N.B.J. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ.: 5076/22 και 5077/22, 7/7/2025
print
Τίτλος:
N.B.J. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ.: 5076/22 και 5077/22, 7/7/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ.:

 5076/22 και 5077/22

 

7 Ιουλίου, 2025

 

[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

N.B.J.

(μέσω Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού)

Αιτήτριας 1

και

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η αίτηση

(Προσφυγή αρ. 5076/22)

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

N.B.J.

(μέσω Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού)

Αιτήτριας 2

και

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η αίτηση

(Προσφυγή αρ. 5077/22)

 

 

 .........

 

Μ. Μακλάσκυ (κα), Δικηγόρος για τις Αιτήτριες

Μ. Τρεμούρη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: 

1.             Οι Αιτήτριες 1 και 2, με τις υπ’ αριθ. 5076/22 και 5077/22 προσφυγές αντιστοίχως, αιτούνται την έκδοση αποφάσεων από το παρόν Δικαστήριο με την οποία να κηρύσσονται άκυρες, αντισυνταγματικές, παράνομες και στερούμενες κάθε έννομου αποτελέσματος οι αντίστοιχες αποφάσεις των Καθ' ων η αίτηση, ημερομηνίας 15.7.2022 με τις οποίες απορρίφθηκαν τα αιτήματά τους για διεθνή προστασία, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2022. Ζητούν νέες εκτελεστές αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου δια των οποίων να τους χορηγείται καθεστώτος διεθνούς προστασίας και η οποία θα αναγνωρίζει ότι τυχόν επιστροφή τους στη ΛΔΚ παραβιάζει τα Άρθρα 2 και 3 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: η ΕΣΔΑ) και δη την αρχή της μη επαναπροώθησης.

 

Γεγονότα

2.             Τα γεγονότα της υπόθεσης των Αιτητριών έχουν ως ακολούθως: Οι Αιτήτριες κατάγονται από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (στο εξής: ΛΔΚ). Στις 21.1.2022 υπέβαλαν αιτήσεις διεθνούς προστασίας ως ασυνόδευτες ανήλικες, δηλώνοντας ότι είναι δίδυμες καθώς γεννήθηκαν αμφότερες το 2010. Στις 27.5.2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας 1 από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ενώ την ίδια ημέρα η Αιτήτρια έδωσε τη συγκατάθεσή της προκειμένου να υποβληθεί σε ιατρικές εξετάσεις προσδιορισμού της ηλικίας της.  Στις 2.6.2022, το Τμήμα Οδοντιατρικών Υπηρεσιών της Δημοκρατίας, διατύπωσε εκτίμηση βάσει της οποίας η Αιτήτρια 1 ήταν τότε ανήλικη. Στις 11.7.2022, λειτουργός ετοίμασε τελική έκθεση – αξιολόγηση αναφορικά με τον προσδιορισμό της ηλικίας της Αιτήτριας 1, εισηγούμενος όπως η Αιτήτρια 1 θεωρηθεί ανήλικη, ηλικίας 17 ετών. Την εν λόγω έκθεση αξιολόγηση ενέκρινε ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: o Προϊστάμενος) στις 14.7.2022. Στις 14.7.2022, λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο για απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας 1, εισηγούμενη ωστόσο τη μη απέλασή της Αιτήτριας 1 στη χώρα καταγωγής της λόγω του ότι ήταν ανήλικη. Η Εισήγηση εγκρίθηκε από τον Προϊστάμενο και η απορριπτική απόφαση κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια 1 στις 15.7.2022. Την ίδια ημέρα, η Αιτήτρια 1 ενημερώθηκε για το αποτέλεσμα της αξιολόγησης του προσδιορισμού της ηλικίας της και δη ότι η ηλικία της εκτιμήθηκε περί τα 17 και όχι τα 12 έτη, όπως η ίδια δήλωσε, και ακολούθως εκείνη αρνήθηκε να υπογράψει την εν λόγω απόφαση. Στις 11.8.2022, όντας ανήλικη, η Αιτήτρια 1 καταχώρησε δια του Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού την υπ’ αριθ. 5076.22 προσφυγή, προσβάλλοντας την από 15.7.2022 απόφαση του Προϊσταμένου, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για διεθνή προστασία.

 

3.             Παράλληλα, στις 26.5.2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας 2 από αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου ενώ την ίδια ημέρα η Αιτήτρια 2 έδωσε τη συγκατάθεσή της προκειμένου να υποβληθεί σε ιατρικές εξετάσεις προσδιορισμού της ηλικίας της.  Στις 2.6.2022, το Τμήμα Οδοντιατρικών Υπηρεσιών της Δημοκρατίας, εξέδωσε εκτίμηση βάσει της οποίας η Αιτήτρια 2 ήταν τότε ανήλικη. Στις 30.6.2022 λειτουργός ετοίμασε τελική έκθεση – αξιολόγηση αναφορικά με τον προσδιορισμό της ηλικίας της Αιτήτριας 2, εισηγούμενος όπως η Αιτήτρια 2 θεωρηθεί ανήλικη, ηλικίας 17 ετών. Την εν λόγω έκθεση αξιολόγηση ενέκρινε ο  Προϊστάμενος στις 14.7.2022. Στις 14.7.2022 της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο για απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας 2, εισηγούμενος ωστόσο τη μη απέλασή της στη χώρα καταγωγής της λόγω του ότι ήταν ανήλικη. Η Εισήγηση εγκρίθηκε από τον Προϊστάμενο και η απορριπτική απόφαση κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια 2 στις 15.7.2022.

 

4.             Στις 15.7.2022 η Αιτήτρια 2 ενημερώθηκε και για το αποτέλεσμα της αξιολόγησης προσδιορισμού της ηλικίας της και δη ότι η ηλικία της εκτιμήθηκε γύρω στα 17 έτη και όχι στα 12, όπως η ίδια δήλωσε. Η Αιτήτρια 2 αρνήθηκε να υπογράψει την εν λόγω απόφαση εμμένοντας ότι η ηλικία της ανέρχεται στα 12 έτη.

 

5.             Στις 11.8.2022, όντας ανήλικη, η Αιτήτρια 2 καταχώρησε δια του Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού, την υπ’ αριθ. 5077.22 προσφυγή, προσβάλλοντας την από 15.7.2022 απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου δια της οποίος απορρίφθηκε το αίτημα της για διεθνή προστασία.  

 

6.             Στις 12.7.2023, το παρόν Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα συνεκδίκασης των δύο ανωτέρω προσφυγών λόγω της ύπαρξης κοινών επίδικων θεμάτων τα οποία απορρέουν πρωτίστως από το κοινό οικογενειακό υπόβαθρο των Αιτητριών, καθώς, δηλώνουν ότι αποτελούν δίδυμες αδερφές, ο οποίες εγκατάλειψαν τη χώρα καταγωγής τους υπό τις ίδιες περιστάσεις και για τον ίδιο λόγο.

 

Νομικοί Ισχυρισμοί

7.             Μέσω των  γραπτών τους αγορεύσεων, των οποίων το περιεχόμενο είναι αντίστοιχο, οι Αιτήτριες προβάλουν, κοινούς λόγους προσβολής των επίδικων πράξεων 1) η μη επαρκής εκπροσώπησή τους, 2) η εσφαλμένη κρίση της αξιοπιστίας των ισχυρισμών τους, 3) η έλλειψη επαρκούς και δέουσας έρευνας εκ μέρους των Καθ’ ων η αίτηση, 4) το ότι ανέκυψαν πλημμέλειες της προσβαλλόμενης σχετικά με το βάρος της απόδειξης, 5) η  ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης των Αιτητριών καθώς και 6) η παραβίαση της αρχής του βέλτιστου συμφέροντος του ανηλίκου.

 

8.             Αναφορικά με τον ισχυρισμό περί ανεπαρκούς εκπροσώπησής τους, οι Αιτήτριες προωθούν ότι ο ρόλος της λειτουργού των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας (στο εξής: YKE), ήταν ουσιαστικά παθητική, καθώς αυτή δεν προέβη σε οιαδήποτε ενέργεια προς υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους ως ανήλικες με αποτέλεσμα να υποβληθούν αυτές σε μια ελλιπή και στερούμενη οιασδήποτε ουσιαστικής έρευνας και διερεύνησης προφορική συνέντευξη.

 

9.             Αναφορικά με τη λανθασμένη κρίση περί αναξιοπιστίας των ισχυρισμών των Αιτητριών, η συνήγορός τους εγείρει ότι, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, έγινε ήδη δεκτό ότι οι Αιτήτριες εγκατέλειψαν τη χώρα καταγωγής τους επειδή το άτομο που τις φρόντιζε θα ταξίδευε εκτός ΛΔΚ και δεν υπήρχε άλλο άτομο να αναλάβει τη φροντίδα τους με αποτέλεσμα να τις στείλει στη Δημοκρατία. Το εν λόγω γεγονός αναδεικνύει ότι η εγκατάλειψη της χώρας δεν ήταν αποτέλεσμα δικής τους επιλογής. Η εν λόγω απόφαση πραγματοποιήθηκε από το άτομο που μέχρι τότε τις πρόσεχε, διότι, αφενός μεν, δεν υπήρχε κάποιο ενήλικο άτομο προκειμένου να αναλάβει τη φροντίδα τους, αφετέρου δε, φοβόταν ότι θα τις σκοτώσουν τα μέλη της οικογένειας του πατέρα τους επειδή τους απέδιδαν το θάνατο του τελευταίου μέσω μαγείας.

 

10.          Ως προς τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας, η συνήγορος των Αιτητριών προωθεί ότι οι Καθ’ ων η αίτηση σε ουδεμία έρευνα προχώρησαν ως προς την επικράτηση των πεποιθήσεων περί μαγείας στη χώρα καταγωγής των Αιτητριών, παραλείποντας έτσι να διερευνήσουν την εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών τους.

 

11.          Ως προς τον ισχυρισμό περί ύπαρξης βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου δίωξης των Αιτητριών, η συνήγορός τους παραθέτει εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σχετικά με την επικράτηση των πεποιθήσεων περί μαγείας στη ΛΔΚ, επιφυλάσσεται δε να προσάγει σχετική μαρτυρία αναφορικά με τις πεποιθήσεις περί μαγείας και τους κινδύνους που αυτές εγκυμονούν για τα ανήλικα στη χώρα καταγωγής των Αιτητριών, αναπτύσσεται περαιτέρω ως προς την προστασία που χρήζουν οι Αιτήτριες ως ανήλικες.

 

12.          Σε σχέση δε με την αρχή του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού, η συνήγορος των Αιτητριών εγείρει ότι παραβιάστηκε  το άρθρο 10 του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς επί της προσβαλλόμενης απόφασης δεν λαμβάνεται πουθενά υπόψη το συμφέρον των ανηλίκων και εκθέτει ότι οι αντιφατικές αναφορές των Αιτητριών αξιολογήθηκαν ως αναφορές ενήλικων προσώπων.

 

13.          Αναφορικά, τέλος, με τον ισχυρισμό γύρω από το βάρος της απόδειξης, η συνήγορος των Αιτητριών παραθέτει το αντίστοιχο νομικό πλαίσιο και προωθεί ότι οι Αιτήτριες, δεδομένης της ανηλικότητάς τους και του περιορισμένου εύρους γνώσεων που διαθέτουν, κατάφεραν να αποσείσουν το βάρος της απόδειξης που βαραίνει τους ώμους τους.

 

14.          Από τη μεριά τους οι Καθ΄ων η αίτηση, δια της γραπτής τους αγόρευσης,  αντιτείνουν, ως προς τον ισχυρισμό περί μη επαρκούς εκπροσώπησης,  ότι  τηρήθηκαν πλήρως οι διαδικαστικές εγγυήσεις των Αιτητριών ως ασυνόδευτες ανήλικες και ότι δε χρειάστηκε η παροχή συνδρομής από τη λειτουργό των ΥΚΕ, ενώ τονίζουν ότι η συνήγορός τους προβάλλει τον εν λόγω ισχυρισμό αλυσιτελώς, χωρίς να υποδεικνύει τα σημεία στα οποία θα έπρεπε η ανωτέρω λειτουργός να παρέμβει. 

 

15.          Ως προς τους ισχυρισμούς περί λανθασμένης αξιολόγησης της αξιοπιστίας των Αιτητριών, η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση αντικρούει ότι οι Αιτήτριες δήλωσαν κατ’ επανάληψη ότι εγκατέλειψαν τη χώρα καταγωγής τους προκειμένου να λάβουν καλύτερη εκπαίδευση, γεγονός το οποίο δε στοιχειοθετεί βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης και δη από την οικογένεια του πατέρα τους. Προτάσσουν συναφώς ότι, σύμφωνα με δικές τους δηλώσεις, οι Αιτήτριες μετά το θάνατο του πατέρα τους παρέμειναν για τρία ολόκληρα χρόνια στην Kinshasa χωρίς να αντιμετωπίσουν κάποιο πρόβλημα από την οικογένειά του. Καταλήγουν δε ότι η αξιολόγηση των ισχυρισμών των Αιτητριών ήταν εύλογη και ορθή.

 

16.          Σε σχέση με τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας, οι Καθ’ ων η αίτηση προβάλλουν ότι οι Αιτήτριες δεν προέβαλαν κάποιο ισχυρισμό που να σχετίζεται με τη μαγεία κατά τη διάρκεια των προφορικών τους συνεντεύξεων, αφού απλά προέβαλαν ότι η οικογένεια του πατέρα της ήταν «sorcerers», χωρίς ωστόσο να προσθέτουν κάποια άλλη πληροφορία και/ή στοιχείο.

 

17.          Αναφορικά με το βάσιμο φόβο δίωξης των Αιτητριών, οι Καθ΄ων η αίτηση αντιτείνουν ότι από τα ενώπιόν τους στοιχεία δεν προκύπτει ότι στη χώρα καταγωγής τους παραβιάστηκε κάποιο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτιστικό τους δικαίωμα. Προωθούν μάλιστα ότι δεδομένης επικείμενης της ενηλικίωσής των Αιτητριών τον Ιανουάριο του 2023, σε περίπτωση επιστροφής τους στη ΛΔΚ, αναμένεται ευλόγως εκείνες να είναι σε θέση να εργαστούν και να εξεύρουν τόπο διαμονής εκεί. Τονίζουν άλλωστε ότι η κατάσταση ασφαλείας στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής τους, ήτοι την Kinshasa, είναι σταθερή, με αποτέλεσμα να μην εντοπίζεται κάποιος παράγοντας εκ του οποίου θα μπορούσε να ανακύψει κάποιος κίνδυνος για εκείνες.  

 

18.          Καταληκτικά, ως προς την αρχή του βέλτιστου συμφέροντος των Αιτητριών ως ανήλικες, οι Καθ΄ων η αίτηση αντιτείνουν ότι η Αιτήτριες απήλαυσαν σειρά δικαιωμάτων τα οποία συνδέονται με την ανηλικότητά τους, καθώς οι συνεντεύξεις τους πραγματοποιήθηκαν παρουσία λειτουργού των ΥΚΕ η οποία παρενέβη όταν αυτό κρίθηκε αναγκαίο. Παράλληλα, οι Αιτήτριες τοποθετήθηκαν σε δομή κατάλληλη για την ανηλικότητά τους και ενημερώθηκαν σχετικά με τη διαδικασία οικογενειακής επανένωσης.  Εγείρουν οι Καθ΄ων η αίτηση, ότι ακόμα και αν εντοπίσει κάποια σχετική παρατυπία το παρόν Δικαστήριο, δε μπορεί αυτός να αποτελέσει καθοριστικό παράγοντας για την έκβαση της υπόθεσης των Αιτητριών αφού αυτές δεν κατάφεραν να αποδείξουν ότι δικαιούνται διεθνή προστασία.

 

Το νομικό πλαίσιο

19.          Η Σύμβαση περί του καθεστώτος των προσφύγων, η οποία υπογράφηκε στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 και τέθηκε σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954 [Recueil des traités des Nations unies, τόμος 189, σ. 150, αριθ. 2545 (1954)], όπως συμπληρώθηκε με το Πρωτόκολλο περί του καθεστώτος των προσφύγων, το οποίο συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 31 Ιανουαρίου 1967 και τέθηκε σε ισχύ στις 4 Οκτωβρίου 1967 (στο εξής: Σύμβαση της Γενεύης), ορίζει, στο άρθρο 1, τμήμα Α, σημείο 2, πρώτο εδάφιο, ότι ο όρος «πρόσφυγας» εφαρμόζεται επί παντός προσώπου το οποίο, «συνεπεία δικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων, ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την ιθαγένεια και δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να απολαύη της προστασίας της χώρας ταύτης».

 

20.          Ο Κανονισμός 2 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έχει ως ακολούθως:

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ’ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

21.          Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (στο εξής: o περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

 

22.          Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.

 

23.          Το άρθρο 10 του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο τιτλοφορείται “Ασυνόδευτοι ανήλικοι αιτητές”, καθορίζει τις διαδικαστικές εγγυήσεις και τα λοιπά δικαιώματα των ανήλικων αιτούντων άσυλο κατά τη διαδικασία εξέτασης της αίτησής τους. 

 

24.          Το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:

«Υποχρεώσεις Αιτητή κατά την εξέταση της αίτησης και συναφής υποχρέωση αρμόδιων αρχών

16.-(1) Κατά την εξέταση της αίτησής του, ο Αιτητής οφείλει να συνεργάζεται με την Υπηρεσία Ασύλου με σκοπό την εξακρίβωση της ταυτότητάς του και των υπόλοιπων στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2).

(2) Ιδίως, ο Αιτητής οφείλει-

(α) να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης, τα οποία στοιχεία συνίστανται σε δηλώσεις του Αιτητή και σε όλα τα έγγραφα που έχει ο Αιτητής στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία∙ [...]».

(στο εξής: ο περί Προσφύγων Νόμος). (β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή

(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης...».

 

25.          Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.

 

Κατάληξη

26.          Ως προς τον προωθούμενους λόγους προσφυγής επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής των λόγων προσφυγής. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει και την ουσιαστική ορθότητα της de novo και ex nunc (Βλ. Aπόφαση του ΔΕΕ της 3ης Απριλίου 2025, C‑283/24 [Barouk], B. F. κατά Κυπριακής Δημοκρατίας, ECLI:EU:C:2025:236, απόφαση του ΔΕΕ ημερομηνίας 29 Ιουλίου 2019, Torubarov, C-556/17, EU:C:2019:626, σκέψεις 50 έως 53 (σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο πραγματοποιεί «πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων, ιδίως, κατά περίπτωση, εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας) Έφεση κατά Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Aρ. 107/2023, Δημοκρατία ν. Q.B.T., απόφαση ημερ. 11.2.2025, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 17/2021 Janelidze ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 21.9.2021· Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 35/2023 Lubangamu ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 5.12.2024). Η Αιτήτρια αναμένεται να προβάλει, στο πλαίσιο της διοικητικής ή και της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή της στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Η πιο πάνω ανάλυση λόγω της έκτασης της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου καθιστά αλυσιτελή την προβολή υποπεριπτώσεων λόγων προσφυγής π.χ. έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, πλάνη, ορισμένες διαδικαστικές πλημμέλειες κατά την έκδοση της επίδικης πράξης. Εν προκειμένω, οι Αιτήτριες εκπροσωπούμενες και δια συνηγόρου, έχουν την ευκαιρία να εκθέσουν τους ισχυρισμούς τους και να λάβουν όλα τα δέοντα δικονομικά μέσα προς τεκμηρίωσή τους [Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552]. Ως αλυσιτελής χαρακτηρίζεται ο λόγος προσφυγής, ο οποίος ακόμα και αν γίνει δεκτός δεν πρόκειται να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης [Βλ. Η προβολή ισχυρισμών στις διοικητικές διαφορές ουσίας, Α. Αθ. Αρχοντάκη, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 100].

 

27.          Επισημαίνεται επιπλέον συναφώς το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα τα εδάφια (2) και (3) αυτού. Από τις εν λόγω διατάξεις απορρέει καταρχάς η υποχρέωση του Αιτητή να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησης ασύλου του. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie v. Aναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320αποτελεί υποχρέωση του αιτητή ασύλου να επικαλεστεί έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Εν συνεχεία ωστόσο, λόγω ακριβώς της δυσχέρειας των αιτητών ασύλου να τεκμηριώσουν με συγκεκριμένα στοιχεία την αίτησή τους, γεννάται υποχρέωση της διοίκησης να συνδράμει τον εκάστοτε αιτητή σε αυτήν την προσπάθεια προβολής και τεκμηρίωσης των ισχυρισμών της (Βλ. Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών παρ. 195 επ., Βλ. επίσης αναφορικά με την ενεργό συνεργασία Απόφαση του ΔΕΕ της 22ας Νοεμβρίου 2012, Υπόθεση C‑277/11, M. M., ECLI:EU:C:2012:744, σκέψεις 63 εώς 68).

 

28.          Προχωρώντας στην εξέταση της ουσίας των ισχυρισμών των Αιτητριών, επισημαίνονται τα εξής: Εισαγωγικώς επισημαίνεται το παράδοξο ότι η αίτηση ασύλου των Αιτητριών και του αδελφού τους, του οποίου η αίτηση δεν βρίσκεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, δεν εξετάστηκε στο πλαίσιο μίας κοινής διοικητικής διαδικασίας αλλά στο πλαίσιο διακριτών διαδικασιών. Παρά το γεγονός ότι οφείλεται για κάθε αιτητή να πραγματοποιείται εξατομικευμένη εξέταση, η εξέταση αιτήσεων διεθνούς προστασίας μελών της ίδιας οικογένειας στο πλαίσιο διαφορετικών διοικητικών διαδικασιών δεν συνιστά δόκιμη διοικητική πρακτική, καθόσον δύναται να παραβλάψει την αρχή της οικογενειακής ενότητας και να οδηγήσει σε αντιφατικές ή μη συνεκτικές κρίσεις (βλ. απόφαση ΔΕΕ ημερομηνίας 4.10.2018, Ahmedbekova, C-652/16, σκέψεις 58 έως 60, ECLI:EU:C:2018:801). Εξάλλου, δεδομένης της ύπαρξης όμοιων κρίσιμων ισχυρισμών, η εξέτασή τους στο πλαίσιο κοινής διαδικασίας,  επιτρέπει την πληρέστερη εξέταση των αιτήσεων ασύλου όλων των αιτούντων και εντέλει την ορθότερη αξιολόγηση του κινδύνου που αυτοί διατρέχουν σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα τους.

 

29.          Σημειώνεται εξάλλου ότι στην περίπτωση των Αιτητριών δεν έχει εκδοθεί απόφαση επιστροφής και κατ’ επέκταση αντικείμενο της παρούσας προσφυγής αποτελούν οι απορριπτικές αποφάσεις επί των αιτήσεών τους για διεθνή προστασία. 

 

30.          Και οι δύο Αιτήτριες στο έντυπο καταγραφής της αίτησής τους αναφέρουν, με ταυτόσημο λεκτικό, ότι έφυγαν από τη χώρα καταγωγής τους επειδή στις 4.8.2019 η μητέρα τους τους είχε εγκαταλείψει αμέσως μετά τον θάνατο του πατέρα τους, με τα μικρότερα αδέλφια τους επειδή οι ίδιες οι Αιτήτριες αντιμετώπιζαν ένα πρόβλημα εντός της οικογένειας. Οι Αιτήτριες έμειναν με ένα πάστορα, φίλο του πατέρας τους, ο οποίος ήταν και ο ίδιος πάστορας. Μία θεία τους, η οποία βρίσκεται στην Ευρώπη τους έστελνε χρήματα για να επιβιώσουν. Όπως δήλωσαν, η μητέρα τους έφυγε. Οι Αιτήτριες και ο μεγάλος αδελφός τους παρέμειναν με έναν πάστορα φίλο του πατέρα τους και συνέδραμε οικονομικά στην διαβίωση τους. Ο εν λόγω φίλος του πατέρα τους πώλησε την ιδιοκτησία του πατέρα τους ούτως ώστε οι Αιτήτριες και ο αδελφός τους  να ταξιδέψουν εκτός της ΛΔΚ, διότι και ο ίδιος θα εγκατέλειπε την χώρα.

 

31.          Κατά τη συνέντευξή της στις 27.5.2022 η Αιτήτρια 1, ενημερώθηκε ότι θα ακολουθήσει μια συνέντευξη, στο τέλος της οποίας εάν δεν υπάρχουν αμφιβολίες γύρω από την ηλικία της, θα διερευνηθούν οι λόγοι για τους οποίου εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της. Πληροφορήθηκε ωστόσο, ότι εάν ανακύψουν αμφιβολίες ως προς την ηλικία της, θα πρέπει να ακολουθηθεί η αντίστοιχη διαδικασία αξιολόγησης της ηλικίας της.  Ενημερώθηκε ακολούθως ότι σε περίπτωση που το αίτημά της απορριφθεί, δικαιούται να καταχωρήσει προσφυγή ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου καθώς και να αποκτήσει, πρόσβαση στα στοιχεία του διοικητικού της φακέλου.

 

32.          Αρχικά η Αιτήτρια 1 δήλωσε ότι δε διαθέτει κάποιο έγγραφο, καθώς αυτά παρακρατήθηκαν από το φερόμενο ως διακινητή.  Ως προς το εάν διαθέτει κάποιο συγγενή σε ευρωπαϊκή χώρα, η Αιτήτρια 1 δήλωσε ότι διαθέτει μια θεία στο Λονδίνο. Ως προς την πατρική της οικογένεια, δήλωσε ότι ο μεν πατέρας της απεβίωσε στις 4.8.2019, η δε μητέρα της την εγκατέλειψε μετά την κηδεία του πατέρα της. Κληθείσα να προσδιορίσει το λόγο θανάτου του, εκείνη δήλωσε ότι υπέφερε από διαβήτη και εν τέλει κατέληξε. Ερωτηθείσα πόσο χρονών ήταν η ίδια όταν απεβίωσε ο πατέρα της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ήταν 9 ετών και ότι δεν πήγαινε στο σχολείο διότι η οικογένειά της δε διέθετε οικονομικούς πόρους. Ακολούθως δήλωσε ότι διαθέτει 6 αδέρφια, δεν ήταν όμως σίγουρη για της ηλικίες τους, καθώς δήλωσε ότι αυτές που υπέδειξε ήταν κατά προσέγγιση.

 

33.          Ζητηθείσα να περιγράψει τι έκανε μετά το θάνατο του πατέρα της, η Αιτήτρια 1 δήλωσε ότι διέμεναν με ένα φίλο του πατέρα της, ο οποίος ονομαζόταν P. Προσέθεσε μάλιστα ότι ο πατέρας της ήταν πάστορας στην εκκλησία La Gloire de Dieu της Kinshasa, στην περιοχή Matete, μέχρι τη στιγμή του θανάτου του. Κληθείσα να αποσαφηνίσει το επάγγελμα του κ. J. P., η Αιτήτρια επέδειξα άγνοια.

 

34.          Όταν ζητήθηκε από την Αιτήτρια να προσδιορίσει το χρόνο κατά τον οποίο εγκαταλείφθηκε από τη μητέρα της, δήλωσε ότι μετά την κηδεία του πατέρα της, η μητέρα της πέρασε κάποια λεπτά μαζί τους, στη συνέχεια τους εγκατέλειψε παίρνοντας μαζί τους νεότερους αδερφούς της και εν τέλει κατέφθασε στην οικία τους ο φίλος του πατέρα της, κ. P. Κληθείσα να προσδιορίσει το χρόνο που πέρασε ανάμεσα στο θάνατο του πατέρα της και την κηδεία του, η Αιτήτρια προέβαλε ότι μεσολάβησαν περίπου δύο εβδομάδες. Ως προς τα ποια άτομα ήταν παρόντα στην κηδεία του πατέρα της, η Αιτήτρια ανέφερε την παρουσία της οικογένειας του πατέρα της, της ίδιας και των αδελφών της, καθώς και της μητέρας της. Ερωτηθείσα εάν μετέβη η ίδια στο κοιμητήριο, η Αιτήτρια 1 απάντησε αρνητικά.

 

35.          Ερωτηθείσα εάν διαθέτει συγγενείς από την οικογένεια της μητέρα της, η Αιτήτρια 1 απάντησε ότι δεν τους γνωρίζει και ότι δεν έχει κάποιο άλλο συγγενή στη ΛΔΚ. Ως προς τον τόπο διαμονής της οικογένειας του πατέρα της, η Αιτήτρια 1 επέδειξε άγνοια. Ζητηθείσα να παραθέσει τους λόγους για τους οποίους η οικογένεια του πατέρα της δεν ήταν καλή μαζί της, η Αιτήτρια 1 δήλωσε ότι πιστεύουν ότι σκότωσαν τον πατέρα τους, χωρίς όμως πριν το θάνατό του τελευταίου να έχουν οιοδήποτε πρόβλημα μεταξύ τους αν και επισκέπτονταν την οικία τους συχνά.

 

36.          Αναφορικά με το μορφωτικό της επίπεδο, η Αιτήτρια 1 δήλωσε ότι φοίτησε σε σχολείο για 8 χρόνια, μέχρι την ηλικία των 11 ετών, καθώς στη συνέχεια αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη ΛΔΚ. Ερωτηθείσα για ποιο λόγο εγκατέλειψαν, με τα αδέρφια της, τη ΛΔΚ τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, η Αιτήτρια δήλωσε ότι κινδυνεύαν από την οικογένεια του πατέρα της και ότι επιθυμούσαν να λάβουν καλύτερη εκπαίδευση.  

 

37.          Ζητηθείσα να εξηγήσει τα προβλήματα που αντιμετώπιζε, η Αιτήτρια 1 δήλωσε ότι οι συγγενείς του πατέρα της την αναζητούσαν επειδή πίστευαν ότι εκείνη και η αδερφή της είναι μάγισσες και ευθύνονται για το θάνατο του πατέρα τους. Στη συνέχεια στην Αιτήτρια 1 υποβλήθηκαν σε ερωτήσεις αναφορικά με τον αδερφό της J.i, o οποίος βρίσκεται επίσης στη Δημοκρατία.

 

38.          Ως προς τα υπόλοιπα αδέρφια της, η Αιτήτρια 1 δήλωσε ότι δεν φοίτησαν στο ίδιο σχολείο με την ίδια, επικαλούμενη ότι η μητέρα της επιθυμούσε να πηγαίνουν σε διαφορετικό σχολείο.

 

39.          Κληθείσα να προσδιορίσει τα έτη μετά το θάνατο του πατέρα της κατά τα οποία φοίτησε σε σχολείο, η Αιτήτρια 1 δήλωσε ότι φοίτησε από το 2019 μέχρι το 2022. Ζητηθείσα να προσδιορίσει που βρισκόταν το σπίτι του κυρίου που τις φιλοξενούσε μετά το θάνατο του πατέρα της, η Αιτήτρια 1 επέδειξε άγνοια. Ζητηθείσα να δικαιολογήσει την άγνοιά της, η Αιτήτρια απάντησε ότι δεν έβγαινε πολύ από το σπίτι.

 

40.          Ακολούθως, η Αιτήτρια περιέγραψε την καθημερινότητά της και προέβαλε ότι αν και δε γνώριζε πολλά πράγματα για τον κ. P, μία ημέρα τους είπε ότι θα πρέπει να εγκαταλείψει τη ΛΔΚ, αν και εξήγησε ότι η ζωή μαζί του ήταν πολύ καλή.

 

41.          Αναφορικά με τον τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής της, η Αιτήτρια 1 δήλωσε ότι γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε αποκλειστικά στην πόλη Kinshasa (βλ. ερ. 21 1Χ, 2Χ διοικητικού φακέλου). Σε σχέση με το ταξίδι της, η Αιτήτρια 1 δήλωσε ότι ο πατέρας της είχε αφήσει ένα δέμα στον κο Paul, με το περιεχόμενο του οποίου εκείνος χρηματοδότησε το ταξίδι της Αιτήτριας 1 και των αδερφιών της στη Δημοκρατία.  

 

42.          Ως προς τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια 1 δήλωσε ότι κινδύνευε, αλλά έφυγε κυρίως για εκπαιδευτικούς λόγους. Ο δε κίνδυνος συνίστατο στο ότι ο κ. P. έπρεπε να φύγει από τη ΛΔΚ και ως εκ τούτου, προκειμένου να μη μείνουν μόνοι τους εκεί η Αιτήτρια 1 και τα αδέρφια της, τους πρότεινε να έρθουν στην Ευρώπη και να βρουν τη θεία τους (η οποία διαμένει στο Λονδίνο). Συνέχισε ωστόσο δηλώνοντας ότι αν διέμεναν στην Kinshasa μόνοι, θα τους σκότωναν οι συγγενείς του πατέρα της (βλ. ερ. 19 3Χ, 4Χ διοικητικού φακέλου).

 

43.          Ζητηθείσα να προσδιορίσει πότε είδε για τελευταία φορά τους συγγενείς του πατέρα της, η Αιτήτρια 1 δήλωσε ότι αυτό συνέβη την ημέρα που οι φίλοι του πατέρα της ήρθαν να παραλάβουν το πακέτο. Αλλά κάθε φορά που τους έβλεπαν, η Αιτήτρια και η αδερφή της αναγκάζονταν να τρέξουν γιατί πίστευαν ότι σκότωσαν τον πατέρα τους. Κληθείσα να εξηγήσει πότε τους είδε για τελευταία φορά, η Αιτήτρια 1 απάντησε ότι τους είδε μετά την κηδεία, και αφού η μητέρα τους είχε ήδη φύγει, ήρθαν στην οικία τους προκειμένου να τις κυνηγήσουν. Ερωτηθείσα γιατί δεν το έπραξαν, η Αιτήτρια 1 απάντησε ότι πρόλαβαν να διαφύγουν (βλ. ερ. 19 1Χ διοικητικού φακέλου). Στη συνέχεια η Αιτήτρια 1 προέβαλε ότι μετά την κηδεία έφυγαν την ίδια ημέρα από την περιοχή Matete. Κληθείσα να περιγράψει την ημέρα κατά την οποία έφυγε η μητέρα της, η Αιτήτρια 1 δήλωσε ότι μετά την κηδεία επέστρεψαν σπίτι, βρήκαν εκεί την οικογένεια του πατέρα της, για την οποία είχαν ακούσει ότι θέλει να τις σκοτώσει, πήραν τα πράγματά τους και έφυγαν (βλ. ερ. 18 1Χ διοικητικού φακέλου). Στη συνέχεια, η Αιτήτρια 1 δήλωσε ότι εν τέλει είχαν πάει και οι ίδιες στην κηδεία του πατέρα της και όχι μόνο η μητέρα τους και ο αδερφός τους J.. Αναφορικά με τον κ. P., η Αιτήτρια δήλωσε ότι ήταν φίλος του πατέρα της καθώς προσεύχονταν στην ίδια εκκλησία, ότι επισκεπτόταν συχνά την οικία τους και ότι μετά το θάνατό του τουςέδινε κουράγιο.

 

44.          Κατά το τελευταίο στάδιο της συνέντευξης της Αιτήτριας 1, ο αρμόδιος λειτουργός ενημερώνει την Αιτήτρια 1 ότι λόγω έλλειψης ταυτοποιητικών εγγράφων σε συνδυασμό με τις δηλώσεις της περί του ότι είναι 12 ετών, θα πρέπει να υποβληθεί σε ιατρικές εξετάσεις εκτίμησης της ηλικίας της, η δε Αιτήτρια έδωσε τη συγκατάθεσή της (βλ. ερ. 17 του δ.φ.).

Κατά την ολοκλήρωση της συνέντευξης, η Αιτήτρια επιβεβαίωσε την ορθότητα του περιεχομένου του αντίστοιχου πρακτικού, θέτοντας την υπογραφή τους τόσο η ίδια όσο και η λειτουργός των ΥΚΕ.

 

45.          Αξιολογώντας τις δηλώσεις της Αιτήτριας 1, οι Καθ’ ων η αίτηση διέκριναν τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς:  (α) Τα προσωπικά στοιχεία, την χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας 1 και (β) τις δηλώσεις της Αιτήτριας 1 περί του ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της αναζητώντας καλύτερη ποιότητας ζωής και γ) τις δηλώσεις της περί φόβου δίωξης από την οικογένεια του πατέρα της υπό μορφή απειλών, μετά το θάνατό του, με την κατηγορία ότι τον σκότωσαν με τελετουργικές πρακτικές.

 

46.          Οι πρώτοι δύο ισχυρισμού έγιναν αποδεκτοί, αφού οι δηλώσεις της Αιτήτριας κρίθηκαν με ως λεπτομερείς και σαφείς, επιβεβαιώθηκαν δε από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και/ή χαρτογράφησης.

 

47.          Αντίθετα, ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός της Αιτήτριας 1 έτυχε απόρριψης καθώς οι δηλώσεις της κρίθηκαν ασαφείς, στερούμενες περιγραφικής λεπτομέρειας και ευλογοφάνειας. Εντοπίστηκαν εξάλλου σε κάποια σημεία και αντιφάσεις. Ειδικότερα, αξιολογώντας την εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων της Αιτήτριας 1, κρίθηκε αυτή δεν μπόρεσε να κατονομάσει την περιοχή επί της οποίας δήλωσε ότι τη φιλοξενούσε ο κος P για τρία χρόνια (2019-2022), αποδίδοντας χωρίς ευλογοφάνεια την εν λόγω αδυναμία της στο ότι ο κος P. τη συνεβούλευε να μη βγαίνει από το σπίτι της (βλ. ερ. 21 3Χ του δ.φ.). Ακολούθως, αξιολογήθηκε ότι η Αιτήτρια 1 δε στοιχειοθέτησε οιαδήποτε φυσική απειλή από τα μέλη της οικογένειας του πατέρα της μετά την κηδεία του, αλλά ούτε και κατά τη διάρκεια των τριών ετών που διέμεινε ακολούθως με τον κ. P. (βλ. ερ. 22 1Χ, 19 1Χ, 5Χ του δ.φ.). Συναξιολόγηθηκαν άλλωστε και οι δηλώσεις της Αιτήτριας περί του ότι πριν το θάνατο του πατέρα της, διατηρούσε άριστες σχέσεις με τους συγγενείς του (βλ. ερ. 23 5Χ του δ.φ.), γεγονός που αποδυναμώνει περαιτέρω τον πυρήνα του ισχυρισμού της. Σε σχέση με το πότε είδε για τελευταία φορά τους συγγενείς του πατέρα της, οι απαντήσεις της Αιτήτριας 1  κρίθηκαν ως ασαφείς, αόριστες και χωρίς νοηματική συνοχή, καθώς εκείνη αρχικά προέβαλε ότι τους συνάντησε όταν πήγε να παραλάβει το πακέτο που τους είχε αφήσει, στη συνέχεια ωστόσο προέβαλε ότι τους συνάντησε κατά τη διάρκεια της κηδείας του πατέρα της (βλ. ερ. 19 1Χ διοικητικού φακέλου). Ως αόριστες χαρακτηρίστηκαν και οι αναφορές περί του ότι είχε ακούσει ότι οι συγγενείς του πατέρα της ήθελαν να την σκοτώσουν, χωρίς ωστόσο να έχει επικαλεστεί κάποιο άλλο, πραγματικής υπόστασης, περιστατικό (βλ. ερ. 21 2Χ διοικητικού φακέλου). Για όλους τους ανωτέρω λόγους, ο υπό εξέταση ισχυρισμός της απορρίφθηκε.

 

48.          Κατά την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων της Αιτήτριας 1, σημειώθηκε ότι οι δηλώσεις της πρώτης, λόγω της υποκειμενικής τους φύσης, αποτελούν το μοναδικό προς υποστήριξη του αιτήματός της, παραλείποντας να προβεί σε οιαδήποτε έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

 

49.          Σχολιάζεται δε ότι σύμφωνα με της Κατευθυντήριες Οδηγίες για την Εξέταση Αιτημάτων Ασύλου των Παιδιών, επιβάλλεται να συνεκτιμώνται το επίπεδο ανάπτυξης του παιδιού, οι γνώσεις και/ή οι αναμνήσεις του από τη χώρα καταγωγής του καθώς και το καθεστώς του ως ευάλωτου προσώπου, πλην όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση η Αιτήτρια είναι 17 ετών, σε πολύ καλή ψυχολογική κατάσταση, χωρίς να παρουσιάζει άλλες περιστάσεις ευαλωτότητας και ως εκ τούτου, η ανηλικότητά της δεν μπορεί να αποτελέσει την αποκλειστική βάση αποδοχής του υπό εξέταση ισχυρισμού. Ως εκ τούτου, λόγω της αξιολογηθείσας αδυναμίας της Αιτήτριας να στοιχειοθετήσει την εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων της, ο Προϊστάμενος απέρριψε τον υπό αναφορά ισχυρισμό στο σύνολό του.

 

50.          Ακολούθως, κατά την αξιολόγηση κινδύνου βάσει του μόνου αποδεκτού ισχυρισμού της Αιτήτριας 1, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία, την χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της, οι Καθ΄ων η αίτηση προχώρησαν σε αξιολόγηση του κινδύνου που εκείνη ενδέχεται να αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής της στη ΛΔΚ. Ελλείψει οιασδήποτε παρελθούσας δίωξης προς το πρόσωπό της αλλά και διαφαινόμενου φορέα δίωξής της, διαπιστώθηκε ότι δεν ανέκυψαν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, η Αιτήτρια 1 θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.

 

51.          Για τους ανωτέρω λόγους, κατά τη νομική ανάλυση οι Καθ’ ων η αίτηση, κατέληξαν ότι δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης της Αιτήτριας 1 δυνάμει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης αυτού δυνάμει του άρθρου 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

52.          Διατυπώθηκε τέλος εισήγηση ότι ένεκα της ανηλικότητάς της είναι δέον να παραλειφθεί η έκδοση απόφασης επιστροφής της Αιτήτριας 1 στη χώρα καταγωγής της.

 

53.          Μεταβαίνοντας στους ισχυρισμούς που προέβαλε η Αιτήτρια 2, κατά τη συνέντευξή της στις 26.5.2022 η Αιτήτρια 2 ενημερώθηκε ότι θα ακολουθήσει μια συνέντευξη, στο τέλος της οποίας εάν δεν υπάρχουν αμφιβολίες γύρω από την ηλικία της, θα διερευνηθούν οι λόγοι για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της. Πληροφορήθηκε ωστόσο, ότι εάν ανακύψουν αμφιβολίες ως προς την ηλικία της, θα πρέπει να ακολουθηθεί η αντίστοιχη διαδικασία αξιολόγησης της ηλικίας της.  Ακολούθως η Αιτήτρια 2 δήλωσε πως δε διαθέτει κάποιο ταυτοποιητικό έγγραφο από τη χώρα καταγωγής της καθώς το διαβατήριο της παρακράτησε ο φερόμενος ως διακινητής.

 

54.          Η Αιτήτρια 2 δήλωσε ότι ο πατέρας της απεβίωσε στις 4.8.2019 επειδή ήταν άρρωστος, ενώ η ίδια ήταν τότε περίπου 8 ετών. Δήλωσε ότι διαθέτει άλλα 5 αδέρφια, τρεις αδερφούς τους οποίους πήρε η μητέρα της μαζί της, καθώς και ένα ακόμη αδερφό και τη δίδυμη αδερφή της, με τους οποίους κατέφθασε στη Δημοκρατία. Η Αιτήτρια 2 δήλωσε πως ο πατέρας της ήταν πάστορας στην εκκλησία Gloire de Dieu στην Kinshasa. Εξήγησε μάλιστα πως οι γονείς της διατηρούσαν περίεργη σχέση διότι καυγάδιζαν συχνά (βλ. ερ. 25 3Χ του δ.φ.). Κληθείσα να προσδιορίσει το χρόνο κατά τον οποίο τους εγκατέλειψε η μητέρα της, η Αιτήτρια 2 δήλωσε ότι μετά την κηδεία του πατέρα της, πήρε τους νεότερους αδερφούς της και εξαφανίστηκε. Ως προς το χρόνο της κηδείας του πατέρα της, η Αιτήτρια 2 δήλωσε ότι δε θυμάται. Κληθείσα να περιγράψει ποια άτομα ήταν παρόντα στην κηδεία του πατέρα της, εκείνη απάντησε ότι υπήρχαν πολλοί άνθρωποι, ωστόσο δε μπορεί να είναι σίγουρη γιατί εκείνη και οι αδερφή της παρέμειναν στην οικία τους. Ζητηθείσα να προσδιορίσει την ημέρα που τις εγκατέλειψε η μητέρα της, η Αιτήτρια 2 απάντησε ότι δε θυμάται γιατί τους άφησε με το φίλο του πατέρα της P.J., o οποίος ήταν επίσης πάστορας στην ίδια εκκλησία. Ερωτηθείσα εάν διαθέτει συγγενείς στην ΛΔΚ, η Αιτήτρια 2 απάντησε ότι οι συγγενείς του πατέρα της ήταν πολύ κακοί και ότι δε γνωρίζει εάν διαθέτει συγγενείς από την οικογένεια της μητέρας της. Ως προς τους λόγους για τους οποίους η οικογένεια του πατέρα της δεν ήταν καλή με εκείνη και τα αδέρφια της, η Αιτήτρια 2 δήλωσε ότι τις θεωρούσαν υπεύθυνες για το θάνατο του αδερφού τους. Ερωτηθείσα εάν πριν το θάνατο του πατέρα τους, η οικογένειά του ήταν καλή μαζί της, η Αιτήτρια 2 απάντησε αρνητικά, χωρίς ωστόσο να γνωρίζει το λόγο (βλ. ερ. 5Χ, 7Χ, 6Χ του δ.φ.).

 

55.          Αναφορικά με το μορφωτικό της επίπεδο, η Αιτήτρια 2 δήλωσε ότι ξεκίνησε να πηγαίνει στο σχολείο σε ηλικία 5 ετών, δε θυμάται ωστόσο πότε σταμάτησε. Προσέθεσε  μάλιστα ότι φοίτησε στο σχολείο περί τα 8 έτη. Ερωτηθείσα πότε σταμάτησε το σχολείο, η Αιτήτρια 2 ισχυρίστηκε ότι το σταμάτησε περί το Μάιο του 2021, όταν επρόκειτο να ταξιδέψει φίλος του πατέρα της.

 

56.          Σε σχέση με τον τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής της, η Αιτήτρια 2 δήλωσε ότι γεννήθηκε, μεγάλωσε και διέμεινε στην περιοχή Matete της Kinshasa. Δεν ήταν ωστόσο σε θέση να προσδιορίσει που βρισκόταν η οικία του κ.  J.P., o οποίος τη φιλοξένησε για τρία χρόνια. Ακολούθως δήλωσε ότι  δε γνωρίζει που διαμένουν οι συγγενείς του πατέρα της, καθώς η τελευταία φορά που τους είδε ήταν μετά την κηδεία του (βλ. ερ. 22 1Χ, 2Χ διοικητικού φακέλου).

 

57.          Σχολιάζοντας τη διαβίωσή της με τον πάστορα J.P. , η Αιτήτρια 2 προέβαλε ότι δεν ήταν καλή καθώς δεν λάμβαναν καλή τροφή, δεν είχαν ρούχα και δεν πήγαιναν στο σχολείο (βλ. ερ. 22 6Χ διοικητικού φακέλου).

 

58.          Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια 2 ανέφερε ότι κινδύνευαν η ίδια, η δίδυμη αδερφή της καθώς και ο αδερφός της. Δήλωσε ότι ο φίλος του αποβιώσαντος πατέρα τους, ο οποίος τους φιλοξενούσε μετά το θάνατο του πατέρα τους και τη φυγή της μητέρας τους, έπρεπε να εγκαταλείψει τη ΛΔΚ με αποτέλεσμα η Αιτήτρια 2 και τα αδέρφια της να μη διαθέτουν κάποιο οικογενειακό ή συγγενικό πρόσωπο εκεί. Ήρθαν επίσης στη Δημοκρατία επειδή η οικογένεια του πατέρα της απειλούσε εκείνη, τα αδέρφια της, καθώς και την οικογένεια της μητέρας της, η οποία δε γνωρίζει που βρίσκεται. (βλ. ερ. 21 1Χ διοικητικού φακέλου).  

 

59.          Κληθείσα να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο απειλήθηκε από την οικογένεια του πατέρα της, η Αιτήτρια 2 απάντησε ότι την απειλούσαν ότι θα της κάνουν κακό. Δήλωσε μάλιστα ότι τους άκουσε να το λένε μετά την κηδεία του πατέρα της και αφού η μητέρα της είχε διαφύγει με 3 εκ των αδερφών της. Συνέχισαν μάλιστα η Αιτήτρια 2 και τα αδέρφια της να δέχονται απειλές κατά την παραμονή τους στην περιοχή Matete καθώς η μητέρα της είχε ήδη φύγει (βλ. ερ. 21 2Χ διοικητικού φακέλου).

 

60.          Ζητηθείσα να προσδιορίσει το χρονικό διάστημα για το οποίο παρέμεινε στην οικία στην περιοχή Matete μετά την κηδεία του πατέρα της, η Αιτήτρια 2 προέβαλε ότι παρέμεινε εκεί για δύο εβδομάδες και ότι στη συνέχεια την εγκατέλειψε η μητέρα της. Κληθείσα να σχολιάσει την αντίφαση μεταξύ των δηλώσεών της περί του ότι η μητέρα της τις άφησε στην οικία του Jean, ενώ αργότερα δήλωσε ότι ο Jean πήγε να τις παραλάβει από την οικία τους, η Αιτήτρια 2 αποκρίθηκε «μπορούμε να πούμε ότι η μητέρα μας απλά μας άφησε» (μετάφραση του Δικαστηρίου – βλ. ερ. 21 3Χ διοικητικού φακέλου).

 

61.          Ζητηθείσα να περιγράψει την ημέρα κατά την οποία τους εγκατέλειψε η μητέρα της, η Αιτήτρια 2 δήλωσε ότι καθόταν όλοι μαζί, και σε μια στιγμή η μητέρα της μάζεψε τα πράγματά της καθώς και τους αδερφούς της και έφυγε, ενώ μερικά λεπτά αργότερα έφτασε στην οικία της ο κ. J.P. και τους ενημέρωσε ότι θα αναλάβει τη φροντίδα τους εκείνος (βλ. ερ. 20 1Χ διοικητικού φακέλου). Επέδειξε άγνοια ωστόσο η Αιτήτρια 2 αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους τους εγκατέλειψε η μητέρα της.

 

62.          Κληθείσα να παραθέσει κάποια στοιχεία για τον κ J., η Αιτήτρια δήλωσε ότι ήταν ένας παιδικός φίλος του πατέρα της με τον οποίο διατηρούσαν αδερφική σχέση επειδή ήταν πάστορες και πέρασαν τα νεανικά τους χρόνια μαζί.

 

63.          Κατά τη συνέντευξή της η Αιτήτρια 2 ενημερώθηκε ότι λόγω έλλειψης ταυτοποιητικών εγγράφων σε συνδυασμό με τις δηλώσεις της περί του ότι είναι 12 ετών, θα πρέπει να υποβληθεί σε ιατρικές εξετάσεις εκτίμησης της ηλικίας της, η δε Αιτήτρια 2 έδωσε τη συγκατάθεσή της (βλ. ερ. 18 του δ.φ.).

 

64.          Κατά την ολοκλήρωση της συνέντευξης, η Αιτήτρια 2 επιβεβαίωσε την ορθότητα του περιεχομένου του αντίστοιχου πρακτικού, θέτοντας την υπογραφή τους τόσο η ίδια όσο και η λειτουργός των ΥΚΕ (βλ. ερ. 18 του δ.φ.).

 

65.          Αξιολογώντας τις δηλώσεις της Αιτήτριας, οι Καθ’ ων η αίτηση απομόνωσαν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορά στα προσωπικά της στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής τους. Ο δεύτερος ισχυρισμός της αφορά στους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής και στις δηλώσεις της Αιτήτριας 2 περί του ότι  μετά το θάνατο του πατέρα της, τα μέλη της πατρικής της οικογένειας κατηγόρησαν την ίδια, τη δίδυμη αδερφή της και τον μεγαλύτερο αδερφό της ως υπεύθυνους για το θάνατο του πατέρα τους δια της άσκησης πρακτικών μαγείας.

 

66.          Αναφορικά με τον πρώτο ισχυρισμό, ο οποίος συνδέεται με τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας 2, κρίθηκε ότι θεμελιώνεται  τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών της και ως εκ τούτου ο εν λόγω ισχυρισμός έγινε αποδεκτός.

 

67.          Κατά την αποτίμηση του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού της, ήτοι το ότι μετά το θάνατο του πατέρα της, τα μέλη της πατρικής της οικογένειας κατηγόρησαν την ίδια, τη δίδυμη αδερφή της και τον μεγαλύτερο αδερφό της ως υπεύθυνους για το θάνατο του πατέρα τους δια της άσκησης πρακτικών μαγείας, οι Καθ’ ων  η αίτηση έκριναν ότι δεν πληρείται η εσωτερική αξιοπιστία της Αιτήτριας, καθώς οι συναφείς δηλώσεις της αξιολογήθηκαν ως αντιφατικές, σε κάποια σημεία ως μη ευλογοφανείς και ότι γενικά δεν ήταν σε θέση να παραθέσει επαρκείς πληροφορίες οι οποίες στοιχειοθετούν τον πυρήνα του αιτήματός της με τρόπο που να αντικατοπτρίζει βιωματικό περιστατικό. Συγκεκριμένα,  κρίθηκαν ως αντιφατικές  δηλώσεις της Αιτήτριας 2 αναφορικά με τη φοίτησή της στο σχολείο, ενώ επισήμανε την αδυναμία της να κατονομάσει την περιοχή που διέμεινε μετά το θάνατο του πατέρα της και να παραθέσει με ακρίβεια την ημερομηνία σημαντικών γεγονότων της ζωής της (λ.χ. ημερομηνία θανάτου του πατέρα της, ημερομηνία ταφής και ημέρα που φέρεται να την εγκατέλειψε η μητέρα της). Σημειώθηκε περαιτέρω, ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να περιγράψει κάποιο περιστατικό δίωξης καθώς οι δηλώσεις της περί απειλών από τα μέλη της πατρικής της οικογένειας περιορίστηκαν στο τι άκουσε κατά τη διάρκεια της κηδείας του πατέρα της να λένε ότι θέλουν να της κάνουν κακό, χωρίς να αναφέρεται σε κάποιο άλλο περιστατικό. Ολοκληρώνοντας, επισημαίνεται τέλος ότι η Αιτήτρια 2, σε άλλο σημείο της συνέντευξης,  δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής επειδή ο κ. J. θα εγκατέλειπε τη ΛΔΚ και ως εκ τούτου δε θα υπήρχε κάποιος να φροντίσει την ίδια και τα ανήλικα αδέρφια της.

 

68.          Όσον αφορά στην εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, τονίστηκε ότι λόγω της προσωπικής φύσεως των υπό εξέταση περιστατικών, οι δηλώσεις της Αιτήτριας 2 δε δύναται να διασταυρωθούν από έτερες πηγές και έτσι αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του ισχυρισμού της. Ολοκληρώνοντας, οι Καθ’ ων η αίτηση παρέθεσαν το πλαίσιο αξιολόγησης τους από τους ίδιους δηλώσεων των ασυνόδευτων ανηλίκων, καταλήγοντας ότι καίτοι λαμβάνεται υπόψη η ανηλικότητά της, η Αιτήτρια 2 βρίσκεται σε καλή ψυχολογική κατάσταση και δεν παρουσιάζει έτερη ένδειξη ευαλωτότητας. Ως εκ τούτου, δεν χορηγήθηκε σε αυτήν το ευεργέτημα της αμφιβολίας, με αποτέλεσμα ο ισχυρισμός της να απορριφθεί στο σύνολό του.

 

69.          Υπό το φως των ανωτέρω, κατά την αξιολόγηση κινδύνου, επί τη βάσει του μοναδικού αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού αναφορικά με τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας 2, οι Καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση που εκείνη επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της και στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της, ήτοι την πόλη Κινσάσα, θα κινδυνεύει να αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.

 

70.          Στη συνέχεια, κατά τη νομική ανάλυση σχετικά με τις προϋποθέσεις αναγνώρισης καθεστώτος προσφυγικού καθεστώτος ή, άλλως, χορήγησης συμπληρωματικής προστασίας, κρίθηκε ότι η Αιτήτρια 2 δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο λόγο δίωξης και ως εκ τούτου, κατέληξαν ότι δεν δικαιούται καθεστώς διεθνούς προστασίας.  

 

71.          Ακολούθως, διαπιστώθηκε ότι, βάσει των προσωπικών περιστάσεων της Αιτήτριας 2 σε συνδυασμό με το ότι εκείνη δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο φόβο, δε συντρέχουν, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ ή το Άρθρο 3 της Σύμβαση του ΟΗΕ κατά των Βασανιστηρίων και άλλης σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας. Εισηγείται ωστόσο την μη έκδοση απόφασης επιστροφής της Αιτήτριας 2 ένεκα της ανηλικότητάς της.

 

72.          Κατά την ενώπιόν του Δικαστηρίου διαδικασίας, εκδόθηκε διάταγμα προσαγωγής μαρτυρίας της ακόλουθης μαρτυρίας κατόπιν αντίστοιχης αίτησης:  1) Ένορκες δηλώσεις των Αιτητριών 1 και 2, ημερομηνίας 3.5.2023, στις οποίες επισυνάπτονται σχετικά με τις δηλώσεις τους παραρτήματα 2) Έκθεση του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με τίτλο «What future? Street Children on the DRC» (Παράρτημα 1), στην οποία η Αιτήτρια τονίζει ότι εμπεριέχονται πληροφορίες αναφορικά με τα παιδιά που κατηγορούνται για μαγεία στη ΛΔΚ, 3) Έκθεση του 2018 αναφορικά με τη θρησκευτική ελευθερία στη ΛΔΚ, την οποία οι Αιτήτριες επικαλούνται προκειμένου να ενισχύσουν το φόβο τους λόγω ότι αποτελούν ως δίδυμες τέκνα πάστορα (Παράρτημα 2), 4) Έκθεση του 2020 Υπουργείου Εξωτερικών των Η.Π.Α. αναφορικά με τις θρησκευτικές ελευθερίες στη ΛΔΚ (Παράρτημα 3), 5) Έκθεση του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του 2021 αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στο Βόρειο Κίβου (Παράρτημα 4) και 6) τη θέση της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες αναφορικά με τις επιστροφές στη ΛΔΚ και δη στην περιοχή του Βόρειου Κίβου, όπου επικρατεί ένοπλη σύγκρουση (Παράρτημα 5).

 

73.          Στις 08.10.2024, προσκομίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου το Τεκμήριο 1, το οποίο αποτελεί φερόμενο πιστοποιητικό γέννησης της Αιτήτριας 1 εκδοθέν από το Δήμο της Kinshasa η οποία αναφέρει ότι η μητέρα της Αιτήτριας προσήλθε στην εν λόγω αρχή στις 12.1.2022 και δήλωσε ότι η κόρη της, Αιτήτρια 1, γεννήθηκε στις 18.01.2010.

 

74.          Κατά την ενώπιόν μου ακρόαση στις 14.1.2024 αμφότερες οι Αιτήτριες απάντησαν σε πλήθος ερωτήσεων τις οποίες υπέβαλε το Δικαστήριο προκειμένου να μπορέσουν να στοιχειοθετήσουν περαιτέρω τις θέσεις τους.

 

75.          Αρχικά η Αιτήτρια 1, δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της σε ηλικία 11 ετών, ενώ από το 2019, ήτοι από το θάνατο του πατέρα της, διέμενε με τον κ. J. P.. Εξήγησε ότι ο πατέρας της απεβίωσε στις 4.8.2019 και η μητέρα της πήρε τα μικρότερα αδέλφια της και έφυγε. Εξήγησε ότι διαθέτει άλλα δύο αδέρφια καθώς και τα 3 με τα οποία εξαφανίστηκε η μητέρα της. Ερωτηθείσα για ποιο λόγο την εγκατέλειψε η μητέρα της, η Αιτήτρια επέδειξε άγνοια και δήλωσε ότι φεύγοντας δεν την ενημέρωσε ότι θα τη φροντίζει ο κ. J. P..

 

76.          Κληθείσα να αποσαφηνίσει τους λόγους θανάτου του πατέρα της, η Αιτήτρια 1 δήλωσε ότι ο πατέρας της ήταν άρρωστος και απεβίωσε. Ερωτηθείσα πως ήταν η σχέση της με τη μητέρα της πριν το θάνατο του πατέρα της, η Αιτήτρια απάντησε ότι η σχέση τους ήταν καλή. Ο δε κ. J.P. παρευρέθηκε στην κηδεία του πατέρα της και όταν τη μετέφερε στην οικογενειακή της οικία μετά την κηδεία του πατέρα της, η Αιτήτρια διαπίστωσε ότι η μητέρα της, η οποία είχε πάει νωρίτερα στο σπίτι, είχε φύγει και είχε πλέον εγκαταλείψει την ίδια, τη δίδυμη αδερφή της και τον αδερφό της. Επέδειξε επίσης άγνοια ως προς τον τρόπο που η μητέρα της μετέβη στην οικογενειακή της οικία, μετά την κηδεία του πατέρα της. Στη συνέχεια η Αιτήτρια προέβαλε ότι στην κηδεία του πατέρα της παραβρέθηκαν συγγενείς, οι θείου τους καθώς και φιλικά πρόσωπα της οικογένειας. Κληθείσα να εξηγήσει το λόγο για τον οποίο μετά την εγκατάλειψή τους από τη μητέρα της δεν αποτάθηκε στους θείους της για να την αναζητήσουν, η Αιτήτρια δήλωσε ότι με τους θείους της δε διέθεταν συναισθηματικό δέσιμο.

 

77.          Στη συνέχεια η Αιτήτρια δήλωσε ότι οι συγγενείς του πατέρα της δεν ήθελαν την ίδια και τα αδέρφια της, επειδή θεωρούσαν ότι εκείνη και η αδερφή της σκότωσαν τον πατέρα τους, επιθυμώντας έτσι να -τους προκαλέσουν κάποιο κακό. Ζητηθείσα να εξηγήσει πως διαπίστωσε ότι η οικογένεια του πατέρα της ήθελε να της κάνει κακό, η Αιτήτρια 1 αποκρίθηκε ότι όταν ο πατέρας της ήταν άρρωστος, εκείνη λάμβανε περίεργες συμπεριφορές από την οικογένειά του.

 

78.          Σε σχέση με τον κ. J.P., η Αιτήτρια 1 επέδειξε άγνοια ως προς την ηλικία του, επικαλούμενη ότι στην Αφρική είναι δύσκολο να εκτιμήσεις την ηλικία κάποιου ατόμου. Στη συνέχεια όμως δήλωσε ότι πρέπει να ήταν ίδιας ηλικίας με τον αποβιώσαντα πατέρα της. Ερωτηθείσα εάν ο κ. J.P. διέθετε οικογένεια, η Αιτήτρια επέδειξε άγνοια καθώς επικαλέστηκε ότι τον έβλεπε στην εκκλησία επειδή ήταν πάστορας, όπως και ο πατέρας της. Ερωτηθείσα ακολούθως εάν διέμενε στην οικία του εν λόγω άνδρα, η Αιτήτρια απάντησε καταφατικά.  Ζητηθείσα να προσδιορίσει τον τρόπο με τον οποίο η ίδια εξέλαβε τη δυσαρέσκεια της οικογένειας του πατέρα της, η Αιτήτρια απάντησε ότι η οικογένεια του πατέρα της εξαρχής δεν ήθελε τη μητέρα της γιατί ήταν ανοιχτόχρωμη και ότι μετά το θάνατο του πατέρα της τις έδιωξαν από το σπίτι και τις πήρε ο κ. J.P.. Προσέθεσε μάλιστα ότι η οικογένεια του πατέρα της, τους απείλησε μετά την κηδεία ότι αν τις ξαναδούν στην πατρική τους οικία θα τις σκοτώσουν. Ως προς το εάν δέχτηκαν κάποια ενόχληση από την οικογένεια του πατέρα τους κατά τη διαμονή τους με τον κ. J.P., η Αιτήτρια 1 απάντησε ότι δε μπορούσαν να τις εντοπίσουν. Ερωτηθείσα πως γνωρίζει η ίδια ότι την αναζητούσαν οι συγγενείς του πατέρα της, η Αιτήτρια προέβαλε ότι της το μετέφερε ο κ. J.P. και την συνεβούλεψε να μη βγαίνει έξω. Αποσαφήνισε ωστόσο ότι δεν αντιμετώπισε άλλο πρόβλημα κατά την παραμονή της με τον JP.

 

79.          Κληθείσα να εξηγήσει το λόγο για τον οποίο παρέλειψε να επικοινωνήσει με την οικογένεια της μητέρα της μετά την εγκατάλειψή της από εκείνη, η Αιτήτρια αποκρίθηκε ότι ήταν μικρό παιδί και σπανίως έβλεπε την οικογένεια της μητέρας της, ενώ προσέθεσε ότι καθώς μεγάλωσε με τη μητέρα της και τον πατέρα της, οι επαφές τους περιορίζονταν στα άτομα που επισκέπτονταν την πατρική της οικία.

 

80.          Ερωτηθείσα εάν θα μπορούσε σήμερα να ζήσει με ασφάλεια στην Kinshasa, η Αιτήτρια δήλωσε ότι αν είχαν κάπου να διαμείνουν, δεν θα αναγκάζονταν να έρθουν στη Δημοκρατία.

 

81.          Διευκρινιστικής φύσεως ερωτήματα υποβλήθηκαν και στην Αιτήτρια 2. Στο πλαίσιο των αποκρίσεών της, προέβαλε ότι είδε τελευταία φορά τη μητέρα της το 2019, στην οικογενειακή τους οικία. Ερωτηθείσα εάν την τελευταία φορά που είδε τη μητέρα της, είχε συμβεί κάποιο γεγονός άξιο προσοχής, η Αιτήτρια 2 απάντησε αρνητικά. Ζητηθείσα να περιγράψει την κηδεία του πατέρα της, η Αιτήτρια 2 δήλωσε ότι είχε παραβρεθεί πολύς κόσμος και ότι διαμαρτυρήθηκαν επειδή τα τέκνα του αποβιώσαντος δεν έκλαιγαν. Ερωτηθείσα εάν εκείνη την ημέρα επέστρεψαν μαζί με τη μητέρα της στην οικία τους, η Αιτήτρια 2 απάντησε αρνητικά. Κληθείσα να προσδιορίσει πότε είδε τη μητέρα της για τελευταία φορά, η Αιτήτρια απάντησε ότι όταν επέστρεψε στην οικία της, η μητέρα της είχε ήδη φύγει και ότι βρίσκονταν εκεί μόνο οι συγγενείς του πατέρα της, οι οποίοι της ζητούσαν να εγκαταλείψουν την οικογενειακή τους οικία. Το Δικαστήριο ακολούθως ζήτησε από την Αιτήτρια 2 να υποδείξει τον τρόπο με τον οποίο μετέβη στην οικία της μετά το θάνατο του πατέρα της, εκείνη απάντησε ότι δε θυμάται. Ζητηθείσα να προσδιορίσει πότε την πήρε ο φίλος του πατέρα της, η Αιτήτρια απάντησε ότι εκείνος ήρθε και τις πήρε στο σπίτι του. Ως προς τα αδέλφια τα οποία ήταν παρόντα όταν επέστρεψε στην οικία της, η Αιτήτρια 2 δήλωσε ότι βρισκόταν η δίδυμη αδερφή της και ο αδερφός της, ο οποίος βρίσκεται επίσης στη Δημοκρατία και του οποίου το αίτημα έχει επίσης απορριφθεί. Αναφορικά με τη διάρκεια της παραμονής της με τον κ. J.P. η Αιτήτρια δήλωσε ότι τη φιλοξένησε για δύο χρόνια κατά τη διάρκεια των οποίων διέκοψαν επαφές με την οικογένεια του πατέρα τους. Ερωτηθείσα εάν ποτέ την αναζήτησε η οικογένεια του πατέρα της, η Αιτήτρια απάντησε καταφατικά και προέβαλε περί το 2020, μία ημέρα που γύριζαν από το σχολείο τους συναντήσανε και τρέξανε.

 

82.          Κληθείσα να αποσαφηνίσει το λόγο για τον οποίο δεν αναζήτησαν βοήθεια από την οικογένεια της μητέρας της, η Αιτήτρια 2 απάντησε ότι δε γνώριζε κανένα από την οικογένεια της μητέρας της. Αναφορικά με τον κ. Jeanpaul, η Αιτήτρια 2 δήλωσε ότι έχει χάσει τα ίχνη του καθώς δε γνωρίζει που εκείνος πήγε αφού εγκατέλειψε τη ΛΔΚ.

 

83.          Ερωτηθείσα τι πιστεύει ότι θα της συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της στην Kinshasa σε περιοχή μακριά από το πατρικό της, η Αιτήτρια 2 απάντησε ότι δεν είναι δυνατόν να ζήσει στην Kinshasa, επειδή δε γνωρίζει κανένα εκεί. Τόνισε μάλιστα ότι δε διαθέτει ούτε μία φίλη η οποία μπορεί να της παράσχει στέγαση και σίτιση.

 

84.          Κατά τη δικαστική διαδικασία, η Αιτήτρια 2 προσκόμισε αντίγραφο πιστοποιητικού γέννησής της, εκδοθέν στις 7.1.2022, όπου καταγράφεται η συμβολή της μητέρας της για την έκδοσή του, η οποία σύμφωνα με το περιεχόμενο το εν λόγω εγγράφου παρουσιάστηκε ενώπιον ληξιαρχικής αρχής για δηλώσει τη γέννηση της Αιτήτριας 2, ως γεννηθείσας στις 18.1.2020. Ερωτηθείσα σχετικά η Αιτήτρια 2 κατά τη δικάσιμο ημερομηνίας 26.6.2024, ανέφερε ότι το εν λόγω έγγραφο της δόθηκε από μία γυναίκα μετά την άφιξή της στη Δημοκρατία, η οποία ήταν το ίδιο πρόσωπο που της συνόδευσε από τις μη ελεγχόμενες περιοχές στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές. 

 

85.          Προχωρώντας στην de novo και ex nunc εξέταση των ενώπιον μου στοιχείων, όπως υπαγορεύουν τα εδάφια (3) και (4) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, αρχικά συντάσσομαι με τη διάκριση του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού των Αιτητριών και τα επιμέρους ευρήματα των Καθ' ων η αίτηση περί αξιοπιστίας αμφότερων των Αιτητριών 1 και 2 ως προς τους ισχυρισμούς που αφορούν τα προσωπικά τους στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής τους εκεί.

 

86.          Ειδικώς ως προς το ζήτημα της ηλικίας των Αιτητριών, επισημαίνεται ότι δεν αποτελεί επίδικο ζήτημα η τρέχουσα ηλικία τους, καθώς δεν εγείρεται συναφής ισχυρισμός. Ωστόσο κρίνεται σκόπιμη η αναφορά στο έγγραφο που αυτές προσκόμισαν – αντίγραφο πιστοποιητικού γέννησής τους (βλ. ερ. 5 και 6 του δ.φ. της Αιτήτριας 2 και ερ. 5 και 6 του δ.φ. της Αιτήτριας 1 και τεκμήριο στην ένορκη δήλωση ημερομηνίας 8.10.2024- στο πλαίσιο της δικαστικής διαδικασίας), καθώς αυτό συναρτάται με την αξιολόγηση της γενικότερης αξιοπιστίας τους. Κατά πάγια νομολογημένη αρχή ο δικαστής δεν υποχρεούται να αποφασίζει επί τεχνικών θεμάτων, όπως εν προκειμένω η γνησιότητα ενός εγγράφου, αλλά ούτε έχει τη δυνατότητα προς τούτο αφού δεν έχει την απαιτούμενη τεχνογνωσία για να προβεί σε ένα τέτοιο εγχείρημα (βλ. Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3866, Λάμπρου Λάμπρος v. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλου, (2009) 3 Α.Α.Δ. 79). Το παρόν Δικαστήριο συναξιολογεί καταρχάς το εν λόγω έγγραφο ακόμα και στις περιπτώσεις όπου δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί η γνησιότητά του (Βλ. Απόφαση του ΔΕΕ της 10.6.2021, την υπόθεση C 921/19, LH κατά Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid, ECLI:EU:C:2021:478, σκέψεις 44 και 66). Στο πλαίσιο της αξιολόγησης της αυθεντικότητας ενός εγγράφου μπορεί βεβαίως να ληφθούν υπόψη και τυχόν εξόφθαλμες ενδείξεις μεταποίησης του εγγράφου τις οποίες είναι εύκολο να διακρίνει το Δικαστήριο ακόμα και χωρίς την επέμβαση ενός εμπειρογνώμονα.[1] Παρατηρείται ότι ερωτηθείσες σχετικά οι Αιτήτριες πώς το εν λόγω έγγραφο περιήλθε στην κατοχή τους (δικάσιμος 26.6.2024), ανέφεραν ότι το εν λόγω έγγραφο τους δόθηκε από μια γυναίκα, ενώ προηγουμένως δεν το είχαν στην κατοχή τους, η οποία τις παρέλαβε μετά την άφιξή τους στη Δημοκρατία. Περαιτέρω παρατηρείται ότι το περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου έρχεται σε αντίθεση με τις αναφορές των Αιτητριών. Οι τελευταίες δήλωσαν ότι μετά τη φυγή της μητέρας τους αγνοούν που αυτή βρίσκεται και ότι από το 2019 δεν είχαν επαφή μαζί της. Ωστόσο, στο υπό αναφορά έγγραφο, το οποίο φέρει ημερομηνία έκδοσης τις 7.1.2022 (οι Αιτήτριες φέρεται να εγκατέλειψαν τη χώρα τους 2.1.2022), αναφέρεται ότι αυτό εκδόθηκε κατόπιν αιτήματος της μητέρας των Αιτητριών. Τα ανωτέρω εγείρουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς την αυθεντικότητα των εν λόγω πιστοποιητικών γέννησης και θίγουν την αξιοπιστία των Αιτητριών εν γένει. Ταυτόχρονα, η ηλικία των Αιτητριών μετά και από την υποβολή τους σε ιατρικές εξετάσεις, κρίθηκε ότι δεν είναι αυτή που δήλωσαν και η οποία απορρέει από το εν λόγω πιστοποιητικό. Επαναλαμβάνεται ότι ο προσδιορισμός της ηλικίας τους, δεν αποτέλεσε εν προκειμένω επίδικο ζήτημα.

 

87.          Ομοίως δεκτός, για τους ανωτέρω λόγους,  γίνεται και ο ισχυρισμός 2 της Αιτήτριας 1 περί του ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της προς αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής αφού δεν προκύπτουν στοιχεία τα οποία να συνηγορούν υπερ του αντιθέτου.

 

88.          Αξιολογώντας τον κοινό ισχυρισμό των Αιτητριών ότι εγκατέλειψαν τη χώρα καταγωγής τους λόγω απειλών που δέχθηκαν από συγγενείς του πατέρα τους, οι οποίοι τις θεώρησαν υπεύθυνες για τον θάνατό του μέσω μαγείας, και ειδικότερα εξετάζοντας την εσωτερική αξιοπιστία των συναφών δηλώσεών τους, διαπιστώνονται τα εξής: Σύμφωνα με τις δηλώσεις τους, μετά τον θάνατο του πατέρα τους τον Αύγουστο του 2019, η μητέρα τους και τα μικρότερα αδέλφια τους αποχώρησαν, ενώ οι ίδιες και ο ελαφρώς μεγαλύτερος αδελφός τους παρέμειναν στην οικία, φιλοξενούμενοι από φιλικό πρόσωπο του πατέρα τους ονόματι J.P., με τον οποίο φέρονται να συμβίωσαν για περίπου δύο έτη, μέχρι την αναχώρησή τους από τη χώρα, περί τον Δεκέμβριο του 2021. Κατά τον χρόνο αυτό, ισχυρίζονται ότι συγγενικά πρόσωπα του πατέρα τους τούς απέδωσαν ευθύνες για τον θάνατό του μέσω μαγείας και τις απείλησαν.

 

89.          Ωστόσο, οι αναφορές των Αιτητριών σχετικά με τις περιστάσεις της φερόμενης δίωξης και τις διατυπωθείσες απειλές παραμένουν εξαιρετικά γενικόλογες, χωρίς σαφή περιγραφή του περιεχομένου των απειλών ούτε των περιστάσεων υπό τις οποίες αυτές εφέρετο να τελέστηκαν. Επιπλέον, παρατηρείται ότι, μετά την ταφή του πατέρα τους, οι Αιτήτριες παρέμειναν στην ίδια περιοχή, φιλοξενούμενες από τον ανωτέρω J.P., χωρίς, όπως προκύπτει από τις δηλώσεις τους, να αντιμετωπίσουν οποιοδήποτε πρόβλημα ή παρενόχληση εκ μέρους των συγγενών του πατέρα τους, οι οποίοι επίσης διέμεναν στην Κινσάσα (βλ. δικάσιμο 14.10.2024). Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι οι Αιτήτριες εξακολούθησαν να πηγαίνουν σχολείο αυτό το διάστημα.

 

90.          Η ως άνω διαπίστωση, αν και σχετίζεται και με την αξιολόγηση της επικινδυνότητας, συνιστά ταυτόχρονα ουσιώδες στοιχείο αμφισβήτησης της εσωτερικής αξιοπιστίας των Αιτητριών. Οι σχετικές δηλώσεις τους είναι, δε, αντιφατικές: σε ορισμένα σημεία αναφέρουν ότι ουδέποτε είχαν επαφή με τους εν λόγω συγγενείς μετά την ταφή και ότι τους εξεδίωξαν από την οικία, ενώ αλλού αναφέρουν ότι δεχόταν απειλές ενώ διέμεναν στο Matete (βλ. ερ. 21 του δ.φ. της Αιτήτριας 2).

 

91.          Περαιτέρω, μη εύλογη κρίνεται η αδυναμία των Αιτητριών να προσδιορίσουν με ακρίβεια την περιοχή στην οποία διέμεναν με τον J.P., παρά το γεγονός ότι φοιτούσαν σε σχολείο κατά το ίδιο χρονικό διάστημα (βλ. ερ. 23 του δ.φ. της Αιτήτριας 2). Επιπλέον, εντοπίζονται αντιφάσεις ως προς την ιδιότητα του J.P.: η Αιτήτρια 1 δήλωσε ότι ήταν πάστορας, όπως και ο πατέρας τους, ενώ η Αιτήτρια 2 ανέφερε ότι δεν ήταν. Η ως άνω άγνοια δεν κρίνεται εύλογη, καθότι οι Αιτήτριες φέρονται να συγκατοικούσαν με τον εν λόγω πρόσωπο για τουλάχιστον δύο έτη και είναι πρόσωπα επαρκούς ηλικίας και αντίληψης, όπως άλλωστε καταδεικνύεται και από την κατανόηση που επέδειξαν κατά τη διαδικασία.

 

92.          Αντιφατικές είναι επίσης οι δηλώσεις τους ως προς τον χρόνο αποχώρησης της μητέρας τους: κατά τη διοικητική διαδικασία, η Αιτήτρια 2 ανέφερε ότι η μητέρα τους αποχώρησε δύο εβδομάδες μετά την ταφή (βλ. ερ. 21 του δ.φ.), ενώ κατά την ακροαματική διαδικασία (δικάσιμος 14.10.2024), η Αιτήτρια 1 δήλωσε ότι η μητέρα της έφυγε αμέσως μετά την ταφή, χωρίς να γνωρίζει τι την ώθησε σε αυτό, καθώς, κατά δήλωσή της, δεν αντάλλαξαν καμία επικοινωνία. Υπό το φως των ανωτέρω διαπιστώσεων, δεν καθιδρύεται η εσωτερική αξιοπιστία των Αιτητριών αναφορικά με τον εν λόγω ισχυρισμό.

 

93.          Παρά το νεαρό της ηλικίας τους, κρίνεται από το Δικαστήριο ότι η υποκειμενική και αντικειμενική αντίληψη που διαθέτουν ένεκα της ηλικίας τους, αλλά και η χρονική εγγύτητα με τα γεγονότα που καλούνται να ανακαλέσουν, δεν δικαιολογούν τις εν λόγω αντιφάσεις.

 

94.          Ως προς την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του αναφερόμενου ισχυρισμού αυτός ένεκα την προσωπικής του διάστασης δεν αναμένεται εύλογα να στοιχειοθετηθεί μέσω εξωτερικών πηγών πληροφόρησης. Οι Αιτήτριες δεν προσκόμισαν οποιοδήποτε συναφές έγγραφο προς επίρρωση των επιμέρους παραμέτρων του υπό εξέταση ισχυρισμού. 

 

95.           Σε σχέση με τις δηλώσεις των Αιτητριών περί του ότι μετά την κηδεία του πατέρα τους και αφού τις εγκατέλειψε η μητέρα τους, οι συγγενείς του πατέρα τους έδιωξαν αυτές και τα αδέρφια τους από την οικογενειακή τους στέγη, ανευρέθη έκθεση του Social Institutions & Gender Index για τη ΛΔΚ το έτος 2019, η οποία αναφέρει ότι ο  Οικογενειακός Κώδικας ορίζει ότι οι κόρες και οι γιοι έχουν τα ίδια δικαιώματα στην κληρονομιά γης (Άρθρα 758-761, 1987). Ομοίως, ο νόμος διασφαλίζει ότι οι επιζώντες σύζυγοι, γυναίκες και άνδρες, έχουν εξίσου το δικαίωμα στην κληρονομιά. Επιπλέον, ο Κώδικας απαγορεύει την αποποίηση και επιβάλλει πρόστιμα σε όσους την διαπράττουν (Νόμος 16-008, Άρθρο 545). Η ίδια έκθεση ωστόσο, επικαλούμενη προγενέστερες εκθέσεις του Υπουργείου Εξωτερικών των Η.Π.Α., επιβεβαιώνει ότι είναι σύνηθες για την οικογένεια του αποθανόντος συζύγου να παίρνει όλα τα οικιακά αντικείμενα, αφήνοντας τη χήρα και τα παιδιά της χωρίς τίποτα. Αυτές οι πρακτικές ενισχύονται από την ισχυρή πίστη και τον φόβο της μαγείας και των αντιποίνων εναντίον των χηρών που διαμαρτύρονται, την έλλειψη γνώσης των γυναικών για τα κληρονομικά τους δικαιώματα, και τους υποκείμενους κοινωνικούς και πολιτιστικούς κανόνες που κάνουν διακρίσεις εις βάρος των γυναικών[2].

 

96.          Παράλληλα, έκθεση της Global Wills το Δεκέμβριο του 2024 η οποία φέρει την ονομασία «Σχεδιασμός Κληρονομιάς στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό», αναφέρει ότι η κληρονομιά στη ΛΔΚ ακολουθεί μια δομημένη προσέγγιση όπου οι υποχρεωτικοί κληρονόμοι περιλαμβάνουν τους συζύγους, τα παιδιά και, σε ορισμένες περιπτώσεις, τους γονείς. Οι εθιμικοί νόμοι ωστόσο ενδέχεται να διαφέρουν ανά περιοχή και εθνοτική ομάδα, επηρεάζοντας τον τρόπο κατανομής της περιουσίας, καθώς η αναγκαστική κληρονομιά συχνά επιβάλλεται, πράγμα που σημαίνει ότι ένα σημαντικό μέρος μιας περιουσίας πρέπει να διατεθεί σε άμεσα μέλη της οικογένειας[3].

 

97.          Αναφορικά με την επικράτηση των πεποιθήσεων περί μαγείας στη ΛΔΚ, εξωτερικές πηγές, όπως ο Ο.Η.Ε. εν προκειμένω, επιβεβαιώνουν ότι η μαγεία και οι δοξασίες γύρω από αυτήν διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην κοινωνική και πολιτισμική ζωή πολλών κοινοτήτων. Η πίστη στη μαγεία είναι βαθιά ριζωμένη σε παραδοσιακές αφρικανικές κοσμοθεωρίες και συχνά επηρεάζει την καθημερινή ζωή, τις κοινωνικές σχέσεις και ακόμη και το δικαστικό σύστημα[4].  Σύμφωνα άλλωστε με  έρευνα της GALLUP το 2010, το 76% του πληθυσμού της ΛΔΚ πιστεύει στη μαγεία, ποσοστό υψηλότερο από τον μέσο όρο της υποσαχάριας Αφρικής (55%). Η OMCT επισημαίνει ότι το παραδοσιακό εθιμικό δίκαιο της ΛΔΚ συνδέει τις γυναίκες με «ανεξέλεγκτες δυνάμεις από τον μη ανθρώπινο κόσμο». Ιστορικά, οι χήρες και οι ανύπαντρες γυναίκες, ιδιαίτερα σε αγροτικές περιοχές, κατηγορούνταν για μαγεία και απομονώνονταν από τις κοινότητες. Ωστόσο, από τη δεκαετία του 1990, παρατηρείται μετατόπιση των κατηγοριών προς τα παιδιά, κυρίως στις μεγάλες πόλεις[5].

 

98.          Η έκθεση της EUAA του 2019 αναφορικά με τις γυναίκες που κατηγορούνται για μαγεία στη ΛΔΚ, αναφέρει:  «Συγκρούσεις για χρήματα, διαφορές που σχετίζονται με τη γη και ο φθόνος για την περιουσία των γειτόνων αποτελούν συνηθισμένες αιτίες που μπορεί να κλιμακωθούν και να οδηγήσουν σε τέτοιες κατηγορίες. Οι γυναίκες που εργάζονται σε ορυχεία, σύμφωνα με έναν τοπικό υπουργό της επαρχίας Κατάνγκα, κινδύνευαν να θεωρηθούν μάγισσες. Μια έκθεση του 2014 από την οργάνωση Freedom from Torture περιγράφει την περίπτωση μιας λεσβίας γυναίκας που υπέστη βασανιστήρια και κακοποίηση τόσο από τις αρχές όσο και από την κοινότητά της, η οποία την κατηγόρησε για μαγεία και για τον θάνατο μελών της οικογένειάς της. Άλλη περίπτωση που αναφέρθηκε το 2019 στο Mugunga αφορά μια γυναίκα που σκοτώθηκε λόγω οικονομικής διαμάχης με τον πεθερό της, ο οποίος την κατηγόρησε για μαγεία και δηλητηρίαση του συζύγου της. Το περιστατικό οδήγησε στον θάνατο έξι ατόμων, χωρίς καμία παρέμβαση από τις τοπικές αρχές, παρά την παρουσία των ένοπλων δυνάμεων στην περιοχή. Επιπλέον, έκθεση του Rift Valley Institute αναφέρει ότι δολοφονίες που σχετίζονται με κατηγορίες για μαγεία στο ανατολικό Κονγκό συνδέονται συχνά με οικογενειακές συγκρούσεις και στοχεύουν κυρίως γυναίκες. Σύμφωνα με την οργάνωση Femme au Fone, οι κατηγορίες συχνά επιβεβαιώνονται από άτομα που ισχυρίζονται ότι συμβουλεύονται πνεύματα. Στην επαρχία του Νότιου Κίβου, εφαρμόζεται το λεγόμενο «τεστ μαγείας» σε γυναίκες ύποπτες για μαγεία. T ο 2013, μια 62χρονη γυναίκα στο Νότιο Κίβου κινδύνευσε να λιντσαριστεί από όχλο λόγω κατηγοριών για μαγεία. Το περιστατικό επιλύθηκε μέσω baraza, ενός τοπικού συστήματος διαμεσολάβησης που στοχεύει στην αποτροπή βίαιων συγκρούσεων χωρίς κυβερνητική παρέμβαση[6].

 

99.          Αναφορικά με την κρατική προστασία σε περίπτωση κατηγορίας περί άσκησης μαγείας, το άρθρο 78 του Ποινικού Κώδικα στη ΛΔΚ ορίζει τα εξής: «Όποιος, κάνοντας κατάχρηση των δεισιδαιμονικών πεποιθήσεων ανθρώπων, καταλογίζει σε ένα άτομο, χωρίς καμία βάση, μια πραγματική ή φανταστική πράξη ή γεγονός, γνωρίζοντας ότι αυτός ο καταλογισμός θα υποκινούσε άλλους στο να διαπράξουν αδίκημα, θα θεωρείται συνεργός στο αδίκημα που προκλήθηκε με αυτό τον τρόπο»[7].

 

100.        Το άρθρο 41 του Συντάγματος της ΛΔΚ ορίζει ότι: «Η εγκατάλειψη και η κακομεταχείριση παιδιών, ιδίως η παιδεραστία, η σεξουαλική κακοποίηση και η κατηγορία της ενασχόλησης με μαγεία, απαγορεύονται και τιμωρούνται από το νόμο»[8].

 

101.        Το άρθρο 160 του Νόμου για την Προστασία της Παιδικής Ηλικίας προβλέπει τα εξής: «Όποιος κακόβουλα και δημόσια κατηγορεί ένα παιδί για συγκεκριμένο γεγονός που ενδέχεται να υπονομεύσει την τιμή και την αξιοπρέπειά του τιμωρείται με φυλάκιση από δύο έως δώδεκα μήνες και πρόστιμο από διακόσιες χιλιάδες έως εξακόσιες χιλιάδες φράγκα Κονγκό. Σε περίπτωση κατηγορίας για μαγεία που απευθύνεται σε παιδί, ο κατήγορος τιμωρείται με φυλάκιση από ένα έως τρία έτη και πρόστιμο από διακόσιες χιλιάδες έως ένα εκατομμύριο φράγκα Κονγκό»[9]. Παρά τα ανωτέρω, έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των Η.Π.Α. του αναφορικά με τη ΛΔΚ επιβεβαιώνει ότι αν και το Σύνταγμα απαγορεύει τη γονική εγκατάλειψη παιδιών που κατηγορούνται για μαγεία, οι αρχές δεν εφάρμοσαν τον νόμο κατά το έτος 2020[10]. Συν τοις άλλοις, άρθρο  που δημοσιεύτηκε το 2020 από την Deutsche Welle (DW) σημειώνει ότι το νομικό πλαίσιο στο Κονγκό δεν αναγνωρίζει την μαγεία ως παραβίαση του νόμου, επειδή δεν υπάρχουν στοιχεία που μπορούν να προσκομισθούν. Δυστυχώς, η κοινωνία έχει αναπτύξει τις δικές της πρακτικές για να «απονείμει» δικαιοσύνη και να τιμωρήσει αυτούς που κατηγορούνται για μαγεία[11].

 

102.        Άρθρο του Africa News τον Αύγουστο του 2024, επιβεβαιώνει ότι στη ΛΔΚ υπάρχουν χιλιάδες παιδιά καταδικασμένα από τις οικογένειές τους σε ξυλοδαρμό μέχρι θανάτου ή σε καύση , αντιμετωπίζοντας κατηγορίες περί μαγείας. Ακόμα και αν ένα παιδί είναι πεισματάρικο, αυτό μπορεί να αποδοθεί σε μαγεία σε αυτό το μέρος της Αφρικής. Στην Ek’abana, μια οργάνωση που παρέχει στέγη σε εγκαταλελειμμένα παιδιά στο Μπουκάβου, οι αριθμοί αυξάνονται μέρα με τη μέρα καθώς όλο και περισσότερα παιδιά είναι γνωστά ως παιδιά-μάγισσες - παρατημένα στο έλεος των Καλών Σαμαρειτών, τα οποία είναι, ως επί το πλείστον, ορφανά και κάτω των 18 ετών[12].

 

 

103.        Η δε έκθεση του Research Gate τον Ιανουάριο του 2020, αναφέρει ότι στη ΛΔΚ οι κατηγορίες παιδιών ως μάγισσες πολλαπλασιάζονται και ακμάζουν ακόμα και σε πολλά σύγχρονα, αστικά και χριστιανικά περιβάλλοντα και λαμβάνουν νέες μορφές. Μια δραματική αλλαγή αφορά το ποιος κατηγορείται, με τα παιδιά πλέον συχνά να είναι οι κύριοι ύποπτοι όταν συμβαίνουν ατυχίες. Μια άλλη δραματική αλλαγή σχετίζεται με το ποιος συμβουλεύεται όταν υπάρχουν υποψίες για μάγισσες. Αντί για μη χριστιανούς μάντεις ή παραδοσιακούς θεραπευτές, πολλοί τώρα συμβουλεύονται χριστιανούς πάστορες και προφήτες για βοήθεια στην αναγνώριση μαγισσών και την αντιμετώπισή τους[13].

 

104.        Ανευρέθη επίσης έκθεση του Πανεπιστημίου Andrews τον Ιανουάριο του 2020, η οποία επιβεβαιώνει τα άτομα που συχνά κατηγορούνται για μαγεία στη Αφρική, δέχονται τις εν λόγω κατηγορίες λόγω κάποιων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών όπως η γήρανση, η κακή υγεία, τα κόκκινα ή κίτρινα μάτια, το ζαρωμένο δέρμα, τα δόντια που λείπουν, η σκυφτή στάση ή ο μεγάλος πλούτος. Τα παιδιά που είναι πιθανό να κατηγορηθούν για μαγεία είναι τα ορφανά που ζουν με θετούς γονείς ή εκτεταμένη οικογένεια η οποία αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες, παιδιά με οποιαδήποτε σωματική αναπηρία ή ανωμαλία (π.χ. αυτισμό, σύνδρομο Down, πρησμένη κοιλιά, κόκκινα μάτια), τα δίδυμα (που σχετίζονται με το απόκρυφο ή την οργή των θεών), τα παιδιά των οποίων η γέννηση θεωρείται ανώμαλη (πρόωρα παιδιά, αδέξια θέση κατά τον τοκετό) και παιδιά με αλμπινισμό[14].

 

105.        Ολοκληρώνοντας την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων των Αιτητριών, το Δικαστήριο καταλήγει ότι, μολονότι εξωτερικές πηγές πληροφόρησης συμβαδίζουν εν μέρει με τις αναφορές τους αναφορικά με τη διεκδίκηση πατρικής περιουσίας από συγγενικά τους πρόσωπα, καθώς και με την απόδοση σε αυτές πρακτικών μαγείας, εντούτοις, υπό το φως της μη θεμελίωσης της εσωτερικής τους αξιοπιστίας ως προς τις κρίσιμες προσωπικές τους περιστάσεις, δεν καθίσταται δυνατή η ενίσχυση του επίμαχου ισχυρισμού δια της επίκλησης εξωτερικών στοιχείων. Ως εκ τούτου, η εξωτερική αξιοπιστία του συγκεκριμένου ισχυρισμού δεν τεκμηριώνεται και ο ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του.

106.        Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου στη βάση των αποδεκτών ισχυρισμών των Αιτητριών, ήτοι των στοιχείων του προσωπικού τους προφίλ, του τόπου καταγωγής καθώς και τελευταίας συνήθους διαμονής τους, καθώς και του ισχυρισμού της Αιτήτριας 1 περί του ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της αναζητώντας μια καλύτερη ζωή, το Δικαστήριο δεν κρίνει ότι μπορεί να πιθανολογηθεί ευλόγως ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην Kinshasa, οι Αιτήτριες θα κινδυνέψουν από τους συγγενείς του πατέρα τους για τους λόγους που ανέφεραν καθώς ότι ο συνδεόμενος με το συγκεκριμένο φόβο τους ισχυρισμός έχει ήδη απορριφθεί ως μη αξιόπιστος. 

 

107.        Προχωρώντας στην αξιολόγηση του με εκπεφρασμένου φόβου των Αιτητριών, ο οποίος δύναται να απορρέει από τα στοιχεία του προσωπικού τους προφίλ αρχικά κρίνεται χρήσιμο όπως σκιαγραφηθεί το προσωπικό τους προφίλ. Οι Αιτήτριες αποτελούν προσφάτως ενηλικιωθείσες, νεαρές γυναίκες (κατά την εκτίμηση των Καθ’ ων η αίτηση γεννηθείσες το 2005), οι οποίες στερούνται οικογενειακού και ανδρικού υποστηρικτικού δικτύου στη χώρα καταγωγής τους, καθώς, όπως έχει γίνει δεκτό, ο πατέρας του απεβίωσε και δεν έχουν κάποιο άλλο άνδρα συγγενή στην Kinshasa, οι οποίες εγκατέλειψαν τη χώρα καταγωγής του ως ασυνόδευτες ανήλικες, έχουν περιορισμένο μορφωτικό επίπεδο και μηδαμινή εργασιακή στη χώρα τους. Παράλληλα είναι δίδυμες.  

 

108.        Προχωρώντας λοιπόν σε σχετική έρευνα αναφορικά με τις γυναίκες που φέρουν το συγκεκριμένο προφίλ στη ΛΔΚ, το Δικαστήριο εντόπισε COI query της EUAA που δημοσιεύτηκε στις 2 Σεπτεμβρίου του 2024, το οποίο αναφέρει σχετικά με τον ρόλο την γυναίκας στην κοινωνία της ΛΔΚ  ότι παρά τη συνταγματική απαγόρευση των διακρίσεων κατά των γυναικών, οι γυναίκες αντιμετώπισαν διακρίσεις σε όλες τις πτυχές της ζωής τους[15]. Η έκθεση Bertelsmann Stiftung για τη ΛΔΚ, που καλύπτει την περίοδο από 1 Φεβρουαρίου 2021 έως 31 Ιανουαρίου 2023, σημείωσε ότι η χώρα «χαρακτηρίζεται από μια βαθιά ενσωματωμένη πατριαρχική κουλτούρα που περιλαμβάνει νόμους και παραδοσιακά έθιμα που συμβάλλουν στις διακρίσεις κατά των γυναικών». Επιπλέον, παρόλο που είναι παράνομο, οι γυναίκες και τα κορίτσια υφίστανται διακρίσεις σε όλα τα επίπεδα. Οι γυναίκες και τα κορίτσια πλήττονται δυσανάλογα από τη φτώχεια και αντιμετωπίζουν τακτικά σεξουαλική βία[16]. Ομοίως και έκθεση του Freedom House του 2024 επιβεβαιώνει τα ανωτέρω πως ότι «οι γυναίκες στη ΛΔΚ βιώνουν διακριτική μεταχείριση σχεδόν σε κάθε πτυχή της ζωής τους»[17].

 

109.        Ως προς την μεταχείριση  των μόνων/ανύπαντρων γυναικών χωρίς ανδρικό υποστηρικτικό δίκτυο επισημαίνεται ότι στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό, η ιδέα της παραδοσιακής αφοσίωσης στην οικογένεια, τη γενεαλογία και τους άλλους κοινωνικούς δεσμούς επιβιώνει[18].Επιπλέον, η ως άνω επικληθείσα πηγή αναφέρει πως «η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό είναι μια πατρογονική κοινωνία, που σημαίνει ότι οι γενιές συνδέονται μέσω του πατέρα μιας οικογένειας»[19].

 

110.        Πηγή της έρευνας του Immigration and Refugee Board (IRB Canada) υποδεικνύει ότι στην Kinshasa η ύπαρξη ανδρικού υποστηρικτικού δικτύου συνιστά σύμβολο ασφάλειας και σεβασμού, ενώ μία γυναίκα χωρίς ανδρική υποστήριξη συχνά εκτίθεται σε απαξιωτική μεταχείριση και ενδεχομένως να υποβληθεί σε λεκτική ή σεξουαλική παρενόχληση[20].

 

111.        Στο πλαίσιο της ΛΔΚ αυτό σημαίνει περαιτέρω ότι μια γυναίκα στη ΛΔΚ ορίζεται πάντα μόνο σε σχέση με έναν άνδρα συγγενή. Ως εκ τούτου, γυναίκες που απομακρύνονται από αυτόν τον παραδοσιακό τρόπο θεώρησης της οικογένειας εκλαμβάνονται αρνητικά από την κοινωνία και ενίοτε από τη δική τους οικογένεια[21],[22].

 

112.        Αναφορικά με την πρόσβαση των μόνων γυναικών στην στέγαση, η ανωτέρω έκθεση του Danish Immigration Service (DIS) του 2022 επικαλούμενη μαρτυρία εκπροσώπου από μια ΜΚΟ (Afia Mama) με έδρα την ΛΔΚ  αναφέρει πως  «οι γυναίκες δεν έχουν πόρους για να τύχουν πρόσβασης σε στέγαση και, ειδικότερα, οι γυναίκες χωρίς ακαδημαϊκά προσόντα. Η ίδια έκθεση συνεχίζει πως για αυτές τις γυναίκες οι επιλογές στέγασης περιορίζονται στο να διαβιώσουν σε οικογενειακά σπίτια, με πολλούς ανθρώπους να μοιράζονται το ίδιο δωμάτιο ή σε προσωρινά καταφύγια ή παράγκες και ότι ορισμένες ανύπαντρες/μόνες γυναίκες  θα μπορούσαν να υποβληθούν σε σεξουαλική εκμετάλλευση, εμπορία, να καταφύγουν και στην πορνεία στην περίπτωση που δεν δύνανται να εξεύρουν στέγη/η δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά το ενοίκιο. Επίσης, έτερη μαρτυρία που επικαλείται η ανωτέρω έκθεση αναφέρει πως «πολλοί παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν έναν νεοαφιχθέντα να ενσωματωθεί στην Κινσάσα, συμπεριλαμβανομένων των γλωσσικών δεξιοτήτων (Γαλλικά, Λινγκάλα), των καλών σχέσεων με τα μέλη της οικογένειας στην περιοχή διαμονής και η σύνδεση με την εκκλησία και ως εκ τούτου ένα άτομο χωρίς κοινωνικό δίκτυο θα αντιμετωπίσει πολλά εμπόδια κατά την μετάβαση και διαμονή του στην Κινσάσα συμπεριλαμβανομένης και της εύρεσής διαμονής»[23]

 

113.        Το Ίδρυμα Bertelsmann ανέφερε επίσης ότι, αν και στη ΛΔΚ οι γυναίκες «γίνονταν ολοένα και περισσότερο οι κύριοι πάροχοι τροφής για τις οικογένειές τους», εντούτοις συνέχισαν να «υφίστανται βιασμούς και παραβιάσεις των πολιτικών τους δικαιωμάτων[24]. Στο ίδιο πλαίσιο, η ετήσια έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών (USDOS) για τις πρακτικές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που καλύπτει το 2023, σημείωσε ότι οι νεαρές ανύπαντρες μητέρες αντιμετώπιζαν συχνά «κοινωνικό στίγμα»[25].

 

114.        Περαιτέρω ως προς την πρόσβαση των γυναικών στην εργασία, έκθεση του USDOS του 2023 καταγράφει πως «το Σύνταγμα απαγορεύει τη διάκριση βάσει φύλου, ωστόσο η νομοθεσία δεν παρέχει τα ίδια δικαιώματα για τις γυναίκες και τους άνδρες. Παρότι η νομοθεσία επιτρέπει στις γυναίκες τη συμμετοχή σε οικονομικούς τομείς χωρίς τη συγκατάθεση των ανδρών συγγενών, προβλέπει τη φροντίδα μητρότητας,  απαγορεύει τις σχετικές με το θεσμό της προίκας ανισότητες και ορίζει πρόστιμα και ποινές για όσους προβαίνουν σε διακρίσεις ή λαμβάνουν μέρος σε έμφυλη βία, η κυβέρνηση όμως δεν εφάρμοσε αποτελεσματικά τη νομοθεσία. Οι γυναίκες βίωσαν οικονομική διάκριση, ενώ υπήρξαν νομικοί περιορισμοί στη γυναικεία εργασία, χωρίς περιορισμούς ωστόσο στη διάρκεια εργασίας των γυναικών[26]

 

115.        Επίσης ανωτέρω αναφερόμενη έκθεση του ιδρύματος Bertelsmann επικαλούμενη έτερες πηγές αναφέρει πως το 2021 ο δείκτης για την ανισότητα των φύλων Gender Inequality Index (GII) - μια σύνθετη μέτρηση της ανισότητας των φύλων που χρησιμοποιεί την αναπαραγωγική υγεία, την ενδυνάμωση και την αγορά εργασίας ως κύριες παραμέτρους μέτρησης- αποτυπώνει πως η ΛΔΚ κατατάσσεται στην 151η θέση  από τις 179 χώρες που αξιολογήθηκαν, με μόνο το 14,3% των γυναικών να καταλαμβάνει κοινοβουλευτικές θέσεις. Συνεχίζει πως η ΛΔΚ βαθμολογείται με 0,576 και κατατάσσεται στην 151η θέση από 156 χώρες που αξιολογούνται στον δείκτη Global Gender Gap του 2021[27].

 

116.        Καταληκτικά, σε συνέντευξη μέσω zoom με τον José Bazonzi, από το University of KinshasaUNIKIN με την Υπηρεσία Μετανάστευσης της Δανίας σημειώνεται σε έκθεση του Οκτωβρίου του 2022 ως προς την κατάσταση για τους ανθρώπους στην Κινσάσα χωρίς κοινωνικό δίκτυο, ότι «ένα άτομο χωρίς κοινωνικό δίκτυο στην Κινσάσα θα έχει σοβαρές δυσκολίες προσαρμογής και ενσωμάτωσης, γιατί χωρίς την οικογένεια και χωρίς διασυνδέσεις με την Εκκλησία, το άτομο θα νιώθει εγκαταλελειμμένο επειδή στη ΛΔΚ η κοινωνική βοήθεια που παρέχεται από το κράτος δεν λειτουργεί σωστά. Υπάρχει σχεδόν ένα κενό εδώ, και αυτό ισχύει και για τους ανθρώπους που έρχονται από μακριά για να εγκατασταθούν στην πρωτεύουσα, καθώς και για τους ανθρώπους εκεί. Οι υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας υπάρχουν αλλά δεν είναι στο ύψος των καθηκόντων τους. Ένα τέτοιο άτομο αντιμετωπίζει πρώτα τα προβλήματα της στέγασης, πρόσβασης σε εργασία και μετά (σ.σ. αντιμετωπίζει) το πρόβλημα των πόρων. Επιπλέον, το άτομο θα έχει προβλήματα με την διασφάλιση των απαραίτητων ως προς το ζην και την πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη σε περίπτωση ασθένειας. Στη ΛΔΚ, η οικογένεια και η εκκλησία αποτελούν ή πρακτικά παίζουν τον ρόλο της άτυπης κοινωνικής ασφάλισης. Ίσως πρέπει επίσης να αναφέρουμε εδώ τις ρίζες της ανεργίας των νέων και της αστικής ληστείας (συμμοριών) και του εγκλήματος, γνωστές στην Κινσάσα ως "Kuluna": πολλοί νέοι, χωρίς δουλειά, συχνά υπό την επήρεια ναρκωτικών, επιδίδονται σε κατακριτέες πράξεις... Έτσι, ο κίνδυνος είναι πολύ υψηλός για ένα άτομο χωρίς υποστήριξη, να τολμήσει να εγκατασταθεί στην Κινσάσα, εξαιτίας της αστικής ληστείας και της οικονομικής ανέχειας»[28].

 

117.        Συνεκτιμώντας το σύνολο των πληροφοριών που παρατέθηκαν ανωτέρω αναφορικά με τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία της ΛΔΚ, το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο προστασίας τους, τη γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στη χώρα, καθώς και τα ιδιαίτερα προσωπικά χαρακτηριστικά αμφότερων των Αιτητριών, κρίνεται ότι οι παραδοσιακές δομές και οι κυρίαρχες πατριαρχικές αντιλήψεις συντηρούν ένα ευρύ φάσμα διακρίσεων κατά των γυναικών, ενώ οι προσπάθειες του κράτους να τις προστατεύσει είναι περιορισμένες και αναποτελεσματικές. Ειδικότερα, το γεγονός ότι οι Αιτήτριες είναι προσφάτως ενηλικιωθείσες γυναίκες,  μόνες, χαμηλού μορφωτικού επιπέδου και χωρίς οποιαδήποτε εργασιακή πείρα, οι οποίες δεν διαθέτουν άλλο οικογενειακό ή ανδρικό υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής (σύμφωνα με τα ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένα δεν υπάρχουν με βεβαιότητα ενδείξεις ύπαρξης τέτοιου υποστηρικτικού δικτύου), ενισχύει τις πιθανότητες να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες κοινωνικής περιθωριοποίησης και του κοινωνικού στιγματισμού, της οικονομικής ανέχειας και της αδυναμίας να ενσωματωθούν στο κοινωνικό σύνολο σε μια χώρα μάλιστα που αντιμετωπίζει ταυτόχρονα πολλαπλή κρίση σε πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό επίπεδο. Είναι ευλόγως πιθανολογούμενο οι Αιτήτριες να αντιμετωπίσουν πλήθος δυσμενών κοινωνικών και έμφυλων διακρίσεων ιδιαίτερα από τη στιγμή που δεν διαθέτουν επαρκές και υποστηρικτικό οικογενειακό περιβάλλον. Το προφίλ του δε ως διδύμων φαίνεται να συνδέεται με κοινωνικές δοξασίες περί μαγείας. Συνεπώς, βάσει του προφίλ τους και του κοινωνικοπολιτικού πλαισίου της Λ.Δ.Κ. πιθανολογείται ευλόγως ότι θα υποστούν δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής τους στη ΛΔΚ.

 

118.        Προχωρώντας στην εξέταση του ενδεχομένου υπαγωγής των πιο πάνω περιστάσεων στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου επισημαίνονται τα εξής. Προκειμένου να εξεταστεί το ενδεχόμενο υπαγωγής ενός αιτούντος στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου θα πρέπει να συντρέχουν τα ακόλουθα συστατικά στοιχεία: βάσιμος φόβος δίωξης, η δίωξη να συναρτάται με τουλάχιστον ένα από τους λόγους δίωξης που προβλέπονται στο άρθρο 1, τμήμα Α, σημείο 2, πρώτο εδάφιο της Σύμβασης της Γενεύης και του αντίστοιχου άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, να εντοπίζεται φορέας δίωξης και να μην δύναται ο αιτών να απολαύσει την προστασία του κράτους καταγωγής ή λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής.

 

119.        Εν προκειμένω, στη βάση της αξιολόγησης κινδύνου που προηγήθηκε κρίνεται σκόπιμο να εξεταστεί καταρχάς κατά πόσον συντρέχει βάσιμος φόβος  δίωξης των Αιτητριών για κάποιον από τους λόγους που εξαντλητικώς αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων). Στην περίπτωση των Αιτητριών, να εξεταστεί ειδικότερα, λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις τους, κατά πόσον αυτές εμπίπτουν σε κάποια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα.

 

120.        Ειδικότερα, σύμφωνα με το 3Δ(δ) του περί Προσφύγων Νόμου (αντίστοιχο του άρθρου 10 παρ. 1 εδ. δ της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ), «Η ομάδα θεωρείται ως ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα όταν, μεταξύ άλλων: (i) τα μέλη της ομάδας αυτής έχουν κοινά εγγενή χαρακτηριστικά ή κοινό ιστορικό παρελθόν το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί ή έχουν από κοινού χαρακτηριστικά ή πεποιθήσεις τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ή τη συνείδηση, ώστε ένα πρόσωπο να μην πρέπει να αναγκάζεται να τις αποκηρύξει και (ii) η ομάδα έχει ιδιαίτερη ταυτότητα στην οικεία χώρα, διότι γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική ομάδα από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο. Ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής μια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα μπορεί να περιλαμβάνει ομάδα που βασίζεται στο κοινό χαρακτηριστικό του γενετήσιου προσανατολισμού. Ο γενετήσιος προσανατολισμός δεν μπορεί να νοηθεί ότι περιλαμβάνει πράξεις που θεωρούνται αξιόποινες κατά το κυπριακό δίκαιο. Λαμβάνονται δεόντως υπόψη πτυχές συνδεόμενες με το φύλο, συμπεριλαμβανομένης της ταυτότητας του φύλου, κατά τον καθορισμό της ιδιότητας μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας ή τον προσδιορισμό χαρακτηριστικού αυτής της ομάδας.».

 

121.        Ακολούθως θα πρέπει να αναφερθεί ότι η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες στις Οδηγίες της σχετικά με τη δίωξη λόγω γένους[29], αναφέρει στην ανάλυσή της για την ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα " [.] παρ. 30. Κατ' ακολουθία, το φύλο μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της κατηγορίας της κοινωνικής ομάδας. Οι γυναίκες αποτελούν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα κοινωνικής υπο-ομάδας που καθορίζεται από έμφυτα και ανεπίδεκτα αλλαγής γνωρίσματα και συχνά απολαμβάνουν μεταχείριση διαφορετική από αυτή των αντρών. Τα χαρακτηριστικά τους τις ξεχωρίζουν ως κοινωνική ομάδα και σε κάποιες χώρες υπομένουν διαφορετικά κριτήρια και επίπεδο μεταχείρισης."

 

122.        Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO) στις Κατευθυντήριες γραμμές της σχετικά με την ιδιότητα μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας[30], παραπέμπει στο Άρθρο 9 παράγραφος 2 στοιχείο στ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αντίστοιχο άρθρο 3Γ(2)(στ) του περί Προσφύγων Νόμου) αναλύοντας τις πράξεις δίωξης ως εξής: «Οι πράξεις που μπορούν να χαρακτηρισθούν ως πράξεις δίωξης σύμφωνα με την παράγραφο 1 μπορούν μεταξύ άλλων να έχουν τη μορφή: [...] πράξεων που στοχεύουν το φύλο ή τα παιδιά. Σε ορισμένες κοινωνίες, υπάρχουν νόμοι οι οποίοι εισάγουν διακρίσεις εις βάρος των γυναικών λόγω του φύλου τους και μόνο ή κοινωνικές πρακτικές οι οποίες εισάγουν διακρίσεις εις βάρος των γυναικών. Η ύπαρξη νομοθεσίας ή πρακτικής εισάγουσας δυσμενή διάκριση δεν αποδεικνύει αφ' εαυτής την ύπαρξη ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας, αλλά αποτελεί ένδειξη η οποία χρήζει περαιτέρω αξιολόγησης στο πλαίσιο της χώρας καταγωγής· πόσο κρίσιμη είναι η νομοθεσία για την αντίληψη του περιβάλλοντος κοινωνικού χώρου περί διαφορετικής ταυτότητας, πώς εφαρμόζεται η νομοθεσία και πώς επηρεάζει διαφορετικά τις γυναίκες. Συχνά απαιτούνται και άλλα χαρακτηριστικά για να διαπιστωθεί ότι πληρούται το κριτήριο της «ιδιαίτερης ταυτότητας», όπως η περιοχή καταγωγής, η εθνοτική ομάδα ή/και η κοινωνική κατάσταση».

 

123.        Ως προς τη νομολογία που αναλύει περαιτέρω τα ανωτέρω, η Δικαστική ανάλυση του EASO για τις Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδηγία 2011/95/ΕΕ)[31], παραπέμπει στην υπόθεση Fornah κατά Secretary of State for the Home Department σύμφωνα με την οποία στην σκέψη 31 (η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου): Οι γυναίκες στη Σιέρα Λεόνε αποτελούν ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα βάσει των διατάξεων του άρθρου 1 A παράγραφος 2 της Σύμβασης για τους πρόσφυγες, κατά τον Λόρδο Bingham of Cornhill: «Αποκλίνοντας από το επιχείρημα που αναπτύσσεται κατωτέρω, αλλά με την υποστήριξη της UNHCR, η κ. Webber υποστήριξε, για λογαριασμό της δεύτερης προσφεύγουσας, ότι ‟οι γυναίκες στη Σιέρα Λεόνε" είναι η ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα της οποίας είναι μέλος η δεύτερη προσφεύγουσα. Το επιχείρημα αυτό πρέπει να εκτιμηθεί στο πλαίσιο της κοινωνίας της Σιέρα Λεόνε όπως προκύπτει από τις μη αμφισβητούμενες αποδείξεις και χωρίς προσφυγή σε εξωτερική γενίκευση. Βάσει των εν λόγω αποδείξεων, εκτιμώ ότι είναι σαφές ότι οι γυναίκες στη Σιέρα Λεόνε αποτελούν ομάδα προσώπων με ένα κοινό χαρακτηριστικό, το οποίο, χωρίς θεμελιώδη μεταβολή των κοινωνικών ηθών, είναι αμετάβλητο και συνίσταται ειδικότερα στην κοινωνικά κατώτερη θέση σε σύγκριση με τους άνδρες. Η κοινωνία τις αντιλαμβάνεται ως κατώτερες. Αυτό ισχύει για όλες τις γυναίκες, εκείνες που αποδέχονται ή ασπάζονται με τη θέλησή τους την κατώτερη θέση τους και εκείνες που δεν την αποδέχονται. Ο ορισμός της ομάδας κατ' αυτόν τον τρόπο δεν είναι ορισμός διά παραπομπής στην καταγγελλόμενη δίωξη: είναι ένα χαρακτηριστικό το οποίο θα υπήρχε ακόμη και χωρίς την πρακτική του ακρωτηριασμού των γυναικείων γεννητικών οργάνων, παρότι αυτή αποτελεί ακραία και πολύ βάναυση εκδήλωση της ανδρικής υπεροχής [.]».[32](Βλέπετε ως προς τον προσδιορισμό της ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας, λόγω φύλου την πρόσφατη απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην υπόθεση αρ. 1107/22, H. Μ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 24.7.2023).

124.        Στο σημείο αξίζει να αναφερθεί η απόφαση του ΔΕΕ της 16ης Ιανουαρίου 2024 στην υπόθεση C‑621/21  WS κατά Intervyuirasht organ na Darzhavna agentsia za bezhantsite pri Ministerskia savet,  στην οποία παρατίθενται επεξηγήσεις σχετικά με την έννοια της ιδιότητας μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας σε περιπτώσεις έμφυλης βίας, τον συσχετισμό μεταξύ των λόγων και των πράξεων δίωξης ή μεταξύ των λόγων δίωξης και της έλλειψης προστασίας κατά των πράξεων αυτών και τη βία κατά των γυναικών με βάση το φύλο ως πράξη δίωξης. (Βλέπε ακόμη τις μεταγενέστερες αποφάσεις του ΔΕΕ με αριθμό 646/21,  K,Lκατά Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid , 11ης  Ιουνίου 2024 και C-608/22 και C-609/22, AH and FN v Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, 4ης Οκτωβρίου 2024, στις οποίες ακολουθείται η κατωτέρω ανάλυση περί ιδιότητας μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας και πράξεων βίας κατά των γυναικών βασιζόμενες στο φύλο τους, και επαναδιατυπώνεται πως τόσο οι γυναίκες στο σύνολο τους όσο και μικρότερες υποομάδες γυναικών που μοιράζονται ένα πρόσθετο κοινό χαρακτηριστικό πέρα από το φύλο τους δύνανται να θεωρηθούν μέλη ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας υπό την έννοια του άρθρου 10 παρ1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95). Παραθέτω κατωτέρω σχετικά αποσπάσματα (η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

48. Συναφώς, επισημαίνεται ότι, αφενός, το άρθρο 60, παράγραφος 1, της Συμβάσεως της Κωνσταντινούπολης ορίζει ότι η βασιζόμενη στο φύλο βία κατά των γυναικών πρέπει να αναγνωρισθεί ως μορφή δίωξης υπό την έννοια του άρθρου 1, τμήμα Α, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Γενεύης. Αφετέρου, το εν λόγω άρθρο 60, παράγραφος 2, επιβάλλει στα μέρη να διασφαλίζουν ότι καθένας από τους λόγους δίωξης που προβλέπονται στη Σύμβαση της Γενεύης πρέπει να ερμηνεύεται λαμβανομένου υπόψη του φύλου και ότι, οσάκις στοιχειοθετείται ότι ο φόβος δίωξης οφείλεται σε έναν ή περισσότερους από τους παραπάνω λόγους, πρέπει να χορηγείται στους αιτούντες άσυλο καθεστώς πρόσφυγα.

 

49      Δεύτερον, όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό μιας ομάδας ως «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας», η οποία προβλέπεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2011/95 και υπομνήσθηκε στη σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως, ήτοι το να έχουν τα μέλη της τουλάχιστον ένα από τα τρία αναγνωριστικά στοιχεία που αναφέρονται στη διάταξη αυτή, επισημαίνεται ότι το ανήκειν στο γυναικείο φύλο συνιστά ένα εγγενές χαρακτηριστικό και, ως εκ τούτου, αρκεί για να μπορεί να γίνει δεκτό ότι πληρούται η εν λόγω προϋπόθεση.

 

50      Τούτο δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να μπορούν επίσης να θεωρηθούν ως μέλη «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας», κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95, γυναίκες οι οποίες έχουν ένα πρόσθετο κοινό χαρακτηριστικό όπως, επί παραδείγματι, ένα άλλο εγγενές χαρακτηριστικό ή κοινό ιστορικό παρελθόν το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί, φερ' ειπείν μια ιδιάζουσα οικογενειακή κατάσταση, ή ακόμη από κοινού χαρακτηριστικά ή πεποιθήσεις τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ή τη συνείδηση ώστε να μην πρέπει οι γυναίκες αυτές να αναγκάζονται να τις αποκηρύξουν.

52      Τρίτον, όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό μιας ομάδας ως «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας», η οποία σχετίζεται με την «ιδιαίτερη ταυτότητα» της ομάδας στη χώρα καταγωγής, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι είναι δυνατόν οι γυναίκες να γίνονται αντιληπτές με διαφορετικό τρόπο από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο και να αναγνωρισθεί, εξ αυτού του λόγου, ότι έχουν ιδιαίτερη ταυτότητα στον εν λόγω κοινωνικό χώρο, ιδίως λόγω των κοινωνικών, ηθικών ή νομικών κανόνων που επικρατούν στη χώρα καταγωγής τους.

53      Η δεύτερη αυτή προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό μιας ομάδας ως «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας» πληρούται και στην περίπτωση γυναικών οι οποίες έχουν ένα πρόσθετο κοινό χαρακτηριστικό, όπως, παραδείγματος χάριν, ένα εξ αυτών που μνημονεύονται στις σκέψεις 50 και 51 της παρούσας αποφάσεως, όταν οι κοινωνικοί, ηθικοί ή νομικοί κανόνες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής τους έχουν ως συνέπεια να γίνονται οι γυναίκες αυτές αντιληπτές με διαφορετικό τρόπο από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο λόγω αυτού του κοινού τους χαρακτηριστικού.

54      Στο πλαίσιο αυτό, διευκρινίζεται ότι εναπόκειται στο οικείο κράτος μέλος να καθορίσει ποιος περιβάλλων κοινωνικός χώρος είναι κρίσιμος προκειμένου να εκτιμηθεί εάν υφίσταται ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα. Ο κοινωνικός χώρος δύναται να συμπίπτει με το σύνολο του εδάφους της τρίτης χώρας καταγωγής του αιτούντος διεθνή προστασία ή να μην είναι τόσο ευρύς, παραδείγματος χάριν μπορεί να περιορίζεται σε τμήμα του εδάφους της ή σε μέρος μόνον του πληθυσμού της.

55           Τέταρτον, στο μέτρο που το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο εάν πράξεις όπως εκείνες που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 30 της οδηγίας 2011/95 μπορούν να ληφθούν υπόψη προκειμένου να εξακριβωθεί ότι μια «κοινωνική ομάδα» έχει ιδιαίτερη ταυτότητα, κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής, διευκρινίζεται ότι η ιδιότητα μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας πρέπει να διαπιστώνεται ανεξαρτήτως των πράξεων δίωξης τις οποίες ενδέχεται να υποστούν τα μέλη της ομάδας αυτής στη χώρα καταγωγής, όπως ορίζονται στο άρθρο 9 της οδηγίας.

56       Γεγονός παραμένει ότι το να υφίστανται κάποιου είδους διάκριση ή δίωξη πρόσωπα που έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό μπορεί να αποτελεί κρίσιμο στοιχείο όταν, προκειμένου να εξακριβωθεί εάν πληρούται η δεύτερη προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό μιας ομάδας ως «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας» που προβλέπεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95, πρέπει να διερευνηθεί εάν η επίμαχη ομάδα εμφανίζεται ως διακριτή ομάδα υπό το πρίσμα των κοινωνικών, ηθικών ή νομικών κανόνων που επικρατούν στην χώρα καταγωγής. Η ανωτέρω ερμηνεία επιρρωννύεται και από το σημείο 14 των κατευθυντήριων οδηγιών της HCR για τη διεθνή προστασία αριθ. 2, σχετικά με τη «συμμετοχή σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα» στα πλαίσια του άρθρου 1, τμήμα Α, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Γενεύης.

57       Ως εκ τούτου, μπορεί να θεωρηθεί ότι οι γυναίκες, στο σύνολό τους, έχουν την ιδιότητα μέλους «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας», κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95, οσάκις διαπιστώνεται ότι, λόγω του φύλου τους, εκτίθενται στη χώρα καταγωγής τους, σε σωματική ή ψυχική βία, συμπεριλαμβανομένης της σεξουαλικής και της ενδοοικογενειακής βίας.[…]

61      Προς τούτο, όπως επισημαίνεται στο σημείο 36, στοιχείο x, των κατευθυντήριων οδηγιών της HCR για τη διεθνή προστασία αριθ. 1, σχετικά με τα αιτήματα για την αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα που υποβάλλονται από γυναίκες θα πρέπει επίσης να συλλέγονται οι πληροφορίες που αφορούν τη χώρα καταγωγής τους και ειδικότερα τη θέση της γυναίκας ενώπιον του νόμου, τα πολιτικά δικαιώματα των γυναικών, τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματά τους, τα πολιτισμικά και κοινωνικά ήθη της χώρας και τις συνέπειες της παραβίασής τους, την επικράτηση παρόμοιων επιζήμιων παραδοσιακών πρακτικών, τη συχνότητα και τους τύπους της βίας που ασκείται σε βάρος των γυναικών, την προστασία που τους παρέχεται, την τιμωρία που προβλέπεται για τους αυτουργούς της βίας και τους κινδύνους που μπορεί να αντιμετωπίσει μια γυναίκα όταν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της μετά την υποβολή του αιτήματος.

62      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στα πρώτα τρία προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι, ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής τους, μπορεί να θεωρηθεί ότι τόσο οι γυναίκες της χώρας αυτής στο σύνολό τους όσο και μικρότερες ομάδες γυναικών οι οποίες έχουν ένα πρόσθετο κοινό χαρακτηριστικό έχουν την ιδιότητα μέλους «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας» αποτελούσα «λόγο δίωξης» ικανό να οδηγήσει στην αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα σε αυτές.».

125.        Επιπροσθέτως, το ΕΔΔΑ στην υπόθεση R.H. κατά Σουηδίας ,έκρινε ότι "μια ανύπαντρη γυναίκα που επιστρέφει στο Μογκαντίσου χωρίς πρόσβαση σε προστασία από ανδρικό δίκτυο θα αντιμετώπιζε πραγματικό κίνδυνο να ζήσει σε συνθήκες που συνιστούν απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση σύμφωνα με το άρθρο 3 της Σύμβασης". Αναλυτικότερα στην παράγραφο 70 το Δικαστήριο αναφέρει: "Διάφορες εκθέσεις πιστοποιούν τη δύσκολη κατάσταση των γυναικών στη Σομαλία, συμπεριλαμβανομένου του Μογκαντίσου. Η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες έχει χαρακτηρίσει τις γυναίκες και τα κορίτσια ως μια ιδιαίτερη ομάδα κινδύνου (βλέπε παράγραφο 37 ανωτέρω). Ενώ έχει σημειωθεί νομοθετική πρόοδος με την εκπόνηση νομοσχεδίου για τα σεξουαλικά αδικήματα, υπάρχουν αρκετές σχετικές αναφορές για σοβαρή και εκτεταμένη σεξουαλική και έμφυλη βία στη χώρα (παράγραφοι 27, 30, 33-34 και 38). Όχι μόνο οι πολίτες αλλά και τα μέλη της SNAF, της AMISOM και άλλων ενόπλων δυνάμεων είναι δράστες κακοποίησης των γυναικών. Οι γυναίκες αδυνατούν να λάβουν προστασία από την αστυνομία και τα εγκλήματα που διαπράττονται συχνά μένουν ατιμώρητα, καθώς οι αρχές δεν είναι σε θέση ή δεν επιθυμούν να ερευνήσουν και να ασκήσουν δίωξη κατά των καταγγελλόμενων δραστών. Είναι επίσης σαφές ότι οι γυναίκες υφίστανται γενικά διακρίσεις στη σομαλική κοινωνία και ότι κατέχουν υποδεέστερη θέση από τους άνδρες. Όπως προκύπτει από την έκθεση του Σουηδικού Συμβουλίου Μετανάστευσης, οι γυναίκες εξαρτώνται από τους άνδρες σε πολλές πτυχές της κοινωνικής ζωής (παράγραφος 30). Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι μια ανύπαντρη γυναίκα που επιστρέφει στο Μογκαντίσου χωρίς πρόσβαση σε προστασία από ανδρικό δίκτυο θα αντιμετώπιζε πραγματικό κίνδυνο να ζήσει σε συνθήκες που συνιστούν απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση σύμφωνα με το άρθρο 3 της Σύμβασης.".

 

126.        Λαμβάνοντας υπόψη τις κοινωνικές συνθήκες και αντιλήψεις που συνδέονται με τις μόνες γυναίκες στη ΛΔΚ καταλήγω στο συμπέρασμα ότι οι Αιτήτριες αποτελούν μέλη μίας ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας ήτοι τις γυναίκες μόνες, χωρίς υποστηρικτικό και κοινωνικό δίκτυο και μη διαθέτουσες επαρκή οικονομικά μέσα προς επιβίωση στη ΛΔΚ. Επιβαρυντικό παράγοντα αποτελεί και το γεγονός ότι πρόκειται περί διδύμων, ιδιότητα η οποία ενδέχεται να συσχετιστεί  με επικρατούσες δοξασίες περί μαγείας στην χώρα καταγωγής τους. .Εν προκειμένω, η οικονομική κατάσταση  στην οποία βρίσκονται λόγω και του ότι εγκατέλειψαν τη χώρα καταγωγής τους ως ασυνόδευτες ανήλικες, σε συνάρτηση με τις μειωμένες προοπτικές εργοδότησης τους λόγω του γενικότερου προφίλ τους και ιδίως του χαμηλού επιπέδου μόρφωσης τους επιτείνουν την ευαλωτότητά τους. Οι πράξεις δίωξης που αναλύονται ανωτέρω και οι κίνδυνοι στους οποίες εκτίθενται, οι οποίοι συνδέονται με τις γυναίκες εν γένει και κυρίως με τις γυναίκες οι οποίες δεν διαθέτουν κάποιο ανδρικό υποστηρικτικό δίκτυο ή/ και άλλα μέσα αυτονόμησης και προστασίας, όπως επαρκείς οικονομικούς πόρους, αποτελούν σημαντική ένδειξη ότι οι γυναίκες στη ΛΔΚ, οι οποίες συγκεντρώνουν αυτά τα χαρακτηριστικά γίνονται αντιληπτές από την κοινωνία ως διακριτή κοινωνική ομάδα. Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι εκ της φύσεώς τους αμετάβλητα και χαρακτηρίζουν το εκάστοτε πρόσωπο που τα συγκεντρώνει.  (Βλ. σχετικά με την ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα λόγω φύλου σε σχέση με τις γυναίκες στη ΛΔΚ,  ΔΔΔΠ Yπόθεση Αρ. 5893/21, A.M. v. Kυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 14.7.2023 και Υπόθεση  14 Ιουλίου, 2023 ΔΔΔΠ, Υποθεση. Αρ. 7397/21, Ν. D. v. Υπηρεσία Ασύλου, ημερ. 9.5.2023).

 

127.        Ως προς το συστατικό στοιχείο της δίωξης, ο περί Προσφύγων Νόμος ορίζει, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 3Γ(1)(α) τις πράξεις δίωξης ως πράξεις «[.] αρκούντως σοβαρές λόγω της φύσης ή της επανάληψης τους ώστε να συνιστούν σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση, βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.», μεταφέροντας στην εθνική έννομη τάξη το αντίστοιχο άρθρο 9(α) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας [στο εξής: Οδηγία 2011/95/ΕΕ]. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 3Γ(2) του περί Προσφύγων Νόμου «Οι ακόλουθες πράξεις συνιστούν μη εξαντλητικό κατάλογο πράξεων δίωξης, κατά την έννοια του εδαφίου (1): (α) πράξεις σωματικής ή ψυχικής βίας, συμπεριλαμβανομένων πράξεων σεξουαλικής βίας, (β) νομικά, διοικητικά, αστυνομικά ή/και δικαστικά μέτρα, τα οποία εισάγουν διακρίσεις αφ' εαυτού  ή εφαρμόζονται κατά τρόπο εισάγοντα διακρίσεις, (γ) ποινική δίωξη ή επιβολή ποινής η οποία είναι δυσανάλογη ή μεροληπτική, (δ)[.], (ε) [.],(στ) πράξεις που στοχεύουν το φύλο ή τα παιδιά.». Περαιτέρω, όπως έχει αποφανθεί το  ΔΕΕ για να συνιστά μια προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων δίωξη υπό την έννοια του άρθρου 1Α, της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 σχετικά με το Καθεστώς των Προσφύγων, η προσβολή αυτή πρέπει να είναι σοβαρή σε ορισμένο τουλάχιστον βαθμό [απόφαση X κ.λπ., C‑199/12 έως C‑201/12, EU:C:2013:720, σκέψεις 51 έως 53].

 

128.         Όπως προκύπτει εκ των ανωτέρω, οι Αιτήτριες ως ανήκουσες στην πιο πάνω κοινωνική ομάδα, σε συνάρτηση και με τα λοιπά στοιχεία του προφίλ τους διατρέχουν βάσιμο φόβο να εκτεθούν σε πράξεις οι οποίες αποτελούν είτε από μόνες του είτε σωρευτικώς σε σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Καταρχάς έχουν αυξημένες πιθανότητες να πέσουν θύμα βιασμού ή θύμα εμπορίας προσώπων. Επιπλέον, ως γυναίκες μόνες, χωρίς ανδρικό υποστηρικτικό δίκτυο, κοινωνικό δίκτυο και οικονομικό υπόβαθρο, μπορεί να τύχουν τέτοιας έκτασης κοινωνικού αποκλεισμούκαι διακρίσεων, ώστε αυτό η οποία ουσιαστικά να απολήγει σε δίωξη. Όπως προκύπτει στις πηγές που εκτέθηκαν ανωτέρω, ενδεικτικώς αναφέρεται ότι μία γυναίκα με το προφίλ των Αιτητριών δεν αναμένεται να έχει πρόσβαση σε εργασία, στέγαση, ενώ οι ανύπαντρες γυναίκες συχνά θεωρείται ότι είναι ιερόδουλες στην Κινσάσα και συνεπώς, η σεξουαλική συναλλαγή αναμένεται από αυτές. Ακόμα και εάν οι Αιτήτριες συνεπώς δεν αναγκαζόταν για σκοπούς επιβίωσης να προσφύγουν σε αυτή την πρακτική, ο κοινωνικός στιγματισμός τους είναι δεδομένος. Καθώς οι ανύπαντρες γυναίκες βρίσκονται σε μια πιο ευάλωτη θέση, υπόκεινται σε άτυπη φορολογία από την αστυνομία. Γενικότερα, μία γυναίκα με το προφίλ που φέρουν οι Αιτήτριες είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν θα είναι σε θέση να επιβιώσουν σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής τους λόγω του κοινωνικού αποκλεισμού και ελλείψει κρατικής ή άλλης βοήθειας.

 

129.        Ως προς το συστατικό στοιχείο της βασιμότητας του φόβου δίωξης, παρατηρώ ότι  με βάση τις πιο πάνω επισημάνσεις, υπάρχουν εύλογες πιθανότητες αμφότερες οι Αιτήτριες να υποστούν τις πράξεις δίωξης που καταγράφονται ανωτέρω. Παρά το γεγονός ότι σε υποκειμενικό επίπεδο δεν απέδωσαν το φόβο δίωξής της στο προφίλ τους αλλά επικεντρώθηκαν στο φόβο δίωξής της από τους συγγενείς του πατέρα τους, φόβος ο οποίος κρίθηκε ως αβάσιμος και μη δικαιολογημένος, εντούτοις αρκεί οι αρμόδιες αρχές να εξακριβώσουν, υπό το φως της προσωπικής καταστάσεως του ενδιαφερομένου, αν αυτός, λόγω της υπαγωγής του σε μια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, διατρέχει πραγματικό κίνδυνο, μεταξύ άλλων, να διωχθεί ή να υποβληθεί σε μεταχείριση ή ποινές απάνθρωπες ή εξευτελιστικές εκ μέρους ενός από τους φορείς δίωξης που καθορίζει το άρθρο 3Α του περί Προσφύγων Νόμου [Βλ. Απόφαση του ΔΕΕ στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑199/12 έως C‑201/12, Χ, Υ, Ζ, ECLI:EU:C:2013:720, σκέψη 72][33]. Ως εκ τούτου, στην παρούσα περίπτωση ικανοποιείται το στοιχείου της βασιμότητας του φόβου δίωξης των Αιτητριών.

 

130.        Σχετικά με την εκτίμηση της εύλογης πιθανότητας δίωξης παρατίθενται τα εξής (η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου):  Στον Πρακτικό Οδηγό της EASO για την αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων[34], αναφέρεται το εξής " [σελ. 24] 3.1.3. Εφαρμογή του μέτρου απόδειξης [επιστροφή] - Τα στοιχεία που απαριθμούνται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 της οδηγίας για την αναγνώριση πρέπει να αναλύονται σε σχέση με το εφαρμοστέο μέτρο απόδειξης προκειμένου να είναι δυνατή η διεξαγωγή αξιολόγησης κινδύνου. Το συνηθέστερα εφαρμοζόμενο μέτρο απόδειξης κατά την αξιολόγηση του βάσιμου φόβου δίωξης και του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης είναι η «εύλογη πιθανότητα». Το εφαρμοστέο μέτρο απόδειξης πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι χαμηλότερο από το «πέραν εύλογης αμφιβολίας».

 

131.        Σε Δικαστική Ανάλυση του ΕΑΣΟ του 2018 σχετικά με τις προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (Οδηγία 2011/95/ΕΕ)[35], στην παράγραφο 2.8.1 που αφορά τον πραγματικό κίνδυνο του άρθρου 2 στοιχ. Στ. σημειώνεται ότι "παρότι το ΔΕΕ δεν έχει ακόμη εξετάσει άμεσα το ζήτημα, φαίνεται ότι κατ' αυτό, το μέτρο του «πραγματικού κινδύνου» σοβαρής βλάβης δεν διαφέρει από το μέτρο που χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση του «βάσιμου φόβου» δίωξης στον ορισμό του πρόσφυγα (το οποίο είναι «εύλογος φόβος»), επειδή χρησιμοποιεί εναλλάξ τους όρους «πραγματικός κίνδυνος» και «βάσιμος φόβος»[36]. Αυτό φαίνεται να υποδηλώνει ότι το ίδιο μέτρο απόδειξης εφαρμόζεται τόσο στον «πραγματικό κίνδυνο» όσο και στον «βάσιμο φόβο». Το κριτήριο του «εύλογου φόβου/κινδύνου» σημαίνει ότι, ενώ η απλή ή απομακρυσμένη πιθανότητα δίωξης ή σοβαρής βλάβης δεν επαρκεί για τη θεμελίωση βάσιμου φόβου ή σοβαρής βλάβης, ο αιτών δεν χρειάζεται να αποδείξει ότι υπάρχει σαφής πιθανότητα να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη."

 

132.        Στην εισαγωγή του το Ερμηνευτικό Σημείωμα της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες σχετικά με το βάρος της απόδειξης και η αποδεικτική ισχύς των ισχυρισμών κατά την εξέταση των αιτημάτων ασύλου[37], αναφέρει τα εξής: "Κατά την εξέταση των αιτημάτων ασύλου, πρέπει να συνεκτιμάται η ειδική θέση του αιτούντα άσυλο και να εφαρμόζεται η αρχή του προσφυγικού δικαίου σύμφωνα με την οποία η παροχή ασύλου και η αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα είναι πράξη ανθρωπιστικήΚατ' εφαρμογή αυτής της αρχής για τον καθορισμό του καθεστώτος του πρόσφυγα δεν απαιτείται η προϋπόθεση της βεβαιότητας του βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου δίωξής του : αρκεί η πιθανότητα.

 

133.        Προκειμένου να καθορίσει την αρχή της απόδειξης που εφαρμόζεται στις περιπτώσεις ανάλυσης της πιθανότητας επέλευσης ενός μελλοντικού γεγονότος, η Βουλή των Λόρδων απέρριψε την εφαρμογή του κριτηρίου της «εξισορρόπησης των πιθανοτήτων», που εφαρμόζεται στις υποθέσεις ιδιωτικού δικαίου. Στην υπόθεση Fernandez κατά της Κυβέρνησης της Σιγκαπούρης, η οποία αφορά το Νόμο του 1967, στην οποία τέθηκε ζήτημα εφαρμογής για τους Φυγάδες Εγκληματίες ο Λόρδος Diplock εξέφρασε την άποψη ότι «δεν υπάρχει στο αγγλικό δίκαιο καμία γενική αρχή που να υποχρεώνει το Δικαστήριο, όταν κρίνει, είτε σύμφωνα με το Σύνταγμα είτε σύμφωνα με τη νομοθεσία, να αγνοήσει την πιθανότητα επέλευσης κάποιου γεγονότος το οποίο ενδέχεται να συμβεί στο μέλλον και από το οποίο εξαρτώνται οι νομικές συνέπειες της πιθανότητας επέλευσής του». Και αιτιολόγησε την άποψη αυτή με το συλλογισμό ότι «η πιθανότητα επέλευσης του εν λόγω γεγονότος είναι ποσοστιαία μικρότερη από αυτήν της μη επέλευσής του ». Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη τις σημαντικές συνέπειες έκδοσης απόφασης που θα αποδεικνυόταν λανθασμένη κατά τον έναν ή άλλον τρόπο και κατέληξε ότι δεν είναι απαραίτητο ο αλλοδαπός να αποδείξει ότι είναι περισσότερο από πιθανό να κρατηθεί ή να στερηθεί την ελευθερία εάν αναγκαστεί να επιστρέψει στην συγκεκριμένη χώρα. Αρκεί και χαμηλότερο κριτήριο πιθανότητας, όπως αυτό της «εύλογης πιθανότητας», των «βάσιμων λόγων της σκέψης» ή της «σοβαρής πιθανότητας».

 

134.        Εν προκειμένω, φορέας δίωξης των Αιτητριών μελλοντοστραφώς κρίνεται το σύνολο της κοινωνίας της ΛΔΚ λόγω των πατριαρχικών αντιλήψεων που επικρατούν και θέτουν διακρίσεις εις βάρος των γυναικών που φέρουν το προφίλ των Αιτητριών και οι οποίες δύνανται σωρευτικά ή μεμονωμένα να ανέλθουν σε επίπεδο δίωξης, και παρά το γεγονός ότι η Κινσάσα έχει πληθυσμό 16 και πλέον εκατομμύρια, εντούτοις, η απουσία κρατικής προστασίας καθιστά τον κίνδυνο δίωξης των Αιτητριών ευλόγως πιθανό στο μέλλον. Οι ανωτέρω επαπειλούμενες πράξεις δίωξης εις βάρος των Αιτητριών ενέχουν, βάσει των πληροφοριών που αντλήθηκαν, αποστέρηση των βασικών δικαιωμάτων τους, όπως η πρόσβαση σε επαρκή κρατική προστασία από πράξεις κατά της σωματικής της ακεραιότητας, η περιορισμένη δυνατότητα πρόσβασης σε αξιοπρεπή εργασία και ο γενικότερος κοινωνικός αποκλεισμός όπως περιγράφεται ανωτέρω, εξαιτίας του προφίλ τους και ιδιαίτερα της συμμετοχής της στις κοινωνικές ομάδες που διακρίθηκαν ανωτέρω, συνηγορεί υπέρ του συμπεράσματος περί δίωξής τους σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ[38].

 

135.        Επιπρόσθετα, το κράτος δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσει ένα ικανοποιητικό  επίπεδο διαβίωσης ιδιαίτερα στις γυναίκες με τα στοιχεία του προφίλ των Αιτητριών και να τις προστατεύσει από κοινωνικές διακρίσεις και τον στιγματισμό που πηγάζει από βαθιά πατριαρχικές αντιλήψεις και προκαταλήψεις. Η απουσία επαρκούς και αποτελεσματικού νομοθετικού συστήματος για τη στήριξη των γυναικών, και ειδικότερα των πλέον νεαρών και ευάλωτων, όπως οι Αιτήτριες, ο κοινωνικός στιγματισμός και η απουσία αποτελεσματικού συστήματος ένταξης των νέων γυναικών, αποτελούν ένδειξη και για την απουσία επιθυμίας από πλευράς κράτους για την προστασία τους, θέτοντας έτσι τη ζωή και την ελευθερία τους σε κίνδυνο.

 

136.        Σε σχέση με τη δυνατότητα των αρχών της ΛΔΚ να παράσχουν προστασία στις Αιτήτριες, προκύπτει η αδυναμία ή ακόμα και η απροθυμία των αρχών να παρέχουν επαρκή προστασία σε πρόσωπα με το προφίλ τους

 

137.        Ενδεικτικώς παρατίθενται οι ακόλουθες πηγές αναφορικά με την αδυναμία των αρχών να παρέχουν εν προκειμένω επαρκή προστασία στις Αιτήτριες σε περίπτωση ενδεχόμενης απειλής. Σύμφωνα με έκθεση της Υπηρεσίας Μετανάστευσης της Δανίας με ημερομηνία δημοσίευσης τον Οκτώβριο του 2022, η οποία αναφέρεται στις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που επικρατούν στην Κινσάσα, οι κρατικοί μηχανισμοί προστασίας σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας και έμφυλης βίας  είναι περιορισμένοι, υπάρχει έλλειψη υποδομών, που σημαίνει ότι δεν υπάρχουν καταφύγια ή σπίτια έκτακτης ανάγκης για τα θύματα στην Κινσάσα. Οι γυναίκες συνήθως παραπέμπονται σε μέλη της οικογένειας για υποστήριξη. Οι δομές είναι ανεπαρκείς στον αριθμό σε αναλογία με τα θύματα. Ως περίπτωση ελλιπούς κρατικής προστασίας, αναφέρεται η υπόθεση μιας γυναίκας που αναζητούσε προστασία σε αστυνομικό τμήμα λόγω ενδοοικογενειακής κακοποίησης, η αστυνομία την επέστρεψε στην πατρική της οικογένεια, η οποία την επέστρεψε στον σύζυγό της και τελικά την επόμενη ημέρα βρέθηκε νεκρή.[39]

 

138.         Έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ για τις πρακτικές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην ΛΔΚ που καλύπτει το 2023 επικαλείται διεθνείς οργανισμούς και τοπικές ΜΚΟ οι οποίες ανέφεραν πως οι γυναίκες που επέζησαν από βιασμό αναγκάστηκαν μερικές φορές να πληρώσουν πρόστιμο για να επιστρέψουν στις οικογένειές τους και να αποκτήσουν πρόσβαση στα παιδιά τους. Οι περισσότερες επιζήσασες βιασμού δεν ακολούθησαν την επίσημη νομική οδό λόγω ανεπαρκών πόρων, έλλειψης εμπιστοσύνης στο δικαστικό σύστημα,  πίεσης από την οικογένεια και φόβου υποβολής του σε ταπείνωση, αντίποινα ή/και τα δύο. Επίσης η ανωτέρω έκθεση αναφέρει πως κρατικοί πράκτορες βίασαν και κακοποίησαν σεξουαλικά γυναίκες και κορίτσια κατά τη διάρκεια της σύλληψης και της κράτησης τους.[40] Η ίδια πηγή αναφέρει, ομοίως, πως η νομοθεσία απαγόρευσε τις εξωδικαστικές συμφωνίες σε περιπτώσεις βιασμού (σε περίπτωση που ο δράστης της βίας καταβάλει ένα ποσό στην οικογένεια του θύματος) παρά ταύτα αυτές οι πρακτικές εξακολουθούν να λαμβάνουν χώρα.  Επισημαίνεται ακόμη πως τα δικαστήρια της χώρας επέβαλαν την ποινή των 5 ετών ως προβλέπεται εκ της νομοθεσίας σε περιπτώσεις καταδίκης για βιασμό στις σπάνιες περιπτώσεις όπου αυτές οι υποθέσεις έφθασαν ενώπιον του δικαστηρίου[41].

 

139.        Σε έτερες πηγές (εκ των οποίων και στην ανωτέρω) καταγράφεται πως ο νόμος απαγόρευε τη σεξουαλική παρενόχληση και προέβλεπε ελάχιστη ποινή ενός έτους σε περίπτωση καταδίκης, αλλά δεν υπήρχε αποτελεσματική επιβολή του νόμου. Εκτεταμένα περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης σημειώθηκαν σε όλη τη χώρα. Υπήρξαν αναφορές ότι οι κυβερνητικές δυνάμεις ασφαλείας και οι κυβερνητικοί πράκτορες υποκίνησαν, διέπραξαν ή παρέβλεψαν/έδειξαν ανοχή ρητά ή σιωπηρά στη σεξουαλική παρενόχληση[42].

 

140.        Υπό το φως των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι αμφότερες οι Αιτήτριες πληρούν τις προϋποθέσεις υπαγωγής στο καθεστώς του πρόσφυγα ως πρόσωπα ανήκοντα σε μια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, το οποίο διατρέχει βάσιμο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής τους, όπου το κράτος της δεν είναι σε θέση να τις προστατέψει.

 

141.        Επόμενο στάδιο της ανάλυσης αναφορικά με τη χορήγηση στην Αιτήτρια καθεστώτος διεθνούς προστασίας, είναι η εξέταση του ενδεχομένου επιστροφής και εγκατάστασης της Αιτήτριας σε άλλο τμήμα της χώρας ιθαγένειάς τους.

 

142.         Δυνάμει  του άρθρου 12Γ του περί Προσφύγων Νόμου  (το οποίο μεταφέρει το άρθρο 8 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ) κατά τη λήψη απόφασης επί της αίτησης, ο Προϊστάμενος δύναται να αποφασίσει ότι ο αιτητής δεν χρήζει διεθνούς προστασίας, εάν σε τμήμα της χώρας ιθαγένειάς του (i) δεν υπάρχει βάσιμος φόβος ότι θα υποστεί δίωξη  ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, ή (ii) έχει πρόσβαση σε προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης, όπως η εν λόγω προστασία ορίζεται στο άρθρο 3Β, και ο αιτητής μπορεί νόμιμα και με ασφάλεια να ταξιδέψει και να γίνει δεκτός σε εκείνο το τμήμα της χώρας και μπορεί εύλογα να αναμένεται να εγκατασταθεί εκεί.

 

143.        Ως προς την πρώτη προϋπόθεση περί ανυπαρξίας βάσιμου φόβου δίωξης ή σοβαρής βλάβης, ο Πρακτικός Οδηγός της EASO, αναφέρει ότι η σχετική αξιολόγηση θα πρέπει να περιστρέφεται γύρω από την πιθανότητα ο φορέας δίωξης ή σοβαρής βλάβης να καταδιώξει τον αιτητή στην τοποθεσία όπου εξετάζεται το ενδεχόμενο εσωτερικής μετεγκατάστασης. Ειδικά στην περίπτωση των μη κρατικών δρώντων, θα πρέπει να υπάρχει κάποιος λόγος να πιστεύεται ότι o δρων δε θα δύναται να φθάσει τον αιτητή στην τοποθεσία αυτή[43]. Σύμφωνα επιπλέον με τον Οδηγό για την εφαρμογή της Εσωτερικής Μετεγκατάστασης, στην περίπτωση των μη κρατικών δρώντων, σε περίπτωση μη σύνδεσης με ορισμένο οργανισμό, ενδεχομένως η δυνατότητα αυτή να είναι περιορισμένη, ενώ υπόψιν θα πρέπει να λαμβάνεται και η βούληση του δρώντος, η οποία ενδεχομένως να σχετίζεται με τοπικής φύσης λόγους δίωξης[44].

 

144.        Υπενθυμίζεται ακόμη η αναστροφή του βάρους απόδειξης, την οποία φέρει το κράτος-μέλος, ως προς τη δυνατότητα μετεγκατάστασης του εκάστοτε αιτητού[45].

 

145.        Ειδικά ως προς τον εύλογο χαρακτήρα της μετεγκατάστασης, παρατηρώ ότι βάσει της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, οφείλουν να αξιολογηθούν μεταξύ άλλων η ικανότητα του αιτητού να εξασφαλίσει τις πλέον βασικές του ανάγκες, όπως φαγητό, υγιεινή και καταφύγιο, η ευαλωτότητά του στην κακομεταχείριση και  η πιθανότητα η κατάστασή του να βελτιωθεί εντός εύλογου χρονικού διαστήματος[46]. Προσωπικές περιστάσεις που δύνανται να ληφθούν υπόψιν συνιστούν η διατήρηση οικογενειακού δεσμού στην περιοχή μετεγκατάστασης και εάν ο αιτητής έχει πρόσφατη εμπειρία διαβίωσης στη χώρα καταγωγής του[47].

 

146.        Σε σχέση με τη δυνατότητα μετεγκατάστασης των Αιτητριών, σε ασφαλέστερη περιοχή της χώρας, λαμβάνεται εξάλλου υπόψη η κατευθυντήρια οδηγία της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες για τη Διεθνή Προστασία Νο.4, σύμφωνα με την οποία η αξιολόγηση της εναλλακτικής δυνατότητας εγχώριας προστασίας έχει ως προϋπόθεση την εξεύρεση μιας περιοχής στην οποία δεν υπάρχει σοβαρός κίνδυνος δίωξης, και που θα μπορούσε ευλόγως να αναμένεται ότι Αιτήτριες θα μπορούν να έχουν μια φυσιολογική ζωή εκεί[48]. Η αξιολόγηση της δυνατότητας εφαρμογής της εγχώριας προστασίας απαιτεί την ανάλυση δύο στοιχείων, που συνίστανται στη διαπίστωση του εφικτού και του εύλογου χαρακτήρα της δυνατότητας μετεγκατάστασης, συνεκτιμώντας αφενός τις γενικές περιστάσεις που επικρατούν στο τμήμα της χώρας που προτείνεται για μετεγκατάσταση και αφετέρου τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντα (βλ. άρθρο 8 Οδηγίας 2011/95/ΕΕ)[49].

 

147.        Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η πιθανολογούμενη δίωξη των Αιτητριών προέρχεται, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω από το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, σε συνδυασμό με την αδυναμία του κράτους να τους παρέχει αποτελεσματική προστασία,  η δυνατότητα για μετεγκατάσταση παραμένει αδύνατη λόγω του προφίλ τους, διότι δεν είναι ούτε ασφαλές ούτε εύλογο να αναμένεται να ζήσουν οι Αιτήτριες σε οποιαδήποτε άλλη περιοχή της χώρας καταγωγής τους χωρίς υποστηρικτικό περιβάλλον και δη ανδρικό υποστηρικτικό περιβάλλον ή βοήθεια ή να μπορέσουν να ζήσουν μόνες τους αδυνατώντας να εξασφαλίσουν τα αναγκαία για τη διαβίωσή τους και κινδυνεύοντας να καταστούν θύμα διακρίσεων, κακοποίησης ή εκμετάλλευσης. Αυτό σε συνάρτηση με το ότι αυτές δεν διαθέτουν προηγούμενη επαγγελματική πείρα ώστε να είναι σε θέση να επιβιώσουν στη χώρα καταγωγής τους, την οποία άλλωστε εγκατέλειψαν ως ασυνόδευτες ανήλικες. Κατά συνέπεια, δεν θεωρείται ασφαλής και εύλογη η δυνατότητα εσωτερικής μετεγκατάστασης αμφότερων των Αιτητριών σε άλλη περιοχή στη ΛΔΚ.

 

148.        Τέλος από τα στοιχεία του φακέλου των Αιτητριών και τα στοιχεία που είναι διαθέσιμα ενώπιον μου, δεν προκύπτει να συντρέχει ένας ή περισσότεροι λόγοι αποκλεισμού τους από το καθεστώς πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 5 του περί Προσφύγων Νόμου.

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή επιτυγχάνει με 2000 ευρώ έξοδα συν Φ.Π.Α. και οι επίδικες πράξεις τροποποιούνται ως ανωτέρω, αναγνωρίζοντας της Αιτήτριες 1 και 2 ως πρόσφυγες κατά την έννοια του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου. 

 

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π. 

 

 



[1]  EUAA, 'Practical Guide on Evidence and Risk Assessment' (2024),                                                                                           σελ.57-62 διαθέσιμο στοhttps://euaa.europa.eu/publications/practical-guide-evidence-and-risk-assessment

[2] Social Institutions & Gender Index, DRC, 2019, διαθέσιμο σε https://gcbhr.org/backoffice/resources/KHub/oecd-development-center-social-institutions-and-gender-index-drc-facts-2019.pdf, (ημ. πρόσβ. 10/06/2025)

[3] Global Wills, Estate Planning in the Democratic Republic of the Congo: Securing Your Legacy, December 2024, διαθέσιμο σε https://learning-center.wills.com/estate-planning-democratic-republic-congo/, (ημ. πρόσβ. 10/06/2025).

[4] UN, DRC – WITCHCRAFT, June 2013, διαθέσιμο σε https://media.un.org/unifeed/en/asset/u130/u130627d, (ημ. πρόσβ. 7.7.2025).

[5] The guardian - Witchcraft claims against children in Congo DRC reflect curse of poverty

https://www.theguardian.com/global-development/2013/jan/24/witchcraft-children-congo-drc-poverty, (ημ. πρόσβ. 7.7.2025).

 

[6] ΕΥΑΑ -COI Query- Current information on the situation of widows and single women accused of causing death of their husbands through witchcraft in Kinshasa. www.ecoi.net/en/file/local/2019932/2019_11_11_EASO_COI_+QUERY_DRC_Women_accused_witchcraft_Q27.pdf, (ημ, πρόσβ.7.7.2025)

[7] DRC, Penal Code, 2004, art. 78, [informal translation by EASO], http://www.leganet.cd/Legislation/JO/2004/JO.30.11.2004.pdf 

[8] DRC, The Constitution of the Democratic Republic of Congo, 2005, art. 160, http://constitutionnet.org/sites/default/files/DRC%20-%20Congo%20Constitution.pdf(ημ, πρόσβ.7.7.2025)

[9] DRC, Loi n° 09/001 du 10 janvier 2009 portant protection de l'enfant, 2009, [informal translation by EASO] http://www.leganet.cd/Legislation/JO/2009/JOS.25.05.2009.pdf (ημ, πρόσβ.7.7.2025)

[10] USDOS, 2020, RDC 2020 Country Report on Human Rights Practices, 30 March 2021, https://www.state.gov/reports/2020-country-reports-on-human-rights-practices/democratic-republic-of-the-congo/ (ημ, πρόσβ.7.7.2025)

[11] Deutsche Welle (DW), Witch hunts: A global problem in the 21st century, 10 August 2020, https://www.dw.com/en/witch-hunts-a-global-problem-in-the-21st-century/a-54495289 (ημ, πρόσβ.7.7.2025)

[12] Africa News, The agony of Congo's 'child witches', 13.08.2024, διαθέσιμο σε https://www.africanews.com/2018/03/16/the-agony-of-congo-s-child-witches//, (ημ, πρόσβ.7.7.2025)

[13] Research Gate, Christian Pastors and Alleged Child Witches in Kinshasa, DRC, January 2020, διαθέσιμο σε https://www.researchgate.net/publication/338958125_Christian_Pastors_and_Alleged_Child_Witches_in_Kinshasa_DRC, (ημ, πρόσβ.7.7.2025)

[14] Andrews University, Witchcraft Accusations: A Challenge for Families, Communities,

and Churches in Africa, January 2020, διαθέσιμο σε https://digitalcommons.andrews.edu/cgi/viewcontent.cgi?article=2294&context=pubs, (ημ, πρόσβ.7.7.2025)

[15]  EUAA - European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO): Democratic Republic of the Congo ; Situation of women without a support network in South Kivu [Q60-2024], 2 September 2024
https://www.ecoi.net/en/file/local/2114588/2024_09_EUAA_COI_Query_Response_Q60_DRC_Women_without_support_network_South_Kivu.pdf (ημ, πρόσβ.7.7.2025)

[16] Bertelsmann Stiftung, BTI 2024 Country Report: Congo, DR, 19 March 2024, https://bti-project.org/fileadmin/api/content/en/downloads/reports/country_report_2024_COD.pdf , p. 23; Freedom House, Freedom in the World 2024: Democratic Republic of the Congo, 2024, https://freedomhouse.org/country/democratic-republic-congo/freedom-world/2024 (ημ, πρόσβ.7.7.2025)

[17] Freedom House: Freedom in the World 2024 - Democratic Republic of the Congo, 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2108034.html(ημ, πρόσβ.7.7.2025)

[18] Danish Immigration Service-DIS, 'Democratic Republic of the Congo: Socioeconomic Conditions in Kinshasa' (2022), 12 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf (ημ, πρόσβ.7.7.2025)

[19] Όπ.π.

[20] IRB, 'Democratic Republic of Congo: Ability to resettle in Kinshasa, particularly for women without male support, including access to housing, jobs and public services (2016-August 2019) (2019), υπό 3, διαθέσιμο σε https://irb.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=458089&pls=1, EUAA - European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO) (Author): Situation of women without a support network in Kinshasa [Q28-2023], 25 August 2023
https://www.ecoi.net/en/file/local/2096524/2023_08_EUAA_COI_Query_Response_Q28_DRC_Situation_of_women_without_network.pdf  (ημ, πρόσβ.7.7.2025)

[21] De Herdt, Tom "Hidden families, single mothers and Cibalabala: Economic Regress and Changing Household Composition in Kinshasa", Trefon, T. (Red.), Reinventing order in the Congo - How people respond to state failure in Kinshasa. London: Zed Books, 2004, σελ. 121, 128, https://www.bloomsburycollections.com/book/reinventing-order-in-the-congo-how-people-respond-to-state-failure-in-kinshasa/ch8-hidden-families-single-mothers-and-cibalabala-economic-regress-and-changing-household-composition-in-kinshasa (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης (ημ, πρόσβ.7.7.2025)

[22] The Danish Immigration Service, 'Democratic Republic of the Congo: Socioeconomic conditions in Kinshasa', Οκτώβριος 2022, σελ. 29, https://coi.euaa.europa.eu/administration/denmark/PLib/notat-drc-kinshasa.pdf (ημ, πρόσβ.7.7.2025)

[23] Danish Immigration Service-DIS, 'Democratic Republic of the Congo: Socioeconomic Conditions in Kinshasa' (2022), 12 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 12/06/2025) EUAA - European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO) (Author): Situation of women without a support network in Kinshasa [Q28-2023], 25 August 2023

[24] Bertelsmann Stiftung, BTI 2024 Country Report: Congo, DR, 19 March 2024, https://bti-project.org/fileadmin/api/content/en/downloads/reports/country_report_2024_COD.pdf , p 16, (ημ, πρόσβ.7.7.2025)

[25] USDOS, 2023 Country Report on Human Rights Practices: Democratic Republic of the Congo, 23 April 2024, https://www.state.gov/wp-content/uploads/2024/02/528267_CONGO-DEM-REP-2023-HUMAN-RIGHTS-REPORT.pdf , p. 44 (ημ, πρόσβ.7.7.2025)

[26] USDOS, 2023 Country Report on Human Rights Practices: Democratic Republic of the Congo, 23 April 2024, https://www.state.gov/wp-content/uploads/2024/02/528267_CONGO-DEM-REP-2023-HUMAN-RIGHTS-REPORT.pdf , p. 42 (ημ, πρόσβ.7.7.2025)

[27] Bertelsmann Stiftung: BTI 2024 Country Report Congo, DR, 19.3.2024,
https://www.ecoi.net/en/file/local/2105834/country_report_2024_COD.pdf(ημ, πρόσβ.7.7.2025)

[28] DIS - Danish Immigration Service (Author): Democratic Republic of the Congo; Socioeconomic conditions in Kinshasa , October 2022 https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf σελ. 48-49 (ημ, πρόσβ.7.7.2025)

[29] UN High Commissioner for Refugees (UNHCR), Guidelines on International Protection No. 1: Gender-Related Persecution Within the Context of Article 1A(2) of the 1951 Convention and/or its 1967 Protocol Relating to the Status of Refugees, 7 May 2002, HCR/GIP/02/01, διαθέσιμο σεhttps://www.refworld.org/docid/3d36f1c64.html (ημ, πρόσβ.7.7.2025)

[31]  EASO, Δικαστική ανάλυση, Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδηγία 2011/95/ΕΕ), 2018 σελ. 220 (ημ, πρόσβ.7.7.2025)

[32] House of Lords (Βουλή των Λόρδων) (Ηνωμένο Βασίλειο), απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2006, Secretary of State for the Home Department κατά K· Fornah κατά Secretary of State for the Home Department [2006] UKHL 46Secretary of State for the Home Department v. K [2006] UKHL 46 (18 October 2006) (bailii.org) σκέψη 31 (ημ, πρόσβ.7.7.2025)

[33] Βλ. Judicial Analysis on Qualification for International Protection (Directive 2011/95/EU) 2023 EUAA Judicial Publications for members of courts and tribunals, σημείο 1.5.1. https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/202301/Qualification_international_protection_judicial_analysis_2nd_edition_0.pdf[Ημερομηνία Πρόσβασης: 7.7.2025].

[34] Πρακτικός Οδηγός EASO: Αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων https://euaa.europa.eu/sites/default/files/PG%20Evidence%20Assessment%20-%20EL.pdf σελ.24  [Ημερομηνία Πρόσβασης: 7.7.2025]

[35] ΕΑΣΟ Δικαστική Ανάλυση: Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (Οδηγία 2011/95/ΕΕ), διαθέσιμο σε: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/qip-ja_el.pdf σελ. 130  [Ημερομηνία Πρόσβασης: 7.7.2025]

[36] ΔΕΕ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 5ης Σεπτεμβρίου 2012 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-71/11 και C-99/11, Bundesrepublik Deutschland κατά Y και Z, EU:C:2012:518, σκέψεις 75, 79 και 80.  [Ημερομηνία Πρόσβασης: 7.7.2025]

[37] Ερμηνευτικό Σημείωμα της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες -Το βάρος της απόδειξης και η αποδεικτική ισχύς των ισχυρισμών κατά την εξέταση των αιτημάτων ασύλου (1998), διαθέσιμο σε: https://www.refworld.org/cgi-bin/texis/vtx/rwmain/opendocpdf.pdf?reldoc=y&docid=4ba87dfd2   [Ημερομηνία Πρόσβασης: 12.6.2025]

[38] Ως προς την ευρύτητα της ερμηνεία του όρου «ιδιωτικοί φορείς δίωξης» βλ. Judicial Analysis on Qualification for International Protection (Directive 2011/95/EU) 2023 EUAA Judicial Publications for members of courts and tribunals, σημείο 1.7.3., [ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 12.6.2025] 

[39] DIS – Danish Immigration Service (Author): Democratic Republic of the Congo; Socioeconomic conditions in Kinshasa , October 2022 https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf σελ. 46, παρα. 20 [Ημερομηνία Πρόσβασης: 7.7.2025]

[40] USDOS, 2023 Country Report on Human Rights Practices: Democratic Republic of the Congo, 23 April 2024, https://www.state.gov/wp-content/uploads/2024/02/528267_CONGO-DEM-REP-2023-HUMAN-RIGHTS-REPORT.pdf , p. 40-41(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 37.107.2025)

[41] Οπ.π. (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 7.7.2025)

[42] USDOS, 2023 Country Report on Human Rights Practices: Democratic Republic of the Congo, 23 April 2024, https://www.state.gov/wp-content/uploads/2024/02/528267_CONGO-DEM-REP-2023-HUMAN-RIGHTS-REPORT.pdf , p. 42 ; Bertelsmann Stiftung: BTI 2024 Country Report Congo, DR, 19 March 2024
https://www.ecoi.net/en/file/local/2105834/country_report_2024_COD.pdf ; Freedom House: Freedom in the World 2024 - Democratic Republic of the Congo, 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2108034.html [Ημερομηνία Πρόσβασης: 7.7.2025]

[43] EASO, 'Practical Guide on the Application of the Internal Protection Alternative' (2021), 19, διαθέσιμο σεhttps://easo.europa.eu/sites/default/files/EASO-Practical-guide-application-IPA.pdf [Ημερομηνία Πρόσβασης: 7.7.2025]

[44] Ibid, 19[Ημερομηνία Πρόσβασης: 7.7.2025]

[45] Εuropean Asylum Support Office, 'EASO practical guide on the application of the internal protection alternative, (2021), 12 διαθέσιμο σε https://data.europa.eu/doi/10.2847/628858 [Ημερομηνία Πρόσβασης: 12.6.2025]

[46] ΕΔΔΑ, SUFI AND ELMI v. THE UNITED KINGDOM, απόφαση επί των αιτήσεων  8319/07 and 11449/07,  ημερ. 28/6/2011,  283 [Ημερομηνία Πρόσβασης: 7.7.2025]

[47] EASO, 'Practical Guide on the Application of the Internal Protection Alternative' (2021), 9 διαθέσιμο σε https://op.europa.eu/en/publication-detail/-/publication/9629215e-d55b-11eb-895a-01aa75ed71a1 [Ημερομηνία Πρόσβασης: 7.7.2025]

[48] UNHCR, Guidelines on International Protection No. 4: "Internal Flight or Relocation Alternative" Within the Context of Article 1A(2) of the 1951 Convention and/or 1967 Protocol Relating to the Status of Refugees, HCR/GIP/03/04, , http://www.unhcr.org/refworld/docid/3f2791a44.html[Ημερομηνία Πρόσβασης: 12.6.2025]

[49] UN High Commissioner for Refugees (UNHCR), UNHCR Position on Returns to Iraq, 14 November 2016, available at: http://www.refworld.org/docid/58299e694.html [Ημερομηνία Πρόσβασης: 12.6.2025]


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο