ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθ. Αρ.: 7614/2022
28 Ιουλίου, 2025
[Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Κ.Α. από Κονγκό
Αιτήτρια
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ
Καθ’ ων η Αίτηση
Εμφανίσεις:
Ν. Πεσλίκα (κα) για Κ. Κουπαρή (κα), Δικηγόρος για την Αιτήτρια.
Ρ. Προδρόμου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, επιστολής ημερομηνίας 21/12/22 (της κοινοποιήθηκε αυθημερόν) με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ως άκυρη και/ή στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος και/ή ζητά οποιαδήποτε άλλη θεραπεία υπό τις περιστάσεις.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Η Αιτήτρια, υπήκοος Λαϊκής Δημοκρατίας του Κογκό (στο εξής «ΛΔΚ»), υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 16/12/19, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στις 02/02/22, την 03/08/22 συντάχθηκε η έκθεση/εισήγηση και αποφασίστηκε η απόρριψη της αίτησης στις 17/08/22, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Η Αιτήτρια μέσω της συνηγόρου της ισχυρίζεται ότι ενώ είχαν κριθεί αξιόπιστοι οι ισχυρισμοί της ότι είχε υποστεί βιασμό στο παρελθόν από στρατιώτες (στη βάση και εξωτερικών πηγών πληροφόρησης) λανθασμένα δεν της είχε αναγνωρισθεί το καθεστώς πρόσφυγα. Προσθέτει ότι δεν ενεργοποιήθηκαν οι κατάλληλες δικλίδες ασφαλείας που αφορούν ευάλωτα πρόσωπα και/ή έχουν παραβιαστεί τα Άρθρα 9ΣΤ και 15 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000) και/ή έχει παραβιασθεί η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης και/ή δεν έχει παραπεμφθεί σε ψυχολόγο. Αναφέρει ότι πρόσωπα που έχουν καταστεί θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης θεωρούνται ευάλωτα πρόσωπα και είναι συχνό φαινόμενο να καταστούν εκ νέου θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης και/ή θα έπρεπε να της αποδοθεί τουλάχιστον καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Ούτε μπορεί να μετεγκατασταθεί σε άλλη περιοχή (Κινσάσα) και/ή σε περίπτωση επιστροφής της στην περιοχή North Kivu υπάρχει πιθανότητα δίωξης ή σοβαρής βλάβης. Μετά από άδεια του Δικαστηρίου προσκομίστηκε μαρτυρία από την Αιτήτρια που αφορά έκθεση ψυχολογικής αξιολόγησης και διάφορες πηγές πληροφόρησης που αφορούν παροχή στήριξης θυμάτων σεξουαλικής βίας στην χώρα καταγωγής της και/ή παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Με την Απαντητική Αγόρευση (ημερομηνίας ) υιοθετείται εκ νέου το προφίλ και/ή οι προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας, το περιεχόμενο της έκθεσης κλινικού ψυχολόγου αναφορικά με την υγεία της και γίνεται παραπομπή σε σχετικές αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου. Προσθέτει δε ότι κατά την έκδοση απόφασης επιστροφής δεν αξιολογήθηκε το βέλτιστο συμφέρον του ανήλικου τέκνου της. Τα ζητήματα δε περί αναρμοδιότητας αποφασίζοντος οργάνου που αφορούν το υποβάλλων έκθεση/εισήγηση πρόσωπο και/ή το καθεστώς εργοδότησης του αποσύρθηκαν κατά την δικάσιμο 26/09/24. Προτείνει, καταληκτικά η συνήγορος της Αιτήτριας, την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης και την παραπομπή της για να γίνει εκ νέου έρευνα στην Υπηρεσία Ασύλου λόγω παντελούς πρωτογενούς έρευνας της αρμόδιας αρχής.
Οι Καθ' ων η Αίτηση απαντούν ότι από την Γραπτή Αγόρευση της Αιτήτριας προκύπτει παντελής έλλειψη εξειδίκευσης και/ή τεκμηρίωσης των λόγων ακύρωσης κατά παράβαση της πάγιας νομολογίας και των σχετικών διαδικαστικών κανονισμών. Σημειώνουν ότι αποδεκτός ισχυρισμός έγινε μόνο σε σχέση με την σεξουαλική κακοποίηση της αλλά απορρίφθηκαν οι υπόλοιποι ισχυρισμοί ως εσωτερικά αναξιόπιστοι (υποδεικνύοντας ταυτόχρονα τα σημεία των αντιφατικών τοποθετήσεων της). Προσθέτουν ότι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, μετά από δέουσα έρευνα και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Πέραν τούτου αναφέρουν ότι η Αιτήτρια μπορεί να διαμείνει με ασφάλεια στην Κινσάσα όπου διαμένει και η μητέρα της με την θυγατέρα της πρώτης. Εναπόκειται δε, όπως τόνισαν, στην διακριτική ευχέρεια των Καθ΄ ων να παραπέμψουν την Αιτήτρια σε ιατρική εξέταση όπου κρίθηκε ότι δεν ήτο αναγκαίο υπό τις περιστάσεις. Αναφορικά με την προσαχθείσα μαρτυρία υποστηρίζουν ότι δεν έχουν οποιαδήποτε αποδεικτική ισχύ ένεκα του ότι αποτελούν γεγονότα τα οποία εξιστόρησε η ίδια η Αιτήτρια, ενώ τα ευρήματα της ψυχολογικής έκθεσης είναι ελλιπή και/ή δεν υποδεικνύουν εάν η Αιτήτρια συνεχίζει συνεδρίες και/ή εάν λαμβάνει οποιαδήποτε φαρμακευτική αγωγή.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Προτού το Δικαστήριο προβεί σε εξέταση λόγων ακύρωσης θα πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένοι εκ των ισχυρισμών της Αιτήτριας όπως αυτοί προβάλλονται μέσω της συνηγόρου της στο δικόγραφο της προσφυγής, δεν αναπτύσσονται επαρκώς στην Γραπτή Αγόρευση. Απλή επίκληση παραβίασης Νόμων και γενικών αρχών διοικητικού δικαίου, χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση δεν είναι αρκετή. Η αιτιολόγηση νομικών σημείων είναι απαραίτητη για την εξέταση λόγων ακύρωσης από το Δικαστήριο, οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια, αναπόφευκτα επηρεάζει τη νομική τους βάση με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να κριθούν αναιτιολόγητοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης. Ούτε μπορούν να γίνουν αποδεκτοί ισχυρισμοί που δεν εξειδικεύονται ή δεν αιτιολογούνται, διότι με αυτό τον τρόπο το Δικαστήριο, παρόλο που ασκεί και έλεγχο ουσίας, θα οδηγείτο σε συζήτηση σχεδόν οιουδήποτε θέματος κατά παράβαση των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου που διαδραματίζουν στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης. (Βλέπε Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, που εφαρμόζεται κατ΄ αναλογία και από το παρόν Δικαστήριο - Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2022 (3/2019), και των λεχθέντων στη Δημοκρατία ν. Κουκκουρή(1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Latomia Estate Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533, Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, επίσης - Ιωσηφίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1990) 3 Α.Α.Δ. 4599, Kadivari ν. Δημοκρατίας (αρ. 2) (1992) 4 Α.Α.Δ. 2924, βλέπε επίσης Υπόθ. Αρ. 107/2017, Χριστόδουλος Μιχαήλ (Συνταγματάρχης) κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπουργού Άμυνας, ημερομηνίας 11/12/2017 -όπου γίνεται επανάληψη της πάγιας νομολογίας επί του ζητήματος και ειδικά την Ε.Δ.Δ.Δ.Π. Αρ. 61/2022, LOUISE GARCIA NYEMB v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, ημερ.30/10/24 αναφορικά με τους δικονομικά παραδεκτούς λόγους ακύρωσης). Λόγοι δε ακύρωσης που καταγράφονται στην προσφυγή, αλλά δεν έχουν αναπτυχθεί μέσω της Γραπτής Αγόρευσης θεωρείται, με βάση την πάγια νομολογία, ότι έχουν εγκαταλειφθεί. Επί τούτου σημειώνεται, ότι αριθμός λόγων ακύρωσης που αναπτύσσονται στις αγορεύσεις έχουν αποσυρθεί κατά την ακροαματική διαδικασία (που αφορούν κυρίως αναρμοδιότητα).
Αναφορικά με τον ισχυρισμό της Αιτήτριας περί παράβασης των Άρθρων 9 και 15 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν. 6(Ι)/2000) και/ή ότι δεν ακολουθήθηκαν ασφαλιστικές δικλίδες που αφορούν ευάλωτα πρόσωπα όπως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο (στο εξής «ΔΦ») από τα αρχικά στάδια της διαδικασίας τέθηκε σε εφαρμογή ο μηχανισμός διαδικαστικών εγγυήσεων που αφορούν ευάλωτα πρόσωπα και έγινε αξιολόγηση στη βάση του Άρθρου 9ΚΔ(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν. 6(Ι)/2000) κατά την (αρχική) καταγραφή της Αιτήτριας. Βάση αυτής σημειώνεται ότι πρόκειται για άτομο που έχει βιαστεί πριν 6 έτη και πριν 5 έτη απέκτησε ένα κοριτσάκι που διαμένει με την μητέρα της στη χώρα καταγωγής της (ερυθρό 8-7 ΔΦ). Κανένα δε άλλο στοιχείο από την αξιολόγηση ευαλωτότητας προκύπτει, όμως, από τον φάκελο της Αιτήτριας και/ή ούτε φαίνεται να υπήρξε αναγκαιότητα για περαιτέρω ψυχιατρική ή ψυχολογική αξιολόγηση. Η δε Αιτήτρια κατά τις συνεντεύξεις της ανέφερε ότι είναι σε καλή κατάσταση για να προχωρήσει, δεν ανέφερε ότι αντιμετωπίζει οποιοδήποτε πρόβλημα ψυχολογικής ή ψυχιατρικής φύσης ή χρήζει τέτοια φροντίδας παρά μόνο σε σχέση με πρόβλημα με άσθμα (ερυθρά 52 ΔΦ). Ούτε ο λειτουργός- εξεταστής έκρινε σκόπιμο να παραπεμφθεί η Αιτήτρια σε ειδική εξέταση σε ιατρό ή ψυχολόγο ούτε αυτό εμπόδισε τον Προϊστάμενο να λάβει απόφαση επί της αίτησης (Βλέπε Άρθρο 15 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν. 6(Ι)/2000). Ούτε λήφθηκε οποιαδήποτε απόφαση παραποµπής της Αιτήτριας σε ιατρό και/ή ψυχολόγο, δυνάµει των προνοιών του Άρθρου 15 του Νόµου, απόφαση η οποία ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του εκάστοτε λειτουργού και δεν αποτελεί δέσµια υποχρέωση του. Εξάλλου, μέρος των ουσιωδών ισχυρισμών της Αιτήτριας και ιδιαίτερα αυτός που αφορά σεξουαλική κακοποίηση/ βιασμό της ιδίας έγινε αποδεκτός ως αξιόπιστος από την αρμόδια αρχή στο σύνολο του. Ούτε, όμως, ζητείται από την Αιτήτρια μέσω της ένορκης μαρτυρίας της ημερομηνίας 24/10/23 η εξέταση/αξιολόγηση του Δικαστηρίου του κατά πόσο επηρεάστηκαν οι δηλώσεις της και/ή οι ισχυρισμοί της κατά την συνέντευξη (που αφορούν τους υπόλοιπους μη αποδεκτούς ισχυρισμούς της) λόγω δυσχερούς ψυχολογικής και/ή ευαλωτότητας που τυχόν επηρέαζε ή επηρεάζει την αξιολόγηση του αιτήματος της. Όλα τα σημεία της ένορκης δήλωσης της Αιτήτριας εδράζονται κυρίως στο περιστατικό κακοποίησης/βιασμού το οποίο ως ξέχωρος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός από την αρμόδια αρχή.
Ανεξάρτητα, όμως, των πιο πάνω διαπιστώσεων αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023 (Ν.73(Ι)/2018), προχωρώ σε αξιολόγηση της επί της ορθότητας/ουσίας του αιτήματος της Αιτήτριας στη βάση του περιεχομένου του ΔΦ.
Κατά την προσωπική της συνέντευξη, και αναφορικά με τα προσωπικά της στοιχεία, η Αιτήτρια δήλωσε ενήλικας, με τόπο καταγωγής το Walikale και τόπο συνήθους διαμονής το χωριό Erengeti το οποίο βρίσκεται πλησίον του Beni της περιοχής North Kivu. Ως προς την οικογενειακή της κατάσταση δήλωσε άγαμη και μητέρα ενός ανήλικου τέκνου, 7 ετών κατά την ημερομηνία διεξαγωγής της συνέντευξης, η οποία διαμένει στο Κονγκό υπό την επιμέλεια της μητέρας της Αιτήτριας. Ως προς την πατρική της οικογένεια η Αιτήτρια πρόβαλε ότι ο πατέρας της διαμένει στο Kikwit και η μητέρα της στην Κινσάσα. Επιπρόσθετα δήλωσε πως έχει και τρία αδέρφια, εκ των οποίων το ένα διαμένει στην Κινσάσα και τα άλλα δύο διαβιούν στα ανατολικά της χώρας. Ως προς το εκπαιδευτικό της επίπεδο ανέφερε ότι έχει παρακολουθήσει τρία χρόνια πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και δήλωσε πως εργαζόταν ως πωλήτρια σε κατάστημα που πωλούσε φαγητά. Κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι είναι μητέρα ακόμα ενός ανήλικου τέκνου το οποίο γεννήθηκε στη Δημοκρατία και πατέρας του παιδιού είναι άντρας καμερουνέζικης καταγωγής, με τον οποίο η Αιτήτρια διατηρούσε δεσμό. Επανέλαβε δε ότι η μητέρα της εξακολουθεί να διαβιεί στην Κινσάσα και πως ο πατέρας της, ομοίως, συνεχίζει να διαμένει στο Kikwit. (ερυθρό 100 ΔΦ). Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους η Αιτήτρια έφυγε από τη ΛΔΚ, κατέγραψε αρχικώς ότι έφυγε εξαιτίας του πολέμου. Εν συνεχεία, κατέγραψε επίσης ότι έφυγε καθώς ήταν ακτιβίστρια του κινήματος “Lucha”, το οποίο ήταν κατά του καθεστώτος του προέδρου της χώρας Kabila. Λόγω της συμμετοχής της σε διαμαρτυρίες η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι συνελήφθη για διάστημα τριών ημερών, ενώ όταν αφέθηκε ελεύθερη δεχόταν απειλές θανάτου από ενόπλους που την αναζητούσαν για να την σκοτώσουν.
Κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησής της, ανέφερε πως το 2012, και ενώ το Walikale βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση, η μητέρα της και η αδερφή της έπεσαν θύματα βιασμού από στρατιώτες. Εξήγησε πως αιτία για την πράξη αυτή ήταν η διαμάχη μεταξύ της μητέρας της και μίας άλλης γυναίκας για επαγγελματικούς λόγους, ενώ ο γιος της γυναίκας αυτής ήταν στρατιώτης του FARDC[1]. Η Αιτήτρια συνέχισε αναφέροντας πως από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα ξεκίνησε να «συμπεριφέρεται περίεργα», καθότι ανέπτυσσε σχέσεις με στρατιώτες από την Ουγκάντα και το Μπουρούντι οι οποίοι έρχονταν στην περιοχή της και τους χρησιμοποιούσε ούτως ώστε να εκδικηθεί τον βιασμό της μητέρας της και της αδερφής της. Η Αιτήτρια πρόβαλε πως υποδείκνυε στους στρατιώτες το σπίτι της οικογένειας που ήταν υπεύθυνη για τους βιασμούς για να τους κάνουν κακό, καθότι η ίδια δε μπορούσε. Δήλωσε περαιτέρω ότι είχε φίλους που ανήκαν στο FARDC, ανάμεσά τους κι έναν στρατηγό που οργάνωσε το ταξίδι της προς τη Δημοκρατία και πως υπήρχε διάστημα κατά το οποίο μετέφερε πληροφορίες από τον FARDC προς τους αντάρτες, και αντίστροφα. Ανέφερε πως η αδερφή της, η οποία ήταν μητέρα δύο παιδιών, αποβίωσε με αποτέλεσμα η ίδια να αναλάβει την επιμέλεια των παιδιών της. Μετά τον θάνατό της η Αιτήτρια ι αποφάσισε να συμμετάσχει στο κίνημα “Lucha” και να παρακολουθεί τις συναντήσεις τους. Περιέγραψε πως στις 23/09/19, κατά τη διάρκεια μίας τέτοιας συνάντησης, την σταμάτησαν και οι αστυνομικοί εντόπισαν στο κινητό της τηλέφωνο φωτογραφίες από μία προηγούμενη συνάντησή τους, με αποτέλεσμα να την φυλακίσουν. Συνέχισε λέγοντας ότι προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον στρατηγό του FARDC και, όταν εν τέλει τα κατάφερε, αυτός μεσολάβησε για να απελευθερωθεί. Ακολούθως, με τη βοήθειά του, εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της. Ερωτηθείσα ως προς το τι θεωρεί ότι θα της συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της απάντησε πως φοβάται ότι θα την σκοτώσουν. Μετά από διευκρινιστική ερώτηση, απάντησε ότι φοβάται ότι θα χάσει τη ζωή της τόσο από τους στρατιώτες του FARDC όσο και από τους αντάρτες, καθώς διακινούσε πληροφορίες που αφορούσαν τη μία μεριά στην άλλη. Μετά από περαιτέρω σχετικές διευκρινιστικές ερωτήσεις τοποθέτησε χρονικά το περιστατικό του βιασμού της μητέρας και της αδερφής της περί το 2014 και περιέγραψε τη σκηνή στην οποία η ίδια ήταν μάρτυρας. Εξήγησε ότι θεωρεί υπεύθυνη την οικογένεια με την οποία η μητέρα της είχε επαγγελματικής φύσεως διαμάχες επειδή κάθε φορά που υπήρχε κάποια σύγκρουση απειλούσαν πως θα τους κάνουν κακό. Δήλωσε ότι δεν ήξερε τους δράστες και πως έκτοτε δεν τους είδε εκ νέου. Ως προς το πως ήρθε σε επαφή με τους στρατιώτες από την Ουγκάντα και το Μπουρούντι, πρόβαλε πως κάποια κορίτσια τους πήγαιναν φαγητό και η Αιτήτρια πήγε μαζί τους και τους συνάντησε, ενώ σύναψε δεσμό με έναν στρατιώτη από την Ουγκάντα από το 2014 - 2016. Εν συνεχεία η Αιτήτρια δήλωσε ότι είπε στο συγκεκριμένο άτομο να βλάψει την οικογένεια που ήταν υπεύθυνη για τον βιασμό της μητέρας της και της αδερφής της και αυτός έπειτα από τις οδηγίες της βίασε ένα από τα κορίτσια της οικογένειας. Ως προς τον στρατιώτη του FARDC περιέγραψε ότι τον γνώρισε το 2012 σε ένα στρατόπεδο στην Goma, όπου είχε βρεθεί για να επισκεφτεί μία φίλη της. Με τον συγκεκριμένο άντρα η Αιτήτρια περιέγραψε ότι διατηρούσε σχέση από απόσταση για πολλά χρόνια. Μέσω του συγκεκριμένου ανθρώπου δήλωσε ότι γνώρισε και άλλα μέλη του FARDC. Ερωτηθείσα ως προς την κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή της, πρόβαλε μεταξύ των μερών της διαμάχης για την εξουσία στην περιοχή βρίσκονται οι ομάδες ADF και Shetani, ενώ ο σύντροφός της ανήκε στην ομάδα ADF. Η Αιτήτρια, ερωτηθείσα σχετικώς, πρόβαλε ότι μετέφερε πληροφορίες για επικείμενες επιθέσεις από τη μία ομάδα στην άλλη και αναφορικά με τη συμμετοχή της στην ομάδα Lucha δήλωσε πως ξεκίνησε να συμμετέχει στην ομάδα το 2014 ως απλό μέλος. Συνέδεσε τη μεταφορά των συγκεκριμένων πληροφοριών με τη σύλληψή της, θεωρώντας ότι κάποιος την πρόδωσε επίτηδες στις αρχές. Εξήγησε ότι συμμετείχε και σε διαδηλώσεις κατά του τότε προέδρου της χώρας Kabila και ότι στα πλαίσια της πολιτικής της δράσης είχε συλληφθεί πολλές φορές. Έπειτα από τη σύλληψή της περιέγραψε πως τίθετο υπό κράτηση έως τη στιγμή που θα πλήρωνε κάποιο χρηματικό ποσό για να αφεθεί ελεύθερη. Ως προς το διάστημα που η Αιτήτρια έμενε υπό κράτηση, ανέφερε ότι διαρκούσε περί τη μία εβδομάδα, δύο εβδομάδες ή και λιγότερο, ανάλογα το πότε πλήρωνε το ζητηθέν χρηματικό ποσό. Ως προς την τελευταία σύλληψή της, κλήθηκε να την περιγράψει αναλυτικά, ενώ δήλωσε ότι μεταφέρθηκε σε έναν αστυνομικό σταθμό στο κέντρο της πόλης του Beni ονόματι Point Chaud, όπου παρέμεινε σε ένα μικρό κελί μαζί με άλλα άτομα. Τέλος, πρόβαλε ότι έπεσε θύμα ομαδικού βιασμού από κάποιους στρατιώτες όσο διαβιούσε στη ΛΔΚ, χωρίς όμως να είναι σε θέση να ανακαλέσει επακριβώς τη χρονολογία δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι αυτό το περιστατικό δε σχετίζεται με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη ΛΔΚ. Ερωτηθείσα από τον λειτουργό ως προς το εάν θα μπορούσε να εγκατασταθεί σε έτερη περιοχή της χώρας καταγωγής της και συγκεκριμένα στην Κινσάσα (όπου διαβιεί η μητέρα της και το παιδί της) αποκρίθηκε αρνητικά, λέγοντας ότι η ζωή της θα βρεθεί σε κίνδυνο και πως οι στρατιώτες του FARDC και οι αντάρτες θα θέλουν να της βλάψουν τη ζωή για λόγους εκδίκησης (ερυθρά 54-31 ΔΦ).
Ο λειτουργός, στην έκθεση/εισήγηση που ετοίμασε κατέληξε σε 7 ουσιώδεις ισχυρισμούς, ήτοι (α) ταυτότητα, προφίλ και χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, (β) ότι η μητέρα και η αδερφή της κακοποιήθηκαν σεξουαλικά από τον αδερφό μίας πελάτισσας της μητέρας της, ο οποίος ήταν στρατιώτης του FARDC, (γ) ότι συνεργαζόταν με το ADLF Nalu προκειμένου να εκδικηθεί τον βιασμό της μητέρας και της αδερφής της, καθώς και με τον κονγκολέζικο στρατό προκειμένου να μην έχει προβλήματα με την αστυνομία, (δ) ότι συμμετείχε στο κίνημα LUCHA από το 2014, (ε) ότι συνελήφθη έπειτα από τη συμμετοχή της σε διαμαρτυρίες με το κίνημα LUCHA (στ) ότι η αστυνομία την συνέλαβε το 2019 καθώς βρήκαν φυλλάδια του κινήματος LUCHA στην τσάντα της, (ζ) ότι κακοποιήθηκε σεξουαλικά στο ΛΔΚ σε αδιευκρίνιστη ημερομηνία.
Αποδεκτοί ισχυρισμοί έγιναν ο (α) και (ζ) που έτυχαν και εξέτασης/αξιολόγησης κινδύνου επιστροφής, αλλά απορρίφθηκαν οι (β) – (στ) οι οποίοι χαρακτηρίστηκαν από έλλειψη επαρκών πληροφοριών και τεκμηρίωσης. Συγκεκριμένα, καταγράφηκαν τα ακόλουθα ευρήματα:
(β) Ισχυρισμός περί του ότι η μητέρα και η αδερφή της Αιτήτριας κακοποιήθηκαν σεξουαλικά από τον αδελφό μίας πελάτισσας της μητέρας της, ο οποίος ήταν στρατιώτης του FARDC. Σημειώνεται επί τούτου ότι στο πρακτικό της συνέντευξης έχει καταγραφεί αρχικώς ότι ο άντρας αυτός ήταν ο αδερφός της πελάτισσας της μητέρας της Αιτήτριας, ωστόσο εν συνεχεία έχει διορθωθεί εντός παρενθέσεως και αποσαφηνιστεί πως είναι ο τελικά γιός της (βλέπε ερυθρά 48/2Χ ΔΦ). Επομένως, η μόνη διαφοροποίηση αφορά ως προς την συγγένεια με την κατ΄ ισχυρισμό πελάτισσα και όχι ως προς τα ουσιώδη περιγραφόμενα περιστατικά του ισχυρισμού σεξουαλικής κακοποίησης. Για σκοπούς ορθότητας της απόφασης και τοποθέτησης στην ορθή διάσταση των κατ΄ ισχυρισμό συμβάντων η καταγραφή γίνεται με αναφορά σε υιό και όχι αδελφό (ως προς το πρόσωπο του κατ΄ ισχυρισμό δράστη). Ο λειτουργός, αξιολογώντας τα λεγόμενα της Αιτήτριας ως προς τον εν λόγω ισχυρισμό έκρινε πως δεν ήταν σε θέση να παράσχει επαρκείς πληροφορίες. Αυτό παρατηρήθηκε τόσο σε σχέση με τα λεγόμενά της σχετικά με τον [γιο] της πελάτισσας της μητέρας της, καθώς δεν ήταν σε θέση να αναφερθεί στην ακριβή θέση του στον FARDC και στις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις, όσο και σχετικά με την περιγραφή του περιστατικού σεξουαλικής κακοποίησης της μητέρας και της αδερφής της, στο οποίο η Αιτήτρια ήταν κατ’ ισχυρισμόν παρούσα, με τα λεγόμενά της να κρίνονται αόριστα και μη λεπτομερή. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού ο λειτουργός παρέθεσε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με τα περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης από τον FARDC περί το 2014, οπότε και συνέβη ο κατ’ ισχυρισμό βιασμός της μητέρας και της αδερφής της Αιτήτριας. Ωστόσο, τόνισε ότι λόγω της μη ύπαρξης εσωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού καθώς και λόγω της έλλειψης υποστηρικτικών εγγράφων ή άλλων πηγών πληροφόρησης προσωποποιημένων στο εν λόγω γεγονός, ο ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολο του. Αν και αναγράφεται στο τέλος της παραγράφου της έκθεσης/εισήγησης «Assessment: This material fact is accepted» φαίνεται να πρόκειται περί τυπογραφικού λάθους καθώς στην αξιολόγηση εσωτερικής αξιοπιστίας επί του εν λόγω ισχυρισμού καταγράφονται σωρεία σημείων για μη τεκμηρίωση, ικανοποίηση και ή επαρκών πληροφοριών και στα καταληκτικά σχόλια υπάρχει η σχετική καταγραφή «In light of the above, the applicant’s statements regarding the fact that her mother and sister were sexually abused by the brother (καταγραφή Δικαστηρίου αφορά υιό και όχι αδελφό) of her mother’s client, who was a FARDC soldier are undetailed and unspecific and therefore, the internal credibility of this material fact is not being established».
(γ) Ισχυρισμός περί του ότι η Αιτήτρια συνεργαζόταν με το ADLF Nalu προκειμένου να εκδικηθεί τον βιασμό της μητέρας και της αδερφής της, καθώς και με τον κονγκολέζικο στρατό προκειμένου να μην έχει προβλήματα με την αστυνομία. Ομοίως, ο συγκεκριμένος ισχυρισμός απορρίφθηκε από τον λειτουργό ενώ τονίστηκε ότι συνδέεται ουσιωδώς με τον ισχυρισμό (β) ανωτέρω που απορρίφθηκε με αποτέλεσμα η αξιοπιστία του να είναι εκ προοιμίου μειωμένη. Ωστόσο, επισημάνθηκε πως η Αιτήτρια υπήρξε αόριστη ως προς το πως ξεκίνησε να προσεγγίζει τους στρατιώτες και δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς πληροφορίες για τον στρατιώτη από την Ουγκάντα που υπήρξε, σύμφωνα με τα λεγόμενά της, σύντροφός της. Όσον αφορά το ότι ο άντρας αυτός, έπειτα από οδηγίες της, βίασε ένα κορίτσι της οικογένειας που η Αιτήτρια θεωρούσε υπεύθυνη για τον βιασμό της μητέρας και της αδερφής της, ο λειτουργός εντόπισε ανεπάρκεια λεπτομερειών στα λεγόμενά της. Αναφορικά με το ότι η Αιτήτρια διατηρούσε επικοινωνία με ένα μέλος του κονγκολέζικου στρατού για την περίπτωση που θα αντιμετώπιζε προβλήματα με την αστυνομία, εντοπίστηκε αοριστία και έλλειψη επαρκών στοιχείων στα λεγόμενά της, ενώ δεν στοιχειοθετήθηκαν ούτε οι πληροφορίες για τον στρατό που κατ’ ισχυρισμό η Αιτήτρια έδινε στο ADLF Nalu. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο λειτουργός τόνισε ότι πρόκειται για ισχυρισμό που άπτεται της σφαίρας της ιδιωτικής ζωής της Αιτήτριας και, συνεπώς, δεν ήταν εφικτή η ανεύρεση εξωτερικών πηγών πληροφόρησης, ενώ δεν προσκομίστηκαν ούτε σχετικά στοιχεία από την ίδια.
(δ) Ισχυρισμός περί του ότι η Αιτήτρια συμμετείχε στο κίνημα LUCHA από το 2014. Ο εν λόγω ισχυρισμός επίσης απορρίφθηκε από τον λειτουργό λόγω έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας στα λεγόμενά της. Εξετάζοντας τις απαντήσεις της, κατέληξε πως υπήρξε αόριστη, δεν τεκμηρίωσε τους σχετικούς ισχυρισμούς, δεν ήταν σε θέση να περιγράψει ικανοποιητικά τον ακριβή της ρόλο στο εν λόγω κίνημα, ούτε την ιδεολογία του κινήματος και τις συναντήσεις στις οποίες ισχυρίστηκε ότι συμμετείχε. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο λειτουργός επιβεβαίωσε την ύπαρξη του κινήματος LUCHA στο North Kivu, ωστόσο το στοιχείο αυτό από μόνο του τονίστηκε ότι δεν επαρκεί από μόνο του ούτως ώστε να γίνει αποδεκτός ο υπό εξέταση ισχυρισμός.
(ε) Ισχυρισμός περί του ότι η Αιτήτρια συνελήφθη έπειτα από τη συμμετοχή της σε διαμαρτυρίες με το κίνημα LUCHA. Κρίθηκε επί αυτού του ισχυρισμού ότι η Αιτήτρια, παρά το γεγονός ότι αρχικά δήλωσε ότι είχε συμμετάσχει σε πολλές διαμαρτυρίες, εν τέλει περιέγραψε τη συμμετοχή της μόνο σε μία διαδήλωση που έλαβε χώρα στην Goma. Τονίστηκε ότι δεν κατέστη εφικτό να αναφερθεί με λεπτομέρεια και/ή σαφήνεια στην εν λόγω διαδήλωση, ούτε να περιγράψει λεπτομέρειες όπως το τι ώρα ξεκίνησε και την ημερομηνία που έλαβε χώρα. Ως προς τη φυλάκισή της επισημάνθηκε πως δεν έδωσε επακριβή αναφορά για τις συνθήκες κράτησής της, ούσα αόριστη και ατεκμηρίωτη στις απαντήσεις της. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού ο λειτουργός παρέθεσε πληροφορίες από εξωτερικές πηγές αναφορικά με συλλήψεις ατόμων που ανήκαν στο κίνημα LUCHA, ωστόσο λόγω της προσωποποιημένης φύσης του ισχυρισμού δεν ανευρέθηκαν περαιτέρω πληροφορίες.
(στ) Ισχυρισμός περί του ότι η αστυνομία συνέλαβε την Αιτήτρια το 2019 καθώς βρήκαν φυλλάδια του κινήματος LUCHA στην τσάντα της. Ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε από τον λειτουργό λόγω έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας. Αρχικώς σημειώθηκε ότι ο ισχυρισμός αυτός συνδέεται ουσιωδώς με τον τέταρτο ισχυρισμό - (δ) ανωτέρω, ο οποίος και απορρίφθηκε, με αποτέλεσμα να έχει εκ προοιμίου μειωμένη αξιοπιστία. Τονίστηκε, ότι δεν ήταν εφικτό να περιγράψει με συνοχή και συγκεκριμένο τρόπο τις λεπτομέρειες και τις συνθήκες υπό τις οποίες συνελήφθη και ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού εντοπίστηκαν πηγές από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σχετικά με αυθαίρετες συλλήψεις των μελών του κινήματος LUCHA, ωστόσο λόγω της προσωποποιημένης φύσης του ισχυρισμού δεν ανευρέθηκαν περαιτέρω πληροφορίες.
Το Δικαστήριο αφού διεξήλθε των λεπτομερειών της συνέντευξης διαπιστώνει, όπως και η εισήγηση του λειτουργού, ότι δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό αυτό το μέρος της ιστορίας της που αφορά σεξουαλική κακοποίηση της αδελφής και της μητέρας της (που δεν αφορά εξάλλου κατ΄ ουσία προσωπική δίωξη κατά της Αιτήτριας), την συνεργασία της με την ADLF Nalu και τον κονγκολέζικο στρατό, όπως επίσης των αλληλεπικαλυπτόμενων ισχυρισμών της για σύνδεση της με το κίνημα LUCHA. Οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί της δεν παρουσιάζουν συνέπεια, επαρκείς πληροφορίες και λεπτομέρειες που να παραπέμπουν σε βιωματικά περιστατικά. Υποχρεούτο δε να παρέχει κάθε διαθέσιμη βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής της και να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς της με επαρκή λεπτομέρεια (Βλέπε Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), βλέπε επίσης Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, βλέπε επίσης Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System της EUAA, February 2023 σελ.57-72, 103-112, 120-131). Σύμφωνα και με την §205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών, θα πρέπει, μεταξύ άλλων, ο αιτών να βοηθά τον εξεταστή με κάθε δυνατό τρόπο με την τεκμηρίωση των ισχυρισμών του, να κάνει προσπάθεια να υποστηρίξει τα λεγόμενά του με κάθε διαθέσιμο μέσο, να δώσει ικανοποιητική επεξήγηση για κάθε απουσία τεκμηρίων και να παρέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τον εαυτό του και τις προγενέστερες εμπειρίες του με όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες για να καταστήσει ικανό τον εξεταστή να αποδείξει τους σχετικούς ισχυρισμούς. Δεν θα μπορούσε να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας, το οποίο δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία της Αιτήτριας (Βλέπε §204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Η πλήρης εικόνα που διαμορφώνεται μέσω των στοιχείων του φακέλου της, κατόπιν ορθολογικής ανάλυσης και δίκαιης στάθμισής τους[2], επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα του λειτουργού. Τα γεγονότα της περίπτωσης της σε συνάρτηση με τα στοιχεία του φακέλου και τις αιτιάσεις της δεν προκύπτει να συντρέχουν στο πρόσωπο της εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια που μπορούν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης (§37-38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Ούτε έχει τεκμηριώσει ότι σε περίπτωση επιστροφής της θα αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα από τις αρχές της χώρας της και δεν ουδόλως έχει τεκμηριώσει οποιαδήποτε σύνδεση με κοινωνικοπολιτικό κίνημα και/ή ότι επί τούτου έχει καταδικασθεί, συλληφθεί, ή καταζητείται ή έχει διωχθεί. Επικουρικά σημειώνεται ότι οι περιγραφόμενες ενέργειες της στα πλαίσια του ισχυρισμού (γ) για συνεργασία με ένοπλη ομάδα προκειμένου να εκδικηθεί τον βιασμό της μητέρας και της αδερφής της ακόμα και εάν γίνονταν αποδεκτός ως ισχυρισμός θα την καθιστούσαν ανάξια διεθνούς προστασίας[3] λόγω ηθικής αυτουργίας/συνέργειας σε βιασμό κοπέλας. Εξάλλου, ούτε κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία υπέδειξε σημεία επί της συνέντευξης ή της έκθεσης/εισήγησης που να τεκμηριώνουν ελλιπή υπό τις περιστάσεις έρευνα της αρμόδιας αρχής κατά την αξιολόγηση των ισχυρισμών της, ούτε προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία για αξιολόγηση και/ή για να ενισχυθεί το αίτημα της ειδικά επί των ισχυρισμών (β)- (στ) ανωτέρω. Η ένορκη δήλωση της Αιτήτριας ημερομηνίας 24/10/23 εστιάζεται μόνο σε σχέση με τον αποδεκτό ισχυρισμό της για την σεξουαλική κακοποίηση που υπέστη, την επισυνημμένη σε αυτή έκθεση ψυχικής υγείας, ότι δεν υπάρχει επαρκής στήριξη στη χώρα καταγωγής της, ότι δεν υπάρχει επαρκής στήριξη για θύματα σεξουαλικής βίας στην χώρα της και ότι πρόσωπα που αναζητούν άσυλο με την επιστροφή στη χώρα τους τυγχάνουν σύλληψης και κράτησης. Κανένα στοιχείο καταγράφεται, προσκομίζεται ή αναφύεται μέσω της μαρτυρίας της που να αφορά τους ισχυρισμούς (β)- (στ) όπως αυτοί αναλύονται ανωτέρω. Αποτελεί καθήκον της αρμόδιας αρχής να αξιολογεί σε συνεργασία με τον αιτούντα τα συναφή στοιχεία της αίτησής του και/ή ότι αυτή η ευθύνη μοιράζεται μεταξύ του λειτουργού και του αιτούντα, αυτό όμως δεν αναιρεί την υποχρέωση του ιδίου να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης του, ήτοι δηλώσεις/έγγραφα που έχει στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία και/ή ότι εναπόκειται πρώτα στον ίδιο τον αιτούντα να έχει καταβάλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την αίτησή του[4]. Κανένα γραπτό στοιχείο/έγγραφο ή δήλωση κατατέθηκε ή υποβλήθηκε από την Αιτήτρια σε σχέση με την ακτιβιστική της δράση αλλά ούτε αναφέρθηκε επαρκώς και/ή έστω με κάποιες υποτυπώδεις τοποθετήσεις σε ενέργειες της που αποσκοπούσαν είτε στην προώθηση ή την πρόκληση κοινωνικοπολιτικής ή οικονομικής αλλαγής στην χώρα καταγωγής της – στοιχεία που σχετίζονται ουσιωδώς με το σύνολο του αιτήματος της (ειδικά στα σημεία (δ)- (στ) όπως αναλύονται ανωτέρω).
Η δε συνήγορος της Αιτήτριας κατά την ακρόαση της υπόθεσης επικεντρώθηκε στο γεγονός αποδεκτής σεξουαλικής κακοποίησης της, της κατ΄ ισχυρισμό δυσχερούς ψυχολογικής της κατάστασης, της απόκτησης ανήλικου τέκνου και αξιολόγησης βέλτιστου συμφέροντος αυτού (χωρίς το ανήλικο τέκνο της να είναι μέρος της προσβαλλόμενης πράξης ή διάδικο μέρος της δικαστικής διαδικασίας) εμμένοντας στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης. Ενώ έγινε αποδεκτός ο ισχυρισμός της περί σεξουαλικής κακοποίησης/ βιασμού που μπορεί να οδηγήσει σε υπαγωγή της ενδιαφερόμενης στο καθεστώς πρόσφυγα - υπό προϋποθέσεις και/ή λαμβανομένου υπόψη άλλων κριτηρίων ως το Άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000) και ενώ η ίδια προσκόμισε μαρτυρία για αξιολόγηση της επί αυτού του σημείου από το ίδιο το Δικαστήριο, αντιφατικά υποστήριξε ότι επιθυμεί μόνο την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης.
Επανερχόμενοι στο αποδεκτό μέρος του αιτήματος της ισχυρισμός περί του ότι η Αιτήτρια κακοποιήθηκε σεξουαλικά στη ΛΔΚ σε αδιευκρίνιστη ημερομηνία κρίθηκε ότι η υπήρξε σαφής και συνεκτική κατά την περιγραφή του εν λόγω ισχυρισμού της (παρόλο που υπάρχουν κάποιες ελλείψεις και κενά στις τοποθετήσεις της). Περιγράφοντας τις συνθήκες υπό τις οποίες κακοποιήθηκε σεξουαλικά δήλωσε πως κακοποιήθηκε σεξουαλικώς από στρατιώτες με πολιτική όμως ενδυμασία, επομένως δεν στοιχειοθέτησε επαρκώς το πως κατάλαβε ότι τα άτομα αυτά επρόκειτο όντως για στρατιώτες. Η ίδια, επίσης, δήλωσε ότι αυτός ο λόγος δεν συνδέεται με τους υπόλοιπους μη αποδεκτούς ισχυρισμούς της για αποχώρηση της από την χώρα καταγωγής της (ερυθρά 92, 34, 31 ΔΦ). Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού ο λειτουργός παρέθεσε πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης με βάση τις οποίες επιβεβαιώνεται η σεξουαλική βία στην περιοχή του North Kivu και συνεχίζοντας στο στάδιο της εκτίμησης κινδύνου, αξιολογήθηκε το μελλοντοστραφές ρίσκο της Αιτήτριας σε περίπτωση επιστροφής της στη ΛΔΚ επί τη βάσει των ισχυρισμών που έγιναν αποδεκτοί, ήτοι προσωπικών στοιχείων και σεξουαλικής κακοποίησης. Όπως προκύπτει από τον φάκελο της υπόθεσης ο λειτουργός διενήργησε έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σε σχέση με την κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, ήτοι το North Kivu και κρίθηκε πως υπάρχει εύλογη πιθανότητα να υποστεί συμπεριφορά που να ισοδυναμεί με δίωξη ή με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής της στην περιοχή. Αναφορικά με τον αποδεκτό ισχυρισμό περί της σεξουαλικής κακοποίησης της Αιτήτριας, ο λειτουργός έκρινε πως δεν υπάρχει πιθανότητα η Αιτήτρια να έρθει αντιμέτωπη με συμπεριφορά που να ισοδυναμεί με δίωξη ή με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθώς πρόκειται για ένα μεμονωμένο περιστατικό που έλαβε χώρα υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις (ερυθρά 91-90 ΔΦ).
Το Δικαστήριο μη αποδεχόμενο τις ανωτέρω εισηγήσεις της συνηγόρου της Αιτήτριας (για ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης) από έρευνα στη βάση εξωτερικών πηγών πληροφόρησης[5] επιβεβαιώνονται οι ισχυρισμοί και οι σχετικές παραπομπές της συνηγόρου της (σε συσχέτιση με την μαρτυρία που προσκομίστηκε στα πλαίσια της δικαστικής διαδικασίας ήτοι ως τα Τεκμήρια 4-6[6] της ένορκης δήλωσης της Αιτήτριας ημερομηνίας 24/10/23) ότι στη χώρα καταγωγής της τελευταίας ότι είναι υπαρκτά τα φαινόμενα αυξημένου αριθμού περιστατικών σεξουαλικής και/ή άλλων πράξεων βίας ειδικότερα κατά των γυναικών – που μπορεί να χαρακτηριστούν με βάση τη νομολογία ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα. Σχετική επί αυτού του σημείο είναι η απόφαση του ΔΕΕ C‑621/21 WS κατά Intervyuirasht organ na Darzhavna agentsia za bezhantsite pri Ministerskia savet, ημερομηνίας 16/01/24:
« 1. Το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας,
έχει την έννοια ότι:
ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής τους, μπορεί να θεωρηθεί ότι τόσο οι γυναίκες της χώρας αυτής στο σύνολό τους όσο και μικρότερες ομάδες γυναικών οι οποίες έχουν ένα πρόσθετο κοινό χαρακτηριστικό έχουν την ιδιότητα μέλους «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας» αποτελούσα «λόγο δίωξης» ικανό να οδηγήσει στην αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα σε αυτές.
2. Το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι:
οσάκις ο αιτών ισχυρίζεται ότι έχει φόβο ότι θα υποστεί δίωξη από μη κρατικούς υπευθύνους στη χώρα καταγωγής του, δεν είναι απαραίτητο να διαπιστώνεται συσχετισμός μεταξύ ενός εκ των λόγων δίωξης που μνημονεύονται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας και των πράξεων δίωξης, εφόσον μπορεί να διαπιστωθεί τέτοιος συσχετισμός μεταξύ ενός εκ των λόγων δίωξης και της έλλειψης προστασίας κατά των πράξεων αυτών από τους υπευθύνους προστασίας κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας.
Το άρθρο 15, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι:
ο όρος «σοβαρή βλάβη» καταλαμβάνει την πραγματική απειλή την οποία βιώνει ο αιτών ότι κινδυνεύει να δολοφονηθεί ή να υποστεί πράξεις βίας από μέλος της οικογένειάς του ή της κοινότητάς του λόγω της υποτιθέμενης παραβίασης εκ μέρους του των κρατουσών πολιτιστικών αξιών, θρησκευτικών κανόνων ή παραδόσεων και ότι η έννοια αυτή είναι, ως εκ τούτου, ικανή να οδηγήσει στη χορήγηση στον αιτούντα του καθεστώτος επικουρικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 2, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας.»
Τώρα, συμπληρωματικά της έρευνας της αρμόδιας αρχής, όπως προκύπτει από το Σύνταγμα της ΛΔΚ στο άρθρο 14 ορίζει ότι: «Οι δημόσιες αρχές πρέπει να διασφαλίζουν την εξάλειψη κάθε μορφής διάκρισης κατά των γυναικών και την προστασία και προώθηση των δικαιωμάτων τους. Λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα σε όλους τους τομείς, ιδίως στον πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό και πολιτιστικό τομέα, για να εξασφαλιστεί η πλήρης υλοποίηση και πλήρης συμμετοχή των γυναικών στην ανάπτυξη του έθνους. Πρέπει να λάβουν μέτρα για την καταπολέμηση κάθε μορφής βίας κατά των γυναικών στη δημόσια και ιδιωτική ζωή. Οι γυναίκες έχουν δικαίωμα σε δίκαιη εκπροσώπηση σε εθνικούς, επαρχιακούς και τοπικούς θεσμούς. Το κράτος εγγυάται την εφαρμογή της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών σε αυτούς τους θεσμούς».[7] Πρόσφατες δε πηγές της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο που δημοσιεύτηκε στις 02/09/24,[8] αναφέρεται ότι παρά τη συνταγματική απαγόρευση των διακρίσεων κατά των γυναικών, γυναίκες αντιμετώπισαν διακρίσεις σε όλες τις πτυχές της ζωής τους.[9] Η έκθεση Bertelsmann Stiftung για τη ΛΔΚ, που καλύπτει την περίοδο από 01/02/21 – 31/01/23, σημείωσε ότι η χώρα «χαρακτηρίζεται από μια βαθιά ενσωματωμένη πατριαρχική κουλτούρα που περιλαμβάνει νόμους και παραδοσιακά έθιμα που συμβάλλουν στις διακρίσεις κατά των γυναικών». Επιπλέον, παρόλο που είναι παράνομο, οι γυναίκες και τα κορίτσια υφίστανται διακρίσεις σε όλα τα επίπεδα. Οι γυναίκες και τα κορίτσια πλήττονται δυσανάλογα από τη φτώχεια και αντιμετωπίζουν τακτικά σεξουαλική βία.[10] Σε αυτό το γενικό πλαίσιο, η ετήσια έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών (USDOS) για τις πρακτικές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που καλύπτει το 2023, σημείωσε ότι οι νεαρές ανύπαντρες μητέρες αντιμετώπιζαν συχνά «κοινωνικό στίγμα».[11] Ως προς τη δυνατότητα κρατικής προστασίας ο νόμος για τη σεξουαλική βία ποινικοποιεί τον βιασμό όλων των προσώπων, αλλά ο νόμος συχνά έμεινε ανεφάρμοστος σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών (USDOS) για τις πρακτικές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που καλύπτει το 2023. Διεθνείς οργανισμοί και τοπικές ΜΚΟ ανέφεραν ότι οι γυναίκες που επέζησαν από βιασμό αναγκάζονταν μερικές φορές να πληρώσουν πρόστιμο για να επιστρέψουν στις οικογένειές τους και να αποκτήσουν πρόσβαση στα παιδιά τους. Οι περισσότερες επιζήσασες βιασμού δεν ακολούθησαν επίσημη νομική δράση λόγω ανεπαρκών πόρων, έλλειψης εμπιστοσύνης στο δικαστικό σύστημα, οικογενειακής πίεσης και φόβου να υποβληθούν σε ταπείνωση, αντίποινα ή και τα δύο. Κρατικοί πράκτορες βίασαν και κακοποίησαν σεξουαλικά γυναίκες και κορίτσια κατά τη διάρκεια της σύλληψης και της κράτησης τους. Η ίδια έκθεση του USDOS ανέφερε ότι ο νόμος απαγόρευε τη σεξουαλική παρενόχληση και προέβλεπε ελάχιστη ποινή ενός έτους σε περίπτωση καταδίκης, αλλά δεν υπήρχε αποτελεσματική επιβολή του νόμου. Εκτεταμένα περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης σημειώθηκαν σε όλη τη χώρα. Υπήρξαν αναφορές ότι οι κυβερνητικές δυνάμεις ασφαλείας και οι κυβερνητικοί πράκτορες υποκίνησαν, διέπραξαν ή συγγνώμησαν ρητά ή σιωπηρά τη σεξουαλική παρενόχληση.[12] Σύμφωνα με άλλες πηγές οι περισσότερες περιπτώσεις SGBV δεν καταγγέλονται,[13] «λόγω του φόβου στιγματισμού, του αποκλεισμού, της αντεκδίκησης, της απόρριψης και της κουλτούρας της ατιμωρησίας». Το στίγμα που σχετίζεται με αυτό, πολλές γυναίκες συνεχίζουν να υποφέρουν σιωπηλά» και «πολλές περιπτώσεις» σεξουαλικής επίθεσης «δεν καταγγέλθηκαν».[14]
Όπως δε προκύπτει από την ένορκη δήλωση της Αιτήτριας ημερομηνίας 24/10/23 ο λόγος καταχώρησης μαρτυρίας ήτο να προσαγάγει στο Δικαστήριο την Έκθεση Ψυχολογικής Αξιολόγησης η οποία καταδεικνύει ότι η αρμόδια αρχή δεν έδειξε την απαραίτητη σημασία στους ισχυρισμούς της όταν εξιστόρησε τη σεξουαλική και σωματική βία που υπέστηκε στη χώρα της, ότι διενεργήθηκαν πέντε συνεδρίες ημερομηνίας 18/04/23, 21/04/23, 28/04/23, 04/05/23 και 16/05/23, ότι από το περιεχόμενο της έκθεσης προκύπτει ότι υπάρχουν στοιχεία κατάθλιψης λόγω μειωμένης διάθεσης, απώλειας βάρους, ντροπή για το βιασμό, απόπειρες αυτοκτονίας και αυπνίες. Δηλώνει, επίσης, μέσω της ένορκης δήλωσης της ότι δεν ήτο εφικτή η πλήρης αξιολόγηση της νοητικής της ικανότητας διότι χρησιμοποιήθηκαν ψυχομετρικά εργαλεία που δεν υπάρχουν στη γαλλική γλώσσα και ότι δεν μπορεί να λάβει θεραπεία στην χώρα της για την ψυχική της υγεία. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να αναφερθεί ότι καμία αναφορά γίνεται από την Αιτήτρια και/ή καμία δικαιολογία προσφέρεται στο Δικαστήριο για τους λόγους που δεν αναζήτησε βοήθεια από κλινικό ψυχολόγο από το 2019 που εισήλθε στην Δημοκρατία και υπέβαλε αίτηση ή τουλάχιστον μέχρι τον 12/2022 που ολοκληρώθηκε η διαδικασία εξέτασης του αιτήματος διεθνούς προστασίας της ήτοι την απορριπτική απόφαση σε πρώτο βαθμό από την αρμόδια αρχή. Τώρα η επισυνημμένη σε αυτή Έκθεση Ψυχολογικής Αξιολόγησης της Αιτήτριας από την Δρ. Κωνσταντίνα Γρηγορίου (Κλινική Ψυχολόγο – Ειδική Ψυχολόγο Διευθυνση Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας) ημερομηνίας 31/05/23 (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 1) καταγράφει αρχικά ότι προκειμένου αυτή να συνταχθεί πραγματοποιήθηκαν συνολικά πέντε συναντήσεις με την Αιτήτρια, κατά τις οποίες διεξήχθη ψυχοδιαγνωστική εξέταση και χορηγήθηκαν ορισμένα ψυχομετρικά εργαλεία. Οι συναντήσεις δε, διεξήχθησαν με την συνδρομή διερμηνέα. Η έκθεση περιλαμβάνει ένα σύντομο ιστορικό ψυχικής υγείας της Αιτήτριας κατά την οποία γίνεται αναφορά στον βιασμό της μητέρας, της αδελφής της και της ίδιας και, καθώς και στο πρώτο ανήλικο τέκνο της, το οποίο είναι αποτέλεσμα του βιασμού που υπέστη η Αιτήτρια όσο βρισκόταν στη χώρα καταγωγής της (κάποια περιστατικά που αναφέρονται στην έκθεση προσομοιάζουν και με αυτά που παρουσιάστηκαν και εξετάστηκαν στην αρμόδια αρχή). Στην συνέχεια από την σχετική έκθεση προκύπτουν τα ακόλουθα:
«V. Τρέχουσα Κατάσταση Ψυχικής Υγείας
Η εξεταζόμενη είχε επιμελημένη εμφάνιση, πλήρη προσανατολισμό σε τόπο, χρόνο και εαυτό, ικανοποιητική προσοχή, είχε καλή απόδοση στην άμεση, πρόσφατη και απώτερη μνήμη, καλή ποιότητα ομιλίας, ανεμπόδιστη ροή σκέψεων και περιεχόμενο σκέψεων απαλλαγμένο παραληρητικών και άλλων παθολογικών ιδεών. Από τη χορήγηση του ψυχομετρικού εργαλείου Raven’s Progressive Matrices, σε συνδυασμό με την κλινική συνέντευξη, εντοπίστηκαν επίπεδα οριακής νοημοσύνης. Ωστόσο, απαιτείται ενδελεχέστερη αξιολόγηση του νοητικού επιπέδου η οποία δεν ήταν εφικτή κατά την παρούσα αξιολόγηση εξαιτίας του γλωσσικού περιορισμού. Τα γνωστικά ελλείμματα της εξεταζόμενης ενδεχομένως να οφείλονται σε περιβαλλοντικούς/πολιτισμικούς παράγοντες.
Κατά τις αξιολογικές συναντήσεις, η εξεταζόμενη αναφέρθηκε σε αισθήματα κενού τα οποία προσπαθεί να διαχειριστεί όπως είπε, με τη συμμετοχή της σε κοινωνικές εκδηλώσεις που διοργανώνουν ομοεθνείς της. Ανέφερε επίσης δυσκολίες στην έλευση του ύπνου της για το οποίο βοηθά, σύμφωνα με την ίδια, η κατανάλωση αλκοόλ στην οποία προβαίνει κάθε βράδυ. Σύμφωνα με την ίδια, αισθάνεται σχεδόν καθημερινά μειωμένη ενεργητικότητα και κόπωση. Επιπρόσθετα, αναφέρθηκε σε αισθήματα ντροπής σχετιζόμενα με το βιασμό της και αισθήματα απογοήτευσης/αναξιότητας προς τον εαυτό της αφού θεωρεί πως δεν κατάφερε να βοηθήσει άλλες γυναίκες που υπήρξαν θύματα βιασμού στη χώρα της.
Σύμφωνα με τις απαντήσεις της εξεταζόμενης στο ψυχομετρικό εργαλείο DASS21, καταγράφηκαν πολύ σοβαρά επίπεδα κατάθλιψης και άγχους καθώς και σοβαρά επίπεδα στρες, τα οποία επιβεβαιώθηκαν κατά την κλινική συνέντευξη.
VI. Διαγνωστική εκτίμηση
Από τη συνολική αξιολόγηση, διαφάνηκε ότι η εξεταζόμενη πληρούσε τα κριτήρια Διαταραχής, χρήσης αλκοόλ, ήπιας βαρύτητας 305.00 (F10.10). Ταυτόχρονα, εντοπίστηκε στην εξεταζόμενη καταθλιπτική και αγχώδη συμπτωματολογία, όπως α) καταθλιπτική διάθεση, β) μειωμένη ενεργητικότητα και αίσθημα κόπωσης, γ) διαταραχές ύπνου και δ) αισθήματα αναξιότητας. Ωστόσο, δεν διαφάνηκε να πληρούνται τα κριτήρια για διάγνωσή της.
VII. Συμπεράσματα και Εισηγήσεις
Από τη συνολική αξιολόγηση διαπιστώθηκε πως η εξεταζόμενη πληρούσε τα κριτήρια Διαταραχής χρήσης αλκοόλ σε πρώιμη ύφεση καθώς έκανε ελεγχόμενη χρήση μετά τη γέννηση του δεύτερου παιδιού της. Επιπρόσθετα, εντοπίστηκαν στοιχεία Μείζονος Καταθλιπτικής Διαταραχής με αγχώδη στοιχεία, χωρίς να ικανοποιούνται τα κριτήρια διάγνωσής της. Επομένως, κρίνεται σημαντική η συνεργασία της εξεταζόμενης με κλινικό ψυχολόγο για διαχείριση των πιο πάνω δυσκολιών. Ταυτόχρονα, κρίνεται υψίστης σημασίας η συνεργασία με τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας για παρακολούθηση και διασφάλιση της προστασίας του παιδιού από ενδεχόμενες επιπτώσεις της χρήσης αλκοόλ στην οποία προέβαινε η εξεταζόμενη.»
Το ζήτημα ψυχικής υγείας ενός αιτούντος άσυλο σαφώς και είναι σημαντικό στοιχείο το οποίο αξιολογείται στο σύνολο του προφίλ του για σκοπούς επιστροφής στην χώρα καταγωγής (όχι απαραίτητα στα πλαίσια εξέτασης προσφυγικού καθεστώτος). Το Δικαστήριο, όμως, μέσω των ευρημάτων της πιο πάνω έκθεσης ουδόλως μπορεί να εξάγει οποιαδήποτε ασφαλή συμπεράσματα σε σχέση με την τρέχουσα κατάσταση υγείας της Αιτήτριας καθότι όπως καταγράφεται «…απαιτείται ενδελεχέστερη αξιολόγηση του νοητικού επιπέδου η οποία δεν ήταν εφικτή κατά την παρούσα αξιολόγηση εξαιτίας του γλωσσικού περιορισμού. Τα γνωστικά ελλείμματα της εξεταζόμενης ενδεχομένως να οφείλονται σε περιβαλλοντικούς/πολιτισμικούς παράγοντες», σε σχέση με την διαγνωστική εκτίμηση σημειώνεται ότι «δεν διαφάνηκε να πληρούνται τα κριτήρια για διάγνωσή της» και ειδικότερα στα συμπεράσματα και εισηγήσεις προκύπτουν ως ασαφή και μη τελεσίδικα αφού έγινε «χωρίς να ικανοποιούνται τα κριτήρια διάγνωσής της». Ως εκ τούτου το Δικαστήριο εμποδίζεται στο να καταλήξει επί του ζητήματος υγείας της Αιτήτριας λόγω της επαναλαμβάνομενης και διάσπαρτης τοποθέτησης της ειδικού για μη ικανοποίηση κριτηρίων διάγνωσης σε όλα τα στάδια της έκθεσης και/ή καθίσταται αναμφίβολα επισφαλές το οποιαδήποτε συμπέρασμα σε σχέση με την ψυχική υγεία της Αιτήτριας. Παράλληλα, καμιά μαρτυρία υποβλήθηκε ή παρουσιάστηκε για τυχόν ιατροφαρμακευτική ή θεραπεία την οποία λαμβάνει στην Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία είναι αναγκαία και την οποία θα στερείτο ηθελημένα από τρίτους στη χώρα καταγωγής της[15]. Ούτε τεκμηριώνεται, όμως, επαρκώς με σαφή αποδεικτικά απτά στοιχεία μέσω της έκθεσης ότι η κατάσταση της υγείας της σε περίπτωση απομάκρυνσης της ελλείψει κατάλληλης και/ή επαρκούς θεραπευτικής παρακολούθησης και/ή φαρμακευτικής αγωγής ενέχει αυξημένο κίνδυνο να εκτεθεί σε ταχεία, σημαντική και μη αναστρέψιμη επιδείνωση της υγείας της. Παράλληλα, ως αναφορά το προφίλ της προκύπτει επίσης να είναι άτομο ενήλικο, με στοιχειώδη μόρφωση, επαγγελματική πείρα αλλά και ικανότητα να εργαστεί. Η μητέρα της ως επίσης και άλλα μέλη της οικογενείας της βρίσκονται στην χώρα καταγωγής της με το πρώτο της παιδί, επομένως υπάρχει επαρκές οικογενειακό και υποστηρικτικό περιβάλλον στην χώρα της. Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τα στοιχεία του φακέλου της Αιτήτριας, μεγάλο μέρος των ευρημάτων του λειτουργού μέσω της έκθεσης/εισήγησης, της μαρτυρίας που προσκομίστηκε και μέσω εξωτερικών πηγών πληροφόρησης κρίνεται ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000) καθώς οι σχετικοί ισχυρισμοί της (β) – (στ) ανωτέρω απορρίφθηκαν ως μη αξιόπιστοι ενώ οι αποδεκτοί ισχυρισμοί της που αφορούν προφίλ/σεξουαλική κακοποίηση/βιασμό δεν τεκμηριώνουν ότι σε περίπτωση επιστροφής στην χώρα καταγωγής, υπάρχει κίνδυνος μελλοντοστραφούς δίωξής της για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων.
Ως προς το εάν η περίπτωση της Αιτήτριας εμπίπτει στις προϋποθέσεις παροχής καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, ο λειτουργός εξέτασε κατά πόσο θα υπόκειτο σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της σε οποιαδήποτε τέτοια σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ως προσδιορίζεται στο Άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000) και κατέληξε ότι τέτοιος κίνδυνος δεν υφίσταται. Ουδείς εκ των ισχυρισμών που πρόβαλε τεκμηριώνει την ύπαρξη ουσιωδών λόγων ώστε να πιστεύεται ότι η ίδια προσωπικά σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της, θα υποβληθεί σε κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία. Ειδικά δε, ως προς το σκέλος της διακινδύνευσης λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης, ο λειτουργός σημειώνει ότι βάσει διαθέσιμων πληροφοριών από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης η γενική κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή καταγωγής της (Beni, North Kivu) οδηγούν στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν εύλογοι λόγοι να γίνει αποδεκτό ότι σε περίπτωση επιστροφής της θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω ένοπλης σύρραξης - από αναθεωρημένη έρευνα του Δικαστηρίου σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα του λειτουργού ότι σε εκείνες τις περιοχές δραστηριοποιούνται μη κρατικοί ένοπλοι φορείς[16] με αυξημένα περιστατικά ασφαλείας. Η μητέρα της Αιτήτριας, όμως, μαζί με το παιδί της πρώτης διαμένουν στην Κινσάσα, συνεπώς, αναμένεται ως τόπος επιστροφής της η Κινσάσα. Από σχετική έρευνα του Δικαστηρίου όσον αφορά την κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa της ΛΔΚ, παρατηρείται ότι σύμφωνα με έκθεση του Φεβρουαρίου 2025 από την Cedoca του Βελγίου σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στη ΛΔΚ, [μετάφραση] «όσον αφορά την Kinshasa, αναφέρθηκαν σποραδικά περιστατικά ασφαλείας κατά τη διάρκεια του 2024, συμπεριλαμβανομένων διαδηλώσεων, μιας απόπειρας πραξικοπήματος, ένα [περιστατικό] απόδρασης από τη φυλακή Makala και ορισμένων περιστατικών στην αγροτική περιοχή της κοινότητας Maluku λόγω της σύγκρουσης που λαμβάνει χώρα στη γειτονική επαρχία Mai-Ndombe».[17] Στην ίδια πηγή, αναφέρεται ότι το United Nations Joint Human Rights Office ‘θεωρεί’ ότι η επαρχία της Kinshasa ‘δεν επηρεάστηκε από ένοπλη σύγκρουση’, καθώς επίσης καταγράφεται ότι [μετάφραση] «από την επιδείνωση της κατάστασης ασφαλείας στα ανατολικά το 2025, εκτός από διαδηλώσεις εναντίον Δυτικών πρεσβειών, δεν έχουν αναφερθεί σημαντικά περιστατικά ασφαλείας στην Kinshasa».[18] Στη βάση δεδομένων ACLED (Armed Conflict Location & Event Data Project), προκύπτει ότι τα περιστατικά ασφαλείας που αφορούν συνολικά την επαρχία της Kinshasa παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα (για την περίοδο 06/07/24 – 04/07/25, καταγράφηκαν από το ACLED στην επαρχία της Kinshasa, 84 περιστατικά ασφαλείας και 235 θάνατοι, όπου τα 50 περιστατικά αφορούσαν διαδηλώσεις “protests” χωρίς καταγεγραμμένους θανάτους, τα 18 αφορούσαν ταραχές “riots” με 203 θανάτους, τα 13 αφορούσαν βία κατά πολιτών “violence against civilians” με 19 θανάτους και τα υπόλοιπα 3 περιστατικά αφορούσαν μάχες “battles” με 13 θανάτους, ενώ δεν καταγράφηκαν περιστατικά εκρήξεων / εξ αποστάσεως βίας “explosions / remote violence”[19]) συγκριτικά και με τον πληθυσμό της εν λόγω επαρχίας (που σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2020, ήταν 14.565.700 κάτοικοι[20]), έτσι ώστε η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή να μην μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένοπλη σύρραξη επιφέρουσα συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας (ως και τα συμπεράσματα του λειτουργού). Σε περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών της περιστάσεων για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοσμένης κλίμακας» όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης[21], δεν προκύπτουν ως η ανωτέρω ανάλυση ειδικά ατομικά χαρακτηριστικά και στοιχεία της Αιτήτριας που να καθιστούν επικίνδυνη την επιστροφή της και/ή ότι θα υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη (ως η ανάλυση και στα πλαίσια για χορήγηση καθεστώτος πρόσφυγα). Σημειώνεται επί τούτου ότι η έκθεση του MPI, δημοσιευθείσα το 2019, με τίτλο «Έπειτα από την απέλασή τους μερικοί κονγκολέζοι επιστραφέντες έρχονται αντιμέτωποι με την κράτηση και τον εκβιασμό» (σε ελέυθερη μετάφραση του -“After deportation, some Congolese returnees face detention and extortion” – που επισυνάπτεται ως (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 7) στην ένορκη δήλωση της Αιτήτριας ημερομηνίας 24/10/23, ουδόλως μπορεί να προσδώσει θετικό πρόσημο στην ουσία της υπόθεσης της καθότι δεν επεξηγείται με σαφήνεια μέσω της ένορκης δήλωσης της πως επηρεάζεται προσωπικά η ίδια στα πλαίσια επιστροφής της με βάση τα δικά της δεδομένα (που έγιναν αποδεκτά) (Κανονισμός 3 και 10 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2022 (3/2019), βλέπε επίσης Υποθ. Αρ.1000/23, DGD κ.α ν Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 09/02/2024) ότι θα υποστεί προσωπική δίωξη ή βλάβη. Άλλωστε η μεταχείριση των επαναπατριζόμενων στη ΛΔΚ, σε έκθεση του Σεπτεμβρίου του 2022 από την Cedoca (ερευνητική μονάδα για πληροφορίες χώρας καταγωγής – ΠΧΚ, του Βελγίου), καταγράφεται ότι σε επικοινωνία με το Bill Clinton Foundation for Peace (BCFP), μια ΜΚΟ ανθρωπίνων δικαιωμάτων με έδρα την Kinshasa, o πρόεδρος του εν λόγω ιδρύματος, που ανέφερε ότι «από την αλλαγή καθεστώτος, τα άτομα των οποίων οι αιτήσεις ασύλου έχουν απορριφθεί και τα οποία επαναπατρίστηκαν στη ΛΔΚ δεν αντιμετωπίζουν πλέον προβλήματα κατά την άφιξή τους», από τις κρατικές αρχές.[22]
Αναφορικά, τώρα, με το ανήλικο τέκνο της Αιτήτριας αυτό αποκτήθηκε στη Δημοκρατία μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης της αίτησης διεθνούς προστασίας από την αρμόδια αρχή. Δεν αμφισβητείται ως γεγονός ότι η Αιτήτρια έχει ανήλικο τέκνο στη Δημοκρατία (παρουσίασε η ίδια πιστοποιητικό γέννησης του ανήλικου τέκνου της - πρακτικό ημερομηνίας 31/03/23), αλλά ως πρόσωπο δεν αποτελεί μέρος εξέτασης σε πρώτο βαθμό του αιτήματος διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας, δεν αποτελεί μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά ούτε μέρος της παρούσας δικαστικής διαδικασίας ως διάδικο μέρος και/ή ούτε λήφθηκαν οποιαδήποτε δικονομικά μέτρα προς τούτο από την συνήγορο της Αιτήτριας. Επομένως, λαμβάνοντας υπόψη ότι της δόθηκε η ευκαιρία να προσκομίσει και μαρτυρία προς ενίσχυση του αιτήματος της και δεν υπέβαλε οτιδήποτε επί τούτου, εμποδίζεται στο να επικαλείται ότι δεν λήφθηκε υπόψη το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού της – το οποίο δεν αποτελεί μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης. Επιστρέφοντας, όμως, συμπληρωματικά και/ή υπό τύπο σχολίου σε σχέση με το προφίλ της Αιτήτριας (ως μητέρα πλέον ανήλικου παιδιού) για σκοπούς μελλοντικού κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής τους το Δικαστήριο αφού διερεύνησε μέσω επίσημων πηγών πληροφόρησης διαπίστωσε ότι σύμφωνα με έκθεση για τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες στην Κινσάσα, οι άγαμες γυναίκες χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο, βρίσκονται συχνά σε πιο ευάλωτη θέση[23]. Ωστόσο, η αξιολόγηση της κρατικής προστασίας στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας δεν πρέπει να γίνεται μόνο υπό το φως των συνθηκών στη χώρα αυτή ή στη περιοχή συνήθους διαμονής της αλλά και των ατομικών περιστάσεων της[24]. Η Αιτήτρια είναι ενήλικη γυναίκα, με στοιχειώδες μορφωτικό επίπεδο, χωρίς κάποιο σοβαρό πρόβλημα υγείας (αφού αυτό δεν τεκμηριώθηκε επαρκώς μέσω της προσκομισθείσας μαρτυρίας), με επαρκές οικογενειακό υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα της χαρακτηριστικά τα οποία την καθιστούν ικανή για εξεύρεση εργασίας ώστε να είναι σε θέση να στηρίξει οικονομικά την ίδια και τα παιδιά της. Επιπλέον τόπος επιστροφής της είναι η Κινσάσα, που αποτελεί μεγάλο αστικό κέντρο και πρωτεύουσα της χώρας, και όχι κάποια απομακρυσμένη ή αγροτική περιοχή στην οποία υπερισχύει το εθιμικό δίκαιο και οι τοπικές παραδόσεις σε σχέση με το επίσημο δίκαιο της χώρας. Επαναλαμβάνεται σημαντικό στοιχείο της παρούσας περίπτωσης ότι εκεί διαμένει ήδη η μητέρα και το μεγαλύτερο τέκνο της[25].
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, το Δικαστήριο μετά από έλεγχο νομιμότητας/ορθότητας και πραγματικό έλεγχο των περιστάσεων της Αιτήτριας, όπως αναλύεται ανωτέρω, καταλήγει στο ίδιο εύρημα ότι δηλαδή δεν μπορεί να της αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.
Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με €1600 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Ο Στρατός της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (ΛΔΚ), γνωστός ως Forces Armées de la République Démocratique du Congo (FARDC), είναι υπεύθυνος για την υπεράσπιση της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας, διαθέσιμο στη διεύθυνση: ARMY | FARDC
[2] Βλέπε High Court (Ανώτερο Δικαστήριο) (Ιρλανδία), IR κατά Minister for Justice Equality & Law Reform & anor, [2009] IEHC 353, ημερομηνίας 24/07/2009.
[3] Άρθρο 5 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000)
[4] Άρθρο 16 & 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000).
[5] Βλέπε, μεταξύ άλλων, EASO, COI Query, DRC (Democratic Republic of Congo): Information on the situation of women without a male support network in Kinshasa (2017-2019), επίσης, The Danish Immigration Service, 'Democratic Republic of the Congo: Socioeconomic conditions in Kinshasa', October 2022,επιπρόσθετα, Davis, L., 'et al.', Democratic Republic of Congo - DRC: Gender Country Profile 2014, The Swedish Embassy in Kinshasa, 2014 και McLean Hilker, L., Modi, A. T., ''Empowerment' of adolescent girls and young women in Kinshasa: research about girls, by girls', Gender and Development, vol. 24, no. 3, 2016, επιπλέον, IRB - Immigration and Refugee Board of Canada (Author): Democratic Republic of Congo: Ability to resettle in Kinshasa, particularly for women without male support, including access to housing, jobs and public services (2016-August 2019) [COD106311.FE], 3 September 2019, πρόσθετα, The World Bank, Democratic Republic of Congo Systematic Country Diagnostic, Policy Priorities for Poverty Reduction and Shared Prosperity in a Post-Conflict Country and Fragile State, March 2018 και UNFPA DRC, Gender Based Violence in the Democratic Republic of the Congo : Key Facts and Priorities of humanitarian actors, 2019.
[6] Τα τεκμήρια της ένορκης δήλωσης περιλαμβάνουν – (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 4) αναφορά της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης «Γιατροί Χωρίς Σύνορα», με ημερομηνία έκδοσης τον Ιούλιο του 2021, με τίτλο «Σεξουαλική Βία στη ΛΔΚ» (“Sexual violence in the Democratic Republic of Congo), (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 5) αναφορά του Συμβουλίου Προσφύγων και Μετανάστευσης του Καναδά (Immigration and Refugee Board of Canada) αναφορικά με την ενδοοικογενειακή και σεξουαλική βία στη ΛΔΚ, ημερομηνίας Μαρτίου 2021 και (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 6) αναφορά του Υπουργείου Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (US DoS) σχετικά με την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη ΛΔΚ, εκδοθείσα το 2022
[7] DRC, Constitution de la République Démocratique du Congo, 2011, https://www.leganet.cd/Legislation/JO/2011/JOS.05.02.2011.pdf ; EUAA - European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO): Democratic Republic of the Congo ; Situation of women without a support network in South Kivu [Q60-2024], 2 September 2024
[8] EUAA - European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO): Democratic Republic of the Congo ; Situation of women without a support network in South Kivu [Q60-2024], 2 September 2024
[9] Bertelsmann Stiftung, BTI 2024 Country Report: Congo, DR, 19 March 2024, p. 23; Freedom House, Freedom in the World 2024: Democratic Republic of the Congo, 2024
[10] IBID 9.
[11] USDOS, 2023 Country Report on Human Rights Practices: Democratic Republic of the Congo, 23 April 2024, p. 44
[12] USDOS, 2023 Country Report on Human Rights Practices: Democratic Republic of the Congo, 23 April 2024
[13] Care International, Cases of sexual exploitation and harassment on the rise in the DRC, 11 July 2023, https://www.care-international.org/news/cases-sexual-exploitation-and-harassment-rise-drc ; AP, An alarming humanitarian crisis and massive sexual violence wrack eastern Congo, UN official says, 6 September 2023,
[14] Care International, Cases of sexual exploitation and harassment on the rise in the DRC, 11 July 2023, https://www.care-international.org/news/cases-sexual-exploitation-and-harassment-rise-drc ; Care International, Health sector in DRC crumbles amidst conflict negatively impacting survivors of sexual assault, 14 November 2023,
[15] Βλέπε ΔΕΕ C-542/13, Mohamed M’Bodj v Βελγικού Δημοσίου, ημερ.18/12/2014 - σαφώς, μέσω της υφιστάμενης νομολογίας η χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας δεν καλύπτει τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο αιτούντας άσυλο, πάσχοντας από σοβαρή ασθένεια, ενδέχεται λόγω ελλείψεως κατάλληλης θεραπευτικής αγωγής στη χώρα καταγωγής να επιδεινωθεί η υγεία του - εκτός αν συντρέχει περίπτωση εκ προθέσεως αρνήσεως χορηγήσεως ιατρικής περιθάλψεως στον εν λόγω αιτούντα, βλέπε επίσης (Application no. 57467/15) SAVRAN v. DENMARK, ημερομηνίας 07/12/21 και (Application no. 41738/10) PAPOSHVILI v. BELGIUM, ημερομηνίας 13/12/16.
[16] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo/ UN Security Council Resolutions για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό/ HRW, Democratic Republic of Congo, Events of 2021, 13 January 2021/ UNHCR, Attacks by armed groups displace 20 000 civilians in eastern DRC, 16 July 2021/ USAID, Democratic Republic of the Congo – Complex Emergency, Fact Sheet #3, 13 May 2022. (assessed on 26/06/2025)
[17] COMMISSARIAT GÉNÉRAL AUX RÉFUGIÉS ET AUX APATRIDES (Belgium), Cedoca, COI Focus: REPUBLIQUE DEMOCRATIQUE DU CONGO - Situation sécuritaire, 25 February 2025, https://www.cgrs.be/sites/default/files/rapporten/coi_focus_rdc._situation_securitaire_20250225_2.pdf, σελ. 2 [ημερ. πρόσβασης 09/07/2025]
[18] COMMISSARIAT GÉNÉRAL AUX RÉFUGIÉS ET AUX APATRIDES (Belgium), Cedoca, COI Focus: REPUBLIQUE DEMOCRATIQUE DU CONGO - Situation sécuritaire, 25 February 2025, https://www.cgrs.be/sites/default/files/rapporten/coi_focus_rdc._situation_securitaire_20250225_2.pdf, σελ. 2 [ημερ. πρόσβασης 09/07/2025]
[19] ACLED (Armed Conflict Location & Event Data Project), ACLED Explorer, 2025, https://acleddata.com/explorer/ [ημερ. πρόσβασης 15/07/2025]
[20] City Population, Congo (Dem. Rep.) - Democratic Republic of the Congo (formerly Zaire): Provinces – Kinshasa [table], 09/10/2020
[21] Βλέπε EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) - Δικαστική Ανάλυση, Νοέμβριος 2014, σελ. 26 (1.6.2. έννοια της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας»).
[22] COMMISSARIAT GÉNÉRAL AUX RÉFUGIÉS ET AUX APATRIDES (Belgium), Cedoca, COI Focus: REPUBLIQUE DEMOCRATIQUE DU CONGO - Le traitement reserve par les autorités nationales à leurs ressortissants de retour dans le pays, 27 September 2022, https://www.cgra.be/sites/default/files/rapporten/coi_focus_rdc._le_traitement_reserve_par_les_autorites_nationales_20220927_0.pdf, σελ. 10
[23] The World Bank, Democratic Republic of Congo Systematic Country Diagnostic, Policy Priorities for Poverty Reduction and Shared Prosperity in a Post-Conflict Country and Fragile State, March 2018, https://openknowledge.worldbank.org/bitstream/handle/10986/30057/DRC-SCD-FINAL-ENGLISH-06132018.pdf?sequence=1&isAllowed=y , p.1
[24] EASO, Qualification for international protection, April 2018, σελίδα 68
[25] Σχετικές αποφάσεις του Δικαστηρίου σε αξιολόγηση κινδύνου επί παρόμοιων γεγονότων Α. M. N. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 1726/2023, 03/01/25, Ν. S. V. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ. 60/2023, 28/03/24
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο