D.B.B. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθ. Αρ.: 2804/2024, 16/7/2025
print
Τίτλος:
D.B.B. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθ. Αρ.: 2804/2024, 16/7/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: 2804/2024

16 Ιουλίου, 2025

[Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

D.B.B.

Αιτήτρια

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

Εμφανίσεις:

Α. Βαφέας (κος) για ΑΝΤΩΝΗΣ ΒΑΦΕΑΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε., Δικηγόροι για την Αιτήτρια

Ν. Νικολάου (κος), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.

Αιτήτρια Παρούσα.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, επιστολής ημερομηνίας 01/07/24 (η οποία της κοινοποιήθηκε αυθημερόν), με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ως άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερούμενη κάθε έννομου αποτελέσματος.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 15/05/24, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της στις 30/05/24 και στις 04/06/24 ετοιμάστηκε σχετική έκθεση/εισήγηση. Αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών, αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης στις 04/06/24, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Η Αιτήτρια, μέσω των συνηγόρων της, προβάλλει ότι στη χώρα καταγωγής της κινδυνεύει εξαιρετικά η ζωή της και η υγεία της. Παράλληλα, χωρίς αιτιολόγηση και παραπομπή σε νομικά σημεία ή/και στα πραγματικά δεδομένα της υπόθεσης, με γενικότητα προβάλλει τους ακόλουθους λόγους ακύρωσης της επίδικης πράξης των Καθ’ ων η Αίτηση: (α) η απόφαση στερείται επαρκούς ή/και δέουσας αιτιολογίας, (β) η απόφαση λήφθηκε χωρίς να προηγηθεί δέουσα έρευνα και πάσχει λόγω νομικής πλάνης και πλάνης περί τα πράγματα, (γ) η απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση βρίσκεται σε αντίθεση με τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης, ενώ λήφθηκε με αδικαιολόγητη καθυστέρηση και αργοπορία, και (δ) η προσβαλλόμενη πράξη έγινε από αναρμόδιο πρόσωπο που δεν ήταν κατάλληλα εξουσιοδοτημένο ως προς την έκδοση τέτοιων αποφάσεων.

 

Οι Καθ' ων η Αίτηση, υποβάλλουν ότι οι νομικοί λόγοι ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης δεν εγείρονται σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962. Επιπλέον, αντικρούουν τον ως άνω ισχυρισμό που προβάλλει η Αιτήτρια περί έκδοσης της επίδικης απόφασης από αναρμόδιο πρόσωπο και αντιτείνουν ότι ο εν λόγω λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών (παραπέμποντας στη σχετική εξουσιοδότηση ημερ.09/06/2022 που υπάρχει στο παράρτημα 5 της Ένστασης τους). Τέλος, ως προς την ουσία, αναφέρουν ότι η Αιτήτρια έχει κριθεί αναξιόπιστη σχετικά με τους δύο από τους τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς που ηγέρθηκαν κατά τον λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου και μόνο ο ισχυρισμός της που αφορά στα προσωπικά της στοιχεία/προφίλ έγινε αποδεκτός.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Αρχικά θα πρέπει να υποδειχθεί ότι η Γραπτή Αγόρευση της Αιτήτριας μέσω των δικηγόρων της, κατά το πρώτο μέρος αναλώνεται στην επανάληψη των σημείων ακύρωσης που με γενικότητα καταγράφονται στο αιτητικό της προσφυγής της, ενώ στο δεύτερο μέρος, γίνεται μια γενική και πάλι αναδιατύπωσή τους, χωρίς δε, σε κάθε περίπτωση, να γίνεται υπαγωγή τους σε πραγματικά γεγονότα και στα νομικά δεδομένα της υπόθεσης, ενώ συνάμα, απουσιάζουν οι αναφορές στις σχετικές διατάξεις, τους νόμους και τους κανόνες δικαίου, με αποτέλεσμα οι πιο πάνω λόγοι ακύρωσης που προβάλλει η Αιτήτρια μέσω των συνηγόρων της, να καθίστανται ανεπαρκούς αιτιολόγησης. Με βάση τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, οι διατάξεις του οποίου εφαρμόζονται κατ’ αναλογία και από το παρόν Δικαστήριο (Βλέπε Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2022 (3/2019), επιβάλλεται η υποχρέωση στον ενδιαφερόμενο/αιτητή όχι μόνο να εγείρει με το δικόγραφο του όλα τα σημεία τα οποία υποστηρίζουν την προσφυγή του αλλά ταυτόχρονα να τα αιτιολογεί πλήρως (η εν λόγω υποχρέωση δεν επιβάλλεται σε περίπτωση που διάδικος εμφανίζεται άνευ συνηγόρου). Η αιτιολόγηση νομικών σημείων είναι απαραίτητη για την εξέταση λόγων ακύρωσης από το Δικαστήριο, οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια, αναπόφευκτα επηρεάζει τη νομική τους βάση με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να κριθούν αναιτιολόγητοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης. Επομένως, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί ισχυρισμοί που δεν εξειδικεύονται ή δεν αιτιολογούνται διότι με αυτό τον τρόπο το Δικαστήριο, παρόλο που ασκεί και έλεγχο ουσίας, θα οδηγείτο σε συζήτηση σχεδόν οιουδήποτε θέματος κατά παράβαση των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου που διαδραματίζουν στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κουκκουρή(1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Latomia Estate Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533, Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, επίσης – Ιωσηφίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1990) 3 Α.Α.Δ. 4599, Kadivari ν. Δημοκρατίας (αρ. 2) (1992) 4 Α.Α.Δ. 2924, βλέπε επίσης Υπόθ. Αρ. 107/2017, Χριστόδουλος Μιχαήλ (Συνταγματάρχης) κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπουργού Άμυνας, ημερομηνίας 11/12/2017 -όπου γίνεται επανάληψη της πάγιας νομολογίας επί του ζητήματος). Σημειώνεται δε, ότι λόγοι ακύρωσης που καταγράφονται στην προσφυγή, αλλά δεν έχουν αναπτυχθεί μέσω της Γραπτής Αγόρευσης θεωρείται, με βάση την πάγια νομολογία, ότι έχουν εγκαταλειφθεί, ενώ δε, τα γεγονότα και τα επίδικα θέματα περιορίζονται στη δικογραφία και οι γραπτές αγορεύσεις δεν αποτελούν μέσο προσαγωγής μαρτυρίας ή διεύρυνσης των επίδικων θεμάτων (βλ. Υπόθεση Αρ. 238/2019, Ε.Ε. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Άμυνας, ημερομηνίας 11/04/2025 -όπου γίνεται επανάληψη της πάγιας νομολογίας επί του ζητήματος).

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω που εφαρμόζονται και στην παρούσα υπόθεση, προχωρώ να εξετάσω μόνο τους λόγους ακύρωσης που καλύπτονται επαρκώς από τους νομικούς ισχυρισμούς του δικογράφου της προσφυγής και πληρούν τις προϋποθέσεις αιτιολόγησης.

 

Καταρχάς, αναφορικά με το ζήτημα αναρμοδιότητας προσώπου, σύμφωνα με τα δεδομένα και στοιχεία που υποστηρίζονται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου (στο εξής «ΔΦ»), προκύπτει ότι ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, που με βάση την εισήγηση του λειτουργού έλαβε την επίδικη (απορριπτική) απόφαση επί της αίτησης της Αιτήτριας για διεθνή προστασία (ερυθρό 84 ΔΦ), ήτο δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών (ερυθρό 42 ΔΦ). Όσον αφορά δε, τον ισχυρισμό περί αδικαιολόγητης καθυστέρησης και αργοπορίας στη λήψη της επίδικης απόφασης, αρχικά σημειώνεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 13(5) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί), κατά την κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων (που αφορά και την παρούσα περίπτωση), η Υπηρεσία Ασύλου μεριμνά για την «ταχύτερη δυνατή ολοκλήρωση», με την επιφύλαξη της «διασφάλισης της κατάλληλης και πλήρους εξέτασης». Από τα γεγονότα που προκύπτουν στην παρούσα υπόθεση, παρατηρείται ότι η αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε η Αιτήτρια εξετάστηκε άμεσα από την Υπηρεσία Ασύλου, ακολουθώντας όλα τα στάδια της προβλεπόμενης διαδικασίας, και η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε (εξάλλου) εντός του σχετικού χρονικού πλαισίου που προνοεί ο Νόμος (σημειώνεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 13(6)(α) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί), «…η Υπηρεσία Ασύλου εξασφαλίζει ότι η διαδικασία εξέτασης της αίτησης ολοκληρώνεται εντός έξι (6) μηνών από την κατάθεση της αίτησης…»). Πέραν τούτων, από τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, μέσω των συνηγόρων της, δεν προκύπτει οτιδήποτε που να ανατρέπει το τεκμήριο της νομιμότητας και της κανονικότητας της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης.

 

Ανεξαρτήτως των πιο πάνω και αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023 (Ν. 73(Ι)/2018), προχωρώ σε αξιολόγηση των λόγων ακύρωσης που συναρτώνται άμεσα με ζητήματα ουσίας του αιτήματος της Αιτήτριας και με ισχυρισμούς που αφορούν έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Κατά την υποβολή της αίτησης της για διεθνή προστασία, η Αιτήτρια κατέγραψε ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της και δεν επιθυμεί να επιστρέψει, ότι η ίδια από μικρή ηλικία συνήθιζε να έχει σχέσεις με γυναίκες παρά με άντρες, ενώ αυτό δεν άρεσε στον πατέρα της όταν εκείνος το έμαθε, που την κτυπούσε και την απειλούσε, και επίσης, την έδιωξε από το σπίτι. Ισχυρίστηκε επιπλέον, ότι της προκάλεσε εγκαύματα, ενώ όταν η μητέρα της έμαθε ότι η ίδια ήταν ομοφυλόφιλη και ότι την κτυπούσε ο πατέρας της, εκείνη προσφέρθηκε να τη βοηθήσει ώστε να φύγει από τη χώρα της και να έρθει στην Κύπρο. Τέλος, επικαλέστηκε ότι στα κατεχόμενα την είχε απειλήσει ένας άντρας, επειδή (κατ’ ισχυρισμό) η ίδια είχε σχέση με τη σύζυγό του. (ερυθρό 1 ΔΦ). Κατά το στάδιο της συνέντευξής της και αναφορικά με τα προσωπικά της στοιχεία, η Αιτήτρια δήλωσε ενήλικη, υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κογκό (στο εξής «ΛΔΚ»), με τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής την κοινότητα Lingwala στην Kinshasa. Ως προς την οικογενειακή της κατάσταση, δήλωσε ανύπαντρη και χωρίς εξαρτώμενα, καθώς και ότι, οι γονείς της είχαν χωρίσει το 2022 και ο πατέρας της έχει (μετέπειτα) ξαναπαντρευτεί. Η μητέρα και τα δύο αδέλφια της διαμένουν στην Kinshasa, και η ίδια έχει συχνή επικοινωνία μαζί τους, όχι όμως με τον πατέρα της. Έχει επίσης αρκετούς θείους και θείες, καθώς και τους παππούδες από την πλευρά του πατέρα της, και όλοι τους διαμένουν στην Kinshasa. Ως προς το εκπαιδευτικό της επίπεδο, δήλωσε ότι είναι απόφοιτη δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Ως προς την επαγγελματική της εμπειρία, η Αιτήτρια δήλωσε ότι δεν εργαζόταν στη χώρα καταγωγής της και ότι τη συντηρούσε η μητέρα της, η οποία διατηρεί επιχείρηση ρουχισμού. Αναφορικά με την κατάσταση της υγείας της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι δεν αντιμετωπίζει οποιοδήποτε πρόβλημα υγείας ή ιατρικά θέματα. Ως προς τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια επικαλέστηκε ότι, όταν έμαθε ο πατέρας της ότι η ίδια είχε σχέσεις με άλλες κοπέλες, εκείνος άρχισε να την απειλεί και να την κακομεταχειρίζεται. Ως ισχυρίστηκε, ο πατέρας της δεν την φρόντιζε, ούτε πλήρωνε τα δίδακτρα για το σχολείο της, και επίσης, την κτυπούσε και την έκαψε με το σίδερο των ρούχων, ενώ επιπλέον, την έδιωξε από το σπίτι. Ως εκ τούτου, η μητέρα της αποφάσισε να στείλει την ίδια για να σπουδάσει στο εξωτερικό και έτσι η Αιτήτρια κατέληξε στην Κύπρο, ως επίσης δήλωσε.

 

Ακολούθως, η λειτουργός προχώρησε με ερωτήσεις που αφορούσαν τον σεξουαλικό προσανατολισμό της Αιτήτριας, στη βάση του μοντέλου Difference, Stigma and Shame, Harm[1] - Διαφορετικότητα, Στίγμα και Ντροπή, Βλάβη (στο εξής «DSSH»). Ως προς την πτυχή της διαφορετικότητας (“difference”), η Αιτήτρια δήλωσε, ως προς τον σεξουαλικό της προσανατολισμό, ότι είναι ομοφυλόφιλη, και ως προς τη σεξουαλική της ταυτότητα, ότι προσδιορίζεται ως γυναίκα. Δήλωσε επίσης, ότι η ίδια είχε διαπιστώσει πως την έλκυαν οι γυναίκες παρά οι άντρες, όταν φοιτούσε στην τρίτη τάξη του γυμνασίου, ωστόσο, δεν είχε κάποια προσωπική εμπειρία, αλλά ήταν κάτι που επέλεξε η ίδια μπαίνοντας στην εφηβεία. Ως προς το λόγο που η ίδια επέλεξε να έχει σχέσεις με γυναίκες, η Αιτήτρια ανέφερε ότι αυτό ήταν κάτι που της άρεσε, αφού δεν είχε οποιαδήποτε συναισθήματα για τους άντρες, και σε τούτα συνέτεινε και το γεγονός ότι φοιτούσε σε σχολείο θηλέων. Δήλωσε επίσης, ότι η ίδια ένιωθε άνετα με αυτό και αντιλαμβανόταν ότι οι οικογένειες από την πλευρά των γονιών της ήταν εναντίον της. Ανέφερε επίσης, ότι η ίδια είχε μια πολύ καλή σχέση με μια γυναίκα στην Kinshasa, που διήρκησε έναν χρόνο περίπου, ωστόσο, χώρισαν όταν η Αιτήτρια έφυγε από τη χώρα της. Σε σχετικά ερωτήματα που της τέθηκαν, η Αιτήτρια ανέφερε ότι στη χώρα της υπάρχουν σύνολα με άτομα που ενδιαφέρονται για ομοφυλοφιλικές σχέσεις, αλλά δεν υπάρχουν οιεσδήποτε υπηρεσίες για υποστήριξή τους. Ως προς την πτυχή του στίγματος (“stigma”), η Αιτήτρια ανέφερε ότι η κοινωνία στη ΛΔΚ είναι εναντίον της ομοφυλοφιλίας και η ίδια δεν ήταν σε θέση να εκφραστεί ελεύθερα στη χώρα της, ενώ για την ομοφυλοφιλική σχέση που δήλωσε ότι είχε, αυτή την κρατούσαν κρυφή μεταξύ τους, όπως είπε. Ως προς την αντίδραση των μελών της οικογένειάς της, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι, οι υπόλοιποι απλά μιλούσαν εναντίον των όσων η ίδια έκανε, ενώ ο πατέρας της προέβαινε σε πράξεις εναντίον της ίδιας. Συγκεκριμένα, όπως είπε, όλοι ήταν εναντίον της και κανένας τους δεν την στήριζε για αυτό που έκανε, τόσο από την πλευρά της οικογένειας του πατέρα της, όσο και από την πλευρά της οικογένειας της μητέρας της. Αναφορικά με τη μητέρα της, η Αιτήτρια επικαλέστηκε ότι και εκείνη ήταν εναντίον της, ωστόσο, ως επίσης δήλωσε, επειδή όλοι ήταν εναντίον της, η μητέρα της προσπαθούσε υπομονετικά και συμβουλεύοντας την, για να την πείσει να αλλάξει. Ως προς την πτυχή της ντροπής (“shame”), η Αιτήτρια ανέφερε ότι η ίδια ένιωθε πολύ άσχημα όταν την εγκατέλειψε ο πατέρας της, επικαλούμενη ως προς τούτο, ότι δεν ήταν ελεύθερη να εκφραστεί. Ως προς την πτυχή της βλάβης (“harm”), ανέφερε ότι είχε μιλήσει για το πιο πάνω στη θεία της από την πλευρά της μητέρας της, η οποία το εξέλαβε ως κάτι το φυσιολογικό. Ισχυρίστηκε επίσης, ότι πέραν των γονιών της, στη χώρα της γνωρίζουν για τον σεξουαλικό της προσανατολισμό και οι οικογένειές τους. Επιπλέον, δήλωσε ότι η ίδια προσπαθούσε να κρατήσει κρυφό τον σεξουαλικό της προσανατολισμό στη χώρα της, αλλά κάποιοι το ανακάλυψαν και γνώριζαν για την ίδια, έτσι το έμαθαν και τα μέλη της οικογένειάς της. Ερωτηθείσα σχετικά με το πως η κυβέρνηση της ΛΔΚ αντιμετωπίζει τα ομοφυλόφιλα άτομα, η Αιτήτρια είπε πως δεν γνωρίζει επακριβώς, αλλά το μόνο που γνωρίζει είναι ότι δεν τους αρέσουν τα ομοφυλόφιλα άτομα. Ερωτηθείσα κατά πόσο συνέβη κάτι στην ίδια μετά που αποκαλύφθηκε ο σεξουαλικός της προσανατολισμός, η Αιτήτρια δήλωσε ότι δεν της συνέβη οτιδήποτε στην πράξη.

 

Στη συνέχεια, όσον αφορά τους γονείς της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι δεν γνωρίζει ακριβώς το πότε χώρισαν, ενώ σχετικά με τα όσα επικαλέστηκε περί κακομεταχείρισης της από τον πατέρα της, ισχυρίστηκε πως αυτά ξεκίνησαν το 2021. Ερωτηθείσα κατά πόσο της συνέβη οτιδήποτε, από το 2022 που ο πατέρας της έφυγε από το σπίτι μέχρι και το 2023 που η ίδια έφυγε από τη χώρα της, η Αιτήτρια αποκρίθηκε αρνητικά, ενώ επιβεβαίωσε πως ουδέποτε είχε συλληφθεί ή κρατηθεί στη χώρα καταγωγής της για οποιονδήποτε λόγο, καθώς και ότι, οι αρχές της χώρας τα θα της επέτρεπαν να επιστρέψει. Ερωτηθείσα για το τι θα μπορούσε να συμβεί στην ίδια σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι θα αντιμετωπίσει κακομεταχείριση. Σε διευκρινιστικό ερώτημα, η Αιτήτρια επικαλέστηκε ότι προτού ο πατέρας της αρχίσει να την απειλεί, ήταν ήδη σε διαδικασία για να χωρίσει από τη μητέρα της. Τέλος, ισχυρίστηκε ότι κατά την παραμονή της στα κατεχόμενα, η ίδια είχε σχέση με μια κοπέλα εκεί και όταν το έμαθε ο φίλος της εν λόγω κοπέλας, τότε άρχισε να την παρενοχλεί.

 

Η λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου εντόπισε και αξιολόγησε, συνολικά τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς της Αιτήτριας, ήτοι: (α) προσωπικά στοιχεία, χώρα καταγωγής και τόπο συνήθους διαμονής στη ΛΔΚ, (β) σεξουαλικός προσανατολισμός της Αιτήτριας ως ομοφυλόφιλο άτομο, και (γ) κατ’ ισχυρισμό στοχοποίηση της Αιτήτριας από τον πατέρα της λόγω του σεξουαλικού της προσανατολισμού, από τα οποία αποδεκτά έγιναν μόνο τα προσωπικά στοιχεία/προφίλ της Αιτήτριας (ερυθρά 82-80 ΔΦ), ενώ απορρίφθηκαν, λόγω εσωτερικής αναξιοπιστίας, οι υπόλοιποι ισχυρισμοί της.

 

Ως προς το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, η λειτουργός αφού παρουσίασε τις βασικές του μοντέλου DSSH (ερυθρά 80-79 ΔΦ), προέβη σε αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας της Αιτήτριας, προβαίνοντας σε ανάλυση των σχετικών απαντήσεων που η ίδια έδωσε σε σειρά ερωτήσεων (ανοικτού και κλειστού τύπου), προκειμένου να διαπιστωθεί η εσωτερική αξιοπιστία της. Ως (γενικότερα) διαπίστωσε η λειτουργός, σχετικά με τον ισχυρισμό της Αιτήτριας περί του σεξουαλικού προσανατολισμού της, η ίδια δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές πληροφορίες, ούτε και να απαντήσει με σαφήνεια και συνοχή στα ερωτήματα που της τέθηκαν σχετικά με τον σεξουαλικό της προσανατολισμό. Ειδικότερα, η λειτουργός ανέλυσε/αξιολόγησε τις σχετικές δηλώσεις της Αιτήτριας στη βάση του μοντέλου DSSH, ως ακολούθως:

(α) Διαφορετικότητα (ερυθρό 79 ΔΦ): Αξιολογώντας τις απαντήσεις της Αιτήτριας στις ερωτήσεις που της τέθηκαν υπό το σκέλος της διαφορετικότητας/“difference” (που αφορά στο ότι το άτομο θα έχει αναγνωρίσει σε κάποια φάση ότι είναι διαφορετικό, ενδεχομένως μέσω μιας σειράς συνειδητοποιήσεων της διαφορετικότητας), η λειτουργός κατέγραψε ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές πληροφορίες, αλλά ούτε και να περιγράψει τα συναισθήματά της, όσον αφορά τη συνειδητοποίηση του σεξουαλικού της προσανατολισμού και την εμπειρία που βίωσε προσωπικά όταν μεγαλώνοντας ανακάλυψε ότι είναι διαφορετική, όπου η Αιτήτρια ισχυρίστηκε πως δεν είχε κάποια προσωπική εμπειρία, αλλά ήταν ένας τρόπος ζωής που η ίδια επέλεξε μεγαλώνοντας, χωρίς δε, να επεξηγήσει τη διαδικασία της προσωπικής αντίληψης της διαφορετικότητας της από τα ετερόφυλα στερεότυπα. Κληθείσα δε, να αναφερθεί στο δεσμό που ισχυρίστηκε ότι είχε με γυναίκα στη χώρα της, παρατηρήθηκε ότι η ίδια αποκρίθηκε χωρίς να παρέχει ικανοποιητικές πληροφορίες, λέγοντας πως είχαν μια πολύ καλή σχέση μεταξύ τους, αλλά χώρισαν όταν η ίδια έφυγε από τη χώρα της, ωστόσο, αναμενόταν ότι η Αιτήτρια θα ήταν σε θέση να δώσει κάποιες λεπτομέρειες σχετικά με το προφίλ του ατόμου που κατ’ ισχυρισμό είχαν δεσμό, καθώς και να αναφερθεί επαρκώς στη μεταξύ τους σχέση.

(β) Στίγμα/Ντροπή (ερυθρά 79-78 ΔΦ): Αξιολογώντας τις απαντήσεις της Αιτήτριας στις ερωτήσεις που της τέθηκαν υπό το σκέλος του στίγματος/“stigma” και της ντροπής/“shame” (όπου το στίγμα αναφέρεται στην αναγνώριση και εμπειρία της κοινωνικής απομόνωσης και του στιγματισμού, λόγω της διαφορετικότητας του ατόμου από τα κοινωνικά στερεότυπα, ενώ η ντροπή σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να θεωρηθεί ως η εσωτερίκευση του στίγματος ή του αποκλεισμού από την κοινωνία, που συνοδεύεται από συναισθήματα ενοχής, τύψης και μοναχικότητας), καταγράφηκε από την λειτουργό ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να αναφέρει με λεπτομέρεια και σαφήνεια την άποψη της κοινωνίας στη χώρα της απέναντι στα ομοφυλόφιλα άτομα, όπου η ίδια ανέφερε μόνο ότι η κοινωνία στη χώρα της δεν αποδέχεται καθόλου την ομοφυλοφιλία, ωστόσο, αναμενόταν να παραθέσει περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με την αντιμετώπιση των ομοφυλόφιλων ατόμων από την κοινωνία στη χώρα της, εφόσον ο σεξουαλικός προσανατολισμός αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ταυτότητας ενός ατόμου, που ενδεχομένως να το φέρει αντιμέτωπο με σοβαρές συνέπειες αποκλεισμού από την οικογένειά του και την ευρύτερη κοινωνία. Επιπλέον, παρατηρήθηκε ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να αναφερθεί σε οποιοδήποτε συναίσθημα κατά τις ερωτήσεις που της έγιναν σχετικά με τη στάση της οικογένειάς της απέναντί της, όπου η ίδια επικαλέστηκε ότι τα μέλη της οικογένειάς της ήταν όλα εναντίον της και κανείς τους δεν την υποστήριζε, ενώ απλά μιλούσαν χωρίς να της κάνουν κάτι, ωστόσο, αναμενόταν ότι η Αιτήτρια θα ήταν σε θέση να αναφερθεί επακριβώς στα συναισθήματα που είχε, εφόσον ο σεξουαλικός προσανατολισμός συνδέεται με απόκλιση από τα ετερόφυλα στερεότυπα, προκαλώντας ενδεχομένως μια ψυχική εσωτερική διαμάχη στο άτομο που αναγνωρίζει την εν λόγω διαφορετικότητά του. Περαιτέρω, η λειτουργός σημείωσε ότι, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να αναφερθεί σε οποιοδήποτε άλλο συναίσθημα πέραν της λύπης όταν την εγκατέλειψε ο πατέρας της, όπου ερωτηθείσα για το πως ένιωσε η ίδια για τον εαυτό της όταν την απέρριψε ο πατέρας της λόγω του σεξουαλικού της προσανατολισμού, αποκρίθηκε με έλλειψη συνοχής και συνέπειας, ισχυριζόμενη πως αισθάνθηκε πολύ άσχημα αφού δεν μπορούσε να εκφραστεί ελεύθερα.

(γ) Βλάβη (ερυθρά 78-77 ΔΦ): Αξιολογώντας τις απαντήσεις της Αιτήτριας στις ερωτήσεις που της τέθηκαν υπό το σκέλος της βλάβης/“harm” (όπου η βλάβη συνδέεται άμεσα με το στίγμα, το οποίο κάνει το άτομο εξαιρετικά ευάλωτο, ‘ξεχωρίζοντάς’ το από την κοινωνία, ενώ ο φόβος να υποστεί σοβαρή βλάβη λόγω του σεξουαλικού του προσανατολισμού, ενδέχεται να υποκινήσει το εν λόγω άτομο στην αναζήτηση διεθνούς προστασίας), καταγράφηκε από την λειτουργό ότι η Αιτήτρια δήλωσε πως έκρυβε τον σεξουαλικό της προσανατολισμό στη χώρα καταγωγής της, ωστόσο, όταν κλήθηκε να αναφερθεί στον τρόπο με τον οποίο τον κρατούσε κρυφό, η ίδια δεν ήταν σε θέση να απαντήσει με συνοχή και συνέπεια, ούτε να εκφράσει την προσωπική της εμπειρία, όπου ισχυρίστηκε ότι προσπάθησε να το κρύψει, αλλά κάποια άτομα το ανακάλυψαν και το είπαν στην οικογένειά της. Ως επίσης σημείωσε η λειτουργός, αναμενόταν από ένα άτομο του οποίου ο σεξουαλικός προσανατολισμός δεν ανταποκρίνεται στα κοινωνικά στερεότυπα, το οποίο ενδεχομένως στη χώρα του να ήρθε αντιμέτωπο με στιγματισμό και απομόνωση, να βιώνει επίσης συναισθήματα πέραν της ασφάλειας που νιώθει και της ελευθερίας της έκφρασης που έχει σε μια διαφορετική κοινωνία, όπου η ομοφυλοφιλία γίνεται αποδεκτή. Επιπλέον, η λειτουργός παρατήρησε ότι, ενώ η Αιτήτρια ισχυρίστηκε πως η οικογένειά της, οι συγγενείς της καθώς και κάποια άτομα από την κοινωνία στη χώρα της γνώριζαν για τον σεξουαλικό της προσανατολισμό, εντούτοις, η ίδια δήλωσε ότι δεν της είχε συμβεί οτιδήποτε προσωπικά για όσο καιρό παρέμεινε στη χώρα καταγωγής της.

 

Σχετικά με την εξωτερική αξιοπιστία του κατ’ ισχυρισμό σεξουαλικού προσανατολισμού της Αιτήτριας ως ομοφυλόφιλο άτομο, η λειτουργός παρέθεσε δεδομένα από εξωτερικές πηγές, σχετικά με το τι περιλαμβάνει ο ορισμός του σεξουαλικού προσανατολισμού, ως επίσης, αναφορικά με τις υπόλοιπες πτυχές του, όπως η αντίληψη της διαφορετικότητας (“difference”) από τα ετερόφυλα στερεότυπα, οι μορφές που μπορούν να λάβουν το στίγμα (“stigma”) και η ντροπή (“shame”) καθώς και η βλάβη (“harm”), καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι, στην περίπτωση της Αιτήτριας διαπιστώνονται ελλιπείς αναφορές σε συναισθήματα και συμπεριφορές που να προσδιορίζουν τον σεξουαλικό της προσανατολισμό, έλλειψη στοιχειωδών πληροφοριών όσον αφορά την προσωπική της εμπειρία και τις σχέσεις και τα συναισθήματά της, απουσία επάρκειας και σαφήνειας ως προς το στίγμα/ντροπή που βίωσε η ίδια προσωπικά λόγω της διαφορετικότητάς της από τα στερεότυπα της κοινωνίας στη χώρα καταγωγής της, και η απουσία στοιχείων που να προσδιορίζουν με ακρίβεια κάποιας μορφής βλάβη από το οικογενειακό και κοινωνικό της περιβάλλον ως προς το άτομό της, λόγω του σεξουαλικού της προσανατολισμού (ερυθρό 77 ΔΦ). Ως εκ τούτου, λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια αξιοπιστίας και την ανωτέρω ανάλυση, ο εν λόγω ισχυρισμός της Αιτήτριας δεν έγινε αποδεκτός.

 

Ως προς τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό της Αιτήτριας, περί του ότι στοχοποιήθηκε από τον πατέρα της λόγω του σεξουαλικού της προσανατολισμού, αρχικά η λειτουργός σημείωσε πως κατά την εξέτασή του, δεν έγινε αποδεκτό το σκέλος που αφορά τον σεξουαλικό προσανατολισμό της Αιτήτριας ως ομοφυλόφιλο άτομο, που η ίδια επικαλέστηκε ως την αιτία η οποία και οδήγησε στη στοχοποίησή της από τον πατέρα της. Περαιτέρω, διαπιστώθηκε από την λειτουργό ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί της Αιτήτριας παρουσιάζουν αντιφάσεις, έλλειψη ικανοποιητικών λεπτομερειών, καθώς και έλλειψη συνοχής και συνέπειας. Συγκεκριμένα, παρατηρήθηκε ότι, ενώ αρχικά η Αιτήτρια ισχυρίστηκε πως ο λόγος που έφυγε από τη χώρα της, ήταν η κακομεταχείριση που αντιμετώπιζε από τον πατέρα της, εντούτοις, η ίδια δήλωσε ότι δεν της συνέβη οτιδήποτε από το 2022 που τους εγκατέλειψε ο πατέρας της μέχρι και το 2023 που έφυγε από τη χώρα της. Επίσης, παρατηρήθηκε αντίφαση στις δηλώσεις της σχετικά με το ότι την έδιωξε από το σπίτι ο πατέρας της και πως ότι ο πατέρας της είχε φύγει από το σπίτι εφόσον χώρισαν με τη μητέρα της, όπου κληθείσα να διευκρινίσει αυτή την αντίφαση, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι προτού ο πατέρας της αρχίσει να την απειλεί, ήταν ήδη σε διαδικασία για να χωρίσει από τη μητέρα της. Επιπλέον, διαπιστώθηκε ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές πληροφορίες και λεπτομέρειες αναφορικά με την κατ’ ισχυρισμό κακομεταχείριση που αντιμετώπιζε από τον πατέρα της, όπου η ίδια ανέφερε ότι ο πατέρας της, την κτυπούσε, την έκαψε με το σίδερο των ρούχων και την έδιωξε από το σπίτι, εντούτοις, αναμενόταν ότι η Αιτήτρια θα ήταν σε θέση να αναφερθεί στον αριθμό και τη χρονολογική σειρά των περιστατικών κακομεταχείρισης εναντίον της από τον πατέρα της, καθώς και να δώσει περαιτέρω λεπτομέρειες, έστω για το πιο σημαντικό περιστατικό που η ίδια βίωσε. Ούτε ήταν σε θέση η Αιτήτρια, σύμφωνα με την κρίση της λειτουργού, να δώσει ικανοποιητικές πληροφορίες σχετικά με τις απειλές που ισχυρίστηκε ότι δεχόταν από τον πατέρα της, όπου η ίδια επικαλέστηκε πως πέραν της κακομεταχείρισης που βίωνε από τον πατέρα της, εκείνος την απειλούσε επίσης, εντούτοις, αναμενόταν ότι η Αιτήτρια θα ήταν σε θέση να αναφερθεί στον αριθμό και τη χρονολογική σειρά των απειλών που κατ’ ισχυρισμό δεχόταν από τον πατέρα της, καθώς και να δώσει περαιτέρω λεπτομέρειες, έστω για μία περίπτωση όπου την είχε απειλήσει ο πατέρας της. (ερυθρά 76-75 ΔΦ) Ως εκ τούτου, λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια αξιοπιστίας και την ανωτέρω ανάλυση, ούτε ο πιο πάνω ισχυρισμός της Αιτήτριας έγινε αποδεκτός.

 

Μετά από συνολική αξιολόγηση της γενικότερης αξιοπιστίας της Αιτήτριας, των όσων τέθηκαν ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου υπό μορφή δηλώσεων[2] και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, διαπιστώνω ότι η αξιοπιστία της επί του αιτήματός της, δεν τεκμηριώνεται. Η πλήρης εικόνα που διαμορφώνεται μέσω των στοιχείων του φακέλου της, κατόπιν ορθολογικής ανάλυσης και δίκαιης στάθμισής τους[3], επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα του λειτουργού. Πέραν του ότι το αφήγημα της Αιτήτριας εμπεριέχει δηλώσεις που θεωρούνται ελλιπείς/ανακριβείς και χωρίς συνέπεια/συνοχή, από τις απαντήσεις της κατά τη διαδικασία της συνέντευξης, διαπιστώνεται ότι ελλείπουν βιωματικά στοιχεία και ευλογοφάνεια, που να τεκμηριώνουν μια προσωπική εμπειρία και στοχοποίηση/δίωξή της ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης της Αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της. Δεν παρείχε κάθε διαθέσιμη βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής της, ούτε τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς της με επαρκή λεπτομέρεια (Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 (Ν. 6(Ι)/2000) έως 2023, βλέπε επίσης Πρακτικός Οδηγός της EASO: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ.11 και Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System της EUAA, February 2023, σελ.57-72, 103-112, 120-131, βλέπε επίσης §205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες). Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της συνέντευξης της, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να περιγράψει τη συναισθηματική, ψυχολογική ή και πνευματική κατάσταση στην οποία βρισκόταν η ίδια, ούτε και να εκφράσει τα όποια συναισθήματα, σκέψεις ή προβληματισμούς που είχε ή βίωνε κατά την περίοδο της αναγνώρισης της διαφορετικότητάς της, ως προς τον κατ’ ισχυρισμό σεξουαλικό της προσανατολισμό. Αποκρίθηκε δε, με γενικές και ασαφείς αναφορές σχετικά με την αντίληψη του σεξουαλικού της προσανατολισμού και απέτυχε να αναπτύξει ικανοποιητικά και ξεκάθαρα τα εσωτερικά συναισθήματα της και τη διαδικασία αυτεπίγνωσης της διαφορετικότητάς της ως ομοφυλόφιλο άτομο. Ούτε δε, οι δηλώσεις της σχετικά με τη ντροπή και στίγμα χαρακτηρίζονται από ευλογοφάνεια, σαφήνεια και επάρκεια λεπτομερειών, αλλά ούτε και κατέδειξε (ευθέως) οποιαδήποτε εύλογα αισθήματα και στοιχεία ντροπής ή/και με αληθοφάνεια, κάποιο πραγματικό γεγονός ως προς τη βλάβη που υπέστη η ιδία προσωπικά, λόγω του (κατ’ ισχυρισμό) σεξουαλικού της προσανατολισμού.

 

Από έρευνα του Δικαστηρίου σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, διαφαίνεται ότι το Άρθρο 176 του Ποινικού Κώδικα της ΛΔΚ που ποινικοποιεί δραστηριότητες κατά της δημόσιας αξιοπρέπειας[4], χρησιμοποιείται συχνά από τις κρατικές αρχές προς το σκοπό της ποινικοποίησης των ομόφυλων σχέσεων στη χώρα, ως επίσης, παρατηρήθηκε ότι άτομα ΛΟΑΤΚΙ αντιμετωπίζουν στιγματισμό, διακρίσεις και παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε διάφορους τομείς στη ΛΔΚ, σύμφωνα με σχετική αναφορά του Ιουλίου 2022 του ACCORD – Austrian Centre for Country of Origin and Asylum Research and Documentation[5], που παραπέμπει στις δηλώσεις (χωρίς ημερομηνία) του Γενικού Διευθυντή της τοπικής οργάνωσης Rainbow Sunrise Mapambazuko (RSM), η οποία υποστηρίζει τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων στη ΛΔΚ, καθώς και τις καταληκτικές παρατηρήσεις σχετικά με τις διακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας του φύλου (Discrimination on grounds of sexual orientation and gender identity) της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα (UN Committee on Economic, Social and Cultural Rights - CESCR) του Μαρτίου 2022, επί της έκτης περιοδικής αναφοράς της ΛΔΚ (Concluding observations on the sixth periodic report of the Democratic Republic of the Congo)[6]. Από τις ανωτέρω πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση που βιώνουν (γενικότερα) τα άτομα της ΛΟΑΤΙ κοινότητας στη ΛΔΚ (όπου σύμφωνα με τις εν λόγω πληροφορίες, η ομοφυλοφιλία δεν ποινικοποιείται ρητά στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας), διαφαίνεται ότι τα ΛΟΑΤΙ άτομα αντιμετωπίζουν στιγματισμό και διακρίσεις στη ΛΔΚ και αρκετές φορές διώκονται με βάση άλλες διατάξεις του ποινικού κώδικα της χώρας (βλ. επίσης, σχετική αναφορά του Νοεμβρίου 2023 από την ILGA World, που αφορά παγκόσμια επισκόπηση της εφαρμογής των νόμων που ποινικοποιούν τις συναινετικές σεξουαλικές πράξεις του ίδιου φύλου μεταξύ ενηλίκων[7]). Λόγω όμως, των ασυνεπειών στις δηλώσεις και απαντήσεις της Αιτήτριας, δεν θα μπορούσε να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας, το οποίο δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντα (Βλέπε §204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες). Το αφήγημα της Αιτήτριας παρουσιάζει σωρεία σημείων που δημιουργούν ισχυρούς λόγους αμφισβήτησης της αξιοπιστίας των δηλώσεων της και η ίδια δεν έχει παράσχει ικανοποιητικές εξηγήσεις των προβαλλόμενων ανακριβειών της[8]. Σημειώνεται ότι η Αιτήτρια θα αναμενόταν να είναι πιο συγκεκριμένη λόγω της ισχυριζόμενης προσωπικής βιωματικής της εμπειρίας και να παράσχει κάθε διαθέσιμη βοήθεια τόσο στο Δικαστήριο όσο και στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής της. Δεν έχει τεκμηριώσει με τις αιτιάσεις της ότι έχει καταδικασθεί, συλληφθεί, ή καταζητείται είτε από τις αρχές της χώρας της, είτε ότι καταδιώκεται από άλλους (μη κρατικούς) φορείς δίωξης (Βλέπε Άρθρο 3Α του περί Προσφύγων Νόμου 2000 (Ν. 6(Ι)/2000) έως 2023). Ως προς την εκτίμηση του κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στη ΛΔΚ, ο λειτουργός αξιολόγησε σχετικές πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής όσον αφορά τη γενική κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa της ΛΔΚ (όπου βρίσκεται ο τόπος συνήθους διαμονής της Αιτήτριας), λαμβάνοντας επίσης υπόψη και το προσωπικό προφίλ της Αιτήτριας, καθώς και το γεγονός ότι δεν διαπιστώθηκε ότι η ίδια είχε υποστεί στη χώρα της οποιασδήποτε μορφής δίωξη ή σοβαρή βλάβη. Ως προς το συμπέρασμα με βάση τα πιο πάνω, ο λειτουργός καταλήγει στην έκθεση-εισήγηση, ότι δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι ώστε να γίνει αποδεκτό ότι σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης (ερυθρά 75-74 ΔΦ). Επομένως, η κατάληξη της Υπηρεσίας Ασύλου είναι αιτιολογημένη, λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και στα πλαίσια του Νόμου καθότι από τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον της και από τις παραστάσεις της Αιτήτριας, προκύπτει πως δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν. 6(Ι)/2000).

 

Ως προς το εάν η περίπτωση της Αιτήτριας εμπίπτει στις προϋποθέσεις παροχής καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας στα πλαίσια του Άρθρο 19του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν. 6(Ι)/2000), ο λειτουργός εξέτασε κατά πόσο θα υπόκειτο σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής σε οποιαδήποτε τέτοια σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη και κατέληξε ότι τέτοιος κίνδυνος δεν υφίστατο (ερυθρά 73-72 ΔΦ). Ουδείς εκ των ισχυρισμών που πρόβαλε τεκμηρίωνε την ύπαρξη ουσιωδών λόγων ώστε να θεωρείτο ότι η ίδια προσωπικά, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της, θα αντιμετώπιζε πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης, ή να υποστεί βασανιστήρια, ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία - αφού δε, κρίθηκε αναξιόπιστη σε σχέση με τους ισχυρισμούς της. Ειδικά δε, ως προς το σκέλος του κινδύνου λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης ο λειτουργός σημείωσε ότι από τις διαθέσιμες πληροφορίες σε εξωτερικές πηγές, στην περιοχή επιστροφής της Αιτήτριας (ήτοι στην επαρχία Kinshasa) δεν παρατηρούνταν συνθήκες ένοπλων συγκρούσεων στα πλαίσια εσωτερικής ή διεθνούς ένοπλης σύρραξης. Από σχετική έρευνα του Δικαστηρίου όσον αφορά την κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa της ΛΔΚ, παρατηρείται ότι σύμφωνα με έκθεση του Φεβρουαρίου 2025 από την Cedoca του Βελγίου σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στη ΛΔΚ, [μετάφραση] «όσον αφορά την Kinshasa, αναφέρθηκαν σποραδικά περιστατικά ασφαλείας κατά τη διάρκεια του 2024, συμπεριλαμβανομένων διαδηλώσεων, μιας απόπειρας πραξικοπήματος, ένα [περιστατικό] απόδρασης από τη φυλακή Makala και ορισμένων περιστατικών στην αγροτική περιοχή της κοινότητας Maluku λόγω της σύγκρουσης που λαμβάνει χώρα στη γειτονική επαρχία Mai-Ndombe».[9] Στην ίδια πηγή, αναφέρεται ότι το United Nations Joint Human Rights Office ‘θεωρεί’ ότι η επαρχία της Kinshasa ‘δεν επηρεάστηκε από ένοπλη σύγκρουση’, καθώς επίσης καταγράφεται ότι [μετάφραση] «από την επιδείνωση της κατάστασης ασφαλείας στα ανατολικά το 2025, εκτός από διαδηλώσεις εναντίον Δυτικών πρεσβειών, δεν έχουν αναφερθεί σημαντικά περιστατικά ασφαλείας στην Kinshasa».[10] Πέραν τούτου, σημειώνεται ότι η Αιτήτρια σε κανένα στάδιο της διαδικασίας αξιολόγησης της αίτησής της δεν ανέφερε ότι κινδύνευε λόγω της κατάστασης ασφαλείας στην Kinshasa εξαιτίας εσωτερικής ή διεθνούς ένοπλης σύρραξης στη χώρα καταγωγής της, ενώ από αναθεωρημένη έρευνα του Δικαστηρίου στη βάση δεδομένων ACLED (Armed Conflict Location & Event Data Project), προκύπτει ότι τα περιστατικά ασφαλείας που αφορούν συνολικά την επαρχία της Kinshasa παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα (για την περίοδο 06/07/24 – 04/07/25, καταγράφηκαν από το ACLED στην επαρχία της Kinshasa, 84 περιστατικά ασφαλείας και 235 θάνατοι, όπου τα 50 περιστατικά αφορούσαν διαδηλώσεις “protests” χωρίς καταγεγραμμένους θανάτους, τα 18 αφορούσαν ταραχές “riots” με 203 θανάτους, τα 13 αφορούσαν βία κατά πολιτών “violence against civilians” με 19 θανάτους και τα υπόλοιπα 3 περιστατικά αφορούσαν μάχες “battles” με 13 θανάτους, ενώ δεν καταγράφηκαν περιστατικά εκρήξεων / εξ αποστάσεως βίας “explosions / remote violence[11]) συγκριτικά και με τον πληθυσμό της εν λόγω επαρχίας (που σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2020, ήταν 14.565.700 κάτοικοι[12]), έτσι ώστε η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή να μην μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένοπλη σύρραξη επιφέρουσα συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας (ως και τα συμπεράσματα του λειτουργού). Ως εκ τούτου, παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών της περιστάσεων για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοσμένης κλίμακας» όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης[13]. Εξάλλου, ούτε τα ατομικά χαρακτηριστικά και στοιχεία της Αιτήτριας, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι με την επιστροφή της στον τόπο συνήθους διαμονής της στη χώρα καταγωγής, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη. Στο σημείο αυτό, σημειώνεται ότι σύμφωνα με σχετικές δηλώσεις της Αιτήτριας, η ίδια διέμενε (μαζί με την οικογένειά της) στην περιοχή Lingwala (της συνοικίας Lukunga) στην επαρχία Kinshasa της ΛΔΚ προτού φύγει από τη χώρα της (ερυθρό 36/X1 ΔΦ), η οποία δε, από χάρτη της ΛΔΚ, εντοπίζεται (γεωγραφικά) σε απόσταση κάποιων χιλιομέτρων από τα δυτικά του ποταμού Ndjili στην Kinshasa. Περαιτέρω, από σχετική έρευνα του Δικαστηρίου στη βάση δεδομένων ACLED, όσον αφορά τα ευρύτερα περιστατικά στην περιοχή Lingwala, προκύπτει ότι κατά την περίοδο 06/07/24 – 04/07/25, στην εν λόγω περιοχή καταγράφηκαν μόνο 2 περιστατικά που αφορούσαν διαδηλώσεις “protests” καθώς και 1 περιστατικό που αφορούσε ταραχές “riots”, χωρίς καταγεγραμμένους θανάτους[14], ενώ δε, ο πληθυσμός της εν λόγω περιοχής, σύμφωνα με εκτίμηση του 2004, ήταν 94.635 κάτοικοι[15].

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, δεν διαπιστώνω ελλιπή έρευνα αλλά ούτε πλάνη περί το νόμο και των πραγματικών δεδομένων που λήφθηκαν υπόψη από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 ) ούτε προκύπτει ανεπαρκής αιτιολόγηση της διοικητικής απόφασης (Βλέπε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270). Το Δικαστήριο μετά από έλεγχο νομιμότητας/ορθότητας και πραγματικό έλεγχο των περιστάσεων της Αιτήτριας, όπως αναλύεται ανωτέρω, καταλήγει στο ίδιο εύρημα ότι δηλαδή δεν μπορεί να της αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.

 

Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με €1300 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

                          

 

 

                          Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 



[1] European Union Agency for Asylum (EUAA) and IARMJ-Europe, Evidence and credibility assessment in the context of the common European asylum system – Judicial analysis, Publications Office of the European Union, Second Edition, February 2023, https://data.europa.eu/doi/10.2847/27625, σελ. 265-266.

[2] Βλέπε Άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(Ι)/2000) έως 2023.

[3] Βλέπε High Court (Ανώτερο Δικαστήριο) (Ιρλανδία), IR κατά Minister for Justice Equality and Law Reform and Refugee Appeals Tribunal, [2009] IEHC 353, ημερομηνίας 24/07/2009, σκέψη 11.

[4] Code Pénal Congolais, JOURNAL OFFICIEL de la République Démocratique du Congo, 30 Νοεμβρίου 2004, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://www.legal-tools.org/doc/6e09fe/pdf [ημερ. πρόσβασης 14/07/2025]

[5] ACCORD – Austrian Centre for Country of Origin and Asylum Research and Documentation, Anfragebeantwortung zur Demokratischen Republik Kongo: Lage homosexueller Personen (Diskriminierung, Repressionen) [a-11950], 20 July 2022, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://www.ecoi.net/en/document/2078844.html [ημερ. πρόσβασης 14/07/2025]

[6] UN Economic and Social Council - Committee on Economic, Social and Cultural Rights (CESCR), Concluding observations on the sixth periodic report of the Democratic Republic of the Congo, 28 March 2022, https://digitallibrary.un.org/record/3969917/files/E_C.12_COD_CO_6-EN.pdf, παρ. 28-29, σελ. 6 [ημερ. πρόσβασης 14/07/2025]

[7] ILGA World – International Lesbian, Gay, Bisexual, Trans and Intersex Association, Our Identities Under Arrest: A global overview on the enforcement of laws criminalising consensual same-sex sexual acts between adults and diverse gender expression, Second Edition, November 2023, https://ilga.org/wp-content/uploads/2024/03/Our_Identities_Under_Arrest_2023.pdf, σελ. 55 [ημερ. πρόσβασης 14/07/2025]

[8] Βλέπε απόφαση ΕΔΔΑ ημερ. 23 Αυγούστου 2016, J.K. και λοιποί κατά Σουηδίας, προσφυγή υπ’ αριθ. 59166/12, σκέψη 93 και απόφαση ΕΔΔΑ ημερ. 10 Σεπτεμβρίου 2015, R.H. κατά Σουηδίας, προσφυγή υπ’ αριθ. 4601/14) σκέψη 58.

[9] COMMISSARIAT GÉNÉRAL AUX RÉFUGIÉS ET AUX APATRIDES (Belgium), Cedoca, COI Focus: REPUBLIQUE DEMOCRATIQUE DU CONGO - Situation sécuritaire, 25 February 2025, https://www.cgrs.be/sites/default/files/rapporten/coi_focus_rdc._situation_securitaire_20250225_2.pdf, σελ. 2 [ημερ. πρόσβασης 09/07/2025]

[10] COMMISSARIAT GÉNÉRAL AUX RÉFUGIÉS ET AUX APATRIDES (Belgium), Cedoca, COI Focus: REPUBLIQUE DEMOCRATIQUE DU CONGO - Situation sécuritaire, 25 February 2025, https://www.cgrs.be/sites/default/files/rapporten/coi_focus_rdc._situation_securitaire_20250225_2.pdf, σελ. 2 [ημερ. πρόσβασης 09/07/2025]

[11] ACLED (Armed Conflict Location & Event Data Project), ACLED Explorer, 2025, https://acleddata.com/explorer/ [ημερ. πρόσβασης 15/07/2025]

[12] City Population, Congo (Dem. Rep.) - Democratic Republic of the Congo (formerly Zaire): Provinces – Kinshasa [table], 09/10/2020, https://www.citypopulation.de/en/drcongo/cities/ [ημερ. πρόσβασης 09/07/2025]

[13] Βλέπε EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) - Δικαστική Ανάλυση, Νοέμβριος 2014, σελ. 26 (1.6.2. έννοια της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας»).

[14] ACLED (Armed Conflict Location & Event Data Project), ACLED Explorer, 2025, https://acleddata.com/explorer/ [ημερ. πρόσβασης 15/07/2025]

[15] City Population, Congo (Dem. Rep.): Kinshasa - Districts and Communes – Lingwala (commune) [table], 29/09/2014, https://www.citypopulation.de/en/drcongo/kinshasa/admin/ [ημερ. πρόσβασης 09/07/2025]


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο