S.U. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 7293/2022, 23/7/2025
print
Τίτλος:
S.U. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 7293/2022, 23/7/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.:  7293/2022

23 Ιουλίου, 2025

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

S.U.

από Νιγηρία

                                     Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                            Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόροι για Αιτητή: Τζ. Μπετίτο (κος) για Πιερίδης και Πιερίδης

Δικηγόροι για Καθ' ων η αίτηση: Α. Αναστασιάδη (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 19.10.2022, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Σκιαγραφώντας τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά

προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»), καταγράφονται τα ακόλουθα:

 

Ο Αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία την οποία εγκατέλειψε στις 11.03.2020 και εισήλθε στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές στις 12.03.2020. Στις 03.07.2020 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας και στις 23.09.2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό τ της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (EUAA) (στο εξής αναφερόμενος ως «ο Λειτουργός») ο οποίος υπέβαλε στις 28.09.2022 Εισηγητική Έκθεση προς  τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε στις 19.10.2022 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 02.11.2022 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 02.11.2022. Την απόφαση αυτήν αμφισβητεί ο Αιτητής μέσω της υπό εξέταση προσφυγής του.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Ο Αιτητής μέσω του συνηγόρου του, προέβαλε στα πλαίσια τόσο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας όσο και της γραπτής της αγόρευσης πλείονες λόγους ακυρώσεως, τους οποίους ωστόσο απέσυρε κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων και περιορίστηκε μόνο στην προώθηση ισχυρισμών περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αναρμοδιότητας.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση, υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, εξετάζοντας και αντικρούοντας ένα έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή, υποβάλλοντας ότι αυτή είναι αποτέλεσμα των εξουσιών με τις οποίες περιβάλλονται οι Καθ' ων η αίτηση, κατ' εφαρμογή των αρχών του διοικητικού δικαίου, λήφθηκε από αρμόδιο πρόσωπο κατόπιν δέουσας έρευνας όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης, αφού αξιολογήθηκαν όλα τα σχετικά γεγονότα και στοιχεία της υπόθεσης και ότι αυτή είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Ως προς τον ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας, οι Καθ’ ων η αίτηση ισχυρίστηκαν πως αυτός αλυσιτελώς εγείρεται.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

 

Αναφορικά με τους εναπομείναντες λόγους ακυρώσεως, επισημαίνω ότι ο ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας προωθείται με γενικότητα και αοριστία χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση σε συνάρτηση με τα πραγματικά της υπόθεσης του Αιτητή[1].  Τούτο δε, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962[2]. Έχει πλειστάκις λεχθεί και από το παρόν Δικαστήριο, με παραπομπή στη σχετική επί του θέματος νομολογία ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία[3], ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[4].  Δεν αρκεί συνεπώς η γενικόλογη και αόριστη επιχειρηματολογία περί έλλειψης δέουσας έρευνας, χωρίς ταυτόχρονα την εξειδίκευση και αναφορά στα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας προωθείται ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως.

 

Τούτων εχόντων των πραγμάτων, επισημαίνω ότι σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του Αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους.[5]

Ανεξαρτήτως της ως άνω κατάληξης μου, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν[6], θα προχωρήσω να εξετάσω τον ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας ως αυτός εγείρεται στη γραπτή αγόρευση του Αιτητή και ακολούθως θα εξετάσω την ουσία της υπόθεσης, σε συνάρτηση και με το γενικόλογο έστω λόγο ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Επί του λόγου ακυρώσεως περί αναρμοδιότητας

 

Επισημαίνεται ότι δια της γραπτής του αγόρευσης το Αιτητής επικαλέστηκε διάφορους λόγους που κατά την άποψη του η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω αναρμοδιότητας. Ωστόσο, κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων περιορίστηκε στα ακόλουθα σημεία:

 

(α)  ότι το άρθρο 13Α (1Α) του περί Προσφύγων Νόμου, προβλέπει, μεταξύ άλλων, την ακόλουθη προϋπόθεση για την συμμετοχή τρίτων ατόμων στην διενέργεια συνέντευξης:

 

«Όταν ταυτόχρονες αιτήσεις από μεγάλο αριθμό υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών καθιστούν αδύνατη στην πράξη την έγκαιρη διεξαγωγή συνεντεύξεων επί της ουσίας κάθε αίτησης από την Υπηρεσία Ασύλου (…)» και

 

(β) ότι η συμμετοχή στη διενέργεια συνεντεύξεων είναι προσωρινή και όχι επ’ αόριστον σύμφωνα. 

 

Είναι ειδικότερα η θέση του κ. Μπετίτο ότι η προϋπόθεση αυτή τίθεται όταν υπάρχουν ταυτόχρονες αιτήσεις, μεγάλες σε αριθμό και όγκο, οι οποίες καθιστούν αδύνατη στην πράξη τη διενέργεια συνεντεύξεων επί της ουσίας, δηλαδή όταν υπάρχει έλλειψη προσωπικού ή αδυναμία της Υπηρεσίας Ασύλου να ανταποκριθεί στις ανάγκες διεξαγωγής έγκαιρης διαδικασίας για την διεκπεραίωση συνέντευξης αιτητών ασύλου επί της ουσίας.  Επί αυτού, είναι η θέση του κ. Μπετίτο ότι συνάγεται από την ως άνω παράγραφο, ότι η συμμετοχή τρίτων προσώπων στη διενέργεια συνεντεύξεων, είναι προσωρινή και ότι συνεπώς η παροχή υπηρεσίων της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο ή άλλου συναφούς οργανισμού περιορίζεται σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και όχι επ’ αόριστον. Προσθέτει ότι η συγκεκριμένη νομοθετική πρόνοια είναι ένα εργαλείο αντιμετώπισης, για προσωρινό διάστημα έκτακτης ανάγκης οποιωνδήποτε ελλείψεων της Υπηρεσίας Ασύλου σε προσωπικό και αντιμετώπισης σε προσωρινή βάση «κυμάτων» όγκου αιτήσεων ασύλου. Υποβάλλει περαιτέρω ο συνήγορος του Αιτητή, ότι με βάση το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η συγκεκριμένη ΚΔΠ 297/19 ευρίσκεται σε ισχύ συνεχόμενα και αδιάλειπτα από το 2019 καθώς και η παροχή των σχετικών υπηρεσιών από την EASO και/ή την EUAA παρέχεται στην Υπηρεσία Ασύλου συνεχόμενα και αδιάλειπτα από το 2019, καταστρατηγείται το πνεύμα και το γράμμα του νόμου και συγκεκριμένα το άρθρο 13Α(1Α) του περί Προσφύγων Νόμου. Καταλήγει δε ότι η ΚΔΠ 297/19 και η όποια ανανέωση της μέσω άλλης ΚΔΠ καταστρατηγεί το πνεύμα και το γράμμα της σχετικής νομοθετικής διάταξης για το λόγο ότι είναι χρονικά αόριστη και εν πάση περιπτώσει δεν έχει τον χαρακτήρα του «προσωρινού».

 

Τον ισχυρισμό αυτόν απορρίπτουν οι Καθ’ ων η αίτηση, υποβάλλοντας ότι αυτός δεν έχει δικογραφηθεί δεόντως καθώς και ότι εγείρεται αλυσιτελώς και ότι συνεπώς αυτός θα πρέπει να απορριφθεί. Στη συνέχεια, αναλύουν και επεξηγούν το νομοθετικό πλαίσιο που στηρίζει την ΚΔΠ 297/2019 και τις μεταγενέστερες αυτής.

 

Έχω εξετάσει τον ισχυρισμό αυτό και σε συμφωνία με τους Καθ’ ων η αίτηση φρονώ πως αυτός θα πρέπει να απορριφθεί καθώς δεν έχει δεόντως δικογραφηθεί.

 

Το διάταγμα αυτό αποτελεί κανονιστική διοικητική πράξη, η οποία περιβάλλεται με το τεκμήριο νομιμότητας. Τούτο δε συνεπάγεται ότι πρόκειται για δεσμευτική πράξη η οποία δεσμεύει τον ενδιαφερόμενο ιδιώτη, τα δικαστήρια, τις άλλες διοικητικές αρχές καθώς και την αρχή που την εξέδωσε, μέχρι την κατάργηση ή τροποποίηση της[7]. Ως έχει κατ' επανάληψη και με σαφήνεια διατυπωθεί από το Ανώτατο και Διοικητικό Δικαστήριο, οι κανονιστικές πράξεις δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής, αφού δεν μπορούν να προσβληθούν, ευθέως, ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου[8]. Όπως επίσης, έχει επίσης κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί, το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος «(…) περιορίζει τη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην αναθεώρηση πράξεων που ανάγονται στην εκτελεστική ή διοικητική εξουσία του κράτους»[9].  Οι κανονιστικές πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, ήτοι οι πράξεις οι οποίες θεσμοθετούν κανόνες δικαίου, δεν μπορούν να προσβληθούν ευθέως , μπορεί όμως, παρεμπιπτόντως, να εξεταστεί το κύρος μιας κανονιστικής πράξης από το Δικαστήριο «(…) κατά την εξέταση μιας προσφυγής η οποία στρέφεται εναντίον ατομικής διοικητικής πράξης που εκδόθηκε κατ΄ εφαρμογήν της κανονιστικής.»[10]

 

Αν  λοιπόν  ο Αιτητής είχε λόγους και επιθυμούσε να αμφισβητήσει τη νομιμότητα του  διατάγματος αυτού, μπορούσε να πράξει τούτο επιζητώντας, μέσω της υπό κρίση προσφυγής, τον παρεμπίπτων έλεγχο του διατάγματος αυτού, το οποίο αποτελεί κανονιστική διοικητική πράξη και ως εκ τούτου η νομιμότητα αυτού, δύναται να ελεγχθεί μέσω του παρεμπίπτοντος ελέγχου, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως περί πάσχουσας κανονιστικής διατάξεως, δικογραφείται δεόντως δυνάμει του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962. Τέτοια δικογράφηση δεν εντοπίζεται στο εναρκτήριο δικόγραφο της προσφυγής του Αιτητή και συνεπώς το κύρος της κανονιστικής αυτής πράξεως δεν δύναται να ελεγχθεί, με αποτέλεσμα ο λόγος αυτός ακυρώσεως να καθίσταται απορριπτέος εξαιτίας τούτου.

 

Επί της ουσίας της υπόθεσης σε συνάρτηση και με τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας  

 

Αναφορικά με τη θέση του Αιτητή περί έλλειψη δέουσας έρευνας, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση.[11]

 

Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που οι Καθ' ων η αίτηση είχαν ενώπιον τους.

 

Παρατηρώ πως με την υποβληθείσα αίτηση του για άσυλο και σε σχέση με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι έπραξε τούτο, λόγω προβλημάτων με ένοπλες ομάδες (ληστές) που δρούσαν εντός της κοινότητάς του (βλ. ερ. 1 δ.φ.).

 

Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης του, σε σχέση με τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε στο χωριό Ugwueke της πολιτείας Abia, ενώ ως τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του, δήλωσε την πόλη Aba της πολιτείας Abia. Δήλωσε Χριστιανός στο θρήσκευμα καθώς και ότι ανήκει στην εθνοτική ομάδα  Igbo. Αναφορικά με την οικογενειακή του κατάσταση, ο Αιτητής δήλωσε άγαμος, ενώ ως προς την οικογένειά του, ανέφερε ότι οι γονείς του διαμένουν στο χωριό Ugwueke, με τους οποίους εξακολουθεί να διατηρεί επαφή. Επιπλέον, δήλωσε ότι είχε έναν αδελφό, ο οποίος έχει αποβιώσει. Ως προς το μορφωτικό του επίπεδο, ο Αιτητής δήλωσε ότι ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ενώ σε σχέση με την εργασιακή του εμπειρία, ανέφερε ότι εργάστηκε ως φρουρός ασφαλείας από το 2018 έως τα τέλη του 2019 στο νοσοκομείο Royal Cross, στο χωριό Ugwueke. Παράλληλα, περί τα τέλη του 2018, διατηρούσε δική του επιχείρηση — ένα προσωρινό κατάστημα εστίασης — επίσης στο χωριό Ugwueke, την οποία εγκατέλειψε όταν αναχώρησε από τη χώρα.

 

Σε σχέση με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής επανέλαβε ότι αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα με ένοπλη ομάδα. Ως συγκεκριμένα ισχυρίστηκε, κατά τη διάρκεια ένοπλης ληστείας ο ίδιος υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας, γεγονός που τον καθιστούσε κρίσιμο μάρτυρα. Περίπου δύο μήνες αργότερα, όταν οι αστυνομικές αρχές προχώρησαν στη σύλληψη ενός εκ των φερόμενων δραστών, ο Αιτητής κατέθεσε και επιβεβαίωσε την ταυτότητά του εν λόγω δράστη. Κατόπιν της αναγνώρισης, ο Αιτητής φέρεται να δέχθηκε σωματική κακοποίηση και σοβαρές λεκτικές απειλές από υπόλοιπα μέλη της ένοπλης ομάδας, οι οποίοι τον πίεσαν να ανακαλέσει την κατάθεσή του και να ζητήσει από τις αρχές την απελευθέρωση του συλληφθέντος. Επιπλέον, σύμφωνα με τον Αιτητή, στις 17.09.2019 η ίδια ένοπλη ομάδα επιχείρησε να διαπράξει ληστεία στο νοσοκομείο όπου εργαζόταν. Μετά από το συγκεκριμένο περιστατικό και υπό το βάρος των απειλών, ο Αιτητής αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την εργασία του, συγκεκριμένα τον Οκτώβριο του ίδιου έτους και να καταφύγει στην οικία του αδελφού του, όπου και κρυβόταν προκειμένου να προστατεύσει τη ζωή του.

 

Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, δεν υπήρξε άλλος λόγος που να τον ώθησε να πάρει την απόφαση να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του.

 

Κατά το στάδιο των διευκρινιστικών ερωτήσεων και κληθείς να δώσει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το περιστατικό, ο Αιτητής ανέφερε ότι αυτό έλαβε χώρα το βράδυ της 17ης Αυγούστου. Όπως δήλωσε, εκείνη την ώρα βρισκόταν μόνος του στο νοσοκομείο, εκτελώντας καθήκοντα φρουρού ασφαλείας, ενώ τα μόνα παρόντα πρόσωπα στον χώρο ήταν ασθενείς, απουσία νοσηλευτικού ή άλλου προσωπικού. Υποστήριξε ότι αντιλήφθηκε πως τα άτομα που εισήλθαν στον χώρο δεν ανήκαν στο προσωπικό του νοσοκομείου, αλλά επρόκειτο για ληστές, γεγονός που συνήγαγε από τον τρόπο με τον οποίο κινούνταν. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, κανείς άλλος δεν είδε τους δράστες, ωστόσο ορισμένοι ασθενείς φέρονται να άκουσαν τις φωνές τους. Περιέγραψε τα εν λόγω άτομα ως ψηλά και έγχρωμα, τα οποία δεν φορούσαν μάσκες, αλλά καπέλα. Ο Αιτητής ανέφερε επίσης ότι κρύφτηκε σε θάμνους, μέσα σε δασώδη περιοχή που βρισκόταν πλησίον του νοσοκομείου. Παρ’ όλα αυτά, ισχυρίστηκε ότι διατηρούσε καθαρή οπτική επαφή με τους φερόμενους ως ληστές, καθώς εκείνοι κοιτούσαν προς την είσοδο του κτιρίου, ενώ το σημείο όπου είχε κρυφτεί του παρείχε ανεμπόδιστη θέα.

 

Όταν ερωτήθηκε εάν απευθύνθηκε στην αστυνομία ή σε άλλες κρατικές αρχές προκειμένου να καταγγείλει τις φερόμενες απειλές, ο Αιτητής ανέφερε ότι ενημέρωσε την αστυνομία σχετικά με τα γεγονότα που εκτυλίσσονταν μεταξύ του ιδίου και της κυβέρνησης, υποστηρίζοντας ότι βρισκόταν σε εξέλιξη σχετική έρευνα, ωστόσο οι αρχές δεν γνώριζαν την ταυτότητα των δραστών, γεγονός που, όπως δήλωσε, ενίσχυσε τον φόβο του να επιστρέψει στη χώρα του (βλ. ερ. 26/1χ).

   

Ερωτηθείς ως προς το κατά πόσο σκέφτηκε το ενδεχόμενο να μετοικήσει σε άλλη πόλη ή περιοχή της χώρας καταγωγής του, όπου θα μπορούσε να διαβιεί με ασφάλεια, απάντησε αρνητικά (βλ. ερ. 22 δ.φ). Ως προς τον λόγο για τον οποίον θεωρεί ότι οι κατ’ ισχυρισμό διώκτες του θα μπορούσαν να τον εντοπίσουν ανεξαρτήτως του τόπου διαμονής του, ο Αιτητής προέβαλε ότι διαθέτουν φωτογραφία του (βλ. ερ. 22 δ.φ). Αναφορικά με τον ισχυρισμό του ότι κρυβόταν στην οικία του αδελφού του, δήλωσε πως δεν κατέστη δυνατό να εντοπιστεί, καθώς δεν εξέρχονταν από την οικία (βλ. ερ. 22 δ.φ) Ερωτηθείς ως προς το τι φοβάται σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, δήλωσε ότι φοβάται για τη ζωή του (βλ. ερ. 22/23 δ.φ)

 

Η αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή από τους Καθ' ων η αίτηση

 

Προχωρώντας τώρα στην αξιολόγηση που διενεργήθηκε, επί των όσων ο Αιτητής παρέθεσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, παρατηρώ ότι ο Λειτουργός διαχώρισε τους ισχυρισμούς του Αιτητή σε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς:

 

Ο πρώτος ισχυρισμός αφορούσε την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, ισχυρισμός ο οποίος έγινε αποδεκτός από τον Λειτουργό καθώς, ως κρίθηκε, στοιχειοθετήθηκε η εσωτερική και η εξωτερική του αξιοπιστία.

 

Ο δεύτερος ισχυρισμός του Αιτητή αφορούσε τις απειλές που φέρεται να δέχθηκε από ένοπλους άνδρες, ως συνέπεια του γεγονότος ότι υπήρξε μάρτυρας ένοπλης ληστείας, ισχυρισμός ο οποίος κρίθηκε ως αναξιόπιστος. Ειδικότερα, κρίθηκε από τον Λειτουργό ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές πληροφορίες, ενώ οι δηλώσεις του χαρακτηρίζονται από έλλειψη λεπτομερειών, έλλειψη συνοχής και ασυνεπείς.

 

Ως επισημάνθηκε από τον Λειτουργό, Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει συγκεκριμένες ή τεκμηριωμένες πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα των ένοπλων ανδρών. Παρά τη δήλωσή του ότι πρόκειται για άτομα που δραστηριοποιούνται στην κοινότητά του μέσω ληστειών, τους χαρακτήρισε ως άγνωστους και έδωσε γενικόλογες απαντήσεις. Ο Λειτουργός παρατήρησε επίσης ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να περιγράψει με σαφήνεια πού ακριβώς βρισκόταν τη στιγμή της ληστείας στο νοσοκομείο, στο οποίο ανέφερε ότι ήταν μόνος ως φρουρός ασφαλείας, χωρίς παρουσία άλλου προσωπικού. Επισημάνθηκε η απουσία λεπτομερειών στην περιγραφή της ληστείας, καθώς και ασυνέπειες. Αν και ισχυρίστηκε πως ήταν κρυμμένος σε θάμνους, δήλωσε ότι έβλεπε καθαρά τα πρόσωπα των δραστών, οι οποίοι δεν φορούσαν μάσκες. Ανέφερε ότι ειδοποίησε την αστυνομία, η οποία κατέφθασε μισή ώρα αργότερα – όσος και ο χρόνος δράσης των ληστών – χωρίς να υπάρξει σύλληψη. Ο Λειτουργός εντόπισε αντίφαση και στο μεταγενέστερο περιστατικό: ο Αιτητής δήλωσε πως, ενάμιση μήνα μετά τη ληστεία, κλήθηκε να αναγνωρίσει έναν ύποπτο, κάτι που έκανε επιτυχώς, ενώ και ο ύποπτος τον αναγνώρισε. Ωστόσο, δύο μήνες αργότερα, φέρεται να δέχθηκε επίθεση και απειλές από δύο άτομα που του έκλεισαν τον δρόμο, χωρίς όμως να δώσει επαρκή εξήγηση γιατί δεν είχε υπάρξει προηγούμενη ενόχληση. Ο Λειτουργός σημείωσε επίσης ότι, παρόλο που ο Αιτητής μετέβη στο νοσοκομείο και κατόπιν στην αστυνομία για καταγγελία, δεν είχε στην κατοχή του οποιαδήποτε έγγραφα που να επιβεβαιώνουν τα γεγονότα. Ακολούθως, παραιτήθηκε από την εργασία του, διέμεινε προσωρινά σε σπίτια συγγενών και τελικά εγκατέλειψε τη χώρα του. Τέλος, επισημάνθηκε η αντίφαση μεταξύ της δήλωσης του Αιτητή ότι κινδύνευε και άλλαξε τόπους διαμονής για να κρυφτεί, με την απουσία οποιασδήποτε προσπάθειας εντοπισμού του από τους δράστες. Παράλληλα, ο ίδιος φέρεται να πιστεύει ότι μπορεί να εντοπιστεί οπουδήποτε, γεγονός που επικαλείται ως βασικό λόγο για την αναχώρησή του. Ωστόσο, όπως ανέφερε, οι γονείς του τον ενημέρωσαν ότι πλέον δεν τον αναζητεί κανείς.

 

Όσον αφορά την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας, ο Λειτουργός παρέπεμψε σε εξωτερικές πηγές που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη του νοσοκομείου όπου, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, ο Αιτητής εργαζόταν ως φρουρός ασφαλείας. Επιπλέον, καταγράφηκαν πηγές που επιβεβαιώνουν την παρουσία ένοπλων ομάδων στη Νιγηρία και τις βίαιες πρακτικές τους απέναντι τόσο στις αρχές όσο και σε πολίτες. Ωστόσο, παρά τη συμβατότητα των ισχυρισμών του με τα γενικά δεδομένα της χώρας καταγωγής του, το ιδιαίτερα ασυνεπές και αντιφατικό αφήγημα του Αιτητή, και κατ’ επέκταση η έλλειψη εσωτερικής αξιοπιστίας, οδήγησαν στην απόρριψη του ισχυρισμού του.

 

Εν συνεχεία, ο Λειτουργός προχώρησε σε εκτίμηση του μελλοντοστραφούς κινδύνου του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία στη βάση του μόνου αποδεκτού ισχυρισμού. Κατά την εκτίμηση αυτή ο Λειτουργός κατέληξε ότι δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να γίνει αποδεκτό ότι ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής θα κινδυνεύσει με δίωξη ή με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Παρατέθηκαν σχετικώς πληροφορίες γενικού περιεχομένου για την κατάσταση ασφαλείας στη Νιγηρία, με έμφαση στην πολιτεία Abia, καταλήγοντας πως με βάση τις πληροφορίες αυτές διαφαίνεται πως στην εν λόγω πολιτεία δεν παρατηρούνται συνθήκες ενόπλων συγκρούσεων. Ως προς την κατάσταση ασφαλείας στο τόπο καταγωγής και διαμονής του Aιτητή ο Λειτουργός παρέθεσε πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες η πολιτεία Abia θεωρείται γενικά σταθερή. Ακολούθως σημείωσε, βάσει της εξωτερικής βάσης δεδομένων ACCORD, ότι κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2020 καταγράφηκαν στην Abia συνολικά 17 περιστατικά με 9 νεκρούς. Μεταξύ των περιοχών που επηρεάστηκαν περιλαμβάνονται οι εξής:
Aba, Imo River, Isiala, Oboro, Lokpanta, Ohafia, Osisioma, Umu-Ika, Umuahia.

 

Κατά τη Νομική Ανάλυση, ο Λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς του πρόσφυγα σύμφωνα με το Άρθρο 1Α 2 της συνθήκης της Γενεύης και του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 αφού δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπο του Αιτητή τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του. Όσον αφορά την υπαγωγή του στο καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας ο Λειτουργός ανέφερε ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 19 (2) (α), (β) και (γ) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 καθώς ο Αιτητής εάν επέστρεφε στη χώρα καταγωγής του δεν θα αντιμετώπιζε πραγματικό κίνδυνο να υφίστατο θανατική ποινή ή εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 19 (2) (α) ή να υφίστατο βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία σύμφωνα με το άρθρο 19 (2) (β).  Κρίθηκε περαιτέρω αναφορικά με το άρθρο 19 (2) (γ), ότι ο Αιτητής επιστρέφοντας στη χώρα καταγωγής του δεν θα αντιμετώπιζε πραγματικό κίνδυνο να υφίστατο σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτής άσκησης βίας σε συνθήκες ένοπλης σύρραξης  (βλ. ερ. 33 -32 δ.φ.)

 

Η εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Αξιολογώντας λοιπόν, τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Έκθεση/Εισήγηση του Λειτουργού όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του Αιτητή ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:

Αρχικά συντάσσομαι με την κρίση των Καθ' ων η αίτηση ως προς την αποδοχή του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού τον οποίο και αποδέχομαι λόγω του ότι οι δηλώσεις του Αιτητή κρίνονται ως σαφείς, δεν προέκυψαν στοιχεία περί του αντιθέτου, ενώ οι δηλώσεις του επιβεβαιώθηκαν και από αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης στις οποίες προσέτρεξε ο αρμόδιος λειτουργός.

 

Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή, συντάσσομαι με την αξιολόγηση του Λειτουργού και τους λόγους για τους οποίους ο εν λόγω ισχυρισμός κρίθηκε ως εσωτερικά και εξωτερικά αναξιόπιστος (βλ. ερ. 64–62 του δ.φ.). Ειδικότερα ως προς την εσωτερική αξιοπιστία, σημειώνεται ότι, κατά τα λεγόμενα του Αιτητή, κατά τον χρόνο της επίθεσης βρισκόταν μόνος του στο νοσοκομείο, ενώ οι μόνοι παρόντες ήταν ασθενείς, χωρίς καμία παρουσία ιατρικού ή βοηθητικού προσωπικού. Το στοιχείο αυτό μειώνει σημαντικά την αξιοπιστία των ισχυρισμών του, καθώς είναι εξαιρετικά απίθανο να λειτουργεί νοσοκομειακή μονάδα, ακόμη και κατά τις νυχτερινές ώρες, χωρίς την παρουσία έστω και ενός μέλους του προσωπικού. Περαιτέρω, ο Αιτητής ανέφερε ότι κατά τη διάρκεια του περιστατικού κρύφτηκε σε θάμνους κοντά στο νοσοκομείο, από όπου ισχυρίστηκε ότι διατηρούσε καθαρή οπτική επαφή με τους φερόμενους ως ληστές. Η αναφορά αυτή γεννά εύλογες αμφιβολίες, καθώς σε πραγματικές συνθήκες κινδύνου θα ήταν αναμενόμενο να αναζητήσει σημείο μεγαλύτερης ασφάλειας ή να λάβει πιο αποτελεσματικά μέτρα προστασίας. Καταλήγω συνεπώς πως η αξιολόγηση του Λειτουργού είναι  εύλογη και τεκμηριωμένη, καθώς στηρίζεται σε ουσιαστικές αντιφάσεις, ασυνέπειες και ελλείψεις που εντοπίζονται στις δηλώσεις του Αιτητή ως προς τα γεγονότα και ως προς το περιεχόμενο των απαντήσεών του.

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του δεύτερου ισχυρισμού, δεδομένης της παντελούς έλλειψης εσωτερικής συνοχής του ισχυρισμού αυτού εκ της αοριστίας, της γενικότητας και της αντιφατικότητας που χαρακτηρίζει το αφήγημα του Αιτητή δεν προκύπτει ανάγκη για εξέταση της εξωτερικής του συνοχής, με αναφορά σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης. Επί τούτου, σχετικά είναι τα όσα καταγράφονται στο εγχειρίδιο της EASO (νυν EUAA), Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System[12], σελ.169 όπου διαλαμβάνονται συγκεκριμένα τα ακόλουθα:

 

«This will be necessary insofar as the rationale of the judgment relies on the appreciation of conditions prevailing in the country of origin. This would not be the case in all situations. For example, it may well be unnecessary in respect of a negative credibility finding based on a blatant lack of internal consistency or on unsatisfactorily explained discrepancies and variations on the essential elements of a claim, nor a fortiori if an appeal is rejected on inadmissibility grounds.»

 

Βλέπε σχετικώς και τα όσα αναφέρθηκαν επί του ζητήματος τούτου στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην FERDINAND EBELE EWELUKWA v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 18/2023, 31.10.2024.

 

Καταλήγω συνεπώς ότι ο δεύτερος αυτός ισχυρισμός του Αιτητή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός και αυτός απορρίπτεται για τους λόγους που έχουν ανωτέρω επεξηγηθεί.

Υπό το φως των προλεχθέντων και του ισχυρισμού περί προσωπικών στοιχείων του Αιτητή που έγινε αποδεκτός από το παρόν Δικαστήριο, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν διαπιστώνονται δείκτες κινδύνου έναντι της ζωής του, σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, ιδιαιτέρως υπό τον ορισμό και προϋποθέσεις του προφίλ του πρόσφυγα, άρθρο 1Α της Συνθήκης της Γενεύης και άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ως εκ τούτου, απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να υπαχθεί ο Αιτητής στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική μας νομοθεσία. Ειδικότερα, το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι:

 

 «το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε Αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε Αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.»

 

Ο ορισμός της «σοβαρής» ή «σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβης» καλύπτει δυνάμει του άρθρου 19(2) εξαντλητικά, τρεις διαφορετικές καταστάσεις, ήτοι :

 

(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή

 

(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή

 

(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

 

Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις που διαλαμβάνονται στην υπό κρίση υπόθεση, ο Αιτητής δεν μπορεί να ενταχθεί στο υπό (α) ανωτέρω εδάφιο. Εξέτασης συνεπώς χρήζουν τα εδάφια (β) και (γ) του άρθρου 19(2).

 

Ως προς τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη κατά την αξιολόγηση του άρθρου 15β της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2) (β) του Περί Προσφύγων Νόμου, στο εγχειρίδιο της EASO υπό τον τίτλο «Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδ.2011/95/ΕΕ) - Δικαστική Ανάλυση», όπου, στην σελ.120, διαλαμβάνονται τα ακόλουθα αναφορικά με την εξέταση του άρθρου 15 της Οδηγίας:

 

«Ωστόσο, στην απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση M'Bodj, το ΔΕΕ διέκρινε την ερμηνεία του από την ερμηνεία του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ από το ΕΔΔΑ βάσει της ελαφρώς διαφορετικής διατύπωσης του άρθρου 15 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) και του πλαισίου στο οποίο τυγχάνει να εφαρμόζεται το άρθρο 15 στοιχείο β). Σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, το ΕΔΔΑ εφάρμοσε το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ για να απαγορεύσει την απομάκρυνση υπηκόου τρίτης χώρας που έπασχε από σοβαρή ασθένεια σε χώρα στην οποία δεν υπήρχε διαθέσιμη κατάλληλη ιατρική περίθαλψη (708). Το ΔΕΕ αρνήθηκε να ερμηνεύσει το άρθρο 15 στοιχείο β) με τον ίδιο τρόπο. Το ΔΕΕ επι­σήμανε ότι το γράμμα του άρθρου 15 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) διαφέρει από εκείνο του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ στο μέτρο που εφαρμόζεται σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτούντος «στη χώρα καταγωγής». [.] Επιπλέον, το ΔΕΕ επισήμανε ότι ορισμένα στοιχεία του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 15 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδι­ατύπωση), καθώς και η ratio της συγκεκριμένης οδηγίας πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την ερμηνεία της συγκεκριμένης διάταξης. Συγκεκριμένα, το άρθρο 6 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) απαριθμεί τους φορείς σοβαρής βλάβης, γεγονός που επιβεβαιώνει την άποψη ότι οι βλάβες αυτές πρέπει να απορρέουν από συμπεριφορά τρίτου και δεν μπορούν, κατά συνέπεια, να αποτελούν απλώς και μόνο συνέπεια των γενικών ανεπαρκειών του συστήματος υγείας της χώρας καταγωγής. Ομοίως, κατά την αιτιολογική σκέψη 26 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση), οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.»

 

Περαιτέρω, στην σελ.123 του ιδίου εγχειριδίου αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«Η εφαρμογή του άρθρου 15 στοιχείο β) προϋποθέτει ένα στοιχείο ηθελημένης κακομεταχείρισης. Παρά την παραπομπή του ΔΕΕ στη νομολογία του ΕΔΔΑ σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ και στην υπο­χρέωση εφαρμογής της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) κατά τρόπο που συνάδει με το άρθρο 19 παράγραφος 2 του Χάρτη της ΕΕ (μη επαναπροώθηση, σε περίπτωση σοβαρού κινδύνου απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρι­σης ή τιμωρίας) (731), το ΔΕΕ αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στη διαφορετική διατύπωση του άρθρου 15 στοιχείο β) και διακρίνει μεταξύ του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 3, ως απαγόρευσης επιστροφής προσώπου, και της θεμελίωσης αίτησης επικουρικής προστασίας [...]»

 

Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν αναφορικά με την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επεσήμανε στην απόφαση του CF, CN κατά Bundesrepublic

Deutschland[13] ότι συνιστούν: 

 

«(...) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» 

(βλ. σκέψη 43 της απόφασης)

 

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του Sufi and Elmi[14], αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

Περαιτέρω, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ στην υπόθεση Meki Elgafaji, Noor Elgagaji  v. Staatssecretaris van Justitie[15]: (-έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου)

 

 «33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.

 

34. Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [.]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.

 

35.  Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.

 

36.  Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται  από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».

 

 37. Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.

 

38.Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.

 

39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».

 

Στη βάση της ως άνω νομολογίας, προς τον σκοπό εξέτασης των προϋποθέσεων που διαλαμβάνει το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως αυτός ενσωματώνει το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[16] προχώρησα σε έρευνα σε διεθνείς πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής και στην περιοχή συνήθους διαμονής του Αιτητή -ήτοι στην πολιτεία Abia της Νιγηρίας- όπου ευλόγως αναμένεται να επιστρέψει. Από την έρευνα αυτή, προέκυψαν τα ακόλουθα:

 

·         Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), μια πρωτοβουλία της Ακαδημίας Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Γενεύης,  η Νιγηρία είναι αναμεμειγμένη σε δύο παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συρράξεις ενάντια στις μη κρατικές ένοπλες ομάδες Boko Haram και ISWAP  (Islamic State in West Africa Province)[17].

 

·         Παράλληλα, η Νιγηρία είναι βυθισμένη σε μια σειρά προβλημάτων ασφαλείας, τα οποία οφείλονται στην εξέγερση της Boko Haram, τις ένοπλες ληστείες, τις εξωδικαστικές εκτελέσεις από δυνάμεις ασφαλείας, τη ληστρική δράση, τη στρατιωτική βία και, πιο πρόσφατα, στις επιθέσεις από άγνωστους ένοπλους.

 

·         Σύμφωνα με τη σύνοψη της κατάστασης ασφαλείας του ACCORD που βασίζεται σε στοιχεία του ACLED, η οποία αφορά το δεύτερο τρίμηνο του 2024 και δημοσιεύτηκε στις 7 Αυγούστου 2024, στη πολιτεία Abia αναφέρθηκαν 32 περιστατικά ασφαλείας εκ των οποίων τα 10 οδήγησαν σε 24 απώλειες ανθρώπινων ζωών. Οι ακόλουθες τοποθεσίες συγκαταλέγονται μεταξύ των πληγέντων:  Aba, Akwete, Arochukwu, Asa, Ehere, Imo River, Isu, Obiaku, Obikabia Junction, Ohafia, Osisioma, Umuahia, Umuaku, Uturu.[18]

 

·         Κατόπιν αναζήτησης στη βάση δεδομένων ACLED προέκυψε ότι κατά το διάστημα από τις 06.07.2024 έως τις 04.07.2025 στην πολιτεία Abia, η οποία συνιστά την περιοχή καταγωγής του Αιτητή, καταγράφηκαν 88 περιστατικά ασφαλείας και 85 θάνατοι, εκ των οποίων 19 διαμαρτυρίες (καμία απώλεια ανθρώπινων ζωών), 5 εξεγέρσεις (2 απώλειες ανθρώπινων ζωών), 36 μάχες (56 απώλειες ανθρώπινων ζωών), 24 περιστατικά βίας εναντίον αμάχων (27 απώλειες ανθρώπινων ζωών) και 4 περιστατικά εκρήξεων/απομακρυσμένης βίας (καμία απώλεια ανθρώπινων ζωών).[19]  Σημειώνεται πως ο πληθυσμός της πολιτείας Abia για το 2025 εκτιμήθηκε στους 4,5 εκατομμύρια κατοίκους.[20]

 

Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω δεδομένα, δεν διακρίνω την ύπαρξη κατάστασης αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης στη πολιτεία Abia ή έστω αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης η οποία να εξικνείται σε τέτοιο βαθμό ώστε ο Αιτητής λόγω της παρουσίας του και μόνο στο έδαφος των περιοχών αυτών να έρχεται αντιμέτωπος με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής απειλής κατά το άρθρο 19 στοιχείο (2)(γ). Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας, υγιής, μορφωμένος, με προηγούμενη εργασιακή εμπειρία χωρίς να παρουσιάζει θέματα ευαλωτότητας ή κάποιο χαρακτηριστικό ή στοιχείο που να συμβάλλει με οποιοδήποτε τρόπο στην επίταση του κινδύνου να υποστεί σοβαρή βλάβη. Επισημαίνω τέλος, ότι δεν έχουν εγερθεί ή/και αναδειχθεί ατομικά χαρακτηριστικά ή στοιχεία του Αιτητή που να υποδηλώνουν και να δείχνουν ειδικώς ότι θα τεθεί σε κατάσταση που αυξάνει τον κίνδυνο σοβαρής βλάβης και δυνατόν να μπορούσε να αντισταθμίσει το επίπεδο αδιάκριτης βίας βάσει της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας.

 

Υπό το φως των ανωτέρω, και έχοντας ενώπιον μου τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, την ίδια την επίδικη απόφαση και τις δηλώσεις του Αιτητή σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, δεν διαπιστώνω να υφίσταται οποιαδήποτε πλημμέλεια σε σχέση με αυτήν. Κρίνω δε ότι ορθώς και κατόπιν δέουσας έρευνας οι Καθ΄ ων η αίτηση κατά την έκδοση της επίδικης απόφασής τους κατέληξαν ότι οι ισχυρισμοί που προέβαλε ο Αιτητής δεν θα μπορούσαν καθ' αυτοί να οδηγήσουν σε υπαγωγή του στο καθεστώς των άρθρων 3 ή 19 του περί Προσφύγων Νόμου. Κατά τούτο και ο λόγος ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας ως προωθήθηκε από τον Αιτητή είναι υποκείμενος σε απόρριψη ως αβάσιμος.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξη μου ότι ορθώς  κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία.

 

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου, ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή (Νιγηρία), συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών  ημερ. 27.05.2022 (Κ.Δ.Π. 202/2022) αλλά και το πιο πρόσφατο ημερ. 30.05.2025 (Κ.Δ.Π. 145/2025), χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας ιθαγένειας. Υπενθυμίζεται ότι, ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Με βάση το σύνολο των ενώπιον μου δεδομένων, όπως έχω αναλύσει ανωτέρω, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

 

 

 

 

Ε. Ρήγα,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14 ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2 η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552

[2] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 : « Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.»

[3] Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598

[4] Zωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/2006, ημερ. 26.07.2007

[5] Βλ. συναφώς υπ. αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεώργιας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007.

[6] Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018).

[7]  ΣτΕ 184/67.

[8] Γενική Συνομοσπονδία Παγκύπριας Οργάνωσης Βιοτεχνών Επαγγελματιών Καταστηματαρχών -ν- Κυπριακής Δημοκρατίας, Συν. Υποθ. 5869/2013, κ.α., απόφαση 16.03.2016.

[9] G.C. School of Careers Ltd κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 170.

[10] Γενική Ομοσπονδία Παγκύπριων Οργανώσεων Βιοτεχνών Επαγγελματιών ν. Δημοκρατίας, Προσφ. Αρ. 5869/2013 κ.ά., ημερ. 16.3.2016.

 

[11] Απόφαση αρ. 128/2008, JAMAL KAROU ν. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 01.02.2010. (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/07/2025)

[12] Evidence and Credibility Assessment in the Context of the Common European Asylum System' (2023), 136 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023- 02/Evidence_credibility_judicial_analysis_second_edition.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 08.11.2024)

[13] ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland.

[14] ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011

[15] Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.02.2009

[16] ΟΔΗΓΙΑ 2011/95/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση).

[17] RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), Ακαδημία Γενεύης, https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-nigeria (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/07/2025)

[18] ACCORD - Austrian Centre for Country of Origin & Asylum Research and Documentation, 'Nigeria, second quarter 2024: Update on incidents according to the Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED)', 7 August (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/07/2025)

2024, 4-5,  διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2113508/2024q2Nigeria_en.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/07/2025)

[19] Προσαρμοσμένη έρευνα στην βάση ACLED Explorer, ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/ (βλπλατφόρμα Explorer, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: EVENT COUNTS & FATALITIES- EVENT TYPE: Political violence (Battles, Explosions/ Remote violence, Violence against civilians, Riots & Protests), EVENT DATE - Custom Date Range: 06.07.2024 - 04.07.2025, STATE - Abia, COUNTRY - Nigeria, ADMIN 1- Centre) (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15.07.2025)

[20] City Population (2025) διαθέσιμο: https://naijadetails.com/abia-state-population/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15.07.2025)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο