B.K.M. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ. 71/2023, 29/7/2025
print
Τίτλος:
B.K.M. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ. 71/2023, 29/7/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

 

  Υπόθεση αρ. 71/2023

 

29 Ιουλίου 2025

 

[Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

B.K.M.

Αιτητής

Και

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ’ ων η αίτηση

 

Α. Δημητρίου (κος) για Μούσουλος, Κανέλλα & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε, Δικηγόροι για Αιτητή

 

Ν. Κουρσάρης (κος) Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την προσφυγή του ο Αιτητής, αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 30/12/2022 η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 05/01/2023 και δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτησή του για παροχή διεθνούς προστασίας, ως άκυρης, παράνομης, αντισυνταγματικής και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου (εφεξής «Δ.Φ.») που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινίσεων της παρούσας προσφυγής ως Τεκμήριο 1, ο Αιτητής είναι ενήλικας υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κογκό και στις 21/11/2022 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Στις 05/12/2022 διεξήχθη συνέντευξη στον Αιτητή από λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO και νυν EUAA, στο εξής αναφερόμενη ως «EASO»). Στις 13/12/2022, ο λειτουργός της EASO ετοίμασε εισηγητική έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη του Αιτητή. Στις 30/12/2022, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη του αιτήματος διεθνούς προστασίας του αιτητή. Στις 05/01/2023 η Υπηρεσία Ασύλου ετοίμασε επιστολή ενημέρωσης προς τον Αιτητή σχετικά με την απόρριψη του αιτήματός του. Η επιστολή και η αιτιολόγηση της απόφασης, παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή αυθημερόν ήτοι στις 05/01/2023, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου σε γλώσσα την οποία κατανοεί.

Στη συνέχεια, ο Αιτητής καταχώρισε την υπό εξέταση προσφυγή.

Οι συνήγοροι του Αιτητή στα πλαίσια της προσφυγής και της γραπτής τους αγόρευσης, προώθησαν διάφορους λόγους ακύρωσης προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης, τους οποίους εν τέλει εγκατέλειψαν κατά το στάδιο των διευκρινίσεων και διατήρησαν μόνο τον λόγο ακύρωσης που αφορά την μη διεξαγωγή δέουσας έρευνας. Ενόψει των δηλώσεων του ευπαίδευτου συνηγόρου του Αιτητή, όλοι οι λόγοι ακύρωσης ως καταγράφονται στην προσφυγή, πέραν από τον λόγο ακύρωσης που αφορά τη μη δέουσα έρευνα των Καθ’ ων η αίτηση αποσύρονται και απορρίπτονται.

 

Δια της γραπτής τους αγόρευσης, οι Καθ’ ων η αίτηση υποβάλλουν ότι η  προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και νόμιμη, σύμφωνη με τις διατάξεις του Συντάγματος, των Νόμων και των Κανονισμών, είναι αποτέλεσμα ορθής ενάσκησης των εξουσιών με τις οποίες περιβάλλονται οι Καθ’ ων η αίτηση, κατ’ εφαρμογή των αρχών του διοικητικού δικαίου, και λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα, αφού αξιολογήθηκαν όλα τα σχετικά γεγονότα και στοιχεία της υπόθεσης, είναι δε επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη.

Θα προχωρήσω να εξετάσω τον λόγο ακύρωσης που διατήρησε ο συνήγορος του Αιτητή, ήτοι τον ισχυρισμό περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των Καθ’ ων η αίτηση.

Κατά πάγια νομολογία, η επάρκεια της έρευνας, η έκταση και ο τρόπος διεξαγωγής της, ποικίλει ανάλογα με τα υπό διερεύνηση γεγονότα. Προκαθορισμένος τρόπος δεν υπάρχει. Με την προϋπόθεση ότι η έρευνα είναι επαρκής, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που η διοίκηση επέλεξε να διερευνήσει το θέμα, ούτε και υποκαθιστά τα υπ' αυτής διαπιστωθέντα πρωτογενή ευρήματα (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447 και Ράφτης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 και Κώστας Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1002/2009, ημερ. 27.10.2011).

Στη βάση της πιο πάνω υποχρέωσης του αρμόδιου οργάνου για δέουσα έρευνα θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν οι ισχυρισμοί του Αιτητή σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, για να διαφανεί εάν όντως το αρμόδιο όργανο προέβη στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα.

Ο Αιτητής κατά την υποβολή της αίτησής του για διεθνή προστασία δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα του για λόγους ασφαλείας. Πρόσθεσε ότι υπήρχαν άτομα που τους απειλούσαν να τους βασανίσουν, τόσο τον ίδιο όσο και την οικογένεια του. Ο αιτητής δήλωσε ότι εκτοπίστηκαν και ο ίδιος πήγε στην θεία του που τον βοήθησε να εγκαταλείψει την χώρα (ερυθρό 1 του Δ.Φ.).

Στο πλαίσιο της συνέντευξής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι έχει 1 αδερφό και 5 αδερφές. Η τελευταία φορά που είχε επαφή με τα μέλη της οικογένειάς του (γονείς και αδέρφια) ήταν τον Ιούνιο του 2022 (ερυθρό 22 δ.φ.). Ως προς το μορφωτικό του επίπεδο, ο Αιτητής δήλωσε ότι ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση σε σχολείο στην Tanganyika και αποφοίτησε περίπου το 2019/2020 (ερυθρό 28 δ.φ.). Ως προς το επαγγελματικό του υπόβαθρο, δήλωσε ότι δεν έχει εργαστεί στη χώρα καταγωγής του (ερυθρό 37 δ.φ.). Ως προς το τόπο καταγωγής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε στην Kinshasa, όπου διέμεινε για 5 περίπου χρόνια και εν συνεχεία μετακόμισε στο Kalimie στην επαρχία Tanganyika της ΛΔΚ (ερυθρά 37-36 δ.φ.). Αναφορικά με το ταξίδι του, δήλωσε ότι το οργάνωσε η θεία του (ερυθρό 34 δ.φ.).

Αναφορικά με το λόγο για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο πατέρας του, ο οποίος εργαζόταν σε μια πετρελαϊκή εταιρία ονόματι Sep Congo, ανέφερε στην εταιρία ότι κάποιοι συνάδελφοί του έκλεβαν πετρέλαιο από τα φορτηγά. Μετά την αναφορά κάποιοι εκ των συναδέλφων τράπηκαν σε φυγή, ενώ κάποιοι άλλοι φυλακίστηκαν. Ακολούθως, η οικογένεια του Αιτητή άρχισε να λαμβάνει απειλές από ένοπλους άνδρες.

Συγκεκριμένα, ο Αιτητής ανέφερε ότι κάποια στιγμή τον Ιούλιο ( του 2022) και ενώ ο ίδιος κοιμόταν, εισέβαλαν στο σπίτι ένοπλοι άνδρες. Οι άνδρες συγκέντρωσαν όλα τα μέλη που ήταν εντός της οικίας, στο σαλόνι του σπιτιού και με απειλές και σωματική βία, απαιτούσαν να μάθουν που βρισκόταν ο πατέρας του Αιτητή. Τελικά ένας εκ των ένοπλων ανδρών βρήκε κάποια χρήματα στο σπίτι και έτσι οι άνδρες αποφάσισαν να φύγουν παρόλο που ο αρχικός τους σκοπός σύμφωνα με τα λεγόμενά τους ήταν να δολοφονήσουν την οικογένεια. Ακολούθως, ο πατέρας του Αιτητή έστειλε έναν άνδρα στο σπίτι, ο οποίος κατόπιν επικοινωνίας με τον τελευταίο, μετέφερε όλη την οικογένεια στην εκκλησία. Την επόμενη μέρα όλοι μετέβησαν στο Lumbubashi, όπου παρέμειναν για 2-3 εβδομάδες. Στη διάρκεια της διαμονής τους, μια εκ των αδερφών του Αιτητή απήχθη και έτσι η μητέρα του Αιτητή αποφάσισε ότι όλα τα μέλη της οικογένειας έπρεπε να χωριστούν για λόγους ασφαλείας. Ο Αιτητής στάλθηκε σε μια θεία του στο Lumbubashi και από εκεί μετέβησαν στην Kinshasa, όπου η θεία του επιλήφθηκε όλων των διαδικασιών προκειμένου ο Αιτητής να εγκαταλείψει τη χώρα. Από τη στιγμή που εγκατέλειψε το Lumbubashi, ο Αιτητής έχασε επαφή με όλα τα μέλη της οικογένειάς του (ερυθρά 32-31 δ.φ.).

Ερωτηθείς τί φοβάται ότι θα συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν ξέρει τί ακριβώς να αναμένει, αλλά ότι φοβάται πως θα χάσει τη ζωή του εξαιτίας των συναδέλφων του πατέρα του που τον αναζητούν (ερυθρό 30 δ.φ.). Ερωτηθείς τί τον κάνει να πιστεύει ότι θα εξακολουθεί να κινδυνεύει μετά από τόσο καιρό, ο Αιτητής απάντησε ότι μπορούν να τον εντοπίσουν οπουδήποτε στη χώρα (ερυθρό 30 δ.φ.). Ερωτηθείς αν έχει συμβεί κάτι συγκεκριμένο από τη στιγμή που εγκατέλειψε τη χώρα, ο Αιτητής απάντησε ότι δεν έχει επαφή με κανέναν από τη στιγμή που έφυγε από τη ΛΔΚ (ερυθρό 30 δ.φ.).

Ερωτηθείς για την ταυτότητα των κατ’ ισχυρισμόν διωκτών του, ο Αιτητής δήλωσε ότι πρόκειται για τους συναδέλφους του πατέρα του που έκλεβαν πετρέλαιο από την εταιρία χρησιμοποιώντας οχήματα του στρατού (ερυθρό 30 δ.φ.). Ερωτηθείς αν κατήγγειλαν τις απειλές που δέχτηκαν, ο Αιτητής απάντησε ότι μετά το περιστατικό με τη ληστεία, απευθύνθηκαν στην αστυνομία, ωστόσο δεν υπήρξε κάποια ενέργεια εκ μέρους της (ερυθρό 30 δ.φ.).

Κατόπιν διευκρινιστικής ερώτησης, ο Αιτητής αποσαφήνισε ότι πριν από την έφοδο των ένοπλων ανδρών [περί τα μέσα του Ιουλίου (ερυθρό 28 δ.φ.], προηγήθηκε μια κλοπή περί το τέλος του Ιουνίου (ερυθρά 30-29 δ.φ.). Κατά την κλοπή κάποιοι άνθρωποι έκλεψαν από το σπίτι χρήματα, έναν υπολογιστή και κάποια έγγραφα του πατέρα του που σχετίζονταν με την εργασία του, αν και δεν γνωρίζει το ακριβές περιεχόμενό τους (ερυθρό 29 δ.φ.).

Κατόπιν ερωτήσεων αναφορικά με την εργασία του πατέρα του, ο Αιτητής ανέφερε ότι ο πατέρας του ήταν υπεύθυνος αποθήκης (ερυθρό 29 δ.φ.), ότι εργαζόταν πολλά χρόνια στη συγκεκριμένη εργασία και ότι κατήγγειλε το περιστατικό της κλοπής πετρελαίου στις αρχές Ιούνιου ( 2022) (ερυθρό 28 δ.φ.).

Κατόπιν ερωτήσεων αναφορικά με την επίθεση των ένοπλων ανδρών, ο Αιτητής ανέφερε ότι οι άνδρες φορούσαν μάσκες (ερυθρό 28 δ.φ.) και ότι δεν γνωρίζει τον ακριβή αριθμό των ανδρών, αλλά ότι 4 ήταν εντός της οικίας και κάποιοι παρέμειναν εκτός (ερυθρό 27 δ.φ.). Ερωτηθείς αν κατήγγειλαν το περιστατικό, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά επεξηγώντας ότι από τη στιγμή που οι συνάδελφοι του πατέρα του χρησιμοποιούσαν στρατιωτικά οχήματα για να κλέψουν πετρέλαιο, ήταν πιθανό τα συγκεκριμένα άτομα να συνεργάζονταν με την αστυνομία (ερυθρό 27 δ.φ.).

Ερωτηθείς για την απαγωγή της αδερφής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι η αδερφή του βγήκε από το σπίτι το πρωί (ερυθρό 26 δ.φ.) και το απόγευμα κάποιος ενημέρωσε τη μητέρα του ότι μάλλον έχει απαχθεί (ερυθρό 25 δ.φ.). Ερωτηθείς γιατί θεώρησαν ότι η απαγωγή της αδερφής του συνδέεται με την υπόθεση του πατέρα του, ο Αιτητής απάντησε ότι η σύνδεση προκύπτει από τη χρονική αλληλουχία των γεγονότων και γιατί οι δράστες της επίθεσης στο σπίτι τους προειδοποίησαν ότι θα επανέλθουν (ερυθρό 25 δ.φ.). Προσέθεσε ότι δεν κατήγγειλαν το περιστατικό στην αστυνομία, επειδή δεν εμπιστεύονταν την αστυνομία (ερυθρό 25 δ.φ.).

Ερωτηθείς αν τον προσέγγισε κανένας όσο βρισκόταν στην Kinshasa, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά (ερυθρό 24 δ.φ.). Ερωτηθείς αν θα μπορούσε να ζήσει σε κάποια περιοχή της ΛΔΚ, ο Αιτητής απάντησε ότι δεν θα μπορούσε να ζήσει πουθενά με ηρεμία, καθώς θα ζει σε καθεστώς φόβου και επίσης φοβάται ότι αν επανενωθεί με την οικογένειά του θα είναι ο επόμενος που θα απαχθεί (ερυθρό 24 δ.φ.). Ερωτηθείς πώς θα καταφέρουν να τον εντοπίσουν, ο Αιτητής απάντησε ότι έχουν παντού δικούς τους ανθρώπους (ερυθρό 23 δ.φ.).

Ο λειτουργός της EASO αξιολόγησε όσα ο Αιτητής δήλωσε στην συνέντευξη του και διέκρινε τους εξής ουσιώδεις ισχυρισμούς: 1) Ταυτότητα, προφίλ και χώρα καταγωγής του Αιτητή, 2) ο πατέρας του Αιτητή εργαζόταν στην εταιρία Sep Congo και ότι ανέφερε στη διοίκηση τον Ιούνιο του 2022 ότι κάποιοι συνάδελφοί του έκλεβαν πετρέλαιο, 3) μετά την αναφορά της κλοπής εκ μέρους του πατέρα του, η οικογένειά του δέχθηκε επίθεση αρχικά από ληστές, κατόπιν από ένοπλους άνδρες και τελικά μία εκ των αδερφών του έπεσε θύμα απαγωγής και 4) ο πατέρας του Αιτητή και ακολούθως όλη η οικογένειά του, δέχθηκαν απειλές.

Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός αφορά την ιθαγένεια, το εν γένει προφίλ και τον τόπο καταγωγής (Kinshasa) και τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή (Kalemie) και έγινε δεκτός, καθώς στοιχειοθετήθηκε τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού.

Ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός αφορά τον ισχυρισμό ότι ο πατέρας του Αιτητή εργαζόταν στην εταιρία Sep Congo και ότι ανέφερε στη διοίκηση τον Ιούνιο του 2022 ότι κάποιοι συνάδελφοί του έκλεβαν πετρέλαιο. Υπό το σκέλος της εσωτερικής αξιοπιστίας, ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να εισφέρει ικανοποιητικές πληροφορίες και ότι οι δηλώσεις του χαρακτηρίζονται από γενικότητες και ασάφειες. Περαιτέρω σημείωσε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει ένα ακριβές χρονοδιάγραμμα, και ότι όλες οι ημερομηνίες που ανέφερε ήταν κατά προσέγγιση. Επίσης, κατέγραψε ότι ο Αιτητής απάντησε με γενικότητα στις ερωτήσεις αναφορικά με την εργασία του πατέρα του και το κρίσιμο περιστατικό της αναφοράς και δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει πού βρισκόταν ο πατέρας του τη μέρα της επίθεσης των ένοπλων ανδρών. Τέλος, ο λειτουργός σχολίασε ότι είναι ευλόγως αναμενόμενο ο Αιτητής να γνώριζε περισσότερες πληροφορίες για το πού βρισκόταν ο πατέρας του τη μέρα της επίθεσης και για το κρίσιμο περιστατικό (αναφορά κλοπής) που κινητοποίησε την έξοδό του από τη χώρα.

Υπό το σκέλος της εξωτερικής αξιοπιστίας, ο λειτουργός κατέγραψε ότι ανευρέθη η εταιρία Sep Congo, αλλά δεν εντοπίστηκαν στοιχεία σχετικά με τα υπό αναφορά περιστατικά. Ως καταγράφεται, η αφήγηση του αιτητή ήταν ασυνεπής και δεν στοιχειοθετήθηκε η εσωτερική του αξιοπιστία και έτσι ο ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός.

Ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός αφορά τον ισχυρισμό ότι μετά την αναφορά της κλοπής εκ μέρους του πατέρα του, η οικογένειά του δέχθηκε επίθεση αρχικά από ληστές, κατόπιν από ένοπλους άνδρες και τελικά μία εκ των αδερφών του έπεσε θύμα απαγωγής. Υπό το σκέλος της εσωτερικής αξιοπιστίας, ο λειτουργός έκανε τις εξής επισημάνσεις: αρχικά κατέγραψε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή αναφορικά με τη ληστεία χαρακτηρίζονται από γενικότητα, ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει επακριβώς χρονικά το συμβάν, ενώ επίσης δεν ήταν σε θέση να αναφέρει τον ακριβή αριθμό των δραστών. Ακολούθως, ο λειτουργός σημείωσε ότι ο Αιτητής δεν παρείχε λεπτομερείς πληροφορίες ούτε για την επίθεση των ένοπλων ανδρών, προσθέτοντας ότι θα αναμενόταν ευλόγως από τον Αιτητή να είναι σε θέση να περιγράψει λεπτομερώς τους άνδρες, να εξηγήσει πώς ενημερώθηκε ο πατέρας του και ο φίλος του πατέρα του για την επίθεση και να προβάλει κάποιον επαρκή λόγο ως προς το γιατί δεν κατήγγειλαν το περιστατικό στην αστυνομία. Ως προς το περιστατικό της απαγωγής, ο λειτουργός σημείωσε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή δεν ήταν συνεκτικές καθότι όταν ο αιτητής ερωτήθηκε τι συνέβη στην αδελφή του, απάντησε ότι δεν ήταν μαζί της, άρα δεν γνωρίζει. Παράλληλα, ως επισημαίνεται, όταν ρωτήθηκε για την ηλικία της, ο ίδιος δήλωσε ότι είναι μεγαλύτερη του, αλλά δεν γνώριζε την ηλικία της. Πρόσθετα, ως τονίζει ο αρμόδιος λειτουργός, όταν ρωτήθηκε ποιος τους ενημέρωσε για την απαγωγή, ο ίδιος δήλωσε ότι δεν γνωρίζει και όταν ρωτήθηκε εάν πήγαν στην αστυνομία, απάντησε αρνητικά και ότι προσπάθησαν να ψάξουν μόνοι τους.

Υπό το σκέλος της εξωτερικής αξιοπιστίας, ο λειτουργός παρέπεμψε σε εξωτερικές πληροφορίες οι οποίες κάνουν λόγο για τη δράση ένοπλων ομάδων στο ανατολικό μέρος της ΛΔΚ. Καταληκτικά ωστόσο, έκρινε ότι ο ισχυρισμός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός λόγω της μη στοιχειοθέτησης της εσωτερικής αξιοπιστίας.

Ο τέταρτος ουσιώδης ισχυρισμός αφορά τον ισχυρισμό ότι ο πατέρας του Αιτητή και ακολούθως όλη η οικογένειά του, δέχθηκαν απειλές. Υπό το σκέλος της εσωτερικής αξιοπιστίας, ο λειτουργός κατέγραψε ότι όταν ο αιτητής ρωτήθηκε που ήταν ο πατέρας του κατά την διάρκεια αυτών των απειλών, ο ίδιος ανάφερε ότι δεν τον είδε μετά την επίθεση των ένοπλων, ή μίλησε μαζί του, ούτε ρώτησε γι΄ αυτόν, μιας και τον ίδιο τον απασχολούσε η κατάσταση του. Ακολούθως, κατέγραψε τις απαντήσεις του Αιτητή αναφορικά με την έκδοση του διαβατηρίου του και απέδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στο γεγονός ότι ο Αιτητής, αντίθετα προς το τί θα αναμενόταν εύλογα, δεν γνώριζε καμία πληροφορία για τη θεία του. Ως επισήμανε ο αρμόδιος λειτουργός, ο αιτητής θα αναμενόταν να προβάλει περισσότερες πληροφορίες ή τουλάχιστον να γνωρίζει εάν αυτή η γυναίκα είναι η αδελφή της μητέρας του ή του πατέρα του και ενώ παρότι έμεινε μαζί της 1 μήνα, εντούτοις ο ίδιος δήλωσε ότι δεν μίλησαν. Τέλος, ο λειτουργός σχολίασε ότι ο Αιτητής δήλωσε πλήρη άγνοια και ως προς το πού βρίσκονται τα μέλη της οικογένειάς του προβάλλοντας ως δικαιολογία το γεγονός ότι έχασε κάθε επαφή μαζί τους ήδη απ’ τότε που μετέβη στην Kinshasa με τη θεία του.

Υπό το σκέλος της εξωτερικής αξιοπιστίας, ο λειτουργός παρέπεμψε σε πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, οι οποίες κάνουν λόγο για την ατιμωρησία και το γεγονός ότι πολλοί πρώην εγκληματίες έχουν ενσωματωθεί στο στρατό, την αστυνομία και τις υπηρεσίες πληροφοριών ή επίσης έχουν λάβει πολιτικές θέσεις. Καταληκτικά, ο λειτουργός έκρινε ότι λόγω της μη στοιχειοθέτησης της εσωτερικής αξιοπιστίας, ο ισχυρισμός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.

Αξιολογώντας ακολούθως τον κίνδυνο που ενδέχεται να αντιμετωπίσει ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του και προχωρώντας στη νομική ανάλυση στη βάση του μοναδικού ισχυρισμού που έγινε αποδεκτός, ήτοι των στοιχείων του προσωπικού προφίλ και της χώρας καταγωγής του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν πληροί της προϋποθέσεις χορήγησης προσφυγικού καθεστώς, αφού δεν στοιχειοθετήθηκε ευλόγως βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη Δημοκρατία του Κογκό, συνδεόμενος με την εθνικότητα, τη φυλή, τη θρησκεία, την ιδιότητα μέλους σε συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα ή την πολιτική του γνώμη όπως περιγράφεται στο άρθρο 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, στο άρθρο 10 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ και στο άρθρο 3 και 3Δ του Περί Προσφύγων Νόμου.

 

Περαιτέρω, και όσον αφορά την πιθανή εκχώρηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας προς τον Αιτητή, ο λειτουργός κατέληξε ότι δεν δικαιολογείται αναγνώριση συμπληρωματικής προστασίας στο πρόσωπό του, καθότι δεν προέκυψαν στοιχεία που να συνηγορούν υπέρ του ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ και συγκεκριμένα στο Kalemie, στην επαρχία Tanganyika, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης, δυνάμει του άρθρου 15(α) και της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αντίστοιχο άρθρο 19(2) (α) του περί Προσφύγων Νόμου), ούτε κίνδυνο να αντιμετωπίσει βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, δυνάμει του άρθρου 15 (β) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αντίστοιχο άρθρο 19 (2) (β) του περί Προσφύγων Νόμου, αλλά ούτε και κίνδυνο σοβαρής βλάβης ως άμαχος, λόγω αδιακρίτως ασκούμενης βίας στα πλαίσια εσωτερικής ή εξωτερικής σύγκρουσης, δυνάμει του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αντίστοιχο άρθρο 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ενόψει των πιο πάνω αναφερθέντων, κρίνω ότι ουδεμία περαιτέρω έρευνα χρειαζόταν για την εξέταση της αίτησης του αιτητή.

 

Ενόψει των πιο πάνω αναφερθέντων, θα προχωρήσω να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης στη βάση του άρθρου 11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(I)/2018) και ενόψει τούτου να κρίνω αν ορθά το αρμόδιο όργανο απέρριψε το αίτημα του Αιτητή.

 

Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός ο οποίος έγινε αποδεκτός από την Υπηρεσία Ασύλου και αφορά την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και διαμονής και το προφίλ του Αιτητή δεν χρειάζεται περαιτέρω σχολιασμό, εφόσον προκύπτει πως ορθά έγινε αποδεκτός από τους Καθ’ ων η αίτηση.  

 

Λαμβάνοντας υπόψιν τις δηλώσεις του Αιτητή, ως προς τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του, ήτοι ότι ο πατέρας του αιτητή εργαζόταν στην Sep Congo και κατήγγειλε τους συναδέλφους του ότι έκλεβαν πετρέλαιο, παρατηρώ εκ προοιμίου ότι αυτός δεν ήταν σε θέση να τεκμηριώσει επαρκώς τον ισχυρισμό αυτό. Θα συμφωνήσω με την αξιολόγηση στην οποία έχει προβεί ο αρμόδιος λειτουργός ως καταγράφεται στην έκθεση – εισήγηση και με τα σημεία που εντόπισε περί του να καταλήξει σε εύρημα περί της μη αξιοπιστίας του αιτητή,  και επομένως παρέλκει η όποια επανάληψη τους.

 

Όσον αφορά τον τρίτο προβαλλόμενο ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι περί του ότι μετά την καταγγελία που είχε προβεί ο πατέρας του αιτητή, ληστές μπήκαν στο σπίτι τους, ακολούθως η ένοπλη ομάδα και μετέπειτα ότι απήχθη η αδελφή του, ορθώς ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε σε εύρημα περί της αναξιοπιστίας του αιτητή. Εν προκειμένω, παρατηρώ ότι οι δηλώσεις του Αιτητή σε σχέση με τον απορριφθέντα ισχυρισμό του, ήταν γενικόλογες και αόριστες καθότι δεν ήταν σε θέση να περιγράψει κανένα συμβάν με λεπτομέρεια από τα αναφερθέντα, αδυνατούσε να τοποθετήσει χρονολογικά τα πιο πάνω όπως επίσης δεν γνώριζε σημαντικά γεγονότα. Παρά τις ευκαιρίες που του δόθηκαν, έτσι ώστε να μπορεί να γίνει αποδεκτή η αξιοπιστία του, ο Αιτητής έδωσε γενικόλογες, ασαφείς και μη ευλογοφανείς απαντήσεις σε διευκρινιστικές ερωτήσεις που του τέθηκαν, χωρίς να παραθέτει λεπτομέρειες για τα περιστατικά που αφηγήθηκε. Οι ανεπαρκείς και ασαφείς απαντήσεις του Αιτητή δεν αντικατοπτρίζουν βιωματικής φύσης γεγονότα. Επομένως, ορθώς θεωρώ κρίθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση ότι τα όσα προβλήθηκαν στη συνέντευξη από τον Αιτητή αναφορικά με τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό, ως ανωτέρω καταγράφονται, έθεταν εν αμφιβόλω την αξιοπιστία των δηλώσεών του. Θα συμφωνήσω και με την αξιολόγηση στην οποία έχει προβεί ο αρμόδιος λειτουργός ως καταγράφεται στην έκθεση – εισήγηση και με τα σημεία που εντόπισε περί του να καταλήξει σε εύρημα περί της μη αξιοπιστίας του αιτητή,  και επομένως παρέλκει η όποια επανάληψη τους.

 

Όσον αφορά τον τέταρτο προβαλλόμενο ουσιώδη ισχυρισμό ήτοι ότι ο πατέρας του αιτητή απειλήθηκε και συνακόλουθα ολόκληρη η οικογένεια του μεταξύ των οποίων και του ίδιου του αιτητή, ορθώς ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε σε εύρημα περί της αναξιοπιστίας του αιτητή. Εν προκειμένω,  συμφωνώ με τους Καθ’ ων η αίτηση ότι ο Αιτητής έδωσε γενικόλογες, αντιφατικές, ασαφείς και μη ευλογοφανείς απαντήσεις σε διευκρινιστικές ερωτήσεις που του τέθηκαν σχετικά με τον πυρήνα του αιτήματός του, περιορίστηκε σε λακωνικές και αόριστες αποκρίσεις, χωρίς να παραθέτει λεπτομέρειες και συγκεκριμένες περιγραφές για τα περιστατικά που αφηγήθηκε. Οι ανεπαρκείς και ασαφείς απαντήσεις του Αιτητή δεν αντικατοπτρίζουν βιωματικής φύσης γεγονότα. Το γεγονός ότι ο Αιτητής καθ’ όλη την αφήγησή του δεν γνώριζε τι έκανε ο πατέρας του, που βρισκόταν κατά την διάρκεια των ισχυριζόμενων απειλών, όπως και μετέπειτα, καθώς και η αδυναμία του να αναφερθεί στα μέλη της οικογένειας του μεταξύ των οποίων της θείας του με την οποία διέμενε και δεν γνώριζε καμία πληροφορία, συνηγορούν υπερ της μη αξιοπιστίας του αιτητή. Θα συμφωνήσω και με την αξιολόγηση στην οποία έχει προβεί ο αρμόδιος λειτουργός ως καταγράφεται στην έκθεση – εισήγηση και με τα σημεία που εντόπισε περί του να καταλήξει σε εύρημα περί της μη αξιοπιστίας του αιτητή,  και επομένως παρέλκει η όποια επανάληψη τους.

 

Στη βάση των ανωτέρω συμπερασμάτων, διαπιστώνω ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση του Αιτητή ως πρόσφυγα, καθώς όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, ο Αιτητής δεν στοιχειοθέτησε κανένα απολύτως ισχυρισμό επί του οποίου θα μπορούσε να πιθανολογηθεί ευλόγως βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξής του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων σε περίπτωση επιστροφής του στην Λ.Δ.Κ, ο οποίος θα ενέπιπτε στις προϋποθέσεις αναγνώρισης του καθεστώτος του πρόσφυγα στο πρόσωπό του Αιτητή, έτσι όπως η έννοια του πρόσφυγα ερμηνεύεται στην Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και σύμφωνα με το άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου.

 

Συνακόλουθα, ελλείψει οιασδήποτε πραγματικής, προσωπικής και υφιστάμενης απειλής εις βάρος του, δεν προκύπτουν στοιχεία εκ των οποίων θα μπορούσε να πιθανολογηθεί ευλόγως ότι σε περίπτωση επιστροφής της στην Λ.Δ.Κ, o Αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, προκειμένου να κριθεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις χορήγησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπό του, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 του Περί προσφύγων Νόμου. Ειδικότερα, δεν ανέκυψε οιοσδήποτε πραγματικός κίνδυνος θανατικής ποινής ή εκτέλεσης, ή βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας εις βάρος του Αιτητή, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, δυνάμει του άρθρου 19(2), εδάφια (α) και (β), του Περί Προσφύγων Νόμου.

Περαιτέρω, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι ο Αιτητής, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του και δη στην πόλη Kalemie της επαρχίας Tanganyika, θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιακρίτως ασκούμενης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπουν, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης προς εξέταση της κατάστασης ασφαλείας που επικρατεί στην Kalemie, πόλη η οποία αποτελεί τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή στη ΛΔΚ και προορισμός επί  του οποίου ευλόγως αναμένεται να εγκατασταθεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής. 

Σύμφωνα με το RULAC[1] η ΛΔΚ εμπλέκεται σε διάφορες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις στο έδαφός της εναντίον διαφόρων μη κρατικών ένοπλων ομάδων. Μια ειρηνευτική επιχείρηση των Ηνωμένων Εθνών, η UN Organization Stabilization Mission in the Democratic Republic of the Congo (MONUSCO), υποστηρίζει τις ένοπλες δυνάμεις του Κονγκό (FARDC). Η Ρουάντα έχει παρέμβει στη ΛΔΚ προς υποστήριξη της ένοπλης ομάδας M23. Επιπλέον, η Κένυα έχει αναπτύξει ειρηνευτικά στρατεύματα στη ΛΔΚ προκειμένου να πολεμήσουν στη Goma[2].

Σε έκθεση της UNHCR για την κατάσταση στην ανατολική ΛΔΚ, ημερομηνίας 7 Μαρτίου 2025, καταγράφονται τα εξής: «Η κατάσταση στο North και South Kivu, και όλο και περισσότερο στην επαρχία Tanganyika, παραμένει εξαιρετικά ασταθής, με συνεχείς μάχες και συνεχιζόμενες επιθέσεις κατά του άμαχου πληθυσμού. Οι προκλήσεις για την προστασία στην ανατολική ΛΔΚ εξακολουθούν να υφίστανται, με αναφορές για αναγκαστική στρατολόγηση παιδιών, σεξουαλική βία και επιθέσεις σε μη στρατιωτικές υποδομές, συμπεριλαμβανομένων νοσοκομείων».[3]

Επίσης, σε μία πηγή ανευρέθηκαν στοιχεία αναφορικά την επιτυχία του Tanganyika Conflict Mitigation and Reconciliation project, το οποίο είχε ως στόχο την επίλυση της διαμάχης μεταξύ Bantu και Twa στην επαρχία Tanganyika.[4][5]

Σύμφωνα με τα πρόσφατα δεδομένα της βάσης δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού με έργο τη συλλογή, ανάλυση και χαρτογράφηση δεδομένων σχετικά με τις ημερομηνίες, τους δρώντες, τις τοποθεσίες, τους θανάτους και τους τύπους όλων των καταγεγραμμένων γεγονότων πολιτικής βίας και διαμαρτυρίας σε παγκόσμια κλίμακα, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 20/07/2024 και 18/07/2025 στην επαρχία Tanganyika της ΛΔΚ, καταγράφηκαν συνολικά 16 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία επήλθε ο θάνατος συνολικά 29 ανθρώπων. Πιο αναλυτικά, 8 εξ αυτών καταγράφηκαν ως μάχες (με 24 θύματα), κανένα ως εκρήξεις/απομακρυσμένη βία, 4 ως περιστατικά χρήσης βίας κατά πολιτών (με 3 θύματα) και 4 ως ταραχές/εξεγέρσεις (με 1 θύμα).[6] Συγκεκριμένα στο Kalemie για την ίδια χρονική περίοδο σημειώθηκαν 3 περιστατικά βίας κατά αμάχων (με 3 απώλειες), 3 περιστατικά μάχης (με 2 απώλειες) και 2 περιστατικά ταραχών/εξεγέρσεων (με 2 συνδεόμενες απώλειες).[7]

Σημειώνεται, ότι ο πληθυσμός της Kalemie εκτιμάται ότι το έτος 2024 ανέρχετο στους 160.961 κατοίκους.[8] Εκ των ανωτέρω πληροφοριών καθίσταται σαφές ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή από περιστατικά ασφαλείας (29 θάνατοι)  δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε να μπορεί να συναχθεί ότι στην Κinshasa επικρατούν συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας κατά των αμάχων στα πλαίσια οιασδήποτε εσωτερικής και/ή διεθνούς ένοπλης σύγκρουσης. Συνεπώς, δεν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος για κάποιον πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά από συνθήκες οι οποίες εμπίπτουν στις πρόνοιες του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

Κατά συνέπεια, η πόλη της Kalemie, και την οποία το Δικαστήριο θεωρεί ως την περιοχή της προηγούμενης συνήθους διαμονής του αιτητή, βάσει της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του ως παρατέθηκε ανωτέρω, παρότι χαρακτηρίζεται γενικά από αστάθεια και υψηλή εγκληματικότητα,  εντούτοις, δεν φαίνεται να πλήττεται σε τέτοιο βαθμό από συγκρούσεις και περιστατικά βίας, τα οποία να ανάγονται σε τόσο υψηλό επίπεδο, ώστε να θεωρούνται ότι πληρούν το όριο του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας, ως αυτό ερμηνεύθηκε από το ΔΕΕ[9]. Λαμβάνοντας υπόψιν και την απουσία των επιβαρυντικών περιστάσεων από το προφίλ του αιτητή, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτός θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του και συγκεκριμένα στην πόλη της Kalemie.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου τα οποία περιορίζονται στο περιεχόμενο του σχετικού διοικητικού φακέλου, αφού ουδεμία περαιτέρω μαρτυρία προσκομίστηκε στα πλαίσια της παρούσας προς υποστήριξη της αιτήσεως και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα όσο και την ουσία της υπό αναφορά υπόθεσης, καταλήγω ότι το αίτημα του  αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση του αιτητή.

Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €1000 έξοδα υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

 

 Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 

 



[1] To RULAC (Rule of Law in Armed Conflicts) είναι μια διαδικτυακή πύλη της Ακαδημίας της Γενεύης που καταγράφει και αναλύει ένοπλες συγκρούσεις παγκοσμίως, προσδιορίζοντας τα εμπλεκόμενα μέρη και το εφαρμοστέο διεθνές δίκαιο.https://www.rulac.org/

[4] Pact, Franck Kaseya, In DRC, Tanganyika Conflict Mitigation and Reconciliation Project builds peace, better conditions for communities, 12 Μαρτίου 2024, https://www.pactworld.org/blog/drc-tanganyika-conflict-mitigation-and-reconciliation-project-builds-peace-better-conditions

[5] International Rescue Committee, CONFLICT SPOTLIGHT A Silent Crisis in Congo: The Bantu and the Twa in Tanganyika, 31 Αυγούστου 2017

[6] ACLED Explorer, https://acleddata.com/explorer/ με συναφή παραμετροποίηση

[7] Ό.π.

[8] Worldometer, DR Congo Population (2025) - Worldometer, [Ημερομηνία Πρόσβασης: 29/07/2025]

[9] Βλ.  C-285/12 Aboubacar Diakité ν. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides και στην C-465/07 Meki Elgafaji, Noor Elgafali  v Staatssecretaris van Justitie


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο