά ούτε πλάνη περί το νόμο και των πραγματικών δεδομένων που λήφθηκαν υπόψη από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 ) ούτε προκύπτει ανεπαρκής αιτιολόγηση της διοικητικής απόφασης (Βλέπε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270). Το Δικαστήριο μετά από έλεγχο νομιμότητας/ορθότητας και πραγματικό έλεγχο των περιστάσεων του Αιτητή, όπως αναλύεται ανωτέρω, καταλήγει στο ίδιο εύρημα ότι δηλαδή δεν μπορεί να του αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.
Συνεπώς, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με €1300 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Άρθρο 9ΚΓ του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν. 6(Ι)/2000).
[2] Βλέπε Άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(Ι)/2000) έως 2023
[3] Βλέπε High Court (Ανώτερο Δικαστήριο) (Ιρλανδία), IR κατά Minister for Justice Equality & Law Reform & anor, [2009] IEHC 353, ημερομηνίας 24/07/2009
[4]βλ. ενδεικτικά RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th, UN Security Council Resolutions για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/un_documents_type/security-council-resolutions/?ctype=Democratic%20Republic%20of%20the%20Congo&cbtype=democratic-republic-of-the-congo , καθώς και το πλέον πρόσφατο ψήφισμα που υιοθετήθηκε στις 30/06/2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/atf/cf/%7B65BFCF9B-6D27-4E9C-8CD3-CF6E4FF96FF9%7D/s_res_2641.pdf, HRW, Democratic Republic of Congo, Events of 2021, 13 January 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.hrw.org/world-report/2022/country-chapters/democratic-republic-congo, UNHCR, Attacks by armed groups displace 20 000 civilians in eastern DRC, 16 July 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.unhcr.org/news/briefing/2021/7/60f133814/attacks-armed-group-displace-20000-civilians-eastern-drc.html , USAID, Democratic Republic of the Congo – Complex Emergency, Fact Sheet #3, 13 May 2022, διαθέσιμο σε διεύθυνση της ιστοσελίδας reliefweb: https://reliefweb.int/report/democratic-republic-congo/democratic-republic-congo-complex-emergency-fact-sheet-3-fiscal-9 και CFA, Global Conflict Tracker, Center for Preventive Action, Instability in the Democratic Republic of Congo, last updated 03 August 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congo
[5] Σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), για το διάστημα από 01/06/2024 – 20/06/25, σημειώθηκαν στην εν λόγω επαρχία 27 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 234 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 12 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (17 θάνατοι), 9 ήταν περιστατικά εξεγέρσεων / ταραχών (203 θάνατοι), 2 περιστατικά συνίσταντο σε διαμαρτυρίες (κανένας θάνατος), ενώ καταγράφηκαν 4 περιστατικά μαχών ή εκρήξεων (14 θάνατοι) ενώ δεν καταγράφηκαν περιστατικά απομακρυσμένης βίας. Σημειώνεται ωστόσο ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ανωτέρω περιστατικών ασφαλείας και των συνεπακόλουθων απωλειών, έλαβε χώρα στις 02/09/2024 όταν κρατούμενοι της φυλακής Makala στην Κινσάσα εξεγέρθηκαν και επιχείρησαν μαζική απόδραση. Προκλήθηκαν τουλάχιστον 130 θάνατοι, τόσο από την άτακτη φυγή και τα ποδοπατήματα, όσο και από πυροβολισμούς των αρχών που προσπάθησαν να σταματήσουν την απόδραση κρατουμένων. Ο δε συνολικός πληθυσμός της επαρχίας της Kinshasa ανέρχεται σήμερα σε περίπου 16.316.000 κατοίκους.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο