E.P.W. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 498/2023, 17/7/2025
print
Τίτλος:
E.P.W. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 498/2023, 17/7/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Αρ. 498/2023

 

17 Ιουλίου, 2025

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

E.P.W.

 Αιτητής

 

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της

Υπηρεσίας Ασύλου

 

  Καθ’ ων η αίτηση

 …………………….

 

Ο αιτητής παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου

 

Αγγελική Πλιάκα για Διονυσία Κυριάκου Ζησιμοπούλου, Δικηγόρος για τον αιτητή

 

Αφροδίτη Αναστασιάδη για Μέλανη Τρεμούρη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Καθ’ ων η αίτηση

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 10/01/2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω: Ο αιτητής είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (στο εξής «Λ.Δ.Κ.») και υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 30/11/2022, αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές. Στις 02/12/2022 παρέλαβε Βεβαίωση Υποβολής Αιτήματος Διεθνούς Προστασίας («Confirmation of Submission of an Application for International Protection»).

 

Στις 19/12/2022 πραγματοποιήθηκε προφορική συνέντευξη του αιτητή, από αρμόδιο λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (European Union Agency for Asylum, στο εξής «EUAA») με την δωρεάν συνδρομή διερμηνέα. Ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση ημερομηνίας 23/12/2022 προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη του αιτήματος του αιτητή. Στη συνέχεια, συγκεκριμένος λειτουργός που δύναται δυνάμει σχετικής εξουσιοδότησης από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθέτησε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης στις 10/01/2023. Στις 19/01/2023 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή, στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση σχετικά με το αίτημα του αιτητή, η οποία παραλήφθηκε αυθημερόν από τον ίδιο. Στις 15/02/2023, ο αιτητής καταχώρισε στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή με την Γραπτή της Αγόρευση προωθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι άκυρη, παράνομη και στερούμενη οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος, και έχει ληφθεί καθ’ υπέρβαση και/ή χωρίς δικαιοδοσία και είναι αποτέλεσμα πλάνης λόγω μη επαρκούς έρευνας και κακής εφαρμογής του Νόμου. Επιπρόσθετα, προβάλλει ότι η απόφαση απόρριψης του αιτήματος διεθνούς προστασίας του αιτητή είναι γραμμένη στην αγγλική γλώσσα, η αιτιολογία της απόφασης στην ελληνική, ενώ η γλώσσα που κατανοεί ο αιτητής είναι η Lingala και η γαλλική.  

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση, μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης, υποστηρίζει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και αναφέρει πως αυτή έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, κατόπιν δέουσας έρευνας και σωστής ενάσκησης των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους καθ' ων η αίτηση, αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Ως περαιτέρω ισχυρίζονται, η ανάπτυξη των νομικών ισχυρισμών στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσης του αιτητή δεν ακολουθεί τον Κανονισμό 6 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 που επιτάσσει όπως κάθε γραπτή αγόρευση χωρίζεται ευκρινώς σε ανάλογες παραγράφους, μια για κάθε νομικό σημείο το οποίο αναφέρεται συνοπτικώς. Ως εκ τούτου, εισηγούνται όπως οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει ο αιτητής δεν εξεταστούν από το Δικαστήριο καθότι δεν εξειδικεύονται ρητώς και αιτιολογημένα διά της αγορεύσεως του ή/και δεν δικογραφούνται. Τέλος, αβάσιμος αναφέρει ότι είναι και ο ισχυρισμός ότι η επιστολή ενημέρωσης της απόφασης δόθηκε στον αιτητή σε γλώσσα που δεν είναι κατανοητή από τον ίδιο, δηλαδή την αγγλική, καθότι ο αιτητής υπέγραψε το έντυπο παραλαβής της απόφασης βεβαιώνοντας ότι το περιεχόμενο της απόφασης του είχε επεξηγηθεί σε γλώσσα που κατανοεί.  

 

Εξετάζοντας το όσα προέβαλαν οι συνήγοροι του αιτητή και των καθ' ων η αίτηση, διαπιστώνω πως η συνήγορος του αιτητή διατυπώνει γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς χωρίς να επιχειρηματολογεί για να τους στοιχειοθετήσει. Από τη γραπτή του αγόρευση, δεν εντοπίζω τεκμηριωμένους νομικούς λόγους ακύρωσης, αλλά διαφαίνεται πως παραθέτει γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση και αιτιολόγηση.

 

Ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, προβλέπει ότι (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«7. Έκαστος διάδικος δέον δια των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον.»

 

Στην απόφαση Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 ΑΑΔ 598, καθορίστηκε πως οι αγορεύσεις συγκεκριμενοποιούν τα επίδικα και/ή υπό συζήτηση θέματα και αναφέρθηκαν τα εξής (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«(1)0 εξεταστικός χαρακτήρας της διαδικασίας κάτω από το Άρθρο 146 αμβλύνει μεν το στοιχείο της αντιπαράθεσης που ενυπάρχει στους δικονομικούς θεσμούς (προσαρμοσμένους στην πολιτική δίκη), δεν καταργεί όμως τη δικογραφία ως το μέσο προσδιορισμού των επιδίκων θεμάτων. Οι τελικές αγορεύσεις που υποβάλλονται μετά την επιθεώρηση των φακέλων εξειδικεύουν και συγκεκριμενοποιούν τα επίδικα θέματα (που προσδιορίζονται στην αίτηση) που καλείται το δικαστήριο να επιλύσει.».

 

Στην απόφαση Σπύρου και άλλων ν. Δημοκρατίας, (1995) 4(Δ) ΑΑΔ, 2549, αναφέρθηκαν τα πιο κάτω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Το γεγονός ότι το άρθρο 146.1 του Συντάγματος καταγράφει ως αιτίες ακυρότητας την αντίθεση προς τις διατάξεις του Συντάγματος, ή το Νόμο, και την υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, δεν σημαίνει ότι αρκεί η γενική επίκληση κάποιας από αυτές χωρίς άλλο. Η ταξινόμηση κάποιου νομικού λόγου ως υπαγομένου στα πιο πάνω, είναι εγχείρημα ουσίας που προϋποθέτει την έγερση του σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις.»

 

Πρόσθετα, στην απόφαση της υπόθεσης του Ανωτάτου Δικαστηρίου Ανθούση ν. Δημοκρατίας, (1995) 4(Γ) ΑΑΔ 1709, αναφέρθηκε πως οι γενικοί και αόριστοι προβαλλόμενοι στις αγορεύσεις ισχυρισμοί, δεν μπορούν να εξεταστούν από το Δικαστήριο και συγκεκριμένα αποφασίστηκε ότι (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να λεχθεί ότι εγείρεται με πολλή γενικότητα και αοριστία π.χ. παράβαση νόμου ή κακή εφαρμογή του νόμου. Όμως αυτό δεν αρκεί. Αν η εισήγηση γινόταν δεκτή θα παρεχόταν ευχέρεια για τη συζήτηση σχεδόν κάθε θέματος. Με αποτέλεσμα τον εξοβελισμό των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου τους στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκηςΗ συγκεκριμενοποίηση όμως σε λογικά όρια κρίνεται απαραίτητη. Ο προτεινόμενος λόγος δεν καλύπτεται. Και εφόσον δεν λήφθηκαν τα απαραίτητα διαβήματα δεν επιτρέπεται να συζητηθεί.»

 

Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3Α.Α.Δ. 598, λέχθηκε πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Ο Κανονισμός 7 των Διαδικαστικών Κανονισμών του 1962, θέτει υποχρέωση σε κάθε διάδικο, δια των εγγράφων προτάσεών του «να εκθέτει τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως». Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων είναι απαραίτητη για την εξέταση των λόγων ακύρωσης από το δικαστήριο (βλ. Ζωμενή-Παντελίδου ν. ΑΗΚ, Υττόθ. Αρ. 108/06, ημερ. 26.7.2007). Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια, αναπόφευκτα επηρεάζει τη νομική βάση των λόγων, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να κριθούν αναιτιολόγητοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης. Σε διαφορετική περίπτωση, θα παρεχόταν η ευχέρεια για τη συζήτηση σχεδόν κάθε θέματος, με αποτέλεσμα τον εξοβελισμό των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου τους στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης (βλ. Ανθούση ν. Δημοκρατίας (1995) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1709)».

 

Όπως προκύπτει, από την ανωτέρω νομολογία, όλοι οι νομικοί ισχυρισμοί θα πρέπει να αναπτύσσονται και να αποδεικνύονται με επαρκή βεβαιότητα από τον αιτητή, εφόσον οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια καθιστά τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς ανεπίδεκτους δικαστικής εκτίμησης (βλ. Ζίζιρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 361). Όπως έχει ήδη αναφερθεί, ουδείς από τους λόγους ακυρώσεως που προωθούνται στη γραπτή αγόρευση του αιτητή δεν προβάλλεται σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, αλλά ούτε και σύμφωνα με τα όσα η νομολογία έχει καθορίσει.

 

Η ενασχόληση του Δικαστηρίου με οποιοδήποτε από τους προβαλλόμενους αόριστα νομικούς ισχυρισμούς θα συνεπαγόταν την καταστρατήγηση των δικονομικών διατάξεων και τη σημασία που έχουν στον καθορισμό επίδικων θεμάτων. Στη βάση της εγγενούς αυτής αδυναμίας στον προσδιορισμό των νομικών ισχυρισμών στην αίτηση ακυρώσεως και εξειδίκευσής τους στην γραπτή του αγόρευση, οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί δεν μπορούν να εξεταστούν περαιτέρω και απορρίπτονται εφόσον, τα εγειρόμενα ζητήματα, μη καλυπτόμενα από τα νομικά σημεία της προσφυγής, δεν θα πρέπει να εξεταστούν.

 

 

Όσον αφορά τον ισχυρισμό περί λήψης της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου σε γλώσσα μη κατανοητή από τον αιτητή, παρατηρώ ότι η απορριπτική επιστολή που κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 19/01/2023 (ερυθρό 71, του διοικητικού φακέλου) φέρει υπογραφή διερμηνέα καθώς και την υπογραφή του αιτητή όπου με το λεκτικό το οποίο υπογράφει διαβεβαιώνει ότι του επεξηγήθηκε και κατανόησε το περιεχόμενο της επιστολής με τη συνδρομή διερμηνέα σε γλώσσα κατανοητή από τον ίδιο, στην προκείμενη περίπτωση την γαλλική.  Κατά συνέπεια, ο προαναφερόμενος ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του.

 

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας.  Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Ενόψει των ανωτέρω, προχωρώ να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και να κρίνω εάν ορθά το αρμόδιο όργανο απέρριψε το αίτημα του αιτητή. Προς επίτευξη τούτου, είναι χρήσιμο να αναφερθούν όλοι οι ισχυρισμοί του αιτητή σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του προκειμένου να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο ακολούθησε την ορθή διαδικασία για να καταλήξει στην προσβαλλόμενη απόφαση και αν έχει διεξάγει τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα.

 

Ο αιτητής κατά την υποβολή του αιτήματος διεθνούς προστασίας στην Υπηρεσία Ασύλου, δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του καθώς ο πρόεδρος μιας ποδοσφαιρικής ομάδας με το όνομα Amisi Kumba τον ήθελε για σύζυγο. Λόγω της άρνησης του, και λόγω της θέσης του συγκεκριμένου ατόμου στον στρατό δημιουργήθηκε πρόβλημα καθώς επιθυμούσε να τον βλάψει. Εξαιτίας του ότι δεν έχει οικογένεια, ο πρόεδρος της ποδοσφαιρικής ομάδας στην οποία ανήκει θεώρησε ότι θα ήταν καλύτερα για τον ίδιο να φύγει για να ακολουθήσει την καριέρα του (ερυθρό 1 και μετάφραση αυτού ερυθρό 21 του διοικητικού φακέλου).

 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του και ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, ο αιτητής δήλωσε ότι είναι υπήκοος της Λ.Δ.Κ. με τόπο καταγωγής και προηγούμενης συνήθους διαμονής την πόλη Kinshasa (ερυθρά 35 3Χ  και 34 1Χ του διοικητικού φακέλου). Ως προς τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις δήλωσε Χριστιανός Προτεστάντης (ερυθρό 36 1Χ του διοικητικού φακέλου). Αναφορικά με το μορφωτικό του επίπεδο, δήλωσε απόφοιτος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην χώρα καταγωγής του (ερυθρά 36 2Χ και 35 1Χ του διοικητικού φακέλου) και ομιλεί Lingala και Γαλλικά (ερυθρό 35 1Χ του διοικητικού φακέλου). Αναφορικά με την οικογενειακή του κατάσταση δήλωσε άγαμος (ερυθρό 33 1Χ του διοικητικού φακέλου), δεν γνωρίζει τους βιολογικούς του γονείς και μεγάλωσε με οικογένεια η οποία διαμένει στην πόλη Kinshasa (ερυθρό 33 1Χ του διοικητικού φακέλου). 

 

Ως προς τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, ο αιτητής κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησης αναφέρθηκε σε προβλήματα που ανέκυψαν ενόσω έπαιζε ποδόσφαιρο. Ως πρόβαλε επιλέχθηκε μαζί με άλλους παίκτες από τον προπονητή της ομάδας Maniema Union, για να ενταχθεί στην ομάδα. Ο ίδιος αποδέχθηκε την πρόταση αλλά όχι επίσημα. Κατά την διάρκεια της προπόνησης διέμεναν στο ξενοδοχείο Venus Hotel του Δήμου Nsele. Από τους 55 παίκτες που επιλέχθηκαν παρέμειναν οι 15, και μια εβδομάδα πριν την τελική επιλογή των καλύτερων παικτών τους ανακοινώθηκε ότι θα επιλεγούν οι 4 καλύτεροι  παίκτες.

 

Μετά από δύο μέρες, τους επισκέφθηκε ο πρόεδρος της ομάδας, ο Στρατηγός Amisi, και επέλεξε τα 4 άτομα που θα ενταχθούν στην ομάδα ανάμεσα στα οποία και ο αιτητής. Τότε ο αιτητής τηλεφώνησε και ενημέρωσε τον πρόεδρο της ομάδας του ότι επιλέχθηκε από την εν λόγω ομάδα και θα πρέπει να υπογράψουν συμβόλαιο. Μετά από 2 μέρες ο πρόεδρος τους επισκέφθηκε και πάλι, πήρε 2 παίκτες, ο ένας εκ των δύο ήταν ο αιτητής, και τους ενημέρωσε για την υπογραφή του συμβολαίου. Στη συνέχεια τους πήρε από το ξενοδοχείο, και όταν έφτασαν σπίτι του τους κάλεσε τον καθένα ξεχωριστά, και στον ίδιο πρότεινε σεξουαλική συνεύρεση την οποία ο αιτητής αρνήθηκε. Τον ενημέρωσε ότι το συμβόλαιο είναι έτοιμο για υπογραφή, και αν αποδεχθεί θα προχωρήσουν στην υπογραφή του, δίνοντας του 2 μέρες χρόνο για να το σκεφτεί.

 

Στην πρωινή προπόνηση ενημερώθηκε ότι δεν θα ξαναπαίξει, με το άλλο άτομο το οποίο ήταν μαζί του για να υπογράψουν συμβόλαιο να συνεχίζει κανονικά. Πριν εγκαταλείψει την ομάδα ρώτησε τον προπονητή γιατί δεν τον δέχθηκαν στην ομάδα με τον τελευταίο να του απαντά ότι δεν έκανε δεχτή την πρόταση που του έγινε.  Στη συνέχεια, ενημέρωσε τον πρόεδρο της ομάδας του για το περιστατικό, με τον τελευταίο να αναφέρει ότι θα ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές ποδοσφαίρου. Το άτομο που πήγαν μαζί για να υπογράψουν συμβόλαιο αποκάλυψε τις πληροφορίες που μοιράστηκε μαζί του σε άλλους παίκτες, με τους υπόλοιπους παίκτες να διαδίδουν περαιτέρω τις συγκεκριμένες πληροφορίες.

 

Ο πρόεδρος του κατήγγειλε το περιστατικό στις ποδοσφαιρικές αρχές, με αποτέλεσμα να προβούν και άλλα άτομα σε καταγγελίες για την συγκεκριμένη ομάδα και να ενημερωθεί ο πρόεδρος για τις καταγγελίες εναντίον του. Αυτό τον θύμωσε και ο πρόεδρος του άρχισε να δέχεται απειλητικά τηλεφωνήματα ότι θα σκοτώσει τον ίδιο, τη σύζυγο του και τον αιτητή. Η ζωή τους βρισκόταν σε κίνδυνο, ένας από τους γραμματείς της ομάδας Maniema ανέφερε στον πρόεδρο του ότι πρέπει να είναι προσεκτικός γιατί ο πρόεδρος/στρατηγός θα σκοτώσει τον ίδιο και τη σύζυγο του. Μια μέρα ενώ περπατούσε με τον πρόεδρο ένα αυτοκίνητο τους ακολουθούσε και άλλαξαν διαδρομή. Μια άλλη μέρα ενώ έπαιζε ποδόσφαιρο 2 άτομα τον προσέγγισαν και τον προειδοποίησαν πως αν απευθυνθεί στις ποδοσφαιρικές αρχές θα τον σκοτώσουν. Όπως ισχυρίστηκε, λόγω του ότι κινδύνευε, δεν προχώρησαν σε καταγγελία στην αστυνομία (ερυθρά 30 και 29 1Χ του διοικητικού φακέλου).  

 

Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, δόθηκε η ευκαιρία στον αιτητή μέσω πρόσθετων ερωτήσεων να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία του και να αποσαφηνίσει τα κρίσιμα γεγονότα της αφήγησής του. Κληθείς ο αιτητής να εξηγήσει γιατί πιστεύει ότι εξακολουθεί να βρίσκεται σε κίνδυνο, πρόβαλε ότι ο πρόεδρος τον ενημέρωσε ότι εξακολουθούν να τον ψάχνουν και αν επιστρέψει θα τον σκοτώσουν (ερυθρό 28 1Χ του διοικητικού φακέλου). Σε ερώτηση αν ανέφερε το περιστατικό στις αρμόδιες αρχές της χώρας του, ο αιτητής δήλωσε ότι δεν προέβη σε καταγγελία στην αστυνομία παρά μόνο ενημέρωσε τον πρόεδρο του και τις ποδοσφαιρικές αρχές (ερυθρό 28 1Χ του διοικητικού φακέλου). Ως περαιτέρω πρόβαλε οι ποδοσφαιρικές αρχές δεν κατέληξαν σε απόφαση καθώς ο αιτητής δεν προέβη σε καταγγελία στις αρχές της χώρας του γιατί φοβόταν ότι θα τον σκοτώσει (ερυθρό 27 1Χ του διοικητικού φακέλου).

 

Σε ερωτήσεις αναφορικά με τις απειλές που δέχθηκε, ο αιτητής υποστήριξε ότι άτομα τον ακολουθούσαν στον δρόμο, ενώ όταν έπαιζε ποδόσφαιρο ένα άτομο τον προσέγγισε και του ανέφερε πως αν απευθυνθεί στην ομοσπονδία ποδοσφαίρου θα τον σκοτώσουν (ερυθρό 25 1Χ του διοικητικού φακέλου). Επιπρόσθετα, πρόβαλε ότι μια φορά τον χτύπησαν και κατέληξε στο νοσοκομείο για νοσηλεία (ερυθρό 25 1Χ του διοικητικού φακέλου). Τέλος, σε ερωτήσεις που του τέθηκαν σε σχέση με το αν ο πρόεδρος, ο οποίος εξακολουθεί να διαμένει στη Λ.Δ.Κ. δέχεται απειλές, ο αιτητής πρόβαλε ότι όταν έφυγε από τη χώρα εξακολουθούσε να λαμβάνει τηλεφωνικές κλήσεις όπου τον έψαχναν, στη συνέχεια, ωστόσο, σταμάτησαν (ερυθρό 24 1Χ του διοικητικού φακέλου).   

 

Στη βάση του πιο πάνω αφηγήματος, ο αρμόδιος λειτουργός αξιολογώντας τους ισχυρισμούς που παρέθεσε ο αιτητής, διέκρινε στην Έκθεση-Εισήγησή του δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, ως ακολούθως: (1) Ταυτότητα και χώρα καταγωγής του αιτητή και (2) ισχυριζόμενες απειλές που δέχθηκε από τον πρόεδρο της ομάδας Maniema, ο οποίος του ζήτησε σεξουαλικά ανταλλάγματα για να υπογράψει συμβόλαιο. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε αποδεκτό τον πρώτο ισχυρισμό καθώς οι δηλώσεις του αιτητή κρίθηκαν επαρκείς σε πληροφορίες και συνεκτικές ενώ διασταυρώθηκαν και από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

 

Αντιθέτως, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός καθώς ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε πως οι δηλώσεις του αιτητή στερούντο συνέπειας, επάρκειας πληροφοριών και εξειδίκευσης. Ειδικότερα, όπως καταγράφεται στην Έκθεση-Εισήγηση, ο αιτητής επαναλάμβανε ότι το άτομο που λάμβανε απειλές ήταν ο πρόεδρος της ομάδας του και όπως υποστήριξε λάμβανε τηλεφωνικές κλήσεις όπου απειλούσαν τη ζωή του ιδίου, της συζύγου του και του αιτητή. Θα αναμένετο από τον αιτητή να είναι σε θέση να δώσει περισσότερες πληροφορίες αναφορικά με τις απειλές, ωστόσο οι δηλώσεις του ήταν συνοπτικές και αόριστες.

 

Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τις δηλώσεις του αιτητή, ο ίδιος δεν υπέβαλε οποιαδήποτε καταγγελία παρά μόνο ο πρόεδρος το έπραξε, ενώ δεν εμφανίστηκε σε συνάντηση που κλήθηκε για διερεύνηση του συγκεκριμένου περιστατικού. Όσον αφορά δε στην εξωτερική αξιοπιστία, ο αρμόδιος λειτουργός διεξήγαγε έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης όπου επιβεβαιώθηκε η ύπαρξη των ομάδων και των προέδρων τους. Επιπρόσθετα, επιβεβαιώθηκε η ύπαρξη περιστατικών σεξουαλικής παρενόχλησης και κακοποίησης στο χώρο του ποδοσφαίρου στη Λ.Δ.Κ. Ωστόσο, παρά την τεκμηρίωση της εξωτερικής αξιοπιστίας, καθώς το αφήγημα του αιτητή χαρακτηρίζεται από ασυνέπεια, η εσωτερική αξιοπιστία δεν στοιχειοθετείται και ως εκ τούτου, ο συγκεκριμένος ουσιώδης ισχυρισμός απορρίφθηκε.  

 

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ο αρμόδιος λειτουργός, λαμβάνοντας υπόψη τον μοναδικό αποδεκτό ισχυρισμό και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή και κατόπιν αξιολόγησης πληροφοριών αναφορικά με τη γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στη Λ.Δ.Κ. και συγκεκριμένα στην πόλη Kinshasa, περιοχή στην οποία αναμένεται να επιστρέψει, έκρινε ότι δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση επιστροφής του, θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.

 

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση των ισχυρισμών του αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, για έναν από τους λόγους του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου Ν.6(Ι)/2000 και του άρθρου 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951. Ο αρμόδιος λειτουργός λαμβάνοντας υπόψη τα ευρήματα έρευνας για την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του αιτητή, κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι δεν υφίστανται συνθήκες αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, κατέληξε πως δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19 του Ν. 6 (Ι)/2000. Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης υιοθέτησε ο αρμοδίως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και απέρριψε το αίτημα του αιτητή.

 

Στα πλαίσια εξέτασης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, προχωρώ να εξετάσω κατ' ουσίαν το αίτημα του αιτητή λαμβάνοντας υπόψη βεβαίως όλα όσα τέθηκαν ενώπιόν μου από τη συνήγορό του, αλλά και από την συνήγορο που εκπροσωπεί τους καθ' ων η αίτηση. Αναφορικά με τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό ο οποίος έγινε αποδεκτός από την Υπηρεσία Ασύλου και αφορά την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής του αιτητή, δεν χρειάζεται περαιτέρω σχολιασμό, εφόσον προκύπτει πως ορθά έγινε αποδεκτός.

 

Αναφορικά με τον δεύτερο ισχυρισμό, θα συμφωνήσω με τα ευρήματα του αρμόδιου λειτουργού, ο οποίος έκρινε πως οι δηλώσεις του αιτητή στερούντο επάρκειας πληροφοριών, συνοχής και συνέπειας. Οι δηλώσεις του αναφορικά με το περιστατικό εκβιασμού του για παροχή σεξουαλικών ανταλλαγμάτων από τον πρόεδρο της ομάδας Maniema για υπογραφή συμβολαίου με την συγκεκριμένη ποδοσφαιρική ομάδα στερούνται επάρκειας πληροφοριών, εξειδίκευσης και περιγραφικότητας. Ο ισχυρισμός του αιτητή περιορίστηκε στις δηλώσεις περί πρότασης του προέδρου της ομάδας Maniema για σεξουαλική συνεύρεση με αντάλλαγμα την υπογραφή συμβολαίου, με επιγραμματικό τρόπο, χωρίς να αναπτύσσει περαιτέρω το αφήγημα του με τρόπο περιγραφικό και παραστατικό που να παραπέμπει σε προσωπικό βίωμα.

 

Επιπρόσθετα, οι δηλώσεις του αναφορικά με τις απειλές που δέχθηκε ο πρόεδρος της ομάδας του, λόγω της αναφοράς του εν λόγω περιστατικού στην ομοσπονδία ποδοσφαίρου, κρίνονται ως ανεπαρκείς. Το αφήγημα του αιτητή στηρίζεται στις απειλές που δέχθηκε τρίτο πρόσωπο, για κάτι που αφορά τον ίδιο, ενώ προς το τέλος της συνέντευξης αναφέρθηκε σε δύο περιστατικά προσωπικής στοχοποίησης όπου στο πρώτο δέχθηκε απειλή, ενόσω έπαιζε ποδόσφαιρο, ότι θα τον σκοτώσουν αν πάει στην ομοσπονδία, και στο δεύτερο τον χτύπησαν με αποτέλεσμα να αναζητήσει ιατροφαρμακευτική περίθαλψη σε νοσοκομείο. Και οι δύο αναφορές κρίνονται ως γενικές και αόριστες, χωρίς επαρκείς πληροφορίες και περιγραφές. Το αφήγημα του αιτητή στερείται εξειδίκευσης, περιγραφικότητας και παραστατικότητας, στοιχεία τα οποία να αναδεικνύουν τον βιωματικό χαρακτήρα των γεγονότων που εξιστόρησε.

 

Όσον αφορά στην εξωτερική αξιοπιστία, του συγκεκριμένου ισχυρισμού, ανέτρεξα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης για τη χώρα του αιτητή, όπου επιβεβαιώθηκε το φαινόμενο της σεξουαλικής παρενόχλησης και κακοποίησης στον χώρο του ποδοσφαίρου στη Λ.Δ.Κ. Ειδικότερα, σύμφωνα με δημοσίευμα στην ιστοσελίδα Inside FIFA «στις αρχές Νοεμβρίου 2022 έγιναν, σε διάφορες πλατφόρμες μέσων ενημέρωσης, σοβαρές καταγγελίες σχετικά με σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων στην Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (FECOFA). Συγκεκριμένα, διάφοροι προπονητές ποδοσφαίρου από διαφορετικές περιοχές και πρωταθλήματα στη Λ.Δ.Κ. κατηγορήθηκαν για κακοποίηση ανηλίκων παικτών. Το ερευνητικό τμήμα της ανεξάρτητης Επιτροπής Δεοντολογίας ξεκίνησε προκαταρκτικές έρευνες εναντίον αρκετών προπονητών στη Λ.Δ.Κ., συμπεριλαμβανομένου του Jonathan Bukabakwa, πρώην προπονητή νέων σε συλλόγους της Συμφωνίας Αστικού Ποδοσφαίρου των περιοχών Lipopo και Malebo (EUFKIN-Lipopo και EUFKIN-Malebo) […] Στις 20 Μαρτίου 2023, κατόπιν αιτήματος του ερευνητικού τμήματος, ο πρόεδρος του δικαστικού τμήματος αποφάσισε να αναστείλει προσωρινά τον κ. Bukabakwa από τη συμμετοχή σε οποιεσδήποτε δραστηριότητες σχετικές με το ποδόσφαιρο (τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο) για περίοδο πέντε μηνών, σύμφωνα με το άρθρο 86 του FCE. Η σχετική απόφαση κοινοποιήθηκε στον κ. Bukabakwa σήμερα, ημερομηνία κατά την οποία τίθεται σε ισχύ η αναστολή».[1]

 

Οι ανωτέρω πληροφορίες επιβεβαιώνονται και από άρθρο του ειδησεογραφικού πρακτορείου BBC όπου γίνεται αναφορά στην τιμωρία του Jonathan Bukabakwa με προσωρινή αναστολή πέντε μηνών μετά από προκαταρκτική έρευνα της επιτροπής δεοντολογίας της FIFA σχετικά με ισχυρισμούς για σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων στη Λ.Δ.Κ.[2]  Παρά την επίμονη έρευνα σε πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής του αιτητή, δεν εντοπίστηκαν οποιεσδήποτε πληροφορίες για πιθανή εμπλοκή του Στρατηγού Gabriel Amisi, Kumba σε κατηγορίες περί σεξουαλικής παρενόχλησης ή κακοποίησης στο χώρο του ποδοσφαίρου. Επιβεβαιώθηκε, ωστόσο, η ιδιότητα του ως στρατηγός και πρόεδρος της ομάδας AS Maniema Union.

 

Σε σχέση με τις πιο πάνω παρατεθείσες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, εντοπίζονται αφενός πληροφορίες που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη του στρατηγού Gabriel Amisi Kumba και την ιδιότητα του ως πρόεδρος της AS Maniema Union. Επιπρόσθετα, επιβεβαιώνεται το φαινόμενο της σεξουαλικής παρενόχλησης και κακοποίησης στον χώρο του ποδοσφαίρου, πλην όμως αυτό από μόνο του δεν επαρκεί για να αποδείξει τους ισχυρισμούς που ο αιτητής προωθεί σε σχέση με τον πυρήνα του αιτήματός του. Το αφήγημα του στερείται επάρκειας πληροφοριών, λεπτομέρειας και εξειδίκευσης∙ ενώ επιπρόσθετα, δεν εντοπίστηκαν πληροφορίες σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης που να κάνουν αναφορά σε σχετικές κατηγορίες εναντίον του στρατηγού και προέδρου της ομάδας AS Maniema Union. Κατά συνέπεια ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός δεν δύναται να γίνει αποδεκτός.

 

Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 προβλέπει πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):  «Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής [.]».

 

Είναι ξεκάθαρο τόσο από το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο, πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (Βλ. σχ. παρ. 37 και 38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών).

 

Αδιαμφισβήτητα όπως προκύπτει από το άρθρο 18 (5) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000), ο αιτητής που επιθυμεί την υπαγωγή του στο ειδικό προστατευτικό καθεστώς της Σύμβασης, οφείλει να εκθέσει στη διοίκηση με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του.  Ο αιτητής δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει για την απόδειξη των ισχυρισμών του, τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, αυτό όμως δεν αίρει την υποχρέωσή του να επικαλεσθεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αίτημα που υπέβαλε στις αρμόδιες αρχές.

 

Ως νομολογιακά έχει κριθεί, γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί, καθώς και ισχυρισμοί για κίνδυνο ζωής χωρίς στοιχειοθετημένες και τεκμηριωμένες αναφορές, δεν θεμελιώνουν βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, ώστε να ισοδυναμεί με εκείνη της προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση και δεν στοιχειοθετεί περιστάσεις, οι οποίες λαμβανομένης υπόψη της εξατομικευμένης κατάστασης του αιτητή να συνιστούν απειλή έτσι ώστε ευλόγως να δύναται να θεωρηθεί ότι ο αιτητής έχει βάσιμο φόβο δίωξης (βλ. απόφασή στην υπόθεση υπ' αριθμόν 121/20, A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020).

 

Όλο το πιο πάνω ιστορικό στο οποίο στηρίζεται το αίτημα διεθνούς προστασίας που υπέβαλε ο αιτητής δεν παρουσιάζει οποιοδήποτε βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του. Ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει με αξιοπιστία και αληθοφάνεια τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς που θα τον ενέτασσαν στον ορισμό του πρόσφυγα προκειμένου να επωφεληθεί των ευεργετημάτων τέτοιου καθεστώτος.

 

Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου προκύπτει πως ο αιτητής είχε αρκετές ευκαιρίες κατά το στάδιο της συνέντευξης του να αναπτύξει με κάθε λεπτομέρεια τον πυρήνα του αιτήματός του και να θεμελιώσει τον ισχυριζόμενο κίνδυνο που αντιμετωπίζει στη χώρα καταγωγής του. Ο αιτητής ούτε στην ενώπιον μου διαδικασία που είχε τη δυνατότητα να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία του, να διευκρινίσει τις ασυνέπειες και τις ανακρίβειες των δηλώσεών του με το ορθό δικονομικό διάβημα, έθεσε ενώπιον μου οποιοδήποτε στοιχείο. Κατά συνέπεια, ενόψει των προβαλλόμενων ισχυρισμών δεν θα μπορούσε να παραχωρηθεί στον αιτητή καθεστώς πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 3, του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000.

 

 

Πρόσθετα, από το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου κρίνω ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 για να παραχωρηθεί στον αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν. 6(Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι».  Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής ή εκτέλεσης βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (Βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619).

 

Ο αρμόδιος λειτουργός, έχοντας αποδεχθεί ότι ο τελευταίος τόπος συνήθους διαμονής του αιτητή στη χώρα καταγωγής του είναι η πρωτεύουσα Kinshasa, διεξήγαγε έρευνα για την κατάσταση ασφαλείας στην εν λόγω τοποθεσία, από την οποία προέκυψε ότι δεν υφίστατο εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετώπιζε δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Ως εκ τούτου, κρίθηκε πως δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για παραχώρηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Σε κάθε περίπτωση, διεξήγαγα περαιτέρω έρευνα σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του αιτητή, σε πρόσφατες πηγές πληροφόρησης, στα πλαίσια βεβαίως της ex nunc δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και προς εκπλήρωση της υποχρέωσης του Δικαστηρίου για έλεγχο της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.  

 

Σύμφωνα με τη διαδικτυακή πύλη RULAC «Η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (Λ.Δ.Κ.) εμπλέκεται σε πολλές μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις (NIAC) εντός των εδαφών της εναντίον αριθμού ενόπλων ομάδων στις περιοχές  Ituri, Kasai και Kivu»[3], σημειώνεται ωστόσο, ότι δεν αναφέρεται η δραστηριοποίηση ενεργών, μη κρατικών, ένοπλων ομάδων στην Kinshasa. Επιπρόσθετα, Έκθεση (2024) της Διεθνούς Αμνηστίας για τη Λ.Δ.Κ. αναφέρει ότι οι ένοπλες συγκρούσεις στα ανατολικά συνεχίστηκαν, με τις κυβερνητικές δυνάμεις να μάχονται εναντίον ένοπλων ομάδων∙ ενώ η διακοινοτική βία επεκτάθηκε και στις επαρχίες Kasai, Kwango, Kwilu, Mai-Ndombe και Tshopo, και οδήγησε σε περαιτέρω σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.[4] Ως διαφαίνεται από τις ανωτέρω πληροφορίες, στην Kinshasa δεν επικρατούν συνθήκες εσωτερικής ένοπλης σύρραξης και η κατάσταση ασφαλείας παρουσιάζεται σταθερή.

 

Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, κατά την χρονική περίοδο 15/07/2024 – 15/07/2025 στην πρωτεύουσα Kinshasa καταγράφηκαν 83 περιστατικά ασφαλείας τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 229 ανθρώπινες απώλειες. Τα 83 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 12 περιστατικά βίας κατά πολιτών (violence against civilians) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 13 ανθρώπινες απώλειες, 18 ταραχές (riots) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 203 ανθρώπινες απώλειες, 3 μάχες (battles) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 13 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, και 50 διαμαρτυρίες (protests).[5] Σημειώνεται, ότι ο πληθυσμός της πόλης Κinshasa εκτιμάται ότι ανέρχεται στα 17,778,500 (2025) κατοίκους.[6]

 

Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης, καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στον τόπο συνήθους διαμονής του, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του να τεθεί σε κίνδυνο η ζωή του. Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, παρατηρώ ότι είναι άντρας υγιής, με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, πλήρως ικανός προς εργασία και χωρίς οποιαδήποτε στοιχεία ευαλωτότητας. Ο αιτητής δεν έχει θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, που να υποδηλώνουν ότι μπορεί να έχει τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης.

 

Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (Βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Τουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή και/ή δέουσα έρευνα. 

 

Οι καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε ο αιτητής, διεξήγαγαν τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα.

 

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μου, καταλήγω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και επιμέλεια σε όλα τα στάδια και υπήρξε επαρκής και/ή δέουσα αιτιολόγηση εκ μέρους του αποφασίζοντος οργάνου. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, στην οποία εκτίθενται λεπτομερώς οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της είναι απόλυτα ορθή και νόμιμη. 

 

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του αιτητή.

 

 

 

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Inside FIFA, FIFA Ethics Committee Provisionally Suspends Coach in Congo DR, 22 March 2023, https://inside.fifa.com/legal/judicial-bodies/media-releases/fifa-ethics-committee-provisionally-suspends-coach-in-congo-dr

[2] BBC, African Sport Rocked by Sexual Abuse Allegations in DR Congo and Cameroon, 23 March 2023, https://www.bbc.com/sport/africa/65045877

[3] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, Τελευταία Ενημέρωση: 13 Απριλίου 2021,  https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th,

[5]  ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 15/07/2024 – 15/07/2025, REGION: Africa, COUNTRY: Democratic Republic of Congo, ADMIN UNIT: Kinshasa)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο