D. L. T. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.3977/24, 16/7/2025
print
Τίτλος:
D. L. T. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.3977/24, 16/7/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.3977/24

 

16 Ιουλίου 2025

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

D. L. T.

                                                                                                                        Αιτήτρια

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Αιτήτρια εμφανίζεται αυτοπροσώπως

Κα Ελ. Ιωάννου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

Κος Ρ. Ευαγγέλου – μεταφραστής για πιστή μετάφραση από Ελληνικά σε Αγγλικά και αντίστροφα            

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή η αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία της κοινοποιήθηκε στις 10/10/24, με επιστολή ημ.04/09/24, η οποία και συνάπτεται στην προσφυγή.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, η αιτήτρια κατάγεται από τη Λιβερία, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές μέσω κατεχομένων, όπου διέμενε περί του ενός έτους ως φοιτήτρια, στις 28/08/22 και στις 07/09/22 υπέβαλε την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας (ερ.1-3, 40).

Στις 10/05/24 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη με την αιτήτρια από την Υπηρεσία προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία, όπου της δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα της (ερ.33-40). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε Έκθεση και στις 16/06/24 το αίτημα για διεθνή προστασία απορρίφθηκε (ερ.48-57).  

Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης της αιτήτριας για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία δόθηκε διά χειρός στις 10/10/24, σε γλώσσα την οποία κατανοεί (ερ.60, 3).

Στην επίδικη αίτηση η αιτήτρια κατέγραψε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της λόγω του ότι δεχόταν πιέσεις από τη θεία της να γίνει Μουσουλμάνα, ενώ η ίδια είναι Χριστιανή. Ως περαιτέρω ανέφερε η αιτήτρια ζούσε με την αδελφή της μέχρι που η τελευταία απεβίωσε και πήγε να ζήσει με τη θεία της, η οποία την πλήγωνε και την παρενοχλούσε και την πίεζε να ασπαστεί τον Μουσουλμανισμό για 3-4 έτη μέχρι που – δύο χρόνια πριν (την υποβολή της αίτησης) - την έδιωξε από το σπίτι. Έκτοτε η αιτήτρια έμενε με φίλους μέχρι που αποφάσισε να φύγει από τη χώρα για τα κατεχόμενα, όπου σπούδαζε μέχρι που άκουσε για το κέντρο υποδοχής (camp) και αποφάσισε να έλθει στις ελεύθερες περιοχές και να ζητήσει βοήθεια.

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης που διενεργήθηκε η αιτήτρια ανέφερε ότι είναι υπήκοος Λιβερίας, Χριστιανή, με τόπο καταγωγής τη Ganta, Nimba County και τόπο συνήθους διαμονής, την πρωτεύουσα Monrovia. Ο πατέρα της αιτήτριας έχει αποβιώσει,  η μητέρα της διαμένει στη Monrovia, έχει ένα αδελφό που διαμένει στην Αμερική και μια αδελφή, με την οποία διέμενε αλλά έχει αποβιώσει. Διατηρεί τηλεφωνική επαφή μόνο με τον αδελφό της, ενώ δεν έχει επικοινωνία με κανένα άλλο μέλος του στενού της οικογενειακού κύκλου. Είναι απόφοιτη δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και μιλάει Αγγλικά.

Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της η αιτήτρια ανέφερε ότι ζούσε με την αδελφή της μέχρι που αυτή απεβίωσε και έτσι πήγε να ζήσει με τη θεία της, η οποία θεία της συμπεριφερόταν άσχημα και την έδιωξε από το σπίτι γιατί αρνήθηκε να ασπαστεί τον Ισλαμισμό. Τότε η αιτήτρια κατέφυγε σε μια φίλη της αδελφής της, η οποία την βοήθησε να ταξιδέψει στα κατεχόμενα, πρωτίστως για μια καλύτερη ζωή και για να σπουδάσει (ερ.36 – 1Χ). 

Κατά το στάδιο των διευκρινιστικών ερωτήσεων, κληθείσα να περιγράψει τον τρόπο την πίεσε η θεία της να ασπαστεί τον Μουσουλμανισμό, απάντησε πως της φώναζε και την έδιωξε από το σπίτι, αναφέροντας ότι το περιστατικό αυτό έλαβε χώρα μετά τον θάνατο της αδελφής της στις 11/10/21, ενώ σε επόμενη ερώτηση σχετικά με το ότι στην αίτηση της ανέφερε ότι έφυγε από τη χώρα στις 20/09/21, μετά από τον θάνατο της αδελφής της (ως είχε πει), επιβεβαίωσε ότι η αδελφής της απεβίωσε τον Οκτώβριο ενώ η ίδια έφυγε τον Σεπτέμβριο (πράγμα που έρχεται σε αντίθεση με το ότι πήγε να μείνει στη θεία της αφότου απεβίωσε η αδελφή της). Σε ερώτηση κατά πόσο η θεία της την είχε βλάψει με οποιοδήποτε τρόπο σωματικά η αιτήτρια απάντησε αρνητικά, λέγοντας πως δεν την είχε ξαναενοχλήσει μετά που την έδιωξε από το σπίτι. Σε ερώτηση κατά πόσο ήρθε στην Κύπρο για μια καλύτερη ζωή, απάντησε πως ήρθε στο Πανεπιστήμιο, για να σπουδάσει και να βρει μια καλή δουλειά, επαναλαμβάνοντας πως αυτός είναι ο κύριος λόγος που μετέβη στην Κύπρο και πως ήρθε στις ελεύθερες περιοχές καθώς δεν είχε χρήματα για να συνεχίσει τις σπουδές της και για να εργαστεί και να μαζέψει χρήματα.

Ερωτηθείσα τι θα συμβεί σε περίπτωση που επιστρέψει απάντησε πως δεν θέλει να πάει πίσω, και στην επιλογή για μετεγκατάσταση σε κάποια άλλη περιοχή της χώρας ανέφερε πως η Λιβερία αποτελεί πολύ φτωχή χώρα.

Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα όσα ανέφερε η αιτήτρια εντόπισαν και αξιολόγησαν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, ως ακολούθως.

1.    Ταυτότητα, προφίλ, χώρα ιθαγενείας και τόπο διαμονής της αιτήτριας

2.    Ισχυριζόμενα προβλήματα από την οικογένεια της και συγκεκριμένα τη θεία της, η οποία προσπάθησε να πείσει την αιτήτρια να ασπαστεί τον μουσουλμανισμό

Εκ των ως άνω ισχυρισμών έγινε αποδεκτός ο 1ος, ο δε 2ος απορρίφθηκε.

Αναφορικά με τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό, κρίθηκε ότι η αφήγηση της αιτήτριας επί των κατ’ ισχυρισμών πιέσεων που δέχθηκε από τη θεία της για να μεταστραφεί στον μουσουλμανισμό υπήρξε εν πολλοίς γενική, χωρίς επαρκείς λεπτομέρειες και με πλήθος αντιφάσεων, με συνέπεια ο ισχυρισμός να μην γίνει αποδεκτός. Συγκεκριμένα κρίθηκε ότι η αιτήτρια δεν μπόρεσε να δώσει καμία βιωματική λεπτομέρεια για τις πιέσεις από τη θεία της, περιοριζόμενη να αναφέρει ότι της μιλούσε άσχημα, της φώναζε και την έδιωξε από το σπίτι και υπέπεσε σε αντίφαση – η οποία ήταν ουσιώδης – αναφορικά με το πότε πήγε να μείνει με τη θεία της, πότε απεβίωσε η αδελφή της και πότε η ίδια έφυγε από τη χώρα, πράγμα που συνιστούσε καίρια ρωγμή στη χρονική συνέχεια του αφηγήματος της. Αρνητικά συνυπολογίστηκε το ότι, ως η ίδια η αιτήτρια είχε αναφέρει, είχε έρθει στα κατεχόμενα για να σπουδάσει και για μια καλύτερη ζωή.

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου στη βάση του 1ου ουσιώδους ισχυρισμού, ήτοι του προφίλ και τόπου διαμονής της, κατόπιν αξιολόγησης της κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής της αιτήτριας (Monrovia), σε συνάρτηση με το προφίλ και τις προσωπικές περιστάσεις της, οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα κατά την επιστροφή της να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη. 

Συνεπεία των ανωτέρω η επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε ως αβάσιμη και εκδόθηκε απόφαση επιστροφής της αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της.

Η αίτηση αποτελείται από χειρόγραφα συμπληρωμένο Έντυπο αρ.1 επί του οποίου δεν καταγράφονται νομικοί λόγοι και χωρίς έκθεση γεγονότων. Στο κάτω μέρος της αίτησης επαναλαμβάνονται κατ’ ουσία τα όσα είχε καταγράψει στην επίδικη αίτηση περί πιέσεων που δεχόταν από τη θεία της προκειμένου να ασπαστεί τον μουσουλμανισμό.

Στην γραπτή αγόρευση που καταχώρησε η αιτήτρια επανέλαβε κατ’ ουσία τα όσα στη συνέντευξη είχε αναφέρει περί πιέσεων που δέχθηκε από τη θεία της για να ασπαστεί τον μουσουλμανισμό, προσθέτοντας ότι αναρρώνει από μια «σοβαρή χειρουργική επέμβαση και η σωματική [της] υγεία θα επιδεινωθεί χωρίς κατάλληλη φροντίδα» και, καλούμενη να τοποθετηθεί προφορικά κατά τις διευκρινήσεις, επανέλαβε εν συντομία τα ως άνω.  

Οι καθ' ων η αίτηση αντέταξαν – αγορεύοντας προφορικά κατά τις διευκρινήσεις - ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη, λήφθηκαν υπόψη και αξιολογήθηκαν άπαντες οι ισχυρισμοί της αιτήτριας, είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη και ορθή επί της ουσίας, ως ορθά και εύλογα είναι όλα τα ευρήματα τους επί της αναξιοπιστίας των λεγομένων της, ζητώντας γι’ αυτό απόρριψη της προσφυγής. Σημείωσαν δε περαιτέρω ότι παρότι δόθηκε η ευκαιρία στην αιτήτρια στα πλαίσια της παρούσης να προσκομίσει πιστοποιητικά που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς της περί της κατάστασης της υγείας της και την επέμβαση που έκανε τελικά ουδέν έπραξε.

Προχωρώ σε αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.98 του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.».

Στη σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρονται τα εξής:

«[Οι] δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305).  […]

Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.» 

Ενόψει και κατ’ εφαρμογή και των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών, έχοντας διέλθει με προσοχή του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου, των λεγομένων της αιτήτριας κατά τη συνέντευξη καθώς και των εκατέρωθεν αγορεύσεων των μερών, είναι κατάληξη μου ότι συμφωνώ πλήρως και σε όλη τους την έκταση με τα ευρήματα και κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση, ως αυτά λεπτομερώς και ενδελεχώς αναφέρονται στα ερ.52-53. Τούτο γιατί, πολύ απλά, το όλο αφήγημα της αιτήτριας βρίθει κενών και εξόφθαλμων αντιφάσεων και δεν ήταν σε θέση να αναφέρει την παραμικρή βιωματική λεπτομέρεια σχετικά με όσα ισχυρίστηκε αναφορικά με τις πιέσεις που δέχθηκε από τη θεία της. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να σημειωθεί ότι, ακόμα και αν γίνονταν δεκτοί οι ισχυρισμοί της αιτήτριας, αυτοί δεν περιέχουν ούτε ψήγμα περιστατικού που ενέχει την απαιτούμενη σοβαρότητα ώστε να θεωρηθεί πράξη δίωξης ή σοβαρής βλάβης καθώς, ως η ίδια ανέφερε, η θεία της της φώναζε και την έδιωξε από το σπίτι. Τούτο, δεδομένου ότι η αιτήτρια είναι ενήλικη, και συνεπώς ουδεμία υποχρέωση είχε η θεία να της παρέχει στέγαση, δεν θα μπορούσε βεβαίως να συνιστά λόγο παροχής διεθνούς προστασίας σε καμία περίπτωση. Επί των επιμέρους τρωτών σημείων των ισχυρισμών της αιτήτριας αρκεί η παραπομπή στα όσα σχετικώς καταγράφουν οι καθ’ ων η αίτηση στην επίδικη έκθεση, ως και ανωτέρω, στα πλαίσια της παρούσης παρατίθενται, τα οποία δεν κρίνω σκόπιμο να επαναλάβω.

Ενόψει της ως άνω κατάληξης μου, στην απουσία κάποιου άλλου ισχυρισμού, πέραν των αμιγώς οικονομικής φύσεως κινήτρων της αιτήτριας αναφορικά με το ταξίδι της στα κατεχόμενα, τη διαμονή της εκεί περί το ένα έτος αλλά και τη μετέπειτα μετάβαση της στις ελεύθερες περιοχές, απομένει λοιπόν μια επικαιροποιημένη αποτίμηση της κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής της αιτήτριας (Monrovia).

Στη βάση δεδομένων ACLED για την περίοδο από 02/05/24 μέχρι 02/05/25 στην επαρχία Montserrado, όπου υπάγεται η Monrovia, καταγράφηκαν συνολικά 29 περιστατικά ασφαλείας, με 2 απώλειες. Πρόκειται συγκεκριμένα για 1 μάχη (0 απώλειες), 20 διαδηλώσεις (με 0 απώλειες) και 8 εξεγέρσεις (με 2  απώλειες).[1] Στη πόλη Monrovia, την ίδια χρονική περίοδο καταγράφηκαν συνολικά 20 περιστατικά, χωρίς να καταγραφούν απώλειες, εκ των οποίων τα 15 καταγράφηκαν ως διαδηλώσεις και 5 ως εξεγέρσεις.[2] O πληθυσμός της Monrovia ανέρχεται περί τα 1.8 εκατομμύρια κατοίκων.[3] Τα ως άνω δεδομένα σχηματίζουν μια εικόνα γενικά ασφαλούς περιοχής για τον τόπο διαμονής της αιτήτριας και δεν δεικνύουν κίνδυνο στη βάση αυτή.

Είναι λοιπόν κατάληξη μου ότι δεν καταδεικνύεται εδώ εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή της κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην Monrovia, στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας της στην περιοχή. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για την εδώ αιτήτρια, σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [4] (βλ. και απόφαση ΔΕΕ, C-901/19 CF and DN). 

Προς τα ως άνω λαμβάνω υπόψη, ως έχουν πράξει και οι καθ’ ων η αίτηση, ότι η αιτήτρια είναι νεαρή ενήλικη (περί των 30 ετών σήμερα), ώριμης ηλικίας, χωρίς παρελθόν δίωξης, με οικογενειακό δίκτυο στον τόπο διαμονής της (μητέρα), με δευτεροβάθμια μόρφωση και προηγούμενη εργασιακή εμπειρία, χωρίς άλλα στοιχεία ευαλωτότητας (ερ.37-38). Πρέπει να σημειωθεί – παρά τους ισχυρισμούς της αιτήτριας ότι δεν επικοινωνεί με την μητέρα της (ερ.38 – 4Χ, 5Χ) – δεν μπορώ να δεχθώ ότι, στην απουσία κάποιου ιδιαίτερου λόγου, η αιτήτρια δεν θα είναι σε θέση να ανακτήσει επικοινωνία μ’ αυτήν με την επιστροφή της.

Τα δεδομένα αυτά δεικνύουν ότι η αιτήτρια διατηρεί εύλογες πιθανότητες να εξασφαλίσει προσωρινή έστω στέγαση και στήριξη και – εν καιρώ - επαρκή βιοπορισμό κατά την επιστροφή της και πως οι όποιες δυσκολίες αντιμετωπίσει δεν θα καθιστούσαν τη ζωή της ανυπόφορη και δεν θα την εξέθεταν σε κινδύνους που υπερβαίνουν τον μέσο κίνδυνο που αντιμετωπίζει ο τοπικός πληθυσμός στην καθημερινότητα του. Εξάλλου, ως και στην αιτιολογική σκέψη 35 της Οδ.2011/95/ΕΕ αναφέρεται, «[οι] κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.».

Αναφορικά όσα ανέφερε η αιτήτρια περί πρόσφατης επέμβασης στην οποία υπεβλήθη, παρόλο που εν τέλει ουδέν προσκόμισε προς τεκμηρίωση του ισχυρισμούς της αυτού, αξίζει να σημειωθούν τα κάτωθι.

Σχετικά με εξέταση λόγων υγείας στα πλαίσια της συμπληρωματικής προστασίας, στο εγχειρίδιο «Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδηγία 2011/95/ΕΕ) – Δικαστική Ανάλυση», του EASO, σελ.120, αναφέρονται τα εξής:

«[Σ]την απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση MBodj, το ΔΕΕ διέκρινε την ερμηνεία του από την ερμηνεία του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ από το ΕΔΔΑ βάσει της ελαφρώς διαφορετικής διατύπωσης του άρθρου 15 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) και του πλαισίου στο οποίο τυγχάνει να εφαρμόζεται το άρθρο 15 στοιχείο β). Σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, το ΕΔΔΑ εφάρμοσε το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ για να απαγορεύσει την απομάκρυνση υπηκόου τρίτης χώρας που έπασχε από σοβαρή ασθένεια σε χώρα στην οποία δεν υπήρχε διαθέσιμη κατάλληλη ιατρική περίθαλψη (708). Το ΔΕΕ αρνήθηκε να ερμηνεύσει το άρθρο 15 στοιχείο β) με τον ίδιο τρόπο. Το ΔΕΕ επι­σήμανε ότι το γράμμα του άρθρου 15 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) διαφέρει από εκείνο του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ στο μέτρο που εφαρμόζεται σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτούντος «στη χώρα καταγωγής». […] Επιπλέον, το ΔΕΕ επισήμανε ότι ορισμένα στοιχεία του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 15 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδι­ατύπωση), καθώς και η ratio της συγκεκριμένης οδηγίας πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την ερμηνεία της συγκεκριμένης διάταξης. Συγκεκριμένα, το άρθρο 6 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) απαριθμεί τους φορείς σοβαρής βλάβης, γεγονός που επιβεβαιώνει την άποψη ότι οι βλάβες αυτές πρέπει να απορρέουν από συμπεριφορά τρίτου και δεν μπορούν, κατά συνέπεια, να αποτελούν απλώς και μόνο συνέπεια των γενικών ανεπαρκειών του συστήματος υγείας της χώρας καταγωγής. Ομοίως, κατά την αιτιολογική σκέψη 26 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση), οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.»

Περαιτέρω, στην σελ.123 του ιδίου εγχειριδίου αναφέρονται τα εξής:

«Η εφαρμογή του άρθρου 15 στοιχείο β) προϋποθέτει ένα στοιχείο ηθελημένης κακομεταχείρισης. Παρά την παραπομπή του ΔΕΕ στη νομολογία του ΕΔΔΑ σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ και στην υπο­χρέωση εφαρμογής της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) κατά τρόπο που συνάδει με το άρθρο 19 παράγραφος 2 του Χάρτη της ΕΕ (μη επαναπροώθηση, σε περίπτωση σοβαρού κινδύνου απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρι­σης ή τιμωρίας) (731), το ΔΕΕ αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στη διαφορετική διατύπωση του άρθρου 15 στοιχείο β) και διακρίνει μεταξύ του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 3, ως απαγόρευσης επιστροφής προσώπου, και της θεμελίωσης αίτησης επικουρικής προστασίας […]»

Εκ των ως άνω προκύπτει ότι, χωρίς να συνυπάρχει το απαραίτητο «στοιχείο ηθελημένης κακομεταχείρισης», χωρίς να καταδειχθεί σχετικός φορέας δίωξης ή σοβαρής βλάβης εκ του οποίου ο αιτητής (εδώ αιτήτρια) κινδυνεύει να υποστεί την προβλεπόμενη στο αρ.19 (2) (β) του Νόμου βλάβη, δεν δύναται βεβαίως να αποδοθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας στη βάση και μόνο λόγων υγείας (βλ. απόφαση ΔΕΕ, C-542/13, M’Bodj, ημ.18/12/14).

Εδώ ελλείπει το απαιτούμενο «στοιχείο ηθελημένης κακομεταχείρισης» και - κατ’ επέκταση - ο απαιτούμενος φορέας σοβαρής βλάβης και συνεπώς ουδείς λόγος μπορεί να γίνει για συμπληρωματική προστασία στη βάση των λόγων υγείας που αφορούν την αιτήτρια.

Σε σχέση με το προσφυγικό καθεστώς, σε συνάρτηση με τους λόγους υγείας, ελλείπει εδώ – ομοίως με τα ως άνω – κάποια πράξη δίωξης που να συνδέεται με κάποιο λόγο στη βάση των αρ.3 - 3Δ του Νόμου, με δεδομένη την απόρριψη του αφηγήματος της αιτήτριας περί πιέσεων από τη θεία της για να ασπαστεί τον μουσουλμανισμό.

Στη βάση της αρχής της μη επαναπροώθησης (αρ.3 ΕΣΔΑ), θα πρέπει να σημειωθεί ότι μόνο «σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, το ΕΔΔΑ εφάρμοσε το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ για να απαγορεύσει την απομάκρυνση υπηκόου τρίτης χώρας που έπασχε από σοβαρή ασθένεια σε χώρα στην οποία δεν υπήρχε διαθέσιμη κατάλληλη ιατρική περίθαλψη» (βλ. απόσπασμα από εγχειρίδιο EASO, πιο πάνω).

Στη σχετική με τούτο αυθεντία Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Paposhvili v. Belgium, app. No.41738/10, Grand Chamber, ημ.13/12/16, λέχθηκαν τα εξής.

«181. The Court concludes from this recapitulation of the case-law that the application of Article 3 of the Convention only in cases where the person facing expulsion is close to death, which has been its practice since the judgment in N. v. the United Kingdom, has deprived aliens who are seriously ill, but whose condition is less critical, of the benefit of that provision. As a corollary to this, the case-law subsequent to N. v. the United Kingdom has not provided more detailed guidance regarding the “very exceptional cases” referred to in N. v. the United Kingdom, other than the case contemplated in D. v. the United Kingdom.

[…]

183. The Court considers that the “other very exceptional cases” within the meaning of the judgment in N. v. the United Kingdom (§ 43) which may raise an issue under Article 3 should be understood to refer to situations involving the removal of a seriously ill person in which substantial grounds have been shown for believing that he or she, although not at imminent risk of dying, would face a real risk, on account of the absence of appropriate treatment in the receiving country or the lack of access to such treatment, of being exposed to a serious, rapid and irreversible decline in his or her state of health resulting in intense suffering or to a significant reduction in life expectancy. The Court points out that these situations correspond to a high threshold for the application of Article 3 of the Convention in cases concerning the removal of aliens suffering from serious illness.

[…]

188. As the Court has observed above (see paragraph 173), what is in issue here is the negative obligation not to expose persons to a risk of ill-treatment proscribed by Article 3. It follows that the impact of removal on the person concerned must be assessed by comparing his or her state of health prior to removal and how it would evolve after transfer to the receiving State. »

Εκ των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι σε περιπτώσεις που υπάρχουν ισχυρισμοί σχετικοί με την υγεία ενός αιτητή, μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις, όπου δεικνύεται, με το βάρος για την απόδειξη συνδρομής τους, ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις (exceptional circumstances) να είναι στον αιτητή, μπορεί να παρασχεθεί προστασία στη βάση του αρ.3 της ΕΣΔΑ, όπου ικανοποιείται το Δικαστήριο ότι ο αιτητής πάσχει από ασθένεια, για την οποία δεν υπάρχει διαθέσιμη και προσβάσιμη απ’ αυτόν θεραπεία στη χώρα καταγωγής και εξαιτίας της έλλειψης αυτής ο αιτητής απειλείται με θάνατο ή ραγδαία, σοβαρή και ανεπανόρθωτη επιδείνωση της υγείας του, η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα έντονη οδύνη ή σημαντική μείωση του προσδόκιμου ζωής του although not at imminent risk of dying, would face a real risk, on account of the absence of appropriate treatment in the receiving country or the lack of access to such treatment, of being exposed to a serious, rapid and irreversible decline in his or her state of health resulting in intense suffering or to a significant reduction in life expectancy.», (βλ. Paposhvili, ανωτέρω)].

Εν προκειμένω ουδέν ετέθη ενώπιον μου που να συνηγορεί ότι υφίστανται στα πλαίσια της παρούσης οι περιστάσεις που περιγράφονται πιο πάνω, δεδομένου ότι ουδέν έχει αναφερθεί και ουδέν προσκομίστηκε από την αιτήτρια που να δεικνύει ότι αυτή πάσχει κάποιας μορφής αναπηρίας ή ότι, σε περίπτωση επιστροφής της, απειλείται με θάνατο ή ραγδαία, σοβαρή και ανεπανόρθωτη επιδείνωση της υγείας αυτής, η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα έντονη οδύνη ή σημαντική μείωση του προσδόκιμου ζωής της.

Έπεται λοιπόν ότι η αιτήτρια δεν κατάφερε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο «καταδίωξης [της] για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» και δεν υφίστανται «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς [της], θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα αρ.3 και 19 του Νόμου, αντίστοιχα.

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €800 υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.

 

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στο: https://acleddata.com/explorer/  (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 02.05.2024 – 02.05.2025, REGION: Africa, COUNTRY: Liberia  ADMIN UNIT: Montserrado)

[2] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο: https://acleddata.com/explorer/  (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 02.05.2024 – 02.05.2025, REGION: Africa, COUNTRY: Liberia  ADMIN UNIT: Montserrado, Location: Monrovia)

[3]   World Population Review (Monrovia) https://worldpopulationreview.com/cities/liberia/monrovia 

[4] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο