
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ. Τ168/2025
17 Ιουλίου, 2025
[X.ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με τα άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
D.M.M.
Αιτήτριας
-και-
Κυπριακή Δημοκρατία μέσω
της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
...........................
Η αιτήτρια εμφανίζεται προσωπικά ενώπιον του Δικαστηρίου.
Καμία εμφάνιση για τους καθ' ων η αίτηση.
[Παρούσα η κυρία Μέλπω Σταύρου για πιστή μετάφραση από γαλλικά σε ελληνικά και αντίστροφα]
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η αιτήτρια προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 12/3/2025, με την οποία απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτησή της ως απαράδεκτη.
Τα γεγονότα της υπό εξέταση υπόθεσης προκύπτουν από το Υπόμνημα το οποίο συνοδεύεται από τον διοικητικό φάκελο που αφορά την αιτήτρια και καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο από την Υπηρεσία Ασύλου, σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019. Από τη μελέτη του διοικητικού φακέλου προκύπτει πως η αιτήτρια είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό και συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 26/07/2022, αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Δημοκρατία περιοχές στις 15/07/2022. Αυθημερόν, η αιτήτρια παρέλαβε την Βεβαίωση Υποβολής Αιτήματος Διεθνούς Προστασίας («Confirmation of Submission of an Application for International Protection»).
Στις 31/01/2024, πραγματοποιήθηκε η συνέντευξη της αιτήτριας από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου ενόσω εκείνη βρισκόταν υπό κράτηση στις Κεντρικές Φυλακές της Δημοκρατίας. Στις 06/02/2024, λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε έκθεση - εισήγηση σχετικά με τη συνέντευξη της αιτήτριας. Αυθημερόν, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου υιοθέτησε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας της αιτήτριας. Στις 22/02/2024, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απόφαση για απόρριψη του αιτήματός της, η οποία παραλήφθηκε από την αιτήτρια αυθημερόν.
Στη συνέχεια, η αιτήτρια καταχώρισε προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας μέσω του συνηγόρου της, η οποία απορρίφθηκε με απόφαση Δικαστηρίου στις 11/07/2024.
Στις 11/12/2024, η αιτήτρια υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία με σκοπό το επανάνοιγμα του φακέλου της, σχετικά με το αίτημα της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Στις 10/03/2025, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε έκθεση - εισήγηση σχετικά με το αίτημα της αιτήτριας. Στις 12/03/2025, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αφού εξέτασε την έκθεση-εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού σχετικά με τη μεταγενέστερη αίτηση που υπέβαλε η αιτήτρια, αποφάσισε την απόρριψη της αίτησής της, ως απαράδεκτης και την επιστροφή της αιτήτριας στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή την οποία συμπεριέλαβε την απόφασή της σχετικά με το μεταγενέστερο αίτημα, η οποία παραλήφθηκε ιδιοχείρως από την αιτήτρια. Στη συνέχεια, η αιτήτρια αμφισβήτησε την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου καταχωρώντας την υπό εξέταση προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας.
Στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, κατά τη δικάσιμο που η υπόθεση ήταν ορισμένη για διευκρινίσεις και παρουσίαση φακέλου, η αιτήτρια δήλωσε ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της γιατί θα τεθεί σε κίνδυνο η ζωή της από τους δύο της θείους και την οικογένειά της. Η αιτήτρια πρόσθεσε πως κατά τη διεξαγωγής της πρώτης της συνέντευξης βρισκόταν στα κρατητήρια και διευκρίνισε ότι ο δικηγόρος που την εκπροσωπούσε δεν έδωσε σημασία στην υπόθεσή της. Όπως ανέφερε, επιθυμεί να επανανοίξει ο φάκελός της.
Στην υπό εξέταση υπόθεση σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 (ε) των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, δεν απαιτείται η παρουσία των καθ' ων η αίτηση στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία. Είναι χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε η αιτήτρια σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός της, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, στην αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας που υπέβαλε στην Υπηρεσία Ασύλου, η αιτήτρια δήλωσε πως εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της διότι οι συγγενείς του πατέρα της προσπάθησαν να την εξαναγκάσουν να αντικαταστήσει την αδελφή της στον γάμο της, αφότου εκείνη απεβίωσε. Η αιτήτρια ανέφερε πως δεν επιθυμούσε να κάνει κάτι τέτοιο και με την συνδρομή της μητέρας και αδελφής της διέφυγε καθώς δεχόταν πολλές απειλές (ερυθρό 1, του διοικητικού φακέλου).
Κατά τη διάρκεια της προφορικής της συνέντευξης και ως προς τα προσωπικά της στοιχεία, η αιτήτρια επιβεβαίωσε πως τόπος γέννησης της είναι η κοινότητα Kalamu στην πόλη Kinshasa ενώ δήλωσε πως είχε διαμείνει και στην κοινότητα Bandalungwa της πόλης Kinshasa με την αδελφή της (ερυθρό 23, 1X, 2X, 22, 21 του διοικητικού φακέλου). Περαιτέρω, αναφορικά με το μορφωτικό της επίπεδο, η αιτήτρια δήλωσε πως ολοκλήρωσε την δευτεροβάθμια εκπαίδευση το έτος 2018 και ανέφερε, πως δεν έχει παρακολουθήσει πανεπιστημιακές σπουδές (ερυθρό 22, 6Χ, 21 του διοικητικού φακέλου). Όπως ανέφερε, πραγματοποίησε για τρεις μήνες μία πρακτική άσκηση στην ζαχαροπλαστική σε ένα εστιατόριο και δραστηριοποιήθηκε στον τομέα της εστίασης μεταξύ Σεπτεμβρίου και Δεκεμβρίου του 2019 (ερυθρό 21, 2Χ, 3Χ, 5Χ του διοικητικού φακέλου).
Η αιτήτρια ανέφερε πως έχει πέντε αδέλφια, ένα νεότερο αδελφό και τα υπόλοιπα αδέλφια της είναι κορίτσια. Πρόσθετα, ανέφερε πως ο πατέρας της έχει αποβιώσει ενώ η μητέρα της είναι εν ζωή (ερυθρό 22, 1X του διοικητικού φακέλου), διαμένει στην κοινότητα Kalamu (ερυθρό 22 του διοικητικού φακέλου) και δήλωσε πως δεν διατηρεί οποιαδήποτε επικοινωνία μαζί της από τότε που εγκατέλειψε τη χώρα της (ερυθρό 22, 3Χ του διοικητικού φακέλου). Επιπλέον, ανέφερε πως ο θείος, η θεία, και τα ξαδέλφια της διαμένουν στη χώρα καταγωγής της, αλλά δεν γνωρίζει τον τόπο διαμονής τους καθώς δεν λαμβάνει νέα τους (ερυθρό 22, 5Χ του διοικητικού φακέλου).
Αναφορικά με τους λόγους που την ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής της, η αιτήτρια κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησης ισχυρίστηκε πως δύο θείοι της, της ανέφεραν πως σύμφωνα με τις παραδόσεις της φυλής τους ότι έπρεπε να νυμφευθεί τον σύζυγο της αδελφής της καθώς εκείνη απεβίωσε. Η αδελφή της είχε δύο τέκνα και η αιτήτρια αρνήθηκε να την αντικαταστήσει καθώς επιθυμούσε να διασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον για την ίδια. Η μητέρα της ήταν ενάντια σε αυτή την πρόταση, δεν μπορούσε ωστόσο να λάβει μέτρα καθώς σύμφωνα με τους θείους της, μία γυναίκα δεν δύναται να λάβει αποφάσεις επί αυτών των ζητημάτων. Οι θείοι της αιτήτριας άρχισαν να την απειλούν καθώς ο σύζυγος της αποβιώσασας αδελφής της, μετά τον θάνατο της, απαίτησε την προίκα που είχε καταβάλει. Οι θείοι της αιτήτριας την απείλησαν με θάνατο σε περίπτωση που δεν δεχτεί να αντικαταστήσει την αδελφή της στο γάμο.
Η αιτήτρια ένιωθε ανασφάλεια καθώς οι θείοι της προσέγγιζαν συχνά την οικία της και την απειλούσαν να τελέσει γάμο με τον σύζυγο της αδελφής της. Ξεκίνησε να εγκαταλείπει την οικία της τις Κυριακές που συνήθως οι θείοι της πήγαιναν στο σπίτι της μέχρι που το αντιλήφθηκαν και άρχισαν να πηγαίνουν εκεί και τις υπόλοιπες ημέρες. Στα τέλη του Απριλίου, η αδελφή της αιτήτριας της πρότεινε να την φιλοξενήσει καθώς οι απειλές ήταν αρκετές και πέραν από λεκτικές μετετράπηκαν σε σωματικές απειλές. Όπως ισχυρίστηκε, κατά τη διάρκεια της παραμονής της με την αδελφή της, αισθανόταν ανασφάλεια καθώς οι θείοι της, χωρίς να γνωρίζουν την ακριβή της τοποθεσία, γνώριζαν πως διέμενε μαζί της και ως εκ τούτου, η αδελφή της προέβη στις απαραίτητες διευθετήσεις για να διαφύγει η αιτήτρια από την χώρα καταγωγής της (ερυθρό 16, 1Χ του διοικητικού φακέλου).
Κατά το στάδιο των διευκρινιστικών ερωτήσεων δόθηκε η ευκαιρία στην αιτήτρια μέσω πρόσθετων ερωτήσεων να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία της και να αποσαφηνίσει τα κρίσιμα γεγονότα της αφήγησής της. Όταν της ζητήθηκε να αναφέρει τον λόγο που της ζητήθηκε να αντικαταστήσει την αδελφή της, η αιτήτρια απάντησε πως μετά τον θάνατο της, ο σύζυγος της απαίτησε την προίκα και καθώς οι θείοι της δεν επιθυμούσαν να την καταβάλουν, την πίεζαν να την αντικαταστήσει. Όπως διευκρίνισε, οι παραδόσεις της εθνοτικής τους ομάδας καθορίζουν πως εάν αποβιώσει μία αδελφή πριν συμπληρωθούν 10 χρόνια γάμου, μία άλλη αδελφή πρέπει να την αντικαταστήσει (ερυθρό 19, 2Χ του διοικητικού φακέλου). Η αιτήτρια ανέφερε πως οι εξαναγκαστικοί γάμοι είναι σύνηθες φαινόμενο στην εθνοτική της ομάδα και πως η μητέρα της βρισκόταν σε έναν τέτοιο γάμο (ερυθρό 19, 3Χ του διοικητικού φακέλου). Περαιτέρω, η αιτήτρια δήλωσε πως δεν γνωρίζει τι θα συμβεί σε περίπτωσης που δεν υπάρχει κάποια γυναίκα να αντικαταστήσει την αποβιώσασα όπως επιτάσσει το έθιμο (ερυθρό 19 του διοικητικού φακέλου).
Η αιτήτρια ανέφερε πως προσέγγισε τις αρχές για να καταγγείλει το περιστατικό και δήλωσε πως οι αρχές κατέγραψαν την καταγγελία της, δήλωσαν πως δεν μπορούσαν να την βοηθήσουν και της συνέστησαν να παραμείνει ψύχραιμη (ερυθρό 16 του διοικητικού φακέλου). Αναφορικά με τη δυνατότητα εσωτερικής μετεγκατάστασης της σε άλλο σημείο της χώρας καταγωγής της, η αιτήτρια υποστήριξε πως δεν θα ήταν δυνατό να μετοικήσει στον τόπο διαμονής των συγγενών της από την πλευρά της μητέρας της καθώς δεν βρίσκονται σε επικοινωνία με τους θείους της (ερυθρό 16 του διοικητικού φακέλου). Επιπρόσθετα, η αιτήτρια ανέφερε πως δεν εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της νωρίτερα λόγω της μητέρας της την οποία είχε υπό την φροντίδα της και η οποία αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας (ερυθρό 16, 3Χ του διοικητικού φακέλου). Όταν ρωτήθηκε, αν συντρέχουν άλλοι λόγοι για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, η αιτήτρια απάντησε πως πέραν του λόγου που είχε ήδη προβάλει, επιθυμούσε να εγκαταλείψει τη χώρα της για εκπαιδευτικούς λόγους, αλλά δεν είχε όπως ανέφερε, την οικονομική δυνατότητα (ερυθρό 20, 19 του διοικητικού φακέλου). Σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, η αιτήτρια δήλωσε πως θα τεθεί σε κίνδυνο η ζωή της (ερυθρό 15 του διοικητικού φακέλου).
Ο αρμόδιος λειτουργός αξιολογώντας τους ισχυρισμούς που παρέθεσε στην αφήγησή της η αιτήτρια, διέκρινε στην έκθεση - εισήγησή του δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, οι οποίοι προκύπτουν από τις δηλώσεις της αιτήτριας ως κατωτέρω: (1) Η ταυτότητα, η χώρα καταγωγής και τα προσωπικά στοιχεία/προφίλ της αιτήτριας και (2) Ο ισχυριζόμενος φόβος της αιτήτριας λόγω εξαναγκαστικού γάμου. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε αποδεκτούς τους ισχυρισμούς της αιτήτριας ως προς τα προσωπικά της στοιχεία καθώς οι δηλώσεις της διασταυρώθηκαν τόσο από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης όσο και από το διαβατήριο που προσκόμισε η αιτήτρια και έχει εκδοθεί από τις αρχές της χώρας καταγωγής της.
Αναφορικά με τον δεύτερο ισχυρισμό, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε πως η αιτήτρια παρέθεσε ανεπαρκείς πληροφορίες και οι δηλώσεις της ήταν μη συνεκτικές, ασυνεπείς και αντιφατικές. Όπως υπογράμμισε ο αρμόδιος λειτουργός, σημειώθηκε έλλειψη ευλογοφάνειας στις δηλώσεις της αιτήτριας αναφορικά με τον τρόπο διαφυγής της από την οικογενειακή εστία και οι πληροφορίες που παρέθεσε δεν ήταν επαρκείς, συνεπείς και λεπτομερείς. Ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε πως οι δηλώσεις της αιτήτριας σχετικά με τον χρόνο που εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της, τον λόγο που διέφυγε, τον τρόπο κατά τον οποίο ο θείοι της είχαν πληροφορηθεί πως διέμενε στην αδελφή της και τον τρόπο που εγκατέλειψε την οικία της αδελφής της, ώστε να μεταβεί στο διεθνές αεροδρόμιο, ήταν ανεπαρκείς και ασυνεπείς.
Περαιτέρω, οι δηλώσεις της αιτήτριας σχετικά με τον λόγο που δεν είχε εγκαταλείψει την οικογενειακή στέγη ενόσω δεχόταν απειλές, κρίθηκαν γενικές και αόριστες. Ο αρμόδιος λειτουργός αξιολόγησε ως μη ευλογοφανείς και μη συνεκτικές τις απαντήσεις της αιτήτριας αναφορικά με την αλλαγή του αριθμού τηλεφώνου της και τον τρόπο κατά τον οποίο οι θείοι της τον γνώριζαν. Ενόψει λοιπόν των γενικών και αόριστων αναφορών της αιτήτριας κρίθηκε πως η εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων της δεν τεκμηριώθηκε.
Όσον αφορά στην εξωτερική αξιοπιστία, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεδομένης της προσωπικής φύσης των ισχυρισμών της αιτήτριας, ήταν αδύνατο να διασταυρωθούν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής της. Ως εκ τούτου, δεν αποδέχτηκε τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό της αιτήτριας.
Υπό το φως των αποδεκτών ισχυρισμών της αιτήτριας και αξιολογώντας ως τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής την κοινότητα Bandalungwa της πόλης Kinshasa στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, ο αρμόδιος λειτουργός συνήγαγε κατά την αξιολόγηση κινδύνου, αφού παρέθεσε πληροφορίες αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση στην Kinshasa, ότι η αιτήτρια σε περίπτωση επιστροφής της δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να κινδυνεύσει με σοβαρή βλάβη.
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο λειτουργός κατέληξε ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής της αιτήτριας σε ένα από τους λόγους που προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου, κατέληξε πως δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς. Αναφορικά με το άρθρο 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου, του Ν. 6 (Ι)/2000, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε πως δεν υφίστανται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής της, η αιτήτρια θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό την έννοια των παραγράφων (α) και (β). Αξιολογώντας τις προϋποθέσεις της παραγράφου (γ) του ίδιου άρθρου, ο αρμόδιος λειτουργός, παρέπεμψε σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σε σχέση με την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στην πόλη Kinshasa στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, εκ της οποίας προέκυψε ότι δεν υφίστανται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής της, η αιτήτρια θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη. Ως εκ τούτου, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι η αιτήτρια δεν δύναται να υπαχθεί ούτε σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας και συνεπώς το αίτημα της απορρίφθηκε στο σύνολό του.
Τέλος, ο αρμόδιος λειτουργός προσέθεσε ότι η πιθανή επιστροφή της αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της, λαμβάνοντας υπόψη την απουσία οποιασδήποτε απειλής να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά την επιστροφή της στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, δεν αντίκειται στην αρχή της μη επαναπροώθησης και το Άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
Στις 11/12/2024, η αιτήτρια υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία. Κατά την καταχώριση, η αιτήτρια δήλωσε πως ήλθε στην Δημοκρατία αιτούμενη διεθνούς προστασίας καθώς δύο θείοι της την απείλησαν με θάνατο όταν εκείνη αρνήθηκε να εξαναγκαστεί σε γάμο στον οποίο βρισκόταν η αποβιώσασα αδελφή της. Όπως ισχυρίστηκε διέφυγε προκειμένου να διασφαλίσει την προστασία της. Καταληκτικά, η αιτήτρια δήλωσε πως δεν είχε προστασία και πως η μόνη λύση ήταν να έρθει στην Δημοκρατία και να ζήσει μακριά από όλους (ερυθρό 85 – σε μετάφραση – του διοικητικού φακέλου).
Προχωρώντας στη προκαταρκτική εξέταση επί του παραδεκτού της αίτησης, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε πως τα στοιχεία που πρόβαλε η αιτήτρια δεν αποτελούν νέα στοιχεία. Συγκεκριμένα, η αιτήτρια τόσο κατά τη καταγραφή του αρχικού αιτήματος για παροχή διεθνούς προστασίας όσο και κατά την πρωτοβάθμια συνέντευξη δήλωσε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της διότι οι θείοι της επιθυμούσαν να αντικαταστήσει την εκλιπούσα αδελφή της στο γάμο και ως εκ τούτου, απειλήθηκε η ζωή της. (ερυθρό 92, του διοικητικού φακέλου). Ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου έκρινε πως η μεταγενέστερη αίτηση είναι απαράδεκτη και αποφάσισε πως υπεβλήθη προκειμένου να καθυστερήσει ή να παρεμποδίσει την επιστροφή της. Η απόφαση αυτή είναι και το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας.
Από τα άρθρα 16Δ και 12Βτετράκις στο εδάφιο 2 παράγραφος (δ), του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000, συνάγεται πως εάν υποβληθεί μεταγενέστερη αίτηση ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και ο Προϊστάμενος διαπιστώσει στα πλαίσια του μεταγενέστερου αυτού αιτήματος πως δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία, τότε η μεταγενέστερη αίτηση κρίνεται απαράδεκτη, όπως συνέβη και στην υπό εξέταση περίπτωση. Ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσον προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από την αιτήτρια, νέα στοιχεία ή πορίσματα, τα οποία δεν έλαβε υπόψη του κατά την έκδοση της απόφασης επί της αίτησης.
Προκύπτει, ακόμα, από τις σχετικές διατάξεις του Νόμου πως η μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται ως ένα νέο αίτημα αλλά ως ένα μεταγενέστερο διάβημα στα πλαίσια της αίτησης που αποφασίστηκε ήδη από το αρμόδιο όργανο. Ο Προϊστάμενος έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν και να προβεί σε μία συγκριτική εξέταση της προγενέστερης και μεταγενέστερης αίτησης της αιτήτριας, προκειμένου να διαφανεί εάν από την υποβολή του μεταγενέστερου αιτήματος προβάλλονται στοιχεία ή ισχυρισμοί για πρώτη φορά ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου τα οποία χρήζουν διερεύνησης (βλ. ΔΕΕ, ΧΥ κατά Bundesamtfur Fremdenwesen undAsyl (C-18/20, XY κατά Bundesamt fur Fremdenwesen und Asyl, ημερομηνίας 15/4/2021).
Θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω την παράγραφο 55 της απόφασης στην υπόθεση του ΔΕΕ C 563-22, SN, LN κατά Zamestnik-predsedatel na Darzhavnata agentsia za bezhantsite, ημερομηνίας 13/6/2024, σύμφωνα με την οποία αναφέρθηκαν τα πιο κάτω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
"55. Πράγματι, η αρμόδια αποφαινόμενη αρχή πρέπει να περιορίζεται να ελέγχει, αφενός, αν υφίστανται, προς στήριξη της ως άνω αιτήσεως, στοιχεία ή πορίσματα που δεν εξετάσθηκαν στο πλαίσιο της απρόσβλητης πλέον αποφάσεως επί της προηγούμενης αιτήσεως και, αφετέρου, αν τα νέα αυτά στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν αφ' εαυτών ουσιωδώς την πιθανότητα υπαγωγής του αιτούντος σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, μόνον κατά το στάδιο εξετάσεως του παραδεκτού της μεταγενέστερης αιτήσεως [πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C‑921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 50]. Κατά τα λοιπά, ακόμη και κατά το στάδιο εξετάσεως του παραδεκτού μεταγενέστερης αιτήσεως, τα νέα στοιχεία ή πορίσματα δεν πρέπει να εκτιμώνται κατά τρόπο εντελώς ανεξάρτητο από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται, περιλαμβανομένης και της περιπτώσεως κατά την οποία το εν λόγω πλαίσιο δεν μεταβλήθηκε κατόπιν της απορρίψεως της προηγούμενης αιτήσεως με απόφαση που έχει καταστεί απρόσβλητη."
Δεν διαφαίνεται ότι θα μπορούσε η Υπηρεσία Ασύλου να αποφασίσει κάτι άλλο πέραν από το ότι το μεταγενέστερο αίτημα της αιτήτριας είναι απαράδεκτο, καθότι η αιτήτρια δεν υπέβαλε οποιοδήποτε νέο στοιχείο, αλλά αντιθέτως υπέβαλε εκ νέου τους ίδιους ισχυρισμούς, τους οποίους είχε κάθε ευκαιρία να προωθήσει και να εξειδικεύσει σε προηγούμενα στάδια της εξέτασης της αίτησής της. Κατόπιν προσεκτικής αξιολόγησης του συνόλου των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και λαμβάνοντας υπόψη τους ισχυρισμούς της αιτήτριας η οποία δεν υπέβαλε νέα στοιχεία ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου τα οποία να αυξάνουν τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας, κρίνω ότι το αίτημα της αιτήτριας εξετάστηκε με επάρκεια από το αρμόδιο όργανο.
Η αιτήτρια εξάντλησε όλες τις δυνατότητες που είχε στη Δημοκρατία για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας χωρίς να παρουσιάζει οποιοδήποτε βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής της. Σημειώνεται άλλωστε ότι η αναφορά της αιτήτριας ότι η ζωή της βρίσκεται σε κίνδυνο, προβάλλεται κατά γενικό και αόριστο τρόπο. Ως νομολογιακά έχει κριθεί, γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί, καθώς και ισχυρισμοί για κίνδυνο ζωής χωρίς στοιχειοθετημένες και τεκμηριωμένες αναφορές, δεν θεμελιώνουν βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης (βλ. απόφαση στην υπόθεση υπ' αριθμόν 121/20 A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020).
Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (Βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Τουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή και/ή δέουσα έρευνα.
Οι καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε η αιτήτρια, το αρμόδιο όργανο διεξήγαγε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, εκδίδοντας με τον τρόπο αυτό πλήρως αιτιολογημένη απόφαση και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας. Ως εκ τούτου, το αρμόδιο όργανο διενήργησε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και αποφάσισε εντός της προβλεπόμενης από το νόμο διαδικασίας.
Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα της αιτήτριας εξετάστηκε με επάρκεια και επιμέλεια σε όλα τα στάδια και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού σχετικά με τη μεταγενέστερη αίτηση που υπέβαλε η αιτήτρια και στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψής της ως απαράδεκτης, αποκαλύπτουν ότι η απόφασή της ήταν απόλυτα ορθή και σύμφωνη με τη νομοθεσία.
Ως εκ τούτου, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €600 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον της αιτήτριας.
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο