ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθ. Αρ.: 4504/22
01 Ιουλίου, 2025
[Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
A.Y., ARCXXX, ασυνόδευτος ανήλικος εκ μέρους της Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού από τη Σομαλία και τώρα στη Λάρνακα
Αιτητής
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Εμφανίσεις:
Α. Μιχαήλ (κα) για Ν. Χαραλαμπίδου (κα), Δικηγόροι για τον Αιτητή.
Ι. Χαραλάμπους (κα) Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.
Ο Αιτητής παρών.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, επιστολής ημερομηνίας 24/06/22 η οποία του κοινοποιήθηκε αυθημερόν, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ως άκυρη και/ή παράνομη και/ή στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος και/ή ζητά απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι δικαιούται προστασίας από επαναπροώθηση δυνάμει των Άρθρων 2 και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και/ή οποιαδήποτε άλλη θεραπεία το Δικαστήριο κρίνει ορθή και δίκαιη.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Ο Αιτητής είναι υπήκοος Σομαλίας, εισήλθε παράνομα από μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές και υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 27/01/22. Στις 18/03/22 ακολούθησε διαδικασία ελέγχου και αξιολόγησης ευαλωτότητας του Αιτητή, όπου κρίθηκε ότι αποτελεί ευάλωτο πρόσωπο, με ειδικές ανάγκες υποδοχής ως ασυνόδευτος ανήλικος. Ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ορίστηκε ως κηδεμόνας, εκπρόσωπος και συνδρομητής του Αιτητή κατά την εξέταση της αίτησής του και συμμετείχε στη συνέντευξή, μέσω λειτουργού, που πραγματοποιήθηκε στις 02/05/22 από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 23/06/22 ετοιμάστηκε έκθεση/εισήγηση και ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός την ενέκρινε αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης αυθημερόν, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Με την Γραπτή της Αγόρευση η συνήγορος του Αιτητή αρχικά προωθεί ως λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης ότι παραβιάστηκε το Άρθρο 8 του Κανονισμού του Δουβλίνου[1], υποστηρίζοντας ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν είναι το αρμόδιο κράτος μέλος για την εξέταση του αιτήματος του, τουναντίον το αίτημά του θα έπρεπε να εξεταστεί στη Νορβηγία, λόγω του ότι διαμένει εκεί μόνιμα, ως αναγνωρισμένος πρόσφυγας, ο ενήλικας αδερφός του. Σημειώνει ότι δεν προχώρησε η αρμόδια αρχή στις σχετικές ενέργειες προκειμένου να διενεργηθεί η εξέταση του αιτήματός ασύλου του στη Νορβηγία, αγνοώντας το βέλτιστο συμφέρον του ως ανήλικο πρόσωπο. Προβάλλει επί τούτου ότι παραβιάστηκαν οι μηχανισμοί οι οποίοι προβλέπονται στο Κεφάλαιο VI, Άρθρο 20(1) του Κανονισμού Δουβλίνου σύμφωνα με το οποίο η προβλεπόμενη διαδικασία προσδιορισμού του υπεύθυνου κράτους μέλους θα έπρεπε να είχε κινηθεί με την υποβολή του αιτήματος του Αιτητή. Αν και το παρόν Δικαστήριο, βάσει νομολογίας του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης (C‑56/17 Bahtiyar Fathi κατά Predsedatel na Darzhavna agentsia za bezhantsite, ημερομηνίας 04/10/2018), δεν υποχρεούται να εξετάσει αυτεπάγγελτα την τήρηση των διατάξεων του Κανονισμού Δουβλίνου, πλην όμως επιβάλλεται η εξέτασή του όταν αυτό εγείρεται από τους διαδίκους.
Στην συνέχεια η συνήγορος για τον Αιτητή προβάλλει ότι παραβιάστηκαν οι ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις για τα παιδιά και ειδικότερα του Άρθρου 10 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000), αμφισβητεί κατά πόσο η λειτουργός του Γραφείου Ευημερίας που ήτο υπεύθυνη για τον Αιτητή κατείχε την απαραίτητη κατάρτιση και εμπειρογνωμοσύνη για να ασκεί τα καθήκοντά της υπερασπιζόμενη το βέλτιστο συμφέρον του ανηλίκου, αφού δεν προσπάθησε καθόλου να τον βοηθήσει και να του παράσχει όλα τα εχέγγυα κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης έτσι ώστε να διεξαχθεί αυτή με τρόπο κατάλληλο για τα παιδιά. Η στάση της υποδηλώνει σύγκρουση συμφερόντων καθώς αυτή συνεργάστηκε με την Υπηρεσία Ασύλου προς επίτευξη κοινού σκοπού και/ή δεν λειτούργησε με γνώμονα το βέλτιστο συμφέρον του ανηλίκου. Αναφέρει, επίσης, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα εσφαλμένης εφαρμογής του Νόμου, των Κανονισμών, της Διαδικασίας και της Σύμβασης για τα δικαιώματα του παιδιού και/ή λήφθηκε υπό συνθήκες που ισοδυναμούν με κατάχρηση εξουσίας και/ή υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας των Καθ΄ ων η αίτηση και/ή πλημμελή και/ή λανθασμένη άσκηση των εξουσιών τους. Θα έπρεπε, όπως τονίζει, να γίνουν αποδεκτοί οι ισχυρισμοί του Αιτητή παρέχοντάς του το ευεργέτημα της αμφιβολίας, διότι η ιστορία του παρουσιάζει συνοχή και είναι εύλογη και/ή να είχε ληφθεί δεόντως υπόψη και η ηλικία του. Δεν του δόθηκε η ευκαιρία να παραθέσει και/ή προβάλλει με λεπτομέρεια τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του καθώς οι Καθ’ ων η αίτηση αρκέστηκαν και/ή περιορίστηκαν σε ανεπαρκές αριθμό ερωτήσεων απομονώνοντας και/ή επιλέγοντας συγκεκριμένους ισχυρισμούς του για να προσβάλουν την αξιοπιστία τους, ενώ δεν προκύπτει από το περιεχόμενο του φακέλου η προβλεπόμενη κατάρτιση που έπρεπε να έχει η διενεργούσα την προφορική συνέντευξη του Αιτητή λειτουργός.
Υποστηρίζει επίσης, ότι, κατά παράβαση του Άρθρου 18 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000), η εξέταση του αιτήματος του Αιτητή δεν έγινε σε εξατομικευμένη βάση, αντικειμενικά και αμερόληπτα, καθώς δε του δόθηκε η ευκαιρία να παραθέσει με λεπτομέρεια τους λόγους που τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει την χώρα του, με την αρμόδια αρχή να μην υιοθετεί παιδοκεντρική προσέγγιση, παραλείποντας τις ιδιαίτερες συνθήκες που αφορούν την περίπτωση ενός ασυνόδευτου ανήλικου, την περιορισμένη γνώση του λόγω της ηλικίας του και/ή την περιορισμένη ικανότητα του να δώσει πλήρεις και συνεκτικές πληροφορίες επί του αιτήματος του, ενώ προσθέτει ότι οι Καθ΄ ων η αίτηση παρέλειψαν να διερευνήσουν τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής του Αιτητή. Στη συνέχεια, παραθέτοντας πληροφορίες σε σχέση με την χώρα καταγωγής και/ή τις δυσμενείς συνθήκες, ανασφάλεια που επικρατεί στη χώρα καταγωγής του Αιτητή καταλήγει στο ότι θα πρέπει να του χορηγηθεί καθεστώς πρόσφυγα ή τουλάχιστον το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Αναφέρει πως η αδιακρίτως ασκούμενη βία στην εν λόγω περιοχή στοιχειοθετεί κίνδυνο σοβαρής βλάβης για τον Αιτητή, αποκλειστικά λόγω της φυσικής του παρουσίας εκεί.
Οι Καθ' ων η αίτηση απαντούν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και νόμιμη, αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και μετά από αξιολόγηση όλων των σχετικών γεγονότων και στοιχείων της υπόθεσης, ενώ είναι επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη. Τονίζουν ότι διενεργήθηκαν όλες οι σχετικές διαδικαστικές εγγυήσεις που αφορούν ανήλικους και/ή με τρόπο που να διασφαλίζεται το βέλτιστο συμφέρον του Αιτητή ως ανήλικου. Ούτε απαιτείται η παρουσία δικηγόρου ή νομικού συμβούλου κατά τη διεξαγωγή της συνέντευξης σε ασυνόδευτο ανήλικο αιτούντα άσυλο. Ο δε ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση των διατάξεων του Άρθρου 10 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000), δεν ευσταθεί, όπως δεν ευσταθεί ούτε ο ισχυρισμός ότι δεν παρασχέθηκαν οι απαραίτητες ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις. Επιπλέον, είναι η θέση τους ότι η νομική εκπροσώπηση του Αιτητή, ως ασυνόδευτου ανηλίκου και η παρουσία εκπροσώπου κατά τη συνέντευξη σημαίνει δικαιοπρακτική ικανότητα και δεν αφορά στην παροχή νομικών υπηρεσιών, ούτε στη νομική κατάρτιση του εκπροσώπου. Σημειώνουν ότι η παρέμβαση των κηδεμόνων γίνεται όπου διαπιστώνεται παράβαση ή ανάγκη, γεγονός που δεν κρίθηκε απαραίτητο στην προκειμένη περίπτωση.
Με την Απαντητική της Αγόρευση, η συνήγορος του Αιτητή υιοθετεί τους ισχυρισμούς της Γραπτής Αγόρευσης της, παραπέμποντας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, και υποστηρίζει ότι θα πρέπει να χορηγηθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας στον Αιτητή, αφού σε περίπτωση επιστροφής του στην περιοχή Somaliland της Σομαλίας θα κινδυνέψει με στρατολόγηση από την τρομοκρατική ομάδας Al Shabab.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Αρχικά θα πρέπει να υποδειχθεί ότι ένα μεγάλο μέρος της Γραπτής Αγόρευσης του Αιτητή μέσω του δικηγόρου του αναλώνεται σε επανάληψη κανόνων δικαίου, διατάξεων νόμων, νομολογίας και αποσπασμάτων από εγχειρίδια βέλτιστων πρακτικών για την αξιολόγηση αιτημάτων διεθνούς προστασίας χωρίς να γίνεται ειδική υπαγωγή τους στα πραγματικά γεγονότα και νομικά δεδομένα της υπόθεσης με αποτέλεσμα να καθίστανται ανεπαρκούς αιτιολόγησης. Με βάση τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, που εφαρμόζονται κατ’ αναλογία και από το παρόν Δικαστήριο (Βλέπε Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2022 (3/2019), επιβάλλεται η υποχρέωση στον αιτητή όχι μόνο να εγείρει με το δικόγραφο του όλα τα σημεία τα οποία υποστηρίζουν την προσφυγή του αλλά ταυτόχρονα να τα αιτιολογεί πλήρως. Η αιτιολόγηση νομικών σημείων είναι απαραίτητη για την εξέταση λόγων ακύρωσης από το Δικαστήριο, οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια, αναπόφευκτα επηρεάζει τη νομική τους βάση με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να κριθούν αναιτιολόγητοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης. Επομένως, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί ισχυρισμοί που δεν εξειδικεύονται ή δεν αιτιολογούνται διότι με αυτό τον τρόπο το Δικαστήριο, παρόλο που ασκεί και έλεγχο ουσίας, θα οδηγείτο σε συζήτηση σχεδόν οιουδήποτε θέματος κατά παράβαση των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου που διαδραματίζουν στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης. (Βλέπε σχετικά, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Latomia Estate Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007)3 Α.Α.Δ. 533, Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, επίσης - Ιωσηφίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1990) 3 Α.Α.Δ. 4599, Kadivari ν. Δημοκρατίας (αρ. 2) (1992) 4 Α.Α.Δ. 2924, βλέπε επίσης Υπόθ. Αρ. 107/2017, Χριστόδουλος Μιχαήλ (Συνταγματάρχης) κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπουργού Άμυνας, ημερομηνίας 11/12/2017 -όπου γίνεται επανάληψη της πάγιας νομολογίας επί του ζητήματος). Ούτε μπορούν να γίνουν αποδεκτοί ισχυρισμοί που εγείρονται για πρώτη φορά στην Γραπτή Αγόρευση που δεν έχουν καταγραφεί στο δικόγραφο της προσφυγής (Βλέπε σχετικά Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636).
Λαμβάνοντας υπόψη τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές που εφαρμόζονται και στην παρούσα υπόθεση, θεωρώ ότι οι ισχυρισμοί που εγείρονται σε σχέση με την μη τήρηση διαδικαστικών εγγυήσεων που προνοούνται από τον Νόμο δεν εξειδικεύονται ούτε αιτιολογούνται επαρκώς από τον συνήγορο του Αιτητή. Ενώ γίνεται εκτενής αναφορά με σχετικές παραπομπές στην νομοθεσία, τις σχετικές Οδηγίες της Ένωσης και Κατευθυντήριες Οδηγίες ως προς τον χειρισμό των αρμόδιων αρχών αναφορικά με ασυνόδευτους ανήλικους δεν γίνεται επαρκής υπαγωγή στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και πως αυτές οι τυχόν ισχυριζόμενες παραλείψεις επίδρασαν δυσμενώς την ουσία του αιτήματος του Αιτητή.
Σε κάθε περίπτωση (και ανεξάρτητα των πιο πάνω) το Άρθρο 10 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000) ως τροποποιήθηκε και ισχύει ορίζει όλα τα σχετικά διαδικαστικά διαβήματα που θα πρέπει να τηρούνται αναφορικά με τους ασυνόδευτους ανήλικους. Το σχετικό άρθρο περιέχει ρητά τις υποχρεώσεις του Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ήτοι να ενεργεί ως εκπρόσωπος και συνδρομητής του ασυνόδευτου ανηλίκου στις διαδικασίες που προβλέπονται στον Νόμο, ενώ όταν και εφόσον κριθεί αναγκαίο (οσάκις είναι αναγκαίο) και νοουμένου ότι ο αιτούντας είναι ανήλικος τότε θα πρέπει σε περίπτωση δικαστικής διαδικασίας να διασφαλίζεται η εκπροσώπηση του σύμφωνα με τον περί Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού (Διορισμός Επιτρόπου από το Δικαστήριο ως Αντιπρόσωπος Παιδιού) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2014. Θα συμφωνήσω με τους Καθ΄ ων η αίτηση ότι κατά την διάρκεια της εξέτασης αίτησης ασύλου του Αιτητή, είχε τη συνδρομή του εκπροσώπου του στις διαδικασίες εξέτασης ασύλου του. Ο Διευθυντής του Τμήματος Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ενεργούσε ως κηδεμόνας του εν λόγω ανηλίκου από την υποβολή της αίτησης του, ως εκπρόσωπος και συνδρομητής του στις διαδικασίες που προβλέπονται στον Νόμο και ως εκπρόσωπος/κηδεμόνας αυτού παρίστατο στην προσωπική συνέντευξη του. Δεν υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό στην διαδικασία που ακολουθήθηκε, ενώ με την απόρριψη του αιτήματος του και συνεπεία της ολοκληρωμένης ενημέρωσης του σε όλα τα στάδια της διαδικασίας υπάρχει και νομική εκπροσώπηση του στην παρούσα προσφυγή. Ειδικότερα από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου (στο εξής «Δ.Φ.») του Αιτητή προκύπτουν τα εξής:
(α) με την υποβολή του αιτήματος ασύλου του Αιτητή και τη συμπλήρωση του ειδικού έντυπου (ερυθρά 8-7 Δ.Φ.) αναφορικά με ειδικές ανάγκες υποδοχής στη βάση του Άρθρου 9 ΚΔ του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000) καταδείχθηκε μόνο ότι πρόκειται για ασυνόδευτο ανήλικο και δεν προέκυψαν άλλες ειδικές ανάγκες υποδοχής δηλαδή πρόσωπο που έχει υποστεί βασανιστήρια ή άλλης μορφής ψυχολογικής ή φυσικής βίας.
(β) συμπληρώθηκε, ακολούθως, το ειδικό έντυπο «Screening and Assessment Vulnerability Form» η οποία κατέδειξε μόνο ότι μέλος της οικογενείας του βρίσκεται και διαβιεί στην Νορβηγία (αδελφός του), ότι η μητέρα του βρίσκεται στην χώρα/τόπο προηγούμενης διαμονής του και αυτή διευθέτησε το ταξίδι του και καταλήγει στο σημείο «Recommendations and Referrals» ότι πρόκειται για ασυνόδευτο ανήλικο που ταξίδεψε με την συγκατάθεση της μητέρα του, ότι η μητέρα του είναι άρρωστη, ότι χρειάζεται γυαλιά (διόρθωσης όρασης), παρουσιάστηκε δερματική αλλεργία στο αριστερό πόδι, ότι είναι συνεργάσιμος, σταθερός στις απαντήσεις του και/ή δεν προέκυψαν άλλες ειδικές ανάγκες υποδοχής του Αιτητή δηλαδή πρόσωπο που έχει υποστεί βασανιστήρια ή άλλης μορφής ψυχολογικής ή φυσικής βίας (σημείο: Referral Recommendations) (ερυθρά 29-17 Δ.Φ.)
(γ) από τα πρακτικά της συνέντευξης του προκύπτει ότι κατά την διάρκεια ολόκληρης της διαδικασίας παρίστατο εκπρόσωπος/κηδεμόνας αυτού - λειτουργός Κοινωνικής Ευημερίας, ενώ έγινε ολοκληρωμένη και ενδελεχής ενημέρωση του για όλα τα στάδια της διαδικασίας σε σχέση με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του (ερυθρά 38-30, 29-16 Δ.Φ.)
(δ) κατά την συνέντευξη δεν ασκήθηκε οποιαδήποτε πίεση, του παραχωρήθηκε διερμηνέας στα Σομαλικά την οποία δηλώνει στην αίτηση του ότι γνωρίζει. Υπάρχει δε υπογραφή του Αιτητή, εκπροσώπου/κηδεμόνα του και του διερμηνέα στο τέλος κάθε εντύπου συνέντευξης με βάση τις οποίες επιβεβαιώνονται ότι οι πληροφορίες και απαντήσεις του Αιτητή που καταγράφηκαν στη συνέντευξη του αντικατοπτρίζουν τις δηλώσεις του και ότι έλαβε γνώση του περιεχομένου της (ερυθρό 38-30 Δ.Φ.)
(ε) σε κανένα σημείο από το πρακτικό της συνέντευξης προκύπτει ότι ο Αιτητής δεν αντιλαμβανόταν την διαδικασία ή την οποιαδήποτε ερώτηση που θα μπορούσε να ζητήσει διευκρινίσεις από τον διερμηνέα (Βλέπε Abul Kalam Kalam ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 585).
Ούτε με την Γραπτή Αγόρευση παρουσιάζονται στοιχεία που να τεκμηριώνουν ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου δεν συμμορφώνεται με τις προϋποθέσεις του Νόμου. Από τα πρακτικά της συνέντευξης του Αιτητή προκύπτει ενημέρωση του σε σχέση με την προσωπική συνέντευξη του, η Υπηρεσία Ασύλου επέτρεψε στον εκπρόσωπο ή/και νομικό σύμβουλο να παρίσταται στην προσωπική συνέντευξη του ασυνόδευτου ανήλικου και δεν προκύπτει, ως η θέση του συνηγόρου του, ότι η εκπρόσωπος/κηδεμόνας του ασυνόδευτου ανήλικου επιβάλλεται να υποβάλλει ερωτήσεις, παρατηρήσεις και/ή να επεμβαίνει κατά την διάρκεια της συνέντευξης του, καθότι ρητά στον Νόμο προβλέπεται ότι αυτό μπορεί να το πράξει μόνο εντός του πλαισίου που ορίζει ο αρμόδιος λειτουργός που διεξάγει τη συνέντευξη. Συνεπώς, στην παρούσα υπόθεση δεν παρουσιάζονται ειδικοί λόγοι για τους οποίους επιβαλλόταν η εκπρόσωπος/κηδεμόνας του Αιτητή να επέμβει κατά την συνέντευξη και/ή να συνδράμει στο να αποσαφηνιστούν οποιεσδήποτε λεπτομέρειες που τυχόν είχαν παραλειφθεί από τον Αιτητή στις απαντήσεις του.
Γενικές, αόριστες και ατεκμηρίωτες θεωρώ είναι και οι θέσεις της συνηγόρου του Αιτητή σε σχέση με τα προσόντα που διέθεταν τόσο η εκπρόσωπος/κηδεμόνας του Αιτητή κατά το στάδιο της συνέντευξης όσο και ο λειτουργός που διεξήγαγε τη συνέντευξη στα πλαίσια εξέτασης της αίτησής του για διεθνή προστασία. Οι ισχυρισμοί του Αιτητή με τους οποίους αμφισβητούνται τα προσόντα της λειτουργού των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας και του εξεταστή της υπόθεσης χωρίς να υποδεικνύουν ποια είναι τα προσόντα που εξέλειπαν και πώς επηρεάστηκαν τα δικαιώματα του δεν είναι επαρκείς για να ανατρέψουν το τεκμήριο της κανονικότητας που διέπει διοικητικές πράξεις της διοίκησης, με βάση τη πάγια νομολογία. Όπως τονίστηκε στην Υπόθ.Αρ.801/1999, Μαυρονύχη v. Δημοκρατίας, ημερ.12/03/2001, η διοίκηση τεκμαίρεται πως λειτουργεί σύμφωνα με το Νόμο, εκτός όπου καθαρά αποδεικνύεται πως αυτό δεν συμβαίνει. Στην προκειμένη περίπτωση δεν προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία να έχουν επισυμβεί τα όσα υποδεικνύονται από τον Αιτητή (Βλέπε Χριστίνα Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας, (2009) 4 Α.Α.Δ. 929). Στο πλαίσιο δε της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων, επί των οποίων υπάρχει μαχητό τεκμήριο, δεν νοείται ανατροπή του με τα όσα επιχειρηματολογεί η πλευρά του Αιτητή μέσω του συνηγόρου του. Ούτε έχει προσκομιστεί οποιαδήποτε μαρτυρία επί αυτού του λόγου ακύρωσης που να ανατρέπει τα όσα προκύπτουν από το περιεχόμενο του φακέλου του Αιτητή.
Αναφορικά τώρα με τον ισχυρισμό του Αιτητή περί νομικής κατάρτισης του εκπροσώπου/κηδεμόνα του, αντίστοιχο ζήτημα εξετάστηκε από την αδελφή Δικαστή Μ. Παπαντωνίου, Δ.Δ.Δ.Π, στην Υπόθεση Αρ. 601/16, Y.D.M.O. v. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 31/12/21, το σκεπτικό της οποίας με βρίσκει σύμφωνο το οποίο και υιοθετώ για σκοπούς της παρούσας απόφασης, ήτοι:
«Αναφορικά με τον ισχυρισμό που εγείρεται από τη συνήγορο του Αιτητή σχετικά με την θέση των λειτουργών των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας (ΥΚΕ) ως οι εκ νόμου καθοριζόμενοι εκπρόσωποι των ασυνόδευτων ανήλικων αιτητών ασύλου και οι οποίοι θα έπρεπε να διαθέτουν νομική κατάρτιση, προς υποστήριξη του οποίου παρατίθενται και οι θέσεις της Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού, αναφέρεται ότι από τις εν λόγω τοποθετήσεις δεν προκύπτει νομική δέσμευση. Θα αποτελούσε ωστόσο βήμα προς θετική κατεύθυνση ο προβληματισμός των εμπλεκόμενων με υποθέσεις ασυνόδευτων ανήλικων κρατικών υπηρεσιών ως προς τις υποδείξεις της Επιτρόπου.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου, εκπρόσωπος «σημαίνει το Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, σύμφωνα με το εδάφιο (1Β) του άρθρου 10», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 10(1Β) « Ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ενεργεί το συντομότερο δυνατό, αυτοπροσώπως ή μέσω λειτουργού των εν λόγω Υπηρεσιών, ως εκπρόσωπος και συνδρομητής του ασυνόδευτου ανηλίκου (.)».
Ο διορισμός κοινωνικών λειτουργών ως εκπρόσωποι/κηδεμόνες αποτελεί συνηθισμένη πρακτική και σε πολλά άλλα ευρωπαϊκά κράτη μέλη.[7] Η ΕΑΣΟ εισηγείται το διορισμό εκπροσώπου/κηδεμόνα ο οποίος να γνωρίζει τις εθνικές διαδικασίες ασύλου και να μπορεί να βοηθήσει τον αιτητή κατά τη διάρκειά τους. Η θέση του διοριζόμενου ατόμου θα πρέπει να μην προκαλεί σύγκρουση συμφερόντων και να ασκείται από επαγγελματίες και όχι άλλους αιτητές διεθνούς προστασίας.[8]
Η UNHCR, στις Κατευθυντήριες Οδηγίες για την Εξέταση των Αιτημάτων Ασύλου των Παιδιών στο πλαίσιο των άρθρων 1 (Α) 2 και 1 (ΣΤ) της Σύμβασης του 1951 και / ή του Πρωτοκόλλου του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγων, παρ. 69 αναφέρει τα ακόλουθα σχετικά με τους εκπροσώπους/κηδεμόνες: «Στην περίπτωση των ασυνόδευτων ή των χωρισμένων από την οικογένειά τους παιδιών επιβάλλεται ο άμεσος και δωρεάν διορισμός ανεξάρτητου και εξειδικευμένου κηδεμόνα. Τα παιδιά που είναι βασικοί αιτούντες άσυλο στη διαδικασία ασύλου δικαιούνται επίσης νομική εκπροσώπηση. Οι νομικοί συμπαραστάτες ή εκπρόσωποι των παιδιών πρέπει να είναι κατάλληλα εκπαιδευμένοι και οφείλουν να υποστηρίζουν το παιδί καθόλη τη διαδικασία.», ενώ στην υποσημείωση 135 στην οποία παραπέμπει η ανωτέρω παράγραφος γίνεται διαχωρισμός του όρου κηδεμόνας από τον όρο νομικός εκπρόσωπος και αναφέρονται τα εξής: « «Κηδεμόνας» ή «επίτροπος»: πρόκειται για ανεξάρτητο πρόσωπο με εξειδικευμένες δεξιότητες, που φροντίζει το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού και γενικότερα την ευημερία του. Οι διαδικασίες για το διορισμό κηδεμόνα ή επιτρόπου δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκές από τις ισχύουσες εθνικές διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες που εφαρμόζονται στην περίπτωση των παιδιών που είναι πολίτες της χώρας υποδοχής. Ο «νομικός εκπρόσωπος ή συμπαραστάτης»: πρόκειται για δικηγόρο ή άλλο εξειδικευμένο πρόσωπο που έχει το δικαίωμα να παρέχει νομική συνδρομή και να ενημερώνει το παιδί για τη διαδικασία ασύλου καθώς και να επικοινωνεί με τις αρχές για νομικά ζητήματα.».
Από τις πιο πάνω κατευθυντήριες οδηγίες προκύπτει το συμπέρασμα ότι ο όρος κηδεμόνας ή εκπρόσωπος δεν σημαίνει απαραίτητα άτομο με νομικά ακαδημαϊκά προσόντα, αλλά πρόσωπο το οποίο ασκεί νομική ικανότητα εκ μέρους του ασυνόδευτου ανήλικου αιτητή ασύλου, ενημερώνοντάς τον και λειτουργώντας εκ μέρους του όπου χρειάζεται καθόλα τα στάδια της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός του και εξασφαλίζοντας το βέλτιστο συμφέρον του.»
[ο τονισμός δικός μου]
Ούτε τεκμηριώνεται από τα στοιχεία του φακέλου και/ή της παρούσας υπόθεσης ότι υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων/αρμοδιοτήτων της λειτουργού ευημερίας είτε λόγω της συμπεριφοράς της είτε λόγω της ταυτόχρονης ιδιότητας της ως κηδεμόνας, εκπρόσωπος του ασυνόδευτου ανήλικου Αιτητή και αρμόδια αρχή για την εφαρμογή των διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου ως κρατική αρχή. Το Δικαστήριο – όπως τέθηκε ο σχετικός ισχυρισμός – δεν μπορεί να αποφασίζει επί ακαδημαϊκών ερωτημάτων αλλά επί συγκεκριμένων νομικών και ουσιαστικών ζητημάτων που επέδρασαν ουσιαστικά στην κρίση της Υπηρεσίας Ασύλου και εν τέλει στο νομικό καθεστώς του Αιτητή. Με βάση δε τα όσα ορίζονται στην σχετική νομοθεσία και τα όσα καταγράφονται ανωτέρω ούτε μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι διαφορετικές ταυτόχρονα ιδιότητες/αρμοδιότητες των λειτουργών των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας είναι ασυμβίβαστές μεταξύ τους, ούτε φαίνεται (στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης) να οδήγησαν στην ανεπαρκή εκπροσώπησή του Αιτητή και/ή δυσμενούς επηρεασμού των δικαιωμάτων του Αιτητή κατά την εξέταση της αίτησης ασύλου του.
Αναφορικά, τώρα, με τις διαδικασίες Δουβλίνου, ως ορθά διατυπώνει η συνήγορος του Αιτητή, δεν υπήρξε συμμόρφωση και/ή καθυστέρηση εκ μέρους των αρμόδιων αρχών (άλλωστε υπάρχει και παραδοχή μέσω των στοιχείων του φακέλου ερυθρό 43 Δ.Φ.). Στην παρούσα περίπτωση ο Αιτητής ήτο ανήλικος και το μείζον συμφέρον του δεν φαίνεται να λήφθηκε υπόψη σε σχέση με τις διαδικασίες που προβλέπονται στον Κανονισμό του Δουβλίνου ΙΙΙ (Άρθρο 6(1) του Κανονισμού). Η μη συμμόρφωση, όμως, με τις προθεσμίες του Κανονισμού για υποβολή αιτήματος σε άλλο κράτος μέλος δεν μπορεί να επιφέρει ακυρότητα στην προσβαλλόμενη διοικητική πράξη για αριθμό λόγων ήτοι: (α) δικαίωμα προσφυγής υπάρχει μόνο σε σχέση με την νομιμότητα απόφασης μεταφοράς ως αυτό καθορίζεται στο Άρθρο 27(1) του Κανονισμού του Δουβλίνου ΙΙΙ και από το Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023, (Ν. 73(I)/2018) και/ή δεν προβάλλεται στις ζητούμενες θεραπείες διοικητική πράξη ή παράλειψη σε σχέση με τον Κανονισμό του Δουβλίνου ΙΙΙ (β) η καθυστέρηση υποβολής αιτήματος ή ακόμα στην περίπτωση που η μεταφορά δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί σε κάποιο κράτος μέλος σύμφωνα με τα κριτήρια του Κανονισμού επιβάλλει εν τέλει το βάρος εξέτασης της αίτησης διεθνούς προστασίας στο προσδιορίζον κράτος μέλος ως το υπεύθυνο κράτος μέλος για εξέταση, (γ) η επιτυχία αυτού του λόγου ακύρωσης δεν θα επέφερε εν τέλει κανένα θετικό αποτέλεσμα ως προς την περίπτωση του Αιτητή λόγω ζητήματος αλυσιτέλειας, καθότι: (i) η προθεσμία για μεταφορά του Αιτητή σε άλλο κράτος μέλος εξέπνευσε, (ii) δεν υπάρχει προοπτική αναβίωσης των καθορισμένων από τον Κανονισμό προθεσμιών για ικανοποίηση του αιτήματος του στη βάση των διατάξεων του Δουβλίνου, (iii) το αίτημα διεθνούς προστασίας του εξετάστηκε κατ΄ ουσία και ολοκληρώθηκε (από το προσδιορίζον κράτος μέλος ως το υπεύθυνο κράτος μέλος για εξέταση). Εξάλλου και η απόφαση στην οποία γίνεται παραπομπή από την συνήγορο του Αιτητή C‑56/17 Bahtiyar Fathi (ανωτέρω) καταγράφει στην κατάληξη της ότι:
«Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα, έχει την έννοια ότι, σε καταστάσεις όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, δεν εμποδίζει τις αρχές κράτους μέλους να προβαίνουν στην επί της ουσίας εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού αυτού, όταν δεν υφίσταται καμία ρητή απόφαση των αρχών αυτών διαπιστώνουσα, βάσει των προβλεπόμενων από τον εν λόγω κανονισμό κριτηρίων, ότι υπεύθυνο για μια τέτοια εξέταση είναι το κράτος μέλος αυτό.»
Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023, (Ν. 73(I)/2018) προχωρεί σε εξέταση των στοιχείων του Δ.Φ. του Αιτητή σε συνδυασμό με τους λόγους που τον οδήγησαν να εγκαταλείψει την χώρα του και σε συνάρτηση με τους εγειρόμενους λόγους ακύρωσης που αφορούν έλλειψη δέουσας έρευνας, πλάνης και αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης. Η ουσιαστική εξέταση των λόγων που οδήγησαν τον Αιτητή να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του και τα όσα καταγράφονται στα πρακτικά της συνέντευξης του συναρτώνται άμεσα και με τους ισχυρισμούς του συνηγόρου του κατά πόσο δηλαδή η περίπτωση του αξιολογήθηκε υπό το πρίσμα του μείζονος συμφέροντος του ως ασυνόδευτου ανήλικου προτού απορριφθεί η αίτηση του. Επιπλέον, εξετάζεται κατά πόσο στα πλαίσια της αξιολόγησης της αίτησης του συνεκτιμήθηκαν παράγοντες όπως η βιολογική και αναπτυξιακή ηλικία του παιδιού, το φύλο, τυχόν ευάλωτη θέση του, η οικογενειακή του κατάσταση, η εκπαίδευση και η κατάσταση της σωματικής και διανοητικής του υγείας.
Από έλεγχο της αίτησης του Αιτητή για διεθνή προστασία ελλείπει η μετάφραση του αιτήματος του το οποίο είναι στην σομαλική γλώσσα (ερυθρά 1-5 Δ.Φ.). Παρόλο που οι γραπτές δηλώσεις του αιτούντα άσυλο στην αίτηση διεθνούς προστασίας αποτελεί το σημείο εκκίνησης της διαδικασίας εξέτασης ασύλου, δεν κρίνω υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης ότι η παράλειψη της αρμόδιας αρχής να προβεί σε μετάφραση του περιορισμένου σε έκταση κειμένου στην αίτηση αποτελεί παραβίαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας που μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης. Σύμφωνα δε και με την Ανδρέας Τρύφωνος κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Εφόρου Επίσημου Παραλήπτη, (2009) 4 Α.Α.Δ. 1137:
« [...]
Έχει όμως νομολογηθεί ότι η παράβαση τύπου διακρίνεται σε ουσιώδη και μη, η δε κρίση κατά πόσο είναι ουσιώδης ή μη ανήκει στο Δικαστήριο, τα δε λαμβανόμενα κριτήρια για το σχηματισμό αυτής της κρίσης σχετίζονται με τη σημασία που έχει η διαδικαστική ενέργεια ή η παράλειψη αναφορικά με την προστασία του διοικούμενου, την καλή λειτουργία της ίδιας της διοίκησης και το δικαστικό έλεγχο της πράξης (δέστε το σύγγραμμα του Ε. Σπηλιωτόπουλου: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Τόμος ΙΙ, 12η έκδ. σελ. 125-127, παρ. 499-500). Στην υπόθεση Παπαλούκας ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 656, σελ. 663-665, αναφέρεται ότι η γενική αρχή του διοικητικού δικαίου είναι ότι:
«... η παράβαση διατεταγμένου τύπου (ή τυπικής διατάξεως) επάγεται την ακυρότητα της πράξεως μόνο εφόσον ήθελε θεωρηθεί ότι, στην υπό εξέταση συγκεκριμένη περίπτωση, ο τύπος ο οποίος δεν τηρήθηκε ήταν ουσιώδης. Αν δεν ήταν ουσιώδης, η πράξη δεν υπόκειται σε ακύρωση, παρά την παράβαση. Με άλλα λόγια, ανεξάρτητα από το εξ αντικειμένου ουσιώδες του τύπου, αν διαπιστωθεί ότι η παράβαση του δεν είχε δυσμενείς επιπτώσεις για το διοικούμενο, τότε, για τους σκοπούς της συγκεκριμένης περίπτωσης αυτός θεωρείται επουσιώδης με αποτέλεσμα η παράβαση του να μην επάγεται την ακυρότητα της πράξεως.».
Εξάλλου, δεν έχει προβληθεί εκ μέρους του Αιτητή ότι η μη μετάφραση της αίτησης θα πρέπει να οδηγήσει σε ακυρότητα, τουναντίον, είναι η θέση της συνηγόρου του Αιτητή ότι λόγω του ότι το παρόν Δικαστήριο δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της αρμόδιας αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, έχει εξουσία βάση Νόμου να εξετάσει και την ουσιαστική ορθότητα της πράξης. Άλλωστε, οι ισχυρισμοί του Αιτητή για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας μπορούσαν να διερευνηθούν και στα πλαίσια της συνέντευξης (όπου μπορούσε σε κάθε περίπτωση να προβάλει και νέους λόγους δίωξης ή σοβαρής βλάβης).
Κατά την συνέντευξη και σε σχέση με τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε στην πόλη Banadir, έζησε στην πόλη Mogadishu, πλην όμως προσδιόρισε ως τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του την περιοχή Buurta Nasatta Hablood στην επαρχία της Σομαλιλάνδης. Αναφορικά με την πατρική του οικογένεια, δήλωσε ότι ο πατέρας του δολοφονήθηκε στις 19/06/21, η μητέρα του και οι δύο αδερφές του εξακολουθούν να διαμένουν στη Σομαλιλάνδη. Ισχυρίστηκε, επίσης, ότι διαθέτει 5 ακόμα ετεροθαλή αδέρφια από τον πατέρα του, εκ των οποίων δε γνωρίζει τα 4 εξ αυτών, γνωρίζει μόνο ένα ετεροθαλή αδερφό, ο οποίος διαμένει στη Νορβηγία. Ο Αιτητής δήλωσε άγαμος και άτεκνος και ως προς το μορφωτικό του επίπεδο δήλωσε ότι φοίτησε για κάποια χρόνια σε Ισλαμικό σχολείο, ενώ ο πατέρας του προσπαθούσε να του διδάξει μαθηματικά. Εξήγησε ακολούθως ότι ουδέποτε εργάστηκε στη ζωή του (ερυθρά 36 – 34 Δ.Φ.).
Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα του, δήλωσε ότι μετά το θάνατο του πατέρα του, ο ίδιος και η μητέρα του αντιμετώπισαν πρόβλημα. Εξηγώντας ότι ήταν επιλογή της μητέρας του να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του επειδή εκείνη φοβόταν ότι ο Αιτητής θα δολοφονηθεί, όπως και ο πατέρας του. Προσέθεσε μάλιστα ότι απείλησαν την μητέρα του ότι θα τον σκοτώσουν και ότι έχει πληγές στο σώμα του, οι οποίες προκλήθηκαν από όσα του έκαναν (ερυθρό 33/1Χ,3Χ Δ.Φ.). Κληθείς να προσδιορίσει ποιος απείλησε τη μητέρα του ότι θα τον σκοτώσει, επέδειξε άγνοια, επαναλαμβάνοντας ότι θέλουν να τον σκοτώσουν. Δήλωσε συναφώς ότι τα άτομα που θέλουν να τον σκοτώσουν είναι είτε τα άτομα που μάλωναν για τη γη, ή ο θείος του, υποστηρίζοντας ότι τα προβλήματα ξεκίνησαν μετά το θάνατο του πατέρα του. Ερωτηθείς πότε απείλησαν τη μητέρα του για τελευταία φορά, δήλωσε ότι συνέβη πριν εγκατασταθούν στη Σομαλιλάνδη (ερυθρό 33/4Χ, 2Χ Δ.Φ.). Ζητηθείς να αποσαφηνίσει τις δηλώσεις του περί του ζητήματος αυτού, δήλωσε ότι δε γνωρίζει περί τίνος ακριβώς πρόκειται. Κληθείς να σχολιάσει τα τραύματα τα οποία επικαλέστηκε νωρίτερα ότι του προκάλεσαν, ο Αιτητής δήλωσε ότι μετά το θάνατο του πατέρα του επιβίβασαν εντός του αυτοκινήτου τον ίδιο και τη μητέρα του και κατά τη διάρκεια της διαδρομής οι απαγωγείς άρχισαν να διαπληκτίζονται μεταξύ τους, με αποτέλεσμα εκείνος να τραυματιστεί από ένα σίδερο στην προσπάθειά του να διαφύγει. Κληθείς να προσδιορίσει πότε συνέβη το εν λόγω περιστατικό, απάντησε αποκρίθηκε ότι ήταν Παρασκευή απόγευμα, μετά την προσευχή (ερυθρό 32/1Χ, Δ.Φ.). Σε σχέση με το θάνατο του πατέρα του, του ζητήθηκε να περιγράψει την ημέρα που περιήλθε στη γνώση του ο θάνατος του, απαντώντας ότι δολοφονήθηκε κατά τη βραδινής προσευχή την 16/06/21. Περιέγραψε ότι ο πατέρας του έκανε μάθημα στον ίδιο και την αδερφή του και σε κάποια στιγμή έφυγε για την βραδινή προσευχή, ενώ τον αντικατέστησε η μητέρα του, ακολούθως εμφανίστηκαν εντός της οικίας τους κάποια άτομα τα οποία και τους ενημέρωσαν πως ο πατέρας τους ήταν στο τζαμί και ότι είχε τραυματιστεί καθώς τον πυροβόλησαν (ερυθρό 32 Δ.Φ.). Ερωτηθείς εάν του συνέβη κάτι προσωπικά, απάντησε αρνητικά, υποστηρίζοντας ωστόσο ότι το τραύμα που του προκλήθηκε στη Σομαλία ενισχύει τους φόβους του (ερυθρό 32 Δ.Φ.). Κληθείς να εξηγήσει τι φοβάται ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα του, ο Αιτητής δήλωσε ότι θα τον δολοφονήσουν όπως τον πατέρα του, επικαλούμενος τα άτομα που σκότωσαν τον πατέρα του (ερυθρό 31 Δ.Φ.).
Κατά την αξιολόγηση της προφορικής συνέντευξης του Αιτητή, ο λειτουργός διέκρινε τρεις (2) ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος ισχυρισμός αφορά τα στοιχεία του προσωπικού του προφίλ, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του, ο δεύτερος ισχυρισμός αφορά τις δηλώσεις του περί του ότι φέρει φόβο δίωξης από τα άγνωστα άτομα που δολοφόνησαν τον πατέρα του. Αποδεκτός έγινε μόνο ο πρώτος ισχυρισμός του. Ειδικότερα, ο λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παραθέσει ικανοποιητικές πληροφορίες σχετικά με τον επικαλούμενο φόβο δίωξής του, οι δε δηλώσεις του κρίθηκαν ως στερούμενες ευλογοφάνειας. Δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει την ταυτότητα των ατόμων που δολοφόνησαν τον πατέρα του και απειλούν τον ίδιο, αλλά ούτε απάντησε με σαφήνεια όταν ρωτήθηκε πότε απειλήθηκε τελευταία φορά η μητέρα του, προβάλλοντας ότι αυτό συνέβη πριν εγκατασταθούν στη Σομαλιλάνδη. Οι δε δηλώσεις του σε σχέση με τον τρόπο που φέρονται να προκλήθηκαν τα τραύματα που επέδειξε, κρίθηκαν ως ασαφείς και στερούμενες νοηματικής συνοχής. Ελήφθη άλλωστε υπόψη και η δήλωση του Αιτητή περί του ότι δε του συνέβη κάτι σε προσωπικό επίπεδο, κατά τη διαμονή του στη Σομαλιλάνδη.
Στη βάση του μοναδικού αποδεκτού πρώτου ισχυρισμού, ο λειτουργός προχώρησε στην αξιολόγηση του κινδύνου που ο Αιτητής ενδέχεται να αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής του στη Σομαλιλάνδη, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του, κρίνοντας ότι δεν ανακύπτουν λόγοι εκ των οποίων θα μπορούσε να πιθανολογηθεί ευλόγως ότι κατά την επιστροφή του εκεί, θα αντιμετωπίσει κίνδυνο δίωξης ή έκθεσης σε σοβαρή βλάβη. Προς επίρρωση του εν λόγω συμπεράσματός του, παρέπεμψε σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης οι οποίες επιβεβαιώνουν ότι η κατάσταση ασφαλείας στη Σομαλιλάνδη είναι σταθερή, σε αντίθεση με την υπόλοιπη Σομαλία, η οποία πλήττεται από συγκρούσεις ανάμεσα στον εθνικό στρατό της χώρας και την τρομοκρατική οργάνωση Al Shabab, η οποία απέτυχε να δημιουργήσει μια σταθερή βάση στη Σομαλιλάνδη. Σχολιάζοντας τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, καταγράφει συνιστά ένα νεαρό άνδρα στο στάδιο της ενηλικίωσης, υγιή, ο οποίος γνωρίζει να γράφει και να διαβάζει στα Σομαλικά, στη δε χώρα του εξακολουθούν να διαμένουν με ασφάλεια η μητέρα του και τα αδέρφια του. Υπό το φως αυτών των δεδομένων προχωρώντας στη νομική ανάλυση, κατέληξε ότι δε στοιχειοθετείται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης στη χώρα του και συνεπώς δε συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του στο καθεστώς πρόσφυγα.
Μετά από συνολική αξιολόγηση της γενικότερης αξιοπιστίας του, των όσων τέθηκαν ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου υπό μορφή δηλώσεων διαπιστώνω ότι δεν τεκμηριώνεται. Η πλήρης εικόνα που διαμορφώνεται μέσω των στοιχείων του φακέλου του, κατόπιν ορθολογικής ανάλυσης και δίκαιης στάθμισής τους[2], επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα του λειτουργού. Το αφήγημά του εμπεριείχε ελλιπή και αντιφατικά στοιχεία που δεν τεκμηρίωναν προσωπική εμπλοκή και δίωξη. Δεν παρείχε κάθε διαθέσιμη βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής του, ούτε τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς του με επαρκή λεπτομέρεια. (Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 (Ν. 6(Ι)/2000) έως 2023), βλέπε επίσης Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ.11 και Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System της EUAA, February 2023, σελ.57-72, 103-112, 120-131, επίσης, § 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Ούτε σε διευκρινιστικές ερωτήσεις για αριθμό ζητημάτων ήταν ικανός να παράσχει επαρκείς απαντήσεις[3] λαμβάνοντας υπόψη και το νεαρό της ηλικίας του αλλά ούτε θα μπορούσε να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας το οποίο δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντα (Βλέπε §204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Από τα γεγονότα της περίπτωσης του σε συνάρτηση με τα στοιχεία του φακέλου και τις αιτιάσεις του δεν προκύπτει να συντρέχουν στο πρόσωπο του εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια που μπορούν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης (§37-38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Δεν έπεισε για το υπαρκτό των απειλών ή οιανδήποτε μορφής δίωξη. Ούτε τεκμηριώνεται ότι ανήκει σε οποιαδήποτε πολιτική, θρησκευτική, εθνική, στρατιωτική ή κοινωνική οργάνωση ή ομάδα στη χώρα καταγωγής του που να αντιμετωπίζει δίωξη, ενώ σε περίπτωση επιστροφής του δεν θα αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα από τις αρχές της χώρας του. Δεν έχει τεκμηριώσει με τις αιτιάσεις του ότι έχει καταδικασθεί, συλληφθεί, ή καταζητείται είτε από τις αρχές της χώρας του είτε από άλλους φορείς δίωξης (Βλέπε Άρθρα 3Α και 3Β του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000). Ούτε το γεγονός ότι εγκατέλειψε σε νεαρή ηλικία την χώρα του μπορεί να οδηγήσει σε τέτοιας έκτασης μεταβολής/απόκλισης των πληροφοριών που θα μπορούσε να διαθέσει ενώπιον των αρχών και ενώπιον εν τέλει του Δικαστηρίου ως ενήλικας πλέον. Σύμφωνα με τον πρακτικό οδηγό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης Ασύλου για την αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων,[4] - κατά την εξέταση της αξιοπιστίας των αποδεικτικών στοιχείων που υποστηρίζουν τα ουσιαστικά γεγονότα, ο υπεύθυνος της υπόθεσης θα πρέπει να έχει υπόψη του ότι η ατομική θέση και οι προσωπικές συνθήκες του αιτούντος ενδέχεται να επηρεάσουν σοβαρά τον τρόπο με τον οποίο ο αιτών βλέπει και παρουσιάζει τα γεγονότα που αφορούν την αίτησή του - ανάμεσα στους παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη είναι η μνήμη, η ηλικία και το μορφωτικό επίπεδο. Αποτελεί μεν καθήκον της αρμόδιας αρχής (και του Δικαστηρίου) να αξιολογεί σε συνεργασία με τον αιτούντα τα συναφή στοιχεία της αίτησής του και/ή ότι αυτή η ευθύνη μοιράζεται μεταξύ του λειτουργού και του αιτούντα[5], αυτό όμως δεν αναιρεί την υποχρέωση του να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης, ήτοι δηλώσεις/έγγραφα που έχει στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία, το προσωπικό ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία και/ή ότι εναπόκειται πρώτα στον ίδιο τον αιτούντα να έχει καταβάλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την αίτησή του. Από το πρακτικό της συνέντευξης δεν διακρίνω δηλώσεις του Αιτητή όπου τεκμηριώνει ότι συνάντησε ή γνωρίζει ή ότι έχει οποιεσδήποτε πληροφορίες για τους δολοφόνους του πατέρα του, ειδικά λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι διατηρούσε επαφή και/ή επικοινωνία με την μητέρα και/ή τις αδελφές του. Σε σχέση δε με τη δυνατότητα του Αιτητή να ανακαλέσει περιστατικά του παρελθόντος ως ανήλικος, προκύπτει ότι κατά το χρόνο αναχώρησης από τη χώρα καταγωγής του, ήταν περίπου 16 ετών, χωρίς να παρουσιάζει κάποιο σημείο ευαλωτότητας και ως εκ τούτου κρίνω ότι θα αναμενόταν από αυτόν να είναι σε θέση να παραθέσει επαρκείς και σαφείς πληροφορίες αναφορικά με τον πυρήνα του αιτήματός του. Επομένως, η κατάληξη της Υπηρεσίας Ασύλου είναι αιτιολογημένη, λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και στα πλαίσια του Νόμου καθότι από τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον της και από τις παραστάσεις του Αιτητή δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000).
Ούτε η περίπτωση του εμπίπτει στις προϋποθέσεις παροχής σε αυτόν καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Ο λειτουργός εξέτασε κατά πόσο θα υπόκειτο σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής σε οποιαδήποτε τέτοια σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ως προσδιορίζεται στο Άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000) και κατέληξε δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις συμπληρωματικής προστασίας. Ουδείς εκ των ισχυρισμών που πρόβαλε τεκμηριώνει την ύπαρξη ουσιωδών λόγων ώστε να πιστεύεται ότι ο ίδιος προσωπικά, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, θα υποβληθεί σε κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία. Ειδικά δε ως προς το σκέλος της διακινδύνευσης λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης ο λειτουργός σημειώνει ότι βάσει εξωτερικών πηγών πληροφόρησης στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την Σομαλιλάνδη, δεν πλήττεται από διεθνείς ή εσωτερικές ένοπλες συγκρούσεις, επιφέρουσες αδιακρίτως ασκούμενη βία κατά των αμάχων. Ως εκ τούτου, το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας απορρίφθηκε στο σύνολό του. Καταληκτικά, καταγράφεται στην έκθεση/εισήγηση ότι η πιθανή επιστροφή του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του δεν αντίκεται στις πρόνοιες του Άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και/ή την αρχή της μη επαναπροώθησης (ερυθρά 86-44 Δ.Φ.).
Διαφωνώ με την θέση της συνηγόρου του Αιτητή για ελλιπή έρευνα από την αρμόδια αρχή σε σχέση με πηγές πληροφόρησης. Η έρευνα ήτο επαρκής υπό τις περιστάσεις λαμβάνοντας δεόντως υπόψη ότι ο Αιτητής κρίθηκε εσωτερικά αναξιόπιστος σε σχέση με τον πυρήνα του αιτήματος του, εξάλλου το Δικαστήριο προβαίνει κατωτέρω σε αναθεωρημένη έρευνα μέσω επίσημων πηγών πληροφόρησης.
Από αναθεωρημένη έρευνα του Δικαστηρίου σε συνάρτηση με την χώρα καταγωγής του Αιτητή, σύμφωνα με το Rule of Law in Armed Conflicts project (RULAC), η κυβέρνηση της Σομαλίας είναι μέρος σε μια μη διεθνή ένοπλη σύγκρουση με την Al-Shabaab[6]. Διάφορές πηγές πληροφόρησης υποδεικνύουν την δυσχερή κατάσταση που υπάρχει εξαιτίας της παρουσίας της Al-Shabaab σε αστικές περιοχές της χώρας[7]. Σε έκθεση της ACLED, ημερομηνίας 29/10/24, αναφέρθηκε ότι η κυβέρνηση επέβαλε στις επιχειρήσεις να εγκαθιστούν κλειστό κύκλωμα παρακολουθήσεων ούτως ώστε να αυξήσει την παρακολούθηση και τον εντοπισμό των μελών της οργάνωσης[8]. H δε Έκθεση του Institute for the Study of War δημοσιευμένη στις 15/02/24 υποστηρίζει ότι η Al Shabaab έχει πραγματοποιήσει αρκετές επιθέσεις στο Μογκαντίσου από τον 12ο/23, οι οποίες αποτελούν μέρος των προσπαθειών αντιμετώπισης των κυβερνητικών πρωτοβουλιών για την υποβάθμιση της επιρροής της ομάδας στην πρωτεύουσα. H Διεθνής Αμνηστία για την Έκθεση της για το 2023 αναφέρει ότι η Al-Shabaab αύξησε τις στοχοθετημένες επιθέσεις κατά των κυβερνητικών και συμμάχων δυνάμεων και επίσης πραγματοποίησε αδιακρίτως επιθέσεις κατά των πολιτών[9]. Έκθεση του ACLED που δημοσιεύτηκε τον Μάρτιο του 2024 και αφορά στις εξελίξεις του Φεβρουαρίου-Μαρτίου 2024 σημειώνει: «Η αυξανόμενη δυσπιστία στους πολιτικούς και στρατιωτικούς θεσμούς της Σομαλίας και η απογοήτευση μεταξύ των συμμαχικών φυλών, εγείρουν ανησυχίες για πιθανές καθυστερήσεις στη στρατιωτική εκστρατεία κατά της al-Shabaab στην κεντρική Σομαλία. Από την πλευρά της, η μαχητική ομάδα εκμεταλλεύεται τις διαφωνίες που σχετίζονται με τις εκλογές και εσωτερικές μάχες εντός του στρατού για να αντιστρέψουν τα προπύργια του στρατού της Σομαλίας τους τελευταίους μήνες. Οι μαχητές της Al Shabaab επικεντρώνονται ιδιαίτερα στις περιοχές Ceel Buur και Ceel Dheer, που βρίσκονται κατά μήκος των συνόρων μεταξύ Middle Shabelle και Galgaduud, και σχεδιάζουν να υπερασπιστούν τα οχυρά της οργάνωσης στο Galhareeri και στο Ceel Buur. Ο αγώνας της κυβέρνησης εναντίον της al-Shabaab ήταν πιο παρατεταμένος από ό,τι είχε προγραμματιστεί στην αρχή της επιχείρησης κατά της εξέγερσης [.]»[10] Η συνήγορος του Αιτητή τόνισε και/ή υπέβαλε αριθμό πηγών για την κατάσταση ασφαλείας τόσο σε σχέση με περιοχές που βρίσκονται στο πυρήνα Σομαλίας και Σομαλιλάνδη (αποσχισθείσα στην ουσία περιοχή της Σομαλίας) προβάλλοντας ταυτόχρονα ότι αυτή έχει επιδεινωθεί.
Εφόσον, όμως, ο Αιτητής δήλωσε ως τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του την περιοχή Buur Nasa Hablood, Σομαλιλάνδη – η έρευνα του Δικαστηρίου θα πρέπει να εστιάζεται στην εν λόγω περιοχή που εντοπίζεται στην περιφέρεια της Σομαλιλάνδης στα περίχωρα της πόλης Hargeisha, επαρχία Woqooyi Galbeed[11]. Η Σομαλιλάνδη αποτελεί μία αποσχισθείσα ημιερημική περιοχή της Σομαλίας στις ακτές του Κόλπου Aden, η οποία ανακήρυξε την ανεξαρτησία της το 1991 μετά την ανατροπή του στρατιωτικού δικτάτορα, Siad Barre[12]. Έκτοτε ακολούθησε αποσχιστικός αγώνας στα πλαίσια του οποίου δυνάμεις του Siad Barre καταδίωκαν αντάρτες, σκοτώθηκαν χιλιάδες άνθρωποι και πόλεις ισοπεδώθηκαν. Δεν πρόκειται για διεθνώς αναγνωρισμένη χώρα, ωστόσο διαθέτει λειτουργικό πολιτικό σύστημα, κυβερνητικούς θεσμούς, αστυνομική δύναμη, εθνικό νόμισμα και ο πληθυσμός της εκτιμήθηκε το 2024 σε περίπου 5.700.000 κατοίκους[13]. Σε σχέση με της επαρχίες της Σομαλιλάνδης, διεθνείς πηγές χαρτογράφησης επιβεβαιώνουν ότι η επικράτεια της αποτελείται από τις επαρχίες Sool και Sanaag στα ανατολικά, τις επαρχίες Togdheer, Hargeisha και Sahil στα κεντρικά και την επαρχία Awdal στα Δυτικά της περιφέρειας[14]. Αναφορικά με την παρουσία της τρομοκρατικής οργάνωσης Al Shabab στη Σομαλιλάνδη, η έκθεση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης Ασύλου (2ος/2023), καταγράφει ότι δεν εντοπίζεται η παρουσία της Al Shabaab στην περιφέρεια της Σομαλιλάνδης, καθώς η επικράτειά της ελέγχεται από τις ένοπλες δυνάμεις της αποσχισθείσας περιφέρειας[15]. H ίδια πηγή επικαλείται ωστόσο άρθρο του 11ου/2022 από τη Horn Observer, το οποίο αναφέρει ότι στο χωριό Milho, που βρίσκεται περίπου 60 χιλιόμετρα από την Laasqoray[16] της επαρχίας Sanaag[17], η Al-Shabaab φέρεται να εμπλέκεται σε δραστηριότητες εξόρυξης χρυσού και συλλέγει φόρους. Τα ορυχεία βρίσκονται κυρίως σε σημεία όπου στερείται της παρουσίας κυβερνητικών δυνάμεων της Σομαλιλάνδης. Οι μονάδες της Al Shabaab που επιχειρούν στην περιοχή είναι ιδιαίτερα κινητές και βαριά οπλισμένες, ενώ έχουν καθιερώσει ένα ένα φορολογικό καθεστώς παρά την παρουσία διεθνών αντιτρομοκρατικών δυνάμεων γύρω από τις οροσειρές Golis[18]. Πλην της παρουσίας της Al Shabab στις οροσειρές Golis της επαρχίας Sanaag της Σομαλιλάνδης, η έκθεση που δημοσίευσε το BTI, ένα παγκόσμιο φόρουμ το οποίο προήλθε από τη συνεργασία σχεδόν 300 εμπειρογνωμόνων χωρών και περιοχών, από κορυφαία πανεπιστήμια και δεξαμενές σκέψης παγκοσμίως, αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στη Σομαλία το 2024 αναφέρει ότι οι εντάσεις μεταξύ των περιφερειών της Σομαλιλάνδης και του Puntland για τις επαρχίες Sool και Sanaag παραμένουν άλυτες[19], αναφέροντας ότι στις κοινές, αμφισβητούμενες, ανατολικές, παραμεθόριες περιοχές τους, ξέσπασαν, την περίοδο αναφοράς, συγκρούσεις μεταξύ των δυνάμεων ασφαλείας της Σομαλιλάνδης και των διαδηλωτών, αφού τα ανατολικά τμήματα των επαρχιών Sool και Sanaag, καθώς και η περιοχή Buhoodle στην επαρχία Togdheer, διεκδικούνται από αμφότερες τις περιφέρειες[20]. Η ανωτέρω εικόνα επιβεβαιώνεται και από έκθεση του ACLED για τη Σομαλία τον 3ο/2024, η οποία επιβεβαιώνει ότι τον Ιανουάριο του εν λόγω έτους συμπληρώθηκε ένας χρόνος από τότε που ξέσπασαν οι μάχες μεταξύ της κυβέρνησης της Σομαλιλάνδης και της πολιτοφυλακής SSC τον 1ο/2023. Η σύγκρουση ξέσπασε αφού οι κυβερνητικές δυνάμεις ασφαλείας σκότωσαν πάνω από δώδεκα διαδηλωτές που διαμαρτύρονταν για τη δολοφονία ενός μέλους του κόμματος της αντιπολίτευσης στα τέλη 12ου/2022. Αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που αυτοί οι δύο παράγοντες συμμετείχαν σε στρατιωτικές συγκρούσεις. Αν και η βία έχει υποχωρήσει σε μεγάλο βαθμό στη Σομαλιλάνδη, οι εντάσεις συνεχίζουν να είναι υψηλές καθώς οι κυβερνητικές δυνάμεις της Σομαλιλάνδης παρέμειναν αναπτυγμένες στην περιοχή Cayn, η οποία εντοπίζεται ανάμεσα στις περιφέρειες της Σομαλιλάνδης και του Puntland[21]. Η δε σύγκρουση δεν δείχνει σημάδια ύφεσης, σε μεγάλο βαθμό λόγω δύο βασικών παραγόντων – των οικονομικών κεφαλαίων και της αναγνώρισης της διοίκησης Σομαλιλάνδης από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Σομαλίας - που δεν υπήρχαν κατά τους προηγούμενους γύρους συγκρούσεων[22]. Ως προς του εμπλεκόμενους στις ανωτέρω συγκρούσεις φορείς και δη την πολιτοφυλακή SSC, εξωτερικές πηγές αναφέρουν ότι προέρχονται κυρίως από την τοπική υπο-φυλή Dhulbahante της φυλής Darod, η οποία έχει υποστηρίξει εδώ και καιρό τη δημιουργία ενός αυτόνομου κράτους υπό την ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Σομαλίας και όχι ως μέρος μιας ανεξάρτητης διοίκησης της Σομαλιλάνδης. Η φυλή Darod είναι μία από τις τέσσερις πλειοψηφικές φυλές στη Σομαλία, μαζί με τους Hawiye, Dir και Rahanweyn/Digil-Mirifle. Μια αυτόνομη πολιτεία της Σομαλιλάνδης, αναγνωρισμένη από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Σομαλίας θα επέτρεπε την παραχώρηση στη φυλή Dhulbahante περισσότερων εδρών στο Μογκαντίσου, ενώ στη Σομαλιλάνδη, όπου οι Dhulbahante αναγνωρίζονται ως υπο-φυλή του Ντάροντ, απολαμβάνουν επί του παρόντος καθεστώς μειονότητας με περιορισμένη πολιτική επιρροή[23].
H έκθεση του Insecurity Insight, μίας ανθρωπιστικής ομοσπονδίας με σκοπό τη στήριξη των οργανισμών βοήθειας, παροχών υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης, εκπαίδευσης και προστασίας και άλλων οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, σε σχέση με τα όσα έλαβαν χώρα στη Σομαλιλάνδη το έτος 2023, καταγράφει ότι τον 2ο/2023, στην αμφισβητούμενη από Σομαλιλάνδη και Puntland, πόλη Las Anod – πρωτεύουσα της επαρχίας Sool, ξέσπασε βία μεταξύ των πολιτοφυλακών της φυλής Dhulbahante και των ένοπλων δυνάμεων της Σομαλιλάνδης. Σχεδόν 200.000 άνθρωποι εκτοπίστηκαν και αρκετές εκατοντάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν ως αποτέλεσμα της βίας[24]. Η ίδια έκθεση αναφέρει ότι στην αμφισβητούμενη πόλη Las Anod καταγράφηκαν δέκα περιστατικά βίας ή παρακώλυσης της υγειονομικής περίθαλψης μεταξύ Φεβρουαρίου και Ιουλίου 2023. Τέσσερα περιστατικά αποδόθηκαν στις ένοπλες δυνάμεις της Σομαλιλάνδης. Σε άλλες επιθέσεις, οι δράστες παρέμειναν άγνωστοι. Καταγράφηκαν επίσης οκτώ περιστατικά κατά τα οποία χρησιμοποιήθηκαν εκρηκτικά με στόχο τα νοσοκομεία και τους εργαζόμενους στο τομέα της υγείας. Το νοσοκομείο του Las Anod General χτυπήθηκε πέντε φορές από βόμβες όλμων και βομβαρδισμούς πυροβολικού, με την τελευταία επίθεση να λαμβάνει χώρα στις 8 Ιουλίου 2023,τραυματίζοντας επτά άτομα που ανήκαν στο νοσοκομειακό προσωπικό[25]. H εν λόγω εικόνα επιβεβαιώνεται και από άρθρο του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση στη Σομαλία το έτος 2023, καθώς επιβεβαιώνει ότι στην πόλη Las Anod, στα σύνορα Somaliland-Puntland, καταγράφηκαν το 2023 συγκρούσεις μεταξύ των δυνάμεων ασφαλείας της Σομαλιλάνδης και των ενόπλων ομάδων που συνδέονται με τη φυλή Dhulbahante, αφήνοντας δεκάδες πολίτες νεκρούς και αναγκάζοντας πάνω από 154.000 ανθρώπους να εκτοπιστούν εσωτερικά ή να διαφύγουν στην Αιθιοπία[26].
Εκ των ανωτέρω πληροφοριών ανακύπτει ότι οι επαρχίες της Σομαλιλάνδης οι οποίες πλήττονται από εντάσεις οι οποίες δύναται να μετατραπούν σε συγκρούσεις, είναι οι αμφισβητούμενες επαρχίες Sool, Sanaag και μέρος της επαρχίας Togdheer. To ανωτέρω συμπέρασμα ενδυναμώνεται και από πρόσφατα ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα που αντλήθηκαν από το ACLED, το οποίο για την περίοδο μεταξύ 20.06.2024 και 20.06.2025, στις επαρχίες Sool, Sanaag και Togdheer καταγραψε αθροιστικά 104 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία επέφεραν το θάνατο 181 ατόμων[27]. Στη δε επαρχία Wogooyi Galbeed ωστόσο, επί της οποίας βρίσκεται η πόλη Haregisha, πλησίον της οποίας εντοπίζεται ο τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι η περιοχή Buur Nasa Hablood, το ACLED αναφέρει ότι την περίοδο αναφοράς καταγράφηκαν μόλις 5 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία επέφεραν το θάνατο μόλις τριών ατόμων[28] αν και ο πληθυσμός της επαρχίας Wogooyi Galbeed, σύμφωνα μετρήσεις του 2023, ανέρχετο στους περίπου 1.300.000 κατοίκους[29]. Παρά, λοιπόν, της δυσχερούς κατάστασης ασφαλείας που παρουσιάζεται γενικότερα και/ή σε περιοχές στη χώρα του Αιτητή – στον τόπο συνήθους διαμονής του παρατηρείται πολύ χαμηλός αριθμός περιστατικών ασφαλείας σε συνάρτηση με τον αριθμό πληθυσμού στην εν λόγω περιοχή, δεν έχει τεκμηριωθεί ότι ο Αιτητής έχει πληγεί προσωπικά από τις συγκρούσεις μεταξύ της ένοπλων ομάδων. Εξετάζοντας δε το σκέλος της διακινδύνευσης λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης σε σχέση με τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή και σε συνάρτηση με τις ατομικές του περιστάσεις διαπιστώνει ότι δεν πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις βάσει της έννοιας αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας[30] - που έχει προτείνει το Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης στις αποφάσεις Elgafaji[31] και Diakité[32]. Τα ατομικά χαρακτηριστικά και στοιχεία του Αιτητή οδηγούν στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι με την επιστροφή του θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, εξάλλου, δεν υπάρχει απόφαση επιστροφής ή απομάκρυνσης του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του.
Αναφορικά, τώρα, με τον ισχυρισμό και/ή θεραπεία την οποία ζητά ο Αιτητής για παράβαση της αρχής της μη επαναπροώθησης και/ή προστασία από μη επαναπροώθηση, σημειώνεται ότι η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου ρυθμίζεται νομοθετικά από το Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος του 2018 έως 2023 (73(I)/2018), όπου προνοείται ότι:
«(3) Για σκοπούς ενάσκησης της δικαιοδοσίας του επί προσφυγής κατά απόφασης ή πράξης που αναφέρεται στο εδάφιο (4), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας-
(α) Προβαίνει σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής-
(i) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέδιπουν, και
(ii) την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου, σε περίπτωση που προσβάλλεται απόφαση η οποία συνεπάγεται τη μη χορήγηση τέτοιας προστασίας ή την ανάκληση ή παύση τέτοιας προστασίας ή τη χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας αντί του καθεστώτος πρόσφυγα, και
(β) επικυρώνει εν όλω ή εν μέρει την απόφαση ή πράξη, ή ακυρώνει και τροποποιεί εν όλω ή εν μέρει αυτήν:
Νοείται ότι η προαναφερόμενη δικαιοδοσία αναφορικά με απόφαση ή πράξη που αναφέρεται στο εδάφιο (4) δύναται να ασκηθεί, μόνο αν τέτοια απόφαση ή πράξη εκδόθηκε-
(α) Κατόπιν αίτησης η οποία υποβάλλεται στην αρμόδια διοικητική αρχή μετά την 20ή Ιουλίου 2015, ή
(β) με πρωτοβουλία της αρμόδιας διοικητικής αρχής η οποία αναλαμβάνεται μετά την 20ή Ιουλίου 2015»
Επομένως, το Δικαστήριο δύναται να προβαίνει σε έλεγχο νομιμότητας και ορθότητας εξετάζοντας τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που διέπουν μια απόφαση ή πράξη. Δεν μπορούν, να απασχολούν το Δικαστήριο νομικά ζητήματα τα οποία δεν διέπουν – ή με άλλα λόγια δεν καθορίζουν – την προσβαλλόμενη απόφαση. Δεν υπάρχει απόφαση επιστροφής εναντίον του Αιτητή κατά την ημερομηνία απόρριψης της αίτησης - ούτε έχει εκδοθεί οποιαδήποτε απόφαση επιστροφής με χρονικό περιθώριο οικειοθελούς αναχώρησης, ούτε έχουν ληφθεί οποιαδήποτε μέτρα απομάκρυνσης εναντίον του Αιτητή. Ούτε με βάση την πιο πάνω ανάλυση προκύπτει δίωξη του Αιτητή λόγω φύλου, φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε η ζωή ή η ελευθερία του θα τεθεί σε κίνδυνο ή θα υποβληθεί σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση σε περίπτωση επιστροφής, επομένως δεν τεκμηριώνεται η θέση της δικηγόρου του για παραβίαση της αρχής της μη επαναπροώθησης. Εξάλλου, ο Αιτητής έχει πλέον ενηλικιωθεί και τυχόν διαδικασίες που θα ακολουθηθούν από τις αρμόδιες αρχές δεν θα αφορούν πλέον ανήλικο πρόσωπο. Σημειώνεται επί αυτού του σημείου, υπό τύπο σχολίου και/ή χωρίς να επηρεάζεται το αποτέλεσμα της παρούσας απόφασης ότι εκκρεμούσης της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή προκύπτει ο τελευταίος να επιθυμούσε να επιστρέψει στην χώρα του αλλά δεν προχώρησε εν τέλει η διαδικασία επαναπατρισμού του λόγω του ότι ο ίδιος άλλαξε την απόφαση του (ερυθρό 43-41 ΔΦ)
Για όλους τους πιο πάνω λόγους:
Το Δικαστήριο μετά από έλεγχο νομιμότητας/ορθότητας και πραγματικό έλεγχο των περιστάσεων του Αιτητή, όπως αναλύεται ανωτέρω και στα πλαίσια των εξουσιών του καταλήγει ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000) και η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται.
Δεδομένης της μη διενέργειας και/ή καθυστέρησης της διαδικασίας που αφορά τον Κανονισμό του Δουβλίνου, λαμβάνοντας υπόψη ότι επρόκειτο για ανήλικο πρόσωπο κατά την εξέταση της κυρίως αίτησης, ότι εκπροσωπείτο μέσω Επιτρόπου Προστασίας του Παιδιού και δεδομένου του ότι το αποτέλεσμα επί της ουσίας αιτήματος ασύλου δεν διαφοροποιείται, δεν επιδικάζονται έξοδα της διαδικασίας.
Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] (ΕΕ) αριθ. 604/2013 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 26ης Ιουνίου 2013 για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα (αναδιατύπωση)Κανονισμού Δουβλίνου (ΕΕ, 604/2013).
[2] Βλέπε High Court (Ανώτερο Δικαστήριο) (Ιρλανδία), IR κατά Minister for Justice Equality & Law Reform & anor, [2009] IEHC 353, ημερομηνίας 24/07/09.
[3] EYAA, Evidence and Credibility Assessment in the Context of the Common European Asylum System, Judicial Analysis 2nd Edition, February 2023, σελ.122-123
[5] Οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση)
[6] RULAC, Non-international armed conflict in Somalia, 10 November 2022.
[7] IRB - Immigration and Refugee Board of Canada: Somalia: Al-Shabaab [Al-Shabab], including leadership, structure, objectives, activities, areas of operation, ability to track persons of interest, and individuals who are targeted (2021-March 2023) [SOM201366.E], UNSG, Situation in Somalia, S/2022/101, 8 February 2022 para. 19; EUAA - European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO) (Author): COI Query Somalia: Security situation update [Q13-2023], 25 April 2023.
[8] BBC, The city where shopkeepers fear their CCTV cameras could get them killed, CCTV cameras put shop owners at risk in Somalia's capital Mogadishu, ACLED - Armed Conflict Location & Event Data Project: Situation Update March 2024; Somalia: Al-Shabaab Regains Lost Territories Amid Run-up to State Elections, 28 March 2024 https://acleddata.com/2024/03/28/somalia-situation-update-march-2024-al-shabaab-regains-lost-territories-amid-run-up-to-state-elections/
[11]Google Maps, Buur Nasa Hablood, https://www.google.com/maps/place/Buur+Nasa+Hablood/D
[12] ΒΒC News, "Somaliland profile", 02/01/2024, https://www.bbc.com/news/world-africa-14115069
[13] Ibid 12.
[14] https://www.shutterstock.com/el/image-vector/administrative-map-de-facto-state-somaliland-2441163961,
[15] EUAA, Somalia Security Situation, 2023 p. 29
[16]Google maps, Laasqoray https://www.google.com/maps/place/Laasqoray,+Somalia/@D,
[17]Google maps, Sanaag, https://www.google.com/maps/place/Sanaag,+Somalia/@D,
[18] Horn Observer, Getting a grip on Somalia's Gold rush, 11 November 2022
[19] BTI, Somalia Country Report 2024, n.d., διαθέσιμο σε https://bti-project.org/en/reports/country-report/SOM
[20] Ibid 19.
[21]Google Μaps, Cayn - Somalia, www.google.com/maps/place/CAYN/@D,
[22] ΑCLED, Somalia: Al-Shabaab’s Infiltration of a Military Base in Mogadishu and Somaliland’s Conflict, 1 March 2024,
[23] https://acleddata.com/2024/03/01/situation-update-february-2024-al-shabaabs-infiltration-of-a-military-base-in-mogadishu-and-somalilands-conflict/,
[24] Insecurity Insight, Somalia, Violence Against Healthcare in Conflict, 2023,p. 3,
[25] Ibid 24, p. 4
[26] HRW, Somalia Events of 2023, διαθέσιμο σε https://www.hrw.org/world-report/2024/country-chapters/somalia
[27] ACLED explorer, Filters: Somalia, Administrational Units: Sool, Sanaag, Togdheer, available at: https://acleddata.com/explorer/,
[28] ACLED explorer, Filters: Somalia, Administrational Units: Wogooyi Galbeed, available at: https://acleddata.com/explorer/,
[29] FSNAU, IPC Population Estimates, 2023, διαθέσιμο σε https://fsnau.org/downloads/Somalia-2022-Post-Deyr-Acute-Food-Insecurity-Rural-Urban-and-IDP-Population-Stressed-Crisis-and-Emergency-Projection-Apr-Jun-2023.pdf,
[30]EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική Ανάλυση, Νοέμβριος 2014, σελ. 26 – 1.6.2. Η έννοια της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» (https://easo.europa.eu/sites/default/files/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf)
[31]Απόφαση του ΔΕΕ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 17/02/2009 στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji και Noor Elgafaji κατά Staatssecretaris van Justitie,
[32] Απόφαση του ΔΕΕ της 30/01/2014 στην υπόθεση C-285/12, Aboubacar Diakité κατά Commissaire général aux réfugiés etaux apatrides, σκέψη 35
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο