Α. H. F. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.2747/23, 3/7/2025
print
Τίτλος:
Α. H. F. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.2747/23, 3/7/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.2747/23

 

3 Ιουλίου 2025

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Α. H. F.

                                                                                                                        Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κκ Πιερίδης & Πιερίδης, Δικηγόροι για Αιτητή

Κα Ι. Χαραλάμπους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία του επιδόθηκε δια χειρός στις 10/08/23, με επιστολή ίδιας ημερομηνίας, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτησή διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, ως άκυρης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, ο αιτητής κατάγεται από τη Σομαλία, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, στις 26/02/21 και υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στις 05/04/21 (ερ.1-3, 12-14, 40).  

Στις 24/05/23 διεξήχθη συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία όπου του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.27-40). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση-Εισήγηση (ερ.71-84) και στις 23/01/23 η Υπηρεσία αποφάσισε να μην παραχωρηθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας.

Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία επιδόθηκε στις 08/08/23 και του μεταφράστηκε σε γλώσσα κατανοητή από αυτόν (ερ.86).

Επί της αιτήσεως ασύλου ο αιτητής καταγράφει ότι έφυγε από τη χώρα καταγωγής του λόγω ανασφάλειας. Ως αναφέρει ο αιτητής, εργαζόταν για την κυβέρνηση της Σομαλίας και απειλήθηκε από την Al Shabaab, σε περίπτωση δε επιστροφής του, πιστεύει πως θα συλληφθεί. Αυτοί είναι και οι λόγοι που εγκατέλειψε τη χώρα του.  

Στη συνέντευξη ο αιτητής ανέφερε ότι κατάγεται από την περιοχή Togdheer, ο τελευταίος τόπος διαμονής του προτού φύγει από τη χώρα καταγωγής ήταν το Mogadishu, όπου και είχε μετοικήσει από μικρή ηλικία, περίπου πριν ολοκληρώσει τα 10 έτη, και ζούσε με τη θεία του (από την πλευρά του πατέρα του), ανήκει στη φυλή των Isaaq (υπο-φυλή Imran), κατέχει βασική μόρφωση, καθώς, λόγω δύσκολων καταστάσεων δεν προχώρησε πέραν της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ στη χώρα του εργάστηκε για μερικούς μήνες ως οδοκαθαριστής στον δήμο της πόλης του και έπειτα σταμάτησε και ουδέποτε εργάστηκε ξανά, εφόσον δεν ήταν σε θέση να εργαστεί λόγω ιατρικών προβλημάτων που είχε με τον αυχένα του. Δεν γνωρίζει ακριβώς το ιατρικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει, εφόσον δεν έχει επισκεφθεί ιατρό για να του πει και ούτε μπόρεσε να έχει κάποια θεραπεία, ενώ το εν λόγω πρόβλημα με τον αυχένα του το έχει εκ γενετής, ως ανέφερε.

Αναφορικά με τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής ο αιτητής αναφέρθηκε στο ιατρικό του πρόβλημα και ότι προσπαθούσε για αρκετό καιρό να βρει τον τρόπο να λάβει μια καλή θεραπεία. Επίσης ανέφερε ότι, κατόπιν που απεβίωσαν και οι δύο γονείς του, τον μεγάλωσε η θεία του, η οποία όμως δεν ήταν σε θέση να τον βοηθήσει οικονομικά ώστε να έχει μια καλή ιατρική θεραπεία. Πέραν τούτου, το άλλο πρόβλημα, ως ανέφερε ο αιτητής προέκυψε αφότου βρήκε δουλειά και ξεκίνησε να εργάζεται ως οδοκαθαριστής σε τοπικό δήμα, όταν, μετά από δύο μήνες, λάμβανε ανώνυμα απειλητικά τηλεφωνήματα για να σταματήσει από την εν λόγω εργασία, αλλιώς θα τον σκότωναν, ως ισχυρίστηκε. Αυτό του προκάλεσε φόβο και έτσι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα. Εκείνη την περίοδο το ιατρικό του πρόβλημα είχε επιδεινωθεί και νιώθει ακόμη πόνο, ενώ επιθυμεί να λάβει θεραπεία.

Κατόπιν σειράς διευκρινιστικών ερωτήσεων ο αιτητής δήλωσε πως ο πρώτος λόγος που έφυγε από τη χώρα του είναι το ζήτημα με την ασφάλεια και ο δεύτερος το ιατρικό του πρόβλημα, ενώ όσον αφορά ενδεχόμενη επιστροφή του, ισχυρίστηκε πως είναι αδύνατο να επιστρέψει και εάν επιστρέψει, τότε θα τον σκοτώσουν αυτοί που τον απείλησαν, αφού τα προβλήματα του, ως ανέφερε, ακόμη υφίστανται στη χώρα του. Ερωτηθείς κατά πόσο είχε δεχθεί οποιαδήποτε σωματική επίθεση πέραν από τα απειλητικά τηλεφωνήματα, ο αιτητής απάντησε αρνητικά ενώ, σε σχετική ερώτηση, δήλωσε πως το ιατρικό πρόβλημα με τον αυχένα του είναι το χειρότερο του πρόβλημα. Κληθείς να περιγράψει το πρόβλημα με τον αυχένα του, ο αιτητής ανέφερε ότι γεννήθηκε με αυτό το πρόβλημα και τον χειμώνα νιώθει περισσότερο, ενώ επηρεάζει την καθημερινότητα του αφού δεν μπορεί να κάνει το οτιδήποτε. Ανέφερε επίσης, ότι δεν έχει κάποιο έγγραφο αναφορικά με το ιατρικό του πρόβλημα, ούτε έλαβε νοσηλεία, ενώ προσπάθησε στη χώρα του να λάβει θεραπεία, όμως δεν υπάρχουν δωρεάν δημόσιες ιατρικές υπηρεσίες και ο ίδιος αρχικά ζήτησε από τη θεία του να τον βοηθήσει, όμως είχαν οικονομικά προβλήματα.

Αναφορικά με την εργασία του στη χώρα καταγωγής, όπως είπε ο αιτητής, ο ίδιος άρχισε να εργάζεται κατά το 2018 ώστε να πάρει χρήματα για την θεραπεία του, όμως εργάστηκε μόνο για δύο μήνες, εφόσον λάμβανε απειλητικά τηλεφωνήματα. Ανέφερε επίσης ότι το γεγονός πως εργαζόταν ως οδοκαθαριστής το γνώριζαν μόνο οι συνάδελφοι του και η θεία του. Ισχυρίστηκε επίσης πως κατά τον δεύτερο μήνα της εργασίας του έλαβε δύο απειλητικά τηλεφωνήματα σε διάρκεια 2-3 ημερών, για να σταματήσει από την εργασία του αλλιώς θα τον σκότωναν. Ερωτηθείς κατά πόσο πήγε στην αστυνομία για να αναφέρει τις απειλές που έλαβε, ο αιτητής αποκρίθηκε λέγοντας ότι ήθελε να αναφέρει το εν λόγω περιστατικό στην αστυνομία όμως, λόγω του πόνου που ένιωθε, δεν μπόρεσε να τους το αναφέρει.

Ερωτώμενος ακολούθως πως οι εν λόγω απειλές που δέχθηκε συνδέονται με την εργασία του ο αιτητής είπε ότι και ο ίδιος ξαφνιάστηκε όταν έλαβε τα εν λόγω τηλεφωνήματα, ενώ ισχυρίστηκε πως, πέραν τούτου, στην χώρα του υπάρχει διαφθορά. Ερωτηθείς για ποιον λόγο πιστεύει ότι ο ίδιος έχει στοχοποιηθεί από εκείνους που τον απείλησαν, λόγω της εργασίας του ανέφερε πάλι ότι και ο ίδιος ξαφνιάστηκε. Ερωτηθείς αναφορικά με το που βρισκόταν από τον Φεβρουάριο 2018, όταν και, σύμφωνα με τα λεγόμενα του, δέχθηκε το τελευταίο απειλητικό τηλεφώνημα μέχρι που έφυγε από τη χώρα τον Φεβρουάριο του 2021, ανέφερε ότι έμενε στη θεία του και περίμενε ώστε εκείνη να μπορέσει οικονομικά να αναλάβει τα έξοδα για το ταξίδι του ιδίου, ενώ στην ερώτηση κατά πόσο έγινε οτιδήποτε άλλο κατ’ εκείνη την περίοδο, απάντησε αρνητικά, ισχυριζόμενος ότι τότε δεν ήταν καλά πνευματικά, λόγω του ότι τον απείλησαν με θάνατο. Ερωτηθείς αν ζήτησε βοήθεια από κάποιον από τη φυλή του προτού εγκαταλείψει τη χώρα, ο αιτητής απάντησε αρνητικά, ισχυριζόμενος πως δεν γνώριζε κάποιον ώστε να ζητήσει βοήθεια. Σε σειρά ερωτήσεων που ακολούθησαν, ο αιτητής ισχυρίστηκε πως ακόμη φοβάται να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής, επειδή τα εν λόγω άτομα τον απείλησαν με θάνατο, ενώ ο ίδιος δεν γνωρίζει για ποιο λόγο εκείνα τα άτομα να θέλουν ακόμα να τον βλάψουν, αλλά (υποθέτει) πως μπορούν να τον αναγνωρίσουν και σε περίπτωση που επιστρέψει, είναι σίγουρος ότι θα τον σκοτώσουν, εφόσον τον απείλησαν, όπως είπε.

Καταλήγοντας, ερωτηθείς αν θα μπορούσε κατά την επιστροφή του να εγκατασταθεί και να ζήσει στην πόλη Hargeisa, ο αιτητής απάντησε αρνητικά, ισχυριζόμενος πως παντού υφίστανται τα προβλήματα όπως οι απειλές που δέχθηκε και δεν θα είναι ασφαλής.

Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα όσα ανέφερε ο αιτητής, εντόπισαν και αξιολόγησαν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, ως ακολούθως.

1.    Ταυτότητα, προφίλ, χώρα καταγωγής και τόπο διαμονής του αιτητή

2.    Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω του ιατρικού προβλήματος με τον αυχένα του

3.    Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι δέχθηκε απειλές από κάποιους λόγω της εργασίας του ως οδοκαθαριστής στον Δήμο του Mogadishu

Εκ των ως άνω οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν τον 1ο και 2ο ισχυρισμό, απέρριψαν δε τον 3ο ισχυρισμό, καθότι κρίθηκε στερούνταν εσωτερικής και εξωτερικής συνοχής.

Επί του 3ου ουσιώδους ισχυρισμού κρίθηκε πως ο αιτητής πρόβαλε γενικούς, ασαφείς και ασυνεπείς ισχυρισμούς, υπέπεσε σε ανακρίβειες, δεν υπήρξε συγκεκριμένος και λεπτομερής αναφορικά με τις απειλές που δέχθηκε, πότε και πως έγιναν και υπέπεσε σε αρκετές αντιφάσεις επί του συνόλου του εν λόγω ισχυρισμού. Πιο συγκεκριμένα, ως κρίθηκε, ο αιτητής πληροφορίες που έδωσε για την εν λόγω εργασία του αναφορικά με το πότε ξεκίνησε, τα καθήκοντα και τον τρόπο που βρήκε τη δουλειά, θεωρήθηκαν ως ακριβείς και συγκεκριμένες, εντούτοις, όσον αφορά τα όσα ο ίδιος ανέφερε σχετικά με τις κατ’ ισχυρισμό απειλές που λάμβανε, κρίθηκε πως δεν ήταν σε θέση να παρέχει αναφέρει με συνοχή το χρονικό πλαίσιο εντός του οποίου έλαβαν χώρα, εφόσον δήλωσε με γενικό τρόπο ότι έλαβε ένα απειλητικό τηλεφώνημα το έτος 2018, χωρίς να είναι σε θέση να προσδιορίσει τον μήνα. Ομοίως, ο αιτητής ανέφερε ότι οι εν λόγω (τηλεφωνικές) απειλές διήρκησαν για 2-3 ημέρες και όσον αφορά το περιεχόμενο τους, είπε ότι τον απείλησαν πως θα τον σκότωναν εάν δεν σταματούσε την εν λόγω εργασία. Περαιτέρω, ως κρίθηκε, ο αιτητής δεν μπόρεσε να παρέχει οποιαδήποτε άλλη ακριβή πληροφορία αναφορικά με τις (κατ’ ισχυρισμό) απειλές που λάμβανε, εφόσον δεν γνώριζε κάτι συγκεκριμένο για τα άτομα που τον απείλησαν, ούτε ήταν σε θέση να εξηγήσει με συνοχή τον λόγο πίσω από τις απειλές που έλαβε, αναφέροντας γενικά και αόριστα ότι και ο ίδιος ξαφνιάστηκε, όταν κλήθηκε να διευκρινίσει τον λόγο για τον οποίο λάμβανε τις εν λόγω απειλές. Ούτε μπόρεσε ο αιτητής να αποσαφηνίσει με συνοχή και συνέπεια το πως εκείνα τα άτομα που (κατ’ ισχυρισμό) τον απειλούσαν βρήκαν τον προσωπικό αριθμό τηλεφώνου, λέγοντας και πάλι ότι και ο ίδιος ξαφνιάστηκε. Κρίθηκε επιπλέον ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει με εύλογο τρόπο τη διασύνδεση μεταξύ της εργασιακής του δραστηριότητας και των προαναφερόμενων απειλών, και, ενώ του δόθηκε η ευκαιρία να εξηγήσει περαιτέρω, ο αιτητής αποκρίθηκε αόριστα ότι και ο ίδιος ξαφνιάστηκε, ισχυριζόμενος πως, πέραν τούτου, στην χώρα του υπάρχει διαφθορά, χωρίς να είναι σε θέση να αναγνωρίσει και να προσδιορίσει ποια ήταν τα άτομα που τον απειλούσαν, ούτε το κατά πόσο αυτά τα άτομα ανήκαν (ενδεχομένως) στην Al Shabaab ή σε κάποια άλλη εγκληματική ομάδα.

Όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία του αιτητή κρίθηκε ότι δεν είναι σκόπιμη η έρευνα σε διαθέσιμες πληροφορίες (ΠΧΚ), εφόσον ο αιτητής αδυνατούσε να προσδιορίσει τα άτομα που (κατ’ ισχυρισμό) τον απειλούσαν, αναζητήθηκαν όμως γενικές ΠΧΚ για την κατάσταση στη Mogadishu, εκ των οποίων προέκυψε ότι τα περιστατικά ασφαλείας είναι συχνά και ότι γίνονται επιθέσεις από την Al Shabaab κατά κυβερνητικών αξιωματούχων, διακοινοτικές συγκρούσεις, ληστείες και φυσικές επιθέσεις. Παρά τούτο, δεδομένης και της τρωθείσας εσωτερικής συνοχής, ο 3ος ουσιώδης ισχυρισμός απορρίφθηκε.

Κατά συνέπεια, ήταν εκ των ως άνω κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση, κατόπιν αποτίμησης της γενικής κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του (Mogadishu) σε συνάρτηση με το προφίλ του αιτητή αλλά και τον αποδεκτό 2ο ουσιώδη ισχυρισμό περί προβλήματος υγείας που αντιμετωπίζει, ότι δεν υφίσταται εύλογος βαθμός πιθανότητας να υποβληθεί σε δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του. Αναφορικά ειδικώς με το άρθρο 15 (γ) της Οδηγίας [αρ.19 (2) (γ) του Νόμου], συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο αιτητής δεν υφίσταται κίνδυνο να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης βίας.    

Συνεπεία των ανωτέρω η επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε ως αβάσιμη και εκδόθηκε απόφαση επιστροφής του αιτητή στη χώρα καταγωγής.

Σημειώνεται ότι η παρούσα είχε καταχωριστεί αρχικώς από τον αιτητή προσωπικά και ακολούθως διόρισε δικηγόρο, ο οποίος καταχώρησε γραπτή αγόρευση, χωρίς όμως να προβεί σε τροποποίηση της παρούσης προσφυγής.

Παρά τη μη δικογράφηση τους θα εξεταστούν οι ισχυρισμοί που αφορούν ζητήματα που άπτονται της δημόσιας τάξης, ήτοι το κατά πόσο η διενέργεια συνέντευξης από λειτουργό της EUAA επιδρά στο κύρος της επίδικης απόφασης (συμμετοχή αναρμόδιου οργάνου) και κατά πόσο η έγκριση της επίδικης έκθεσης από τον υπογράφοντα το ερ.84 συνιστά λήψη απόφασης από αναρμόδιο άτομο ή κατά νόσφιση εξουσίας.

Αναφορικά με τη διενέργεια της συνέντευξης από λειτουργό της EUAA, επί του ζητήματος αυτού, στην Ε.Δ.Δ.Δ.Π. αρ.95/2023, B. E. J. ν Δημοκρατίας, ημ.27/02/25, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Εξετάζοντας ακολούθως κατά λογική προτεραιότητα τον Λόγο Έφεσης Αρ. 4, ο οποίος άπτεται της κατ' ισχυρισμό αναρμοδιότητας του λειτουργού της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης Ασύλου (εφεξής «EYYA»), παρατηρούμε τα εξής:

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιλαμβανόμενο του πιο πάνω ισχυρισμού του Εφεσείοντα σημείωσε τα εξής:

«Με βάση το Άρθρο 13 (1Α) περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2022, (Ν.6(Ι)/2000) «Όταν ταυτόχρονες αιτήσεις από μεγάλο αριθμό υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών καθιστούν αδύνατη στην πράξη την έγκαιρη διεξαγωγή συνεντεύξεων επί της ουσίας κάθε αίτησης από την Υπηρεσία Ασύλου, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται με διάταγμα, το οποίο δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, να προβλέπει ότι εμπειρογνώμονες από άλλα κράτη μέλη, οι οποίοι επιστρατεύονται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο ή από άλλο συναφή οργανισμό, μπορούν προσωρινά να συμμετέχουν στη διενέργεια των συνεντεύξεων αυτών.[.]. Υπάρχει σχετικό διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου στις 13/09/19 με την Κ.Δ.Π.297/2019 για συνδρομή εμπειρογνωμόνων από την ΕΥΥΑ, ο δε ισχυρισμός του Αιτητή ότι η συμμετοχή του λειτουργού της ΕΥΥΑ στις συνεντεύξεις θα πρέπει να συνοδεύεται με συμμετοχή λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου δεν βρίσκει έρεισμα ούτε στο γράμμα ούτε στο πνεύμα της πρόνοιας του Νόμου και/ή της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση), συνεπώς απορρίπτεται.

Απορρίπτεται και η θέση ότι αναρμοδίως οι λειτουργοί της ΕΥΥΑ προβαίνουν σε εισηγήσεις/εκθέσεις προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου. Στην υπόθεση με Υποθ. Αρ.453/21 M.P.Bv Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ.10/01/2022, επί παρόμοιου ισχυρισμού επί αυτού του θέματος αποφασίστηκαν τα ακόλουθα, τα οποία και υιοθετούνται για σκοπούς της παρούσας απόφασης: 

«Αρχικά σημειώνω ότι στα πλαίσια συμφωνημένης παροχής βοήθειας από τηn EASO  προς την Κυπριακή Δημοκρατία, οι εξουσιοδοτημένοι λειτουργοί της EASO βοηθούν στην εξέταση της υπόθεσης. Οι λειτουργοί της EASO  ενεργούν για την Υπηρεσία Ασύλου και η απόφαση λαμβάνεται από την κυπριακή Υπηρεσία Ασύλου.

[.]

Περαιτέρω, σημειώνω ότι η αρμοδιότητα ενός διοικητικού οργάνου καθορίζεται ή από το Σύνταγμα ή από το νόμο ή από κανονιστική ή διοικητική πράξη που εκδίδεται κατ' εξουσιοδότηση νόμου.

Επί τούτου παραπέμπω στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 439/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 2010, για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο, ο οποίος και αποτελεί πηγή δικαίου στην Κυπριακή έννομη τάξη δυνάμει του Άρθρου 1Α του Συντάγματος. Παραθέτω το περιεχόμενο των Άρθρων 10, 13, 14 και 18 του Κανονισμού 439/2010 τα οποία και παραθέτω: 

[.] 

Άρθρο 18

Επιχειρησιακό σχέδιο

1.    Ο εκτελεστικός διευθυντής και το αιτούν κράτος μέλος εγκρίνουν επιχειρησιακό σχέδιο, όπου καθορίζονται με ακρίβεια οι συνθήκες αποστολής των ομάδων υποστήριξης για το άσυλο. Το επιχειρησιακό σχέδιο περιλαμβάνει:

[.]

δ)την περιγραφή των καθηκόντων και των ειδικών οδηγιών για τα μέλη των ομάδων, συμπεριλαμβανομένων των βάσεων δεδομένων που έχουν την άδεια να συμβουλεύονται, καθώς και τον εξοπλισμό που δύνανται να χρησιμοποιούν στο κράτος μέλος και,

ε)τη σύνθεση των ομάδων.

2. Για οποιεσδήποτε τροποποιήσεις ή προσαρμογές του επιχειρησιακού σχεδίου απαιτείται η συμφωνία του εκτελεστικού διευθυντή και του αιτούντος κράτους μέλους. Η Υπηρεσία Υποστήριξης αποστέλλει πάραυτα αντίγραφο του τροποποιημένου ή προσαρμοσμένου επιχειρησιακού σχεδίου στα συμμετέχοντα κράτη μέλη.»

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες της ομάδας υποστήριξης της EASO  στο έδαφος του συμμετέχοντα κράτους μέλους ρυθμίζονται από το εκάστοτε συμφωνημένο επιχειρησιακό σχέδιο.»

Υπάρχει σχετικό επιχειρησιακό σχέδιο για την χρονική περίοδο του 2020[1], για την χρονική περίοδο 2021[2] όπως επίσης και για την χρονική περίοδο 2022-2024[3] μεταξύ ΕΥΥΑ και Κυπριακής Δημοκρατίας. Συνεπώς, κατά τον επίδικο χρόνο της συνέντευξης του Αιτητή και της ημερομηνίας ετοιμασίας έκθεσης/εισήγησης από τον λειτουργό της ΕΥΥΑ υπήρχε σε ισχύ σχετικό επιχειρησιακό σχέδιο. Συνεπώς, η παροχή βοήθειας και υποστήριξης προς την Υπηρεσία Ασύλου από λειτουργό της EΥΥΑ στα πλαίσια εξέτασης της αίτησης του Αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου, έγινε στα πλαίσια της υφιστάμενης εθνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας, ενόσω είχε ήδη υπογραφεί και τεθεί σε ισχύ το επιχειρησιακό σχέδιο μεταξύ της ΕΥΥΑ και της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Ούτε από τις πιο πάνω πρόνοιες προκύπτει ότι οι λειτουργοί της ΕΥΥΑ δεν μπορούν να διεκπεραιώνουν συνεντεύξεις και εισηγήσεις/εκθέσεις επί αιτημάτων ασύλου, ούτε δε τους έχει μεταβιβασθεί αποφασιστική αρμοδιότητα επί των αιτήσεων ασύλου, η οποία λαμβάνεται από εξουσιοδοτημένο, από τον Υπουργό Εσωτερικών,  πρόσωπο. Όπως δε προκύπτει από την Ένσταση και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου (στο εξής «Δ.Φ.») η απόφαση και/ή η έγκριση της έκθεσης για απόρριψη της αίτησης λήφθηκε από τον κο Α. Αγρότη που είναι εγκύρως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό για να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου και/ή να προχωρεί σε έκδοση αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας με βάση την σχετική εξουσιοδότηση 09/06/22 [.]

Αναφορικά με τον ισχυρισμό για παραβίαση του Άρθρου 13 περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2022 (Ν.6(Ι)/2000) διαπιστώνω από τα στοιχεία του φακέλου του Αιτητή ότι ενημερώθηκε πλήρως από τον λειτουργό της ΕΥΥΑ για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του. Κατά την συνέντευξη του έγιναν επαρκείς ερωτήσεις για να περιγράψει τους λόγους που υπέβαλε αίτημα ασύλου όπως επίσης και άλλα ζητήματα που αφορούν τις προσωπικές του περιστάσεις. Τηρήθηκε η νενομισμένη διαδικασία και του παραχωρήθηκε το δικαίωμα της δωρεάν βοήθειας διερμηνέα σε γλώσσα κατανοητή σε αυτόν. Μετά δε το πέρας της συνέντευξης ο λειτουργός της ΕΥΥΑ, ο διερμηνέας και ο Αιτητής υπέγραψαν κάθε σελίδα της συνέντευξης όπως επίσης στο τέλος του εντύπου της συνέντευξης, βεβαιώνοντας πως όσα καταγράφηκαν αντικατοπτρίζουν επακριβώς τις δηλώσεις του. Επομένως, δεν εντοπίζω οτιδήποτε παράτυπο, παράνομο και μεμπτό στην διαδικασία που ακολουθήθηκε που μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Η διαδικασία της συνέντευξης ήτο σε πλήρη σύμπνοια με το Άρθρο 13 & 13Α του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2022 (Ν.6(Ι)/2000). Απορριπτέος κρίνεται και ο σχετικός με την διαδικασία συνέντευξης ισχυρισμός περί μη κατάρτισης των λειτουργών, καθότι ούτε εδώ - όπως και στον ισχυρισμό για παράτυπη διαδικασία - ανατράπηκε το τεκμήριο της κανονικότητας που διέπει διοικητικές πράξεις της διοίκησης, με βάση τη πάγια νομολογία. Όπως τονίστηκε στην Υπόθ. Αρ.801/1999, Μαυρονύχη v. Δημοκρατίας,  ημερ.12/03/2001, η διοίκηση τεκμαίρεται πως λειτουργεί σύμφωνα με το Νόμο, εκτός όπου καθαρά αποδεικνύεται πως αυτό δεν συμβαίνει. Στην προκειμένη περίπτωση δεν προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία να έχουν επισυμβεί τα όσα υποδεικνύονται από τον συνήγορο του Αιτητή (Βλέπε Χριστίνα Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας, (2009) 4 Α.Α.Δ. 929). Στο πλαίσιο δε της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων, επί των οποίων υπάρχει μαχητό τεκμήριο, δεν νοείται ανατροπή του με τα όσα επιχειρηματολογεί η  πλευρά του Αιτητή. Ούτε έχει προσκομιστεί οποιαδήποτε μαρτυρία επί αυτού του λόγου ακύρωσης που να ανατρέπει τα όσα προκύπτουν από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου».

Προβάλλει ο Εφεσείων ότι, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 13Α(1Α) του  N.6(I)/2000, με σαφήνεια διατυπώνεται ότι, προσωπικό άλλο από αυτό της Υπηρεσίας Ασύλου (εν προκειμένω της ΕΥΥΑ), επιτρέπεται «να συμμετέχει» στη διενέργεια της συνέντευξης.  Συναφώς, δεν επιτρέπεται επέκταση του πεδίου εφαρμογής, έτσι ώστε να καλύπτει και τις περιπτώσεις που ο λειτουργός διεκπεραιώνει συνεντεύξεις μόνος του.

Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω προσέγγιση.  Το Υπουργικό Συμβούλιο στις 13/09/2019 εξέδωσε διάταγμα (ΚΔΠ 297/2019) δυνάμει του Άρθρου 13Α(1Α), το οποίο προνοεί ότι, λόγω του μεγάλου αριθμού αιτήσεων διεθνούς προστασίας, για την εξέταση των οποίων η Υπηρεσία Ασύλου αδυνατεί «να διεξάγει» εγκαίρως συνεντεύξεις επί της ουσίας της κάθε μιας αίτησης, επιστρατεύονται από την ΕΥΥΑ εμπειρογνώμονες, οι οποίοι μπορούν να «διεξάγουν τις συνεντεύξεις» για όσο διάστημα βρίσκεται σε ισχύ Σχέδιο Στήριξης της Κυπριακής Δημοκρατίας από την ΕΥΥΑ το οποίο περιλαμβάνει την αποστολή εμπειρογνωμώνων «για τη διεξαγωγή συνεντεύξεων».  Μεταφέρεται το περιεχόμενο του σχετικού διατάγματος:

«Το Υπουργικό Συμβούλιο, ασκώντας την εξουσία που του χορηγεί το άρθρο 13Α(1Α) των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2019, εκδίδει το ακόλουθο διάταγμα.

Επειδή έχουν υποβληθεί στην Κυπριακή Δημοκρατία ταυτόχρονες αιτήσεις διεθνούς προστασίας από μεγάλο αριθμό υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών και η Υπηρεσία Ασύλου του Υπουργείου Εσωτερικών αδυνατεί να διεξάγει εγκαίρως συνεντεύξεις επί της ουσίας για την κάθε αίτηση, εμπειρογνώμονες οι οποίοι επιστρατεύονται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο μπορούν να διεξάγουν τις συνεντεύξεις αυτές για όσο διάστημα ευρίσκεται σε ισχύ Σχέδιο Στήριξης της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο, το οποίο περιλαμβάνει την αποστολή εμπειρογνωμόνων για τη διεξαγωγή συνεντεύξεων».

Κατ' επέκταση δεν ευσταθεί η θέση του Εφεσείοντα ότι, οι λειτουργοί που επιστρατεύονται από την ΕΥΥΑ απλώς συμμετέχουν στις συνεντεύξεις.  Ούτε έχει προβληθεί από τον Εφεσείοντα ισχυρισμός πρωτόδικα, ότι η πιο πάνω δευτερογενής νομοθεσία έχει εκδοθεί καθ' υπέρβαση της νομοθετικής εξουσιοδότησης ως ultra vires, έτσι ώστε να παρήχετο η δυνατότητα εφετειακής παρέμβασης στην πρωτόδικη κρίση.

Ισχυρίζεται πρόσθετα ο Εφεσείων ότι, το διάταγμα της ΚΔΠ 297/2019, δεν εξουσιοδοτεί τους λειτουργούς της ΕΥΥΑ να προβαίνουν σε εκθέσεις-εισηγήσεις.

Θεωρούμε ότι τα λεχθέντα επί των πιο πάνω από το πρωτόδικο Δικαστήριο, θέτουν το ζήτημα στην ορθή του διάσταση.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 439/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της 19ης Μαΐου 2010 για την ίδρυση της ΕΥΥΑ, τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες της ομάδας υποστήριξης ρυθμίζονται από το εκάστοτε συμφωνημένο επιχειρησιακό σχέδιο και κατά τον επίδικο χρόνο της συνέντευξης του Εφεσείοντα και της ετοιμασίας της έκθεσης/εισήγησης από τον λειτουργό της ΕΥΥΑ, υπήρχε σε ισχύ σχετικό επιχειρησιακό σχέδιο.

Κρίνονται εύλογες οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του θέματος, δεδομένου ότι στο Άρθρο 18 του πιο πάνω Κανονισμού προνοείται ότι, «Ο εκτελεστικός Διευθυντής και το αιτούν κράτος μέλος εγκρίνουν επιχειρησιακό σχέδιο [..]» το οποίο περιλαμβάνει μεταξύ άλλων «την περιγραφή των καθηκόντων και των ειδικών οδηγιών για τα μέλη των ομάδων [.]».

Ούτε επίσης τα όσα προβάλλονται σε σχέση με την ταυτότητα και τα προσόντα του λειτουργού που διενήργησε  τη συνέντευξη θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά, αφού στη βάση του τεκμηρίου της κανονικότητας, του οποίου επίκληση έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, τεκμαίρεται ότι η διοίκηση λειτούργησε σύμφωνα με τον Νόμο.  Δεν έχει δε υποδειχθεί οτιδήποτε από τον Εφεσείοντα ικανό να ανατρέψει το πιο πάνω τεκμήριο.

Κατά συνέπεια απορρίπτεται ο Λόγος Έφεσης Αρ. 4.»

Στη βάση των ως άνω ο σχετικός ισχυρισμός απορρίπτεται.

Αναφορικά με την αρμοδιότητα του υπογράφοντος το ερ.84 σημειώνω ότι στο ερ.68 περιέχεται εξουσιοδότηση ημ.07/03/23 , όπου ο Υπουργός εξουσιοδοτεί τον εγκρίνοντα την έκθεση του λειτουργού να ασκεί της εξουσίες του Προϊσταμένου που αφορούν, μεταξύ άλλων, την έκδοση αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας, βάσει του άρθρου 2 του περί Προσφύγων Νόμου, ως εν προκειμένω έπραξε. Η εν λόγω εξουσιοδότηση φέρει την υπογραφή του νυν Υπουργού Εσωτερικών.

Σημειώνω ότι, ως προνοείται εκ του αρ.7 του ΚΕΦ.1, «[κ]άθε Νόμος και κάθε δημόσιο έγγραφο, που γίνεται ή εκδίδεται με βάση το Νόμο αυτό ή άλλη νόμιμη εξουσία και που έχει νομοθετική ισχύ θα πρέπει να δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και, εκτός αν προβλέπεται σε αυτόν διαφορετικά, θα ισχύει και θα τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία της δημοσίευσης και θα είναι δικαστικά γνωστός (judicially noticed).». Στο δε αρ.1 του ΚΕΦ.1 ορίζεται ότι «“δημόσιο έγγραφο” σημαίνει διάταγμα Υπουργικού Συμβουλίου, διάταγμα, διακήρυξη, κανονισμούς, κανόνες, διατάξεις, ειδοποίηση, ή μητρώο που έγινε, εκδόθηκε ή τηρήθηκε με βάση εξουσία Νόμου». Για τον συγκεκριμένο λειτουργό δημοσιεύτηκε στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 26/08/22 (Τμήμα Α’ – Αριθμός 5457, στην 1η σελίδα) [1] πράξη δια της οποίας αποσπάται στην Υπηρεσία Ασύλου από τις 16/08/22 μέχρι 28/02/25.

Στο αρ.2 του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, αναφέρεται ότι «“αρμόδιος λειτουργός” σημαίνει λειτουργό ο οποίος υπηρετεί στην Υπηρεσία Ασύλου και έχει τύχει ειδικής εκπαίδευσης σε θέματα ασύλου και συμπληρωματικής προστασίας· […] "Προϊστάμενος" σημαίνει αρμόδιο λειτουργό ο οποίος προΐσταται της Υπηρεσίας Ασύλου και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο λειτουργό της εν λόγω Υπηρεσίας που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου·[…..] "Υπουργός" σημαίνει τον Υπουργό Εσωτερικών·».

Ενόψει των ως άνω, δεδομένου ότι η απόσπαση του εν λόγω λειτουργού ίσχυε κατά τον χρόνο που έλαβε την επίδικη απόφαση, δεν μπορεί παρά να υπηρετούσε στους καθ’ ων η αίτηση, ανεξαρτήτως του αν διατηρούσε την προηγούμενη οργανική του θέση ως Ανώτερος Λειτουργός Πολεοδομίας, ως στην ως άνω εξουσιοδότηση αναφέρεται. Μια απλή γραμματική ερμηνεία του αρ.2 του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, σε συνδυασμό με το αρ.47 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (1/1990), καθιστά σαφές ότι ο αποσπασθείς υπάλληλος υπηρετεί αναμφίβολα στην Υπηρεσία όπου αποσπάται, αυτός είναι άλλωστε και ο σκοπός της απόσπασης.

Σημειώνω επίσης ότι, στην 1η σελίδα του διοικητικού φακέλου (περιεχόμενα) εντοπίζω σημείωση με σφραγίδα, όπου αναφέρεται ότι «Ο φάκελος σας διαβιβάζεται αφού μελέτησα και υιοθετώ την εισήγηση επί της αίτησης και τη δυνατότητα επιστροφής στη Σομαλία», με υπογραφή της υποβάλλουσας και ημ.15/06/23. Ακολουθεί αμέσως πιο κάτω η σφραγίδα εγκρίνεται και η υπογραφή του λειτουργού που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση (ερ.84). Εκ τούτου συνάγεται ότι, ακόμα και γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρει ο συνήγορος του αιτητή ότι η εξουσιοδότηση του ερ.68 δεν αφορά εισηγήσεις που υποβάλλονται από λειτουργούς EUAA, εν προκειμένω η παρεμβολή της λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου Μ. Ζ., η οποία και τελικά διαβιβάζει την επίδικη έκθεση (αφού την υιοθετεί) αλλά και ολόκληρο τον φάκελο στον λειτουργό που έλαβε  την επίδικη απόφαση θεωρώ πως θέτει την λήψη της επίδικης απόφασης εντός της εξουσίας που δίδεται δια του ερ.68. Τα όσα δε περί του αντιθέτου αναφέρει ο συνήγορος του αιτητή δεν είναι ικανά θεωρώ για να ανατρέψουν το τεκμήριο νομιμότητας, στη βάση και της ως άνω νομολογίας επί παρεμφερούς ζητήματος, με δεδομένο ότι το πλήρες ονοματεπώνυμο της υποβάλλουσας την επίδικη έκθεση αποκαλύπτεται.

Ενόψει λοιπόν των ανωτέρω, απομένει η επί της ουσίας εξέταση της παρούσας. Με βάση λοιπόν τα διαλαμβανόμενα στο αρ.146 (4) (α) του Συντάγματος αλλά και το άρθρο 11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018) προχωρώ «σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής […] τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν» και «την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας» (βλ. και Ε.Δ.Δ.Δ.Π. αρ.107/2023, Q. B. T. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημ.11/02/25).

Προχωρώ σε αξιολόγηση των ενώπιον μου ισχυρισμών του αιτητή.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, αναφέρεται στην σελ.98 του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[...] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.». Στην σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «Όπως προαναφέρθηκε, οι δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305).  […] Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»

Ενόψει των ως άνω θα συμφωνήσω με το σύνολο των ευρημάτων και της κατάληξης των καθ’ ων η αίτηση επί του 3ου ουσιώδους ισχυρισμού του αιτητή καθώς τα λεγόμενα του παρουσιάζουν ουσιώδη κενά, σημαντικές ελλείψεις και χρονική ασυνέπεια εκ των οποίων διαβρώνεται αναπόφευκτα η συνολική αξιοπιστία των δηλώσεων του. Το όλο αφήγημα βρίθει κενών και αντιφάσεων και σε κανένα σημείο των λεγομένων του ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να αναφέρει την παραμικρή βιωματική λεπτομέρεια, ελλείψεις που θεωρώ ως καθοριστικές για την συνολική αξιοπιστία του αφηγήματος του.

Ενδεικτικά σημειώνω ότι το αφήγημα του αιτητή αναφορικά με τις κατ’ ισχυρισμό απειλές που δεχόταν από αγνώστους τηλεφωνικώς στερείται του παραμικρού ψήγματος εύλογα αναμενόμενης λεπτομέρειας, τόσο αναφορικά με τον χρόνο που έγινε, το περιεχόμενο του τηλεφωνήματος, τη σύνδεση των κατ’ ισχυρισμών απειλών με τη δουλειά του, αλλά και αναφορικά με την ταυτότητα και τα κίνητρα αυτών που τον απειλούσαν. Απουσίαζε δε εκ του αφηγήματος του κάθε βιωματικό στοιχείο, αλλά και λογική και χρονικά συνέπεια επί των όσων ανέφερε. Ομοίως δε γενικόλογος και ασαφής παρέμεινε ο αιτητής και στο πλήθος ερωτήσεων που του υποβλήθηκαν σε σχέση με τους ως άνω ισχυρισμούς του, όπου – ενδεικτικά σημειώνω – σε ερώτηση αναφορικά με το πως βρήκαν τον αριθμό του και γιατί τον απείλησαν, αποκρίθηκε ότι ξαφνιάστηκε και ο ίδιος, δίχως να είναι σε θέση να αναφέρει κάτι περαιτέρω, θέση μάλιστα που επανέλαβε.

Δεδομένης εδώ της παντελούς έλλειψης εσωτερικής συνοχής των λεγομένων του αιτητή περί απειλών που δεχόταν τηλεφωνικώς από άγνωστα άτομα δεν θεωρώ ότι ήταν απαραίτητη η αναζήτηση πληροφορίων αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του και ίσως εκ του περισσού έγινε εν προκειμένω. Σχετικώς, στο εγχειρίδιο του EASO για την «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», 2018, σελ.132, αναφέρεται, η αναζήτηση ΠΧΚ «ενδέχεται να μην είναι απαραίτητ[η] σε περίπτωση αρνητικής διαπίστωσης περί της αξιοπιστίας βάσει καταφανούς έλλειψης εσωτερικής συνοχής ή μη ικανοποιητικής επεξήγησης αποκλίσεων ή παραλλαγών σε ό,τι αφορά τα ουσιώδη στοιχεία μιας αίτησης ή, ακόμη περισσότερο, σε περίπτωση απόρριψης προσφυγής ως απαράδεκτης.». Παρά τούτο οι καθ’ ων η αίτηση προχώρησαν σε έρευνα σε διαθέσιμες πηγές, εκ των οποίων επιβεβαιώνονται, ως γενικές πληροφορίες, ότι ο πληθυσμός στην Mogadishu αντιμετωπίζει συχνά βία, συγκρούσεις και επιθέσεις, ήτοι από την οργάνωση Al Shabaab είτε από άλλους τοπικά δρώντες, με υψηλά επίπεδα εγκληματικότητας. Θα συμφωνήσω λοιπόν με την κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση να απορρίψουν τα λεγόμενα του αιτητή περί απειλών που δεχόταν ως αναξιόπιστους, καθώς η έλλειψη εσωτερικής συνοχής των ισχυρισμών του είναι τέτοια που στα πλαίσια συνολικής αξιολόγησης και αποτίμησης των στοιχείων που συνθέτουν την παρούσα, δεν μπορεί παρά να αποβεί μοιραία για τη συνολική αξιοπιστία του, δεδομένου ότι τυχόν συμφωνία με διαθέσιμες ΠΧΚ δεν αρκεί, τη στιγμή που τα λεγόμενα του αιτητή στερούνται εσωτερικής συνοχής, ενόψει και της συνολικής θεώρησης των δεικτών αξιοπιστίας.  

Σημειώνεται επί των ανωτέρω ότι τα λεγόμενα ενός αιτητή παραμένουν το πρώτιστο και απόλυτο σημείο αναφοράς και συνεπώς τυχόν σοβαρές ελλείψεις – ως εν προκειμένω παρατηρούνται - στην εσωτερική συνοχή δεν μπορούν να υπερκεραστούν για τον λόγο και μόνο ότι τα όσα αναφέρει συνάδουν με διαθέσιμες ΠΧΚ. Τούτο γιατί αν η αξιολόγηση γινόταν στη βάση μόνο της εξωτερικής συνοχής, θα οδηγούσε σε αποδοχή ισχυρισμών για τούτο και μόνο τον λόγο, οι οποίοι στερούνται κατά τ’ άλλα εσωτερικής συνοχής και θα οδηγούσε σε αποδοχή των λεγομένων του, πολλές φορές ενάντια σε κάθε εύλογη κριτική θεώρηση. Ως στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», σελ.97, αναφέρεται, «[…] είναι αναγκαία η επαγρύπνηση για καταστάσεις στις οποίες ορισμένοι αιτούντες μπορεί να προσαρμόσουν τους ισχυρισμούς τους ώστε να είναι συνεπείς με συναφείς ΠΧΚ, οι οποίες κατά την άποψή τους θα στηρίξουν την αίτησή τους.»

Ενόψει των ως άνω δεν έχω τίποτε να προσθέσω στα όσα επί τούτου καταγράφουν οι καθ’ ων η αίτηση στα ερ.76-78 και καταγράφονται επιγραμματικά και πιο πάνω, τα οποία δεν κρίνω σκόπιμο να επαναλάβω. Θεωρώ λοιπόν ότι τα ευρήματα των καθ’ ων η αίτηση επί της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του αιτητή ήταν απολύτως εύλογα, προϊόντα δέουσας έρευνας όλων των ενώπιον τους στοιχείων και ορθά επί της ουσίας, ως ανωτέρω εξηγώ.

Σε σχέση τώρα με τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό του αιτητή αξίζει θεωρώ να προστεθούν στα όσα σχετικώς καταγράφουν οι καθ’ ων η αίτηση και τα εξής.

Σχετικά με εξέταση λόγων υγείας στα πλαίσια της συμπληρωματικής προστασίας, στο εγχειρίδιο «Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδηγία 2011/95/ΕΕ) – Δικαστική Ανάλυση», του EASO, σελ.120, αναφέρονται τα εξής:

«[Σ]την απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση MBodj, το ΔΕΕ διέκρινε την ερμηνεία του από την ερμηνεία του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ από το ΕΔΔΑ βάσει της ελαφρώς διαφορετικής διατύπωσης του άρθρου 15 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) και του πλαισίου στο οποίο τυγχάνει να εφαρμόζεται το άρθρο 15 στοιχείο β). Σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, το ΕΔΔΑ εφάρμοσε το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ για να απαγορεύσει την απομάκρυνση υπηκόου τρίτης χώρας που έπασχε από σοβαρή ασθένεια σε χώρα στην οποία δεν υπήρχε διαθέσιμη κατάλληλη ιατρική περίθαλψη (708). Το ΔΕΕ αρνήθηκε να ερμηνεύσει το άρθρο 15 στοιχείο β) με τον ίδιο τρόπο. Το ΔΕΕ επι­σήμανε ότι το γράμμα του άρθρου 15 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) διαφέρει από εκείνο του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ στο μέτρο που εφαρμόζεται σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτούντος «στη χώρα καταγωγής». […] Επιπλέον, το ΔΕΕ επισήμανε ότι ορισμένα στοιχεία του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 15 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδι­ατύπωση), καθώς και η ratio της συγκεκριμένης οδηγίας πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την ερμηνεία της συγκεκριμένης διάταξης. Συγκεκριμένα, το άρθρο 6 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) απαριθμεί τους φορείς σοβαρής βλάβης, γεγονός που επιβεβαιώνει την άποψη ότι οι βλάβες αυτές πρέπει να απορρέουν από συμπεριφορά τρίτου και δεν μπορούν, κατά συνέπεια, να αποτελούν απλώς και μόνο συνέπεια των γενικών ανεπαρκειών του συστήματος υγείας της χώρας καταγωγής. Ομοίως, κατά την αιτιολογική σκέψη 26 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση), οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.»

Περαιτέρω, στην σελ.123 του ιδίου εγχειριδίου αναφέρονται τα εξής:

«Η εφαρμογή του άρθρου 15 στοιχείο β) προϋποθέτει ένα στοιχείο ηθελημένης κακομεταχείρισης. Παρά την παραπομπή του ΔΕΕ στη νομολογία του ΕΔΔΑ σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ και στην υπο­χρέωση εφαρμογής της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) κατά τρόπο που συνάδει με το άρθρο 19 παράγραφος 2 του Χάρτη της ΕΕ (μη επαναπροώθηση, σε περίπτωση σοβαρού κινδύνου απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρι­σης ή τιμωρίας) (731), το ΔΕΕ αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στη διαφορετική διατύπωση του άρθρου 15 στοιχείο β) και διακρίνει μεταξύ του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 3, ως απαγόρευσης επιστροφής προσώπου, και της θεμελίωσης αίτησης επικουρικής προστασίας […]»

Εκ των ως άνω προκύπτει ότι, χωρίς να συνυπάρχει το απαραίτητο «στοιχείο ηθελημένης κακομεταχείρισης», δεν δύναται, χωρίς να καταδειχθεί σχετικός φορέας δίωξης ή σοβαρής βλάβης εκ του οποίου ο αιτητής κινδυνεύει να υποστεί την προβλεπόμενη στο αρ.19 (2) (β) του Νόμου βλάβη, να αποδοθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας στη βάση και μόνο λόγων υγείας (βλ. απόφαση ΔΕΕ, C-542/13, M’Bodj, ημ.18/12/14).

Εδώ ελλείπει το απαιτούμενο «στοιχείο ηθελημένης κακομεταχείρισης» και - κατ’ επέκταση - ο απαιτούμενος φορέας σοβαρής βλάβης και συνεπώς ουδείς λόγος μπορεί να γίνει για συμπληρωματική προστασία στη βάση των λόγων υγείας που αφορούν τον αιτητή και συνεπώς ουδείς λόγος θα μπορούσε να γίνει περί αυξημένων πιθανοτήτων χορήγησης διεθνούς προστασίας στη βάση αυτή. Σε σχέση δε ειδικά με την πτυχή του προσφυγικού θα πρέπει να σημειωθεί ότι ελλείπει περαιτέρω και κάποιος λόγος δίωξης, στη βάση του αρ.3 – 3Δ του Νόμου.

Σε σχέση με την αρχή της μη επαναπροώθησης σε συνάρτηση και με τους λόγους υγείας που προέβαλε ο αιτητής (2ος ουσιώδης ισχυρισμός) σημειώνω τα εξής.

Στη βάση της αρχής της μη επαναπροώθησης (αρ.3 ΕΣΔΑ), ως στο ως άνω απόσπασμα από το εγχειρίδιο της EASO εξηγείται, μόνο «σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, το ΕΔΔΑ εφάρμοσε το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ για να απαγορεύσει την απομάκρυνση υπηκόου τρίτης χώρας που έπασχε από σοβαρή ασθένεια σε χώρα στην οποία δεν υπήρχε διαθέσιμη κατάλληλη ιατρική περίθαλψη».

Στη σχετική αυθεντία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), Paposhvili v. Belgium, app. No.41738/10, , ημ.13/12/16, λέχθηκαν τα εξής.

«181. The Court concludes from this recapitulation of the case-law that the application of Article 3 of the Convention only in cases where the person facing expulsion is close to death, which has been its practice since the judgment in N. v. the United Kingdom, has deprived aliens who are seriously ill, but whose condition is less critical, of the benefit of that provision. As a corollary to this, the case-law subsequent to N. v. the United Kingdom has not provided more detailed guidance regarding the “very exceptional cases” referred to in N. v. the United Kingdom, other than the case contemplated in D. v. the United Kingdom.

[…]

183. The Court considers that the “other very exceptional cases” within the meaning of the judgment in N. v. the United Kingdom (§ 43) which may raise an issue under Article 3 should be understood to refer to situations involving the removal of a seriously ill person in which substantial grounds have been shown for believing that he or she, although not at imminent risk of dying, would face a real risk, on account of the absence of appropriate treatment in the receiving country or the lack of access to such treatment, of being exposed to a serious, rapid and irreversible decline in his or her state of health resulting in intense suffering or to a significant reduction in life expectancy. The Court points out that these situations correspond to a high threshold for the application of Article 3 of the Convention in cases concerning the removal of aliens suffering from serious illness.

[…]

188. As the Court has observed above (see paragraph 173), what is in issue here is the negative obligation not to expose persons to a risk of ill-treatment proscribed by Article 3. It follows that the impact of removal on the person concerned must be assessed by comparing his or her state of health prior to removal and how it would evolve after transfer to the receiving State. »

Εκ των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι σε περιπτώσεις που υπάρχουν ισχυρισμοί σχετικοί με την υγεία ενός αιτητή, μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις, όπου δεικνύεται, με το βάρος για την απόδειξη συνδρομής τους, ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις (exceptional circumstances) να είναι στον αιτητή, μπορεί να παρασχεθεί προστασία στη βάση του αρ.3 της ΕΣΔΑ, όπου ικανοποιείται το Δικαστήριο ότι ο αιτητής πάσχει από ασθένεια, για την οποία δεν υπάρχει διαθέσιμη και προσβάσιμη απ’ αυτόν θεραπεία στη χώρα καταγωγής και εξαιτίας της έλλειψης αυτής ο αιτητής απειλείται με θάνατο ή ραγδαία, σοβαρή και ανεπανόρθωτη επιδείνωση της υγείας του, η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα έντονη οδύνη ή σημαντική μείωση του προσδόκιμου ζωής του although not at imminent risk of dying, would face a real risk, on account of the absence of appropriate treatment in the receiving country or the lack of access to such treatment, of being exposed to a serious, rapid and irreversible decline in his or her state of health resulting in intense suffering or to a significant reduction in life expectancy.», (βλ. Paposhvili, ανωτέρω)].

Εν προκειμένω ουδέν ετέθη ενώπιον μου που να συνηγορεί ότι υφίστανται στα πλαίσια της παρούσης οι περιστάσεις που περιγράφονται πιο πάνω, δεδομένου ότι τα ενώπιον μου πιστοποιητικά ουδέν αναφέρουν που να καταδεικνύει ότι ο αιτητής πάσχει κάποιας μορφής αναπηρίας ή ότι, σε περίπτωση επιστροφής του, απειλείται με θάνατο ή ραγδαία, σοβαρή και ανεπανόρθωτη επιδείνωση της υγείας αυτού, η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα έντονη οδύνη ή σημαντική μείωση του προσδόκιμου ζωής του. Αυτό που αναφέρει εδώ ο αιτητής είναι ότι έχει πρόβλημα στον αυχένα του και ενίοτε υποφέρει από έντονους πόνους. Ουδέν άλλο αναφέρει επί τούτου και δεν ήταν σε θέση να προσκομίσει σχετικό ιατρικό πιστοποιητικό, παρότι – ως ο ίδιος ανέφερε – έφυγε από τη χώρα προκειμένου να λάβει ιατρική φροντίδα σε σχέση με τούτο.

Ενόψει των ως άνω απομένει εν προκειμένω μια αποτίμηση της κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή (Mogadishu), στα πλαίσια του αρ.19 (2) (γ) του Νόμου.  

Στη βάση δεδομένων ACLED για το διάστημα από 16/12/23 - 13/12/24, καταγράφηκε στην περιφέρεια Banaadir, όπου βρίσκεται η Mogadishu, καταγράφηκαν 201 περιστατικά ασφαλείας με 194 απώλειες. Εξ αυτών 58 καταχωρήθηκαν ως «μάχες» (“battles”) και οδήγησαν σε 82 απώλειες, 49 ως «βία κατά πολιτών» και οδήγησαν σε 34 απώλειες, 64 ως «έκρηξη ή απομακρυσμένη βία» (“explosions/remote violence”) και οδήγησαν σε 75 απώλειες, 26 ως «διαδηλώσεις» τα οποία οδήγησαν σε 2 απώλειες και 4 περιστατικά στην κατηγορία «εξεγέρσεις» (“riots”) που οδήγησαν σε 1 απώλεια.[2] Ο δε πληθυσμός της περιοχής Benadir, όπου εντάσσεται και η Μογκαντίσου, ανέρχεται σήμερα περί τα 2,6 εκατομμύρια κατοίκων. [3]

Στο εγχειρίδιου του EUAA Country Guidance: Somalia [4], August 2023, αναφέρεται ότι, παρότι η Al Shabaab έχει απωλέσει προ δεκαετίας τον άμεσο έλεγχο των περιοχών της πρωτεύουσας, διατηρεί την δυνατότητα να πραγματοποιεί επιθέσεις και δολοφονίες και η δράση της ευθύνεται για τα ¾ των περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή για μέρος του 2021 και σχεδόν το σύνολο του 2022. Για το ίδιο χρονικό διάστημα έχουν καταγραφεί στην περιοχή 898 περιστατικά ασφαλείας, εκ των οποίων προέκυψαν 901 θάνατοι. Εκ των παρατιθέμενων στο εν λόγω εγχειρίδιο περιστατικών ασφαλείας καθίσταται σαφές ότι στην Μογκαντίσου εξακολουθούν να λαμβάνουν χώρα τυφλές επιθέσεις, με συχνά και πολλά θύματα αμάχων και η κατάσταση χαρακτηρίζεται από αδιακρίτως ασκούμενη βία υψηλής έντασης, με αποτέλεσμα –στη βάση της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας – να απαιτούνται λιγότερα προσωπικά στοιχεία προκειμένω να συναχθεί σχετικός κίνδυνος για τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα αμάχου εκ της παρουσίας του στην περιοχή. 

Αποτιμώντας τα ως άνω δεδομένα είναι κατάληξη μου ότι δεν καταδεικνύεται εδώ εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθώς, παρότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην Μογκαντίσου είναι σχετικά υψηλής έντασης, με περιστατικά αδιάκριτης βίας, κυρίως προερχόμενης από την Al Shabaab, που δημιουργούν βεβαίως ενδεχομένως κινδύνους για τον τοπικό πληθυσμό, για τον οποίο δύναται να ειπωθεί ότι διατρέχει αυξημένο κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή, εντούτοις, δεδομένου του ότι δεν μπορώ να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για τον αιτητή σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό της περιοχής (διαθέτει και οικογενειακό δίκτυο, ως θα εξηγήσω πιο κάτω), δεδομένης της απόρριψης του αφηγήματος του, δεν θεωρώ ότι υφίσταται κίνδυνος στη βάση του αρ.19 (2) (γ) του Νόμου, κατ’ εφαρμογή και της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας»[5] (βλ. απόφαση ΔΕΕ, ημ.10/06/21, C-901/19, CF and DN). Άλλωστε, ως και στην αιτ. σκέψη 35 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ αναφέρεται, «[οι] κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.»

Έπεται λοιπόν ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο «καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» και δεν υφίστανται «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου.

Περαιτέρω, ενόψει και της ως άνω διαπίστωσης μου αναφορικά με το πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζει ο αιτητής, λαμβανομένης υπόψη της ηλικίας του (29 ετών) αλλά και του ότι δεν μπορώ να αποδεχθώ ότι ο αιτητής θα στερηθεί οικογενειακού δικτύου κατά την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του, δεδομένου του ότι δεν θεωρώ ότι είναι αδύνατο να ανακτήσει επικοινωνία με την θεία του, με την οποία διέμενε επί σειρά ετών (ερ.34), δεν μπορώ να εντοπίσω στοιχείο εκ του οποίου να καταδεικνύεται ότι ενδεχόμενη επιστροφή του θα ήταν σε παράβαση της αρχής της μη επαναπροώθησης.

Τα ανωτέρω σφραγίζουν την τύχη της προσφυγής.

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[2] ACLED EXPLORER,  με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: 13/12/2023 - 16/12/2024,  ΠΕΡΙΟΧΗ: Middle Africa -Somalia  – Banaadir), διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο www.acleddata.com/dashboard/#/dashboard

[4] EUAA, Country Guidance: Somalia, August 2023, https://euaa.europa.eu/publications/country-guidance-somalia-august-2023 p.169-173

[5] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο