
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
18 Ιουλίου, 2025
[Ε.ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
I.F.I.
από Νιγηρία
Αιτητής
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας,
μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Ο Αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως
Δικηγόρος για Καθ’ ων η αίτηση: Ν. Νικολάου (κος) για Ρ. Προδρόμου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
[Α. Χατζησάββας - Διερμηνέας, για διερμηνεία από την αγγλική στην ελληνική και αντίστροφα]
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής αποτελεί η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 06.11.2024, με την οποίαν απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή για διεθνή προστασία ως απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 12Βτετράκις(2)(δ), 16Δ(3)(δ), 16Δ(4)(β) και 18(7Β) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).
Η παρούσα εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί[1] και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπεται από το εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ' ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»). Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 3, έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ' ων η αίτηση και κάλεσε αυτούς να συμμετέχουν στη διαδικασία.
Τα γεγονότα της υπόθεσης ως προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο έχουν ως ακολούθως:
Ο Αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία, την οποία εγκατέλειψε στις 22.02.2020 και εισήλθε στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές παράτυπα τον Αύγουστο του 2021 μέσω των μη ελεγχόμενων από τη Δημοκρατία περιοχών. Στις 01.09.2021 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας και στις 21.04.2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (European Union Agency for Asylum, εφεξής «η EUAA»), ο οποίος υπέβαλε στις 13.05.2022 Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε στις 16.06.2022 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή. Εναντίον της απόφασης αυτής καταχωρίστηκε από τον Αιτητή, στις 08.07.2022 η προσφυγή υπ.αρ. 4222/22 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, η οποία και απορρίφθηκε στις 26.06.2024. Ακολούθως, στις 06.11.2024 ο Αιτητής υπέβαλε την υπό εξέταση μεταγενέστερη αίτησή του, στο πλαίσιο εξέτασης της οποίας λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, υπέβαλε σχετική Έκθεση/Εισήγηση για απόρριψη αυτής ως απαράδεκτης. Η εισήγηση αυτή έγινε αποδεκτή από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου με αποτέλεσμα την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή ως απαράδεκτης. Αυτήν την απόφαση αμφισβητεί ο Αιτητής μέσω της υπό εξέταση προσφυγής του.
Κατά την υποβολή της προσφυγής του, ο Αιτητής αναφέρει ότι δε μπορεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του λόγω του φόβου του για τη ζωή του, για τη ζωή της γυναίκας του και για τη ζωή των παιδιών του. Αναφέρει ότι έχουν αυξηθεί οι δολοφονίες και οι απαγωγές στη χώρα του, γεγονός που έχει αυξήσει τον κίνδυνο για όλη του την οικογένεια. Περαιτέρω, προβάλλει ότι σε περίπτωση επιστροφής η κόρη του θα υποστεί ακρωτηριασμό των γεννητικών της οργάνων.
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ ΑΙΤΗΤΗ ΚΑΙ ΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ
Επισημαίνεται ότι αυτό που εν προκειμένω εξετάζεται είναι η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση για απόρριψη της δεύτερης μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή για διεθνή προστασία, εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, η οποία διαβάζεται σε συνάρτηση με τα όσα διαλαμβάνονται στο άρθρο 16Δ(3)(α) και (β). Σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 4 του άρθρου 40 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ[2], διατάξεις οι οποίες μεταφέρονται στο ημεδαπό δίκαιο με το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς και της σχετικής επί του θέματος νομολογίας, η εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων διενεργείται σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων[3]. Ειδικότερα, το άρθρο 12Βτετράκις (2)(δ) παρέχει τη δυνατότητα στην Υπηρεσία Ασύλου να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας.
Το άρθρο 12Βτετράκις (2)(δ) συμπληρώνεται από τις πρόνοιες του άρθρου 16Δ. Ειδικότερα, το πρώτο αυτό στάδιο του παραδεκτού συνεχίζεται σε περαιτέρω στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού, ως αυτές παρατίθενται στα εδάφια (3) (α) και (β) του άρθρου 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου τα οποία διαλαμβάνουν τα ακόλουθα (- έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«16Δ(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:
Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.
(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και
(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος».
Οι προϋποθέσεις λοιπόν του παραδεκτού μίας μεταγενέστερης αίτησης, ως αυτές έχουν καθοριστεί νομοθετικά και ερμηνευθεί νομολογιακά από το ΔΕΕ αλλά και από τα εθνικά μας Δικαστήρια, διαμορφώνονται ως ακολούθως:
Πρώτον, διαπιστώνεται, μέσω προκαταρτικής εξέτασης, κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της απόφασής του (επί της αρχικής αίτησης ασύλου), σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.
Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την αρχική αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί κατά δεύτερον: (α) αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας και (β) εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα εν λόγω νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία.
Οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται. Οι πιο πάνω προϋποθέσεις θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς[4].
Σκοπός λοιπόν της προκαταρκτικής έρευνας η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της απορριφθείσας αιτήσεως ασύλου και όχι η εις βάθος επί της ουσίας έρευνα των νέων ισχυρισμών ωσάν να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου. Αυτή είναι άλλωστε και η σκοπιμότητα των διατάξεων του αρ. 40 (2), (3) και (4) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ ως αυτές έχουν ερμηνευθεί στην απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην υπόθεση C-18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710 (στο εξής αναφερόμενη ως η «ΧΥ»).
Ενόψει των πιο πάνω, καθίσταται σαφές ότι στις περιπτώσεις όπου δεν υφίσταται ουσιαστική κρίση επί της βασιμότητας της αίτησης ασύλου αλλά κρίση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία, όπως εν προκειμένω, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει μόνο κατά πόσον ορθώς η αρμόδια αρχή έκρινε ως απαράδεκτο το αίτημα του Αιτητή για επανεξέταση της υπόθεσής του.
Προχωρώντας τώρα στην μελέτη των ενώπιόν μου δεδομένων, διαπιστώνω ότι κατά τη μεταγενέστερη αίτηση του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως αιτείται το επανάνοιγμα της υπόθεσής του επειδή φοβάται για τη ζωή των παιδιών του, καθώς και για τη δική του. Αναφέρει πως η κατάσταση ασφαλείας στη Νιγηρία έχει αλλάξει, καθώς σημειώνονται περιστατικά δολοφονιών και απαγωγών. Κατά δεύτερον, ισχυρίζεται πως ο ίδιος και η σύζυγός του εξακολουθούν να φοβούνται για τις ζωές τους καθώς έχουν παραβεί την παράδοση που απαγορεύει τον γάμο μεταξύ αυτών των δύο κοινωνικών ομάδων, Osu και Amadi.
Κατά την αξιολόγηση της μεταγενέστερης αίτησής του, οι Καθ' ων η αίτηση, εξετάζοντας κατά το πρώτο στάδιο, το παραδεκτό αυτής, έκριναν, ως προκύπτει από την Έκθεση-Εισήγηση του λειτουργού ασύλου (στο εξής αναφερόμενος ως «ο Λειτουργός») πως τα στοιχεία που υπέβαλε δεν αποτελούν νέα στοιχεία, καθώς επανέλαβε τα όσα είχε αναφέρει κατά την αρχική αίτηση διεθνούς προστασίας του. Ειδικότερα, επανέλαβε τα όσα είχε αναφέρει σχετικά με τον γάμο του και τη διαφορετική κοινωνική ομάδα στην οποία ανήκε σε σχέση με τη σύζυγό του. Παράλληλα, ο Λειτουργός έκρινε πως τα όσα υπέβαλε ο Αιτητής αναφορικά με την αύξηση το τελευταίο διάστημα των σκοτωμών και των απαγωγών στη χώρα καταγωγής του δεν υποβλήθηκαν από δική του υπαιτιότητα κατά την αρχική εξέταση του αιτήματός του, χωρίς να εξηγήσει τους λόγους που δεν τα επικαλέστηκε σε προηγούμενο στάδιο. Επισημαίνει συγκεκριμένα ότι κατά την αρχική του αίτηση ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του καθώς παντρεύτηκε μία γυναίκα από διαφορετική φυλή κάτι που ήταν αντίθετο στην παράδοση της κοινότητας με αποτέλεσμα να εξοστρακιστεί από την κοινότητα του και να δεχθεί απειλές από φίλους και συγγενείς, χωρίς ωστόσο να ισχυριστεί οποιονδήποτε φόβο σχετικό με τη γενική κατάσταση ανασφάλειας/ εγκληματικότητας στη χώρα καταγωγής του. Τέλος, ο Λειτουργός τόνισε ότι δεν ανέκυψαν ενδείξεις ως προς το ότι ο Αιτητής θα διατρέχει κίνδυνο να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή σε απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία.
Η εισηγητική έκθεση ολοκληρώνεται με την εισήγηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης ως απαράδεκτης, εισήγηση η οποία έγινε αποδεκτή από τον εξουσιοδοτημένο να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου.
Προτού προχωρήσω σε αξιολόγηση της κρίσης των Καθ' ων η αίτηση κρίνω σκόπιμο όπως καταγράψω εν συντομία, τα όσα ο Αιτητής επικαλέσθηκε σε σχέση με τον πυρήνα του αιτήματός του κατά την αρχική αίτησή του. Ειδικότερα, ως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο, κατά την αρχική του αίτηση διεθνούς προστασίας, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι, λόγω του γάμου του με γυναίκα από διαφορετική κοινωνική κάστα, υπέστη κοινωνικό αποκλεισμό, απειλές και βία τόσο από την κοινότητά του όσο και από μέλη της οικογένειάς του, με αποτέλεσμα να τεθεί σε κίνδυνο η ζωή του ίδιου και της συζύγου του. Ο Αιτητής, ο οποίος προέρχεται από την ομάδα των “freeborn” (Amadi), παντρεύτηκε γυναίκα που θεωρείτο “Ohu” (απόκληρη), γεγονός που, κατά τους ισχυρισμούς του, προκάλεσε την εκδίωξή τους από την κοινότητα και την αποκήρυξή του από τον πατέρα του. Μετά τον γάμο τους και ενώ διέμεναν στην Abuja, η σύζυγός του δέχθηκε επίθεση από μέλη της οικογένειάς του, με αποτέλεσμα να αποβάλει. Ο Αιτητής ανέφερε ότι υπέστη και ο ίδιος επίθεση από αγνώστους, ότι οι Αρχές αρνήθηκαν να παρέμβουν επικαλούμενες τοπικά ήθη, και ότι έκτοτε δέχεται απειλές κατά της ζωής του λόγω της παραβίασης των παραδόσεων. Υποστήριξε ότι δεν μπορεί να επιστρέψει πουθενά στη Νιγηρία, καθώς η ίδια η κοινωνική παράδοση που καταδικάζει τον γάμο του αποτελεί απειλή για την ασφάλειά του.
Εξετάζοντας τώρα το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης μεταγενέστερής του αίτησής, διαπιστώνω ότι ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι νέοι λόγοι συντρέχουν για την παροχή προστασίας, προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, τον φόβο του για τη ζωή του και εκείνη των τέκνων του λόγω απαγωγών και συγκρούσεων στη χώρα καταγωγής του, καθώς και την εχθρική στάση της κοινότητας απέναντί του, μετά από γάμο του με γυναίκα διαφορετικής εθνοτικής ομάδας. Η Υπηρεσία Ασύλου προέβη στην προκαταρκτική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 16Α(3) του Νόμου και έκρινε ότι τα στοιχεία που υποβλήθηκαν από τον Αιτητή δεν συνιστούν νέα ουσιώδη στοιχεία ή πορίσματα που να αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας. Επιπλέον, δεν κρίθηκε ότι ο Αιτητής στερήθηκε, χωρίς δική του υπαιτιότητα, της δυνατότητας να τα προβάλει κατά την αρχική διαδικασία ή ενώπιον του Δικαστηρίου. Ως εκ τούτου, η αίτηση κρίθηκε απαράδεκτη, σύμφωνα με τα άρθρα 16Α(4)(β)(i) και 12Βτετρ.(2) του Νόμου.
Το Δικαστήριο, εξετάζοντας το σύνολο των ισχυρισμών του Αιτητή και τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η κρίση της Υπηρεσίας Ασύλου περί απαραδέκτου της μεταγενέστερης αίτησης είναι αιτιολογημένη, νομικά εύστοχη και σύμφωνη με τις πρόνοιες του άρθρου 16Α του Νόμου. Συγκεκριμένα, οι λόγοι που επικαλέστηκε ο Αιτητής στο πλαίσιο της μεταγενέστερης αίτησης δεν συνιστούν νέα, ουσιώδη και σχετικώς κρίσιμα στοιχεία που να ενισχύουν ουσιωδώς την πιθανότητα χορήγησης διεθνούς προστασίας. Αντιθέτως, πρόκειται για ισχυρισμούς που είχαν ήδη τεθεί και εξεταστεί κατά την αρχική αίτηση, και οι οποίοι απορρίφθηκαν κυρίως λόγω έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας, καθώς και ασάφειας ή αντιφάσεων στο αφήγημα του Αιτητή.
Πιο συγκεκριμένα, ο Αιτητής είχε ισχυριστεί από την πρώτη διαδικασία ότι υπέστη κοινωνικό αποκλεισμό, απειλές και σωματική βία λόγω του γάμου του με γυναίκα που φέρεται να ανήκει στην κοινωνική ομάδα των “Ohu” (απόκληροι), κάτι που αντιβαίνει στις παραδόσεις της κοινότητας των “Amadi” (freeborn) στην πολιτεία Enugu. Οι ίδιες ακριβώς περιστάσεις, ήτοι ο αποκλεισμός του από την κοινότητα, η επίθεση στη σύζυγό του και η εν γένει κοινωνική απόρριψη, αποτέλεσαν τον πυρήνα και της μεταγενέστερης αίτησης.
Το μόνο πρόσθετο στοιχείο που επιχειρεί να προτάξει είναι η παραδοχή ότι ο κίνδυνος για τη ζωή του ιδίου και της οικογένειάς του επιτείνεται λόγω της έξαρσης των απαγωγών και της αδυναμίας των αρχών να τον προστατεύσουν.
Προς τούτο και για λόγους πληρότητας της παρούσας απόφασης έχοντας ανατρέξει σε πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην Abuja (πολιτεία FCT), εντοπίζονται και παρατίθενται τα ακόλουθα:
· Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη συλλογή πληροφοριών της EUAA για τη Νιγηρία η οποία δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο του 2024, «η Κεντρική Νιγηρία έχει πληγεί ιδιαίτερα από εγκληματικές συμμορίες».[5] Αυτές οι εγκληματικές συμμορίες, ήταν παρούσες στο North-Central, ιδιαίτερα σε ορισμένες τοποθεσίες της πολιτείας FCT.[6] Μια κοινή ομάδα ασφαλείας, αποτελούμενη από τον στρατό, την αστυνομία, τις ομάδες επαγρύπνησης και τις μυστικές υπηρεσίες δραστηριοποιήθηκε στις περιοχές Kuje και Bwari της πολιτείας FCT το 2023, περιοχές όπου οι απαγωγές ήταν ευρέως διαδεδομένες.[7] Eγκληματικές συμμορίες κατηγορήθηκαν για επιθέσεις σε χωριά και για απαγωγές και δολοφονίες κατοίκων, καθώς και για λεηλασίες και καταστροφή περιουσιών. Ληστές εμπλέκονταν τακτικά σε μαζικές απαγωγές στα σχολεία για να ζητήσουν λύτρα από τους γονείς και τις αρχές.[8] Τέλος, αγρότες και κτηνοτρόφοι συμμετείχαν σε συνεχείς και τακτικές συγκρούσεις στη βόρεια κεντρική Νιγηρία.[9]
· Για λόγους πληρότητας της έρευνας παρατίθενται και πρόσφατα ποσοτικά στοιχεία από τη βάση δεδομένων ACLED. Με βάση, συνεπώς, τα πιο πρόσφατα δεδομένα του ACLED, κατά το χρονικό διάστημα 27.04.2024 -25.04.2025 σημειώθηκαν στην πολιτεία FCT, όπου υπάγεται διοικητικά η Abuja, συνολικά 128 περιστατικά ασφαλείας τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 93 απώλειες. Εξ’ αυτών τα 68 κωδικοποιήθηκαν ως βία κατά αμάχων (42 απώλειες), τα 33 ως εξεγέρσεις (26 απώλειες), τα 25 ως μάχες (22 απώλειες), το 1 ως έκρηξη / απομακρυσμένη βία (2 απώλειες) και το 1 ως διαμαρτυρία (1 απώλεια).[10] Σύμφωνα δε με εκτιμήσεις, ο πληθυσμός της Abuja ανέρχεται σε 4.2 εκατομμύρια κατοίκους.[11]
Από την επισκόπηση των πλέον πρόσφατων και αξιόπιστων πηγών αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία FCT και στην πόλη της Abuja, δεν προκύπτει ότι η περιοχή αυτή τελεί υπό καθεστώς γενικευμένης βίας ή ένοπλης σύρραξης τέτοιας έκτασης και έντασης, ώστε κάθε επιστροφή σε αυτή να συνεπάγεται σοβαρό και πραγματικό κίνδυνο για τον Αιτητή. Τα περιστατικά βίας που καταγράφονται αφορούν κυρίως συγκεκριμένες περιοχές της πολιτείας (όπως οι Kuje και Bwari), και δεν καταδεικνύουν την ύπαρξη συστηματικής στοχοποίησης του ευρύτερου πληθυσμού ή κοινωνικών ομάδων με χαρακτηριστικά όμοια με εκείνα του Αιτητή.
Εξάλλου, ουδεμία ουσιώδης αλλαγή της κατάστασης στη χώρα καταγωγής του αιτητή διαπιστώνεται είτε σε επίπεδο γενικής πληροφόρησης είτε με βάση εξατομικευμένους κινδύνους. Ο Αιτητής δεν προσκόμισε κανένα νέο αποδεικτικό μέσο, όπως επίσημες αναφορές, καταγγελίες ενώπιον αρχών ή άλλα τεκμήρια, που να σχετίζονται με τα επικαλούμενα περιστατικά, ούτε επικαλέστηκε πραγματικά γεγονότα μεταγενέστερα της αρχικής κρίσης, τα οποία θα μπορούσαν να διαφοροποιήσουν ουσιωδώς την προηγούμενη εκτίμηση περί κινδύνου. Συνεπώς, τόσο το περιεχόμενο όσο και η χρονική συγκυρία των ισχυρισμών του δεν αρκούν για να θεμελιώσουν τις προϋποθέσεις του άρθρου 16Α(3)(β) του Νόμου.
Εξετάζοντας τώρα την αναφορά του Αιτητή επί της μεταγενέστερης του αίτησης περί φόβου για τη ζωή των παιδιών του, επισημαίνεται ότι το συγκεκριμένο ζήτημα, ήτοι ο φερόμενος κίνδυνος που διατρέχουν τα ανήλικα τέκνα του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής τους, αποτελούν ήδη αντικείμενο αυτοτελούς και εν εξελίξει εξέτασης στο πλαίσιο της εκκρεμούς προσφυγής υπ’ αρ. 255/2024 που έχει καταχωριστεί από τη μητέρα των τέκνων ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Ως εκ τούτου, το παρόν Δικαστήριο δεν δύναται να υπεισέλθει στην ουσία των ζητημάτων που αναφύονται στο πλαίσιο της εν λόγω προσφυγής, ούτε να προκαταλάβει την κρίση εκείνης της σύνθεσης του Δικαστηρίου που θα επιληφθεί αυτής. Κάθε αξιολόγηση αναφορικά με την ύπαρξη κινδύνου για τη σύζυγο και τα τέκνα του Αιτητή, καθώς και κάθε σχετική στάθμιση, θα γίνει αποκλειστικά από το καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της προσφυγής που αφορά τους ίδιους.
Έχοντας υπόψη τα ως άνω δεδομένα, επισημαίνω ότι το Δικαστήριο προβληματίστηκε ως προς το κατά πόσο οι δύο προσφυγές θα έπρεπε να συνεκδικαστούν. Στο πλαίσιο της εξέτασης του ζητήματος, ζητήθηκαν οι θέσεις των Καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι δήλωσαν την αντίθεσή τους σε ενδεχόμενη συνεκδίκαση, επικαλούμενοι την ουσιώδη διαδικαστική και νομική διαφοροποίηση των υποθέσεων. Συγκεκριμένα, επισημάνθηκε ότι η προσφυγή της συζύγου και των τέκνων του Αιτητή αφορά πρώτη αίτηση ασύλου, ενώ η παρούσα προσφυγή του Αιτητή αφορά μεταγενέστερη αίτηση, η οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω απουσίας νέων και ουσιωδών στοιχείων, βάσει του άρθρου 16Α του Νόμου.
Το Δικαστήριο, αξιολογώντας τα ανωτέρω, κρίνει ότι η παρούσα προσφυγή δύναται να εξεταστεί και να κριθεί αυτοτελώς, χωρίς να απαιτείται συνεκδίκαση με την εκκρεμή προσφυγή της συζύγου και των τέκνων του Αιτητή. Η διαδικαστική αυτοτέλεια της κάθε προσφυγής, η διαφορετική φάση της διοικητικής διαδικασίας στην οποία εδράζονται, καθώς και η διαφοροποίηση ως προς τη φύση της κρίσης (ουσιαστική εξέταση στην πρώτη αίτηση έναντι προκαταρκτικής κρίσης απαραδέκτου στη μεταγενέστερη αίτηση), καθιστούν νομικά αποδεκτή και ενδεδειγμένη την ανεξάρτητη εκδίκαση. Εξάλλου, η πιθανή επιρροή που ενδέχεται να έχει η έκβαση της μίας υπόθεσης επί της άλλης, ή η ύπαρξη κοινού πραγματολογικού υποβάθρου, δύναται να συνεκτιμηθεί, εφόσον κριθεί σχετικό και σκόπιμο, στο πλαίσιο της εκτίμησης κάθε υπόθεσης ξεχωριστά. Ως εκ τούτου, η ανεξάρτητη κρίση της παρούσας προσφυγής δεν αντίκειται στην αρχή της οικογενειακής ενότητα, ούτε στα δικονομικά δικαιώματα του Αιτητή, εφόσον διασφαλίζεται ότι κάθε σχετικό ζήτημα αξιολογείται εξατομικευμένα στο πλαίσιο έκαστης υπόθεσης και συνάδει με τις αρχές δίκαιης και αποτελεσματικής διαδικασίας.
Στο ίδιο πλαίσιο, σημειώνεται ότι ο οψιγενής ισχυρισμός του Αιτητή, όπως αυτός προβλήθηκε σε μεταγενέστερο στάδιο και με τρόπο γενικό και αόριστο στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής, περί κινδύνου ακρωτηριασμού των γεννητικών οργάνων της ανήλικης θυγατέρας του σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής, δεν συνοδεύεται από οποιοδήποτε συγκεκριμένο ή αποδεικτικό στοιχείο που να επιτρέπει στο παρόν Δικαστήριο να τον εξετάσει στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης. Οποιαδήποτε σχετική αξιολόγηση δύναται να διενεργηθεί, εφόσον προβληθεί καταλλήλως, στο πλαίσιο της εκκρεμούς προσφυγής της συζύγου και των τέκνων του Αιτητή, όπου και είναι η δικονομικά προσήκουσα θέση για την εξέταση ζητημάτων που αφορούν άμεσα τα ίδια τα ανήλικα τέκνα.
Προστίθεται ότι το ζήτημα της ενότητας της οικογένειας και της ενδεχόμενης επίδρασης της εκκρεμότητας των προσφυγών των μελών της οικογένειας του Αιτητή δύναται να εξεταστεί σε επόμενο στάδιο και συγκεκριμένα στο πλαίσιο της απόφασης επιστροφής, εφόσον και όταν αυτή εκδοθεί.
Υπό το πρίσμα αυτό, υπενθυμίζεται, όπως προσφάτως επισημάνθηκε και από το Εφετείο κατά την άσκηση της αναθεωρητικής του λειτουργίας, στην HENRIA TCHABON TCHIOUNDJE[12] (-έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Σημειώνεται ότι η εκτέλεση απόφασης (της Υπηρεσίας Ασύλου, εν προκειμένω) για απόρριψη αίτησης διεθνούς προστασίας δεν έχει αφ' εαυτής ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση του αιτητή από τη Δημοκρατία και είναι έτσι καταρχήν συμβατή με την Αρχή της μη επαναπροώθησης και το προρρηθέν Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (απόφαση ΔΕΕ ημερ. 19.6.2018 στην Υπόθεση C-181/16 Gnandi, σκέψη 55), αφού η απομάκρυνσή του υλοποιείται με μεταγενέστερη διοικητική πράξη, ήτοι το διάταγμα απέλασης/απόφασης επιστροφής. Θεωρούμε ότι κατ' αναλογία το ίδιο ισχύει και για τη δικαστική απόφαση με την οποία απορρίπτεται δικαστική προσφυγή του αιτητή διεθνούς προστασίας ή/και η υπ' αυτού υποβληθείσα αίτηση επαναφοράς».
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Από τα ενώπιόν μου δεδομένα, διαπιστώνω ότι η Υπηρεσία Ασύλου εξέτασε τους ισχυρισμούς του Αιτητή, στο μέτρο που αυτοί θα ήταν κρίσιμοι για το παραδεκτό της δεύτερης μεταγενέστερης αίτησής του για άσυλο. Από τα όσα καταγράφονται σε αυτήν, ουδέν νέο στοιχείο ή πόρισμα ή ισχυρισμό αναφέρει ο Αιτητής ώστε να μπορούσε να θεωρηθεί ότι αυτή χρήζει περαιτέρω εξέτασης και/ή κλήσης του Αιτητή σε συνέντευξη για την κατ' ουσίαν εξέταση του αιτήματος του. Ορθώς συνεπώς οι Καθ' ων η αίτηση, κατά το προκαταρκτικό αυτό στάδιο εξέτασης της αίτησής του, έκριναν ότι δεν πληρείται καμία εκ των δύο προϋποθέσεων που τίθενται (σωρευτικώς) στο άρθρο 16Δ(3)(β) ώστε να προβούν σε ουσιαστική εξέταση των νέων στοιχείων.
Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο της μεταγενέστερης αίτησής του, υπό το φως των συναφών διατάξεων που τυγχάνουν εφαρμογής, φρονώ ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση αποτελεί προϊόν ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων που αυτοί είχαν ενώπιόν τους, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι πλήρως αιτιολογημένη και συνεπώς η απόφαση τους για απόρριψη της δεύτερης μεταγενέστερης αίτησής του Αιτητή ως απαράδεκτης είναι ορθή.
Οποιαδήποτε διαφορετική αντιμετώπιση, θα καθιστούσε τη διαδικασία ατέρμονη, καταχρηστική και αντίθετη με τους σκοπούς του Περί Προσφύγων Νόμου και της σχετικής Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ.
Συμπληρωματικά προς τα ανωτέρω, λαμβάνω πρόσθετα υπόψη μου ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή (Νιγηρία), συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 31.05.2024 (Κ.Π.Δ. 191/2024), χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας καταγωγής. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.
Ως εξ όσων έχουν αναπτυχθεί ανωτέρω, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €300 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.
Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π
[1] Με τον περί Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (Τροποποιητικός) (Αρ. 4) Διαδικαστικός Κανονισμός του 2022, 31/2022.
[2] ΟΔΗΓΙΑ 2013/32/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση)
[3] Σχετική επίσης και η απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C-921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 34.
[5] Le Monde, Nigeria: Fifteen students kidnapped by armed men, 10 March 2024, https://www.lemonde.fr/en/le-monde-africa/article/2024/03/10/nigeria-fifteen-students-kidnapped-by-armed-men_6602798_124.html ; AI, Amnesty International Report 2023/2024 - Nigeria, 24 April 2024, https://www.amnesty.org/en/wp-content/uploads/2024/04/WEBPOL1072002024ENGLISH.pdf , p. 285 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 30/04/2025)
[6] Nigeria Watch, Annual Report 2023, n.d., https://www.nigeriawatch.org/media/html/Reports/NGA-Watch-Report23VF.pdf , pp. 9, 11 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 30/04/2025)
[7] Nigeria Watch, Annual Report 2023, n.d., https://www.nigeriawatch.org/media/html/Reports/NGA-Watch-Report23VF.pdf , p. 10 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 30/04/2025)
[8] Le Monde, Nigeria: Fifteen students kidnapped by armed men, 10 March 2024, https://www.lemonde.fr/en/le-monde-africa/article/2024/03/10/nigeria-fifteen-students-kidnapped-by-armed-men_6602798_124.html ; Nigeria Watch, Annual Report 2023, n.d., https://www.nigeriawatch.org/media/html/Reports/NGA-Watch-Report23VF.pdf , p. 9 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 30/04/2025)
[9] AP, In Nigeria’s hard-hit north, families seek justice as armed groups seek control, 28 May 2023, https://apnews.com/article/nigeria-killings-bandits-insecurity-tinubu-13ca838d972feb44e2c2006524a3e259 ; TRT World, Explained: Nigeria’s decades-long violent farmer-herder crisis, [January 2024], https://www.trtworld.com/africa/explained-nigerias-decades-long-violent-farmer-herder-crisis-16429990 ; EUAA - European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO): Nigeria- Country Focus, July 2024https://www.ecoi.net/en/file/local/2112320/2024_07_EUAA_COI_Report_Nigeria_Country_Focus.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 30/04/2025)
[10] Explorer - ACLED (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 30/04/2025)
[11] World Population Review, ‘Abuja Population 2025’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Abuja Population 2025 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 30/04/2025)
[12] HENRIA TCHABON TCHIOUNDJE v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, MEΣΩ YΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 152/2023, 14.01.2025
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο