Κ. C. T. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.Τ 1207/24, 29/7/2025
print
Τίτλος:
Κ. C. T. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.Τ 1207/24, 29/7/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

                                                                                   Υπόθεση αρ.Τ 1207/24

 

29 Ιουλίου 2025

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Κ. C. T.

                                                                                                                        Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κα Μ. Μπαγιαζίδου, Δικηγόρος για τον αιτητή

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημ.17/12/24, η οποία κοινοποιήθηκε στις 20/12/24, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτησή διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, ως άκυρης, αντισυνταγματικής, παράνομης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος (Αιτητικό Α) και «έκδοση νέας απόφασης […] επί της ουσίας του αιτήματος του Αιτητή για διεθνή προστασία προς αντικατάσταση της προσβαλλόμενης απόφασης» (Αιτητικό Β).

Ως εκτίθεται στο Υπόμνημα που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του Διοικητικού Φάκελου, ο αιτητής κατάγεται από το Καμερούν, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές μέσω κατεχομένων στις 24/09/18 και υπέβαλε 1η αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας την ίδια μέρα (ερ.5-7, 69).

Στις 16/03/21 έγινε συνέντευξη στον αιτητή από τους καθ’ ων η αίτηση, προς εξέταση της αιτήσεως διεθνούς προστασίας, όπου δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.48-69), μετά δε το πέρας της συνέντευξης, ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση-Εισήγηση και στις 21/08/21 η 1η αίτηση διεθνούς προστασίας, απορρίφθηκε (ερ.92-104).

Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία του δόθηκε δια χειρός στις 30/09/21, στην αγγλική γλώσσα, που είναι η γλώσσα στην οποία έγινε η συνέντευξη και στην οποία ο ίδιος συμπλήρωσε την αίτηση διεθνούς προστασίας (ερ.109-110, 5-7, 69).

Κατά της ων άνω απόφασης των καθ’ ων η αίτηση ο αιτητής καταχώρησε στο Δικαστήριο την προσφυγή αρ.6963/21, που απορρίφθηκε στις 30/09/24, με αιτιολογημένη απόφαση  (ερ.113-138), η οποία δημοσιεύθηκε. [1]

Στις 22/11/24 ο αιτητής υπέβαλε την επίδικη μεταγενέστερη αίτηση, η οποία απορρίφθηκε στις 27/11/24 ως απαράδεκτη στη βάση των άρθρων 16 (Δ) και 12Β Τετράκις του περί Προσφύγων Νόμου (ερ.147-150, 155-161). Έπειτα ετοιμάστηκε επιστολή ενημέρωσης του αιτητή, η οποία του δόθηκε δια χειρός στις 20/12/24 (ερ.162).

Επί της 1ης αιτήσεως ασύλου που υπέβαλε ο αιτητής καταγράφει ότι στις 20/05/18 η περιοχή καταγωγής του κάηκε από τον στρατό. Ο πατέρας του ήταν «Ambazonia citizen» και επιθυμούσε τον διαχωρισμό από τις γαλλόφωνες περιοχές. Ως περαιτέρω αναφέρει ο αιτητής, ο στρατός σκότωσε όλη τη νεολαία στον τόπο καταγωγής του, προκειμένου να μην κινητοποιηθούν και να συγκροτήσουν στρατό. Τότε – ως αναφέρει – ο αιτητής διέφυγε σε προσφυγικό καταυλισμό στη Νιγηρία, όπου έμεινε ορισμένους μήνες, αλλά άρχισαν να τους στέλνουν πίσω στο Καμερούν και όσοι επέστρεψαν φυλακίστηκαν ή σκοτώθηκαν από το στρατό.  

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης από την Υπηρεσία στα πλαίσια της 1ης αιτήσεως ο αιτητής ανέφερε ότι γεννήθηκε και διέμενε, μεταξύ άλλων στο Belo, προτού φύγει από τη χώρα καταγωγής, η μητέρα του απεβίωσε, ο πατέρας του διαμένει στη Bamenda και έχει 5 αδέλφια, ο ίδιος έχει επικοινωνία με τα μέλη της οικογένειας του, είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, φοίτησε 2 έτη σε Πολυτεχνείο, χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του, είναι άγαμος, άτεκνος και ασχολούνταν με το ποδόσφαιρο και από το έτος 2017 ήταν αντιπρόσωπος εταιρίας συναλλάγματος.

Ως περαιτέρω ανέφερε εργαζόταν ως αντιπρόσωπος εταιρίας συναλλάγματος (ΜΤΝ) από τον Αύγουστο του 2017 ως τις 19/05/18 και πραγματοποιούσε συναλλαγές μεταξύ του στρατού και των αποσχιστών - Αmbazonians. Ως εξήγησε, ο ίδιος ήταν μεσολαβητής σε συναλλαγές Bitcoin μεταξύ αγγλόφωνων στρατιωτικών, οι οποίοι προμήθευαν σφαίρες τους επαναστάτες στη Βορειοδυτική περιοχή και κατέγραφε οιανδήποτε συναλλαγή που πραγματοποιούσε σε βιβλίο. Οι Αmbazonians άρχισαν να εκβιάζουν τους στρατιωτικούς που τους προμήθευαν τις σφαίρες, ότι θα διαρρεύσουν τις πληροφορίες στην κυβέρνηση και, εξαιτίας του ότι ο αιτητής είχε στη κατοχή του το βιβλίο με τις συναλλαγές, αυτός έγινε στόχος και από τον στρατό, προκειμένου να καταστραφεί το βιβλίο, αλλά και από τους επαναστάτες, διότι ήθελαν στη κατοχή τους το βιβλίο. Αρχικά, ο αιτητής δεν γνώριζε ότι βρισκόταν σε κίνδυνο μέχρι που ενημερώθηκε από ένα φίλο του, τον οποίον ονομάτισε, που του ανέφερε ότι θα επιτεθούν στο περίπτερο του αιτητή, όπου πραγματοποιούνταν οι συναλλαγές. Ο φίλος του σκοτώθηκε από τους επαναστάτες διότι τον υποπτεύθηκαν ότι έδινε πληροφορίες στον αιτητή. Οι επαναστάτες θεωρούσαν τον αιτητή “black leg”, δηλαδή άτομο που μετέφερε πληροφορίες στον εχθρό. Η οικία του πατέρα του κάηκε στις 20/05/18, μετά από σύγκρουση του στρατού και Αmbazonians στην περιοχή. Ακολούθως, ο αιτητής διέφυγε στη Νιγηρία, όπου παρέμεινε για τρείς μήνες και μετά επέστρεψε και εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του νόμιμα από το αεροδρόμιο της Douala.

Ερωτηθείς τι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του δήλωσε ότι η έρευνα για τους στρατιωτικούς που προμήθευαν τους επαναστάτες σφαίρες συνεχίζεται και ότι εάν επιστρέψει θα τον σκοτώσουν. Ερωτηθείς εάν οι αρχές της χώρας του θα του επιτρέψουν την είσοδο σε περίπτωση επιστροφής του απάντησε θετικά, όμως οι στρατιωτικοί οι οποίοι προμήθευαν σφαίρες στους επαναστάτες, ως ανέφερε, δεν θα ήταν χαρούμενοι εάν επέστρεφε.

 

 

Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα λεγόμενα του αιτητή στην αίτηση και τη συνέντευξη, κατέταξαν αυτούς στους ακόλουθους ουσιώδεις ισχυρισμούς.

1.    Προφίλ, τόπος διαμονής και χώρα καταγωγής του αιτητή

2.    Ο αιτητής πραγματοποιούσε συναλλαγές μεταξύ στρατιωτικών και επαναστατών για σφαίρες και ο ίδιος ήταν στόχος αμφότερων των πλευρών, όταν οι συναλλαγές έπαυσαν

3.    Η οικία του πατέρα του αιτητή κάηκε στις 20/05/18, λόγω σύγκρουσης στη γειτονιά

Εκ των ως άνω ισχυρισμών έγιναν αποδεκτοί ο 1ος και 3ος ισχυρισμοί, απορρίφθηκε δε ο 2ος ουσιώδης ισχυρισμός ως αναξιόπιστος.

Επί του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού, κρίθηκε ότι οι σχετικές δηλώσεις του αιτητή δεν ήταν συγκεκριμένες και στερούνταν αναμενόμενων λεπτομερειών. Συγκεκριμένα, ως κρίθηκε, ο τρόπος με τον οποίο ο αιτητής ανέφερε ότι γνώριζε ότι ο στρατός έδινε σφαίρες στους επαναστάτες ήταν απροσδιόριστος και μη αναλυτικός, περιγράφοντας ότι το αντιλήφθηκε από τους επαναλαμβανόμενους αριθμούς τηλεφώνου που διατηρούσε στο βιβλίο όπου κατέγραφε τις συναλλαγές καθώς και μετά την έναρξη της επίσημης έρευνας τον Μάιο του 2018, όταν συνειδητοποίησε τι συνέβαινε. Δεν παρείχε ούτε συνεκτικές απαντήσεις σχετικά με το πώς ο στρατός ή οποιοσδήποτε άλλος γνώριζε για το βιβλίο όπου περιείχε ευαίσθητες πληροφορίες, δηλώνοντας ότι το βιβλίο ήταν πάντα πάνω από τον πάγκο του όταν κάποιος ερχόταν για μια συναλλαγή. Κληθείς να εξηγήσει πως αντιλήφθηκε ότι οι στρατιωτικοί τον ερευνούσαν, ο αιτητής δήλωσε ότι του το είπε ο φίλος του, πράγμα που ομοίως κρίθηκε μη ευλογοφανές και στερούμενο λεπτομερειών. Χωρίς συνοχή κρίθηκαν και οι δηλώσεις του αναφορικά με το βιβλίο που διατηρούσε πληροφορίες συναλλαγών, δεδομένου ότι ισχυρίστηκε ότι μόνο ο φίλος του γνώριζε ότι κατείχε αυτές τις πληροφορίες και, ερωτηθείς πως ο στρατός γνώριζε για το περιεχόμενο, δήλωσε ότι συχνά έγραφε τις πληροφορείς για να διασφαλίσει ότι οι πελάτες του γνωρίζουν τη συναλλαγή. Τέλος, δεν ήταν σε θέση να περιγράψει τις σχέσεις του με τους «Ambazonians» και τον στρατό με επάρκεια και σαφήνεια και εκ του αφηγήματος του έλειπαν βιωματικά στοιχεία. Αναφορικά δε με την εξωτερική συνοχή του ως άνω ισχυρισμού, έγινε έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά σχετικά με τη δράση κυβερνητικών δυνάμεων σε αγγλόφωνες περιοχές, τις επιπτώσεις των συγκρούσεων των αντιμαχόμενων μερών στους αμάχους καθώς και τη χρήση κρυπτονομισμάτων από τους Ambazonians, τα οποία κρίθηκε ότι συνάδουν με τα λεγόμενα του αιτητή. Παρά τούτο, λόγω έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας, ο ισχυρισμός δεν γίνεται αποδεκτός και απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος.

Ακολούθως, ανατρέχοντας σε αξιόπιστες πηγές και αξιολογώντας το προφίλ του αιτητή σε συνάρτηση με πληροφορίες (ΠΧΚ) για τη γενική κατάσταση ασφαλείας στον τόπο διαμονής του (Belo), οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι δεν υφίστανται ανάγκες διεθνούς προστασίας και γι’ αυτό απέρριψαν την 1η  αίτηση ασύλου ως αβάσιμη και εξέδωσαν απόφαση επιστροφής.

Στα πλαίσια της προσφυγής αρ.6963/21, η ως άνω απόφαση των καθ’ ων η αίτηση είχε κριθεί ως ορθή και συνεπώς η προσφυγή απορρίφθηκε, με το Δικαστήριο να σημειώνει ότι «[λ]αμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξή μου ότι ορθώς  κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων (άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου) και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη (άρθρο 19  του περί Προσφύγων Νόμου).»

Στα πλαίσια της επίδικης μεταγενέστερης αίτησης ο αιτητής καταγράφει ότι μετά την απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου προσπάθησε να ενημερωθεί για την υπόθεση του μέσω δικηγόρου, ο οποίος τον πληροφόρησε ότι παραμένει σε κίνδυνο και σε περίπτωση επιστροφής του, καθώς, κατόπιν ελέγχου στον στρατό και την αστυνομία, επιβεβαίωσε – ως αναφέρει – ότι εκκρεμούν εναντίον του εντάλματα σύλληψης. Σχετικά με τα έγγραφα που προσκόμισε στα πλαίσια της επίδικης αίτησης ο αιτητής καταγράφει ότι πρόκειται για εντάλματα έρευνας σύλληψης από την αστυνομία και φωτογραφίες όπου ο ίδιος είναι στον τόπο εργασίας του. Σχετικά με τους λόγους που δεν είχε προσκομίσει προηγουμένως τα έγγραφα αυτά ο αιτητής αναφέρει ότι δεν τα είχε στην κατοχή του όταν εξεταζόταν η 1η αίτηση ασύλου, καθώς δεν είχε κανένα να κάνει έρευνα γι’ αυτά στη χώρα καταγωγής και τελικά τα εξασφάλισε μέσω ενός φίλου του δικηγόρου τον Οκτώβριο 2024.

Στα πλαίσια της επίδικης αίτησης προσκόμισε τα κάτωθι έγγραφα:

1.    Αντίγραφο εγγράφου με τίτλο «WARRANT OF ARREST», ημ.13/09/24 (ερ.142)

2.    Αντίγραφο εγγράφου με τίτλο «SEARCH WARRANT», ημ.07/08/24 (ερ.143)

3.    Φερόμενες εκτυπώσεις φωτογραφιών του εργασιακού του χώρου, όπου ο αιτητής πραγματοποιούσε συναλλαγές με αποσχιστές (ερ.140-141)

Συνέπεια των ανωτέρω, ως αναφέρεται στην επίδικη έκθεση (ερ.155-160), οι καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν την επίδικη αίτηση για τον λόγο ότι τα όσα καταγράφει σχετικά με την αφήγηση του περί κινδύνου του από τις κυβερνητικές δυνάμεις λόγω πραγματοποίησης συναλλαγών με αποσχιστές και στρατό δεν αποτελούν νέα στοιχεία, αφού ταυτόσημοι ισχυρισμοί είχαν καταγραφεί στην 1η αίτηση ασύλου.

Αναφορικά με τα έγγραφα που είχε προσκομίσει, κατόπιν εξέτασης του περιεχομένου και των τυπικών τους στοιχείων, κρίθηκε ότι τα μεν φερόμενα εντάλματα έχουν ημερομηνία έκδοσης τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο 2024, το οποίο – δεδομένου ότι οι πράξεις που του αποδίδονται έλαβαν χώρα το 2018 –  κρίθηκε μη ευλόγως αναμενόμενο, πέραν των αμφιβολιών που εγείρονταν, ως καταγράφουν οι καθ’ ων η αίτηση για τη γνησιότητα τους, επί δε των φωτογραφιών που προσκόμισε, κρίθηκε ότι αυτές εμφανίζουν ένα άτομο αγνώστων στοιχείων με χρήματα και τετράδιο εσόδων αλλά δεν μπορεί να προσδιοριστεί αν σχετίζονται με τους ισχυρισμούς του αιτητή. Για τους λόγους αυτούς ήταν κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση ότι ουδέν εκ των προσκομισθέντων στοιχείων αυξάνει σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας. Περαιτέρω, επιπροσθέτως των ως άνω οι καθ’ ων η αίτηση, σε σχέση με τα εντάλματα εναντίον του, αναφέρουν ότι είναι εξ υπαιτιότητας του ιδίου που δεν ανέφερε και δεν προσκόμισε αυτά στα πλαίσια τόσο της 1ης αίτησης ή στα πλαίσια της προσφυγής που καταχώρησε κατά της απόφασης επί της 1ης αιτήσεως του.

Η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή, τοποθετούμενη προφορικά κατά την ακρόαση της παρούσης, σύμφωνα με τις οδηγίες του Δικαστηρίου, ανέφερε ότι εδώ οι καθ’ ων η αίτηση εξέτασαν τα προσκομισθέντα νέα έγγραφα επί της ουσίας, χωρίς εντούτοις να γίνει επ’ αυτού συνέντευξη στον αιτητή, που είναι κατά παράβαση του αρ.16Δ (3) (α), εφόσον – ως ανέφερε – τέτοια εξέταση νοείται μόνο στα πλαίσια εξέτασης της ουσίας και όχι στα πλαίσια προκαταρτικής εξέτασης. Σε κάθε περίπτωση, ως ανέφερε, τα ευρήματα των καθ’ ων η αίτηση ως αυτά καταγράφονται στα ερ.156-157 είναι παράλογα και εσφαλμένα, με δεδομένο περαιτέρω το ότι δεν είναι εξ υπαιτιότητας του αιτητή που δεν προσκομίστηκαν προηγουμένως, και συνεπώς η επίδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί.

Προχωρώ σε εξέταση των ενώπιον μου στοιχείων.

Σημειώνεται ότι, στα πλαίσια μεταγενέστερης αίτησης, αυτό που ερευνάται είναι το κατά πόσο «[…] υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του […]» [αρ.16Δ (3) (α) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000)] και, εφόσον διαπιστωθεί τούτο, προχωρά σε εξέταση του κατά πόσο «[τ]α εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον/στην αιτητής διεθνούς προστασίας […]» [αρ.16Δ (3) (β) (i)] και του κατά πόσο «ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία» [αρ.16Δ (3) (β) (i)], [βλ. και αρ.40 (2),(3) και (4) Οδηγία 2013/32/ΕΕ].

Συνεπώς ο σκοπός της προκαταρτικής εξέτασης, η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης και όχι επί της ουσίας έρευνα, ωσάν να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου.

Στην απόφαση στην υπ. C-921/19, LH ν. Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid, ημ.10/06/21, του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) λέχθηκαν τα εξής:

«34. Επομένως, το άρθρο 40, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32 προβλέπει την εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων.

35. Το πρώτο αυτό στάδιο πραγματοποιείται επίσης σε δύο στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού που θέτουν οι ίδιες αυτές διατάξεις.

36. Επομένως, πρώτον, το άρθρο 40, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 ορίζει ότι, προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετικά με το παραδεκτό αίτησης για διεθνή προστασία δυνάμει του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής, η μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία υποβάλλεται κατ' αρχάς σε προκαταρκτική εξέταση, προκειμένου να καθοριστεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95.

37. Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 40, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την πρώτη αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα να πληροί ο αιτών τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να του αναγνωρισθεί το καθεστώς αυτό.

38. Κατά συνέπεια, οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, σύμφωνα με το άρθρο 40, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται.»

Στο αρ.16Δ (2) & (3) (β) του Νόμου αναφέρεται ρητώς ότι «[σε] περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν […] νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον […] [τα] εν λόγω στοιχεία […] αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης […] διεθνούς προστασίας».

Στο αρ.40 (3) της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, την μεταφορά του οποίου στην εθνική νομοθεσία συνιστά το επίδικο αρ.16Δ του Νόμου, αναφέρεται ότι «[εάν] η προκαταρκτική εξέταση που αναφέρεται στην παράγραφο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι νέα στοιχεία ή πορίσματα έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95/ΕΕ, η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω σύμφωνα με το κεφάλαιο II.»

Στην απόφαση του ΔΕΕ στην υπ. αρ. C-563/22, SN, LN v. Zamestnik-predsedatel na Darzhavnata agentsia za bezhantsite, ημ.13/06/24, λέχθηκαν τα εξής σχετικά:

«55. Πράγματι, η αρμόδια αποφαινόμενη αρχή πρέπει να περιορίζεται να ελέγχει, αφενός, αν υφίστανται, προς στήριξη της ως άνω αιτήσεως, στοιχεία ή πορίσματα που δεν εξετάσθηκαν στο πλαίσιο της απρόσβλητης πλέον αποφάσεως επί της προηγούμενης αιτήσεως και, αφετέρου, αν τα νέα αυτά στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν αφ’ εαυτών ουσιωδώς την πιθανότητα υπαγωγής του αιτούντος σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, μόνον κατά το στάδιο εξετάσεως του παραδεκτού της μεταγενέστερης αιτήσεως [πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C‑921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 50].»

Στην απόφαση του ΔΕΕ στην υπ. C-18/20, XY v. Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ημ.09/09/21, λέχθηκαν τα εξής:

«52. Όπως δε αναφέρει ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 68 των προτάσεών του, η πρώτη από τις ως άνω προϋποθέσεις αντιστοιχεί κατ’ ουσίαν στη δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 40, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, κατά την οποία τα νέα στοιχεία ή πορίσματα πρέπει να «αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95 , ενώ η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 69 του AVG αντιστοιχεί στη δυνατότητα που παρέχεται στα κράτη μέλη με το άρθρο 40, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής «να προβλέπουν ότι η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω μόνο εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του […] άρθρου [40] κατά την προηγούμενη διαδικασία». »

Εκ των ως άνω, υπό το φως και της σχετικής νομολογίας του ΔΕΕ, καθίσταται σαφές ότι η εξέταση του κατά πόσο δια των νέων στοιχείων ή και εγγράφων που προσκομίζονται στα πλαίσια μεταγενέστερης αίτησης αυξάνονται σημαντικά οι πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας και της υπαιτιότητας του αιτητή στην μη προηγούμενη προσκόμιση τους, περιλαμβάνεται στην προκαταρτική εξέταση (C-921/19 - 2ο στάδιο εξέτασης επί του παραδεκτού) και μόνο όταν πληρούνται αμφότερες οι ως άνω τιθέμενες εκ του νόμου προϋποθέσεις, ήτοι όταν κρίνεται ότι υποβλήθηκαν νέα στοιχεία που αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας και ότι η μη προηγούμενη προσκόμιση τους δεν είναι εξ υπαιτιότητος του αιτητή, που μεταγενέστερη αίτηση κρίνεται παραδεκτή και εξετάζεται επί της ουσίας αυτής. Στα πλαίσια δε της εξέτασης του παραδεκτού δεν είναι απαραίτητη η κλήση του αιτητή σε συνέντευξη. Σε κάθε δε περίπτωση, δεδομένου ότι θα μπορούσε, στα πλαίσια της παρούσης, ο αιτητής να προσφέρει τυχόν περαιτέρω μαρτυρία ή και στοιχεία, στα πλαίσια του εξ υπαρχής ελέγχου που διενεργείται (επί του παραδεκτού πάντοτε), μόνο όταν ήθελε κριθεί κατωτέρω ότι θα μπορούσε το αποτέλεσμα της προσβαλλόμενης απόφασης να είναι διαφορετικό επί της ουσίας, θα μπορούσε η μη ακρόαση επί του παραδεκτού της προσφυγής να οδηγήσει σε ακύρωση της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση (βλ. ΔΕΕ - C-517/17, Milkiyas Addis, ημ.16/07/20, σκέψεις 73-75).

Από τα ενώπιον μου στοιχειά, ως ανωτέρω αναφέρονται, θα συμφωνήσω με την επί της επίδικης μεταγενέστερης αιτήσεως κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση επί του παραδεκτού, ως αυτή καταγράφεται στην επίδικη έκθεση, όχι όμως, ως θα εξηγήσω αμέσως πιο κάτω, με το σύνολο των επιμέρους ευρημάτων τους επί των προσκομισθέντων εγγράφων.

Σχετικά κατ’ αρχή με τα ερ.142-143, ως ορθώς επισημαίνουν οι καθ’ ων η αίτηση, εκ της φερόμενης ημερομηνίας έκδοσης τους (07/08/24 και 13/09/24), δημιουργούνται σοβαρές αμφιβολίες για την αυθεντικότητα των εν λόγω εγγράφων, δεδομένου ότι οι πράξεις για τις οποίες ερευνάται και θα πρέπει να συλληφθεί ο αιτητής, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του ιδίου, έγιναν 6 έτη προηγουμένως (2018), προτού φύγει από το Καμερούν. Θα ήταν λοιπόν απολύτως ευλόγως αναμενόμενο τα όποια εντάλματα κατά του αιτητή να είχαν εκδοθεί τότε και όχι 6 χρόνια μετά που αυτός έφυγε νόμιμα από τη χώρα του, χωρίς να αντιμετωπίσει πρόβλημα κατά την έξοδο του δι’ αεροδρομίου (ερ.61). Τούτο και μόνο είναι θεωρώ αρκετό, δεδομένου ότι ουδεμία εξήγηση δίδεται προς τούτο από τον αιτητή, πέραν του ότι, ως καταγράφει στο σημείο 10 (ερ.148), του τα έστειλε ένας φίλος δικηγόρος τον Οκτώβριο 2024. Άλλωστε οι ημερομηνίες έκδοσης επί των εγγράφων αυτών έρχονται σε ευθεία αντίφαση με τους ισχυρισμούς του αιτητή ως καταγράφονται στην επίδικη αίτηση, όπου αναφέρει ότι δεν τα είχε στην κατοχή του προηγουμένως, καθότι δεν είχε κανέναν να ψάξει, και ότι αυτά αφορούν υπόθεση από τον χρόνο που ήταν στο Καμερούν (ερ.148, σημ.7 και 10).

Αναφορικά τώρα με τις φωτογραφίες (ερ.140-141) θα διαφωνήσω με το εύρημα των καθ’ ων η αίτηση καθώς, αφενός, θεωρώ ότι το πρόσωπο που εμφανίζεται σ’ αυτές προκύπτει, με βάση και φωτογραφία του που βρίσκεται στον διοικητικό φάκελο, ότι είναι ο ίδιος ο αιτητής που, ως και οι καθ’ ων η αίτηση σημειώνουν, κράτα χρήματα και έχει μπροστά του ένα «τετράδιο καταγραφής εσόδων». Δεν συμφωνώ λοιπόν με το εύρημα των καθ’ ων η αίτηση ως καταγράφεται στο ερ.156 ότι αυτά δεν σχετίζονται με τους ισχυρισμούς του (δες πιο πάνω για ισχυρισμούς στα πλαίσια της επίδικης και της 1ης αιτήσεως).

Όμως η επίδικη απόφαση δεν σταματά εκεί. Εξετάζει και το ζήτημα της υπαιτιότητας του αιτητή στην μη προηγούμενη προσκόμιση των κατά τ’ άλλα νέων στοιχείων, αν και με ένα μερικώς συγκεχυμένο λεκτικό (ερ.155-156).

Στα πλαίσια λοιπόν της εξουσίας του Δικαστηρίου για εξ υπαρχής και επί της ουσίας εξέταση των ενώπιον μου στοιχείων που αφορούν την επίδικη μεταγενέστερη αίτηση είναι κατάληξη μου (διαφοροποιούμενος από την αιτιολόγηση που δίδουν οι καθ’ ων η αίτηση) ότι οι φωτογραφίες που προσκομίζει ο αιτητής (ερ.140-141), δεδομένου ότι επ’ αυτών ουδεμία εξήγηση καταγράφεται στην επίδικη αίτηση και ούτε αναφέρθηκε κάτι εκ της συνηγόρου του στα πλαίσια της παρούσης σχετικώς, είναι εξ υπαιτιότητας του ιδίου που δεν προσκομίστηκαν προηγουμένως, είτε στα πλαίσια της 1ης αιτήσεως είτε στα πλαίσια της προσφυγής αρ.6963/21. Οι φωτογραφίες δε αυτές, δεδομένου ότι είναι φωτογραφίες του ιδίου, δεν χρειαζόταν την μεσολάβηση δικηγόρου προκειμένου να κάνει έρευνα στο Καμερούν, για να προσκομιστούν απ’ αυτόν. Επί του σημείου αυτού θα πρέπει εδώ να υπομνησθεί ότι, ως στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», 2018, αναφέρεται (σελ.54), «[τ]α έγγραφα που έχει ο αιτών στη διάθεσή του δεν περιορίζονται στα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή του. Αντιθέτως, ο αιτών έχει στη διάθεσή του τα έγγραφα όταν εύλογα αναμένεται ότι μπορεί να τα λάβει (122). Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ατομικές και ευρύτερες περιστάσεις του αιτούντος, συμπεριλαμβανομένων των περιστάσεων στη χώρα καταγωγής ή στον τόπο συνήθους διαμονής του.»

Επαναλαμβάνω, ως και ανωτέρω επί τούτου εξηγώ, ότι συμφωνώ με τα ευρήματα των καθ’ ων η αίτηση επί των ερ.142-143, που καταλήγουν στο ότι εξ αυτών δεν αυξάνονται σημαντικά οι πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας, και τα λοιπά ευρήματα των καθ’ ων η αίτηση στα πλαίσια της επίδικης απόφασης τους.

Σημειώνω δε επί των ως άνω ότι στην πρόσφατη ΕΔΔΔΠ αρ.66/2022, Deepak Kumar v. Δημοκρατίας, ημ.30/10/24, ειπώθηκαν τα εξής επί του ελέγχου που τελείται από το παρόν Δικαστήριο σε προσφυγές επί μεταγενέστερων αιτήσεων:

«O έλεγχος ορθότητας, ο οποίος διενεργείται στο πλαίσιο Προσφυγής κατά απόρριψης μεταγενέστερης αίτησης, συνίσταται στην προβλεπόμενη -στο Άρθρο 46.3 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ- πλήρη και ex nunc εξέταση, στοιχείο που προϋποθέτει ότι το αρμόδιο Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το σύνολο των στοιχείων που του παρέχουν τη δυνατότητα να προβεί σε επικαιροποιημένη εκτίμηση της ενώπιόν του περίπτωσης (απόφαση του ΔΕΕ ημερ. 13.6.2024 στην Υπόθεση C-563/22 SN κ.ά., σκέψη 76).

Κατά τη νομολογία (απόφαση του ΔΕΕ ημερ. 25.7.2018 στην Υπόθεση C-585/16 Alheto, σκέψη 103), ναι μεν το αρμόδιο εθνικό Δικαστήριο (στη Δημοκρατία, το πρωτόδικο Δικαστήριο) διενεργεί έλεγχο ορθότητας, αλλά ακολουθώντας διακριτή διαδικασία από την αποφαινόμενη αρχή (στη Δημοκρατία, η Υπηρεσία Ασύλου).

Κατά τη νομολογία (Υπόθεση C-585/16 Alheto ανωτέρω, σκέψη 115), η πλήρης και ex nunc δικαστική εξέταση  δεν απαιτείται κατ' ανάγκη να αφορά την επί της ουσίας εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας και μπορεί, συνεπώς, να αφορά το παραδεκτό της αίτησης διεθνούς προστασίας, εφόσον το εθνικό δίκαιο επιτρέπει κάτι τέτοιο κατ' εφαρμογή του Άρθρου 33.2 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ.»

Σημειώνω περαιτέρω, σχετικά με την υπαιτιότητα στην μη προηγούμενη προσκόμιση των ερ.140-141, ότι η Δημοκρατία – ως είχε δικαίωμα στη βάση του αρ.40 (4) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, όπου αναφέρεται ότι «[τα] κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω μόνο εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου κατά την προηγούμενη διαδικασία» – περιέλαβε στην οικεία νομοθεσία την πρόνοια του αρ.16Δ (3) (β) (ii), βάσει της οποίας, προκειμένου μεταγενέστερη αίτηση να θεωρηθεί παραδεκτή και να εξεταστεί επί της ουσίας, θα πρέπει ο Προϊστάμενος να «ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος» (βλ. και C-18/20, XY, ανωτέρω, όπου εξηγείται ότι και αυτή η πτυχή αφορά προϋπόθεση του παραδεκτού και εξετάζεται στα πλαίσια της εξέτασης αυτής).

Συνεπεία των όσων αναφέρω, παρά τις πλημμέλειες που εντοπίζω στην προσβαλλόμενη απόφαση, ως ανωτέρω λεπτομερώς εξηγώ, θεωρώ ορθή την τελική κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση περί του απαράδεκτου της επίδικης μεταγενέστερης αίτησης, για τους λόγους όμως και την αιτιολογία που δίδω πιο πάνω, στα πλαίσια της παρούσης.

Επί τούτου, στην πολύ πρόσφατη ΕΔΔΔΠ αρ.3/2024, Kasumilambu Henry Mulenda ν. Δημοκρατίας, ημ.17/07/25, λέχθηκε ότι «[…] οι πλημμέλειες που το πρωτόδικο Δικαστήριο διεπίστωσε στην επίδικη ενώπιον του διοικητική απόφαση […] ορθά δεν κρίθηκε πρωτοδίκως ότι θα έπρεπε να οδηγήσουν στην ευόδωση της προσφυγής και σε ακύρωση της διοικητικής πράξης, ενόψει του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε, ως εξάλλου το κατά νόμω καθήκον του, στην εξέταση του ζητήματος επί της ουσίας (με το ίδιο αποτέλεσμα), καθιστώντας το ζήτημα της κήρυξης της διοικητικής απόφασης πέραν από παράνομης και ως άκυρης, ως εκ τούτου, αλυσιτελές.»

Ενόψει των ως άνω διαπιστώσεων μου απομένει λοιπόν μια αποτίμηση της κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή (Belo, NW) σε επικαιροποιημένη βάση.

Σύμφωνα με τα πρόσφατα δεδομένα της βάσης δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού με έργο τη συλλογή, ανάλυση και χαρτογράφηση δεδομένων σχετικά με τις ημερομηνίες, τους δρώντες, τις τοποθεσίες, τους θανάτους και τους τύπους όλων των καταγεγραμμένων γεγονότων πολιτικής βίας και διαμαρτυρίας σε παγκόσμια κλίμακα, στη διάρκεια ενός έτους (Past year of ACLED Data) και συγκεκριμένα από τις 20/07/24 έως τις 18/07/25, στην επαρχία North West, σημειώθηκαν συνολικά 530 περιστατικά ασφαλείας (288 θάνατοι), εκ των οποίων 360 κωδικοποιήθηκαν ως περιστατικά βίας κατά αμάχων (115 θάνατοι), 147 ως περιστατικά μαχών (160 θάνατοι), 13 ως περιστατικά εκρήξεων/απομακρυσμένης βίας (8 συνδεόμενοι θάνατοι), 7 ως περιστατικά αναταραχών (3 θάνατοι) και 3 ως διαμαρτυρίες (2 συνδεόμενοι θάνατοι).[2] Εξ αυτών, 1 περιστατικό βίας κατά αμάχων (κανένας θάνατος) και 2 περιστατικά μαχών (2 θάνατοι) έλαβαν χώρα στην τοποθεσία Belo. Ο εκτιμώμενος πληθυσμός της North West περιοχής ανέρχεται περί τα 2 εκατομμύρια κατοίκων. [3]

Είναι κατάληξη μου, αποτιμώντας τις ως άνω πληροφορίες, ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε, και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για τον αιτητή σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό της περιοχής, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας»[4] (βλ. και απόφαση ΔΕΕ, ημ.10/06/21, C-901/19, CF and DN).

Η προσφυγή απορρίπτεται.

Δεδομένων των πλημμελειών που εντοπίστηκαν αναφορικά με την εξέταση της επίδικης αιτήσεως, ήτοι των λανθασμένων ευρημάτων των καθ’ ων η αίτηση επί των ερ.140-141 και της επί του σημείου αυτού λανθασμένης αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης, ως ανωτέρω καταγράφονται, δεν επιδικάζονται έξοδα.

 

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Υπ. αρ.6963/21, K.C.T. v. Δημοκρατίας, ημ.30/09/24 – διαθέσιμη στο: https://www.cylaw.org/cgi-bin/open.pl?file=/administrativeIP/2024/202409-6963-21.html

[2] ACLED Explorer, https://acleddata.com/explorer/ με συναφή παραμετροποίηση

[4] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο