ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθ. Αρ.: ΔΚ27/2025
31 Ιουλίου, 2025
[Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
E.M.G.A. από το Ηνωμένο Βασίλειο και τώρα στα κρατητήρια Μεννόγειας
Αιτήτρια
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω 1. Υφυπουργός Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας, 2. Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης Καθ΄ ων η αίτηση 3. Προϊστάμενος Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ΄ ων η Αίτηση
Εμφανίσεις:
Γ. Βασιλόπουλος (κος) για Χ. Π. Χριστοδουλίδη (κος), Δικηγόροι για την Αιτήτρια.
Ρ. Προδρόμου (κα) και Ε. Παραδεισιώτη (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια αιτείται την ακύρωση του διατάγματος κράτησης ημερομηνίας 14/07/25 το οποίο εκδόθηκε δυνάμει του Άρθρου 9 ΣΤ (2) (β) και (δ) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν. 6 (Ι)/2000). Σύμφωνα με το Αιτητικό Α της αίτησης ζητείται η ακύρωση του διατάγματος κράτησης και/ή Αιτητικό Β απελευθέρωση της Αιτήτριας ή με το Αιτητικό Γ οποιαδήποτε άλλη θεραπεία κρίνεται ορθή και δίκαιη υπό τις περιστάσεις.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Η Αιτήτρια, υπήκοος Ηνωμένου Βασιλείου, αφίχθηκε παράνομα και/ή χωρίς άδεια εισόδου στη Δημοκρατία και/ή μέσω μη ελεγχόμενων από την Δημοκρατία περιοχών κατά ή περί τον 10ο/2024. Στις 29/06/25 εντοπίστηκε και συνελήφθηκε στην Αγία Νάπα για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης παραμονής στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας και εκδόθηκαν εναντίον της Διατάγματα Κράτησης και Απέλασης δυνάμει προνοιών του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμων (Κεφ.105) (το κράτησης – ακυρώθηκε, απέλασης - αναστάλθηκε). Στις 03/07/25 η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, ακολούθως εκδόθηκε νέο διάταγμα κράτησης ημερομηνίας 14/07/25 στη βάση του Άρθρου 9 ΣΤ(2)(β) και (δ) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν. 6 (Ι)/2000), απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Είναι η θέση του συνηγόρου της Αιτήτριας ότι από τα στοιχεία του φακέλου της προκύπτουν επαρκώς όλα τα στοιχεία της τα οποία θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη για σκοπούς επιβολής εναλλακτικών μέτρων αντί αυτού της κράτησης. Προκύπτει σαφώς από τα στοιχεία της αίτησης της ο αριθμός διαβατηρίου της, η διεύθυνση διαμονής της και ότι ο αρραβωνιαστικός της ως πολίτης/διαμένων στην Κυπριακή Δημοκρατία. Επίσης, η αίτηση διεθνούς προστασίας καταχωρήθηκε στις 30/06/25, ενώ το Διάταγμα Κράτησης με βάση τον περί Προσφύγων Νόμο, εκδίδεται στις 14/07/25 (2 βδομάδες μετά). Προβάλλει ότι το σημείωμα του λειτουργού μετανάστευσης που υποβλήθηκε στο αρμόδιο διοικητικό όργανο για λήψη απόφασης είναι ελλιπές και/ή ότι συντάχθηκε χωρίς δέουσα έρευνα και υπό πλάνη περί τα πράγματα καθότι η Αιτήτρια είχε ήδη καταχωρήσει τα ταξιδιωτικά της έγγραφα, ενημέρωσε για τη διεύθυνση διαμονής της και/ή δεν έγινε οποιαδήποτε αξιολόγηση αναφορικά με τις προσωπικές περιστάσεις της αφού η ίδια διατηρεί οικογένεια στην Κυπριακή Δημοκρατία (παραπέμπει, σχετικά, στην Υποθ. Αρ. 165/2016, SFAK v.- Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερομηνίας 30/06/20, απόφαση Διοικητικού Δικαστηρίου).
Δεύτερο σημείο στο οποίο εστιάζεται ο συνήγορος της Αιτήτριας είναι ότι η κράτηση είναι το έσχατο μέτρο το οποίο μπορεί να λάβει η διοίκηση και/ή θα πρέπει να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας προτού επιβληθεί κράτηση ενός αιτούντα άσυλο και/ή θα πρέπει να δικαιολογηθεί για ποιο λόγο δεν δύναται να ληφθούν εναλλακτικά της κράτησης μέτρα (ως η σκέψη 15 της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/33 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία). Καταλήγει ότι δεν αιτιολογείται επαρκώς η κράτηση της βάσει των σημείων 1-4 του διατάγματος κράτησης και/ή ότι παρά το ότι προέρχεται από ασφαλή χώρα (Ηνωμένο Βασίλειο) όπου η Αιτήτρια σε περίπτωση της δεν θα έχει πρόβλημα με τις κρατικές αρχές, προτιμά να είναι κρατούμενη παρά να απελαθεί – γεγονός που δεικνύει ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα/ζήτημα και δεν γίνεται καταχρηστικά η αίτηση της.
Οι Καθ΄ ων η αίτηση υιοθέτησαν το περιεχόμενο της Ένστασης και του διοικητικού φακέλου. Αναφορικά με το ζήτημα κατοχής διαβατήριου σημείωσαν ότι στις 30/06/25 που έγινε η αίτηση διεθνούς προστασίας, στις 14/07/25 που εκδόθηκε το προσβαλλόμενο διάταγμα κράτησης είναι η θέση τους ότι κατά την 29/06/25 που συνελήφθη και/ή μέχρι εκείνη την ημερομηνία δεν καταχώρησε αίτηση ασύλου, γεγονός που δείχνει ότι δεν είναι γνήσιο το αίτημα και/ή καταχωρίστηκε καταχρηστικά με σκοπό να μην απελαθεί. Αναφέρουν ότι εισήλθε από μη εγκεκριμένο/αναγνωρισμένο αερολιμένα και εισήλθε στις ελεγχόμενες στην Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές και/ή δεν συμμορφώθηκε με προηγούμενη απόφαση επιστροφής. Περαιτέρω, προβάλλουν ότι η Αιτήτρια κρατείται με σκοπό την εξακρίβωση στοιχείων, αφού κατά τη σύλληψη της δεν προσκόμισε οποιοδήποτε έγγραφο/ διαβατήριο ταυτοποίησης της (παραπέμποντας στα λεχθέντα της απόφασης στο ΔΚ33/24 γεγονότα της οποίας ήτο αρκετά παρόμοια με την παρούσα υπόθεση). Θεωρούν ότι έγινε η δέουσα έρευνα υπό τις περιστάσεις, ότι η αίτηση διεθνούς προστασίας είναι εντελώς καταχρηστική, ότι ο φορέας δίωξης είναι ιδιωτικός, κατάγεται από ασφαλή χώρα ιθαγένειας, ότι ο σκοπός του αιτήματος ήταν η παρεμπόδιση απέλασης της, ότι τα εκδοθέντα Διατάγματα Κράτησης είναι αναγκαία ώστε να καταστεί εφικτή και η απέλαση της και ότι δεν υπάρχει περιθώριο επιβολής εναλλακτικών μέτρων γιατί υπάρχει κίνδυνος διαφυγής της.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Η Αιτήτρια κρατείται στη βάση του Άρθρου 9ΣΤ (2) (β) (δ) του Περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000) το οποίο προνοεί, μεταξύ άλλων και στην έκταση που μας ενδιαφέρει, τα ακόλουθα:
«9ΣΤ.-(1) Απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή, καθώς και η κράτηση ανήλικου αιτητή.
(2) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει γραπτό διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση αιτητή, μόνο για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
[…]
(β) για να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αιτητή·
[…]
(δ) όταν κρατείται στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή ή/και να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης, και ο Υπουργός τεκμηριώνει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής·»
Από το λεκτικό του πιο πάνω Άρθρου προκύπτει ότι το αρμόδιο όργανο δεν θα πρέπει να θέτει υπό κράτηση αιτούντα άσυλο λόγω μόνο της ιδιότητας του. Θα πρέπει να εξετάσει κατά πόσο είναι εφικτό να εφαρμοστούν αλλά αποτελεσματικά και λιγότερο περιοριστικά για την ελευθερία του προσώπου μέτρα και εάν κρίνεται αναγκαίο και μετά από ατομική αξιολόγηση της περίπτωσης του τότε μπορεί να διατάξει την κράτηση του. Συνεπώς επαφίεται στην διακριτική ευχέρεια της διοικητικής αρχής να λάβει το μέτρο της κράτησης, εάν συγκεκριμένα και αντικειμενικά κριτήρια οδηγούν στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει να προσδιοριστούν τα αναγκαία στοιχεία του αιτήματος ασύλου του ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αιτητή (ως το πιο πάνω εδάφιο (β)) και/ή ο υπήκοος τρίτης χώρας επιδιώκει την καθυστέρηση της εκτέλεσης απόφασης απομάκρυνσης του (ως το πιο πάνω εδάφιο (δ)).
Στην C‑ 534/11, Mehmet Arslan v. Policie CR, Kragske, ημερομηνίας 30/05/2013 αποφασίστηκε ότι η Οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών δεν έχει εφαρμογή σε περίπτωση υπηκόου τρίτης χώρας που έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας εκτός εάν η αίτηση του φαίνεται να υποβλήθηκε με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει την εκτέλεση της απόφασης επιστροφής του. Επιβάλλεται, όμως, η αξιολόγηση κατά πόσο οι περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης μπορούν να δικαιολογήσουν τη διατήρηση της κράτησης ακόμα και μετά την υποβολή αίτησης ασύλου σε συνάρτηση με την συμπεριφορά που επέδειξε ο υπήκοος τρίτης χώρας τόσο μετά όσο και πριν την υποβολή της αίτησης του. Γίνεται δε σαφής αναφορά στην απόφαση ότι το γεγονός (από μόνο του) υποβολής αίτησης ασύλου από παράνομο μετανάστη δεν είναι αρκετό για να είναι εφαρμόσιμη η διατήρηση της κράτησης (Βλέπε § 57-62 της απόφασης). Επίσης, βασική και ουσιώδης παράμετρος στις περιπτώσεις κράτησης αιτούντα άσυλο είναι η ύπαρξη της αρχής της αναλογικότητας και αναγκαιότητας η οποία αναφέρεται στη 15η και 20η αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (αναδιατύπωση) (η οποία έχει ενσωματωθεί στο ημεδαπό δίκαιο) ήτοι:
«(15) Η κράτηση των αιτούντων θα πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τη βασική αρχή ότι ένα πρόσωπο δεν θα πρέπει να κρατείται απλώς και μόνον επειδή επιζητεί διεθνή προστασία, ιδίως σύμφωνα με τις διεθνείς νομικές υποχρεώσεις των κρατών μελών και το άρθρο 31 της σύμβασης της Γενεύης. Η κράτηση αιτούντων θα πρέπει να είναι δυνατή μόνον σε σαφώς καθορισμένες, εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και να διέπεται από την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας όσον αφορά τόσο τον τρόπο όσο και τον σκοπό της εν λόγω κράτησης. Σε περίπτωση που ένας αιτών τελεί υπό κράτηση, ο αιτών θα πρέπει να έχει αποτελεσματική πρόσβαση στις αναγκαίες διαδικαστικές εγγυήσεις, όπως το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον εθνικής δικαστικής αρχής.
[…]
(20) Προκειμένου να εξασφαλίζεται καλύτερα η σωματική και ψυχολογική ακεραιότητα των αιτούντων, η κράτηση θα πρέπει να αποτελεί μέτρο έσχατης ανάγκης και μπορεί να εφαρμόζεται μόνον εφόσον έχουν δεόντως εξεταστεί όλα τα μη στερητικά της ελευθερίας εναλλακτικά μέτρα. Κάθε εναλλακτικό μέτρο κράτησης πρέπει να σέβεται τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα των αιτούντων.»
Η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει την ύπαρξη απόλυτης ισορροπίας μεταξύ του μέτρου της κράτησης και του νόμιμου σκοπού που επιδιώκει να επιτύχει, δηλαδή την προετοιμασία και την απομάκρυνση του αιτούντα. Το αρμόδιο όργανο οφείλει να εξετάσει πάντα εναλλακτικές λύσεις προτού καταφύγει στο μέτρο κράτησης, διασφαλίζοντας έτσι και τους προβλεπόμενους από την νομοθεσία σκοπούς (Βλέπε Application no52722/15, S.K v. Russia, ημερομηνίας 14/02/2017 και C-18/16 K. ν. Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, ημερομηνίας 14/09/2017).
Επίσης, σημαντική για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης είναι και η πρόσφατη απόφαση C‑924/19, C925/19 PPU FMS, FNZ v. Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság Dél-alföldi Regionális Igazgatóság,Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság, ημερομηνίας 14/05/2020 όπου αποφασίστηκε ότι Δικαστήριο μπορεί το ίδιο να αποφασίσει κατά πόσον η κράτηση η οποία επιβλήθηκε είναι πράγματι ανάλογο, αναγκαίο και προσφορότερο μέτρο έναντι άλλων εναλλακτικών περιοριστικών μέτρων (η δε έκταση της δικαιοδοσίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας επιβεβαιώθηκε ρητώς και από το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφασή του στην Ε.Δ.Δ.Δ.Π. Αρ. 17/2021, Janelidze v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ημερομηνίας 21/09/2021 - κρίθηκε ότι το Δικαστήριο όταν επιλαμβάνεται προσφυγής κατά διατάγματος κράτησης, δεν περιορίζεται σε τυπικό ή ακυρωτικό έλεγχο, αλλά διαθέτει πλήρη εξουσία ουσιαστικής επανεξέτασης της νομιμότητας και της ορθότητας της πράξης).
Πέραν των πιο πάνω, σύμφωνα με τις «Κατευθυντήριες Οδηγίες σχετικά με τα Εφαρμοστέα Κριτήρια και Πρότυπα που αφορούν την Κράτηση των Αιτούντων Άσυλο και Εναλλακτικά της Κράτησης Μέτρα», της Ύπατης Αρμοστείας του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, Κατευθυντήρια Οδηγία 4, §19 με τίτλο «Η κράτηση δεν θα πρέπει να είναι αυθαίρετη και κάθε απόφαση κράτησης θα πρέπει να βασίζεται στην αξιολόγηση των ιδιαίτερων περιστάσεων που αφορούν το συγκεκριμένο άτομο» αναφέρεται το εξής:
«19. Στα πλαίσια των θεμελιωδών δικαιωμάτων, οι αποφάσεις κράτησης θα πρέπει να βασίζονται σε λεπτομερή και εξατομικευμένη αξιολόγηση της αναγκαιότητας για κράτηση, παράλληλα με την παράθεση ενός νόμιμου σκοπού. Ως προς αυτό, τα κατάλληλα μέσα ελέγχου ή αξιολόγησης θα μπορούσαν να καθοδηγήσουν τους υπεύθυνους για τη λήψη αποφάσεων, ενώ θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ιδιαίτερες περιστάσεις ή ανάγκες συγκεκριμένων κατηγοριών αιτούντων άσυλο (βλέπε Κατευθυντήρια Οδηγία 9). Μεταξύ των παραγόντων που καθοδηγούν τη λήψη αυτών των αποφάσεων μπορεί να είναι το στάδιο που διανύει η εξέταση της αίτησης ασύλου, ο τελικός προορισμός του αιτούντος, οι οικογενειακοί/κοινωνικοί δεσμοί, η προηγούμενη καλή συμπεριφορά και ο χαρακτήρας του ατόμου, καθώς και ο κίνδυνος φυγής ή η προθυμία και η κατανόηση της ανάγκης για συμμόρφωση.»
Το προσβαλλόμενο με την παρούσα προσφυγή διάταγμα κράτησης που εκδόθηκε εναντίον της Αιτήτριας, ημερομηνίας 14/07/25, από την Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, αναφέρει τα εξής:
«ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟΙ (2000-2020)
ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9ΣΤ
ΕΠΕΙΔΗ Η ΕΜΜΑ MAUREEN GUNN ASPINALL υπήκοος ΗΝΩΜΕΝΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ είναι αιτήτρια διεθνούς προστασίας και επειδή πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, καθότι
η ΕΜΜΑ MAUREEN GUNN ASPINALL
(α) Για να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αιτητή.
(β) Στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των Άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προκειμένου να προετοιμαστεί η επιστροφή ή και να διεξαχθεί η διαδικασία απομάκρυνσης της και επειδή τεκμηριώνεται στη βάση αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι η ΕΜΜΑ MAUREEN GUNN ASPINALL αφίχθηκε παράνομα στη Δημοκρατία και δεν προσπάθησε να διευθετήσει τη διαμονή της με κανένα τρόπο και ούτε υπέβαλε αίτηση ασύλου παρά μόνο, παρά μόνο αφού εντοπίστηκε και συνελήφθηκε και κρατήθηκε βάσει Διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, ως εκ τούτου υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι η υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας έγινε με σκοπό να προβάλει προσκόμματα και/ή να ματαιώσει τη διαδικασία επαναπατρισμού της.
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κατόπιν ατομικής αξιολόγησης θεώρησα ότι είναι αναγκαίο η ΕΜΜΑ MAUREEN GUΝN ASPINALL να παραμείνει υπό κράτηση βάσει των άρθρων 9ΣΤ(2) (β) και (δ) του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020), καθότι στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται ότι δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3) του Άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020), καθότι με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 18ΟΔ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, υπάρχει κίνδυνος διαφυγής για τους πιο κάτω λόγους:
1. ΕΠΕΙΔΗ δεν έχει συμμορφωθεί με προηγούμενη Απόφαση επιστροφής: Διάταγμα Απέλασης το οποίο εκδόθηκε εναντίον της στις 29/06/2025.
2. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δεν είναι κάτοχος ταξιδιωτικού εγγράφου. Η ΥΑΜ μας ενημερώνει ότι δεν παρουσίασε το Διαβατήριό της κατά τη σύλληψή της.
3. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ θεωρήθηκε απαγορευμένη μετανάστρια δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (κ), του εδαφίου (1), του Άρθρου 6 των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμων (1952-2021), έχει συλληφθεί και σε βάρος της εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης ημερ. 29/06/2025.
4. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κρατείται με σκοπό τον επαναπατρισμό της, κρίνω ότι η αίτηση της για Διεθνή Προστασία υποβλήθηκε με σκοπό να προβάλει προσκόμματα στη διαδικασία επαναπατρισμού της.
ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΑΥΤΟ, ασκώντας τις εξουσίες που δίνει στον Υπουργό Εσωτερικών το Άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020), και το Άρθρο 188(3)(γ) του Συντάγματος και οι οποίες εξουσίες εκχωρήθηκαν σε εμένα, εγώ η Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης με το παρόν διατάσσω όπως η ΕΜΜΑ MAUREEN GUΝN ASPINALL, ΠΑΡΑΜΕΙΝΕΙ υπό κράτηση για όσο διάστημα ισχύουν οι λόγοι κράτησης, όπως αναφέρονται πιο πάνω.
Με το παρόν διάταγμα εξουσιοδοτώ και εντέλλομαι τον Αρχηγό Αστυνομίας, ή οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομικής Δύναμης που τυχόν θα διαταχθεί, να εκτελέσει το διάταγμα αυτό και για την εκτέλεσή του το παρόν διάταγμα αποτελεί επαρκή εξουσία και εντολή.
ΕΓΙΝΕ από μένα στη Λευκωσία την 14η ημέρα του Ιουλίου, 2025».
Τόσο από το κείμενο της εισηγητικής έκθεσης του Λειτουργού Μετανάστευσης που απευθυνόταν στην Διευθύντρια όσο και του πιο πάνω διατάγματος εντοπίζω ότι πράγματι καταγράφεται αριθμός λόγων στη βάση των οποίων εκδόθηκε το επίδικο διάταγμα. Θα συμφωνήσω με τους Καθ΄ ων η αίτηση ότι προτού η αρμόδια αρχή επιβάλει το μέτρο κράτησης προχώρησε σε εξατομικευμένη αξιολόγηση των περιστάσεων, της συμπεριφοράς και του ιστορικού της Αιτήτριας – ειδικά του παραδεκτού γεγονότος ότι η Αιτήτρια βρισκόταν παράνομα στη Δημοκρατία από τον 10ο/24 και/ή χωρίς οποιαδήποτε θεώρηση ή άδεια παραμονής στη Δημοκρατία και/ή υπέβαλε αίτηση ασύλου 8 μήνες μετά και/ή στα πλαίσια σύλληψης/κράτησης της με βάση τον περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμο – όπως αναφύεται στο σημείωμα της λειτουργού μετανάστευσης. Πέραν τούτου, σημειώνεται συναφώς ότι εξετάστηκε και ο τόπος προορισμού της Αιτήτρίας ήτοι ότι η αίτηση διεθνούς προστασίας εμπίπτει σε διατάξεις νομοθεσίας που αφορούν προδήλως αβάσιμες αιτήσεις καθώς η χώρα της Ηνωμένο Βασίλειο θεωρείται ασφαλής χώρα (που δεν αμφισβητείται ούτε από τον συνήγορο της).
Σύμφωνα δε με την ημεδαπή νομολογία, η κήρυξη προσώπου ως απαγορευμένου μετανάστη εμπεριέχει και τον κίνδυνο διαφυγής του ανά πάσα στιγμή – που αποτελεί ουσιαστική παράμετρο του εδαφίου (β) του Άρθρου 9 (ΣΤ) (2) του Νόμου. Στην Υποθ. Αρ. 5735/2013 MAGDALIN MENSAH ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ημερ.09/08/2013, το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε ότι:
«Η κήρυξη της αιτήτριας ως απαγορευμένης μετανάστριας εμπεριέχει λογικά τον κίνδυνο διαφυγής της ανά πάσα στιγμή. Αυτή η έννοια εμπεριέχεται νομικά και λογικά στο άρθρο 180Δ στον ορισμό του «κινδύνου διαφυγής», όπου στην παράγραφο (α) αναφέρεται, ως στοιχείο κινδύνου διαφυγής, η μη συμμόρφωση με απόφαση επιστροφής. Να μη λησμονείται άλλωστε ότι στον ορισμό του «κινδύνου διαφυγής» καταγράφεται ότι αυτός ο κίνδυνος συναρτάται προς κάθε «ατομική περίπτωση», ο δε κίνδυνος αυτός εκτιμάται κατά «εικασία» ότι ο υποκείμενος σε διαδικασία επιστροφής «μπορεί να διαφύγει». Δεν χρειάζεται, με άλλα λόγια, απτή μαρτυρία περί τούτου και είναι εδώ που υπεισέρχεται η κρίση της διοίκησης αναλόγως των συνθηκών της κάθε υπόθεσης»
Επί αυτού του σημείου και/ή επί αυτής της διάταξης της νομοθεσίας στο εγχειρίδιο «Δικαστική ανάλυση: Κράτηση αιτούντων διεθνή προστασία στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», σελίδα 28 της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης Ασύλου, καταγράφεται το εξής (με πρωτογενή πηγή κατευθυντήριες οδηγίες της UNHCR):
«Είναι επιτρεπτή η κράτηση ενός αιτούντος για ένα περιορισμένο αρχικό διάστημα για λόγους καταγραφής, στα πλαίσια προκαταρκτικής συνέντευξης, των στοιχείων στα οποία βασίζει την αίτησή του για διεθνή προστασία. Παρ’ όλ’ αυτά, η κράτηση αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί αιτιολογημένη μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η συγκεκριμένη πληροφορία δεν θα μπορούσε να δοθεί χωρίς να υπάρξει κράτηση. Αυτό συνεπάγεται την καταγραφή σημαντικών πληροφοριών από τον αιτούντα άσυλο, όπως για παράδειγμα των λόγων για τους οποίους ζητεί να του χορηγηθεί άσυλο. Αυτό συνήθως δεν επεκτείνεται στην κρίση για το βάσιμο των ισχυρισμών του. Η εξαίρεση αυτή στον βασικό κανόνα —ότι δηλαδή η κράτηση των αιτούντων άσυλο αποτελεί έσχατο μέτρο— δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αιτιολογηθεί η κράτηση καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας καθορισμού του καθεστώτος του αιτούντος άσυλο, ή για απεριόριστο χρονικό διάστημα. Παρότι ο «κίνδυνος διαφυγής» είναι μια πρόβλεψη, φαίνεται πιθανό ότι στις περισσότερες περιπτώσεις θα αποτελέσει τη βάση του λόγου αυτού διότι εάν ο αιτών διεθνή προστασία δεν είναι πιθανό να διαφύγει, είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς υπό ποιες περιστάσεις τα στοιχεία του ισχυρισμού επί του οποίου βασίζεται η αίτηση δεν θα μπορούσαν να ληφθούν χωρίς να υπάρξει κράτηση.»
Είναι προφανές ότι ένας εκ των σκοπών της κράτησης ήτο και η συλλογή των στοιχείων που βασίζεται στην παρούσα το αίτημα ασύλου της Αιτήτριας που είναι άρρηκτα συνδεδεμένο και με τον κίνδυνο διαφυγής της. Είναι επίσης σημαντικό να αναφερθεί ότι είναι επιτρεπτή η κράτηση ενός αιτούντος για ένα περιορισμένο αρχικό διάστημα για λόγους καταγραφής και στα πλαίσια προκαταρκτικής συνέντευξης, των στοιχείων στα οποία βασίζει την αίτησή του για διεθνή προστασία (το χρονικό περιθώριο από την κράτηση της μέχρι την έκδοση της παρούσας τουλάχιστον απόφασης δεν είναι υπέρμετρο λαμβάνοντας υπόψη το χρονικό σημείο που επέλεξε η Αιτήτρια να υποβάλει αίτημα ασύλου). Η κράτηση της Αιτήτριας βεβαίως θα μπορούσε να θεωρηθεί αιτιολογημένη καθότι είναι από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι πληροφορίες που αφορούν το αίτημα της δεν θα μπορούσαν να δοθούν καθότι η αίτηση της υποβλήθηκε ενώ κρατείτο στα πλαίσια του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, δεν υπήρχαν έγγραφα ταυτοποίησης της κατά τον χρόνο αυτό και/ή δεν παρέδωσε ταξιδιωτικό έγγραφο/διαβατήριο κατά την σύλληψη της και/ή υπήρχε υπαρκτός κίνδυνος διαφυγής της λόγω της προηγούμενης συμπεριφοράς της ήτοι υποβλήθηκε αίτημα ασύλου μετά την επιβολή κράτησης/απέλασης και/ή 8 μήνες μετά την παράνομη είσοδο της στη Δημοκρατία. Ο χρόνος που διέρρευσε από την ημερομηνία που η Αιτήτρια εισήλθε παρανόμως στη Δημοκρατία μέχρι την ημέρα που εκδόθηκαν εναντίον της τα διατάγματα κράτησης/ απέλασης ήτο τέτοιος που εμφανώς τεκμηριώνει ότι υπήρχαν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι υπέβαλε αίτημα ασύλου προκειμένου να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής της (σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου υποδείχθηκε ότι η ταχύτητα με την οποία υποβάλλεται η αίτηση ασύλου είναι ένδειξη της γνησιότητας της Υπόθ. αρ. 1669/2011, Mahfuja Akter ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 22/03/2013, Υπόθ. αρ. 2319/06, Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 16/07/2008).
Ουδόλως κατά το χρονικό διάστημα που εισήλθε και παρέμεινε στη Δημοκρατία παράνομα επί 8 μήνες είχε προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια νομιμοποίησης της παραμονής της ή εκδήλωσε πρόθεση αιτήματος διεθνούς προστασίας, παρά μόνο όταν είχε συλληφθεί και κρατηθεί προκειμένου να απελαθεί. Σύμφωνα και με το εγχειρίδιο της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου» (§4.3.7.4.):
«[σ]ύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο δ) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση), ο αιτών υποχρεούται να έχει «αιτ[ηθεί] την παροχή διεθνούς προστασίας το νωρίτερο δυνατόν, εκτός εάν αποδείξει ότι υπήρχε σοβαρός λόγος που τον εμπόδισε να το πράξει».
Στην ΕΔΔΔ Αρ.43/2021, Mondeke v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Aν. Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ημερομηνίας 20/01/2022 λέχθηκαν, μεταξύ άλλων και στην έκταση που μας ενδιαφέρει για τα γεγονότα της παρούσης, τα ακόλουθα:
«Το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά από εκτενή παράθεση των επιχειρημάτων και των θέσεων του εφεσείοντα, καταλήγει ως εξής:
«Σύμφωνα με τα στοιχεία στο φάκελο του Αιτητή η απόφαση έκδοσης διατάγματος κράτησης του λήφθηκε δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2) του Νόμου, στο οποίο ρητά προβλέπονται οι εξαιρέσεις, σύμφωνα με τις οποίες νομιμοποιείται η κράτηση αιτητή ασύλου.
[…]
Χωρίς βέβαια το Δικαστήριο να υπεισέρχεται σε θέματα που αφορούν στην κατ'ουσίαν εξέταση ζητημάτων που άπτονται του αιτήματος χορήγησης διεθνούς προστασίας, κρίνω ορθό τον ισχυρισμό των Καθ' ων η αίτηση ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι ότι η εν λόγω αίτηση φαίνεται ότι υπεβλήθη με σκοπό να καθυστερήσει απλώς ή να εμποδίσει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής, και αυτό καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι αυτή υπεβλήθηκε μετά την έκδοση εναντίον του Αιτητή διαταγμάτων κράτησης και απέλασης δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου ημερομηνίας 10/8/2021.
[…]
Τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης και εύλογα και θεμιτά. Ο χρονικός συσχετισμός ενεργειών του Eφεσείοντα ανάλογα με αιτήματα του που αποτύγχαναν, ειδικότερα την προσφυγή σε αίτημα ασύλου μόνο μετά τα ως άνω γεγονότα, μπορούσε να οδηγήσει το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι ορθά κρίθηκε από το διοικητικό όργανο πως υφίστανται λόγοι ότι υπέβαλε την αίτηση του με σκοπό την καθυστέρηση ή την παρεμπόδιση της απέλασης του από τη Δημοκρατία. (Βλ. C-534/11, Arslan v. Policie CR, 30.5.2013 και C-186/21 PPU, J.A. v. Republika Slovenija, 3.6.2021). Δεν συμφωνούμε με την ευπαίδευτη συνήγορο του εφεσείοντα ότι το Δικαστήριο υπεισήλθε στο θέμα ουσίας του αιτήματος ασύλου ούτε ότι ενήργησε με επιδερμική αντίληψη των πραγμάτων. Η δε αναφορά της πλευράς του εφεσείοντα στη σημασία του ότι προέρχεται από μια χώρα που δεν έχει χαρακτηριστεί ασφαλής, με βάση τη σχετική ΚΔΠ225/2021, το περί Ασφαλών Χωρών Ιθαγένεια Διάταγμα του 2021 δεν μπορεί να αναχθεί βεβαίως, ως η εισήγηση, σε δημιουργία τεκμηρίου γνησιότητας του αιτήματος ασύλου.
[ο τονισμός δικός μου]
Επί τουτου σημειώνεται ότι ούτε υπάρχει ισχυρισμός της Αιτήτριας ότι στερήθηκε της ευκαιρίας πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου κατά το προηγούμενο στάδιο της σύλληψης/κράτησης της, συνεπώς, ικανοποιείται το κριτήριο ήτοι ότι «υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής» ως η σχετική διάταξη του Άρθρου 9ΣΤ του Νόμου. Ούτε βέβαια μπορούν να αξιολογηθούν κατ΄ ουσία οι ισχυρισμοί που καταγράφονται επί της αίτησης διεθνούς προστασίας, αλλά ούτε μπορούν να αξιολογηθούν από το Δικαστήριο τα έγγραφα/στοιχεία που επισυνάπτονται επί της προσφυγής της Αιτήτριας για πολλούς λόγους - ήτοι δεν καταχωρίστηκαν καταλλήλως και/ή με την νενομισμένη διαδικασία και/ή κατά παράβαση της νομολογίας, νομοθεσίας και/ή διαδικαστικών κανονισμών και/ή θεσμών και/ή ούτε μπορούν να αποτελέσουν υπό τις περιστάσεις αντικείμενο εξέτασης στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας. Επί αυτού, υποδεικνύεται, ως και η καταγραφή της αρμόδιας αρχής (που δεν αμφισβητείται) ότι η Αιτήτρια προέρχεται από ασφαλή τρίτη χώρα.
Σε σχέση, τώρα, με την δυνατότητα επιβολής εναλλακτικών της κράτησης μέτρων δεν μπορεί να γίνουν αποδεκτές οι θέσεις του συνηγόρου της Αιτήτριας. Προκύπτει σαφώς από την προηγούμενη συμπεριφορά της Αιτήτριας και/ή μέχρι την έκδοση διαταγμάτων κράτησης/απέλασης σοβαρό ενδεχόμενο μη συμμόρφωσης της με τις διαδικασίες απομάκρυνσης της και/ή απροθυμίας της να συμμορφωθεί με διαδικασίες για διευθέτηση της νομιμότητας διαμονής της. Δεν μπορεί βεβαίως να ληφθούν υπόψη ούτε οι κατ΄ ισχυρισμό αιτιάσεις της για δεσμούς με τη Δημοκρατία ήτοι ότι έχει αρραβωνιαστικό και/ή για διεύθυνση συνήθους διαμονής της (δεδομένα τα οποία ουδέποτε παρουσίασε στην αρμόδια αρχή κατά την διάρκεια 8μηνης παράνομης διαμονής της στη Δημοκρατία και/ή προτού υποβάλει την αίτηση διεθνούς προστασίας – στοιχεία τα οποία αποτελούν ισχυρισμούς της αίτησης). Επαρκής, θεωρώ, είναι και η αιτιολογία του αρμοδίου οργάνου ότι δεν υπήρχε περιθώριο επιβολής εναλλακτικών περιοριστικών μέτρων αφού δεν φαίνεται να είχε πρόθεση να συμμορφωθεί με την απόφαση απέλασης της λόγω των προηγούμενων και υφιστάμενων ενεργειών της. Η κράτηση αποτελεί το έσχατο μέτρο το οποίο λαμβάνεται τηρουμένων των αρχών της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας και εφόσον δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστούν άλλα λιγότερο περιοριστικά αντί της κράτησης μέτρα. Στην προκειμένη περίπτωση και σε σχέση με τα γεγονότα που αφορούν την ίδια την Αιτήτρια καταλήγω ότι η έρευνα και/ή αξιολόγηση της περίπτωσης της ήτο ολοκληρωμένη με αποτέλεσμα να ληφθούν υπόψη όλα τα αναγκαία κριτήρια για εφαρμογή του Άρθρου 9ΣΤ(2) (β) και (δ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023, (Ν. 6 (Ι)/2000). Οποιοδήποτε άλλο μέτρο από αυτό που εφαρμόστηκε από την αρμόδια αρχή δεν θα ήταν αποτελεσματικό και υπήρχε εμφανής κίνδυνος λόγω της προηγούμενης συμπεριφοράς της Αιτήτριας να μη συμμορφωθεί με εναλλακτικά μέτρα και/ή με σκοπό να αποφύγει την επιστροφή της.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, δεν διαπιστώνω ελλιπή έρευνα κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 ) ούτε προκύπτει ανεπαρκής αιτιολόγηση της διοικητικής απόφασης (Βλέπε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270). Στην προκειμένη περίπτωση και σε συνάρτηση με το ιστορικό και τη συμπεριφορά που επέδειξε η Αιτήτρια έχουν ληφθεί υπόψη όλα τα αναγκαία κριτήρια για εφαρμογή του Άρθρου 9ΣΤ(2) (β) και (δ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023, (Ν. 6 (Ι)/2000). Υπό τύπο σχολίου, καλείται η αρμόδια αρχή Υπηρεσία Ασύλου όπως προχωρήσει με δέουσα επιμέλεια και/ή άμεσα στην εξέταση του αιτήματος ασύλου της Αιτήτριας.
Ως εκ των ανωτέρω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με το προσβαλλόμενο διάταγμα κράτησης να επικυρώνεται. Επιδικάζονται €800 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση.
ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ Μ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο