F.S.S.W. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Εσωτερικών, Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. Τ158/2025, 17/7/2025
print
Τίτλος:
F.S.S.W. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Εσωτερικών, Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. Τ158/2025, 17/7/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

                                                                               Υπόθεση Αρ. Τ158/2025

 

17 Ιουλίου, 2025

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με τα άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

F.S.S.W.

 

    Αιτητή

 

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

Υπουργείου Εσωτερικών, Υπηρεσίας Ασύλου 

 

Καθ' ων η αίτηση

...........................

 

O αιτητής παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου

 

Ζωή Ποντίκη για Αλταχερ Μπενέτης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Δικηγόρος για τον αιτητή

 

Καμία εμφάνιση για τους καθ' ων η αίτηση

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 18/03/2025, με την οποία απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτηση του αιτητή ως απαράδεκτη.

 

Τα γεγονότα της υπό εξέταση υπόθεσης προκύπτουν από το Υπόμνημα το οποίο συνοδεύεται από τον διοικητικό φάκελο που αφορά τον αιτητή και καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο από την Υπηρεσία Ασύλου, σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019. 

 

Σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 (ε) των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«3 (α).............

 

(ε) Στις περιπτώσεις όπου η προσβαλλόμενη απόφαση εκδίδεται δυνάμει των ακόλουθων άρθρων του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(I)/2000), ως έχει τροποποιηθεί:

 

(i)   12Βτετράκις(2)(δ),

(ii)  12Βτρις,

 

Υπόμνημα ως το Έντυπο Αρ. 3 καταχωρείται στο αρμόδιο Πρωτοκολλητείο από την Υπηρεσία Ασύλου, συνοδευόμενο από τον σχετικό διοικητικό φάκελο που αφορά την προσφυγή, εντός δέκα ημερών από την επίδοση αυτής:

 

Νοείται ότι, ουδεμία καταχώριση γραπτής αγόρευσης από τον αιτητή ή τους καθ' ων η αίτηση απαιτείται και η υπόθεση ορίζεται απευθείας από το Πρωτοκολλητείο για ακρόαση, χωρίς να απαιτείται η παρουσία των καθ' ων η αίτηση, εκτός εάν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά.».

 

Όπως προκύπτει από τον πιο πάνω Κανονισμό, οι καθ' ων η αίτηση δεν εμφανίζονται σε αυτή τη διαδικασία, εκτός εάν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά. Συνεπώς, το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια να ζητήσει την παρουσία του αρμόδιου οργάνου/ καθ' ων η αίτηση στην ενώπιον του διαδικασία για να έχει τη δυνατότητα να ακουστεί σε περίπτωση που κριθεί αναγκαίο, εφόσον ο ρόλος του Δικαστηρίου είναι να επιλύει τη διαφορά που τίθεται ενώπιον του στα πλαίσια ορθής απονομής της δικαιοσύνης.

 

Από τη μελέτη του διοικητικού φακέλου προκύπτει πως ο αιτητής είναι υπήκοος της Αιγύπτου και υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 03/11/2022, αφού εισήλθε νομίμως στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές στις 25/08/2018. Αυθημερόν, ο αιτητής παρέλαβε την Βεβαίωση Υποβολής Αιτήματος Διεθνούς Προστασίας («Confirmation of Submission of an Application for International Protection»). Στις 02/03/2023, πραγματοποιήθηκε η συνέντευξη του αιτητή στην Υπηρεσία Ασύλου. Στις 04/03/2023, λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε έκθεση - εισήγηση σχετικά με τη συνέντευξη του αιτητή. Αυθημερόν, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου υιοθέτησε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας του αιτητή και αποφάσισε την επιστροφή του στην Αίγυπτο.

 

Στις 26/10/2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριλάμβανε την απόφασή της για απόρριψη του αιτήματος του αιτητή, η οποία παραλήφθηκε ιδιοχείρως από τον αιτητή αυθημερόν. Στις 27/11/2023, ο αιτητής καταχώρισε την προσφυγή υπ’ αριθμόν 4429/23 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας η οποία απορρίφθηκε στις 20/09/2024, αφού αποσύρθηκε από τον αιτητή. Στις 12/03/2025,  ο αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία με σκοπό το επανάνοιγμα του φακέλου του, σχετικά με το αίτημα του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε έκθεση - εισήγηση σχετικά με το αίτημα του αιτητή. Την ίδια μέρα, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αφού εξέτασε την έκθεση-εισήγηση του λειτουργού σχετικά με τη μεταγενέστερη αίτηση που υπέβαλε ο αιτητής, αποφάσισε την απόρριψη της αίτησής του ως απαράδεκτης και την επιστροφή του αιτητή στην Αίγυπτο.

 

Η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση σε σχέση με το μεταγενέστερο αίτημα του αιτητή, η οποία παραλήφθηκε ιδιοχείρως από τον αιτητή αυθημερόν. Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρισε την υπό εξέταση προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας αμφισβητώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, κατά τη δικάσιμο που η υπόθεση ήταν ορισμένη για διευκρινίσεις και παρουσίαση φακέλου, η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή δήλωσε πως προωθεί τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου. Υποστήριξε πως ο αιτητής απειλείται από τους γονείς της πρώην κοπέλλας του, οι οποίοι δεν εγκρίνουν τη σχέση τους και ότι σε περίπτωση επιστροφής του θα τεθεί σε κίνδυνο η ζωή του.

 

Έλαβα υπόψη μου τους ισχυρισμούς που τέθηκαν ενώπιον μου λαμβάνοντας υπόψη το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου εξετάζεται η μεταγενέστερη αίτηση.  Ο έλεγχος του Δικαστηρίου περιορίζεται αυστηρά στη νομιμότητα της απόφασης που εκδόθηκε επί του μεταγενέστερου αιτήματος, χωρίς δυνατότητα επανεξέτασης της προγενέστερης διοικητικής κρίσης.  Λαμβάνω βεβαίως υπόψη μου, όλα όσα προηγήθηκαν της διαδικασίας που ελέγχεται, προκειμένου να εξεταστεί η απόφαση επί του μεταγενέστερου αιτήματος και μόνον και όχι για να επέμβω στην διαδικασία που προηγήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο, εφόσον κάτι τέτοιο είναι εκτός των αρμοδιοτήτων του παρόντος Δικαστηρίου.  Είναι χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε  ο αιτητής σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας.

 

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, ο αιτητής στην αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας που υπέβαλε στην Υπηρεσία Ασύλου, κατέγραψε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω της δυσχερούς οικονομικής κατάστασης και του χαμηλού εισοδήματος που λάμβανε.  Καταληκτικά, εξήγησε πως επιθυμεί να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσής του (ερυθρό 11 – σε μετάφραση – του διοικητικού φακέλου).

 

Κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης και ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, ο αιτητής δήλωσε ότι τόπος προηγούμενης συνήθους διαμονής του ήταν η Bani Suwayf (ερυθρό 17, 1Χ του διοικητικού φακέλου). Αναφορικά με το μορφωτικό του επίπεδο, δήλωσε πως φοίτησε ένα έτος σε εκπαιδευτικό ίδρυμα δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ωστόσο δεν ολοκλήρωσε την φοίτηση (ερυθρό 17, 4Χ του διοικητικού φακέλου), ενώ σε σχέση με το επαγγελματικό του προφίλ δήλωσε πως ήταν εργάτης και συγκεκριμένα ανέφερε πως εργαζόταν σε οποιαδήποτε επαγγελματική θέση (ερυθρό 17 του διοικητικού φακέλου).   Αναφορικά με την οικογενειακή του κατάσταση ισχυρίστηκε πως η σύζυγος και το τέκνο του διαμένουν στην Bani Suwayf (ερυθρό 17 του διοικητικού φακέλου). Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου, εγκατέλειψε τη χώρα του και εισήλθε στην Κυπριακή Δημοκρατία χρησιμοποιώντας το διαβατήριο του, για σκοπούς εργασίας (ερυθρό 17, 2Χ του διοικητικού φακέλου).

 

Αναφορικά με τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, ο αιτητής κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησης δήλωσε πως εγκατέλειψε τη χώρα του για να εργαστεί και να διασφαλίσει καλύτερες συνθήκες διαβίωσης προκειμένου να υποστηρίξει την οικογένειά του (ερυθρό 17, 3Χ, 5Χ του διοικητικού φακέλου). Κατά το στάδιο των διευκρινιστικών ερωτήσεων δόθηκε η ευκαιρία στον αιτητή μέσω πρόσθετων ερωτήσεων να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία του και να αποσαφηνίσει τα κρίσιμα γεγονότα της αφήγησής του. Ο αιτητής διευκρίνισε πως δεν συντρέχουν άλλοι λόγοι για τους οποίους αιτήθηκε διεθνούς προστασίας (ερυθρό 17 5Χ, του διοικητικού φακέλου) και δήλωσε πως επιθυμεί να διαμείνει στη Δημοκρατία για εργασιακούς λόγους για διάστημα δύο ετών και ακολούθως ισχυρίστηκε πως θα  επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του (ερυθρό 1 5Χ του διοικητικού φακέλου).

 

Ο αρμόδιος λειτουργός αξιολογώντας τους ισχυρισμούς που παρέθεσε στην αφήγησή του ο αιτητής, διέκρινε στην έκθεση - εισήγησή του δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, οι οποίοι προκύπτουν από τις δηλώσεις του αιτητή ως κατωτέρω: (1) Η ταυτότητα, η χώρα καταγωγής και τα προσωπικά στοιχεία/προφίλ του αιτητή και (2) Για λόγους οικονομικού περιεχομένου. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε αποδεκτό τον ισχυρισμό του αιτητή ως προς τα προσωπικά του στοιχεία καθώς οι δηλώσεις του αιτητή διασταυρώθηκαν τόσο από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης όσο και από το διαβατήριο που προσκόμισε ο αιτητής και έχει εκδοθεί από τις αρχές της χώρας καταγωγής του.

 

Αναφορικά με τον δεύτερο ισχυρισμό, η Υπηρεσία Ασύλου έκρινε πως ο αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του για εργασιακούς λόγους και σκοπεύει να επιστρέψει αφότου εργαστεί στην Δημοκρατία (ερυθρό 25 του διοικητικού φακέλου).  Ο αρμόδιος λειτουργός αποφάσισε δεδομένης της προσωπικής φύσης των ισχυρισμών του αιτητή, ότι ήταν αδύνατο να διασταυρωθούν οι δηλώσεις του  από εξωτερικές πηγές και έκρινε πως ο αιτητής πρόκειται για οικονομικό μετανάστη και αποδέχτηκε και το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό. 

 

Υπό το φως των αποδεκτών ισχυρισμών του αιτητή και αξιολογώντας ως τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του την επαρχία Bani Suwayf, ο αρμόδιος λειτουργός συνήγαγε κατά την αξιολόγηση κινδύνου, αφού παρέθεσε πληροφορίες αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση στη χώρα καταγωγής του, ότι ο αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να κινδυνεύσει με σοβαρή βλάβη.

 

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός, έκρινε ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την παραχώρηση προσφυγικού καθεστώτος για κάποιον από τους λόγους του άρθρου 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου Ν.6(Ι)/2000 και του άρθρου 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951. Στη συνέχεια, διαπίστωσε πως δεν υπήρχε εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης όπως αυτός καθορίζεται στο άρθρο 15 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ και στο άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου Ν.6(Ι)/2000, καθότι με βάση έρευνα που διεξήγαγε ο αρμόδιος λειτουργός διαπιστώθηκε ότι η κατάσταση στη χώρα καταγωγής του αιτητή στην οποία βρίσκεται ο τελευταίος τόπος συνήθους διαμονής του, δεν χαρακτηρίζεται από διεθνή ή εσωτερική ένοπλη σύγκρουση και ως εκ τούτου δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης υιοθέτησε ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και απέρριψε το αίτημα του αιτητή. 

 

Στη συνέχεια, ο αιτητής αμφισβήτησε την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου καταχωρώντας την προσφυγή με αριθμό 4429/2023 ενώπιον  του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, η οποία τελικά αποσύρθηκε και απορρίφθηκε στις 20/09/2024.  

 

Στις 12/03/2025 ο αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση μέσω της οποίας ισχυρίστηκε πως ερωτεύτηκε μία κοπέλα μουσουλμανικών θρησκευτικών πεποιθήσεων γεγονός το οποίο δεν έγινε αποδεκτό από τους γονείς τους. Οι γονείς του αιτητή τον ανάγκασαν να παντρευτεί μία κοπέλα χριστιανικού θρησκεύματος, αλλά ο αιτητής δεν μπορούσε να ξεχάσει την άλλη κοπέλα (μουσουλμάνα). Όπως ισχυρίστηκε, οι γονείς της κοπέλας τον απείλησαν και πρόσθεσε πως επιθυμεί να παραμείνει στη Δημοκρατία για διάστημα ενός ή δύο ετών μέχρι να ηρεμήσει η κατάσταση (ερυθρό 62 του διοικητικού φακέλου).

 

Ο αρμόδιος λειτουργός αξιολογώντας τους ισχυρισμούς που παρέθεσε στη μεταγενέστερη αίτηση του ο αιτητής  έκρινε πως τα εν λόγω στοιχεία δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή κατά την προηγούμενη διαδικασία εξέτασης της αίτησής του λόγω δικής του υπαιτιότητας. Επιπρόσθετα, κατέγραψε πως ο αιτητής δεν έκανε μνεία στους λόγους για τους οποίους δεν ανέφερε τα πρόσθετα στοιχεία τόσο κατά την αρχική του αίτηση και συνέντευξη του όσο και μέσω της υπ’ αριθμόν 4429/23 προσφυγής του, η οποία απορρίφθηκε εφόσον ζητήθηκε να αποσυρθεί από τον ίδιο. Στη συνέχεια, ο αρμόδιος λειτουργός επισήμανε πως ο αιτητής τόσο κατά τη συνέντευξη, όσο και κατά την καταγραφή του αρχικού αιτήματός του, είχε προβάλει  οικονομικούς λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα του και  δεν είχε αναφερθεί σε άλλους λόγους και φόβους δίωξης και είχε εκφράσει την επιθυμία του να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του αφού εργαστεί δύο χρόνια στη Δημοκρατία. 

 

Η Υπηρεσία Ασύλου λαμβάνοντας υπόψη όλους τους ισχυρισμούς που προώθησε  ο αιτητής σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, απέρριψε το μεταγενέστερο αίτημά του, κρίνοντας το ως απαράδεκτο καθότι τα στοιχεία που υπέβαλε ο αιτητής δεν ήταν τέτοια που να μπορούσαν να θεωρηθούν ικανά για να επανανοιχθεί ο φάκελός του.  Η απόφαση αυτή είναι και το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας.

 

Από τα άρθρα 16Δ και 12Βτετράκις στο εδάφιο 2 παράγραφος (δ), του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000, συνάγεται πως εάν υποβληθεί μεταγενέστερη αίτηση ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και ο Προϊστάμενος διαπιστώσει στα πλαίσια του μεταγενέστερου αυτού αιτήματος πως δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία ή τα στοιχεία που υποβλήθηκαν λόγω υπαιτιότητας του αιτητή δεν υποβλήθηκαν προηγουμένως, τότε η μεταγενέστερη αίτηση κρίνεται απαράδεκτη, όπως συνέβη και στην υπό εξέταση περίπτωση.  Ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή,  νέα στοιχεία ή πορίσματα, τα οποία δεν έλαβε υπόψη του κατά την έκδοση της απόφασης επί της αίτησης.

 

Προκύπτει ακόμα, από τις σχετικές διατάξεις του Νόμου πως η μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται ως ένα νέο αίτημα αλλά ως ένα μεταγενέστερο διάβημα στα πλαίσια της αίτησης που αποφασίστηκε ήδη από το αρμόδιο όργανο.  Ο Προϊστάμενος έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν και να προβεί σε μία συγκριτική εξέταση της προγενέστερης και μεταγενέστερης αίτησης του αιτητή, προκειμένου να διαφανεί εάν από την υποβολή του μεταγενέστερου αιτήματος προβάλλονται στοιχεία ή ισχυρισμοί για πρώτη φορά ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου τα οποία χρήζουν διερεύνησης (βλ. ΔΕΕΧΥ κατά Bundesamtfur Fremdenwesen undAsyl (C-18/20, XY κατά Bundesamt fur Fremdenwesen und Asyl, ημερομηνίας 15/4/2021).

 

Σημειώνεται πως στην παρούσα διαδικασία εξετάζεται μόνο το κατά πόσον η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε ορθά για τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον της και δεν εξετάζονται οποιοιδήποτε άλλοι παράμετροι.  Σε σχέση λοιπόν με την έκταση ελέγχου που ασκεί το Δικαστήριο στα πλαίσια εξέτασης απόφασης επί μεταγενέστερου αιτήματος, συμφωνώ με τα όσα έχει αναφέρει η αδελφή μου δικαστής Κ. Κλεάνθους στην απόφαση της στην υπόθεση υπ' αριθμόν 1317/20, M. D. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας15/09/21, όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

«Με βάση τόσο το γράμμα όσο και την τελεολογία της εν λόγω διάταξης, φρονώ ότι το παρόν Δικαστήριο κατά την εξέταση μεταγενέστερης αίτησης, η οποία απορρίπτεται ως απαράδεκτη δεν έχει εξουσία να εξετάσει περαιτέρω τα νέα στοιχεία και να αποφασίσει επί της ανάγκης χορήγησης διεθνούς προστασίας το ίδιο, καθώς πρόκειται περί περίπτωσης όπου η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνεπάγεται τη μη χορήγηση διεθνούς προστασίας, με την έννοια ότι δεν εξετάστηκε η αίτηση επί της ουσίας της, παρά μόνο το παραδεκτό της. Η τελεολογική αυτή ερμηνεία είναι σύμφωνη και με την ανάγκη μη παράκαμψης ενός σταδίου εξέτασης του καινοφανούς αυτού ισχυρισμού της Αιτήτριας, ήτοι τη διοικητική εξέταση της αιτήσεως και των ισχυρισμών της (Βλ. συναφώς Απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, στην υπόθεση αρ.: C 652/16, Nigyar Rauf Kaza Ahmedbekova, ECLI:EU:C:2018:801, σκέψεις 92 έως 103).

 

36.  Το παρόν Δικαστήριο έχει συνεπώς την εξουσία να προβαίνει σε έλεγχο ακόμα και τροποποίηση της απόφασης επί μεταγενέστερης αίτησης μέχρι το σημείο κρίσης επί του παραδεκτού όχι όμως υποχρέωση εξέτασης της ανάγκης χορήγησης διεθνούς προστασίας, χωρίς να έχει προηγηθεί ολοκληρωμένη κατ' ουσία εξέταση των ισχυρισμών της Αιτήτριας.».

 

Θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω την παράγραφο 55 της απόφασης στην υπόθεση του ΔΕΕ C 563-22, SN, LN κατά Zamestnik-predsedatel na Darzhavnata agentsia za bezhantsite, ημερομηνίας 13/6/2024, σύμφωνα με την οποία αναφέρθηκαν τα πιο κάτω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«55. Πράγματι, η αρμόδια αποφαινόμενη αρχή πρέπει να περιορίζεται να ελέγχει, αφενός, αν υφίστανται, προς στήριξη της ως άνω αιτήσεως, στοιχεία ή πορίσματα που δεν εξετάσθηκαν στο πλαίσιο της απρόσβλητης πλέον αποφάσεως επί της προηγούμενης αιτήσεως και, αφετέρου, αν τα νέα αυτά στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν αφ' εαυτών ουσιωδώς την πιθανότητα υπαγωγής του αιτούντος σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, μόνον κατά το στάδιο εξετάσεως του παραδεκτού της μεταγενέστερης αιτήσεως [πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C 921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 50]. Κατά τα λοιπά, ακόμη και κατά το στάδιο εξετάσεως του παραδεκτού μεταγενέστερης αιτήσεως, τα νέα στοιχεία ή πορίσματα δεν πρέπει να εκτιμώνται κατά τρόπο εντελώς ανεξάρτητο από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται, περιλαμβανομένης και της περιπτώσεως κατά την οποία το εν λόγω πλαίσιο δεν μεταβλήθηκε κατόπιν της απορρίψεως της προηγούμενης αιτήσεως με απόφαση που έχει καταστεί απρόσβλητη.».

 

Δεν διαφαίνεται ότι θα μπορούσε η Υπηρεσία Ασύλου να αποφασίσει κάτι άλλο πέραν από το ότι το μεταγενέστερο αίτημα του αιτητή είναι απαράδεκτο, καθότι ο αιτητής υπέβαλε μεν νέο ισχυρισμό, ο οποίος προβλήθηκε κατά γενικό και αόριστο τρόπο και τον οποίο είχε  κάθε ευκαιρία να προωθήσει και να εξειδικεύσει περαιτέρω σε προηγούμενα στάδια της εξέτασης της αίτησής του και επιπρόσθετα, λόγω δικής του υπαιτιότητας δεν προβλήθηκε προηγουμένως. Ούτως ή άλλως υπέβαλε προσφυγή εναντίον της αρχικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου την οποία αποφάσισε να αποσύρει και να μην θέσει τα ζητήματα αυτά σε εκείνη τη διαδικασία, όπου μάλιστα θα μπορούσαν να εξεταστούν και κατ’ ουσία.

 

Ο αιτητής από δική του υπαιτιότητα δεν παρέθεσε στη διαδικασία που προηγήθηκε τους λόγους που θεωρεί ότι θα τεθεί σε κίνδυνο η ζωή του σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του. Ούτε στη μεταγενέστερη αίτηση πρόβαλε στοιχεία που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στο επανάνοιγμα του φακέλου του.  Τα όσα ανέφερε δεν θα μπορούσαν να διαφοροποιήσουν την απόφαση η οποία λήφθηκε στη βάση των στοιχείων που περιλαμβάνονται στο διοικητικό φάκελο, που είναι και τα μόνα που εξετάζονται, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο αιτητής πρόβαλε γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς τους οποίους δεν συγκεκριμενοποίησε και είναι ξεκάθαρο πως λόγω δικής του υπαιτιότητας δεν πρόβαλε προηγουμένως.

 

Επιπρόσθετα, λαμβάνεται υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του  δυνάμει του άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000) με την ΚΔΠ 145/2025, καθόρισε τη χώρα καταγωγής του αιτητή ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιήθηκε βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική  μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (Βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Τουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή και/ή δέουσα έρευνα.

 

Οι καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε ο αιτητής, το αρμόδιο όργανο διεξήγαγε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, εκδίδοντας με τον τρόπο αυτό πλήρως αιτιολογημένη απόφαση και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας.  Ως εκ τούτου, ο σχετικός προβαλλόμενος νομικός ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του, εφόσον το αρμόδιο όργανο διενήργησε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και αποφάσισε εντός της προβλεπόμενης από το νόμο διαδικασίας.

   

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και επιμέλεια σε όλα τα στάδια και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση.  Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού σχετικά με τη μεταγενέστερη αίτηση που υπέβαλε ο αιτητής  και στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψής της ως απαράδεκτης, αποκαλύπτουν ότι η απόφασή της ήταν απόλυτα ορθή και σύμφωνη με τη νομοθεσία.

 

Ως εκ τούτου, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του αιτητή.

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο