
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
11 Ιουλίου, 2025
[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
C.F.O.,
από Νιγηρία
Αιτητής
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας,
μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Δικηγόροι για Αιτητή: Ζ. Π. για Αλ Τάχερ Μπενέτη και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: Α. Κίτσιου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 03.02.2023, με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Εξειδικεύοντας και περιορίζοντας στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης των ευπαίδευτων δικηγόρων του, τους εγειρόμενους στην προσφυγή λόγους ακυρώσεως, ο Αιτητής υποστηρίζει πως η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, καθώς δεν είναι αρκούντως τεκμηριωμένη με αποτέλεσμα να έχει επέλθει πλάνη περί τα πράγματα. Περαιτέρω, και όσον αναφορά το στάδιο της αξιολόγησης κινδύνου, είναι η θέση του Αιτητή ότι δεν αξιολογήθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση με ορθό τρόπο η κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στη Νιγηρία. Προβάλλεται επιπροσθέτως ότι η απόφαση είναι γραμμένη σε γλώσσα μη κατανοητή από τον Αιτητή, καθότι δεν είναι η μητρική του γλώσσα.
Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, εξετάζοντας και αντικρούοντας έναν έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή, υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας εφαρμόζοντας τον Νόμο και ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη. Ισχυρίζονται περαιτέρω, ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν αποσείουν το βάρος απόδειξης, το οποίο ο ίδιος φέρει στους ώμους του, τόσο ως προς τους λόγους ακυρώσεως που προωθεί με την προσφυγή του, όσο και προς την ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου.
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ
Ισχυρισμός περί κοινοποίησης της προσβαλλόμενης απόφασης σε γλώσσα μη κατανοητή για τον Αιτητή.
Έχω εξετάσει με μεγάλη προσοχή την σχετική επιχειρηματολογία που προβλήθηκε προς υποστήριξη του εν λόγω ισχυρισμού και παρατηρώ καταρχάς πως αυτός προβάλλεται με γενικότητα και χωρίς οποιανδήποτε λυσιτέλεια, καθώς ο Αιτητής άσκησε το δικαίωμα του για καταχώριση προσφυγής εμπρόθεσμα. Πρόσθετα, προωθώντας την παρούσα προσφυγή, μέσω μάλιστα συνηγόρου, είναι σε θέση στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας να επιχειρήσει να ανατρέψει την επίδικη απόφαση χωρίς να επηρεάζεται με οποιοδήποτε τρόπο από την κατ΄ ισχυρισμό παράλειψη.
Εν πάση περιπτώσει και επί της ουσίας του ο εν λόγω ισχυρισμός είναι αβάσιμος, καθώς όπως δε έχει παγίως νομολογηθεί, το γεγονός ότι η ίδια η επίδικη πράξη συντάσσεται σε διαφορετική γλώσσα από την μητρική, δεν συνιστά πλημμέλεια αυτής[1].
Περαιτέρω παρατηρώ από τα ενώπιόν μου δεδομένα ότι ο ίδιος ο Αιτητής συμπλήρωσε την υποβληθείσα αίτησή του στην αγγλική γλώσσα (βλ. ερ. 3-1 του δ.φ.), ενώ στο πλαίσιο αυτής κατέγραψε ως εναλλακτική γλώσσα την οποία ομιλεί, την αγγλική (βλ. ερ. 3 του δ.φ.).
Η προσβαλλόμενη απόφαση κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στην αγγλική γλώσσα, ήτοι σε γλώσσα την οποία ο ίδιος δήλωσε ότι κατανοεί. Ειδικότερα στο ερυθρό 52 του δ.φ. εντοπίζεται η υπογραφή του Αιτητή στο σημείο όπου ρητά καταγράφεται ότι «I have fully understood (…) in a language (English)which is my main language of understating and communication».
Καταλήγω συνεπώς ότι ο εν λόγω ισχυρισμός στερείται ερείσματος και κατά τούτο απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Επί της ουσίας της υπόθεσης σε συνάρτηση και με τον λόγο ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας, πλάνης περί τα πράγματα και έλλειψης δέουσας αιτιολογίας.
Οι ισχυρισμοί αυτοί του Αιτητή διασυνδέονται με την ουσία της υπόθεσης και ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας, όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν[2], θα προχωρήσω στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης, σε συνάρτηση και με τους ισχυρισμούς αυτούς.
Αναφορικά με τη θέση του Αιτητή, ως αυτή προβάλλεται με την κατ' ισχυρισμό έλλειψη δέουσας έρευνας, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση.[3]
Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που οι Καθ' ων η αίτηση είχαν ενώπιόν τους.
Ειδικότερα, παρατηρώ ότι ο Αιτητής κατά την υποβολή της αίτησής του για διεθνή προστασία δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω του ότι η ζωή του βρέθηκε σε κίνδυνο εξαιτίας της άρνησής του να διαδεχθεί τον πατέρα του, μετά τον θάνατό του, στα καθήκοντά του ως αρχιερέα, καθώς και λόγω των απειλών περί θυσίας που, όπως ισχυρίζεται, δεχόταν από μέλη της κοινότητας σε περίπτωση μη αποδοχής του ρόλου (βλ. ερυθρά 1 του Δ.Φ.).
Ακολούθως, κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του ενώπιον του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, ο Αιτητής δήλωσε πως γεννήθηκε στη πόλη Owerri της πολιτείας Imo. Ακολούθως, κατά το έτος 1999 μετοίκησε στην πολιτεία Lagos για 3 μήνες και επέστρεψε στην περιοχή Owerri της πολιτείας Imo, όπου και διέμεινε μέχρι και την αναχώρησή του από την χώρα. Ως προς την οικογένειά του, ο Αιτητής ανέφερε ότι έχει τη μητέρα του και τρεις αδελφές, με τις οποίες δεν διατηρεί επαφή, καθώς δεν διαθέτουν κινητό τηλέφωνο, ενώ ο πατέρας του, ως ανέφερε, απεβίωσε το 2021. Ο ίδιος είναι παντρεμένος και έχει τρία ανήλικα παιδιά, τα οποία διαμένουν με τη μητέρα τους στην πόλη Owerri. Ως προς την εκπαίδευσή του, ο Αιτητής σπούδασε για έξι χρόνια, χωρίς όμως να ολοκληρώσει το πτυχίο του, λόγω οικονομικών δυσκολιών. Πριν από την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής του, εργαζόταν ως υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων σε κλαμπ στην πόλη Owerri για έντεκα χρόνια.
Ο Αιτητής δήλωσε ότι του ζητήθηκε για πρώτη φορά, το 2021 και αμέσως μετά τον θάνατο του πατέρα του, να αναλάβει τα καθήκοντά του. Ανέφερε ότι, κατόπιν συνάντησης με μέλη της κοινότητας, τον ενημέρωσαν πως, ως πρωτότοκος και μοναδικός υιός, όφειλε να αναλάβει τη θέση του πατέρα του, σύμφωνα — όπως ισχυρίστηκε — με τις διατάξεις του καταστατικού της κοινότητας, κάτι που αρνήθηκε λόγω της θρησκευτικής του πίστης.
Ακολούθως, κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησής του (βλ. ερυθρά 21/2Χ του Δ.Φ.), ο Αιτητής επανέλαβε όσα είχε αναφέρει στην αρχική του αίτηση, προσθέτοντας ότι, κατά την τελευταία συνάντησή του με μέλη της κοινότητας, δέχθηκε πυροβολισμό. Κατά την προσπάθεια διαφυγής του, μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο, όπου γνώρισε έναν Χριστιανό ιερέα, ο οποίος του προσέφερε στέγη και τροφή και τον φυγάδευσε σε εκκλησία.
Κατά το στάδιο των διευκρινιστικών ερωτήσεων που τέθηκαν στον Αιτητή, ο ίδιος εξήγησε ότι η κοινότητα πιστεύει στη μαγεία και στις πνευματικές δυνάμεις, αναφέροντας πως το είδωλο που υπηρετούσε ο πατέρας του ονομαζόταν Amadeohe. Όταν κλήθηκε να περιγράψει τα καθήκοντά του πατέρα του, ανέφερε ότι ήταν παραδοσιακός θεραπευτής (traditional healer) και ότι είχε τη δυνατότητα να «βλέπει» το μέλλον (βλ. ερυθρό 20/1Χ του Δ.Φ.).
Υποστήριξε ότι, σύμφωνα με την παράδοση της κοινότητας, σε περίπτωση άρνησης της διαδοχής, το άτομο αυτό υφίσταται θυσία, συγκεκριμενοποιώντας στη συνέχεια πως σε περίπτωση άρνησης διαδοχής αρχηγικού τίτλου, οι παραδοσιακοί κανόνες της κοινότητας επιτάσσουν ότι πρέπει να «(…) cut his neck to bury my father, to sacrifice me» (βλ. ερυθρό 19/1Χ του Δ.Φ.).
Όταν ρωτήθηκε σχετικά, δήλωσε ότι του ζητήθηκε για πρώτη φορά να αναλάβει τα καθήκοντα τον Φεβρουάριο του 2021, ενώ η τελευταία δια ζώσης επαφή του με μέλη της κοινότητας πραγματοποιήθηκε το Νοέμβριο του ίδιου έτους, κατά την οποία, ως ανέφερε, δέχθηκε πυροβολισμό. Ως προς τα μέτρα αυτοπροστασίας που έλαβε, ο Αιτητής απάντησε ότι κρυβόταν επί τέσσερις μήνες σε εκκλησία, όπου πληροφορούταν από χριστιανούς της κοινότητας, οι οποίοι γνώριζαν πού βρισκόταν, ότι μέλη της κοινότητας τον αναζητούσαν με σκοπό να τον θυσιάσουν (βλ. ερυθρό 19/1Χ του Δ.Φ.).
Όταν ρωτήθηκε τι πιστεύει ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι θα χάσει τη ζωή του (βλ. ερυθρό 20 του Δ.Φ.). Τέλος, όταν κλήθηκε να απαντήσει στο εάν θα μπορούσε να διαμείνει σε κάποια άλλη περιοχή της Νιγηρίας, απάντησε αρνητικά, υποστηρίζοντας ότι οι διώκτες του θα τον εντοπίσουν (βλ. ερυθρό 18 του Δ.Φ.).
Η αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή από τους Καθ' ων η αίτηση
Προχωρώντας στην αξιολόγηση που διενεργήθηκε, επί των όσων ο Αιτητής
παρέθεσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του από τους Καθ' ων η αίτηση, διαφαίνεται ότι ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής αναφερόμενος ως «ο Λειτουργός») εντόπισε και εξέτασε συνολικά δύο ισχυρισμούς:
Ο πρώτος ισχυρισμός αφορούσε την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής και συνήθους του Αιτητή και αυτός έγινε αποδεκτός καθώς κρίθηκε ότι στοιχειοθετήθηκε η εσωτερική και η εξωτερική του αξιοπιστία.
Ο δεύτερος ισχυρισμός αφορούσε τον ισχυριζόμενο φόβο του Αιτητή από τα μέλη της κοινότητας του μετά από άρνηση διαδοχής αρχηγικού τίτλου. Ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίφθηκε από το Λειτουργό καθώς κρίθηκε ότι ο Αιτητής υπέπεσε σε ασάφειες, γενικόλογους ισχυρισμούς, ασυνέπειες, ενώ τα λεγόμενά του διακατέχονταν από έλλειψη επαρκών και συγκεκριμένων πληροφοριών. Πιο συγκεκριμένα ο Λειτουργός επισήμανε πως ο Αιτητής δεν έδωσε επαρκείς πληροφορίες σχετικά με το σε τι πιστεύουν τα μέλη της κοινότητας και πώς ασκούν την πίστη τους, καθώς και αναφορικά με τα καθήκοντα που ασκούσε ο πατέρας του, όπως εύλογα θα αναμενόταν, δεδομένου ότι ο τελευταίος διατελούσε αρχιερέας («chief priest») επί 35 έτη. Επισήμανε πρόσθετα πως ο Αιτητής δεν έδωσε επαρκείς πληροφορίες σχετικά με το περιστατικό της πρότασης και της άρνησής του, καθώς δεν ήταν σε θέση να περιγράψει ποιος του έκανε την πρόταση και ούτε πώς γνωρίζει το περιεχόμενο του καταστατικού της κοινότητας. Περαιτέρω, ο Λειτουργός επισήμανε τη μη ξεκάθαρη απάντηση του Αιτητή στην ερώτηση εάν συνέβη κάτι στον ίδιο λόγω της άρνησής του αλλά και τις ασαφείς δηλώσεις του όσον αφορά τις απειλές που ισχυρίστηκε πως δέχθηκε αλλά και του τρόπου με τον οποίον τις έλαβε.
Εν συνεχεία, ο Λειτουργός προχώρησε σε εκτίμηση του μελλοντοστραφούς κινδύνου του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία στη βάση του ισχυρισμού περί των προσωπικών του στοιχείων, που αποτελεί και τον μοναδικό ισχυρισμό ο οποίος έγινε αποδεκτός. Κατά την εκτίμηση αυτή ο λειτουργός ασύλου κατέληξε ότι δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να γίνει αποδεκτό ότι ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στην πολιτεία Imo θα κινδυνεύσει με δίωξη ή με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Παρατέθηκαν σχετικώς πληροφορίες γενικού περιεχομένου για την κατάσταση ασφαλείας στη Νιγηρία, με έμφαση στην πολιτεία Imo, καταλήγοντας πως με βάση τις πληροφορίες αυτές διαφαίνεται πως στην εν λόγω πολιτεία δεν παρατηρούνται συνθήκες ενόπλων συγκρούσεων.
Ακολούθως, κατά το στάδιο της νομικής ανάλυσης, ο Λειτουργός κατέληξε ότι ο Αιτητής δε μπορεί να υπαχθεί στις πρόνοιες του προσφυγικού καθεστώτος ή του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Ιδιαίτερα όσον αφορά το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας Αναγνώρισης (Qualification Directive), ο Λειτουργός σημείωσε πως με βάση τις επικαιροποιημένες πληροφορίες που παρατέθηκαν δεν παρατηρούνται ένοπλες συγκρούσεις στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή.
Η εκτίμηση του Δικαστηρίου
Αξιολογώντας λοιπόν, τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Έκθεση/Εισήγηση του Λειτουργού όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του Αιτητή ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:
Αρχικά συντάσσομαι με την κρίση των Καθ' ων η αίτηση ως προς την αποδοχή του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού τον οποίον και αποδέχομαι λόγω του ότι οι δηλώσεις του Αιτητή κρίνονται ως σαφείς, δεν προέκυψαν στοιχεία περί του αντιθέτου, ενώ οι δηλώσεις του επιβεβαιώθηκαν και από αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης στις οποίες προσέτρεξε ο λειτουργός ασύλου.
Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή, ήτοι τον ισχυρισμό του περί δίωξής του από μέλη της κοινότητας του μετά από άρνηση διαδοχής αρχηγικού τίτλου, συμφωνώ και συντάσσομαι με την ανάλυση στην οποία προχώρησε ο Λειτουργός και τους λόγους για τους οποίους κρίθηκε ως εσωτερικά και εξωτερικά αναξιόπιστος ο ισχυρισμός του (βλ. ερ. 45-44 του δ.φ.). Η αξιολόγηση του ο Λειτουργός φρονώ πως είναι εύλογη και τεκμηριωμένη, καθώς στηρίζεται σε ουσιαστικές αντιφάσεις, ασάφειες και ελλείψεις που εντοπίζονται κατά τη διάρκεια της συνέντευξης. Από την αναλυτική εξέταση των όσων αφηγήθηκε ο Αιτητής κατά την συνέντευξή του καθίσταται σαφές ότι το αφήγημά του παρουσιάζει σοβαρές ασάφειες και αντιφάσεις ως προς τα γεγονότα και ως προς το περιεχόμενο των απαντήσεών του.
Ιδιαίτερης σημασίας είναι και η αναντιστοιχία ανάμεσα στη σοβαρότητα των ισχυριζόμενων απειλών και στην καθυστερημένη απόφασή του να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του. Αν και, κατά τους ισχυρισμούς του, δεχόταν πιέσεις ήδη από τον Φεβρουάριο του 2021, δεν εγκατέλειψε τη Νιγηρία παρά μόνο ένα (1) έτος μετέπειτα, ήτοι τον Μάρτιο του 2022. Δεν γίνεται καμία αναφορά εκ μέρους του Αιτητή ότι απευθύνθηκε στις αστυνομικές αρχές· αντιθέτως, δηλώνει μόνο ότι παρέμεινε κρυμμένος για τέσσερεις μήνες σε εκκλησία. Η στάση αυτή, παθητική και αντιφατική, δεν συνάδει με τη συμπεριφορά κάποιου που πράγματι βρίσκεται σε διαρκή και σοβαρό κίνδυνο. Η εξήγηση που δίνει, ότι κρύφτηκε για τέσσερις (4) μήνες σε εκκλησία, δεν αρκεί, καθώς δεν τεκμηριώνει επαρκώς την απόφασή του ούτε συνοδεύεται από κάποια έμπρακτη απόπειρα προστασίας.
Επιπλέον, ο Λειτουργός εύστοχα επισημαίνει την ύπαρξη ασάφειας, αοριστίας και ελλιπών πληροφοριών στις απαντήσεις του Αιτητή, ιδίως αναφορικά με ερωτήματα που άπτονται του πυρήνα των ισχυρισμών του. Ειδικότερα, διαπιστώνεται ασάφεια ως προς τις πεποιθήσεις των μελών της κοινότητάς του, τον τρόπο άσκησης της πίστης τους, καθώς και τα καθήκοντα που φέρεται να ασκούσε ο πατέρας του. Παρομοίως, η αόριστη αναφορά του στο περιστατικό της υποτιθέμενης πρότασης και της άρνησής του, σε συνδυασμό με την αδυναμία του να κατονομάσει το πρόσωπο που του απηύθυνε την πρόταση ή να εξηγήσει πώς έλαβε γνώση του καταστατικού της κοινότητας, υπονομεύουν σε σημαντικό βαθμό την αξιοπιστία του.
Συνοψίζοντας, η εκτίμηση του Λειτουργού ότι ο Αιτητής υπέπεσε σε αντιφάσεις, ασάφειες, γενικολογίες, ασυνέπειες, έλλειψη επαρκών πληροφοριών και λογικής συνοχής, είναι απολύτως δικαιολογημένη. Η αξιολόγηση αυτή είναι σύμφωνη με τις αρχές της αξιολόγησης αξιοπιστίας που προβλέπονται στη σχετική νομολογία και διοικητική πρακτική περί ασύλου. Για τους λόγους που έχω προαναφέρει, συντάσσομαι με την κατάληξη του Λειτουργού περί έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας στον ισχυρισμό του Αιτητή.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, το Δικαστήριο προέβη σε ανεξάρτητη έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, αναφορικά με τη θέση του αρχιερέα στο πλαίσιο των παραδοσιακών θρησκειών της Νιγηρίας, καθώς και τον ενδεχόμενο κίνδυνο που μπορεί να διατρέξει κάποιος από μέλη του μαντείου ή της κοινότητας σε περίπτωση άρνησης διαδοχής του πατέρα του στη θέση αυτή, από την οποία προέκυψαν τα εξής:
· Σε έκθεση της EUAA του 2017 αναφέρεται ότι πριν τον Ισλαμισμό και τον Χριστιανισμό οι λαοί της Νιγηρίας είχαν δικές τους παραδοσιακές θρησκείες. Πνευματικοί ηγέτες και άτομα με εξουσία οργανώνονται σε μυστικές κοινωνίες αλλά η ύπαρξή τους είναι κοινώς γνωστή.[4] Στην ίδια έκθεση σε σχέση με τις θέσεις ισχύος σε παραδοσιακές θρησκείες, αναφέρεται ότι πρόκειται για ιερείς, άτομα με καθήκοντα για διενέργεια τελετουργιών, άτομα με θρησκευτικές γνώσεις και εμπειρία στην κατασκευή φυλαχτών. Το αξίωμα του αρχιερέα δεν μεταβιβάζεται απαραίτητα στον μεγαλύτερο υιό και δεν θεωρείται προσβολή των θείων αν αρνηθεί κάποιος τον ρόλο του αρχιερέα. Συνήθως, το άτομο που διαδέχεται τον αρχιερέα προετοιμάζεται από νεαρή ηλικία. Επικίνδυνο είναι να φύγει κάποιος που είναι ήδη αρχιερέας ή κατέχει άλλο σημαντικό θρησκευτικό ρόλο, αλλά δεν υπάρχουν αναφορές ότι τέτοιοι ρόλοι επιβλήθηκαν δια της βίας σε κάποιον καθώς ο διάδοχος πρέπει να ενδιαφέρεται και να είναι ικανός για τον ρόλο.
· Αναφορικά με την άρνηση κάποιου να αναλάβει τον ρόλο ιερέα δεν υπάρχουν επιβεβαιωμένα περιστατικά για τα άτομα που αρνήθηκαν, να αντιμετώπισαν κάποιου είδους απειλές ή βία. Περαιτέρω, δεν είναι σύνηθες για κάποιον στην Νιγηρία να αρνηθεί τέτοιου είδους ρόλο, διότι είναι σαν να αρνείται θέση εξουσίας αλλά ακόμη κι αν αρνηθεί για θρησκευτικούς λόγους, υπάρχουν άλλοι οι οποίοι πληρούν τα κριτήρια και είναι πρόθυμοι να αναλάβουν τον ρόλο ιερέα ή θρησκευτικού ηγέτη σε παραδοσιακές θρησκείες της Νιγηρίας γενικότερα.[5] Με βάση απάντηση του IRB (Immigration and Refugee Board of Canada) σχετικά με τις συνέπειες άρνησης του τίτλου αρχιερέα, στις νότιες και κεντρικές περιοχές της Νιγηρίας, η λαϊκή πεποίθηση που είναι ευρέως διαδεδομένη στη νότια Νιγηρία είναι ότι το επάγγελμα του αρχιερέα δεν μπορεί να αποκτηθεί, να διδαχθεί, να μεταδοθεί ή να κληρονομηθεί, αφού τις περισσότερες φορές αποκτάται αυτόματα μετά από προφητεία και χρησμό, ενώ ένα άτομο θα μπορούσε να γίνει αρχιερέας ή σαμάνος (shaman) κληρονομικά, με τον ρόλο του παραδοσιακού ιερέα να μεταβιβάζεται συχνότερα από γενιά σε γενιά. Σχετικά με τον τρόπο επιλογής αρχιερέων αναφέρεται ότι η πρώτη προϋπόθεση είναι ότι ο υποψήφιος πρέπει να συνδέεται με τη συγκεκριμένη θεότητα ιστορικά και γενεαλογικά, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις, η επιλογή καθορίζεται από τη θεότητα μέσω μαντείας, είτε άμεσης προσωπικής έμπνευσης. Σε άλλες περιπτώσεις, ο υποψήφιος επιλέγεται σύμφωνα με ένα πλαίσιο διαδοχής βάσει ιερατικής συγγένειας ή της ιδιότητας μέλους ενός χωριού ή μιας φυλής. Η ίδια πηγή αναφέρει πως δεν τίθεται το ερώτημα κατά πόσο ο τίτλος δύναται να απορριφθεί, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις τοπικές πεποιθήσεις, ο τίτλος αυτός δεν προσφέρεται από ανθρώπους, αλλά γίνεται αυτόματα αποδεκτός, καθότι στις περισσότερες περιπτώσεις χορηγείται από τους θεούς πολύ πριν από τη γέννηση του ατόμου. Μία από τις συνέπειες αυτής της άρνησης μπορεί να είναι η μόνιμη απώλεια αυτού του τίτλου στην οικογενειακή γραμμή διαδοχής ή αναγκαστική εκδίωξη από τη κοινότητα σε πιο σοβαρές περιπτώσεις. Όταν ο τίτλος είναι κληρονομικός το πρόσωπο αυτό οφείλει να αποδεχθεί την προσφορά αλλά, αν για κάποιο λόγο αρνηθεί, η κοινότητα δεν θα έχει άλλη επιλογή από το να εξεύρει αντικαταστάτη. Σε μια τέτοια περίπτωση, η κοινότητα θα αφήσει στην εκάστοτε θεότητα να αποφασίσει, παρόλο που υπάρχουν αναφορές για περιπτώσεις όπου τέτοια άτομα έχουν συστηματικά αποκλειστεί από τις εκδηλώσεις της κοινότητας. Η έκθεση αναφέρει ότι παρόλο που ο τίτλος του αρχιερέα εξακολουθεί να είναι "ανεκτός", εντούτοις στην πράξη είναι παράνομο, καθώς ορισμένες από τις αρμοδιότητές τους απαγορεύονται από τη νομοθεσία της Νιγηρίας, όπως η μαγεία, η δίκη με δοκιμασία και οι πρακτικές που σχετίζονται με Juju.[6]
Τα δεδομένα που αντλούνται από τις ως άνω πηγές, επιβεβαιώνουν τη θέση του αρχιερέα στις παραδοσιακές θρησκείες και τις κοινότητες στην Νιγηρία. Ωστόσο, όπως καταγράφεται, η διαδοχή της θέσης, αν και σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να είναι κληρονομική, συνήθως τα άτομα δεν αρνούνται να την αποδεχθούν καθότι είναι ένδειξη κύρους και εξουσίας. Επισημαίνεται μάλιστα, ότι σε περίπτωση άρνησης θα υπήρχαν γενικά αρκετοί άλλοι που θα είχαν τα προσόντα και είναι πρόθυμοι να αναλάβουν. Ο ισχυρισμός του Αιτητή, ότι δηλαδή η διαδοχή της θέσης είναι κληρονομική και ότι παραμένει μέχρι την ημερομηνία διεξαγωγής της συνέντευξής του κενή, δεν βρίσκει έρεισμα στις εξωτερικές πήγες πληροφόρησης, εφόσον διαφαίνεται ότι εύκολα μπορεί να βρεθεί κάποιο άτομο προς πλήρωσή της. Ούτε προκύπτει κάποια αρνητική συνέπεια σε περίπτωση άρνησης διαδοχής της θέσης, πέρα από τη μόνιμη απώλεια αυτού του τίτλου στην οικογενειακή γραμμή διαδοχής ή την αναγκαστική εκδίωξη από την κοινότητα σε πιο σοβαρές περιπτώσεις. Επομένως, δεδομένου των ανωτέρω πληροφοριών, και το γεγονός ότι ο Αιτητής κατά την αφήγησή του, υπέπεσε σε ασυνέπειες και γενικότητες, ο ισχυρισμός απορρίπτεται, λόγω μη στοιχειοθέτησης του.
Ωστόσο, δεν υπάρχουν ενδείξεις από εξωτερικές πηγές ότι άτομα πιέζονται σήμερα να «αναλάβουν» τη θέση ειδωλολάτρη αρχιερέα, ούτε ότι αντιμετωπίζουν φυσικές ή υπαρξιακές απειλές για την άρνησή τους.
Τα ανωτέρω έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τον πυρήνα του ισχυρισμού του Αιτητή, ο οποίος υποστηρίζει ότι απειλείται με θάνατο επειδή αρνήθηκε να αναλάβει μια τέτοια θέση. Συνεπώς, η εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του Αιτητή δεν τεκμηριώνεται. Ούτε προκύπτει κάποια συνέπεια σε περίπτωση άρνησης διαδοχής της θέσης, πέρα από τη μόνιμη απώλεια αυτού του τίτλου στην οικογενειακή γραμμή διαδοχής ή την αναγκαστική εκδίωξη από την κοινότητα, σε πιο σοβαρές περιπτώσεις. Έτσι, ο ισχυρισμός του στερείται επαλήθευσης από πηγές πληροφόρησης και φαίνεται να στηρίζεται περισσότερο σε υποκειμενικές πεποιθήσεις ή ερμηνείες των γεγονότων, παρά σε πραγματικές περιστάσεις που μπορούν να αξιολογηθούν ως κίνδυνος δίωξης.
Καταλήγοντας, διαπιστώνεται ότι δεν υφίσταται αντικειμενική βάση για να θεωρηθεί ότι ο Αιτητής διώκεται λόγω άρνησης ανάληψης της θέσης του αρχιερέα, καθώς οι εν λόγω πρακτικές δεν ασκούνται πλέον με καταναγκαστικό χαρακτήρα ούτε συνοδεύονται από τις επιπτώσεις που εκείνος επικαλείται. Ως εκ τούτου, η εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού δεν έχει θεμελιωθεί.
Ενόψει των πιο πάνω, ο ισχυρισμός αυτός του Αιτητή απορρίπτεται ως εσωτερικά και εξωτερικά αναξιόπιστος.
Υπό το φως των προλεχθέντων και του ισχυρισμού του Αιτητή που έχει γίνει αποδεκτός από το παρόν Δικαστήριο, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν διαπιστώνονται δείκτες κινδύνου έναντι της ζωής του, σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, ιδιαιτέρως υπό τον ορισμό και προϋποθέσεις του προφίλ του πρόσφυγα, άρθρο 1Α της Συνθήκης της Γενεύης και άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Ειδικότερα, καθώς ο συνδεόμενος με τον εκπεφρασμένο φόβο του Αιτητή ισχυρισμός απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος, ο συναφώς εκπεφρασμένος φόβος του δεν κρίθηκε βάσιμος και δικαιολογημένος.
Ως εκ τούτου, απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να υπαχθεί ο Αιτητής στο καθεστώς της επικουρικής προστασίας, ή αλλιώς συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική μας νομοθεσία. Ειδικότερα, το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι:
«19.-(1) Ο Προϊστάμενος, με απόφασή του αναγνωρίζει καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής».
Ο ορισμός της «σοβαρής» ή «σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβης» καλύπτει δυνάμει του άρθρου 19(2) εξαντλητικά, τρεις διαφορετικές καταστάσεις, ήτοι :
(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή
(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή
(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.
Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις που διαλαμβάνονται στην υπό κρίση υπόθεση, ο Αιτητής δεν μπορεί να ενταχθεί στα υπό (α) και (β) ανωτέρω εδάφια. Εξέτασης συνεπώς χρήζει το εδάφιο (γ) του άρθρου 19(2).
Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν αναφορικά με την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επεσήμανε στην απόφαση του CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland[7] ότι συνιστούν:
«(...) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.»
(βλ. σκέψη 43 της απόφασης)
Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του Sufi and Elmι[8], αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
Περαιτέρω, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ στην υπόθεση Meki Elgafaji, Noor Elgafaji ν Staatssecretaris van Justitie[9]:
«33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.
34. Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [.]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.
35. Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.
36. Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».
37. Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.
38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.
39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».
Στη βάση της ως άνω νομολογίας, προς τον σκοπό εξέτασης των προϋποθέσεων που διαλαμβάνει το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως αυτός ενσωματώνει το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[10] και λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησης του Αιτητή, προχώρησα σε έρευνα σε διεθνείς πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στο τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, την πολιτεία Imo, από την οποία προέκυψαν τα ακόλουθα:
· Σύμφωνα με το RULAC, μια πρωτοβουλία της Ακαδημίας της Γενεύης για την καταγραφή των ενόπλων συγκρούσεων σε διεθνές επίπεδο, η Νιγηρία εμπλέκεται σε δύο παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις κατά των μη κρατικών ένοπλων ομάδων Boko Haram και του Ισλαμικού Κράτους στην επαρχία της Δυτικής Αφρικής (ISWAP). Επιπλέον, υπάρχει μια μη-διεθνής ένοπλη σύρραξη μεταξύ των ISWAP και Boko Haram. Από το 2014, η Πολυεθνική Κοινή Ομάδα Εργασίας -η οποία περιλαμβάνει στρατεύματα από το Καμερούν, το Τσαντ, τον Νίγηρα, το Μπενίν και τη Νιγηρία- έχει παρέμβει στη σύγκρουση προς υποστήριξη της νιγηριανής κυβέρνησης, αφήνοντας έτσι αμετάβλητο τον χαρακτηρισμό της κατάστασης ως μη διεθνούς.
· Αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Imo, το 2023 οι κύριοι παράγοντες που ενεπλάκησαν σε εντάσεις στη νοτιοανατολική Νιγηρία ήταν οι «αποσχιστικές φατρίες», ή η Ομάδα Αυτοχθόνων του Μπιάφρα (Indigenous People of Biafra - IPOB) και το Ανατολικό Δίκτυο Ασφαλείας (Eastern Security Network - ESN). Οι αποσχιστές του Biafra, που βρίσκονται στη νοτιοανατολική Νιγηρία, περιγράφηκαν ως «ο νόμος πλέον», έχοντας αναλάβει τις εξουσίες των κυβερνητικών αξιωματούχων και των παραδοσιακών ηγετών στην περιοχή. Άγνωστοι ένοπλοι ήταν επίσης παρόντες στη νοτιοανατολική Νιγηρία καθ' όλη τη διάρκεια του 2023, με τη φράση «επιθέσεις από άγνωστους ένοπλους» να χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τη σεχταριστική βία στη συγκεκριμένη περιοχή.
· Οι κρατικές δυνάμεις ήταν επίσης παρούσες στη νοτιοανατολική Νιγηρία το 2023. Σύμφωνα με την εφημερίδα 'Premium Times', η οποία επικαλείται επίσημες πηγές, αναφέρεται ότι την περίοδο μεταξύ 11 Φεβρουαρίου 2024 και 7 Μαρτίου 2024, δυνάμεις ασφαλείας που έδρασαν συνδυαστικά σκότωσαν μεγάλο αριθμό ύποπτων μελών της Ομάδας Αυτοχθόνων του Μπιάφρα (IPOB) και της ένοπλης στρατιωτικής της πτέρυγας, του Ανατολικού Δικτύου Ασφαλείας (ESN), σε διάφορες περιοχές στη νοτιοανατολική Νιγηρία. Σύμφωνα με επίσημη πηγή, οι επιχειρήσεις διεξήχθησαν από την Joint Task Force of Operation Udoka, η οποία αποτελείται από προσωπικό του Νιγηριανού Στρατού, του Νιγηριανού Ναυτικού, της Νιγηριανής Πολεμικής Αεροπορίας και της Αστυνομικής Δύναμης της Νιγηρίας· προσωπικό από την Υπηρεσία Κρατικής Ασφαλείας και το Σώμα Ασφαλείας και Πολιτικής Άμυνας της Νιγηρίας συμμετείχε επίσης. Οι ύποπτες τοποθεσίες του IPOB/ESN εντοπίστηκαν στις κοινότητες Orsu, Eke-Ututu και Ihiteukwa, Ihittenansa, που βρίσκονται στη διοικητική περιοχή Orsu στην πολιτεία Imo. Κατά την ίδια περίοδο, επιπλέον τοποθεσίες καταστράφηκαν στη διοικητική περιοχή Ihiala, στην πολιτεία Anambra.
· Τέλος, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED τη χρονική περίοδο 29.06.2024 μέχρι τις 27.06.2025 στην πολιτεία Imo της Νιγηρίας, καταγράφηκαν συνολικά 103 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 170 ανθρώπινες απώλειες. Εξ' αυτών, τα 41 καταχωρίστηκαν ως μάχες (89 απώλειες), τα 44 ως βία κατά αμάχων (77 απώλειες), τα 3 ως εκρήξεις / απομακρυσμένη βία (1 απώλεια), τα 12 ως διαδηλώσεις (0 απώλειες) και τα 3 ως εξεγέρσεις (3 απώλειες). Σύμφωνα δε με εκτιμήσεις, ο πληθυσμός της πολιτείας Imo το 2022 ανερχόταν σε 5.459.300 κατοίκους.
Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης, στον τελευταίο τόπο διαμονής του και ως εκ τούτου δεν διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άντρας, υγιής, με επαρκή μόρφωση, πλήρως ικανός προς εργασία και με προηγούμενη εργασιακή εμπειρία στη χώρα καταγωγής του, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας. Ο Αιτητής δεν έχει θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, που να υποδηλώνουν ότι μπορεί να έχει τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης.
Ούτε και ο ισχυρισμός του Αιτητή ως αυτός προωθείται στην σελ. 3 της γραπτής του αγόρευσης, ότι η ζωή του εκτίθεται σε κίνδυνο, υπό την ιδιότητα του ως άμαχος πολίτης εξαιτίας της απουσίας οικογενειακού προστατευτικού δικτύου για τους λόγους που επεξηγήθηκαν. Πρόσθετα, ως προκύπτει από τα όσα ο ίδιος δήλωσε, δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός του περί απουσίας οικογενειακού δικτύου καθώς στην περιοχή συνήθους διαμονής του διαμένουν η μητέρα του, οι τρείς αδελφές του καθώς και η σύζυγός του με τα τρία τους παιδιά.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξή μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).
Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου, πρόσθετα και συμπληρωματικά των ανωτέρω, ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή (Νιγηρία), συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 31.05.2024 (Κ.Π.Δ. 191/2024), χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας καταγωγής. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.
Με βάση το σύνολο των ενώπιον μου δεδομένων, όπως έχω αναλύσει ανωτέρω, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.
Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Υπόθεση Αρ. 481/2005, Harpreet Singh v. Δημοκρατίας, (2006) 3 A.A.Δ. 393.
[2] Βλ. άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, N. 73(I)/2018
[3] Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018)
[4] EUAA, Nigeria - Country Focus, June 2017, σ. 52
https://www.ecoi.net/en/file/local/1400411/90_1496729214_easo-country-focus-nigeria-june2017.pdf
[5] EASO, Country of Origin Report, Nigeria Country Focus, June 2017, p. 61, available at: https://www.ecoi.net/en/file/local/1400411/90_1496729214_easo-country-focus-nigeria-june2017.pdf (accessed on 02/07/2025)
[6] IRB - Immigration and Refugee Board of Canada - Nigeria: Consequences for a person refusing a chief priest or a shaman [also called fetish priest] title for which they have been selected in south and central Nigeria; state protection (2019-October 2021), 12 November 2021 https://www.ecoi.net/en/document/2066541.html
[7] ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland
[9]Απόφαση στην υπόθεση C465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji ;κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.02.2009
[10] ΟΔΗΓΙΑ 2011/95/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση).
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο