
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
15 Ιουλίου, 2025
[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
M.W.T.,
από Φιλιππίνες
Αιτήτρια
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
ΑΙΤΗΣΗ ΕΠΑΝΑΦΟΡΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 05.02.2025
Δικηγόροι Αιτήτριας: Π. Μπενέτης για Αλ Τάχερ, Μπενέτης και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
Δικηγόροι Καθ’ ων η αίτηση: Μ. Βασιλείου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό εξέταση αίτηση η Αιτήτρια επιζητεί την επαναφορά της προσφυγής της, η οποία αποσύρθηκε και απορρίφθηκε στις 18.10.2024
Είναι σημαντικό να γίνει μία αναδρομή στο ιστορικό που περιβάλλει την υπόθεση αυτή προς κατανόηση των κρίσιμων παραμέτρων που θα πρέπει να αξιολογηθούν κατά την εξέταση της υπό κρίση αίτησης.
Ως προκύπτει λοιπόν από το δικαστικό φάκελο, η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο προσφυγή καταχωρίστηκε από την Αιτήτρια αυτοπροσώπως στις 25.07.2024 και ορίστηκε για πρώτη εμφάνιση στις 04.10.2024. Ακολούθως δόθηκαν οδηγίες για καταχώριση Ένστασης με την υπόθεση να ορίζεται για Οδηγίες στις 11.11.2024. Ωστόσο, στις 18.10.2024 η ίδια η Αιτήτρια προσήλθε στο Δικαστήριο, εκφράζοντας την πρόθεσή της να αποσύρει την προσφυγή της και κατόπιν της δήλωσης της αυτής, η προσφυγή της αποσύρθηκε και απορρίφθηκε από το Δικαστήριο.
Στις 05.02.2025, καταχωρίστηκε η υπό εξέταση αίτηση από τους συνηγόρους της Αιτήτριας με την οποία επιζητείται επαναφορά (Reinstatement) της προσφυγής καθώς και περαιτέρω ή άλλη θεραπεία.
Η παρούσα αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του κ. Μ. Μαυρονικόλα, ο οποίος εργάζεται στη δικηγορική εταιρεία που εκπροσωπεί την Αιτήτρια και οποόις δηλώνει ότι είναι πλήρως εξουσιοδοτημένος όπως προβεί στην παρούσα ένορκη δήλωση. Σε ότι αφορά τους λόγους καταχώρισης της υπό εξέταση αίτησης, καταγράφονται τα ακόλουθα στην ένορκη δήλωση:
«(…) 3. Στις 04/10/2024 ήταν ορισμένη η υπόθεση δόθηκαν εκ του πινακίου οι ακόλουθες οδηγίες (ένσταση 4 εβδομάδες 11/11/2024)
4. Στις 11/11/2025 η προσφυγή απορρίφθηκε καθώς η αιτήτρια περιπλανήθηκε (sic) από τον μεταφραστή που ζητήθηκε να εμφανιστεί μαζί της στο δικαστήριο όταν ο μεταφραστής της εξήγησε ότι εάν συνεχίσει την προσφυγή θα χρεωθεί με περιττά έξοδα εφόσον η αιτήτρια στις 16/10/2014 είχε προβεί σε τέλεση γάμου με ευρωπαίο πολίτη αποσύροντας την εν λόγω προσφυγή.
5. Η πιο (sic) πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή είναι σε πρωτοβάθμια απόφαση της υπηρεσίας ασύλου αφορά (sic) είναι πολύ σημαντική για τη ζωή της σε περίπτωση επαναπροώθησης στη χώρα της θα αντιμετωπίσει σοβαρή απειλή όπως δήλωσε και στη συνέντευξη (sic) της.
(…)
8. Ως εκ τούτου είναι φανερό ότι η προσφυγή απορρίφθηκε (sic) από την αιτήτρια λόγω πλάνης ενώ ουδέποτε ήταν η πρόθεση και/ή επιθυμία της αιτήτριας όπως αυτή αποσυρθεί».
Οι Καθ’ ων η αίτηση καταχώρισαν, με τη σειρά τους, στις 18.02.2025 Ένσταση στην αίτηση της Αιτήτριας προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους:
1. Η αίτηση πάσχει δικονομικά και/ή ουσιαστικά.
2. Η αίτηση είναι άκυρη και/ή πρέπει να απορριφθεί καθότι εδράζεται σε λανθασμένη νομική βάση.
3. Η Αιτήτρια δεν προσέρχεται στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια και/ή αποκρύπτει ουσιώδη γεγονότα και/ή εσκεμμένα παρουσιάζει τα γεγονότα διαφορετικά έτσι και η παρούσα αίτηση καθίσταται κακόπιστη και/ή παραπλανητική.
4. Τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση είναι αναληθή, αντιφατικά, μη εύλογα και ακόμη και αν γίνουν δεκτά στην ολότητα τους δεν δικαιολογούν την επαναφορά της δικαστικής διαδικασίας.
5. Σκοπός της παρούσας αίτησης είναι η υπερφαλάγγιση των δικονομικών διατάξεων και η αναγέννηση δικαστικών διαδικασιών.
6. Δεν αποκαλύπτεται κανένας λόγος και/ή κανένας καλός λόγος που να επιτρέπει την επαναφορά της προσφυγής και/ή κανένας λόγος που να αποδεικνύει ότι η μη εμφάνιση δεν ανταποκρίνεται στην πρόθεση εγκατάλειψης της προσφυγής.
7. Δεν επιτρέπεται η επαναφορά στις περιπτώσεις που η πρόθεση του Αιτητή και/ή των συνηγόρων που τον εκπροσωπούν είναι η εγκατάλειψη ή/και απόσυρση της προσφυγής.
8. Με την παρούσα αίτηση ο Αιτητής προτίθεται να καταχραστεί τα όρια της δικαστικής διαδικασίας.
9. Με την παρούσα αίτηση σκοπείται η παράταση της ανατρεπτικής προθεσμίας των 30 ημερών που προνοείται στο άρθρο 146.3 του Συντάγματος ή/και του άρθρου 12Α(1) του Νόμου 73(Ι)/2018.
10. Λάθη και/ή αμέλεια και/ή παράλειψη και/ή ισχυρισμοί ως αναφέρονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση δεν συνιστούν νομικό και/ή πραγματικό υπόβαθρο αναγέννησης και/ή επαναφοράς της διαδικασίας.
11. Δεν έχουν καταδειχθεί οιεσδήποτε εξαιρετικές συνθήκες και/ή περιστάσεις και/ή το ότι υπήρχε εύλογη αιτία και/ή ουσιαστική αδυναμία που να δύναται να ικανοποιήσει το Δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της αποδοχής του αιτήματος του Αιτητή.
12. Η αίτηση τελεί σε αντίθεση με τις αρχές της τελεσιδικίας και/ή δεν είναι σύμφωνη με την πρακτική και/ή τη νομολογία.
Την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση συνοδεύει ένορκη δήλωση της κας Σ. Πιτσιλλίδου, δικηγόρου για Γενικό Εισαγγελέα, η οποία υιοθετεί και υποστηρίζει την πιο πάνω επιχειρηματολογία.
Οι συνήγοροι της Αιτήτριας αγόρευσαν προφορικά κατά την ακροαματική διαδικασία, υιοθετώντας τα όσα κατέγραψαν στην υποβληθείσα αίτησή τους, επισημαίνοντας ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης επιβάλλει την επαναφορά της προσφυγής της καθώς δεν ήταν ποτέ η πρόθεση της να αποσύρει την προσφυγή της, παραπέμποντας στα όσα δηλώθηκαν από την ίδια με την ένορκη της δήλωση.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση, με την γραπτή της αγόρευση ανέπτυξε όλους τους ισχυρισμούς που παρατέθηκαν στην ένστασή της, χωρίς ωστόσο να επιμένει στη θέση ότι η αίτηση πάσχει δικονομικά και/ή πρέπει να απορριφθεί καθότι εδράζεται σε λανθασμένη νομική βάση. Ειδικότερα ισχυρίστηκε, με παραπομπή σε σχετική νομολογία ότι δεν είναι δυνατή η αναγέννηση ήδη απορριφθείσας προσφυγής και ότι εν προκειμένω δεν πληρούνται οι νομολογιακές προϋποθέσεις για την επαναφορά της. Κατά τους Καθ’ ων η αίτηση δεν προσκομίστηκε κανένα απολύτως στοιχείο ή/και υποστηρικτικό υλικό που να θεμελιώνει το επιχείρημά της, προσθέτοντας ότι εν πάση περιπτώσει ο εσφαλμένος χειρισμός υποθέσεων ή παραλείψεων διαδίκων δεν συνιστά λόγο επαναφοράς απορριφθείσας προσφυγή. Επισημαίνει ότι οι ισχυρισμοί αυτοί θα έπρεπε να είχαν τεθεί δια ένορκης δήλωσης της ίδιας της Αιτήτριας καθότι αποτελούν ισχυριζόμενα γεγονότα για τα οποία γνώση έχει μόνο η ίδια ενόψει και του ότι δεν εκπροσωπείτο από Δικηγόρο κατά την ημερομηνία απόσυρσης της προσφυγής.
Προσθέτει τέλος η κα Βασιλείου ότι δεν επεξηγείται και δε δικαιολογείται ο χρόνος που διέρρευσε από την απόρριψη της προσφυγής της Αιτήτριας μέχρι την ημερομηνία καταχώρισης της υπό εξέταση αίτησης, επισημαίνοντας με παραπομπή και σε σχετική νομολογία ότι ο παράγοντας του χρόνου είναι πολύ σημαντικός.
Έχω εξετάσει με τη δέουσα προσοχή την υποβληθείσα αίτηση, καθώς και τις θέσεις των διαδίκων όπως αυτές έχουν προωθηθεί από τους ευπαίδευτους συνηγόρους τους.
Επισημαίνεται ότι η περίπτωση που εδώ εξετάζεται αφορά απόρριψη της προσφυγής του Αιτητή λόγω ανεπιφύλακτης απόσυρσής της και όχι λόγω μη προώθησής της. Πρόκειται κατά τούτο για κατάργηση της δίκης λόγω παραίτησης της Αιτήτριας από το δικόγραφο της προσφυγής της. Η παραίτηση αυτή είναι ισχυρή μόνο αν δεν περιέχει όρους ή αιρέσεις και δεν μπορεί κατά κανόνα να ανακληθεί. Ειδικότερα, ως επεξηγήθηκε στη Μαύρου ν. Δημοκρατίας (1997) 4Ε Α.Α.Δ. 3020:
«Σύμφωνα με τη νομολογία της Ελλάδας, όταν ο προσφεύγων παραιτηθεί από την υποβληθείσα αίτηση ακυρώσεως η παραίτηση αυτή δεν μπορεί να ανακληθεί. Στο σύγγραμμα του Π. Δ. Δαγτόγλου «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο» (δεύτερη έκδοση) διαβάζουμε τα εξής (στη σελίδα 302, παρα.398).
«Κάθε διοικητική δίκη ενώπιον οποιουδήποτε διοικητικού δικαστηρίου καταργείται με την παραίτηση του προσφεύγοντος από το δικόγραφο του ένδικου βοηθήματος, χωρίς να απαιτείται συναίνεση του άλλου διαδίκου. Η παραίτηση αυτή, που αποτελεί απλώς ανάκληση του ένδικου βοηθήματος χωρίς να θίγει το ουσιαστικό δικαίωμα, επιτρέπεται όμως μόνο μέχρι την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως και γίνεται με γραπτή δήλωση κατατιθέμενη στην γραμματεία ή με προφορική δήλωση καταχωριζόμενη στα πρακτικά ή, κατά την διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, και με συμβολαιογραφική δήλωση. Η κατάργηση της δίκης επέρχεται είτε με την κατάθεση της παραιτήσεως είτε με πράξη του προέδρου του δικαστηρίου που περιορίζεται όμως απλώς στην εξέταση του εγκύρου της δηλώσεως και που μπορεί σε περίπτωση αμφιβολίας να την εισαγάγει ενώπιον του δικαστηρίου. Η παραίτηση, που είναι ισχυρή μόνο αν δεν περιέχει όρους ή αιρέσεις, δεν μπορεί να ανακληθεί.»
Έτσι, ως λέχθηκε στην Issam Lotfy Mohamed El Aassy[1] ούτε οι Κανονισμοί του 1962, ούτε και οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας προνοούν την επαναφορά προσφυγής κατόπιν απόρριψής της λόγω απόσυρσης από τον αιτητή.
Ωστόσο, παρά την έλλειψη δικονομικού πλαισίου επαναφοράς αποσυρθείσας προσφυγής, το Διοικητικό Δικαστήριο επέτρεψε την επαναφορά σε υποθέσεις όπου κρίθηκε ότι δεν υπήρχε πραγματική πρόθεση απόσυρσης από τον αιτητή και η απόσυρση οφείλετο σε λάθος του δικηγόρου του αιτητή, ο οποίος δεν είχε οδηγίες να την αποσύρει[2].
Ως η νομολογία αποκαλύπτει, η προσέγγιση του Δικαστηρίου σε αίτημα για επαναφορά προσφυγής που απορρίφθηκε γιατί εγκαταλείφθηκε ανεπιφύλακτα είναι σύμφωνη με τις αρχές που διέπουν την ακύρωση απόφασης που εκδίδεται σε αστικές υποθέσεις.[3]
Ως λέχθηκε στην Σταυρινάκης[4] – έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου:
«Το κριτήριο που προκύπτει ότι εφαρμόζεται σε περιπτώσεις επαναφοράς Αίτησης απορριφθείσας λόγω μη προώθησης της είναι κατά πόσον υπήρξε, επί του όλου ιστορικού, πραγματική πρόθεση εγκατάλειψης της προσφυγής και με σχετικό παράγοντα το εύλογο του χρόνου αντίδρασης στην απόρριψη.
Κοινό κριτήριο στις περιπτώσεις απόσυρσης και στις περιπτώσεις απόρριψης λόγω μη προώθησης φαίνεται να είναι η πραγματικότητα της πρόθεσης εγκατάλειψης της προσφυγής. Το κριτήριο όμως έχει διαφορετικές παραμέτρους σε κάθε περίπτωση.
Οι παράμετροι που αφορούν περιπτώσεις απόρριψης λόγω μη προώθησης συναρτώνται πρωτίστως προς τη διαπίστωση της πρόθεσης μη εγκατάλειψης με αναφορά στις συνθήκες της μη προώθησης και το όλο ιστορικό της υπόθεσης, ώστε να μπορέσει να συναχθεί, αντικειμενικώς, το ζητούμενο, καθ΄ όσον δεν υπήρξε θετική έκφραση της πρόθεσης εγκατάλειψης παρά μόνο παράλειψη προώθησης. Η απόσυρση της προσφυγής, όμως, κατ΄ αναλογία της απόσυρσης αγωγής, δηλώνει αφ΄ εαυτής οριστικώς την πρόθεση εγκατάλειψης η οποία και δεν απομένει πλέον να συνάγεται ως θέμα ερμηνείας άλλων ενεργειών, όπως στην περίπτωση απόρριψης λόγω μη προώθησης».
Η διάσταση αυτή ετονίσθη από την Ολομέλεια στην υπόθεση The President of the Republic v. Louca, ανωτέρω. Σημειώνουμε δε περαιτέρω, με έμφαση, την επιγραμματική αναφορά του Στυλιανίδη, Δ. (ως ήτο τότε) (σ. 268), αντηχώντας τον Τσάτσο, ότι «The applicant is the best Judge of his case», και εξηγώντας περαιτέρω ότι:
«He is entitled to withdraw his recourse to the Court at any time before judgment. This is in some way further supported by Article 30 of the Constitution and Article 6 of the Convention on Human Rights whereby the right of access to the Court is safeguarded, and "the right of access" implies, in my view, a right to withdraw from the Court.»
Στην περίπτωση λοιπόν αποσυρθείσας προσφυγής, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για αμφιβολία ως προς την πραγματικότητα της πρόθεσης εγκατάλειψης, εκτός αν, όπως στην Μαύρου, υπήρξε γνήσιο λάθος που να αποκαλύπτει σαφώς την έλλειψη πρόθεσης απόσυρσης. Τούτο είχε υπ' όψη του ο Τριανταφυλλίδης, Π., στην Tsingi v. Republic παρατηρώντας (σ. 1266) ότι «. even if a recourse has been abandoned by mistake it may be reinstated .».
Στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει το παραμικρό στοιχείο πάνω στο οποίο θα μπορούσε ο Αιτητής να στηριχθεί, αφού το ιστορικό της αίτησης του αντιστρατεύεται πλήρως τη θέση του. Ούτε θέμα λάθους αλλά ούτε θέμα πίεσης μπορεί να τίθεται».
Προσθέτω πως, το Δικαστήριο υποχρεούται να εξετάσει την αίτηση αυτή, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια υπό το φως των νομολογημένων αρχών. Τούτο λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός πως, ως η νομολογία καταδεικνύει, στην εξουσία του Δικαστηρίου για επαναφορά απορριφθείσας προσφυγής, έχουν τεθεί όρια και αυτοπεριορισμοί για να διαφυλαχθεί η αποτελεσματική της λειτουργία στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης[5].
Έχω εξετάσει με τη δέουσα προσοχή την υποβληθείσα αίτηση, καθώς και τις θέσεις των διαδίκων όπως αυτές έχουν προωθηθεί από τους ευπαίδευτους συνηγόρους τους.
Οφείλω πρωτίστως να παρατηρήσω ότι η υπό κρίση αίτηση καταχωρίστηκε χωρίς προηγουμένως οι συνήγοροι της Αιτήτριας να προχωρήσουν στην επιθεώρηση του δικαστικού φακέλου ή έστω να ασκήσουν την δέουσα επιμέλεια προκειμένου να πληροφορηθούν τους πραγματικούς λόγους και τον πραγματικό χρόνο απόρριψης της προσφυγής. Αυτό είναι εμφανές μέσα από ανάγνωση της ένορκης δήλωσης που εκ μέρους της Αιτήτριας καταχωρίστηκε, όπου προβάλλεται, ενόρκως μάλιστα, η θέση ότι η προσφυγή αυτή απορρίφθηκε στις 11.11.2025, κάτι που αφίσταται των πραγματικών γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση, αφού ως προκύπτει ευθέως από το περιεχόμενο του δικαστικού φακέλου η προσφυγή αυτή αποσύρθηκε και απορρίφθηκε στις 18.10.2024.
Μάλιστα, ως έχει ήδη αναφερθεί η Αιτήτρια, η ίδια παρέστη αυτοπροσώπως στο Πρωτοκολλητείο του Δικαστηρίου στις 18.10.2024, εκφράζοντας την πρόθεσή της να αποσύρει την προσφυγή της και προς τούτο ο φάκελος της τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ούτως ώστε να υποβάλει δεόντως το αίτημά της. Σύμφωνα με το πρακτικό της δικασίμου ημερ. 18.10.2024, το Δικαστήριο ρώτησε την Αιτήτρια αν επιθυμεί να αποσύρει την υπόθεσή της, με την ίδια να δηλώνει: «Ναι θέλω να την κλείσω». Ερωτηθείσα στη συνέχεια από το Δικαστήριο κατά πόσο θα επιστρέψει πίσω στη χώρα της η Αιτήτρια δήλωσε: «Όχι θα επιστρέψω πίσω στον άντρα μου», ο οποίος, ως εξήγησε στη συνέχεια, βρίσκεται στην Ιρλανδία.
Όπως έχει κριθεί από τη νομολογία, η ανεπιφύλακτη δήλωση απόσυρσης ισοδυναμεί με νομικά δεσμευτική εγκατάλειψη της διαδικασίας. Σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν μπορεί να γίνει λόγος για απλή μη προώθηση, όπου το Δικαστήριο θα μπορούσε να εξετάσει αν υπήρχε πρόθεση εγκατάλειψης. Αντιθέτως, η απόσυρση έγινε με ξεκάθαρη δήλωση, χωρίς αιρέσεις ή επιφυλάξεις, κάτι που καταργεί κάθε δυνατότητα επαναφοράς της προσφυγής, εκτός εάν αποδεικνύεται γνήσιο λάθος ή εξαπάτηση. Και αυτό είναι εν προκειμένω το κρίσιμο προς εξέταση.
Η υποβληθείσα αίτηση για επαναφορά της αποσυρθείσας προσφυγής κρίνεται, υπό το φως των πραγματικών περιστατικών και της σχετικής νομολογίας, ως αβάσιμη και καταδικασμένη σε απόρριψη, αφού η Αιτήτρια δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι η απόσυρση της προσφυγής της ήταν αποτέλεσμα πλάνης ή γνήσιου λάθους, ούτε ότι στερούνταν πρόθεσης εγκατάλειψης της διαδικασίας. Αντιθέτως, το υφιστάμενο ιστορικό αποκαλύπτει ανεπιφύλακτη και αδιαμφισβήτητη εκπεφρασμένη βούληση της Αιτήτριας να τερματίσει τη διαδικασία, όπως αυτή καταγράφηκε στα πρακτικά του Δικαστηρίου στις 18.10.2024, ημερομηνία κατά την οποία η ίδια αυτοπροσώπως δήλωσε ότι επιθυμεί να αποσύρει την προσφυγή της. Η εν λόγω δήλωση, η οποία τεκμηριώνεται από τα επίσημα πρακτικά και το δικαστικό φάκελο, δεν συνοδεύτηκε από οποιαδήποτε επιφύλαξη ή όρο, και συνεπώς συνιστά νομικά δεσμευτική εγκατάλειψη της προσφυγής.
Περαιτέρω, η προσπάθεια μεταγενέστερης ανατροπής του αποτελέσματος της απόσυρσης μέσω της επίκλησης πλάνης, εδράζεται αποκλειστικά σε ισχυρισμούς τρίτου προσώπου (δηλούντος πληρεξουσίου της δικηγορικής εταιρείας), χωρίς καν να προσκομίζεται ένορκη δήλωση της ίδιας της Αιτήτριας, η οποία ήταν η μόνη αρμόδια να διαφωτίσει το Δικαστήριο ως προς την αληθή βούλησή της και τα περιστατικά της απόσυρσης. Η απουσία δικής της δήλωσης υπονομεύει σημαντικά το κύρος και τη σοβαρότητα των ισχυρισμών περί παραπλάνησης ή λάθους, καθιστώντας την αίτηση ελλιπή. Επιπλέον, η ένορκη δήλωση του δικηγόρου περιέχει σαφή ανακρίβεια ως προς την ημερομηνία απόρριψης της προσφυγής, γεγονός που εντείνει την εντύπωση πρόχειρης και ανακριβούς προσέγγισης εκ μέρους των συνηγόρων της Αιτήτριας.
Πρόσθετα ουδόλως εξηγείται στην υποστηρίζουσα την υπό εξέταση αίτηση, ένορκη δήλωση, το μεγάλο χρονικό διάστημα που παρήλθε από τις 18.10.2024, ημερομηνία απόρριψης της προσφυγής, μέχρι τις 05.03.2025, ημερομηνία καταχώρισης της υπό εξέταση αίτησης. Η αδράνειά της Αιτήτριας μετά την απόρριψη της προσφυγής της ενισχύει την άποψη ότι δεν υπήρξε ποτέ πραγματική πρόθεση προώθησης της προσφυγής της, συνιστώντας πρόσθετη ένδειξη εγκατάλειψης.
Το εύλογο του χρόνου αντίδρασης αποτελεί κρίσιμο στοιχείο στις αιτήσεις επαναφοράς, καθώς μια παρατεταμένη καθυστέρηση μπορεί να ερμηνευθεί ως ένδειξη έλλειψης πραγματικής πρόθεσης να συνεχίσει τη διαδικασία.
Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη και τον παράγοντα του χρόνου που μεσολάβησε μέχρι την καταχώριση της παρούσας αίτησης (άνω των τεσσάρων μηνών), χωρίς να δίδεται επαρκής εξήγηση για την καθυστέρηση, κρίνει ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις έγκαιρης αντίδρασης, ούτε εκείνες των εξαιρετικών περιστάσεων που θα δικαιολογούσαν άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας υπέρ της Αιτήτριας.
Ως είχα την ευκαιρία να επισημάνω στην απόφαση μου ημερ. 18.10.2024, επί της προσφυγής αρ. Ειδικό Μητρώο 2/2023, Α.Β. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας:
«Ως λέχθηκε στην Ρουβανιάς Λτδ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 191, 196: «Το κριτήριο επαναφοράς περικλείεται στη φράση "πέραν των δυνάμεων του εφεσείοντα ή αντεφεσείοντα. Εκφράζει με σαφήνεια την πρόθεση των συντακτών του Κανονισμού να περιορίσουν στο ελάχιστο το πεδίο άσκησης της δικαιοδοσίας για επαναφορά. Προφανώς γιατί διαφορετική αντιμετώπιση θα μπορούσε να δημιουργήσει επικίνδυνα ρήγματα στην εφαρμογή της αρχής της τελεσιδικίας» και «Η φράση δεν μπορεί παρά να σημαίνει εξαιρετικό έκτακτο ή σπάνιο συμβάν ή περίσταση, που είναι απρόβλεπτο και εκτός ελέγχου».
Επισημαίνεται ότι η ασφάλεια δικαίου, ως θεμελιώδης αρχή κάθε έννομης τάξης, απαιτεί οι δικαστικές αποφάσεις να είναι οριστικές και να μην ανατρέπονται μετά από μακρές καθυστερήσεις χωρίς εύλογη αιτία. Το σύστημα δικαιοσύνης βασίζεται στην αρχή ότι οι αποφάσεις είναι τελικές και πρέπει να γίνονται σεβαστές.
Η επαναφορά προσφυγής μετά από εννέα 9 μήνες από την απόρριψή της χωρίς σοβαρή και επαρκή δικαιολογία υπονομεύει την αρχή αυτή, οδηγώντας εν τέλει σε αποσταθεροποίηση του συστήματος δικαιοσύνης.
Η αναβίωση της υπόθεσης θα καθυστερούσε περαιτέρω την απονομή δικαιοσύνης, ενώ ο αιτητής είχε πολλές ευκαιρίες να προωθήσει την προσφυγή του αλλά επέλεξε να μην το πράξει εγκαίρως.
Άλλωστε, ως ελέχθη στην Matanes v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 540/2012, ημερ. 30.11.2012 : «Η απόρριψη της θέτει τέρμα στην ίδια την ύπαρξη της, οπότε η αναβίωση της, μέσω επαναφοράς, ανατρέπει την ανατρεπτική αυτή προθεσμία εφόσον δίδει νέα ευκαιρία στο διοικούμενο να προωθήσει την αίτηση ακύρωσης.»
Κλείνοντας, επισημαίνω ότι το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη είναι αναμφισβήτητα θεμελιώδες και προστατεύεται από το Σύνταγμα και τη νομολογία.
Ωστόσο, δεν φρονώ ότι πλήττεται το δικαίωμα αυτό του Αιτητή αφού ο ίδιος είχε πρόσβαση στο Δικαστήριο ανεμπόδιστα από την ημέρα καταχώρισης της προσφυγής, 28.04.2022, και ήταν ελεύθερος κατά πάντα χρόνο να την προωθήσει, εντός του ταχθέντος υπό του Δικαστηρίου χρόνου και αναλόγως των οδηγιών του, ώστε να ανταποκριθεί και να εξασφαλίσει την προστασία που το Σύνταγμα του παρέχει και της θεραπείας που δυνατόν να πετύχει δυνάμει του Άρθρου 146(4) του Συντάγματος. Το δικαίωμα αυτό δεν είναι ούτε απόλυτο ούτε απεριόριστο και υπόκειται σε περιορισμούς, οι οποίοι είναι αναγκαίοι για την εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης και την προστασία των δικαιωμάτων των διαδίκων. Το δικαίωμα του αιτητή προστατεύεται εφόσον προωθεί νομοτύπως την προσφυγή του και δεν δικαιούται να παρακάμπτει τις διαδικασίες και οδηγίες του Δικαστηρίου. Τούτο δε, δεν μπορεί να ασκείται κατά τρόπο που παραβιάζει τους βασικούς δικονομικούς κανόνες που διασφαλίζουν την ομαλή λειτουργία του δικαστικού συστήματος. Οι δικονομικοί κανόνες, όπως οι προθεσμίες και οι διαδικασίες για την προώθηση μιας υπόθεσης, δεν είναι απλώς τυπικές απαιτήσεις, αλλά ουσιώδη εργαλεία για την εξασφάλιση αποτελεσματικής δικαιοσύνης. Η παράβασή τους μπορεί να βλάψει την ομαλή απονομή της δικαιοσύνης ενώ οδηγεί σε καταστρατήγηση του δικαιώματος για διαπίστωση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αμφοτέρων, διοίκησης και διοικούμενου εντός ευλόγου χρόνου, σύμφωνα με το Άρθρο 30(2) του Συντάγματος και κατ΄ επέκταση πλημμέλεια του Δικαστηρίου να τηρήσει τις προθεσμίες[6].
Το μεγάλο χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει από την ημερομηνία απόρριψης της προσφυγής του (στις 14.12.2023) μέχρι την ημερομηνία (Αύγουστο του 2024) που ο Αιτήτης προσήλθε στο Πρωτοκολλητείο του παρόντος Δικαστηρίου, εκφράζοντας την πρόθεση του να επαναφέρει την προσφυγή του, καταδεικνύει αδιαφορία και πρόθεση εγκατάλειψης αυτής. Δεν μπορεί η δικαστική διαδικασία να καθίσταται έρμαιο της κρίσης του Αιτητή σε σχέση με τον χρόνο που ο ίδιος επιλέγει να καταχωρήσει την αίτηση παραμερισμού
Τυχόν επαναφορά της υπόθεσης θα ισοδυναμούσε με αδιαφορία ως προς τη σημασία και τη βαρύτητα της τελεσιδικίας[7]».
Τα ίδια εν πολλοίς τυγχάνουν αναλογικής εφαρμογής και στην υπό εξέταση υπόθεση. Υπό τις περιστάσεις κρίνω ότι ουσιαστικά η Αιτήτρια δια της συμπεριφοράς της, όπως περιγράφηκε ανωτέρω, λειτούργησε κατά τρόπο που αντικειμενικά δύναται να θεωρηθεί ότι δεν ενδιαφερόταν κατ΄ ουσίαν να προωθήσει την προσφυγή της.
Επισημαίνεται ότι η ασφάλεια δικαίου, ως θεμελιώδης αρχή κάθε έννομης τάξης, απαιτεί οι δικαστικές αποφάσεις να είναι οριστικές και να μην ανατρέπονται μετά από μακρές καθυστερήσεις χωρίς εύλογη αιτία. Το σύστημα δικαιοσύνης βασίζεται στην αρχή ότι οι αποφάσεις είναι τελικές και πρέπει να γίνονται σεβαστές.
Η επαναφορά προσφυγής χωρίς σοβαρή και επαρκή δικαιολογία υπονομεύει την αρχή αυτή, οδηγώντας εν τέλει σε αποσταθεροποίηση του συστήματος δικαιοσύνης. Η αναβίωση της υπόθεσης θα καθυστερούσε περαιτέρω την απονομή δικαιοσύνης, ενώ η Αιτήτρια είχε πολλές ευκαιρίες να προωθήσει την προσφυγή του αλλά επέλεξε να μην το πράξει εγκαίρως.
Άλλωστε, ως ελέχθη στην Matanes (ανωτέρω) : «Η απόρριψη της θέτει τέρμα στην ίδια την ύπαρξη της, οπότε η αναβίωση της, μέσω επαναφοράς, ανατρέπει την ανατρεπτική αυτή προθεσμία εφόσον δίδει νέα ευκαιρία στο διοικούμενο να προωθήσει την αίτηση ακύρωσης.»
Κλείνοντας, επισημαίνω ότι το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη είναι αναμφισβήτητα θεμελιώδες και προστατεύεται από το Σύνταγμα και τη νομολογία.
Ωστόσο, δεν φρονώ ότι πλήττεται το δικαίωμα αυτό της Αιτήτριας αφού η ίδια είχε πρόσβαση στο Δικαστήριο ανεμπόδιστα από την ημέρα καταχώρισης της προσφυγής της και ήταν ελεύθερος κατά πάντα χρόνο να την προωθήσει, εντός του ταχθέντος υπό του Δικαστηρίου χρόνου και αναλόγως των οδηγιών του, ώστε να ανταποκριθεί και να εξασφαλίσει την προστασία που το Σύνταγμα του παρέχει και της θεραπείας που δυνατόν να πετύχει δυνάμει του Άρθρου 146(4) του Συντάγματος. Το δικαίωμα αυτό δεν είναι ούτε απόλυτο ούτε απεριόριστο και υπόκειται σε περιορισμούς, οι οποίοι είναι αναγκαίοι για την εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης και την προστασία των δικαιωμάτων των διαδίκων. Το δικαίωμα του αιτητή προστατεύεται εφόσον προωθεί νομοτύπως την προσφυγή του και δεν δικαιούται να παρακάμπτει τις διαδικασίες και οδηγίες του Δικαστηρίου.
Δεν θεωρώ, τέλος, ότι θίγεται εν προκειμένω η αρχή της μη επαναπροώθησης καθότι η Αιτήτρια διατηρεί - σε κάθε περίπτωση - κάθε δικαίωμα να προσβάλει, μεταξύ άλλων και στη βάση αυτή, το όποιο διάταγμα απέλασης ήθελε εκδοθεί, ως συνέπεια απώλειας της ιδιότητας του αιτητή ασύλου, ως αποτέλεσμα απόρριψης της προσφυγής της.
Ως έχει πολύ προσφάτως επισημανθεί από το Εφετείο κατά την άσκηση της Αναθεωρητικής του λειτουργίας στην HENRIA TCHABON TCHIOUNDJE v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, MEΣΩ YΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 152/2023, 14.01.2025 (-έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Σημειώνεται ότι η εκτέλεση απόφασης (της Υπηρεσίας Ασύλου, εν προκειμένω) για απόρριψη αίτησης διεθνούς προστασίας δεν έχει αφ' εαυτής ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση του αιτητή από τη Δημοκρατία και είναι έτσι καταρχήν συμβατή με την Αρχή της μη επαναπροώθησης και το προρρηθέν Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (απόφαση ΔΕΕ ημερ. 19.6.2018 στην Υπόθεση C-181/16 Gnandi, σκέψη 55), αφού η απομάκρυνσή του υλοποιείται με μεταγενέστερη διοικητική πράξη, ήτοι το διάταγμα απέλασης/απόφασης επιστροφής. Θεωρούμε ότι κατ' αναλογία το ίδιο ισχύει και για τη δικαστική απόφαση με την οποία απορρίπτεται δικαστική προσφυγή του αιτητή διεθνούς προστασίας ή/και η υπ' αυτού υποβληθείσα αίτηση επαναφοράς».
Ως καταληκτικά επισημάνθηκε στην Κυπριακή Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου ν. Κυπριακός Οργανισμός Αθλητισμού, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 54/18 ημερομηνίας 05.03.2020:
«Γνώμονας άσκησης της διακριτικής ευχέρειας είναι το συμφέρον της δικαιοσύνης (Τράπεζα Κύπρου Λτδ ν. Στεφάνου κ.α. (2010) 1 ΑΑΔ 710), όμως «τα περιθώρια δεν παύουν να είναι, εκ του γράμματος του Κανονισμού, στενά και η ευχέρεια αυτή πρέπει να ασκείται με φειδώ» (E.A.S. Prestige Unite Securite Services Ltd v Δημοκρατία μέσω του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως, Έφεση κατά Απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.69/2017, ημερ.6.5.2019)».
Για όλους τους πιο πάνω λόγους θεωρώ ότι δεν δικαιολογείται η επαναφορά της προσφυγής και η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα €500 εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ΄ ων η αίτηση.
Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] ISSAM LOTFY MOHAMED EL AASSY ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, Υπόθεση Αρ. 1252/2010, 17 Μαΐου 2011
[2] Μούντη- Κοντοπούλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, υπόθεση αρ. 21/2017, 12.10.2018.
[3] Δημητρίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 2211.
[5] Βλ. Σύγγραμμα Ηλιάνας Νικολάου και Γεώργιου Τσαούση, «Εγχειρίδιο Κυπριακής Διοικητικής Δικονομίας», 2021 Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 164.
[7] Βλ. Σύγγραμμα Ηλιάνας Νικολάου και Γεώργιου Τσαούση, «Εγχειρίδιο Κυπριακής Διοικητικής Δικονομίας», 2021 Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 165.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο