
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθ. Αρ.: 599/2024
30 Ιουλίου, 2025
[Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
H.N.E.
Αιτητής
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Αίτηση ημερομηνίας 09.01.2025 για προσαγωγή μαρτυρίας
Γ. Καρατσιόλη (κα) για Χ. Ματθαίου (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή
Α. Παπαδοπούλου (κα), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π: Με την υπό εξέταση προσφυγή, ζητείται η έκδοση απόφασης από το παρόν Δικαστήριο με την οποία η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 14/02/2024 και με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, να κηρύσσεται ως άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος και ότι είναι αποτέλεσμα πλάνης και κακής εφαρμογής του Νόμου.
Στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής και μετά την καταχώρηση των γραπτών αγορεύσεων από τους συνηγόρους των δυο πλευρών, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση αίτηση δια κλήσεως, με την οποία ο Αιτητής αιτείται άδεια για προσαγωγή μαρτυρίας, ήτοι νέων εγγράφων και στοιχείων, που είναι σχετικά με την υπό εξέταση προσφυγή, καθώς και προς απόδειξη του γεγονότος ότι διώκεται στη χώρα καταγωγής του ως καταζητούμενο πρόσωπο.
Η υπό αναφορά αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση μετάφρασης δικηγόρου (ημερ. 09/01/2025) της κας Γ. Καρατσιόλη, η οποία είναι ασκούμενη δικηγόρος και επί της ένορκης δήλωσής της επισυνάπτονται τα ακόλουθα τεκμήρια:
Τεκμήριο Α – δήλωση μαρτυρίας που προτίθεται να καταθέσει ο Αιτητής στην αγγλική γλώσσα, η οποία συνοδεύεται από ένα τεκμήριο.
Τεκμήριο Β - μετάφραση της ως άνω αναφερόμενης δήλωσης μαρτυρίας του Αιτητή στην ελληνική γλώσσα.
Κατ' επέκταση, το ως άνω αναφερόμενο Τεκμήριο Α, ήτοι την προτεινόμενη δήλωση μαρτυρίας του Αιτητή, συνοδεύει ένα τεκμήριο το οποίο αποτελείται από τα εξής έγγραφα:
(1) Έγγραφο με τίτλο «WARRANT OF ARREST» ημερομηνίας 15/07/2020 εναντίον του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του.
(2) Έγγραφο με τίτλο «ΜANDAT D’AMENER/ WARRANT OF ARREST» ημερομηνίας 15/07/2020 εναντίον του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του.
(3) Έγγραφο με τίτλο «SERVICE OF CONVOCATION “SUMMONS”».
(4) Έγγραφο με τίτλο «AVIS DE RECHERCHES» ημερομηνίας 15/06/2020.
Οι Καθ' ων η Αίτηση υπέβαλαν ένσταση στην αίτηση του Αιτητή και εισηγήθηκαν την απόρριψή της, προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, τους ακόλουθους ισχυρισμούς:
- Η αίτηση είναι παράτυπη και/ή αντικανονική και/ή νομικά αβάσιμη και/ή απαράδεκτη και/ή το αιτούμενο διάταγμα δεν μπορεί να εκδοθεί.
- Δεν πληρούνται οι νομοθετικές και νομολογιακές προϋποθέσεις για να επιτραπεί από το Δικαστήριο η προσαγωγή της σκοπούμενης μαρτυρίας.
- Η προτεινόμενη μαρτυρία δεν είναι εύλογα σχετική προς οποιοδήποτε επίδικο θέμα.
- Η μαρτυρία που επιδιώκεται να προσαχθεί δεν επιτελεί κανένα σκοπό και/ή δεν προσκομίζεται για να αποδείξει κανένα γεγονός και/ή έγγραφο και/ή δεν συγκεκριμενοποιείται η μαρτυρία που προτίθεται να κατατεθεί.
- Τα έγγραφα που επιδιώκεται να προσαχθούν δεν μπορούν να αποτελέσουν επίσημα έγγραφα, ούτε μπορούν να αποτελέσουν αποδεκτή μαρτυρία.
- Αντιβαίνει τους δικονομικούς κανόνες.
- Η παρούσα αίτηση είναι καταχρηστική και πρόκειται για μαρτυρία που επιδιώκει τη διαφοροποίηση, αλλοίωση και η οποία μεταβάλλει το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.
Την ένσταση των Καθ' ων η Αίτηση συνοδεύει ένορκη δήλωση (ημερ. 17/03/2025) της κυρίας Ε. Παραδεισιώτη, δικηγόρου για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, η οποία και υποστήριξε τους πιο πάνω ισχυρισμούς.
Στα πλαίσια της Γραπτής Αγόρευσης προς υποστήριξη της υπό εξέταση αίτησης, αρχικά η συνήγορος του Αιτητή ισχυρίστηκε ότι η μαρτυρία που επιδιώκει να προσκομίσει ο Αιτητής είναι άκρως σχετική, βοηθητική και διαφωτιστική ως προς την τεκμηρίωση των σχετικών ισχυρισμών του και του αντικειμενικού δεδομένου του φόβου δίωξης που αντιμετωπίζει στη χώρα καταγωγής του λόγω της έκδοσης εντάλματος σύλληψης εναντίον του, επειδή ταξίδεψε και/ή την εγκατέλειψε παράνομα. Κατέγραψε ότι δεν συντελέστηκε ιδιαίτερη καθυστέρηση στη διαδικασία και ότι ενόψει του ότι ο Αιτητής δεν είχε στην κατοχή του οποιαδήποτε σχετικά έγγραφα που θα μπορούσαν να ενισχύσουν τους ισχυρισμούς του κατά τη διεξαγωγή της συνέντευξής του, αρκέστηκε στα λεγόμενά του για να αποδείξει το πρόβλημα δίωξης που αντιμετωπίζει. Καταληκτικά, ισχυρίστηκε ότι η αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και υπό το φως της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και ότι η αποδοχή της είναι προς το συμφέρον της απονομής δικαιοσύνης.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ'ων η Αίτηση σημείωσε τις βασικές αρχές του διέπουν το θέμα προσαγωγής μαρτυρίας και τόνισε ότι η θέση της είναι ότι η μαρτυρία δεν είναι συναφής με τα επίδικα θέματα της υπόθεσης σύμφωνα με τον Κανονισμό 10. Επίσης υποστήριξε ότι η μαρτυρία πρέπει να προσδιορίζει με ανάλογη λεπτομέρεια τα γεγονότα που επιδιώκεται να προσκομιστούν με την εν λόγω μαρτυρία, κάτι που δεν ισχύει στην παρούσα περίπτωση. Ανέφερε κιόλας ότι δεν προκύπτει, ότι η μη προσκόμιση νωρίτερα της μαρτυρίας που επιδιώκεται να προσαχθεί, δεν ανάγεται σε υπαιτιότητα του Αιτητή.
Επιπρόσθετα, η συνήγορος των Καθ΄ ων η Αίτηση επεσήμανε ότι το ένταλμα σύλληψης που επιδιώκεται να προσαχθεί, δεν σχετίζεται με τα επίδικα θέματα και τον πυρήνα του αιτήματος του Αιτητή, έρχεται σε αντίθεση με τα όσα πρόβαλε ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, με αποτέλεσμα η υπό εξέταση αίτηση να υποβλήθηκε καταχρηστικά. Ειδικότερα, κατά τη συνέντευξή του, δεν προβλήθηκε οποιοσδήποτε ισχυρισμός εκ μέρους του Αιτητή αναφορικά με το εν λόγω ένταλμα, τουναντίον δήλωσε ότι δεν αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα κατά την έξοδο του από τη χώρα του και επιβεβαίωσε ότι οι αρχές της χώρας του θα του επιτρέψουν να επιστρέψει σε αυτήν. Ισχυρίστηκε ότι ελλείπει το ορθό νομικό υπόβαθρο καθότι ελλείπει συγκεκριμένη αναφορά στον περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν. 73(I)/2018) και τον περί Προσφύγων Νόμο του 2000 (Ν. 6(I)/2000), γεγονός που καθιστά την αίτηση εξ υπαρχής μη αποδεκτέα.
Έχω εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή τις θέσεις και ισχυρισμούς που προβάλλονται, τόσο εκ μέρους του Αιτητή, όσο και εκ μέρους των Καθ' ων η Αίτηση, υπό το φως βέβαια των πάγιων και διαχρονικών νομολογιακών αρχών αναφορικά με την εξέταση αίτησης για προσαγωγή μαρτυρίας.
Ο Διαδικαστικός Κανονισμός 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως τροποποιήθηκε, προνοεί ότι:
«(α) Κάθε προσφυγή καταχωρείται στο αρμόδιο Πρωτοκολλητείο με έγγραφη αίτηση, ως το Έντυπο Αρ. 1 συνοδευόμενη από την προσβαλλομένη απόφαση και τα υποστηρικτικά αυτής στοιχεία που επιδόθηκαν στον αιτητή καθώς και οποιαδήποτε νέα έγγραφα ή στοιχεία ή πρόσθετη μαρτυρία ήθελε προσκομίσει ο αιτητής.».
Σύμφωνα με τον Διαδικαστικό Κανονισμό 8 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως τροποποιήθηκε, «το Δικαστήριο δύναται να καθορίζει τη διαδικασία και να εκδίδει οδηγίες κατά περίπτωση αναφορικά με τη λήψη γραπτής ή προφορικής μαρτυρίας ή άλλων αποδεικτικών μέσων, όπως ήθελε κρίνει ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις.».
Ο Διαδικαστικός Κανονισμός 10 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως τροποποιήθηκε, προβλέπει τα ακόλουθα:
«10. (α) Μετά την καταχώρηση της προσφυγής, νέα έγγραφα και/ή στοιχεία και/ή οποιαδήποτε πρόσθετη μαρτυρία προσκομίζεται μόνον κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου, μετά από προφορικό αίτημα του αιτητή, νοουμένου ότι το Δικαστήριο ικανοποιείται-
(i) ότι πρόκειται για έγγραφα ή στοιχεία ή μαρτυρία, τα οποία άνευ δικής του υπαιτιότητας, ο αιτητής αδυνατούσε να υποβάλει κατά το προηγούμενο στάδιο εξέτασης της αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή κατά την καταχώρηση της προσφυγής του σύμφωνα με τον κανονισμό 3(β), και
(ii) είναι συναφή με τα επίδικα θέματα της υπόθεσης.».
Το Δικαστήριο έχει ευρεία εξουσία να δεχθεί μαρτυρία για οποιοδήποτε σημείο που κρίνει ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις. Ακρογωνιαίος λίθος όμως για να επιτραπεί η οποιαδήποτε μαρτυρία ενώπιον Δικαστηρίου είναι η σχετικότητα της με τα επίδικα θέματα που εξετάζονται κατά περίπτωση, καθώς και η αποδεικτική της αξία (βλ. Petrolina Ltd κ.α. v. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Υποθ. Αριθ. 223/2000, ημερ. 4.4.2002, Ζαρβός ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 106, Kyriakides v. Republic, 1 RSCC 66).
Προσαγωγή μαρτυρίας επιτρέπεται μόνον όταν η απόδειξη των συγκεκριμένων γεγονότων μπορεί να τεκμηριώσει οποιονδήποτε από τους λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, Υποθ. Αρ. 999/91, ημερ. 24.9.1992 και Lordos Hotels Holdings Ltd v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Παραλιμνίου, Υποθ. Αρ. 71/97, ημερ. 18.11.1999). Επιπρόσθετα, η έγκριση του αιτήματος για προσαγωγή μαρτυρίας θα πρέπει να είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης (βλ. Tasni Enviro Ltd και Telmen Ltd ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 862/2005, ημερ. 26.6.2008).
Τονίζω δε εξ αρχής ότι, σε αυτό το στάδιο, δεν εξετάζεται ούτε η ουσία, ούτε και η βασιμότητα των ισχυρισμών και λόγων ακύρωσης που προβάλλει ο Αιτητής με την προσφυγή του, αλλά ούτε και αξιολογείται περαιτέρω η προτεινόμενη μαρτυρία. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να γίνει κατά το στάδιο έκδοσης απόφασης επί της παρούσας προσφυγής. Στο παρόν στάδιο εξετάζεται η βασιμότητα του αιτήματος που βρίσκεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου για προσαγωγή μαρτυρίας, με γνώμονα πάντοτε τη σχετικότητα της μαρτυρίας με τα επίδικα θέματα, αλλά και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.
Έχω ήδη παραθέσει ανωτέρω το νομικό πλαίσιο που διέπει την εξέταση αιτημάτων προσαγωγής μαρτυρίας ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας.
Έχοντας ωστόσο ενώπιον μου το σύνολο των εγγράφων των οποίων επιδιώκεται η προσαγωγή αλλά και την σχετική ως προς τούτο αίτηση του Αιτητή, παρατηρώ ότι από αυτή ελλείπει η ορθή νομική βάση, ως προβλήθηκε άλλωστε και από τη συνήγορο των Καθ΄ ων η Αίτηση στη Γραπτή της Αγόρευση. Η υπό κρίση αίτηση ημερομηνίας 09/01/2025 έχει ένα εκτεταμένο νομικό υπόβαθρο, πλην όμως παρατηρώ ότι δεν υπάρχει ορθή αναφορά στους περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 2019. Απουσιάζει δε οποιαδήποτε αναφορά στον περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν. 73(I)/2018) και τον περί Προσφύγων Νόμο του 2000 (Ν. 6(I)/2000) που αποτελούν τη νομική βάση των αξιώσεων και ισχυρισμών του Αιτητή ως προς τον ex nunc έλεγχο που πρέπει να διεξάγει το παρόν Δικαστήριο και την ανάγκη να αναγνωριστεί αυτός ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας, και επομένως την ανάγκη για έγκριση της υπό εξέταση αίτησης.
Όπως πολύ χαρακτηριστικά υπογράμμισε το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφασή του στην υπόθεση Χριστίνα Περικλέους ν. Ellinas Finance Ltd κ.ά. (Αρ. 1) (2014) 1 Α.Α.Δ. 1314, η νομική βάση μιας αίτησης είναι καθοριστικής σημασίας για την εγκυρότητα του δικονομικού αυτού μέτρου και η παράλειψη ορθής διατύπωσής οδηγεί στην απόρριψη της αίτησης εάν ο διάδικος που την προωθεί δεν αιτηθεί την θεραπεία της, μέσω του ορθού δικονομικού μέσου. Θα πρέπει να αναφερθεί ότι η εν λόγω απόφαση αφορούσε αίτηση τροποποίησης, αλλά είναι σημαντική καθώς επιβεβαιώνει κανόνα που ισχύει για κάθε ενδιάμεση αίτηση. Παραπέμπω στο πιο κάτω σχετικό απόσπασμα όπου κρίθηκε ότι:
«Εκτός των πιο πάνω, υπάρχουν και άλλοι λόγοι που θα συνηγορούσαν υπέρ της απόρριψης της αίτησης. Ο πρώτος αφορά στη λανθασμένη νομική βάση της Αίτησης από την οποία απουσιάζει η Δ.35 θ.4, η οποία είναι η πιο σχετική διάταξη στην περίπτωση τροποποίησης των λόγων έφεσης. Η Αιτήτρια δέχεται ότι εκ παραδρομής δεν αναφέρθηκε η σχετική διάταξη, παρά ταύτα θεωρεί ότι η αίτηση είναι νομότυπη. Διαζευκτικά ισχυρίζεται ότι αν θεωρηθεί παρατυπία, μπορεί να θεραπευθεί με βάση τη Δ.64 θ.1. Η νομική βάση μιας αίτησης σύμφωνα με τη νομολογία έχει μεγάλη σημασία, αφού προσδιορίζει το νομικό υπόβαθρο της αίτησης, το οποίο προσδίδει εγκυρότητα στο δικονομικό μέτρο (βλ. Χριστοφόρου ν. Οικοδομικές Επιχειρήσεις Λοΐζος Ιορδάνους Λίμιτεδ (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 743). Μετά την τροποποίηση της Δ.64 και την κατάργηση της διάκρισης μεταξύ άκυρου και αντικανονικού δικονομικού μέτρου, ενδεχομένως στην παρούσα περίπτωση η παράλειψη να μπορούσε να θεραπευθεί. Όμως καμία αίτηση δεν υποβλήθηκε από την Αιτήτρια ζητώντας να θεραπευθεί η παράλειψη, ώστε να αποκτήσει η αίτηση το αναγκαίο νομικό υπόβαθρο. Υπάρχουν περιπτώσεις που το δικαστήριο κατ' εξαίρεση μπορεί αυτεπάγγελτα να θεωρήσει ότι η παράλειψη έχει ήδη θεραπευθεί, αλλά η παρούσα δεν είναι μια τέτοια περίπτωση. Στην υπόθεση Φαλέκκου ν. Χριστοφίδη (2013) 1 Α.Α.Δ. 2534, τονίσαμε ότι οι παρατηρήσεις μας ως προς την ευχέρεια που πάντοτε έχει το δικαστήριο να θεραπεύει παρατυπία «δεν πρέπει να τύχουν παρανόησης ως προς το καθήκον του κάθε δικηγόρου ή διαδίκου που διαπιστώνει την παρατυπία να λαμβάνει έγκαιρα στην κατάλληλη περίπτωση τα αναγκαία μέτρα για θεραπεία της και όχι να αφήνει τα πράγματα να τύχουν διόρθωσης από το δικαστήριο».».
Στην υπόθεση Ζηνοβία Ζήνωνος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, Συνεκδικαζ. Υποθ. Αρ. 2065/2006, 2066/2006 και 2123/2006, ημερ. 05.03.2010, όπου το Δικαστήριο απασχόλησε αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας λέχθηκε μεταξύ άλλων ότι:
«Στην εξεταζόμενη αίτηση, πέραν από τη συμπερίληψη στη νομική βάση Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας, που δεν έχουν σχέση με την υποβληθείσα αίτηση και αναπόφευκτα οδηγούν σ΄ απόρριψη, δεν προσδιορίζεται ποια στοιχεία, επιθυμεί να προσαγάγει ο αιτητής.».
Το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Ashot Εgiazaryan κ.ά. ν. Denoro Investments Limited κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 409, επιλαμβανόμενο του ζητήματος της νομικής βάσης της αίτησης για προσαγωγή μαρτυρίας ανέφερε τα πιο κάτω καθοριστικά και για την παρούσα αίτηση:
«Επί της ουσίας, παρατηρείται πρώτιστα ότι η νομική βάση στην οποία στηρίζονται οι εφεσείοντες είναι μόνο η Δ.35 θ.8. Όμως, όπως έχει υποδειχθεί σε σειρά υποθέσεων όπως την Pavlidou v. Yerolemou (1982) 1 C.L.R. 912, υπάρχει και η πρόνοια του Άρθρου 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60, στο οποίο δεν στηρίχθηκε η επίδικη αίτηση, παράλειψη που ώθησε τους εφεσίβλητους να εισηγηθούν ότι τόσο αναγκαία ήταν αυτή η αναφορά, σε βαθμό που η αίτηση μπορεί να απορριφθεί μόνο γι' αυτό το λόγο.
[...]
Το Άρθρο 25(3) ως δικαιοδοτικό υπερτερεί της κανονιστικής ρύθμισης που εμπεριέχεται στη Δ.35 θ.8, στην οποία θα γίνει αναφορά αμέσως μετά. Ακριβώς διότι το άρθρο έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία κατ' επανάληψη περιοριστικά, κατά τον τρόπο που θα εξηγηθεί στη συνέχεια, οι εφεσείοντες όφειλαν να εστιάσουν την προσοχή τους και σ' αυτό, ιδιαιτέρως διότι η νομολογία είναι αποκαλυπτική στο ότι οποιαδήποτε αίτηση θα πρέπει να αναφέρει το νόμο και τους κανονισμούς στους οποίους βασίζεται ως απαραίτητο στοιχείο εγκυρότητας του δικονομικού μέτρου. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Κούππα ν. Βασιλειάδη (1981) 1 J.S.C. 120, Μαχλουζαρίδης ν. Ιωαννίδης (1990) 1 Α.Α.Δ. 965 και Χριστοφόρου ν. Οικοδομικές Επιχειρήσεις Λοΐζος Ιορδάνους Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 743, στην οποία μάλιστα λέχθηκε ότι η παράλειψη αναφοράς στους ορθούς κανονισμούς και, βέβαια, το νόμο δεν χωρεί διόρθωσης στη βάση των προνοιών της Δ.64. Η σημασία της τήρησης των Θεσμών τονίστηκε και στις πρόσφατες αποφάσεις Τσεσμέλογλου ν. Σοφοκλέους, (2013) 1 Α.Α.Δ. 64, και Κοντού ν. Global Capital Ltd, (2013) 1 Α.Α.Δ. 192.».
Παραπέμπω τέλος στην υπόθεση UMER ABDUL SATTER ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ/Ή ΜΕΣΩ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ κ.α, Υπόθ. Αρ. 1320/2009, ημερ. 03/11/2009, όπου κρίθηκαν τα εξής:
«Στις περιπτώσεις ενδιάμεσων αιτήσεων η αναφορά στο άρθρο και στους θεσμούς που στοιχειοθετούν το νομικό υπόβαθρο της αίτησης, συνιστά όρο απαράβατο για την εγκυρότητα του δικονομικού πλαισίου της αίτησης. Σχετική παράλειψη καθιστά την αίτηση άκυρη, εκτός και αν η παράλειψη αφορά παρατυπία η οποία αποτελείται από παράλειψη συμμόρφωσης με τους θεσμούς, οπόταν η αίτηση μπορεί να διασωθεί κατ' εφαρμογή των προνοιών της Δ.64. Αν όμως η παράλειψη είναι θεμελιώδης, τότε δεν χωρεί διορθωτική παρέμβαση του Δικαστηρίου. (Βλ. Wunderlich και άλλων ν. Παναγιώτου (1999) 1 Α.Α.Δ. 366 και στις εκεί αυθεντίες που η απόφαση του Εφετείου παραπέμπει).».
Επομένως και με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές που προκύπτουν από τη νομολογία, η παρούσα αίτηση καθίσταται απορριπτέα λόγω έλλειψης νομικής βάσης.
Σε κάθε περίπτωση η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει, ακόμη και αν το Δικαστήριο ήθελε προχωρήσει σε εξέτασή της.
Καταρχάς, το αιτούμενο προς προσαγωγή Τεκμήριο Α αποτελείται από έγγραφα που σχετίζονται με ένταλμα σύλληψης που στρέφεται εναντίον του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του. Σε σχέση με τα εν λόγω έγγραφα, στην ένορκη δήλωση του Αιτητή εντοπίζεται αναφορά ότι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του λόγω του εξαναγκασμού του να ενταχθεί στους Ambazonians και εξαιτίας του ότι ταξίδεψε και/ή εγκατέλειψε παράνομα τη χώρα καταγωγής του, είχε εκδοθεί εναντίον του ένταλμα σύλληψης σύμφωνα με σχετική ενημέρωση που έλαβε από την μητέρα του, αφότου εγκατέλειψε τη χώρα του. Προς απόδειξη του ισχυρισμού του ότι κινδυνεύει σε περίπτωση επιστροφής του, επιθυμεί την προσαγωγή των εν λόγω εγγράφων. Ωστόσο, χωρίς τα εν λόγω έγγραφα να αξιολογούνται επί της ουσίας τους, σημειώνεται ότι αυτά δεν σχετίζονται με κανένα εκ των ισχυρισμών που πρόβαλε κατά το στάδιο της συνέντευξής του προς τεκμηρίωση της αίτησής του για διεθνή προστασία σε σχέση με τον πυρήνα του αιτήματός του. Τουναντίον αφορούν ισχυρισμούς που προβάλλονται μέσω της υπό κρίση αίτησης και της σκοπούμενης προς προσαγωγή έγγραφης μαρτυρίας, έστω και εάν αφορούν γεγονότα προγενέστερα και συνιστούν έγγραφα που φέρεται να εκδόθηκαν σε χρόνο προγενέστερο της διεξαγωγής της συνέντευξης και κατ’ επέκταση της καταχώρησης της παρούσας προσφυγής.
Τα έγγραφα των οποίων επιδιώκεται η προσαγωγή φέρεται να έχουν εκδοθεί το 2020, ήτοι σε χρόνο προγενέστερο της συνέντευξης του Αιτητή που πραγματοποιήθηκε στις 12/01/2024. Στην ένορκη δήλωση του Αιτητή εντοπίζεται αναφορά ότι πέντε μήνες περίπου μετά την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής του, ήτοι περί τις 15/07/2020 ενημερώθηκε τηλεφωνικώς από την μητέρα του ότι είχε εκδοθεί εναντίον του ένταλμα σύλληψης εξαιτίας του γεγονότος ότι ταξίδεψε και/ή εγκατέλειψε παράνομα τη χώρα καταγωγής του και προς απόδειξη των εν λόγω ισχυρισμών του, κατόρθωσε να αποκτήσει τα σχετικά έγγραφα, τα οποία επιδιώκει να προσαγάγει. Πέραν από την εν λόγω αναφορά του, από κανένα σημείο της ένορκης δήλωσής του δεν προσδιορίζεται ο πραγματικός χρόνος απόκτησης των εγγράφων που επιδιώκει να προσαγάγει, ούτε και ο τρόπος που αυτά περιήλθαν στην κατοχή του.
Τούτου λεχθέντος, προκύπτει ότι τα εν λόγω έγγραφα όχι μόνον προϋπήρχαν, αλλά και η ύπαρξή τους ήταν εις γνώση του Αιτητή κατά το χρόνο διεξαγωγής της συνέντευξής του, έστω και εάν στα πρακτικά αυτής δεν εντοπίζεται καμία σχετική αναφορά για τα εν λόγω έγγραφα, ούτε καν για τους ισχυρισμούς του που σχετίζονται με αυτά, αναφορικά με τη δίωξή του. Τα επίδικα έγγραφα αφορούν χρόνο προγενέστερο της καταχώρησης της υπό κρίση προσφυγής που έλαβε χώρα στις 20/02/2024 και η υπό εξέταση αίτηση καταχωρήθηκε στις 09/01/2025, ήτοι μετά την παρέλευση περίπου 11 μηνών. Ενόψει του γεγονότος ότι τα εν λόγω έγγραφα φέρεται να είχαν εκδοθεί το 2020, πρόκειται για έγγραφα τα οποία προϋπήρχαν και ως εκ τούτου θα μπορούσαν να είχαν προσκομιστεί κατά την καταχώρηση της παρούσας προσφυγής, σε συνάρτηση και με τον Κανονισμό 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως τροποποιήθηκε. Αντιθέτως, η προσπάθεια προσαγωγής των επίδικων εγγράφων μετά από την παρέλευση τόσο μεγάλου χρονικού διαστήματος θεωρείται ως μη δικαιολογημένη εν προκειμένω, με αναπόφευκτο αποτέλεσμα να μην προκύπτει για ποιο λόγο το επιδιωκόμενο προς προσαγωγή Τεκμήριο δεν προσκομίστηκε νωρίτερα άνευ υπαιτιότητας του Αιτητή, ως προνοείται στον Κανονισμό 10 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως τροποποιήθηκε.
Ενόψει των όσων ανέλυσα ανωτέρω, κρίνω ότι στα πλαίσια του Διαδικαστικού Κανονισμού 10 των Διαδικαστικών Κανονισμών περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας του 2019, ως έχει τροποποιηθεί, η υπό εξέταση αίτηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.
Υπό το φως των πιο πάνω, η υπό κρίση αίτηση απορρίπτεται με έξοδα €400 υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση. Η υπόθεση ορίζεται για Διευκρινήσεις στις 30/09/25.
Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο