A.B.K. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υφυπουργείου Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας, Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθ. Αρ.: 4714/2024, 4/7/2025
print
Τίτλος:
A.B.K. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υφυπουργείου Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας, Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθ. Αρ.: 4714/2024, 4/7/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: 4714/2024

04 Ιουλίου, 2025

[Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

A.B.K. από την Σιέρρα Λεόνε και τώρα στη Λεμεσό

Αιτητής

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υφυπουργείου Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας, Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η Αίτηση

Εμφανίσεις:

Χ. Παφίτη (κα) για Α. Λαζάρου (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή.

Λ. Νικολάου (κα) και Α. Κίτσιου (κα) για Ρ. Προδρόμου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόρος για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Ο Αιτητής Παρών.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, επιστολής ημερομηνίας 25/10/24 (του κοινοποιήθηκε αυθημερόν), με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ως άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερούμενη κάθε έννομου αποτελέσματος και/ή ζητά την έκδοση νέας απόφασης για παραχώρηση σε αυτόν καθεστώτος διεθνούς προστασίας καθώς και οποιαδήποτε άλλη θεραπεία το Δικαστήριο κρίνει δίκαια υπό τις περιστάσεις.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ο Αιτητής, υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 31/10/22, στις 27/08/24 διεξήχθη η συνέντευξή του, στις 09/09/24 ετοιμάστηκε σχετική έκθεση/εισήγηση και ακολούθησε αυθημερόν απορριπτική απόφαση από εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Η δικηγόρος για τον Αιτητή απέσυρε ρητά όλους τους νομικούς λόγους ακύρωσης περιορίζοντας τους ισχυρισμούς επί ελλιπούς έρευνας και αιτιολογίας.

 

Οι Καθ' ων η αίτηση υιοθέτησαν το περιεχόμενο της ένστασης και του διοικητικού φακέλου, τονίζοντας ότι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, μετά από δέουσα έρευνα και είναι δεόντως αιτιολογημένη.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Αρχικά θα πρέπει να υποδειχθεί ότι ένα μεγάλο μέρος της Γραπτής Αγόρευσης του Αιτητή μέσω της δικηγόρου του αναλώνεται μόνο στην επανάληψη διατάξεων νόμων και κανόνων δικαίου χωρίς να γίνεται υπαγωγή τους σε πραγματικά γεγονότα και νομικά δεδομένα της υπόθεσης με αποτέλεσμα να καθίστανται ανεπαρκούς αιτιολόγησης. Με βάση τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, που εφαρμόζονται κατ’ αναλογία και από το παρόν Δικαστήριο (Βλέπε Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2022 (3/2019), επιβάλλεται η υποχρέωση στον αιτητή όχι μόνο να εγείρει με το δικόγραφο του όλα τα σημεία τα οποία υποστηρίζουν την προσφυγή του αλλά ταυτόχρονα να τα αιτιολογεί πλήρως.  Η αιτιολόγηση νομικών σημείων είναι απαραίτητη για την εξέταση λόγων ακύρωσης από το Δικαστήριο, οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια, αναπόφευκτα επηρεάζει τη νομική τους βάση με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να κριθούν αναιτιολόγητοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης. Επομένως, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί ισχυρισμοί που δεν εξειδικεύονται ή δεν αιτιολογούνται διότι με αυτό τον τρόπο το Δικαστήριο, παρόλο που ασκεί και έλεγχο ουσίας, θα οδηγείτο σε συζήτηση σχεδόν οιουδήποτε θέματος κατά παράβαση των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου που διαδραματίζουν στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης (Βλέπε σχετικάΔημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598Latomia Estate Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, επίσης - Ιωσηφίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1990) 3 Α.Α.Δ. 4599Kadivari ν. Δημοκρατίας (αρ. 2) (1992) 4 Α.Α.Δ. 2924, βλέπε επίσης Υπόθ. Αρ. 107/2017, Χριστόδουλος Μιχαήλ (Συνταγματάρχης) κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπουργού Άμυνας, ημερομηνίας 11/12/2017 -όπου γίνεται επανάληψη της πάγιας νομολογίας επί του ζητήματος).

 

Ανεξάρτητα, όμως, της πιο πάνω διαπίστωσης αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023 (Ν.73(Ι)/2018), προχωρώ σε αξιολόγηση της ουσίας του αιτήματος του Αιτητή σε συνάρτηση με τους νομικούς ισχυρισμούς έλλειψης δέουσας έρευνας και ανεπαρκούς αιτιολόγησης της προσβαλλόμενης πράξης στη βάση του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου (στο εξής «ΔΦ»). 

 

Από το πρακτικό της συνέντευξης, προκύπτει, ότι ο εξεταστής-λειτουργός διενήργησε ενδελεχείς ερωτήσεις στον Αιτητή για να διαπιστώσει την αξιοπιστία των ισχυρισμών του σε συνάρτηση με τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του. Στην έκθεση/εισήγηση καταγράφεται ότι οι δηλώσεις του όσον αφορά την ταυτότητα, το προφίλ, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο συνήθους διαμονής του, ήταν συγκεκριμένες, λεπτομερείς και παρουσίαζαν συνοχή με τις διαθέσιμες πληροφορίες για την χώρα καταγωγής (ερυθρά 46-44 ΔΦ). Ωστόσο, οι ισχυρισμοί του ότι εγκατέλειψε την χώρα του λόγω του ότι κινδυνεύει από τις κυβερνητικές αρχές και ότι τον ψάχνει η οικογένεια της συντρόφου του (ερυθρά 44-41 ΔΦ) απορρίφθηκαν ως αναξιόπιστοι στο σύνολο τους. Υπάρχουν δε επί της έκθεσης-εισήγησης καταγραφές του λειτουργού ως προς τις προσωπικές περιστάσεις του, σωρεία αντιφάσεων που περιβάλλουν το αίτημα του ως επίσης και παραπομπές σε σχέση με το τί επικρατεί στην χώρα καταγωγής του – τα οποία ουδόλως αμφισβητήθηκαν επαρκώς κατά την δικαστική διαδικασία από την συνήγορο του και/ή ούτε κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία υπέδειξε σημεία επί της συνέντευξης ή της έκθεσης/εισήγησης που να τεκμηριώνουν ελλιπή υπό τις περιστάσεις έρευνα ή αιτιολογία της αρμόδιας αρχής κατά την αξιολόγηση των ισχυρισμών του. Ειδικότερα, οι ισχυρισμοί του περιβάλλονται από έλλειψη λεπτομερειών, ευλογοφάνειας και επαρκών πληροφοριών όπως καταγράφεται αναλυτικά στην έκθεση/εισήγηση, ευρήματα με τα οποία συντάσσεται το Δικαστήριο ως προς την ουσία τους. Από δε συνολική αξιολόγηση της γενικότερης αξιοπιστίας του, των όσων τέθηκαν ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου υπό μορφή δηλώσεων και εγγράφων[1] διαπιστώνω ότι αυτή δεν τεκμηριώνεται. Επιβεβαιώνονται, δε τα ευρήματα και συμπεράσματα του λειτουργού καθότι ο Αιτητής δεν παρείχε κάθε διαθέσιμη βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής του, ούτε τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς του με επαρκή λεπτομέρεια (Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 (Ν. 6(Ι)/2000) έως 2023), βλέπε επίσης Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ.11 και Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System της EUAA, February 2023, σελ.57-72, 103-112, 120-131, επίσης, § 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Σε αρκετές διευκρινιστικές ερωτήσεις του λειτουργού για αριθμό ζητημάτων ο Αιτητής δεν ήταν ικανός να παράσχει ικανοποιητικές απαντήσεις[2] αλλά ούτε θα μπορούσε να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας το οποίο δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντα. (Βλέπε §204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Από τα γεγονότα της περίπτωσης του σε συνάρτηση με τα στοιχεία του φακέλου και τις αιτιάσεις του δεν προκύπτει να συντρέχουν στο πρόσωπο του εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια που μπορούν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης (§37-38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Θα πρέπει να σημειωθεί σε αυτό το σημείο ότι ακόμα και εάν γινόταν αποδεκτό μέρος των ισχυρισμών του Αιτητή σε σχέση με τους λόγους που αποχώρησε από την χώρα καταγωγής του (διώκεται από την οικογένεια της φίλης του και/ή που αφορά τον ουσιώδη ισχυρισμό 3) δεν πληρούνται σωρευτικά οι προϋποθέσεις για παραχώρηση σε αυτόν του καθεστώτος προσφυγά καθότι δεν πληρούνται τα κριτήρια μορφής δίωξης, του φορέα δίωξης αλλά ούτε τεκμηρίωσε ότι ανήκει σε οποιαδήποτε πολιτική, θρησκευτική, εθνική, στρατιωτική ή κοινωνική οργάνωση ή ομάδα στη χώρα καταγωγής του που να αντιμετωπίζει δίωξη (Βλέπε Άρθρα 3, και του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000). Θεωρώ, επιπρόσθετα επί των συμπερασμάτων του λειτουργού ότι δεν έχει τεκμηριωθεί επαρκώς από τον Αιτητή ότι οι ισχυρισμοί του συνδέονται με πράξεις δίωξης στη χώρα του οι οποίες «[…] κατά την έννοια του άρθρου 1Α της Σύμβασης […] είναι αρκούντως σοβαρές λόγω της φύσης ή της επανάληψης τους ώστε να συνιστούν σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση, βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, ή (β) να αποτελούν σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή, ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με το αναφερόμενο στην παράγραφο (α).» Εξ ορισμού του Άρθρου 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν6(Ι)/2000) και βάσει των προσωπικών περιστάσεων του Αιτητή δεν πληρούνται σωρευτικά οι προϋποθέσεις του ορισμού δίωξης. Αναφορικά δε με τον ισχυρισμό 2 – ότι δηλαδή τον αναζητούν οι κρατικές αρχές εξόφθαλμα το έγγραφο που προσκόμισε φωτογραφία του με το όνομα του και την σημείωση “WANDED” (ερυθρό 31 ΔΦ) δεικνύει το μη ευλογοφανές αφήγημα του και/ή δημιουργεί σοβαρές αμφιβολίες για την αληθοφάνεια των ισχυρισμών του.

 

Ως προς το εάν η περίπτωση του Αιτητή εμπίπτει στις προϋποθέσεις παροχής καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, ο λειτουργός εξέτασε κατά πόσο θα υπόκειτο σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής σε οποιαδήποτε τέτοια σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ως προσδιορίζεται στο Άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000) και κατέληξε ότι τέτοιος κίνδυνος δεν υφίστατο. Ουδείς εκ των ισχυρισμών που πρόβαλε τεκμηρίωνε την ύπαρξη ουσιωδών λόγων ώστε να θεωρείτο ότι ο ίδιος προσωπικά, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, θα υποβαλλόταν σε κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία. Ειδικά δε, ως προς το σκέλος της διακινδύνευσης λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης ο λειτουργός σημειώνει ότι βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης διαπιστώνεται ότι δεν παρατηρούνται ένοπλες συγκρούσεις στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής και περιοχή όπου αναμένεται να επιστρέψει ο Αιτητής και/ή δεν υφίσταται κατάσταση αδιάκριτης βίας. Από αναθεωρημένη έρευνα του Δικαστηρίου αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας, σύμφωνα με στοιχεία από τη βάση δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), επιβεβαιώνονται τα στοιχεία της έκθεσης[3]. Ως εκ τούτου, καταδεικνύεται ότι στην εν λόγω περιοχή όπου αναμένεται να επιστρέψει ο Αιτητής, δεν υφίσταται (ως και τα συμπεράσματα του λειτουργού) κατάσταση ένοπλης σύρραξης επιφέρουσα συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας, και άρα, παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών περιστάσεων του Αιτητή για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοσμένης κλίμακας» όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης[4].

 

Ως εκ των ανωτέρω, δεν διαπιστώνεται ελλιπής έρευνα, αλλά ούτε πλάνη περί το νόμο και των πραγματικών δεδομένων που λήφθηκαν υπόψη από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (Βλέπε Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, (2002) 3 Α.Α.Δ. 345). Ούτε ο Αιτητής υπέδειξε τότε (αλλά ούτε υποδεικνύει τώρα μέσω της προσφυγής του) τι ακριβώς δεν λήφθηκε υπόψη από την Υπηρεσία Ασύλου το οποίο έπρεπε να ληφθεί υπόψη ή όχι κατά την έκδοση της απόφασης. Η δε επάρκεια της αιτιολογίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα πραγματικά και νομικά περιστατικά της υπόθεσης, ενώ η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης συμπληρώνεται και/ή αναπληρώνεται μέσα από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου του Αιτητή, ήτοι της έκθεσης/εισήγησης του λειτουργού η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης του εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιου λειτουργού, όπως επίσης και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας με αποτέλεσμα να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Βλέπε Φράγκου ν. Δημοκρατίας, (1998) 3 Α.Α.Δ.270). Το Δικαστήριο μετά από έλεγχο νομιμότητας/ορθότητας και πραγματικό έλεγχο των περιστάσεων του Αιτητή, όπως αναλύεται ανωτέρω, καταλήγει στο ίδιο εύρημα, ότι δηλαδή δεν μπορεί να του αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με €1300 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ’ ων η Αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

                 Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.

 



[1] Βλέπε Άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(Ι)/2000) έως 2023

[2] EYAA, Evidence and Credibility Assessment in the Context of the Common European Asylum System, Judicial Analysis 2nd Edition, February 2023, σελ.122-123

[3] ACLED Explorer, https://acleddata.com/explorer/Sierra Leone κατά το χρονικό διάστημα 20/06/24 έως 20/06/25 καταγράφηκαν 4 περιστατικά από τα οποία δε, δεν καταγράφηκαν οποιεσδήποτε απώλειες ανθρώπινων ζωών.

[4] EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) - Δικαστική Ανάλυση, Νοέμβριος 2014, σελ. 26 – 1.6.2. Η έννοια της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας».


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο