C. B. Ν. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.37/23, 3/7/2025
print
Τίτλος:
C. B. Ν. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.37/23, 3/7/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.37/23

 

3 Ιουλίου 2025

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

C. B. Ν.

                                                                                                                        Αιτήτρια

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κα Κ. Κουπαρή, Δικηγόρος για Αιτήτρια

Κος Ν. Κουρσάρης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση                                                       

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή η αιτήτρια αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία της κοινοποιήθηκε στις 21/12/22, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, ως άκυρης, αντισυνταγματικής, παράνομης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, η αιτήτρια κατάγεται από τη Λ. Δ. του Κονγκό, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, στις 10/04/21 και υπέβαλε την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας στις 21/05/21 (ερ.1-3, 9, 54).

Στις 25/07/22 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη με την αιτήτρια από την Υπηρεσία προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία όπου της δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα της (ερ.33-54). Μετά το πέρας των συνεντεύξεων ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση- Εισήγηση και στις 17/08/22 απορρίφθηκε το αίτημα για διεθνή προστασία (ερ.74-84).

Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης της αιτήτριας για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία της δόθηκε διά χειρός 20/03/23, μαζί με την αιτιολογία αυτής, και της μεταφράστηκε στη γαλλική γλώσσα, την οποία κατανοεί (ερ.87-88, 2).

Στην επίδικη αίτηση ασύλου η αιτήτρια καταγράφει ότι έφυγε από τη χώρα καταγωγής εξαιτίας κακοποίησης και απόπειρας κατά της ζωής της από τον σύζυγο της μητέρας της, ο οποίος έγινε δικός της σύζυγος, βάσει εθίμου της οικογένειας της, και ο οποίος την κακομεταχειριζόταν και την έκανε «να υποφέρει μέχρι θανάτου». Γι’ αυτό, ως αναφέρει η αιτήτρια, «η εκκλησία αποφάσισε να [τη] στείλει μακριά απ’ αυτόν, λόγω του ότι [της] έσπασε μέχρι και το πόδι και ήθελε να [τη] σκοτώσει».

Κατά τη συνέντευξη η αιτήτρια ανέφερε ότι γεννήθηκε και διέμενε όλη της τη ζωή στην Κινσάσα, έχει 4 παιδιά, από δύο διαφορετικούς πατέρες, με τα οποία δεν επικοινωνεί και δεν γνωρίζει νέα τους, τα οποία ζούσαν με τη θεία της οικογένειας όταν έφυγε (ακολούθως είπε ότι είναι άτομο της φυλής και όχι συγγενής τους, βλ. ερ.49). Η μητέρα της απεβίωσε λόγω υψηλής αρτηριακής πίεσης, δεν γνωρίζει τίποτα για τον πατέρα της, αφού – ως ανέφερε – έμενε με την μητέρα της, έχει δύο ετεροθαλείς αδελφούς και έχει θείους, θείες και ξαδέλφια (από την μητρική πλευρά) που μένουν σε κοινότητες της Κινσάσα. Η αιτήτρια ολοκλήρωσε την δευτεροβάθμια εκπαίδευση της σε ιδιωτικό σχολείο και από το 2015 ως το 2019 πωλούσε μεταχειρισμένα ρούχα πλανωδίως.

Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής η αιτήτρια επανέλαβε τα όσα είχε καταγράψει στην επίδικη αίτηση και ανέφερε ότι, σύμφωνα με τα έθιμα της φυλής της μητέρας της, όταν αποβιώσει παντρεμένη γυναίκα, τη θέση της πρέπει να λάβει η αδελφή της ή η κόρη της από προηγούμενο γάμο. Έτσι, όταν η μητέρα της απεβίωσε αυτή κλήθηκε να παντρευτεί τον πατριό της. Η αιτήτρια αρνήθηκε όμως, λόγω του ότι αποτελεί έθιμο, τελικά αποδέχθηκε και έτσι ζούσε με τον πατριό της, τον οποίο είχε στο μυαλό της ως πατέρα της, ως αναφέρει, και έτσι ήταν πολύ δύσκολο όταν αυτός ερχόταν σε σεξουαλική επαφή μαζί της δια της βίας και ένιωθε άβολα. Όταν είπε τα όσα βίωνε στην οικογένεια της αυτή της είπαν ότι θα πρέπει να τα δεχτεί, λόγω του ότι είναι έθιμο. Μια μέρα, καθώς υποπτευόταν ο πατριός της ότι η αιτήτρια διατηρεί σχέσεις με άλλους, της είπε ότι θα κάνει σεξ μαζί της «μέχρι το επόμενο πρωί» και τότε η αιτήτρια έφυγε μακριά και πήγε στην αστυνομία, η οποία όμως τον άφησε να φύγε, καθώς, εκτός από άτομο «με οικονομικά μέσα» ήταν και αρχηγός της φυλής. Όταν η αιτήτρια επέστρεψε στο σπίτι αυτός ήταν θυμωμένος που τον κατάγγειλε στην αστυνομία και άρχισε να την χτυπά δυνατά με ξύλο, της χτύπησε ο πόδι, το οποίο πρήστηκε, και την κλείδωσε σπίτι, λέγοντας της ότι δεν μπορεί να πάει έξω. Οι γείτονες της έφερναν φαγητό και μια μέρα απέδρασε και έτρεψε μακριά. Ο πατριός της την έψαχνε και μόλις ο πάστορας της έμαθε τι γινόταν, αποφάσισε ότι η αιτήτρια πρέπει να ταξιδέψει.

Ερωτώμενη σχετικά η αιτήτρια ανέφερε ότι στην κηδεία της μητέρας της η οικογένεια της αποφάσισε ότι, εφόσον η μητέρα της δεν έχει ελεύθερες αδελφές, θα πρέπει αυτή να παντρευτεί τον πατριό της, ο οποίος την πήρε μαζί του στο σπίτι του. Ερωτώμενοι ποιοι ήταν παρόντες στην ως άνω απόφαση ανέφερε ότι ήταν οι θείοι και οι θείες της αλλά και άλλα μέλη της οικογένειας. Αναφορικά με την τελετή ανέφερε ότι την έβαλαν να καθίσει σε ένα παραδοσιακό χαλί, «είπαν κάτι λέξεις και μετά έφτυσαν». Ερωτώμενη σχετικά ανέφερε ότι αρχικά αρνήθηκε όμως, ως εξήγησε, της είπε ο αρχηγός της οικογένειας ότι αν αρνηθεί θα πεθάνει. Ερωτώμενη πως θα πεθάνει ανάφερε ότι δεν γνωρίζει, ούτε και γνωρίζει το όνομα του εθίμου αυτού ή τη νομοθεσία. Σε ερώτηση αν έγινε τελικά γάμος με τον πατριό της ανέφερε ότι «[αποδέχθηκε] και [διέμενε] μ’ αυτόν στο ίδιο σπίτι» και σε ακόλουθες ερωτήσεις ανέφερε εν τέλει ότι δεν έγινε τελετή και ότι δεν τον παντρέυτηκε επίσημα, διέμενε όμως μαζί του από τον Δεκέμβριο 2019 μέχρι τον Φεβρουάριο 2021. Σε ερώτηση που βρίσκονταν τα παιδιά της τότε η αιτήτρια ανέφερε ότι διέμεναν μαζί της, καθώς δεν είχε σταθερό σύντροφο και τα μεν δύο παιδιά της δεν είχαν πατέρα, ο δε πατέρας των άλλων δύο τους εγκατέλειψε. Ερωτώμενη σχετικά με τον ρόλο του πατριού της ως αρχηγού της φυλής η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παραθέσει πληροφορίες, ούτε να αναφέρει πως απέκτησε τα χρήματα του, αναφέροντας ότι διέμενε μαζί του από 14 ετών αλλά δεν είχε στενή σχέση μαζί του. Ερωτώμενη για τον χρόνο που διέμενε μαζί του μετά που αντικατέστησε την μητέρα της ανέφερε ότι αρνήθηκε να κάνει σεξ μαζί του τον Μάρτιο 2020 και άρχισε να γίνεται ιδιαίτερα βίαιος και 8 μήνες μετά η αιτήτρια έφυγε. Σε σχέση με τη βία που κατ’ ισχυρισμό της εξασκούσε η αιτήτρια ανέφερε ότι την χτυπούσε και την έσπρωχνε. Ερωτώμενη πότε πήγε στον θείο της για να του πει τι περνούσε δεν μπορούσε να θυμηθεί, επαναλαμβάνοντας ότι της είπαν ότι δεν μπορούσαν να λύσουν τον γάμο και ότι έπρεπε να σεβαστεί τον σύζυγο της.

Ερωτώμενη αναφορικά με την φυγή της η αιτήτρια ανέφερε ότι μια μέρα ο πατριός της είπε ότι ήταν πεισματάρα και θα την σκότωνε όπως σκότωσε την μητέρα της και τότε αυτή ένιωσε ότι ήταν πάρα πολλά (όσα βίωνε) και αποφάσισε να πάει να κάνει καταγγελία στην αστυνομία, περί τον Νοέμβριο 2020. Ερωτώμενη γιατί επέστρεψε σπίτι μετά απ’ αυτό η αιτήτρια ανέφερε ότι δεν είχε πουθενά αλλού να πάει και, σε ακόλουθη ερώτηση, ανέφερε ότι ο πατριός της δωροδόκησε την αστυνομία, ως εικάζει από το ότι επέστρεψε σπίτι και ήταν ελεύθερος μετά την καταγγελία της. Ερωτώμενη για τον θάνατο της μητέρας της ανέφερε ότι αυτός διαπιστώθηκε σε νοσοκομείο ότι ήταν λόγω υψηλής αρτηριακής πίεσης.

Σχετικά με τα όσα ανέφερε περί εγκλεισμού της η αιτήτρια, ερωτώμενη σχετικά, ανέφερε ότι μετά από λίγο καιρό, λόγω του ότι ήταν ήρεμη, ως ανέφερε, ο πατριός της άρχισε να αφήνει την πόρτα ανοιχτή και τότε αυτή διέφυγε τον Φεβρουάριο 2021. Τότε διέμεινε στην εκκλησία μέχρι τον Μάρτιο 2021 και η πάστορας (ήταν γυναίκα), η οποία βοηθούσε άτομα με δυσκολίες, της είπε ότι πρέπει να ετοιμαστεί και να φύγει από τη χώρα. Ερωτώμενη σχετικά ανέφερε ότι μάθαινε από φίλους ότι ο πατριός της την αναζητούσε. Ερωτώμενη τέλος αν θα μπορούσε να επιστρέψει στη χώρα και να διαμείνει κάπου αλλού η αιτήτρια ανέφερε ότι ο πατριός της θα μπορούσε να την εντοπίσει οπουδήποτε στη χώρα, αφού, ως ανέφερε, είναι παραδοσιακός αρχηγός και έχει πολλές διασυνδέσεις.

Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα λεγόμενα της αιτήτριας στη συνέντευξη, σχημάτισαν του ακόλουθους 2 ουσιώδεις ισχυρισμούς:

1.    Ταυτότητα, το προφίλ και χώρα καταγωγής της αιτήτριας

2.    Η αιτήτρια εξαναγκάστηκε να παντρευτεί τον πατριό της, που την κακοποιούσε, λόγω εθίμου της φυλής της

Εκ των ως άνω ισχυρισμών οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν ως αξιόπιστο και αληθή τον 1ο ισχυρισμό, απορρίπτοντας τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό της αιτήτριας.

Αναφορικά με τον 2ο ως άνω ισχυρισμό, κρίθηκε ότι οι επί τούτου δηλώσεις της αιτήτριας στερούντο επαρκών και λεπτομερών πληροφοριών, παρουσίαζαν έλλειψη σαφήνειας και το αφήγημά στερούνταν ευλογοφάνειας. Ως αναφέρουν οι καθ΄ ων η αίτηση στην επίδικη έκθεση που ετοίμασαν, η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες στα γεγονότα που συνθέτουν τον πυρήνα του αιτήματος της, δεν κατάφερε, παρόλο που υποβλήθηκαν σχετικές ερωτήσεις, να αναφέρει το παραμικρό σε σχέση με το κατ’ ισχυρισμό έθιμο της φυλής της που προνοούσε – ως ισχυρίστηκε – να παντρευτεί αναγκαστικά τον σύζυγο της μητέρας της μετά τον θάνατο της, ούτε ήταν σε θέση να δώσει περισσότερες πληροφορίες αναφορικά με τις απειλές θανάτου που δέχθηκε από τον πατριό της, τα όσα πέρασε, το πως έγινε η τελετή και πως διέφυγε τελικά.

Συγκεκριμένα, ως κρίθηκε, η αιτήτρια ανέφερε αρχικά ότι η μητέρα της πέθανε από υπέρταση,  στην συνέχεια ισχυρίστηκε ότι ο πατριός της αποκάλυψε ότι ήταν υπεύθυνος για τον θάνατό της. Ερωτηθείσα  για το έθιμο δεν ήταν σε θέση να το περιγράψει ούτε να εξηγήσει ικανοποιητικά τον ισχυρισμό της, ότι αν αρνιόταν, θα πέθαινε. Σχετικά με τον πατριό της, με τον οποίο ζούσε μαζί του από τα 14 της χρόνια, δεν κατάφερε να δώσει σαφείς πληροφορίες για αυτόν και, παρόλο που ανέφερε ότι  ο πατριός της ήταν αρχηγός της φυλής και είχε αρκετά χρήματα, παρόλα αυτά εντούτοις, σύμφωνα με τα λεγόμενα της, δεν τον ρώτησε ποτέ για το επάγγελμα του, διότι δεν είχαν στενή σχέση. Η αιτήτρια επίσης κρίθηκε ότι δεν ήταν συγκεκριμένη όταν ισχυρίστηκε ότι ο πατριός της θα την εντοπίσει οπουδήποτε και δεν μπορούσε να περιγράψει την καθημερινότητα της με τον πατριό της αλλά ούτε τα περιστατικά στα οποία αναφέρθηκε ότι ο πατριό της ήταν βίαιος,  για τα οποία δεν έδωσε συγκεκριμένες και λεπτομερείς πληροφορίες. 

Περαιτέρω αξιολογήθηκε αρνητικά η αντίφαση, όταν η αιτήτρια ανέφερε αρχικά, ότι μετά που πήγε στην αστυνομία να τον καταγγείλει, ο πατριός της, της ανέφερε ότι σκότωσε την μητέρα της, ενώ στη συνέχεια ισχυρίστηκε ότι ο πατριός της, της είπε ότι σκότωσε την μητέρα της, πριν πάει η ίδια στην αστυνομία. Τέλος κρίθηκε ότι δεν ήταν συγκεκριμένη σχετικά με τη βοήθεια που ζήτησε από τους συγγενείς της μητέρα της, δεν απάντησε με σαφήνεια όταν ρωτήθηκε για τις υποψίες της ότι ο πατριός της δωροδόκησε την αστυνομία, δεν απάντησε ικανοποιητικά πως διέφυγε από το σπίτι του πατριού της και δεν έδωσε σαφείς πληροφορίες για τον ισχυρισμό της, ότι την βοήθησε ο πάστορας και ότι την αναζητούσε ο πατριό της.

Σχετικά με την εξωτερική αξιοπιστία του ως άνω ισχυρισμού οι καθ’ ων η αίτηση εντόπισαν πληροφορίες, εκ των οποίων επιβεβαιώνεται η πρακτική εξαναγκαστικών γάμων στη χώρα καταγωγής της αδελφής της αποθανούσας συζύγου με τον σύζυγο της, οι οποίο εντούτοις είναι σπάνιοι. Εκ τούτου οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι, παρότι υπάρχουν πληροφορίες για «επιβλαβείς πρακτικές γάμου» που λαμβάνουν χώρα στη χώρα καταγωγής, δεδομένης της τρωθείσας εσωτερικής συνοχής των λεγομένων της αιτήτριας, ο 2ος ουσιώδης ισχυρισμός θα πρέπει να απορριφθεί ως αναξιόπιστος.

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου στη βάση του ισχυρισμού που έγινε αποδεκτός αναφορικά με την καταγωγή, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής της αιτήτριας, κατόπιν επισκόπησης της γενικής κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής της (Κινσάσα), ήταν κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση ότι δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση που επιστρέψει αυτή κινδυνεύει να αντιμετωπίσει δίωξη ή σοβαρή βλάβη. Στα πλαίσια αυτά έγινε και αξιολόγηση των γενικών κοινωνικοοικονομικών συνθηκών που επικρατούν στην Κινσάσα αναφορικά με τις γυναίκες, για να καταλήξουν τελικώς στα ως άνω, ήτοι ότι δεν υφίσταται ανάγκη παροχής διεθνούς προστασίας.

Συνεπεία των ως άνω ευρημάτων η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη και κατά της αιτήτριας εκδόθηκε απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της.

Στην προσφυγή η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας καταγράφει αρκετούς νομικούς ισχυρισμούς, ορισμένους εκ των οποίων αναπτύσσει και προωθεί δια της γραπτής της αγόρευσης.

Στις γραπτές της αγορεύσεις η αιτήτρια αναφέρει ισχυρισμούς περί μη δέουσας έρευνας, ότι δεν εκτιμήθηκαν ορθά οι περιστάσεις και δεδομένα της υπόθεσης, δεν αξιολογήθηκαν όλα όσα ανέφερε (γίνεται αναφορά σε λανθασμένα ευρήματα επί της αξιοπιστίας του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού). Προς επίρρωση των ως άνω παραθέτει αποσπάσματα από εγχειρίδια του EASO, εκ των οποίων, ως εισηγείται, συνάγεται ότι, δεδομένου πως τα όσα ανέφερε η αιτήτρια συνάδουν με διαθέσιμες πληροφορίες για τη ΠΧΚ, υφίσταται βάσιμος φόβος δίωξης αυτής από τον πατριό της και συνεπώς θα πρέπει να θεωρηθεί ότι η αιτήτρια ανήκει στην ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα γυναικών που έχουν υποστεί έμφυλη βία ή και είναι μόνες. Σημειώνει δε, ακροθιγώς και εν πολλοίς ασαφώς, ότι δεν έχει εξεταστεί η πτυχή της συμπληρωματικής προστασίας ή κατά πόσο τυχόν επιστροφή της αιτήτριας θα είναι σε παράβαση της αρχής της μη επαναπροώθησης και συνεπώς, ως εισηγείται, η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε υπό καθεστώς πλάνης και δεν αιτιολογείται.

Οι καθ' ων η αίτηση, παραθέτοντας την οικεία νομολογία, αντιτάσσουν ότι ουδείς εκ των ισχυρισμών της αιτήτριας έχει δικογραφηθεί δεόντως και συνεπώς άπαντες οι δια της παρούσης προωθούμενοι ισχυρισμοί της είναι ανεπίδεκτοι δικαστικής κρίσης. Περαιτέρω αναφέρουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι νόμιμη, προϊόν δέουσας έρευνας των ισχυρισμών της αιτήτριας, οι οποίοι εξετάστηκαν ενδελεχώς, η κατάληξη είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη, ορθή επί της ουσίας, εδράζεται σε ορθά ευρήματα επί της αναξιοπιστίας των ισχυρισμών της αιτήτριας και ουδεμία πλημμέλεια εντοπίζεται στην επίδικη διαδικασία και συνέντευξη.

Κατά τις διευκρινήσεις η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας επανέλαβε τα όσα αναφέρει στις αγορεύσεις της, σημειώνοντας ότι κατά του κατ’ ισχυρισμό διώκτη της, ο οποίος, ως ισχυρίστηκε η αιτήτρια, είναι αρχηγός της κοινότητας, ουδεμία προστασία έχει και ούτε μπορεί να νοηθεί μετεγκατάσταση της σε άλλο μέρος. Σημειώθηκε δε ότι τα όσα ανέφερε η αιτήτρια διατηρούν εσωτερική συνοχή και, δεδομένου ότι συνάδουν με διαθέσιμες πληροφορίες (ΠΧΚ), θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αιτήτρια ανήκει σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα του πληθυσμού που υπόκειται δίωξη και συνεπώς πληρούνται οι προϋποθέσεις χορήγησης προσφυγικού καθεστώτος. Επίσης ανέφερε ότι εφόσον τίθεται εδώ ζήτημα σεξουαλικής κακοποίησης της αιτήτριας θα έπρεπε αυτή να υποβληθεί σε ιατρικές και ψυχολογικές εξετάσεις, το ότι δε κάτι τέτοιο δεν έγινε εν προκειμένω συνιστά ουσιώδη παράβαση και καταδεικνύει περαιτέρω τη μη διεξαγωγή δέουσας έρευνας.

Δεδομένου ότι οι πλείστοι ισχυρισμοί της αιτήτριας συμπλέκονται άρρηκτα με την επί της ουσίας ορθότητα της επίδικης απόφασης, προχωρώ λοιπών με επί της ουσίας εξέταση της, εξ υπαρχής (ex nunc) και επί όλων των ενώπιον μου στοιχείων, η οποία τελείται σε κάθε περίπτωση (βλ. E.Δ.Δ.Δ.Π. Αρ.107/2023, Q. B. T. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημ.11/02/25).

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, αναφέρεται στην σελ.98, ότι «[...] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.». Στην σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] οι δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305).  […] Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»

Έχοντας διέλθει με προσοχή του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου και των όσων η αιτήτρια αναφέρει τόσο στην επίδικη αίτηση όσο και στη συνέντευξη που ακολούθησε, είναι κατάληξη μου ότι, ως και οι καθ’ ων η αίτηση κατέγραψαν στην επίδικη έκθεση, το αφήγημα της αιτήτριας για τα κατ’ ισχυρισμό προσωπικά βιώματα της και οι απαντήσεις της στις ερωτήσεις που υποβλήθηκαν αναφορικά με το σύνολο των λεγομένων της περί αναγκαστικού γάμου με τον πατριό της (σύζυγο της αποθανούσης μητέρας της) και τα όσα κατ’ ισχυρισμό ακολούθησαν, περιλαμβανομένης της σεξουαλικής κακοποίησης της αιτήτριας και της βίας που δεχόταν, έβριθαν κενών, ανακριβειών και στερούνταν χρονικής συνέχειας και ευλογοφάνειας.

Χαρακτηριστικά σημειώνω ότι η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παρέχει, αν και επί τούτου έγινε πλήθος ερωτήσεων, την παραμικρή εύλογα αναμενόμενη λεπτομέρεια αναφορικά με τον ίδιο τον κατ’ ισχυρισμό αναγκαστικό γάμο αλλά και όλα τα συμβάντα σεξουαλικής ή άλλης βίας την οποία, ως ισχυρίζεται, υπέστη κατά τη διάρκεια αυτού. Συγκεκριμένα, ενώ αρχικώς είπε ότι παντρεύτηκε τον κατ’ ισχυρισμό διώκτη της, ακολούθως ανέφερε ότι αυτός την πήρε σπίτι του, δεν ήταν σε θέση να παραθέσει ούτε ψήγμα βιωματικού στοιχείου αναφορικά με τα όσα βίωσε κατά τον χρόνο εκείνο, ούτε το πως φυλακίστηκε για κάποιο διάστημα, γιατί, πως απέδρασε, τι έγινε μετά την καταγγελία του κατ’ ισχυρισμό διώκτη της στις αρχές, γιατί δεν έφυγε προηγουμένως από το σπίτι, γιατί επέστρεψε μετά την καταγγελία της και γιατί έφυγε ακολούθως αυτής. Επί όλων των ως άνω πτυχών του αφηγήματος της παρέμεινε ασαφής, γενικόλογη, χωρίς να είναι σε θέση να παραθέσει συγκεκριμένες απαντήσεις στις πολλές ερωτήσεις που υποβλήθηκαν και το ιστορικό ως το ανέφερε στερούνταν χρονικής συνοχής και ευλογοφάνειας. Σημειώνω δε τέλος ότι, ως η αιτήτρια αναφέρει, τα 4 ανήλικα τέκνα αυτής διέμεναν μαζί μ’ αυτήν και τον διώκτη της κατά τον χρόνο που υπέστη την κατ’ ισχυρισμό κακοποίηση που ανέφερε, ουδέν όμως αναφορικά με το τι έκαναν τα παιδιά της κατά τη διάρκεια των ως άνω, ορισμένα εκ των οποίων ήταν αρκετά ώριμης ηλικίας, πως αυτά κατέληξαν να διαμένουν με άτομο της φυλής της και πότε.

Τα όσα ανέφερε η αιτήτρια λοιπόν, στη βάση των όσων πιο πάνω εξηγώ, απέχουν κατά πολύ από το να θεωρηθούν μια πλήρης, συνεκτική, ευλογοφανής παράθεση μικρών σημείων και λεπτομερειών, που θα ήταν απίθανο να προσέξει ή να είναι σε θέση να ανακαλέσει άτομο που δεν είχε βιώσει την εμπειρία που παραθέτει.

Δεν παραγνωρίζω βεβαίως ότι από διαθέσιμες σχετικά πληροφορίες (ΠΧΚ) προκύπτει ότι η πρακτική αναγκαστικού γάμου είναι δυστυχώς φαινόμενο που απαντάται στη χώρα καταγωγής. Άλλωστε και οι καθ’ ων η αίτηση προχώρησαν σε έρευνα επί τούτου σε αξιόπιστες πηγές στα πλαίσια αξιολόγησης της εξωτερικής αξιοπιστίας των ισχυρισμών της αιτήτριας επί του ζητήματος και εντόπισαν σχετικές πληροφορίες που συνάδουν με τα λεγόμενα της, οι οποίες επιβεβαιώνονται και από έρευνα του Δικαστηρίου.[1]

Ενόψει των ως άνω πληροφοριών δεν θα πρέπει να αμφισβητείται ότι το φαινόμενο του αναγκαστικού γάμου ασκείται ακόμα στη χώρα καταγωγής, παρότι ο αναγκαστικός γάμος απαγορεύεται δια νομοθεσίας.

Όμως η έλλειψη εσωτερικής συνοχής των ισχυρισμών της αιτήτριας, ως ανωτέρω εξηγώ, είναι τέτοια που, στα πλαίσια συνολικής αξιολόγησης και αποτίμησης των στοιχείων που απαρτίζουν την υπόθεση, δεν μπορεί παρά να αποβεί μοιραία για τη γενική και συνολική αξιοπιστία των ισχυρισμών της. Η  συμφωνία λοιπόν των ισχυρισμών ενός αιτητή (εδώ αιτήτριας) με διαθέσιμες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής ως προς την ύπαρξη τέτοιου φαινομένου ως περιγράφεται από κάποιον αιτητή, δεν αρκεί από μόνη της για την αποδοχή ενός αφηγήματος, τη στιγμή που αυτό στερείται, ως εν προκειμένω, σε καίρια σημεία αυτού, εσωτερικής συνοχής, ενόψει της συνολικής θεώρησης και αποτίμησης των δεικτών αξιοπιστίας, ως και στο πιο πάνω απόσπασμα από το εγχειρίδιο του EASO επί τούτου εξηγείται. Αν η αξιολόγηση γινόταν στη βάση και μόνο της εξωτερικής συνοχής, θα οδηγούσε σε αποδοχή ισχυρισμών για τούτο και μόνο τον λόγο, οι οποίοι στερούνται εσωτερικής συνοχής και θα οδηγούσε σε ανεπιφύλακτη αποδοχή, ενάντια, πολλές φορές, σε κάθε εύλογη κριτική θεώρηση των λεγομένων ενός αιτητή. Άλλωστε, ως στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», σελ.97, αναφέρεται, «[…] είναι αναγκαία η επαγρύπνηση για καταστάσεις στις οποίες ορισμένοι αιτούντες μπορεί να προσαρμόσουν τους ισχυρισμούς τους ώστε να είναι συνεπείς με συναφείς ΠΧΚ, οι οποίες κατά την άποψή τους θα στηρίξουν την αίτησή τους.»

Είναι εκ των ως άνω κατάληξη μου ότι ουδείς εκ των ισχυρισμών της αιτήτριας μπορεί να γίνει αποδεκτός καθώς οι ως άνω ελλείψεις εσωτερικής συνοχής δεν αφήνουν περιθώριο αποδοχής τους, δεδομένου ότι, στην απουσία περαιτέρω μαρτυρίας που θα συμπλήρωνε τα κενά και τις ελλείψεις ως και λεπτομερώς ανωτέρω καταγράφονται (βλ. και ερ.78-81), αυτά παραμένουν. Γι’ αυτό και θα συμφωνήσω με την κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση ότι ο 2ος ουσιώδης ισχυρισμός παρουσιάζει σημαντικά κενά, ελλείψεις και αοριστίες, οι οποίες πλήττουν αναπόφευκτα την συνολική συνοχή και αξιοπιστία της.

Ενόψει των ως άνω απομένει εν προκειμένω μια αποτίμηση της κατάστασης ασφαλείας στον τελευταίο τόπο διαμονής της αιτήτριας (Κινσάσα), σε συνάρτηση πάντοτε και με τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που επικρατούν εκεί.  

Έκθεση του 2021 του portal RULAC σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στην Κινσάσα, αναφέρει ότι «[η] Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ) εμπλέκεται σε πολλές μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις (NIAC) εντός των εδαφών της εναντίον ένοπλων ομάδων στις περιοχές  Ituri, Kasai και Kivu, ενώ δεν αναφέρεται η δραστηριοποίηση ένοπλων ομάδων στην Κινσάσα».[2] Σε σχέση με την Κινσάσα δεν ανευρέθησαν πληροφορίες οι οποίες να επιβεβαιώνουν δράση ενόπλων φορέων και την ύπαρξη κάποιας σύγκρουσης καθώς οι ένοπλοι φορείς δραστηριοποιούνται κυρίως στις ανατολικές περιοχές της ΛΔΚ.[3]

Αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας, κατά την περίοδο 05/07/24–05/07/24 για την περιφέρεια της Κινσάσα, στη βάση δεδομένων της ACLED, καταγράφονται συνολικά 44 περιστατικά, τα οποία είχαν ως συνέπεια 38 θανάτους. Από αυτά 5 αφορούσαν μάχες με 18 θανάτους, τα 13 περιστατικά άσκησης βίας εναντίων άμαχων, με 18 θανάτους, 26 περιστατικά ως εξεγέρσεις (2 θάνατοι). Δεν καταγράφηκαν περιστατικά απομακρυσμένης βίας ή εκρήξεων. [4] Ο συνολικός πληθυσμός της επαρχίας της Κινσάσα ανέρχεται σήμερα περί τα 17 εκατομμύρια κατοίκων. [5]

Στη βάση των ως άνω είναι κατάληξη μου ότι δεν δεικνύεται εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή της κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε, και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας της εκεί. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για την αιτήτρια, σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [6] (βλ. απόφαση ΔΕΕ, C-901/19 CF and DN ημ.10/06/21).  

Σε σχέση με τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες αναφορικά με γυναίκες στην Κινσάσα, σε αξιόπιστες πηγές αναφέρονται τα εξής.

Αναφορά της UNFPA σημειώνει ότι η έμφυλη βία (GBV) εξακολουθεί να καθιστά ευάλωτες τις γυναίκες και τα κορίτσια που διαβιούν στη χώρα.[7] Μορφές βίας που καταγράφονται περιλαμβάνουν βιασμό, σεξουαλική δουλεία, εμπορία ανθρώπων, αναγκαστικό γάμο, τον γάμο ανηλίκων, ενδοοικογενειακή βία και σεξουαλική εκμετάλλευση.[8] Όπως σημειώνεται, η κατάχρηση εξουσίας και ανισότητες επιτείνουν την ευαλωτότητα γυναικών και κοριτσιών σε μορφές έμφυλης βίας.[9]

Σε έκθεση της Υπηρεσίας Ασύλου της Δανίας αναφέρεται ότι «[η] Ελβετική Κρατική Γραμματεία για τη Μετανάστευση ορίζει μια ανύπαντρη γυναίκα στο πλαίσιο της Κινσάσα ως ενήλικη γυναίκα με ή χωρίς παιδιά, που συντηρείται χωρίς άνδρα σύντροφο.[10] […] Οι ανύπαντρες γυναίκες χωρίς το υποστηρικτικό δίκτυο που προσφέρει ένας άνδρας συχνά αντιμετωπίζονται αρνητικά (σ.σ. από την κοινωνία), βρίσκονται σε πιο ευάλωτη θέση και πολλές αποφασίζουν να κάνουν συναλλακτικό σεξ για να αποκτήσουν πρόσβαση σε καταφύγιο και εργασία.,[11]

[…]

[Οι] ανύπαντρες γυναίκες συχνά θεωρείται ότι είναι ιερόδουλες στην Κινσάσα και συνεπώς, η σεξουαλική συναλλαγή αναμένεται από αυτές. Καθώς οι ανύπαντρες γυναίκες βρίσκονται σε μια πιο ευάλωτη θέση, υπόκεινται σε άτυπη φορολογία από την αστυνομία ή άλλους επιθεωρητές προκειμένου να έχουν πρόσβαση στην τοπική αγορά. Στις χήρες και γυναίκες που ηγούνται νοικοκυριών παρουσιάζονται λιγότερες ευκαιρίες, καθώς είναι γενικά πιο ευάλωτες και χαρακτηρίζονται από υψηλότερα ποσοστά φτώχειας και ακραίας φτώχειας […]». [12]

Έκθεση της Αυστριακής ACCORD (Νοέμβριος 2020) αναφέρει ότι στη ΛΔΚ, μια από τις χώρες με τη χαμηλότερη κατάταξη στον δείκτη ανθρώπινης ανάπτυξης, οι γυναίκες είναι επίσης σαφώς αντικείμενο διακρίσεων. Ήδη ευάλωτη ως γυναίκα, μια μόνη γυναίκα χωρίς οικογένεια ή κοινωνικό δίκτυο είναι ακόμη πιο ευάλωτη εάν παραμείνει στερημένη από οικονομικά μέσα.[13]

Σε έρευνα του DIS αναφέρεται ότι «[…] ένα πρόσωπο χωρίς κοινωνικό δίκτυο στην Kinshasa θα έχει σοβαρές δυσκολίες στην προσαρμογή και ενσωμάτωση, καθώς χωρίς οικογένεια και χωρίς διασυνδέσεις με την Εκκλησία θα είναι κάπως σαν εγκαταλελειμμένος, αφού στη ΛΔΚ, η κρατική κοινωνική συνδρομή δε λειτουργεί δεόντως.».[14]

Σημειώνω ότι η αιτήτρια είναι ηλικίας 43 ετών σήμερα, υγιής, έχει ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση της (ερ.48 – 2Χ – «I have my secondary school diploma»), τα όσα δε ανέφερε περί εξαναγκασμού της να παντρευτεί τον πατριός της, ο οποίος την κακοποιούσε σεξουαλικά και άλλως πως, δεν έγιναν αποδεκτά. Δεδομένου δε ότι το σχετικό της αφήγημα έχει απορριφθεί και μαζί του και τα όσα ανέφερε περί του ότι αυτοί εμπλέκονται στον εξαναγκασμό της σε γάμο, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι το ευρύτατο οικογενειακό δίκτυο που διατηρεί στην Κινσάσα (ερ.48 – 1Χ – θείοι/θείες/ξαδέλφια) είναι στη διάθεση της αιτήτριας, προκειμένου να παρέχει κατ’ ελάχιστο προσωρινή στέγαση και στήριξη κατά την επανένταξη της αιτήτριας στην τοπική κοινωνία. Σημειώνω εδώ ότι οι ισχυρισμοί της αιτήτριας ότι δεν διατηρεί επικοινωνία (ή ότι δεν μπορεί να ανακτήσει – σε κάθε περίπτωση – επικοινωνία) με τους ως άνω συγγενείς της λόγω του ότι την πλήγωσαν (ερ.48 – 1Χ), δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί, δεδομένου ότι, ως ανωτέρω αναφέρω, το αφήγημα της αιτήτριας απορρίφθηκε, στο οποίο περιέχεται και ο σχετικός ισχυρισμός.

Δεν παραγνωρίζω βεβαίως ότι η αιτήτρια έχει τέσσερα παιδιά, τα οποία, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, έχει αφήσει σε μέλος της φυλής. Όμως, ενόψει του ότι, ως ανωτέρω εξηγώ, έχω αποδεχτεί ότι η αιτήτρια διατηρεί οικογενειακό δίκτυο στον τόπο διαμονής, τα παιδιά της, εκ των οποίων μερικά έχουν ήδη ενηλικιωθεί (ερ.49 – 2Χ), δεν διαφοροποιούν το προφίλ της. Σημειώνω επίσης ότι, ως και εκ των ανωτέρω ΠΧΚ συνάγεται, ζήτημα διεθνούς προστασίας στη βάση ιδιότητας ως μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας τίθεται σε σχέση με γυναίκες (με παιδιά ή άλλα στοιχεία ευαλωτότητας) που διαμένουν ή διαβιούν μόνες, πράγμα που, ως και πάλι ανωτέρω, εξηγώ, δεν ισχύει εν προκειμένω.

Τα ως συνηγορούν υπέρ του ότι η αιτήτρια διατηρεί εύλογες πιθανότητες να εξασφαλίσει επαρκή βιοπορισμό, στέγαση και στήριξη κατά την επανένταξη της στην τοπική κοινωνία κατά την επιστροφή της και δεικνύουν ότι οι όποιες δυσκολίες κληθεί να αντιμετωπίσει, ακόμα και με παιδιά, δεν θα εξέθεταν αυτήν σε κινδύνους που υπερβαίνουν τον μέσο κίνδυνο που αντιμετωπίζει ο τοπικός πληθυσμός στην καθημερινότητα του. Άλλωστε, ως και στην αιτιολογική σκέψη 35 της Οδ.2011/95/ΕΕ αναφέρεται, «[οι] κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.»

Έπεται λοιπόν ότι η αιτήτρια δεν κατάφερε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο «καταδίωξης [της] για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» και δεν υφίστανται «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς [της], θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα αρ.3 και 19 του Νόμου, αντίστοιχα.

Σε σχέση τέλος με την έκταση και εύρος προστασίας που παρέχεται από την αρχή της μη επαναπροώθησης, ως κατοχυρώνεται στο αρ.3 της Ευρωπαϊκής Συμβάσης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, έχει πολλάκις απασχολήσει τη νομολογία του ΕΔΑΔ, που στην απόφαση του στην M.S.S. v Belgium and Greece [GC], Application No. 30696/09, ημ.21/01/11, παρ.263, συνδέει την παράβαση του αρ.3 της ΕΣΔΑ με την εκεί διαπιστούμενη παντελή απουσία προοπτικών βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης του αιτητή, καταλήγοντας στα εξής:

«In the light of the above and in view of the obligations incumbent on the Greek authorities under the Reception Directive (see paragraph 84 above), the Court considers that the Greek authorities have not had due regard to the applicant’s vulnerability as an asylum-seeker and must be held responsible, because of their inaction, for the situation in which he has found himself for several months, living on the street, with no resources or access to sanitary facilities, and without any means of providing for his essential needs. The Court considers that the applicant has been the victim of humiliating treatment showing a lack of respect for his dignity and that this situation has, without doubt, aroused in him feelings of fear, anguish or inferiority capable of inducing desperation. It considers that such living conditions, combined with the prolonged uncertainty in which he has remained and the total lack of any prospects of his situation improving, have attained the level of severity required to fall within the scope of Article 3 of the Convention. »

Στην πιο πάνω απόφαση, ως και από το ως άνω απόσπασμα προκύπτει, καθοριστικής σημασίας για την διαπιστούμενη παράβαση του αρ.3 ήταν το γεγονός ότι ο εκεί αιτητής βρισκόταν χωρίς επαρκείς συνθήκες υποδοχής, χωρίς ουσιαστική πρόσβαση στην αγορά εργασίας και χωρίς πιθανότητες βελτίωσης της κατάστασης του στο άμεσα προβλέψιμο μέλλον, δεδομένης και της επί μακρόν αβεβαιότητας στην οποία βρισκόταν, συνεπεία μη ολοκλήρωσης της εξέτασης της εκκρεμούσης αιτήσεως διεθνούς προστασίας.

Υπό το φως των ως άνω διαπιστώσεων μου για τις συνθήκες που θα αντιμετωπίσει η αιτήτρια κατά την επιστροφή της, θεωρώ ότι τα ως άνω δεν ισχύουν εν προκειμένω.

Σημειώνω εδώ ότι όσα η αιτήτρια αναφέρει περί μη διενέργειας ιατρικών ή ψυχολογικών εξετάσεων της αιτήτριας δεν δικογραφούνται στην προσφυγή. Σε κάθε περίπτωση αξίζει να σημειωθεί ότι, ως εκ του ερ.19 προκύπτει, δεν υπήρχε σύσταση για ιατρικές εξετάσεις (βλ. και Ε.Δ.Δ.Δ.Π. 137/23, Emmah Andoh Eva ν Δημοκρατίας, ημ.21/05/25, όπου κρίθηκε ότι, αν υπάρχει τέτοια σύσταση, θα πρέπει να δικαιολογηθεί το γιατί δεν έγινε, που δεν ισχύει εν προκειμένω), και περαιτέρω, ως εκ των ερ.12-14 συνάγεται, η ίδια ανέφερε πως δεν θέλει να λάβει ψυχολογική ή άλλη στήριξη και ότι αισθάνεται πλέον καλά. Πέραν των ως άνω σημειώνεται ότι τέτοιες εξετάσεις γίνονται μόνο όταν και εφόσον κριθεί «σκόπιμο για την αξιολόγηση της αίτησης» [αρ.15 (1) του Νόμου]. Εν προκειμένω λοιπόν, δεδομένης της καταφανούς ελλείψεως αξιοπιστίας των λεγομένων της αιτήτριας στη συνέντευξη ευλόγως μπορεί να θεωρηθεί ότι τέτοιες εξετάσεις δεν ήταν σκόπιμες για την αξιολόγηση της αίτησης.

Ουδέν ετέθη ενώπιον μου που να ανατρέπει τα ως άνω.

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €800 υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας.

 

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] IRB – Immigration and Refugee Board of Canada (Author): Democratic Republic of the Congo: Early or forced marriages, including among women and girls; prevalence, related legislation, and the ability to refuse such a marriage; state protection and support services (2019–March 2021) [COD200506.FE], https://www.ecoi.net/en/document/2050986.html (accessed on 02/07/25)

[2] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο σε www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/07/2024)

[3] βλ. ενδεικτικά RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th,  UN Security Council Resolutions για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό στη διεύθυνση: www.securitycouncilreport.org/un-documents/democratic-republic-of-the-congo/,   καθώς και το πλέον πρόσφατο ψήφισμα που υιοθετήθηκε στις 30/06/2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.securitycouncilreport.org/atf/cf/%7B65BFCF9B-6D27-4E9C-8CD3-CF6E4FF96FF9%7D/s_res_2641.pdf, HRW, Democratic Republic of Congo, Events of 2021, 13 January 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.hrw.org/world-report/2022/country-chapters/democratic-republic-congo,     UNHCR, Attacks by armed groups displace 20 000 civilians in eastern DRC, 16 July 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.unhcr.org/news/briefing/2021/7/60f133814/attacks-armed-group-displace-20000-civilians-eastern-drc.html,  USAID, Democratic Republic of the Congo - Complex Emergency,  Fact Sheet #3, 13 May 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.usaid.gov/sites/default/files/documents/2022-05-13_USG_Democratic_Republic_of_the_Congo_Complex_Emergency_Fact_Sheet_3_0.pdf,   και CFA, Global Conflict Tracker, Center for Preventive Action, Instability in the Democratic Republic of Congo, last updated 03 August 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congο,   (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/07/2024)

[4] ACLED, Democratic Republic of Congo, διαθέσιμο σε:   www.ecoi.net/en/file/local/2074522/2021q4DemocraticRepublicofCongo_en.pdf,  (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/07/2024)

[5] Macrotrends.net, Kinshasa population, 2024, διαθέσιμο σε https://www.macrotrends.net/global-metrics/cities/20853/kinshasa/population, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/07/2024)

[6] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf

[7] UNFPA DRC, Gender Based Violence in the Democratic Republic of the Congo : Key Facts and Priorities of humanitarian actors, 2019: https://www.humanitarianresponse.info/sites/www.humanitarianresponse.info/files/documents/files/endsgbvoslo_advocacy_note_may2019.pdf (ημ. πρόσβασης 19/07/23)

[8] Ό.π..

[9] Ό.π..

[10] Swiss State Secretatiat (SEM), Focus RD Congo; Situation des femmes seules à Kinshasa, 15 January 2016, σελ. 16, https://www.ecoi.net/en/document/1102702.html (ημ.  πρόσβασης 22/03/23)

[11] The Danish Immigration Service, ‘Democratic Republic of the Congo: Socioeconomic conditions in Kinshasa’, October 2022, https://coi.euaa.europa.eu/administration/denmark/PLib/notat-drc-kinshasa.pdf σελ. 29 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)

[12] The Danish Immigration Service, ‘Democratic Republic of the Congo: Socioeconomic conditions in Kinshasa’, October 2022, Annex 2: Interview notes, An international humanitarian organisation in the Democratic Republic of Congo (DRC) Skype-interview, 29 July 2022, https://coi.euaa.europa.eu/administration/denmark/PLib/notat-drc-kinshasa.pdf  παρα. 11, σελ. 41 (ημ. πρόσβασης 19/07/2023)

[13] ACCORD – Austrian Centre for Country of Origin & Asylum Research and Documentation: Anfragebeantwortung zu DR Kongo: Situation alleinstehender Frauen mit Kindern, insbesondere im Hinblick auf Arbeitsmarkt, Wohnversorgung und Sozialhilfe [a-11424], 25 November 2020
 https://www.ecoi.net/en/document/2043986.html (ημ. πρόσβασης 19/07/23)

[14] DIS, 'Democratic Republic of the Congo- Socioeconomic Conditions in Kinshasa' (2022), 48 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf (ημ.  πρόσβασης 19/07/2023)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο