Τ.Α.-Ν. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ. 7201/2022, 31/7/2025
print
Τίτλος:
Τ.Α.-Ν. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ. 7201/2022, 31/7/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

 

  Υπόθεση αρ. 7201/2022

 

31 Ιουλίου 2025

 

[Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

 Τ.Α.-Ν.

Αιτήτρια

Και

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ’ ων η αίτηση

 

Ε. Ιωακειμίδου (κα) για Μ. Μπαγιαζίδου (κα), Δικηγόροι για Αιτήτρια

 

Ε. Παραδεισιώτη (κα) Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την προσφυγή της η Αιτήτρια, αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 03/04/2022 η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 09/11/2022 και δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτησή του για παροχή διεθνούς προστασίας, ως άκυρης, παράνομης, αντισυνταγματικής και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου (εφεξής «Δ.Φ.») που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινίσεων της παρούσας προσφυγής ως Τεκμήριο 1, η αιτήτρια είναι ενήλικας υπήκοος του Καμερούν και στις 08/07/2019 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

Στις 05/08/2021 διεξήχθη συνέντευξη στην αιτήτρια από λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO και νυν EUAA, στο εξής αναφερόμενη ως «EASO»). Στις 08/03/2022, ο λειτουργός της EASO ετοίμασε εισηγητική έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη της αιτήτριας. Στις 03/04/2022, η εξουσιοδοτημένη από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου ενέκρινε την πιο πάνω εισήγηση για απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας.

Στις 21/04/2022 η Υπηρεσία Ασύλου ετοίμασε επιστολή ενημέρωσης προς την αιτήτρια σχετικά με την απόρριψη του αιτήματός της. Η επιστολή και η αιτιολόγηση της απόφασης, παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από την αιτήτρια στις 09/11/2022, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου σε γλώσσα την οποία κατανοεί.

Στη συνέχεια, η αιτήτρια καταχώρισε την υπό εξέταση προσφυγή.

Οι συνήγοροι της αιτήτριας στα πλαίσια της προσφυγής και της γραπτής τους αγόρευσης, προώθησαν διάφορους λόγους ακύρωσης προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης, τους οποίους εν τέλει εγκατέλειψαν κατά το στάδιο των διευκρινίσεων και διατήρησαν μόνο τον λόγο ακύρωσης που αφορά την μη διεξαγωγή δέουσας έρευνας. Ενόψει των δηλώσεων της ευπαίδευτης συνηγόρου της αιτήτριας, όλοι οι λόγοι ακύρωσης ως καταγράφονται στην προσφυγή, πέραν από τον λόγο ακύρωσης που αφορά τη μη δέουσα έρευνα των Καθ’ ων η αίτηση αποσύρονται και απορρίπτονται.

 

Δια της γραπτής τους αγόρευσης, οι Καθ’ ων η αίτηση υποβάλλουν ότι η  προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και νόμιμη, σύμφωνη με τις διατάξεις του Συντάγματος, των Νόμων και των Κανονισμών, είναι αποτέλεσμα ορθής ενάσκησης των εξουσιών με τις οποίες περιβάλλονται οι Καθ’ ων η αίτηση, κατ’ εφαρμογή των αρχών του διοικητικού δικαίου, και λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα, αφού αξιολογήθηκαν όλα τα σχετικά γεγονότα και στοιχεία της υπόθεσης, είναι δε επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη.

Θα προχωρήσω να εξετάσω τον λόγο ακύρωσης που διατήρησε ο συνήγορος του Αιτητή, ήτοι τον ισχυρισμό περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των Καθ’ ων η αίτηση.

Κατά πάγια νομολογία, η επάρκεια της έρευνας, η έκταση και ο τρόπος διεξαγωγής της, ποικίλει ανάλογα με τα υπό διερεύνηση γεγονότα. Προκαθορισμένος τρόπος δεν υπάρχει. Με την προϋπόθεση ότι η έρευνα είναι επαρκής, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που η διοίκηση επέλεξε να διερευνήσει το θέμα, ούτε και υποκαθιστά τα υπ' αυτής διαπιστωθέντα πρωτογενή ευρήματα (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447 και Ράφτης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 και Κώστας Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1002/2009, ημερ. 27.10.2011).

Στη βάση της πιο πάνω υποχρέωσης του αρμόδιου οργάνου για δέουσα έρευνα θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν οι ισχυρισμοί της αιτήτριας σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, για να διαφανεί εάν όντως το αρμόδιο όργανο προέβη στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα.

Η αιτήτρια κατά την υποβολή της αίτησής της για διεθνή προστασία δήλωσε ότι έφυγε εξαιτίας της πολιτικής αστάθειας. Ειδικότερα, ανέφερε ότι η ζωή της βρίσκεται σε κίνδυνο, γιατί την κατηγόρησαν ότι παρείχε φαγητό στους Ambazonians, στην Kumba, όπου διατηρούσε μαγαζί πώλησης φαγητού. Η συγκεκριμένη ενέργεια θεωρείται έγκλημα για την κυβέρνηση του Καμερούν. Ωστόσο, η ίδια δεν γνώριζε την ακριβή ταυτότητα των ανθρώπων που έρχονταν στην επιχείρησή της. Μία μέρα ο στρατός συνέλαβε όλους τους πωλητές φαγητού που δραστηριοποιούνταν στη συγκεκριμένη περιοχή, αλλά στη συνέχεια αφέθηκαν ελεύθεροι με εγγύηση. Παρόλα αυτά, η Αιτήτρια γνωρίζει ότι το όνομά της περιλαμβάνεται στη λίστα υπόπτων. Ο θείος της κανόνισε να έρθει η Αιτήτρια στην Κύπρο προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές της. Όταν όμως, η Αιτήτρια έφτασε πράγματι εδώ και προσπάθησε να επικοινωνήσει μαζί του προκειμένου να της αποστείλει λεφτά, δεν κατάφερε να τον εντοπίσει. Ακολούθως, μη διαθέτοντας κάποιο μέσο διαβίωσης, αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια στον προσφυγικό καταυλισμό. Προσέθεσε ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της, καθώς η ζωή της βρίσκεται σε κίνδυνο ( ερ. 1 του Δ.Φ.).

Στο πλαίσιο της συνέντευξής της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ξεκίνησε σπουδές στα χρηματοοικονομικά (ερυθρό 49 δ.φ.), ωστόσο δεν τις ολοκλήρωσε (ερυθρό 47 δ.φ.).

Αναφορικά με το τόπο καταγωγής της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι κατάγεται από το χωριό Bachou Ntai στο Mamfe (ερυθρό 49 δ.φ.), όπου και διέμενε όλη της τη ζωή (ερυθρά 47-46 δ.φ.).

Ως προς την οικογενειακή της κατάσταση δήλωσε ότι είναι ελεύθερη (ερυθρό 49 δ.φ.), ενώ αναφορικά με την πατρική της οικογένεια δήλωσε ότι ο πατέρας της αποβίωσε το 2009 (ερυθρό 49 δ.φ.). Ειδικότερα, η Αιτήτρια αναφέρει ότι η οικογένεια της είναι μια οικογένεια 7 μελών (ερυθρό 48 δ.φ.). Ως προς το επαγγελματικό της υπόβαθρο, η Αιτήτρια δήλωσε ότι αφού σταμάτησε τις σπουδές της εργάστηκε σε μια ασφαλιστική εταιρία. Στη συνέχεια εργάστηκε στη φάρμα του χωριού καταγωγής της και αφού συγκέντρωσε κάποια χρήματα μετέβη στη Kumba για να ανοίξει μια επιχείρηση πώλησης φαγητού (σελ. 47 δ.φ.).

Ως προς τον πυρήνα του αιτήματός της, η Αιτήτρια δήλωσε τα εξής:

Αρχικά δήλωσε ότι ο τόπος καταγωγής της είναι ένα μέρος όπου έχουν παρουσία τόσο οι αυτονομιστές όσο και ο στρατός. Υπάρχει συνεχώς ανταλλαγή πυρών και για το λόγο αυτό οι κάτοικοι έχουν μετοικήσει στις θαμνώδεις περιοχές αναζητώντας ασφάλεια. Προσέθεσε ότι ο στρατός θεωρεί ότι ο ανιψιός της ανήκει στους αυτονομιστές με αποτέλεσμα η οικογένειά της να στοχοποιείται συχνά. Συγκεκριμένα ανέφερε ότι έρχονταν να αναζητήσουν τον ανιψιό της και όταν δεν τον έβρισκαν, προέβαιναν σε ελέγχους κατά των υπόλοιπων μελών της οικογένειας και διατύπωναν απειλές σε βάρος τους (ερυθρό 45 δ.φ.). Επιπρόσθετα, ανέφερε ότι ήταν δύσκολο να βελτιώσει τη ζωή της λόγω της απουσίας του πατέρα της και του γεγονότος ότι δεν διέθεταν ιδιαίτερα οικονομικά μέσα (ερυθρό 45 δ.φ.).

Ερωτηθείσα τί φοβάται ότι θα συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν, η Αιτήτρια δήλωσε ότι φοβάται πώς θα πέσει θύμα απαγωγής, καθώς όταν κάποιος ταξιδεύει στο εξωτερικό και επιστρέφει στο Καμερούν θεωρείται ότι έχει συγκεντρώσει πολλά χρήματα (ερυθρό 44 και 39 δ.φ.). Προσέθεσε ότι δεν έχει κάποιο μέρος να μείνει στο Καμερούν, καθώς το μόνο σπίτι, όπου μπορεί να μείνει βρίσκεται στο Mamfe. Ωστόσο, κανένας δεν τολμάει να πάει στο Mamfe, ενώ και η διαδρομή προς το Mamfe είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη λόγω των συγκρούσεων μεταξύ στρατού και αυτονομιστών. Επίσης, λόγω της γενικότερης κατάλυσης της τάξης, ο καθένας μπορεί να εισέλθει στο σπίτι κάποιου και να το χρησιμοποιήσει με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ασφάλεια (ερυθρό 44 δ.φ.).

Ερωτηθείσα για την απαγωγή της αδερφής της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ενημερώθηκε από τη θεία της ότι η αδερφή της απήχθη και ότι οι απαγωγείς ζήτησαν 2 εκατομμύρια CFA εντός μίας βδομάδας, ωστόσο η οικογένειά της δεν ήταν σε θέση να συγκεντρώσει τόσα χρήματα. Ως προς την ταυτότητα των απαγωγέων, η Αιτήτρια δήλωσε ότι πρόκειται για αυτονομιστές, ενώ ως προς το λόγο της απαγωγής δήλωσε ότι μάλλον οφείλεται στο γεγονός ότι η οικογένειά της δεν είχε συνδράμει οικονομικά το αυτονομιστικό κίνημα, αν και κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος για τα ακριβή τους κίνητρα (ερυθρό 44 δ.φ.). Ως προς την απελευθέρωσή της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι η αδερφή της βρέθηκε να κείτεται στην άκρη του δρόμου σε σχεδόν ετοιμοθάνατη κατάσταση. Την μετέφεραν στο νοσοκομείο της Douala, όπου ο γιατρός διαπίστωσε ότι υπάρχει ένας όγκος στον εγκέφαλό της και ότι εντόπισε την ύπαρξη μιας χημικής ουσίας στο αίμα της. Η αδερφή της αποβίωσε τελικά μετά από περίπου μία εβδομάδα (ερυθρό 43 δ.φ.).

Ερωτηθείσα για το περιστατικό στην αγορά της Kumba, όπου πουλούσε φαγητό, η Αιτήτρια ανέφερε αρχικά ότι άρχισε να πουλάει φαγητό κοντά στην αγορά Fiango της Kumba τον Απρίλιο του 2019. Η επιχείρηση λειτούργησε μέχρι και τον Ιούνιο του 2019, οπότε η Αιτήτρια εγκατέλειψε το Καμερούν. Ως προς τα προβλήματα που αντιμετώπισε, η Αιτήτρια δήλωσε ότι συνέβησαν 3 περιστατικά (ερυθρό 40 δ.φ.). Την πρώτη φορά ήρθε ένα άτομο και της ζήτησε να μην σερβίρει τα μέλη του στρατού, αλλά η Αιτήτρια δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Τη δεύτερη φορά ήρθαν 3 άνδρες. Το μήνυμα ήταν ότι πρέπει να σταματήσει να σερβίρει τα μέλη του στρατού, γιατί δεν επιθυμούν την παρουσία τους στην περιοχή και γιατί η εξυπηρέτησή τους συνιστά πράξη «προδοσίας». Την τρίτη φορά ήρθαν 4 άτομα και την πήραν μαζί τους σε ένα μέρος κοντά στην αγορά προκειμένου να συναντήσει τον «αρχηγό» τους. Εκεί την κατηγόρησαν και πάλι ότι εξυπηρετεί μέλη του στρατού και εκείνη ανταπάντησε ότι δεν εξυπηρετεί συγκεκριμένες κατηγορίες ανθρώπων, αλλά επιπρόσθετα ζήτησε συγγνώμη εάν παρενέβη τους κανόνες τους και δεσμεύτηκε να μην το ξανακάνει. Στη συνέχεια την άφησαν μόνη για ώρες και μετά την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος, κατά το οποίο η Αιτήτρια φοβόταν ότι ενδεχομένως τελεί σε κατάσταση απαγωγής, την άφησαν να φύγει λέγοντάς της ότι κάποιος γνωστός της από το χωριό την υπερασπίστηκε (ερυθρά 42-40 δ.φ.). Ερωτηθείσα αναφορικά με την ταυτότητα των συγκεκριμένων ανδρών, η Αιτήτρια δήλωσε ότι δεν γνωρίζει αν ανήκαν στους Ambazonians δεδομένου ότι δεν διέθεταν κάποιο συγκεκριμένο σημάδι και ήταν ντυμένοι με κανονικά ρούχα (ερυθρό 41 δ.φ.).

Ερωτηθείσα αν άλλες επιχειρήσεις στην Kumba είχαν παρόμοια προβλήματα, η Αιτήτρια δήλωσε ότι έχει δει αναφορές για αντίστοιχα περιστατικά που φτάνουν μέχρι το σημείο της δολοφονίας. Προσέθεσε ότι οι μαγαζάτορες εκφοβίζονται και τίθενται στο στόχαστρο είτε από τους αυτονομιστές είτε από το στρατό ανάλογα με το ποιος θα τους εντοπίσει να εξυπηρετούν την αντίπαλη πλευρά (ερυθρό 40 δ.φ.).

Ερωτηθείσα αν έχει υποστεί οποιαδήποτε άλλη προσωπική βλάβη ή απειλή από τους αυτονομιστές, η Αιτήτρια δήλωσε ότι κάποιες φορές όταν ταξίδευε σταματούσαν το όχημα και ζητούσαν από τους επιβάτες να καταβάλουν χρήματα ή να παραδώσουν τις ταυτότητές τους ή απλά ακινητοποιούσαν το όχημα για κάποιες ώρες (ερυθρό 40 δ.φ.).

Ερωτηθείσα αναφορικά με τη γενικότερη κατάσταση στο χωριό καταγωγής της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ζητούνταν από τους κατοίκους να μένουν μέσα στα σπίτια τους και ότι ο στρατός έκανε συχνά επιδρομή στο χωριό. Προσέθεσε ότι οι κάτοικοι επέλεγαν συχνά να μεταφερθούν στις θαμνώδεις περιοχές για περισσότερη ασφάλεια και ότι λόγω της ανταλλαγής πυρών μεταξύ στρατού και αυτονομιστών, οι κάτοικοι τραυματίζονταν (ερυθρό 39 δ.φ.).

Ερωτηθείσα αναφορικά με την συμμετοχή του ανιψιού τους στα Amba Boys, η Αιτήτρια δήλωσε ότι η αδερφή της και μητέρα του ανιψιού της προσπάθησε να τον κάνει να εγκαταλείψει την ομάδα με το να τον αναγκάσει να εγκαταλείψει το Mamfe και να μετακομίσει στη Douala (ερυθρό 38 δ.φ.). Ωστόσο, ο ανιψιό της ήταν ήδη 16 ετών και μπόρεσε να επιστρέψει μόνος τους στο Mamfe (ερυθρό 38 δ.φ.). Σε άλλο σημείο της συνέντευξης ωστόσο, ανέφερε ότι ο ίδιος ο ανιψιός της εξέφρασε την επιθυμία να αλλάξει και να αποδεσμευτεί από τους Ambazonians και γι’ αυτό αποφάσισε να μεταβεί στην Douala. Ωστόσο, ένας από τους συναδέλφους του στη νέα του εργασία ήταν μέλος των Ambazonians. Μία μέρα λοιπόν, όταν τους σταμάτησε η αστυνομία για έλεγχο, εντοπίστηκαν στα πράγματα του συναδέλφου του στρατιωτικά αντικείμενα και έτσι ο ανιψιός της κατέληξε στη φυλακή Douala Kondegue (ερυθρό 38 δ.φ.).

Η Αιτήτρια ανέφερε επίσης ότι η αδερφή της δεν αποκάλυψε αρχικά την ανάμειξη του γιου της στους αυτονομιστές, γιατί όταν ένα μέλος της οικογένειας εντάσσεται στους Ambazonians, τότε η οικογένειά του μπαίνει στο στόχαστρο του στρατού και τα σπίτια των υπόλοιπων μελών κινδυνεύουν να καταστραφούν (ερυθρό 38 δ.φ.).

Ερωτώμενη αν έχει στοχοποιηθεί ποτέ προσωπικά από στο στρατό, η Αιτήτρια απάντησε αρνητικά διευκρινίζοντας ότι η συμπεριφορά των στρατιωτών απευθυνόταν σε όλους τους κατοίκους (ερυθρό 37 δ.φ.).

Ο λειτουργός της EASO αξιολόγησε όσα ο Αιτητής δήλωσε στην συνέντευξη του και διέκρινε τους εξής ουσιώδεις ισχυρισμούς: 5 ουσιώδεις ισχυρισμούς.

Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός αφορά τα στοιχεία ταυτότητας, το εν γένει προφίλ και τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας και έγινε δεκτός, καθώς στοιχειοθετήθηκε τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού.

Ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός αφορά το γεγονός ότι η Αιτήτρια εγκατάλειψε το Καμερούν λόγω της σύγκρουσης στην Αγγλόφωνη περιοχή. Υπό το σκέλος της εσωτερικής αξιοπιστίας, ο λειτουργός κατέγραψε ότι η Αιτήτρια υπήρξε σαφής και συνεκτική κατά την περιγραφή της κατάστασης ασφαλείας που επικρατεί στο χωριό της και του τρόπου με τον οποίο αυτή επηρεάζει διάφορους τομείς της ζωής των κατοίκων (αυθαίρετες συλλήψεις, απαγωγές, μετεγκατάσταση στις θαμνώδεις περιοχές, δυσκολία μετακίνησης και εμπορίου, ακρίβεια κτλ.). Υπό το σκέλος της εξωτερικής αξιοπιστίας, ο αρμόδιος λειτουργός παρέπεμψε σε πληροφορίες αναφορικά με τη γενικότερη κατάσταση στο Αγγλόφωνο Καμερούν, αναφορικά με τη δράση των αυτονομιστών και τη σταδιακή στοχοποίηση πολιτών εκ μέρους τους, καθώς και αναφορικά με τα περιστατικά ασφαλείας και τις συνδεόμενες απώλειες στην South West Περιοχή. Τέλος, παρέπεμψε σε μια πηγή αναφορικά με το θάνατο μιας γυναίκας στο Mamfe λόγω διασταυρούμενων πυρών. Ενόψει τούτου, η εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού στοιχειοθετήθηκε και ο εν λόγω ισχυρισμός έγινε αποδεκτός στην ολότητα του.

Ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός αφορά τις απειλές που δέχθηκε η Αιτήτρια και την εντολή να κλείσει στην επιχείρησή της επειδή εξυπηρετούσε ανθρώπους του στρατού. Ο ισχυρισμός έγινε δεκτός. Υπό το σκέλος της εσωτερικής αξιοπιστίας, ο λειτουργός κατέγραψε μεταξύ άλλων ότι η Αιτήτρια υπήρξε λεπτομερής και συνεκτική κατά την περιγραφή της επιχείρησής της. Ακολούθως, κατέγραψε ότι η Αιτήτρια υπήρξε σαφής, συνεκτική και αρκούντως λεπτομερής κατά την περιγραφή των απειλών που δέχθηκε, των ειδικών περιστάσεων, των εμπλεκόμενων ατόμων, της συνάντησης της με τον «αρχηγό» της ομάδας και όσων διαμείφθηκαν πριν και μετά από την εν λόγω συνάντηση, καθώς και της αδυναμίας της να καταγγείλει τα περιστατικά στις καμερουνέζικες αρχές λόγω των κινδύνων που θα εγκυμονούσε κάτι τέτοιο. Υπό το σκέλος της εξωτερικής αξιοπιστίας, o λειτουργός κατέγραψε ότι αν και η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει επακριβώς την ιδιότητα των ανθρώπων που την εκφόβισαν, βάσει της επικρατούσας κατάστασης στο Αγγλόφωνο Καμερούν προκύπτει με αρκετή ασφάλεια το συμπέρασμα ότι οι εν λόγω άνθρωποι ανήκαν στο αυτονομιστικό κίνημα. Επιπρόσθετα, παρέπεμψε σε πληροφορίες οι οποίες επιβεβαιώνουν ότι οι Ambazonians παρενοχλούν πολίτες λόγω της θεωρούμενης συνεργασίας τους με το καμερουνέζικο στρατό. Ενόψει τούτου, η εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού στοιχειοθετήθηκε και ο εν λόγω ισχυρισμός έγινε αποδεκτός στην ολότητα του.

Ο τέταρτος ουσιώδης ισχυρισμός αφορά την απαγωγή της αδερφής της και έγινε επίσης δεκτός. Υπό το σκέλος της εσωτερικής αξιοπιστίας, ο λειτουργός κατέγραψε μεταξύ άλλων ότι η Αιτήτρια υπήρξε σαφής κατά την περιγραφή της προσπάθειας της οικογένειάς της να συλλέξει τα λύτρα, καθώς και του τρόπου επικοινωνίας των απαγωγέων με την οικογένειά της μέσω της θείας της. Περαιτέρω κατέγραψε ότι η Αιτήτρια υπήρξε συνεκτική κατά την αφήγηση της ότι οι δράστες ήταν Ambazonians, οι οποίοι προέβησαν στην απαγωγή λόγω της μη καταβολής χρηματικής βοήθειας εκ μέρους της οικογένειάς της στο κίνημά τους. Τέλος, ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε ότι η Αιτήτρια υπήρξε σαφής και συνεκτική κατά την περιγραφή της κατάστασης στην οποία βρέθηκε η αδερφή της και όσων επακολούθησαν. Υπό το σκέλος της εξωτερικής αξιοπιστίας, ο λειτουργός παρέπεμψε σε πληθώρα εξωτερικών πηγών, οι οποίες επιβεβαιώνουν ότι οι απαγωγές αποτελούν συστηματική τακτική των ένοπλων αυτονομιστικών ομάδων σε βάρος των πολιτών της Αγγλόφωνης περιοχής. Ενόψει τούτου, η εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού στοιχειοθετήθηκε και ο εν λόγω ισχυρισμός έγινε αποδεκτός στην ολότητα του.

Ο πέμπτος ουσιώδης ισχυρισμός αφορά τη συμμετοχή του ανιψιού της Αιτήτριας στο αυτονομιστικό κίνημα. Ο εν λόγω ισχυρισμός έγινε δεκτός. Υπό το σκέλος της εσωτερικής αξιοπιστίας, ο λειτουργός κατέγραψε ότι η Αιτήτρια υπήρξε συνεκτική κατά την περιγραφή της σχέσης του ανιψιού της με τους Amba boys, αν και δεν ήταν συνεκτική αναφορικά με την τωρινή σύνδεσή του μαζί τους. Επίσης, υπήρξε σαφής κατά την περιγραφή των συνεπειών της ανάμειξης αυτής στην οικογένειά της και των προσπαθειών της αδερφής της να τον απομακρύνει από τους αυτονομιστές. Τέλος, ο λειτουργός κατέγραψε ότι η Αιτήτρια υπήρξε σαφής αναφορικά με την απόφαση του ανιψιού της να αποδεσμευτεί από τους Ambazonians, καθώς και των περιστάσεων που οδήγησαν στη φυλάκισή του. Αναφορικά με το γεγονός ότι η Αιτήτρια δεν υπήρξε σαφής ως προς την τωρινή σχέση του ανιψιού της με τους Ambazonians, ο λειτουργός απέδωσε την άγνοιά της στο γεγονός ότι δεν βρίσκεται στο Καμερούν και ότι λαμβάνει πληροφορίες έμμεσα μέσω των συγγενών της. Κατέληξε ωστόσο, ότι οι δηλώσεις που αφορούν την παρελθούσα ανάμειξη του ανιψιού της Αιτήτριας στους Amba Boys κρίνονται εσωτερικά αξιόπιστες. Υπό το σκέλος της εξωτερικής αξιοπιστίας, ο/η λειτουργός παρέπεμψε σε πληροφορίες που επιβεβαιώνουν ότι πολλοί νέοι άνδρες επιλέγουν να ενταχθούν στο ένοπλο αυτονομιστικό κίνημα, καθώς και σε πληροφορίες που κάνουν λόγο για φυλακίσεις αγγλόφωνων αυτονομιστών. Ενόψει τούτου, η εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού στοιχειοθετήθηκε και ο εν λόγω ισχυρισμός έγινε αποδεκτός στην ολότητα του.

Υπό το σκέλος της αξιολόγησης κινδύνου, ο λειτουργός προέβη αρχικά σε έρευνα αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην South West περιοχή του Καμερούν σε συνάρτηση με τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό. Από την έρευνα προέκυψε ότι στην Αγγλόφωνη Περιοχή του Καμερούν τόσο οι δυνάμεις ασφαλείας όσο και οι ένοπλες αυτονομιστικές ομάδες διαπράττουν σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ακολούθως, ο λειτουργός προέβη σε έρευνα αναφορικά με την επίδραση της σύγκρουσης στις γυναίκες της Αγγλόφωνης Περιοχής σε συνάρτηση με τους δύο πρώτους ουσιώδεις ισχυρισμούς. Από την έρευνα προέκυψε ότι πράγματι οι γυναίκες είναι ιδιαίτερα ευάλωτες εντός του πλαισίου της σύγκρουσης μαζί με άλλες κοινωνικές ομάδες, όπως τα παιδιά και τα άτομα με αναπηρίες. Στη βάση αυτών των διαπιστώσεων, ο λειτουργός κατέληξε ότι υπάρχει εύλογη πιθανότητα για την Αιτήτρια να εκτεθεί σε μεταχείριση ισοδυναμούσα με δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στο Bachou Ntai της επαρχίας Mamfe.

Ως προς τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό, ο λειτουργός κατέγραψε ότι από τη στιγμή που η Αιτήτρια υπάκουσε στην εντολή που της δόθηκε να κλείσει την επιχείρησή της, εύλογα θεωρείται ότι οι δράστες ικανοποιήθηκαν και άρα δεν θα επιθυμήσουν να της προξενήσουν κάποια περαιτέρω βλάβη. Προσέθεσε ότι το γεγονός ότι οι δράστες του εκφοβισμού δεν άσκησαν κάποιου είδους σωματική κακοποίηση σε βάρος της, υποδεικνύει ότι ο σκοπός τους δεν ήταν να προξενήσουν βλάβη στην Αιτήτρια, αλλά να διασφαλίσουν τη συμμόρφωσή της προς τις εντολές τους.

Ως προς τον τέταρτο ουσιώδη ισχυρισμό, ο λειτουργός σημείωσε ότι η απαγωγή της αδερφής της Αιτήτριας έλαβε χώρα μετά την έξοδο της Αιτήτριας από τη χώρα, πράγμα που σημαίνει ότι η ίδια δεν είχε κάποια προσωπική εμπλοκή στο όλο ζήτημα, και άρα δεν διαπιστώνεται εύλογη πιθανότητα έκθεσης της Αιτήτριας σε πράξεις δίωξης ή σοβαρής βλάβης σε συνάρτηση με τον εν λόγω ουσιώδη ισχυρισμό.

Λαμβάνοντας υπ’ όψιν συνδυαστικά τον τρίτο και τέταρτο ουσιώδη ισχυρισμό, ο λειτουργός κατέγραψε ότι αν και διαφαίνεται η ύπαρξη ενός αυξημένου ρίσκου για την Αιτήτρια, το ρίσκο αυτό αφορά την έκθεσή της σε εγκληματικές ενέργειες και όχι σε προσωπική στοχοποίηση. Στη βάση αυτής της διαπίστωσης κατέληξε ότι δεν προκύπτει εύλογη πιθανότητα έκθεσης της Αιτήτριας σε πράξεις δίωξης ή σοβαρής βλάβης σε συνάρτηση με τον τρίτο και τέταρτο ουσιώδη ισχυρισμό.

Ως προς τον πέμπτο ουσιώδη ισχυρισμό, ο λειτουργός κατέγραψε ότι δεν κατέστη εφικτό να ανευρεθούν πληροφορίες, οι οποίες να επιβεβαιώνουν ότι τα μέλη της οικογένειας ανθρώπων που έχουν ενταχθεί στο αυτονομιστικό κίνημα κινδυνεύουν με δίωξη από το στρατό. Προσέθεσε ότι αν και δεν μπορεί να αποκλειστεί το γεγονός ότι μια τέτοια σύνδεση την εκθέτει σε μεγαλύτερο κίνδυνο, ωστόσο το γεγονός ότι δεν αναφέρθηκαν πρόσφατα περιστατικά βίας κατά της οικογένειάς της, υποδεικνύει ότι ένας τέτοιος κίνδυνος δεν είναι υπαρκτός. Περαιτέρω, ο λειτουργός σημείωσε ότι το γεγονός ότι η αδερφή της Αιτήτριας απήχθη από αυτονομιστές, καθιστά απίθανη οποιαδήποτε σύνδεση της οικογένειάς της με το αυτονομιστικό κίνημα. Στη βάση αυτών των παρατηρήσεων, κατέληξε ότι δεν προκύπτει εύλογη πιθανότητα έκθεσης της Αιτήτριας σε πράξεις δίωξης ή σοβαρής βλάβης σε συνάρτηση με τον πέμπτο ουσιώδη ισχυρισμό.

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο λειτουργός έκρινε ότι η αιτήτρια δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς, μιας και δεν τεκμηριώθηκε φόβος δίωξης συνδεόμενος με την εθνικότητα, τη φυλή, τη θρησκεία, την ιδιότητα μέλους σε συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα ή την πολιτική γνώμη όπως περιγράφεται στο άρθρο 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, στο άρθρο 10 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ και στο άρθρο 3 και 3Δ του Περί Προσφύγων Νόμου. Περαιτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι δεν δικαιολογείται αναγνώριση συμπληρωματικής προστασίας στο πρόσωπο της αιτήτριας, καθότι ο κίνδυνος που μπορεί να αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής της δεν συνιστά πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης, ή βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, δυνάμει του άρθρου 15 εδάφια (α) και (β) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αντίστοιχο άρθρο 19(2), εδάφια (α) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου).  Προχωρώντας στην εξέταση των προϋποθέσεων του εδάφιου (γ) του άρθρου 15 της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αντίστοιχο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου), ο λειτουργός προέβη σε έρευνα αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην επαρχία Mamfe, τον τόπο καταγωγής και μόνιμης διαμονής της Αιτήτριας. Ακολούθως, ο λειτουργός αφού έλαβε υπ΄ όψιν τον αριθμό των περιστατικών ασφαλείας και των απωλειών στην South West περιοχή κατέληξε ότι η κατάσταση στον τόπο καταγωγής της Αιτήτριας δεν αφικνείται σε τέτοιο σημείο, ώστε να θεωρείται ότι οι πολίτες κινδυνεύουν λόγω της παρουσίας τους και μόνον στην περιοχή. Προχωρώντας στην αξιολόγηση των προσωπικών περιστάσεων της Αιτήτριας, ο λειτουργός κατέγραψε ότι πρόκειται για μόνη μητέρα ανήλικου τέκνου χωρίς κάποια αναπηρία, η οποία είναι μορφωμένη και έχει εργαστεί για ασφαλιστική εταιρία στο παρελθόν. Προσέθεσε ότι η Αιτήτρια ήταν σε θέση να ανοίξει τη δική της επιχείρηση (ασχέτως αν αναγκάστηκε να την κλείσει στη συνέχεια) και παρατήρησε ότι ενώ η οικογένειά της έχει επηρεαστεί από την εκτυλισσόμενη σύγκρουση, η ίδια δεν στοχοποιήθηκε ποτέ από τα μέρη της σύγκρουσης λόγω των προσωπικών της περιστάσεων. Στην βάση της κατάστασης ασφαλείας στην Αγγλόφωνη περιοχή σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η Αιτήτρια δεν υπέδειξε ότι θα εκτεθεί σε αυξημένο κίνδυνο να εκτεθεί σε αδιάκριτη βία στα πλαίσια της σύγκρουσης λόγω των προσωπικών της περιστάσεων, ο λειτουργός κατέληξε ότι η Αιτήτρια δεν δικαιούται συμπληρωματική προστασία.

Ενόψει των πιο πάνω αναφερθέντων, κρίνω ότι ο αρμόδιος λειτουργός προέβη δεόντως στην απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις έρευνα και δια τούτο, κατά την λήψη της απόφασης, λήφθηκαν δεόντως και σύμφωνα με τα όσα απαιτεί η οικεία νομοθεσία υπόψη όλα τα γεγονότα που περιβάλλουν την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε η Αιτήτρια.

 

Στο σημείο αυτό θα προχωρήσω να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης στη βάση του άρθρου 11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(I)/2018) και ενόψει τούτου να κρίνω αν ορθά το αρμόδιο όργανο απέρριψε το αίτημα της αιτήτριας.

 

Κατ΄αρχάς, όσον αφορά τους ισχυρισμούς της αιτήτριας που έγιναν αποδεκτοί,  το παρόν Δικαστήριο θα προχωρήσει σε σχέση με τούτους στην αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου που μπορεί να διατρέξει η αιτήτρια με την επιστροφή της στη χώρα καταγωγής της και την τυχόν υπαγωγή της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Προχωρώντας στην αξιολόγηση των ανωτέρω ισχυρισμών, οι οποίοι έχουν ήδη γίνει δεκτοί από την Υπηρεσία Ασύλου, ως έχει ειπωθεί στην απόφαση της Προέδρου του παρόντος Δικαστηρίου Μ. Παπαντωνίου, υπόθεση Αρ. 7397/21, Ν. D. v. Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 09/05/2023, σε περίπτωση που ένας ισχυρισμός έχει κριθεί αποδεκτός, το Δικαστήριο δεν μπορεί να χειροτερεύσει την θέση του αιτούντος στη βάση της αρχής της απαγόρευσης της χειροτέρευσης της θέσης του διοικούμενου (βλ. σχετικά αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου R E κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ. 7651/2021, 31/10/2024, G T ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ. 1441/2022, 9/7/2024).

 

Εξετάζοντας τον μελλοντοστραφή κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής της αιτήτριας στην χώρα καταγωγής της, θεωρώ ότι παρά την πλήρωση της εσωτερικής και εξωτερικής αξιοπιστίας των πιο πάνω ισχυρισμών, εντούτοις δεν προκύπτει εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια να εκτεθεί, λόγω αυτών, σε μεταχείριση η οποία θα μπορούσε να ανέλθει σε επίπεδο δίωξης ή σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της.

 

Ειδικότερα, όσον αφορά τους ισχυρισμούς που προβάλλει η Αιτήτρια στα πλαίσια ενδεχόμενης επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, καταρχάς παρατηρείται πως τέτοιοι ισχυρισμοί, ήτοι ότι με την επιστροφή της στο τόπο διαμονής της θα αντιμετωπίσει προβλήματα, αφορούν γενικότερα την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στις αγγλόφωνες περιοχές. Εξάλλου, οι εν λόγω ισχυρισμοί δεν βασίζονται σε εξατομικευμένες εμπειρίες τις οποίες ενδέχεται να έχει πράγματι βιώσει η Αιτήτρια. Ουδέν γεγονός πρόβαλε το οποίο να συνέβη στην ίδια προσωπικά που να σχετίζεται με τους ένοπλους αυτονομιστές, που να αποτελεί λόγο φυγής της από τη χώρα καταγωγής ή να δικαιολογούν πραγματικό κίνδυνο κατά την επιστροφή της εκεί (βλ. παρ. 37-39 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος του Πρόσφυγα, της Ύπατης Αρμοστείας των Η.Ε. για τους Πρόσφυγες).

 

Πρόσθετα, εξετάζοντας τον μελλοντοστραφή κίνδυνο, δεν εμφαίνεται ότι μετά την πάροδο τόσο χρόνων, ενδέχεται η αιτήτρια να στοχοποιηθεί με οποιοδήποτε τρόπο από τους αυτονομιστές, ενόψει και του γεγονότος ότι δεν εντοπίστηκε οποιαδήποτε εξωτερική πηγή πληροφόρησης από την χώρα καταγωγής της, όπου να δεικνύει ότι με την επιστροφή οποιουδήποτε αιτητή, χωρίς συγκεκριμένο προφίλ, θα στοχοποιηθεί από τους αυτονομιστές. Αντιθέτως, η αιτήτρια αναφέρθηκε σε ένα αποκλειστικά περιστατικό, την απαγωγή της αδελφής της, το οποίο μεσολάβησε μετά την έξοδο της από την χώρα και ουδεμία ανάμειξη είχε η ίδια και επομένως αφορά τη γενικότερη κατάσταση που επικρατεί στο τόπο διαμονής της, χωρίς όμως να ήταν σε θέση να προσδιορίσει προσωπική στοχοποίηση εξαιτίας αυτού. Πρόσθετα, το γεγονός ότι η αιτήτρια έκλεισε την επιχείρηση της, δεικνύει ότι ουδεμία πλέον διασύνδεση έχει πλέον με τους Ambazonians μιας και υπάκουσε την εντολή τους και ουδέποτε την είχαν οχλήσει έκτοτε. Τέλος, η συμμετοχή του ανιψιού της στην ομάδα των Ambazonians, δεν την εκθέτει σε οποιοδήποτε κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα της, μιας και ούτε κατά την διάρκεια της συμμετοχής του ούτε μετέπειτα με την αποχώρηση του από τους αυτονομιστές, δεν στοχοποιήθηκε με οποιοδήποτε τρόπο η οικογένεια της και η ίδια ενώ παράλληλα δεν εντοπίστηκαν εξωτερικές πηγές πληροφόρησης που να δεικνύουν ότι τα μέλη οικογένειας που ήταν ενταγμένοι στους Ambazonians έχουν στοχοποιηθεί σε προσωπικό επίπεδο με οποιοδήποτε τρόπο.

 

Θα συμφωνήσω επίσης με την αξιολόγηση στην οποία έχει προβεί ο αρμόδιος λειτουργός ως καταγράφεται στην έκθεση – εισήγηση ήτοι περί του ότι δεν υπάρχει πιθανότητα η αιτήτρια να υποστεί δίωξή ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της και επομένως παρέλκει η όποια επανάληψη τους και επομένως καταλήγω ότι ορθώς κρίθηκε από τους καθ΄ων η αίτηση ότι δεν προκύπτει εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια να εκτεθεί, λόγω αυτών, σε μεταχείριση η οποία θα μπορούσε να ανέλθει σε επίπεδο δίωξης ή σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της.

 

Λαμβάνοντας υπόψιν εν προκειμένω τις δηλώσεις της αιτήτριας, ως αυτές προβλήθηκαν καθόλη τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός της και οι οποίες παρατέθηκαν λεπτομερώς ανωτέρω, κρίνεται ότι ορθώς οι Καθ' ων η αίτηση διαπίστωσαν, σύμφωνα και με τα πιο πάνω, ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση της Αιτήτριας ως πρόσφυγα, καθώς όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, η αιτήτρια δεν τεκμηρίωσε κατά τρόπο κανένα απολύτως ισχυρισμό ο οποίος στοιχειοθετεί βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης, που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης του καθεστώτος του πρόσφυγα στο πρόσωπό της, έτσι όπως η έννοια του πρόσφυγα ερμηνεύεται στην Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από τον Περί Προσφύγων Νόμο, καθότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων σύμφωνα με το άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου.

 

Συνακόλουθα, η Αιτήτρια δεν τεκμηρίωσε κανένα ουσιώδη λόγο που να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς της, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, για να της δοθεί συμπληρωματική προστασία για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 19 του Περί προσφύγων Νόμου. Ειδικότερα, δεν επικαλέστηκε πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης, ή βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας στην χώρα καταγωγής της, δυνάμει του άρθρου 19(2), εδάφια (α) και (β), του Περί Προσφύγων Νόμου.

 

Πρόσθετα, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, η αιτήτρια θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, θα πρέπει το Δικαστήριο να διαπιστώσει εάν στην περιοχή καταγωγής και μόνιμης διαμονής της αιτήτριας υφίσταται 1) ένοπλη σύρραξη και εάν και εφόσον υφίσταται τότε 2) να διαπιστώσει κατά πόσο στην εν λόγω περιοχή υπάρχει αδιάκριτη άσκηση βίας σε βαθμό τόσο υψηλό ώστε ο Αιτητής να διατρέχει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη ως άμαχος πολίτης. Παράλληλα το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει τυχόν ειδικό κίνδυνο που διατρέχει η αιτήτρια από την ατομική της κατάσταση και τυχόν προσωπικές περιστάσεις σε συνδυασμό με τις συνθήκες αδιάκριτης άσκησης βίας (σε μικρότερο βαθμό), σύμφωνα με την αναπροσαρμοσμένη κλίμακα που καθορίστηκε στην απόφαση Elgafaji [1] του ΔΕΕ. Σύμφωνα με το Εγχειρίδιο του ΕΑΣΟ - Δικαστική Ανάλυση, σχετικά με την ανάλυση του άρθρου 15 (γ) της οδηγίας 2011/95/ΕΕ «Βάσει του άρθρου 15 στοιχείο γ), ένα πρόσωπο που διατρέχει γενικό κίνδυνο δεν αποκλείεται να διατρέχει και ειδικό κίνδυνο, και το αντίστροφο. Πράγματι, το ΔΕΕ διατύπωσε την έννοια της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, σύμφωνα με την οποία: «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας (Elgafaji, σκέψη 39· Diakité, σκέψη 31). Το αντίστροφο ισχύει επίσης: κατ’ εξαίρεση, ο βαθμός βίας μπορεί να είναι τόσο υψηλός ώστε ένας άμαχος να διατρέχει πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή βλάβη απλώς και μόνο λόγω της παρουσίας του στο έδαφος της επηρεαζόμενης χώρας ή περιοχής (σκέψη 43). Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ερμηνεία αυτή δεν αντέβαινε στην [τότε] αιτιολογική σκέψη 26 της οδηγίας, καθώς το γράμμα αυτής προβλέπει το ενδεχόμενο μιας τέτοιας εξαιρετικής κατάστασης (59).»[2]

Επομένως, εξετάζοντας την πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 15 (γ) του κατά πόσον υφίσταται ένοπλη σύρραξη στο Καμερούν και την κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή, αξίζει να αναφερθούν τα κατωτέρω:

Το Καμερούν είναι πλειοψηφικά μια γαλλόφωνη χώρα και οι βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές του, αποτελούνται από Αγγλόφωνους, οι οποίοι διαμαρτύρονται ότι η Κυβέρνηση σκόπιμα τους έχει απομονώσει και περιθωριοποιήσει.[3] Οι Αγγλόφωνοι συγκεντρώνονται κυρίως σε δύο δυτικές περιοχές, τη Βορειοδυτική και τη Νοτιοδυτική Περιφέρεια, όπου μετά το τέλος της αποικιακής περιόδου στην Αφρική ενσωματώθηκαν στο γαλλόφωνο κράτος πριν από πολλές δεκαετίες.[4]

Ο Αγγλόφωνος πληθυσμός ξεκίνησε ένα κίνημα διαμαρτυρίας το 2016 με αιτήματα για πλήρη ανεξαρτησία από τον γαλλόφωνο πληθυσμό αλλά παρ΄ όλα αυτά εκφυλίστηκε σε συγκρούσεις με την Κυβέρνηση, μετά την καταστολή των διαδηλώσεων από αυτήν. Από αυτές τις συγκρούσεις, έχουν σκοτωθεί έκτοτε χιλιάδες άτομα – 3000 σε αριθμό - πάνω από 900000 άτομα εγκατέλειψαν τις οικίες τους, και περίπου 800000 παιδιά παρέμειναν εκτός σχολείου. Ο στρατός έχει κατηγορηθεί για εκτεταμένες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και σε μικρότερο βαθμό, παρόμοια ευθύνη φέρουν και οι διάφορες αυτονομιστικές δυνάμεις των Αγγλόφωνων που αγωνίζονται για μια ανεξάρτητη «Αμπαζονία».[5]

Σύμφωνα με το Human Rights Watch σε έκθεση για την χώρα η οποία καλύπτει το έτος 2023, αναφέρεται πως το 2023, ένοπλες ομάδες και κυβερνητικές δυνάμεις συνέχισαν τη διάπραξη παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων παράνομων δολοφονιών, στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν και στην περιοχή του Άπω Βορρά. Η βία στις δύο αγγλόφωνες βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές συνεχίστηκε για έκτη χρονιά, παρά το γεγονός ότι ο Πρόεδρος Paul Biya  δήλωσε τον Ιανουάριο ότι πολλές ένοπλες αυτονομιστικές ομάδες είχαν παραδοθεί και ότι η απειλή που αποτελούσαν είχε μειωθεί σημαντικά. Μέχρι τα μέσα του έτους, υπήρχαν πάνω από 638.000 εσωτερικά εκτοπισμένοι στις αγγλόφωνες περιοχές και τουλάχιστον 1,7 εκατομμύρια άνθρωποι χρειάστηκαν ανθρωπιστική βοήθεια. Άμαχοι αντιμετώπισαν δολοφονίες και απαγωγές από ένοπλες ισλαμιστικές ομάδες στην περιοχή του Άπω Βορρά, συμπεριλαμβανομένης της Μπόκο Χαράμ και του Ισλαμικού Κράτους στην επαρχία της Δυτικής Αφρικής (ISWAP). Οι αυτονομιστές μαχητές συνέχισαν να στοχεύουν αμάχους, αναγκάζοντας τους να μείνουν κλεισμένοι στα σπίτια τους και εξαπολύοντας επιθέσεις γύρω από μεγάλα γεγονότα, όπως των εκλογών και του ανοίγματος των σχολείων την περίοδο του Σεπτεμβρίου. Οι δυνάμεις ασφαλείας απάντησαν στις αυτονομιστικές επιθέσεις, αποτυχαίνοντας συχνά να προστατεύσουν τους αμάχους σε όλες τις αγγλόφωνες περιοχές»[6].

Σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση για την χώρα στην ιστοσελίδα του ACAPS αναφέρεται πως το Καμερούν βιώνει διάφορες κρίσεις εντός της χώρας. Οι μακροχρόνιες δυσαρέσκειες της αγγλόφωνης κοινότητας στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές, μετά από δεκαετίες περιθωριοποίησης των μειονοτικών αγγλόφωνων περιοχών από τη γαλλόφωνη Κυβέρνηση, κλιμακώθηκαν σε εκτεταμένες διαμαρτυρίες και απεργίες στα τέλη του 2016. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση διαφορετικών αυτονομιστών να φωνάζουν/διαδηλώνουν υπέρ της αυτοαποκαλούμενης Δημοκρατίας της Ambazonias στα βορειοδυτικά και νοτιοδυτικά. Οι συγκρούσεις μεταξύ του στρατού και των αυτονομιστικών δυνάμεων έχουν εντείνει την ανασφάλεια στις ανωτέρω περιοχές, οδηγώντας 638.400 ανθρώπους σε εκτοπισμό  στο εσωτερικό της χώρας και 64.000 σε αναζήτηση καταφυγίου στη γειτονική Νιγηρία μέχρι τις 9 Φεβρουαρίου 2024. Επίσης, η εξέγερση της Boko Haram στα βορειοανατολικά της Νιγηρίας έχει επίσης εξαπλωθεί στην περιοχή του Άπω Βορρά (extreme Nord), όπου 120.869 Νιγηριανοί πρόσφυγες έχουν καταφύγει στον Άπω Βορρά του Καμερούν, ενώ η βία από την Μπόκο Χαράμ και το Ισλαμικό Κράτος έχει εκτοπίσει εσωτερικά περισσότερους από 453.600 ανθρώπους[7].

Επομένως στην βάση των πιο πάνω διαπιστώνεται ότι υφίσταται εσωτερική ένοπλη σύρραξη στο Καμερούν, η πρώτη και αναγκαία προϋπόθεση για την εφαρμογή του άρθρου 15 στοιχείο γ) της οδηγίας 2011/95/ΕΕ. Παράλληλα όμως θα πρέπει να υφίσταται και αδιάκριτη βία σε τέτοιο υψηλό βαθμό - όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτων των προσωπικών τους περιστάσεων, ως ένας γενικότερος κίνδυνος βλάβης κατά αμάχου – που η απλή παρουσία αμάχου στην περιοχή θα συνιστά πραγματικό κίνδυνο να υποστεί ουσιώδη βλάβη. Στη σκέψη 30 της απόφασης Diakité, το ΔΕΕ επισήμανε τα εξής: «Επιπλέον, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι η ύπαρξη εσωτερικής ένοπλης συρράξεως μπορεί να συνεπάγεται την παροχή της επικουρικής προστασίας μόνο στο μέτρο που οι συγκρούσεις μεταξύ των τακτικών δυνάμεων ενός κράτους και ενός ή περισσοτέρων ενόπλων ομάδων ή μεταξύ δύο ή περισσοτέρων ενόπλων ομάδων θεωρούνται κατ’ εξαίρεση ότι συνεπάγονται σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του αιτούντος την επικουρική προστασία, υπό την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γ), της οδηγίας 2004/83, διότι ο βαθμός της αδιάκριτης ασκήσεως βίας που τις χαρακτηρίζει είναι τόσο μεγάλος ώστε υπάρχουν σοβαροί και βάσιμοι λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να υποστεί την εν λόγω απειλή (βλέπε, υπό την έννοια αυτή, Elgafaji, σκέψη 43)»[8].

Στη σκέψη 35 της απόφασης Elgafaji, το Δικαστήριο ανάφερε το εξής: «Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ’, της οδηγίας»[9].

Ενόψει των πιο πάνω αναφερθέντων, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε πρόσφατες έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί σε αυτήν όσον αφορά την Αγγλόφωνη κρίση στις Αγγλόφωνες περιοχές και συγκεκριμένα στη Νοτιοδυτική Περιοχή του Καμερούν, όπου ανήκει γεωγραφικά η πόλη Mamfe, η οποία θεωρείται το τελευταίο μέρος συνήθους διαμονής της αιτήτριας, για να διαπιστώσει κατά πόσον υφίσταται σε τέτοιο υψηλό βαθμό αδιάκριτη βία.

 

Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, στη νοτιοδυτική περιοχή (South-West Region) του Καμερούν, στην οποία βρίσκεται η πόλη Mamfe, κατά την χρονική περίοδο 13/07/2024 – 11/07/2025 στην συγκεκριμένη περιοχή καταγράφηκαν 417 περιστατικά ασφαλείας τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 455 ανθρώπινες απώλειες. Τα 5456 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 235 περιστατικά βίας κατά πολιτών (violence against civilians) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 83 ανθρώπινες απώλειες, 13 ταραχές (riots) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 2 ανθρώπινες απώλειες, 144 μάχες (battles) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 361 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, 14 εκρήξεις/απομακρυσμένη βία (explosions/remote violence) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 9 ανθρώπινες απώλειες, και 11 διαμαρτυρίες (protests) χωρίς ανθρώπινες απώλειες.[10]

 

Δεδομένου δε ότι ο συνολικός πληθυσμός στην ευρύτερη νοτιοδυτική περιφέρεια ανερχόταν στα 1,553,320 (2020),[11] καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός περιστατικών ασφαλείας στη Νοτιοδυτική περιοχή του Καμερούν, δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε να εκτιμηθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής της εκεί, η αιτήτρια θα κινδυνεύσει αποκλειστικά λόγω της φυσικής της παρουσίας εκεί. Το εν λόγω συμπέρασμα ενδυναμώνεται άλλωστε και από το ότι, βάσει των πληροφοριών που αντλήθηκαν, στην περιοχή Mamfe, τόπο που ευλόγως αναμένεται να εγκατασταθεί η αιτήτρια σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, το τελευταίο έτος ο αριθμός των περιστατικών ασφαλείας και των συνδεόμενων απωλειών είναι χαμηλός.

Λαμβάνοντας επίσης υπόψη την απουσία προσωπικών επιβαρυντικών περιστάσεων στο προφίλ της αιτήτριας εφαρμόζοντας την «αναπροσαρμοζόμενη κλίμακα», όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του Δ.Ε.Ε., το Δικαστήριο καταληκτικά κρίνει ότι δε συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται σε περίπτωση επιστροφής του στην πόλη Mamfe της Νοτιοδυτικής περιφέρειας του Καμερούν, θα κινδυνεύσει ως άμαχος πολίτης στα πλαίσια της υφιστάμενης εσωτερικής σύγκρουσης.

 

Ως εκ τούτου, η σύγκρουση στο Καμερούν δεν έχει φτάσει σε σημείο που να στοχοποιούνται αδιακρίτως άμαχοι μόνο και μόνο λόγω της παρουσίας τους στην Αγγλόφωνη Περιοχή και συγκεκριμένα στη Νοτιοδυτική Περιφέρεια της χώρας. Λαμβάνοντας υπόψη την απουσία προσωπικών υποκειμενικών εξατομικευμένων στοιχείων στο προφίλ της αιτήτριας, η εξέταση του φόβου επιστροφής γίνεται στη βάση της κατάστασης ασφαλείας της περιοχής όπου αναμένεται να επιστρέψει. Λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερθέντα δεδομένα όσον αφορά την κατάσταση ασφαλείας στη νοτιοδυτική περιφέρεια του Καμερούν καθώς και τους προαναφερθέντες αριθμούς, συνάγεται εύλογα και με ασφάλεια το συμπέρασμα ότι η φύση και η έκταση της κρίσης μαζί με το ατομικό προφίλ της αιτήτριας δεν συνιστούν ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι θα κινδυνεύσει ως άμαχος πολίτης, σε περίπτωση επιστροφής στην περιοχή του, η κατάσταση της οποίας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως κατάσταση αδιάκριτης βίας, κατά την έννοια του άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

Επιπρόσθετα, η πιο πάνω αναφορά περί του ότι στις Αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν δεν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να θιγεί προσωπικά άμαχος κατά την έννοια του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας επιβεβαιώνεται και από άλλες αξιόπιστες πηγές.

Κατ’ αρχήν, αξίζει να σημειωθεί ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση και ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης (International Organization for Migration- IOM) έχουν θέσει σε εφαρμογή ένα κοινό πρόγραμμα το οποίο διευκολύνει την εθελούσια επιστροφή Καμερουνέζων πολιτών στη χώρα καταγωγής τους, καθώς επίσης παρέχει υποστήριξη στους επιστραφέντες με στόχο την ομαλή επανένταξή τους στη ζωή του Cameroon (επαγγελματικός προσανατολισμός, πρακτική εκπαίδευση, εκθέσεις ενημέρωσης για επαγγελματικά θέματα και θέσεις εργασίας, συνεδρίες συμβουλευτικής).[12] Βασικοί μέτοχοι στο πρόγραμμα εντός του Cameroon είναι το Υπουργείο Εξωτερικών Σχέσεων (Ministry of External Relations), η Γενική Διεύθυνση Εθνικής Ασφάλειας (General Direction for National Security), το Υπουργείο Δημόσιας Υγείας (Ministry of Public Health), το Υπουργείο Κοινωνικών Θεμάτων (Ministry of Social Affairs), το Υπουργείο Νεότητας και Πολιτικής Αγωγής (Ministry of Youth and Civic Education), καθώς και η Διεύθυνση Πολιτικής Προστασίας (Direction of Civil Protection) του Υπουργείου Εδαφικής Διοίκησης (Ministry of Territorial Administration)[13]. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει δημοσιεύσει ο IOM από τον Ιούνιο του 2017 έως το 2021 έλαβαν βοήθεια κατά την εθελούσια επιστροφή τους και τη διαδικασία επανένταξής τους 5.450 Καμερουνέζοι πολίτες.[14]

Βάσει των ανωτέρω πληροφορίων περί εμπλοκής του ΙΟΜ στην διαδικασία εθελούσιας επιστροφής και του μεγάλου αριθμού των Καμερουνέζων που έχουν ωφεληθεί από το πρόγραμμα, προκύπτει ότι σε ένα γενικό πλαίσιο η επιστροφή στο Cameroon δεν είναι αδύνατη και αφ’ εαυτής επικίνδυνη για ένα άμαχο πολίτη.

Η περιοχή Mamfe, που ανήκει γεωγραφικά στην Nοτιοδυτική Περιοχή του Καμερούν, από την οποία κατάγεται η αιτήτρια και την οποία το Δικαστήριο θεωρεί ως την περιοχή διαμονής του βάσει της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των ισχυρισμών της αιτήτριας ως παρατέθηκε ανωτέρω, δεν φαίνεται να πλήττεται σε τέτοιο βαθμό από συγκρούσεις και περιστατικά βίας, τα οποία να ανάγονται σε τόσο υψηλό επίπεδο, ώστε να θεωρούνται, βάσει και της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των ισχυρισμών της αιτήτριας και των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών που έγιναν αποδεκτά, ως παρατέθηκε ανωτέρω, ότι πληρούν το όριο του άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ως αυτό ερμηνεύθηκε από τις αποφάσεις C-465/07 - Elgafaji και C‑285/12 - Diakité του ΔΕΕ, ως αναφέρθηκαν ανωτέρω. Λαμβάνοντας υπόψη και τις ιδιαίτερες της περιστάσεις, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι η αιτήτρια θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του και συγκεκριμένα στην πόλη Mamfe της Νοτιοδυτικής Περιφέρειας.

Όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό και τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που έγιναν αποδεκτά, κρίνεται ότι η περίπτωση της αιτήτριας δεν εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης του καθεστώτος του πρόσφυγα ως ορίζονται στα άρθρα 3-3Δ του Περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον η αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για κάποιο από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 3(1) του πιο πάνω Νόμου. Συνακόλουθα, η αιτήτρια δεν επικαλέστηκε κανένα ουσιώδη λόγο που να πιστεύεται, και ούτε προκύπτει (ως αναλύθηκε ανωτέρω), ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς της, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ώστε να του δοθεί συμπληρωματική προστασία. Επομένως, κρίνω ότι ορθώς κρίθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου ότι δεν μπορούσε να της παρασχεθεί ούτε προσφυγικό καθεστώς, αλλά ούτε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου τα οποία περιορίζονται στο περιεχόμενο του σχετικού διοικητικού φακέλου, αφού ουδεμία περαιτέρω μαρτυρία προσκομίστηκε στα πλαίσια της παρούσας προς υποστήριξη της αιτήσεως και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα όσο και την ουσία της υπό αναφορά υπόθεσης, καταλήγω ότι το αίτημα της αιτήτριας εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση της αιτήτριας.

Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €1000 έξοδα υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας.

 

 

 Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 

 



[1]ΔΕΕ, C-465/07, Meki Elgafali και Noor Elgafali κατά Staatssecretaris van Justitie, ημερομηνίας 17/2/2009

https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/HTML/?uri=CELEX:62007CJ0465&from=EN

[2] EASO, (EUAAEuropean Union Agency for Asylum), Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ), Δικαστική Ανάλυση (2014), σ. 28

https://euaa.europa.eu/sites/default/files/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf 

[3] R. Maxwell Bone, ‘Ahead of peace talks, a who’s who of Cameroon’s separatist movements’, in The New Humanitarian, 08/07/2020, διαθέσιμο σε https://www.thenewhumanitarian.org/analysis/2020/07/08/Cameroon-Ambazonia-conflict-peace-whos-who

[4] AFP, ‘Cameroon Anglophone separatist leader get life sentence: Lawyers’, 20/08/2019, in Al Jazeera, διαθέσιμο σε https://www.aljazeera.com/news/2019/8/20/cameroon-anglophone-separatist-leader-gets-life-sentence-lawyers

[5] R. Maxwell Bone, ‘Ahead of peace talks, a who’s who of Cameroon’s separatist movements’, in The New Humanitarian, 08/07/2020, διαθέσιμο σε https://www.thenewhumanitarian.org/analysis/2020/07/08/Cameroon-Ambazonia-conflict-peace-whos-who

[6] HRW – Human Rights Watch (Author): World Report 2024 - Cameroon, 11 January 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2103168.html

[7]    ACAPS, Country analysis, CAMEROON, February 2024,  https://www.acaps.org/en/countries/cameroon#

[8] ΔΕΕ, C-285/12, Aboubacar Diakité ν. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides ,ημερομηνίας 30/01/2014,  διαθέσιμη σε https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf;jsessionid=EE88B568A1B6F9256073AA14860957BE?text=&docid=147061&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=2520886

[9] ΔΕΕ, C-465/07, Meki Elgafali και Noor Elgafali κατά Staatssecretaris van Justitie, ημερομηνίας 17/2/2009

[10] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Projectδιαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/ (βλπλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 13/07/2024 - 11/07/2025, REGION: Africa, COUNTRY: Cameroon, ADMIN UNIT: Sud-Ouest) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 31/07/2025].

[11] Ministry of Territorial Administration, https://minat.gov.cm/presentation/carte-des-regions/sud-ouest/ [Ημερομηνία Πρόσβασης: 24/02/2025]

[12] ΙΟΜ, ‘Areas of Work, Reintegration’, n.d., διαθέσιμο σε https://www.migrationjointinitiative.org/reintegration  

[13] ΙΟΜ, ‘Reintegration for Migrants Returning to Cameroon’, Info sheet, n.d., διαθέσιμο σε https://www.migrationjointinitiative.org/sites/g/files/tmzbdl261/files/files/pdf/eutf-infosheet-cameroun-en-spreads_0.pdf

[14] ΙΟΜ, ‘Migrant Return and Reintegration: Complex, Challenging, Crucial’, n.d.,  διαθέσιμο σε https://storyteller.iom.int/stories/migrant-return-and-reintegration-complex-challenging-crucial


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο