U.A.U. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ. 2741/2022, 25/7/2025
print
Τίτλος:
U.A.U. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ. 2741/2022, 25/7/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

                                                                       

                                                                               Υπόθεση αρ. 2741/2022

                                   

25 Ιουλίου 2025

 

[Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

                          Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

                                           U.A.U.

                                                                                                                                                                                                                                           Αιτητής

Και

 

                      Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

                                                                                             Καθ' ων η αίτηση

                                                                                                                          

Δ. Παυλίδης (κος) για Δημήτριος Παυλίδης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Δικηγόροι για τον Αιτητή

 

Ι. Καλλίγερος (κος),  Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ Δ.Δ.Δ.Δ.Π:   Με την προσφυγή του ο αιτητής ζητά την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 18/03/2022 η οποία του κοινοποιήθηκε στις 14/04/2022 και δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση του για παροχή διεθνούς προστασίας, ως άκυρης, αντισυνταγματικής, παράνομης και στερούμενης οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των Διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής ως Τεκμήριο 1, ο αιτητής είναι ενήλικας από τη Νιγηρία και στις 17/09/2019 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Στις 14/01/2022 διεξήχθη συνέντευξη στον αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Ακολούθως, στις 24/02/2022 ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Εισηγητική Έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη του αιτητή. Στις 18/03/2022, ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου, αποφάσισε όπως να μην παραχωρηθεί στον αιτητή καθεστώς διεθνούς προστασίας. Την 13/04/2022, η Υπηρεσία Ασύλου ετοίμασε επιστολή ενημέρωσης προς τον αιτητή σχετικά με την απόρριψη του αιτήματος του. Η επιστολή και η αιτιολόγηση της απόφασης, παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον αιτητή στις 14/04/2022.

Στη συνέχεια ο αιτητής καταχώρησε, δια των συνηγόρων του, την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

Οι συνήγοροι του αιτητή προώθησαν διάφορους λόγους ακύρωσης επί της αιτήσεως ακυρώσεως (προσφυγής) προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν προωθούνται και αναλύονται στη Γραπτή Αγόρευση του αιτητή που ακολούθησε. Αρχικά οι συνήγοροι του αιτητή εγείρουν Α) Δεν ακολουθήθηκαν οι πρακτικές και οι βασικές αρχές σχετικά με τη συνέντευξη του αιτητή κατ΄αντίθεση με τον Νόμο. Η συνέντευξη διήρκησε ελάχιστη ώρα, χωρίς να γίνει εξατομικευμένη αξιολόγηση της περίπτωσης του αιτητή. Β) Έλλειψη δέουσας έρευνας. Γ) Η επίδικη απόφαση είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα. Δ) Δεν παραχωρήθηκε στον αιτητή το ευεργέτημα της αμφιβολίας. Ε) Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη. Στ) Εσφαλμένα κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν δικαιούται συμπληρωματικής προστασίας. Ζ) Τυχόν απέλαση του αιτητή,  θα είναι σε παράβαση του αρ.3 της ΕΣΔΑ. 

Οι καθ' ων η αίτηση υποβάλλουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και νόμιμη, σύμφωνη με τις διατάξεις του Συντάγματος, των Νόμων και Κανονισμών. Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η Αίτηση και αφού αξιολογήθηκαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης με αποτέλεσμα η επίδικη πράξη να είναι δεόντως αιτιολογημένη.

Οι συνήγοροι του αιτητή,  μέσω της Γραπτής Απαντητικής Αγόρευσης, αναφέρουν και απορρίπτουν με περαιτέρω σχόλια και παραπομπές, τις πιο πάνω θέσεις των καθ' ων η αίτηση, επιμένοντας ουσιαστικά στους ισχυρισμούς, τους οποίους ανέπτυξαν δια της γραπτή αγόρευσής τους.

Έχω εξετάσει προσεκτικά τις εκατέρωθεν θέσεις και των δύο πλευρών, υπό το φως του περιεχομένου του οικείου διοικητικού φακέλου και, γενικότερα, όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων.

Αποτελεί βασικό άξονα της επιχειρηματολογίας του αιτητή, ο ισχυρισμός ότι η απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση της νόμιμης διαδικασίας και ότι παραβιάστηκε το άρθρο 13 του Περί Προσφύγων Νόμου. Ισχυρίζεται ότι το χρονικό διάστημα της συνέντευξης ήταν πολύ σύντομο με αποτέλεσμα ο αιτητής να μην μπορεί να παραθέσει όλους τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα του, ότι οι καθ’ ων η αίτηση περιορίστηκαν σε ανεπαρκή αριθμό ερωτήσεων και ότι παρά το γεγονός ότι ο αιτητής ανέφερε αναλυτικά τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα του, εντούτοις η αξιολόγηση δεν έγινε ορθά.

Σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στον αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση του για διεθνή προστασία. Σύμφωνα δε με την παράγραφο 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια του Καθεστώτος των Προσφύγων (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«(α) Ο αιτών πρέπει:

(Ι) Να λέει την αλήθεια και να παρέχει κάθε βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής του.

(ΙΙ) Να προσπαθεί να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του με κάθε διαθέσιμο αποδεικτικό μέσο και να δώσει ικανοποιητική εξήγηση για τυχόν ελλείψεις τους. Εάν παρουσιασθεί ανάγκη, πρέπει να προσπαθήσει να προσκομίσει πρόσθετα αποδεικτικά μέσα.

(ΙΙΙ) Να δώσει όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τον ίδιο και τις προηγούμενες εμπειρίες του, τόσο λεπτομερειακά όσο είναι αναγκαίο, ώστε να δοθεί στον εξεταστή η δυνατότητα να διαπιστώσει τη συνδρομή των σχετικών γεγονότων. Πρέπει ακόμη να κληθεί να δώσει μια συναφή εξήγηση ως προς όλους τους λόγους που επικαλείται για να υποστηρίξει την αίτηση για το καθεστώς του πρόσφυγα και να απαντήσει σε όσες ερωτήσεις του τεθούν.».

Περαιτέρω, αναφορικά με τη διάρκεια της συνέντευξης, παραπέμπω στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου υποθ. αρ. 1673/2010, Edward Eskandaz και Κυπριακή Δημοκρατία, ημερ. 04/07/2013στην οποία λέχθηκαν τα ακόλουθα (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου): «Επιπρόσθετα, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι το γεγονός ότι η προσωπική συνέντευξη έγινε πέντε (5) χρόνια, μετά την υποβολή της αίτησης, διήρκεσε μιάμιση ώρα, με διερμηνεία από τα αραβικά στα αγγλικά και το αντίστροφο, αυτό σημαίνει ότι σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται σε οποιονδήποτε αιτητή να εκθέσει διεξοδικά τους λόγους για τους οποίους αιτείται άσυλο, όπως απαιτείται από το Νόμο και την Οδηγία 2005/85/ΕΚ.

 Σε συμφωνία με τη δικηγόρο των καθ΄ων η αίτηση, θα πρέπει ν΄ απορριφθεί και αυτό το σκέλος του ισχυρισμού του αιτητή.

Ο Νόμος δεν καθορίζει ούτε πότε θα πρέπει να καλέσει η Υπηρεσία Ασύλου τον αιτητή για συνέντευξη, ούτε και πόση διάρκεια θα έχει. Πρόκειται δε για την κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων και όχι για την ταχύρρυθμη διαδικασία (βλ. άρθρο 12 Δ), όπου κατά προτεραιότητα και όχι αργότερα από 30 ημέρες από την ημέρα υποβολής της αίτησης εξετάζονται από την Υπηρεσία Ασύλου αιτήσεις που, κατά την κρίση του αρμόδιου λειτουργού, εμπίπτουν στις διατάξεις των άρθρων 12, 12 Α και 12 Β του Νόμου. Περαιτέρω, ο αιτητής ερωτήθηκε τα σημαντικά στον πυρήνα του αιτήματος του και η αίτησή του εξετάστηκε ενδελεχώς.»

Στην περίπτωση του αιτητή, παρατηρώ από το πρακτικό της συνέντευξης ότι τέθηκαν σε αυτον αρκετές ερωτήσεις, και ο ίδιος δεν ανέφερε οτιδήποτε το οποίο θα υποδήλωσε μια γνήσια περίπτωση προσώπου που χρήζει διεθνούς προστασίας, προκειμένου και ο αρμόδιος λειτουργός να προβεί σε περαιτέρω ερωτήσεις. Ενόψει των ως έχουν αναφερθεί, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίπτεται ως αβάσιμος.

Αναφορικά με τα όσα ο αιτητής ισχυρίζεται περί μη απόδοσης του ευεργετήματος της αμφιβολίας, σύμφωνα με το άρθρο 13(4) του περί Προσφύγων Νόμου, στο Εγχειρίδιο Για Τις Διαδικασίες Και Τα Κριτήρια Καθορισμού Του Καθεστώτος Των Προσφυγών, Στ' Έκδοση λέγεται (η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«203. Παρόλο που όταν ο αιτών έχει καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια για να θεμελιώσει πειστικά την αφήγησή του, είναι δυνατόν ακόμα ορισμένοι ισχυρισμοί του να παραμένουν αναπόδεικτοι. Όπως εξηγήθηκε προηγουμένως (παράγραφος 196), είναι σχεδόν αδύνατο σε έναν πρόσφυγα να «αποδείξει» όλα τα δεδομένα της υπόθεσής του και πραγματικά, εάν κάτι τέτοιο αποτελούσε απαραίτητη προϋπόθεση, οι περισσότεροι αιτούντες δεν θα είχαν αναγνωρισθεί ως πρόσφυγες. Είναι γι’ αυτό αναγκαίο να παρέχεται συχνά στον αιτούντα το ευεργέτημα της αμφιβολίας.

204. Το ευεργέτημα της αμφιβολίας πρέπει όμως να δίνεται μόνον όταν έχουν προσκομισθεί και εξετασθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντος. Οι ισχυρισμοί του αιτούντος πρέπει να παρουσιάζουν συνοχή και αληθοφάνεια και να μην έρχονται σε αντίφαση με γεγονότα που είναι γενικά γνωστά σε όλους…».

Επομένως, το ευεργέτημα της αμφιβολίας παραχωρείται στον αιτητή όταν κριθεί αξιόπιστος από την Υπηρεσία Ασύλου σε σχέση με το αίτημα του για διεθνή προστασία αλλά παρόλα αυτά δεν έχει τα στοιχεία για να στηρίξει τους ισχυρισμούς του. Στην παρούσα περίπτωση, ο λόγος που πρόβαλε ο αιτητής ήταν τόσο γενικόλογος και αόριστος, ώστε ο βασικός ισχυρισμός του δεν έγινε αποδεκτός και κρίθηκε αναξιόπιστος. Ενόψει τούτου, ορθώς δεν παραχωρήθηκε το ευεργέτημα της αμφιβολίας στον αιτητή και ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Αποτελεί βασικό άξονα της επιχειρηματολογίας του αιτητή, ο ισχυρισμός ότι η απόφαση πάρθηκε υπό πλάνη και/ή υπό πεπλανημένα κριτήρια.

 

Ειδικότερα, ο ισχυρισμός αυτός προβάλλεται χωρίς να υποδεικνύεται η σύνδεσή του με την παρούσα υπόθεση. Δεν μπορώ να εντοπίσω σημείο στην διαδικασία έκδοσης της προσβαλλόμενης δια της παρούσης πράξης στο οποίο να εμφιλοχώρησε πλάνη περί τα πράγματα σύμφωνα με το άρθρο 46 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο Ν. 158 (Ι)/1999 και συνεπεία της οποίας η απόφαση των καθ' ων η αίτηση να μπορεί να θεωρηθεί πάσχουσα συνεπεία τέτοιας πλάνης περί των γεγονότων. Οι συνήγοροι του αιτητή παραθέτουν απλώς τις νομικές διατάξεις και παραπέμπουν σε συναφείς διατάξεις και οδηγίες χωρίς ειδική αναφορά στην πλημμέλεια της επίδικης απόφασης με αποτέλεσμα ο εν λόγω λόγος να είναι ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης ( βλ. σχετικά Κυπριακή Δημοκρατία ν. Svetlana Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598). Ως εκ τούτου, απορρίπτω τον ισχυρισμό του αιτητή ότι υπάρχει πλάνη περί τα πράγματα ως γενικό και αόριστο. 

Θα προχωρήσω με την εξέταση του ισχυρισμού περί ελλιπούς και/ή ανεπαρκούς αιτιολόγησης της προσβαλλόμενης απόφασης.

Όπως έχει κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί, η αιτιολογία της διοικητικής πράξης μπορεί να είναι λακωνική, αρκεί να είναι επαρκής, έτσι ώστε να μπορεί να ασκηθεί δικαστικός έλεγχος, μπορεί δε να συμπληρώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου (βλ. Σταυρινίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 ΑΑΔ 303, Παπαγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 648, Latomia Estate Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 672 και SURENDAN SUNDARARAJ κ.α. ν. Δημοκρατίας, ECLI:CY:AD:2015:D596, Υποθ. Αρ. 1867/2012, ημερ. 11.9.2015, ECLI:CY:AD:2015:D596).

Συνακόλουθα, και ενόψει των πιο πάνω νομολογιακών κατευθυντήριων, δεν διαπιστώνω παραβίαση του άρθρου 26 του Ν. 158 (ι)/1999. Εν αντιθέσει, στην βάση των σχετικών με τις προϋποθέσεις χορήγησης καθεστώτος  διεθνούς προστασίας διατάξεων, παρατηρώ ότι στην σχετική Έκθεση του αρμόδιου λειτουργού όσο και στην απόφαση των καθ' ων η αίτηση αναφέρονται επαρκώς οι λόγοι, νομικοί και πραγματικοί, για τους οποίους απορρίφθηκε η επίδικη αίτηση ασύλου. Ενόψει των πιο πάνω αναφερθέντων, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίπτεται ως αβάσιμος.

Προχωρώ να εξετάσω τον προβαλλόμενο λόγο ακύρωσης περί μη διεξαγωγής δέουσας έρευνας, στο βαθμό που αυτός έχει δικογραφηθεί και αναπτυχθεί στη γραπτή αγόρευση του αιτητή.

 Κατά πάγια νομολογία, η επάρκεια της έρευνας, η έκταση και ο τρόπος διεξαγωγής της, ποικίλει ανάλογα με τα υπό διερεύνηση γεγονότα. Προκαθορισμένος τρόπος δεν υπάρχει. Με την προϋπόθεση ότι η έρευνα είναι επαρκής, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που η διοίκηση επέλεξε να διερευνήσει το θέμα, ούτε και υποκαθιστά τα υπ' αυτής διαπιστωθέντα πρωτογενή ευρήματα (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447 και Ράφτης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 και Κώστας Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1002/2009, ημερ. 27.10.2011).

Στη βάση της πιο πάνω υποχρέωσης του αρμόδιου οργάνου για δέουσα έρευνα θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν οι ισχυρισμοί του αιτητή σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, για να διαφανεί εάν όντως το αρμόδιο όργανο προέβη στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα.

Κατά την υποβολή αιτήματος διεθνούς προστασίας, ο αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του εξαιτίας των κτηνοτρόφων Fulani, οι οποίοι επιτέθηκαν στην κοινότητά του και σκότωσαν ανθρώπους, αλλά και της ομάδας Boko Haram, η οποία έχει εξαπλωθεί σε όλη την χώρα.   (ερ. 1 Δ.Φ.). 

Κατά την συνέντευξη του και ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, ο αιτητής δήλωσε ότι είναι νιγηριανής καταγωγής, γεννημένος στην πόλη Akegbe Ugwu της πολιτείας Enugu, η οποία αποτελεί τόσο τόπο γέννησης όσο και προηγούμενης συνήθους διαμονή του (ερ. 33 Δ.Φ.). Αναφορικά με το μορφωτικό του επίπεδο, δήλωσε πως έχει λάβει τριτοβάθμια εκπαίδευση στην χώρα καταγωγής του όντας κάτοχος διπλώματος στον τομέα των μέσων μαζικής ενημέρωσης (ερ. 34 Δ.Φ.), ενώ σε σχέση με το επαγγελματικό του προφίλ δήλωσε άνεργος (ερ. 33 Δ.Φ.). Περαιτέρω, αναφορικά με την οικογενειακή του κατάσταση δήλωσε άγαμος και άτεκνος (ερ. 36 Δ.Φ.). Tέλος, οι γονείς μαζί με τον έναν αδερφό του μένουν στην πολιτεία Imo, ενώ τα δύο άλλα του αδέρφια εξακολουθούν και μένουν στην πολιτεία Enugu (ερ. 33 Δ.Φ.).

Αναφορικά με τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του, ο αιτητής κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησης προέβαλε πως είναι ο γραμματέας νεολαίας στην κοινότητά Attakwu, που βρίσκεται στο Akegbe Ugwu της Νιγηρίας, όπου εγκαταστάθηκαν οι βοσκοί Fulani. Οι Fulani συχνά επέτρεπαν στις αγελάδες τους να βόσκουν σε γεωργικές εκτάσεις, προκαλώντας καταστροφή στις καλλιέργειες των κατοίκων. Στις 26 Αυγούστου 2016, τα μεσάνυχτα, οι βοσκοί Fulani επιτέθηκαν σε ένα σπίτι όπου έμεναν Καθολικοί ιεραπόστολοι, σκοτώνοντας έναν ιερέα και τραυματίζοντας άλλους. Αυτό ώθησε τους νέους να οργανώσουν μια ειρηνική διαμαρτυρία. Ωστόσο, οι Fulani συνέχισαν τις βίαιες ενέργειές τους, σκοτώνοντας και καταστρέφοντας περιουσίες, ενώ ισχυρίστηκαν ότι ήταν υπό την ιδιοκτησία τους. Σε απάντηση, η κοινότητα αποφάσισε να αντεπιτεθεί. Κατέστρεψαν τις σκηνές των βοσκών και έκαναν συνάντηση με παραδοσιακούς ηγεμόνες, απαιτώντας την αποχώρηση των Fulani. Στη συνέχεια, οι βοσκοί Fulani έφυγαν αλλά απείλησαν να επιστρέψουν. Τον Φεβρουάριο του 2017, ο αιτητής ενημερώθηκε από τον πατέρα του ότι τρεις άνδρες, που μιλούσαν την διάλεκτο Hausa, είχαν έρθει στο σπίτι τους αναζητώντας τον. Ο μικρότερος αδερφός του, που είχε ανοίξει την πόρτα, πυροβολήθηκε στο πόδι ως “μήνυμα προς τον αιτητή”, προειδοποιώντας ότι αυτός και άλλοι ηγέτες της νεολαίας θα σκοτωθούν. Ο πατέρας του αιτητή τον συμβούλεψε να μην επιστρέψει στο σπίτι για την ασφάλειά του. Ο αιτητής επικοινώνησε με συγγενείς, και του συνέστησαν να φύγει από τη Νιγηρία. Ο αδερφός του έλαβε ιατρική περίθαλψη για το τραύμα από τον πυροβολισμό, αλλά η οικογένεια συγκλονίστηκε από το περιστατικό. Ερωτηθείς αν συντρέχουν άλλοι λόγοι για τους οποίους αιτείται διεθνή προστασία, απάντησε αρνητικά. Σε ερώτηση τι είναι αυτό που φοβάται ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στην Νιγηρία απάντησε πως πλέον στην Κυπριακή Δημοκρατία έχει εργασία και ασφάλεια, ενώ αν επιστρέψει κινδυνεύει από τις επιθέσεις των Fulani   (για όλα τα ανωτέρω βλ. ερ. 31-32 Δ.Φ.).  

Αναφορικά με την θέση του, ο αιτητής επανέλαβε ότι είναι ο γραμματέας νεολαίας της κοινότητάς του, Attakwu, που βρίσκεται στο Akegbe Ugwu, στη Νιγηρία. Διορίστηκε στη θέση αυτή το 2015 μέσω ανοιχτών εκλογών που διοργάνωσε το συμβούλιο του χωριού, καθώς είναι πεπαιδευμένος και ικανός να εκπροσωπήσει τη νεολαία. Το πρωταρχικό του καθήκον είναι να καταγράφει και να κρατά πρακτικά στις συναντήσεις νέων. Αναφορικά με την διαμάχη με τους Fulani, προέβαλε ότι η σύγκρουση μεταξύ των Igbo και των βοσκών Fulani στην περιοχή ήταν συνεχής. Στις 26 Αυγούστου 2016, οι βοσκοί Fulani εισέβαλαν σε ένα σπίτι όπου διέμεναν Καθολικοί ιεραπόστολοι. Σκότωσαν έναν καθολικό ιερέα και τραυμάτισαν άλλους. Ο αιτητής εξήγησε ότι νωρίτερα την ίδια μέρα, οι Fulani είχαν καταστρέψει ένα αγρόκτημα που ανήκε σε μια από τις γυναίκες που ζούσαν στο σπίτι και όταν αυτή και άλλοι τους έδιωξαν, γι’ αυτό και οι βοσκοί αντεπιτέθηκαν στο σπίτι τα μεσάνυχτα. Σε απάντηση, ο αιτητής και η νεολαία της κοινότητας οργάνωσαν μια ειρηνική διαμαρτυρία εναντίον αυτής της δολοφονίας, πραγματοποιώντας πορεία προς την παραδοσιακή κατοικία του ηγεμόνα και στη συνέχεια προς την τοποθεσία όπου ζούσαν οι βοσκοί Fulani, στο Ndiagu-Attukw. Παρά την ειρηνική διαμαρτυρία, οι κτηνοτρόφοι Fulani συνέχισαν να βόσκουν τα βοοειδή τους στις γεωργικές εκτάσεις της κοινότητας, διεκδικώντας την ιδιοκτησία της γης. Ένα μήνα αργότερα, η νεολαία κινητοποιήθηκε ξανά και κατέστρεψε τις σκηνές όπου έμεναν οι βοσκοί Fulani. Διευκρίνισε ότι δεν σκότωσαν καμία από τις αγελάδες ή τους βοσκούς αλλά απλώς τους έδιωξαν, υποστηρίζοντας ότι δεν τους ήθελαν πια στην περιοχή. Οι σκηνές, φτιαγμένες από φύλλα και ξυλάκια, διαλύθηκαν. Σε αυτή τη δράση συμμετείχαν περίπου 200 νέοι. Τον Μάρτιο του 2017, έξι μήνες μετά τη διαμαρτυρία, τρεις άνδρες Fulani ήρθαν στο σπίτι του αιτητή, ζητώντας τον. Πυροβόλησαν τον μικρότερο αδερφό του στο πόδι ως μήνυμα προς τον αιτητή, προειδοποιώντας ότι θα τον σκότωναν και άλλους ηγέτες της νεολαίας. Ο πατέρας του αιτητή ζήτησε ιατρική βοήθεια για τον αδελφό και ο αιτητής συμβούλεψε την οικογένειά του να εγκαταλείψει προσωρινά το σπίτι για την ασφάλειά τους. Οι γονείς του μετακόμισαν στην πολιτεία Imo, ενώ τα δύο αδέρφια του έμειναν στο Enugu, ακολουθώντας την ποδοσφαιρική τους καριέρα. Ο φόβος του αιτητή για τη ζωή του μεγάλωσε μετά την επίθεση στον αδελφό του και στις 14 Σεπτεμβρίου του 2019 αποφάσισε να φύγει από τη Νιγηρία. Έπειτα από αυτό το περιστατικό δεν έχει επιστρέψει σπίτι του και δεν έχει καμία πρόθεση να το κάνει.

Όταν ρωτήθηκε γιατί δεν θα ήταν ασφαλής στη Νιγηρία, εξήγησε ότι υπάρχει μια ανοιχτή αγορά για τους βοσκούς Fulani στην πολιτεία Enugu, κοντά στη γενέτειρά του. Φοβάται ότι οι κτηνοτρόφοι Fulani που αυτός έδιωξε, μπορεί να έχουν έδρα σε εκείνη την περιοχή, καθιστώντας επικίνδυνη την επιστροφή του. Ωστόσο, διευκρίνισε ότι τα 2,5 χρόνια που πέρασε στη Νιγηρία μετά την επίθεση στον αδερφό του, δεν του συνέβη οτιδήποτε διότι δεν ζούσε σε εκείνη την πολιτεία. ( βλ. ερ. 26 Δ.Φ.).

Ο αρμόδιος λειτουργός αξιολογώντας τις δηλώσεις του αιτητή κατά το στάδιο της συνέντευξής της, σχημάτισε τρεις (3) ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αναφορικά με την υπηκοότητα, την περιοχή καταγωγής και τον τελευταίο τόπο διαμονής του αιτητή, ο δεύτερος αναφορικά με τη δράση του ως γραμματέας στην κοινότητά του, τη συμμέτοχή του σε πορεία και την καταστροφή των σκηνών των Fulani, και ο τρίτος αναφορικά με τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης από τους κτηνοτρόφους Fulani που πυροβόλησαν τον αδερφό του και απειλούν τον ίδιον ότι θα τον σκοτώσουν.

Ειδικότερα, όσον αφορά στον πρώτο ισχυρισμό κρίθηκε ότι στοιχειοθετήθηκε τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική αξιοπιστία του καθώς οι δηλώσεις του επιβεβαιώθηκαν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Ομοίως αποδεκτός έγινε και ο δεύτερος ισχυρισμός αναφορικά με την ιδιότητα του αιτητή ως γραμματέα στην κοινότητά του, την συμμετοχή του σε ειρηνική διαμαρτυρία κατά των Fulani και την μετέπειτα καταστροφή των σκηνών των τελευταίων, καθότι κρίθηκε ότι οι ισχυρισμοί του κρίθηκαν αξιόπιστοι τόσο από πλευράς εσωτερικής όσο και εξωτερικής αξιοπιστίας. 

Αντιθέτως, ο τρίτος πραγματικός ισχυρισμός δεν έτυχε αποδοχής. Οι δηλώσεις του αιτητή κρίθηκαν ασυνεπείς και μη συγκεκριμένες. Ως επισημαίνει ο αρμόδιος λειτουργός, ο αιτητής υποστήριξε ότι τον Φεβρουάριο του 2017, τρεις άνδρες πυροβόλησαν τον αδερφό του ως μήνυμα προς τον αιτητή. Ωστόσο, δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει γιατί οι Fulani περίμεναν 6 μήνες πριν τον στοχοποιήσουν. Όταν ρωτήθηκε για τυχόν άλλα περιστατικά μεταξύ του πυροβολισμού και της αποχώρησής του, δήλωσε ότι δεν συνέβη τίποτα άλλο, το οποίο ήταν ασαφές. Ως καταγράφεται, ο αιτητής ρωτήθηκε εάν θα ήταν ικανός να ζήσει ασφαλής στην Akegbe Ugwu εάν επέστρεφε στη Νιγηρία και παρείχε ασαφή απάντηση δηλώνοντας ότι το Akegbe Ugwu είναι η γενέτειρα του και θα επέστρεφε πίσω, είτε ζωντανός ή νεκρός, αλλά προς το παρόν, δεν επιθυμεί να επιστρέψει. Ως τονίζεται, του δόθηκε ακόμη μια ευκαιρία να απαντήσει το ερώτημα και δήλωσε ότι η Νιγηρία ήταν καλή χώρα πριν κάποια χρόνια αλλά στην παρούσα φάση τα μοναδικά πρόσωπα που είναι ασφαλή είναι οι πολιτικοί. Διευκρινίστηκε στον αιτητή ότι η ερώτηση που του υποβλήθηκε ήταν εάν θα ήταν ασφαλής σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα του, απαντώντας αρνητικά καθότι οι Fulani έχουν μια αγορά που είναι 5 λεπτά από το Akegbe Ugwu. Πρόσθετα, ανάφερε ότι πιστεύει ότι οι Fulani που κυνήγησε τότε, που υποσχέθηκαν να επιστρέψουν, ενδεχομένως να βρίσκονται σε εκείνη την αγορά.

Ως επισημαίνει ο αρμόδιος λειτουργός, οι δηλώσεις του αιτητή δεν ήταν συνεπείς και ήταν μη επαρκείς καθότι δεν ήταν ικανός ο αιτητής να εξηγήσει γιατί οι Fulani ανέμεναν 6 μήνες πριν να τον κυνηγήσουν ενώ επίσης δεν μεσολάβησε οποιοδήποτε περιστατικό για 2,5 χρόνια πριν αναχωρήσει από την χώρα του. Ο αιτητής ήταν επίσης ασυνεπής όσον αφορά τις δηλώσεις του για το που ο ίδιος βρισκόταν πριν εγκαταλείψει την χώρα του.

Όσον αφορά στην εξωτερική αξιοπιστία, ο αιτητής υπέβαλε μια φωτογραφία του αδελφού του, δηλώνοντας ότι τραβήχτηκε μετά το περιστατικό των πυροβολισμών, αλλά έδωσε ασυνεπώς διαφορετικές ημερομηνίες για τον πυροβολισμό (Φεβρουάριος 2017 και 3 Μαρτίου 2017). Επιπλέον, καμία εξωτερική πηγή ή πληροφορία δεν μπόρεσε να επαληθεύσει το περιστατικό του Φεβρουαρίου 2017. Δεδομένου ότι η εσωτερική και η εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων του αιτητή δεν έχει αποδειχθεί, αυτός ο ισχυρισμός δεν γίνεται αποδεκτός.

Ενόψει των πιο πάνω ευρημάτων, ο αρμόδιος λειτουργός, αξιολογώντας περαιτέρω τον κίνδυνο που διατρέχει ο αιτητής στη χώρα καταγωγής του και λαμβάνοντας υπόψη το προφίλ του αιτητή, έκρινε ότι δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς, αφού στο πρόσωπο του δεν συντρέχουν εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης για ένα από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 3 και 3Δ του Περί Προσφύγων Νόμου ήτοι την εθνικότητα, την φυλή, τη θρησκεία, την ιδιότητα μέλους σε μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα ή την πολιτική γνώμη όπως περιγράφεται στο άρθρο 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951. Περαιτέρω, θεώρησε ότι δεν δικαιολογείται αναγνώριση συμπληρωματικής προστασίας στο πρόσωπο του αιτητή, καθότι ο κίνδυνος που μπορεί να αντιμετωπίσει ο αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του δεν συνιστά πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή βασανιστηρίων ή απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης δυνάμει του άρθρου 19(2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου. Επιπρόσθετα, η αρμόδια αρχή, έκρινε ότι ούτε και οι προϋποθέσεις για χορήγηση συμπληρωματικής προστασίας συντρέχουν δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, μιας και στην πολιτεία Enugu της Νιγηρίας, τόπο  προηγούμενης διαμονής του αιτητή, δεν επικρατούν συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας κατά των αμάχων λόγω εσωτερικής και/ή διεθνούς ένοπλης σύγκρουσης.

Ενόψει των πιο πάνω αναφερθέντων, κρίνω ότι ουδεμία περαιτέρω έρευνα χρειαζόταν για την εξέταση της αίτησης του αιτητή.

 

Ανεξαρτήτως της ως άνω κατάληξής μου, θα προχωρήσω να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης στη βάση του άρθρου 11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(I)/2018) και ενόψει τούτου να κρίνω αν ορθά το αρμόδιο όργανο απέρριψε το αίτημα του αιτητή.

 

Προχωρώντας τώρα στην αξιολόγηση του συνόλου των ενώπιον μου στοιχείων στη βάση και της εκ του Νόμου παρεχόμενης δικαιοδοσίας, αρχικά συντάσσομαι με το ότι ο πρώτος ισχυρισμός όσον αφορά τα στοιχεία του προσωπικού προφίλ, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ορθώς έγινε αποδεκτός από τους Καθ’ ων η αίτηση αφού δεν έχουν προκύψει στοιχεία που να συνηγορούν υπέρ του αντιθέτου.

 

Όσον αφορά τον δεύτερο ισχυρισμό που έχει γίνει αποδεκτός, κρίνω ότι ορθά έγινε αποδεκτός, καθώς ο Αιτητής ανέπτυξε με λεπτομέρεια και ήταν σε θέση να παρέχει ικανοποιητικές πληροφορίες και περιγραφές περί του ότι ήταν γραμματέας νεολαίας στην κοινότητά Attakwu και περί της συμμέτοχής του σε πορεία και την καταστροφή των σκηνών των Fulani, όπως επίσης συντάσσομαι και με την αξιολόγηση που μεσολάβησε από τον αρμόδιο λειτουργό.

 

Εν πάση περιπτώσει, σε περίπτωση που ένας ισχυρισμός έχει κριθεί αποδεκτός, το Δικαστήριο δεν μπορεί να χειροτερεύσει την θέση του αιτούντος στη βάση της αρχής της απαγόρευσης της χειροτέρευσης της θέσης του διοικούμενου (βλ. σχετικά αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου R E κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ. 7651/2021, 31/10/2024, G T ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ. 1441/2022, 9/7/2024).

 

Λαμβάνοντας υπόψιν τις δηλώσεις του Αιτητή, ως προς τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό του, ως αυτές προβλήθηκαν καθ’ όλη τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός του και οι οποίες παρατέθηκαν λεπτομερώς ανωτέρω, παρατηρώ εκ προοιμίου ότι αυτός υπέπεσε σε ασάφειες και αντιφάσεις, οι οποίες πλήττουν καίρια την αξιοπιστία του. Ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρέχει λεπτομερείς και επαρκείς πληροφορίες για τα προσωπικά του βιώματα.

 

Ορθώς, λοιπόν, θεωρώ κρίθηκε από τους Kαθ’ ων η αίτηση ότι, τα όσα προβλήθηκαν στη συνέντευξη του αιτητή, ως ανωτέρω καταγράφονται, έθεταν εύλογα εν αμφιβόλω την αξιοπιστία των λεγομένων του αναφορικά με τα όσα ισχυρίστηκε, καθότι δεν ήταν σε θέση να παρέχει ικανοποιητικές πληροφορίες σχετικά με τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης του από τους Fulani, ενώ οι απαντήσεις του στερούνταν εύλογα αναμενόμενων λεπτομερειών και περιείχαν αρκετές ελλείψεις και ασυνέπειες όσον αφορά  τον κίνδυνο που ισχυρίστηκε ότι διατρέχει από αυτούς. Θα συμφωνήσω με την αξιολόγηση στην οποία έχει προβεί ο αρμόδιος λειτουργός ως καταγράφεται στην έκθεση – εισήγηση και με τα σημεία που εντόπισε περί του να καταλήξει σε εύρημα περί της μη αξιοπιστίας του αιτητή,  και επομένως παρέλκει η όποια επανάληψη τους.

 

Επομένως, καταλήγω ότι το εν λόγω αφήγημα του αιτητή δεν παρουσιάζει ευλογοφάνεια και συνοχή. Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι τα εκ του αιτητή εξιστορισθέντα δεν αντικατοπτρίζουν βιωματικά περιστατικά. Επομένως, ο υπό εξέταση ισχυρισμός κρίνεται ως εσωτερικά μη αξιόπιστος.

 

Σε σχέση με την εξωτερική αξιοπιστία των ανωτέρω δηλώσεών του, το Δικαστήριο κρίνει ότι εκ των όσων αυτός δήλωσε, λόγω της απολύτου προσωπικής φύσεως τους, δεν προκύπτουν στοιχεία που θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο περαιτέρω έρευνας σε εξωτερικές πηγές. Στη βάση, λοιπόν, της αξιολόγησης της εσωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεών του αιτητή, ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίπτεται ως μη αξιόπιστος στο σύνολό του.

 

Υπό το φως λοιπόν των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υπόθεσης που έγιναν αποδεκτά, κρίνεται ότι ορθώς οι Καθ' ων η αίτηση διαπίστωσαν, σύμφωνα και με τα πιο πάνω, ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση του αιτητή ως πρόσφυγα, καθώς όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, ο αιτητής δεν τεκμηρίωσε κατά τρόπο κανένα απολύτως ισχυρισμό ο οποίος στοιχειοθετεί βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης, που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης του καθεστώτος του πρόσφυγα στο πρόσωπό του, έτσι όπως η έννοια του πρόσφυγα ερμηνεύεται στην Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από τον Περί Προσφύγων Νόμο, καθότι ο αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων σύμφωνα με το άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου.

 

Συνακόλουθα ο αιτητής δεν επικαλέστηκε κανέναν ουσιώδη λόγο που να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς της, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό τη μορφή θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή βασανιστηρίων, εξευτελιστικής ή απάνθρωπης μεταχείρισης ή τιμωρίας, για να του δοθεί συμπληρωματική προστασία σύμφωνα με το άρθρο 19 (2) (α), (β) του Περί Προσφύγων Νόμου.

 

Περαιτέρω, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι ο αιτητής, σε περίπτωση επιστροφής  στη χώρα καταγωγής του θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπουν, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα του αιτητή, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί στην πολιτεία Enugu, η οποία έχει γίνει δεκτό ότι αποτελεί τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής τoυ στη χώρα καταγωγής του.

Σύμφωνα δε με το RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), μιας πρωτοβουλίας της Ακαδημίας της Γενεύης για την καταγραφή των συγκρούσεων σε παγκόσμιο επίπεδο, η Νιγηρία εμπλέκεται σε δύο παράλληλες μη-διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις κατά των μη κρατικών ένοπλων ομάδων Boko Haram και του Ισλαμικού Κράτους στην επαρχία της Δυτικής Αφρικής (ISWAP). Επιπλέον, υπάρχει μια μη-διεθνής ένοπλη σύρραξη μεταξύ ISWAP και Boko Haram[1].

Το νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας αποτελείται από τις ακόλουθες πέντε πολιτείες: Abia, Anambra, Ebonyi, Enugu και Imo.[2] Νεότερη αναφορά της EUAA η οποία δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο του 2024, αναφέρει ότι το 2023 οι κύριοι παράγοντες που συμμετείχαν στις εντάσεις στη Νοτιοανατολική ήταν οι «αποσχιστικές ομάδες»,[3] ή οι Ιθαγενείς της Μπιάφρα (IPOB) και το Ανατολικό Δίκτυο Ασφαλείας (ESN).[4]

Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), για το διάστημα από 20/07/2024 – 18/07/2025, σημειώθηκαν στην πολιτεία Enugu 71 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 90 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 26 περιστατικά συνίσταντο σε μάχες (46 θάνατοι), ήταν 42 περιστατικά βίας κατά αμάχων (44 θάνατοι), και 3 ήταν εξεγέρσεις (καμία απώλεια).[5]

Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με εκτιμήσεις που έλαβαν χώρα το έτος 2022, ο συνολικός πληθυσμός της πολιτείας Enugu ανέρχετο σε 4.690.100 κατοίκους.[6] Εκ των ανωτέρω πληροφοριών καθίσταται σαφές ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή από περιστατικά ασφαλείας (90 θάνατοι) δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε να μπορεί να συναχθεί ότι στην πολιτεία  Enugu επικρατούν συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας κατά των αμάχων στα πλαίσια οιασδήποτε εσωτερικής και/ή διεθνούς ένοπλης σύγκρουσης. Συνεπώς, δεν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος για κάποιον πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά από συνθήκες οι οποίες εμπίπτουν στις πρόνοιες του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ στην πολιτεία Imo.

Κατά συνέπεια, η πολιτεία Enugu της Νιγηρίας, τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής του αιτητή, δεν φαίνεται να πλήττεται από συγκρούσεις και περιστατικά βίας οι οποίες πληρούν το όριο του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ως αυτό ερμηνεύθηκε νομολογιακά στις αποφάσεις C-465/07 - Elgafaji και C‑285/12 - Diakité του ΔΕΕ[7]. Πέραν τούτου, λαμβάνοντας υπόψιν και το προσωπικό προφίλ του αιτητή, διαπιστώνω ότι απουσιάζουν ιδιαίτερες επιβαρυντικές περιστάσεις, δεδομένου ότι ο αιτητής συνιστά ενήλικα, υγιή, με οικογενειακό και κοινωνικό δίκτυο στη Νιγηρία, ενώ δεν έχει προκύψει οιαδήποτε ευαλωτότητα η οποία θα μπορούσε να επιτείνει τον κίνδυνο να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω της επικρατούσας κατάστασης ασφαλείας στην πολιτεία Enugu, κατά την εφαρμογή της αρχής της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας».

Συμπερασματικά, δεν κρίνω ότι ανακύπτουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι ο αιτητής θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής του και συγκεκριμένα στην πολιτεία Enugu. Ως εκ τούτου, ο σχετικός ισχυρισμός των συνηγόρων του απορρίπτεται ως αβάσιμος.

Επομένως, απορριπτέος είναι ο ισχυρισμός του αιτητή περί παράλειψης του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου να εξετάσει κατά πόσο πληροί τις προϋποθέσεις για συμπληρωματική προστασία, καθότι ως μπορεί να διαπιστωθεί από τα όσα έχουν αναφερθεί ανωτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός, κατόπιν ενδελεχούς έρευνας, έκρινε ότι δεν συντρέχει κανένας λόγος παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας επειδή δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 15 (α), (β), (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ και του αντίστοιχου άρθρου 19 (2) (α), (β), (γ) των περί Προσφύγων Νόμου. Συνακόλουθα, ενόψει των ως έχουν αναφερθεί, απορρίπτεται και ο ισχυρισμός του αιτητή περί παράβασης του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου τα οποία περιορίζονται στο περιεχόμενο του σχετικού διοικητικού φακέλου, αφού ουδεμία περαιτέρω μαρτυρία προσκομίστηκε στα πλαίσια της παρούσας προς υποστήριξη της αιτήσεως και αφού εξέτασα, τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της υπό αναφορά υπόθεσης, καταλήγω ότι το αίτημα της αιτήτριας εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτησή του.

Σημειώνεται άλλωστε ότι ο Υπουργός Εσωτερικών, ασκώντας την εξουσία που του παρέχει το άρθρο12Βτρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000, έκδωσε την Κ.Δ.Π 145/2025, δυνάμει της οποίας η Νιγηρία περιλαμβάνεται στον κατάλογο των χωρών με τις ασφαλείς χώρες ιθαγένειας. Στην υπό εξέταση ωστόσο περίπτωση,  ο αιτητής δεν έχει προβάλει οποιοδήποτε λόγο για να θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι για τον ίδιο ασφαλής χώρα ιθαγένειας, στη βάση των όσων διαλαμβάνονται από το αρ.12Βτρις (6).

Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €1000 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

 

                                                                                 Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 

 



[1]  RULAC, 'Non-International Armed Conflicts in Nigeria', διαθέσιμο σε:https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-nigeria#collapse2accord  

[2] Nigeria, NIMC, NIMC Enrolment Centres, n.d, https://nimc.gov.ng/nimc-enrolment-centres/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/11/2024)

[3] ISS, Nigeria’s military mistakes cost the country its civilians, 13 December 2023, https://issafrica.org/iss-today/nigerias-military-mistakes-cost-the-country-its-civilians (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/11/2024)

[4] Nigeria Watch, Annual Report 2023, n.d., https://www.nigeriawatch.org/media/html/Reports/NGA-Watch-Report23VF.pdf , p. 14

[5] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Projectδιαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/  (βλπλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests DATE RANGE: 20/07/2024 – 18/07/2025, REGION: Africa, COUNTRY: Nigeria, ADMIN UNIT: Enugu) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 25/07/2025]

[6] City Population, Enugu State, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Enugu (State, Nigeria) - Population Statistics, Charts, Map and Location [Ημερομηνία Πρόσβασης: 25/07/2025]

[7] Βλ.  Απόφαση ΔΕΕ C-285/12 Aboubacar Diakité ν. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides ημερ.30/01/2014 (βλ. σκέψη 31), όπως επίσης απόφαση ΔΕΕ C-465/07 Meki Elgafaji, Noor Elgafali v Staatssecretaris van Justitie ημερ. 17/2/2009 (βλ. σκέψη 39, 43).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο