
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ. T27/25
9 Ιουλίου 2025
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
1. J. Ο. Ε.
2. S. M. A. O.
Αιτητές
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
Αιτητές εμφανίζονται αυτοπροσώπως
Κος Ρ. Ευαγγέλου - μεταφραστής για πιστή μετάφραση από Γαλλικά σε Αγγλικά και αντίστροφα
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή οι αιτητές, αιτούνται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.23/01/25, η οποία δόθηκε δια χειρός στην αιτήτρια 1 την ίδια μέρα και δια της οποίας απορρίφθηκε η επίδικη μεταγενέστερη αίτησή διεθνούς προστασίας.
Ως εκτίθεται στο Υπόμνημα που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας, η αιτήτρια 1 (στο εξής η αιτήτρια) κατάγεται από τη Νιγηρία, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές μέσω κατεχομένων στις 28/11/20 και υπέβαλε 1η αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας στις 04/01/21 (ερ.1-3, 48). Ο υιός της αιτήτριας (αιτητής 2) γεννήθηκε στις 12/04/22, στη Δημοκρατία.
Στις 02/05/23 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη με την αιτήτρια από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός του για διεθνή προστασία όπου δόθηκε η ευκαιρία στην αιτήτρια, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα της (ερ.38-48). Μετά το πέρας της συνέντευξης, ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση-Εισήγηση, στις 31/05/23, απορρίφθηκε η αίτηση για διεθνή προστασία (ερ.59-67).
Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης της αιτήτριας για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία της επιδόθηκε διά χειρός στις 16/06/23 (ερ.68).
Κατά της ως άνω απόφασης η αιτήτρια καταχώρησε στο Δικαστήριο την προσφυγή αρ.2125/23, η οποία αποσύρθηκε και απορρίφθηκε στις 03/12/24 (ερ.80-102).
Στις 23/01/25 η αιτήτρια υπέβαλε την επίδικη μεταγενέστερη αίτηση, που απορρίφθηκε αυθημερόν ως απαράδεκτη στη βάση του αρ.16 (Δ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000-2019 (ερ.113-116, 121-125) Ακολούθως ετοιμάστηκε επιστολή ενημέρωσης της αιτήτριας για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία της δόθηκε δια χειρός την ίδια μέρα (ερ.126).
Η αίτηση αποτελείται από χειρόγραφα συμπληρωμένο Έντυπο αρ. 1 επί του οποίου δεν καταγράφονται νομικοί λόγοι και χωρίς έκθεση γεγονότων. Το μόνο που αναφέρεται είναι ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στην χώρα της γιατί η ζωή της απειλείται από την οικογένεια της, καθώς αρνείται να ακολουθήσει την αίρεση τους.
Στα πλαίσια μεταγενέστερης αίτησης αυτό που ερευνάται είναι, πρώτα, το κατά πόσο «[…] υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του […]» [αρ.16Δ (3) (α) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000]) και, εφόσον διαπιστωθεί τούτο, εξετάζεται το αν «[τ]α εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης […] διεθνούς προστασίας» και «ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία» [αρ.16Δ (3) (β) (i) και (ii)].
Στην απόφαση του ΔΕΕ στην C-921/19, LH, ημ.10/06/21 λέχθηκαν τα εξής:
«34 Επομένως, το άρθρο 40, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32 προβλέπει την εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων.
35 Το πρώτο αυτό στάδιο πραγματοποιείται επίσης σε δύο στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού που θέτουν οι ίδιες αυτές διατάξεις.
36 Επομένως, πρώτον, το άρθρο 40, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 ορίζει ότι, προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετικά με το παραδεκτό αίτησης για διεθνή προστασία δυνάμει του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής, η μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία υποβάλλεται κατ' αρχάς σε προκαταρκτική εξέταση, προκειμένου να καθοριστεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95.
37 Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 40, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την πρώτη αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα να πληροί ο αιτών τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να του αναγνωρισθεί το καθεστώς αυτό.
38 Κατά συνέπεια, οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, σύμφωνα με το άρθρο 40, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται.»
Συνεπώς, ο σκοπός της προκαταρτικής έρευνας η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της απορριφθείσας μεταγενέστερης αίτησης και όχι η επί της ουσίας έρευνα των νεών ισχυρισμών, ως να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου.
Στην 1η αιτήση ασύλου που υπέβαλε η αιτήτρια καταγράφει ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής διότι άτομα από το από το γειτονικό χωριό Obayantor, τα οποία είναι άτομα αίρεσης / μυστικής κοινότητας (cultists), ως είναι και ορισμένα άτομα από το δικό της χωριό, είχαν μεταξύ τους εδαφική διαφορά, και έτσι οι χωρικοί από το γειτονικό χωριό εισέβαλλαν στη κοινότητα της αιτήτριας, έκαψαν την οικία της και σκότωσαν τον μικρότερο αδελφό της και τη γιαγιά της. Η ίδια, με τη βοήθεια φίλου του πατέρα της διέφυγε για να μην την σκοτώσουν.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης από την Υπηρεσία Ασύλου που ακολούθησε η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι κατάγεται και ζούσε στην πόλη Benin, στην πολιτεία Edo, ο αδελφός της απεβίωσε το 2020, η μητέρα της το 2012 και ο πατέρας της όταν η ίδια ήταν 6 ετών. Έχει θείους από την πατρική πλευρά στη Νιγηρία αλλά δεν διατηρεί επαφή μαζί τους. Η ίδια εργαζόταν ως μάγειρας από το 2009.
Ως προς τους λόγους που εγκατάλειψε τη χώρα καταγωγής της η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι η κοινότητα της Okha και η γειτονική κοινότητα Ubiaza είχαν εδαφική διαφορά και στις 06/10/20 επιτέθηκαν. Τότε η ίδια βρισκόταν στην εργασία της και την επόμενη μέρα που επέστρεψε βρήκε τον αδελφό και τη γιαγιά της σκοτωμένους. Ζήτησε την βοήθεια ενός φίλου του πατέρα της, ο οποίος της υποσχέθηκε ότι θα υποβάλει καταγγελία στην αστυνομία. Η εδαφική διαφορά, ως ισχυρίστηκε η αιτήτρια, ξεκίνησε όταν τους πρόγονοι τους, οι οποίοι πώλησαν την γη σε κάποιους και προσπάθησαν να τη διεκδικήσουν, αλλά τα άτομα από το χωριό της αρνήθηκαν και άρχισαν οι διαμάχες με τους Ubiaza. Δήλωσε ότι κάποιοι από το χωριό της είναι άτομα αίρεσης. Αναφορικά με τον θάνατο της γιαγιάς της ισχυρίστηκε ότι δεν υπήρχε πρόθεση να την σκοτώσουν και για τον αδελφό της είχε ακούσει φήμες ότι ανήκει στην αίρεση αλλά της το αρνήθηκε και ήταν μόνο μέλος της νεολαίας της κοινότητας. Η αιτήτρια θεωρεί ότι ο θάνατος του αδελφού της ήταν εκ προθέσεως διότι τον σκότωσαν με machete και όχι με όπλα, όπως σκότωσαν τα άλλα άτομα.
Μετά το περιστατικό επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον φίλο του πατέρα της, ο οποίος την μετέφερε σε ξενοδοχείο και ήρθε και η θεία της με την οποία πήγαν στην αστυνομία για να προχωρήσουν σε καταγγελία. Ο φίλος του πατέρα της, της υποσχέθηκε ότι θα αναλάμβανε ο ίδιος την καταγγελία και η έφυγε με τη θεία της στο Lagos, όπου παρέμεινε μέχρι να αναχωρήσει από τη χώρα. Η αιτήτρια δήλωσε ότι ουδέποτε είχε εμπλοκή στη διαμάχη, δεν της συνέβη οτιδήποτε διότι ήταν μάχη των ανδρών. Η αιτήτρια δήλωσε ότι σε περίπτωση επιστροφής της φοβάται ότι θα την σκοτώσουν τα άτομα που σκότωσαν τον αδελφό της, χωρίς ωστόσο να γνωρίζει ποια είναι τα συγκεκριμένα άτομα και τα οποία μπορεί να υποθέσουν ότι επέστρεψε για να πάρει εκδίκηση. Η καταγγελία στην αστυνομία δεν γνωρίζει αν προχώρησε, αφού ο φίλος του πατέρα της απεβίωσε. Ερωτηθείσα τι θα συμβεί στον ανήλικο υιό της σε περίπτωση επιστροφής στη Νιγηρία, δήλωσε ότι θέλει ένα καλύτερο μέλλον, δεν θα μπορεί να του παρέχει μια καλή ζωή και εκπαίδευση, καθώς η ζωή στη Νιγηρία είναι δύσκολη.
Οι καθ' ων η αίτηση εξέτασαν έκαστο των ισχυρισμών της και, αφού αποδέχτηκαν τον 1ο ισχυρισμό αναφορικά με το προφίλ της αιτήτριας απέρριψαν ως στερούμενο εσωτερικής συνοχής και συνέπειας τον ισχυρισμό της αιτήτριας που αφορά το ότι έφυγε από τη χώρα καταγωγής λόγω εδαφικής διαμάχης της κοινότητας της με γειτονική κοινότητα. Επί του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού της αιτήτριας κρίθηκε ότι το αφήγημα της ήταν ασαφές, χωρίς λεπτομέρειες και βιωματικά στοιχεία, καθώς η αιτήτρια δεν μπορούσε να παρέχει αρκετές λεπτομέρειες για την κατ’ ισχυρισμό επίθεση, πως σκοτώθηκε ο αδελφός και η γιαγιά της αλλά και το τι ακολούθησε αυτών των συμβάντων. Στα πλαίσια εξέτασης της εξωτερικής συνοχής του εν λόγω ισχυρισμού εντοπίστηκαν πληροφορίες (ΠΧΚ) εκ των οποίων επιβεβαιώνεται ότι οι εδαφικές διαμάχες μεταξύ γειτνιαζόντων κοινοτήτων, με συχνά αιματηρή κατάληξη, είναι φαινόμενο που απαντάται στη Νιγηρία. Εντούτοις, δεδομένης της ελλείψεως εσωτερικής συνοχής, ο 2ος ουσιώδης ισχυρισμός απορρίφθηκε.
Ενόψει των ως άνω, λαμβανομένου υπόψη του προφίλ της αιτήτριας, ήτοι ότι είναι γυναίκα υγιής με παιδί, χωρίς άλλα στοιχεία ευαλωτότητας, με εργασιακή εμπειρία και ικανοποιητικό μορφωτικό επίπεδο, συνυπολογιζόμενης της καλής κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής της (Benin), δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη κατά την επιστροφή της.
Για τους πιο πάνω λόγους η 1η αίτηση διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε και εκδόθηκε κατά των αιτητών απόφαση επιστροφής στη Νιγηρία.
Ως και πιο πάνω αναφέρω, η αιτήτρια απέσυρε την προσφυγή που είχε καταχωρήσει στο Δικαστήριο κατά της ως άνω απόφασης των καθ’ ων η αίτηση.
Στα πλαίσια της επίδικης μεταγενέστερης αίτησης της που οδήγησε στην προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση η αιτήτρια καταγράφει ότι η οικογένεια της υπηρετεί μια θεότητα, μοιράζονται ανθρώπινο αίμα και αίμα ζώων και της είπαν ότι είναι η σειρά της να υπηρετήσει τη θεότητα. Η ίδια αρνήθηκε και την απείλησαν ότι θα την σκοτώσουν, όπως σκότωσαν την μητέρα της, η οποία αρνήθηκε να υπηρετήσει τη θεότητα. Η ζωή της βρίσκεται σε κίνδυνο και δεν επιθυμεί να επιστρέψει γιατί θα την σκοτώσουν και η ζωή του γιού της επίσης θα κινδυνεύσει.
Συνεπεία των ανωτέρω η επίδικη μεταγενέστερη αίτηση απορρίφθηκε, ως καταγράφουν οι καθ’ ων η αίτηση στην επίδικη έκθεση που ετοίμασαν (ερ.121-122), για τον λόγο ότι τα όσα αναφέρει αποτελούν νέα στοιχεία, τα οποία δεν συνδέονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με τα όσα είχε αναφέρει στα πλαίσια της 1ης αιτήσεως διεθνούς προστασίας και τα οποία είναι εξ υπαιτιότητας της ιδίας που δεν είχαν αναφερθεί προηγουμένως. Σημειώθηκε δε ότι τα έγγραφα που προσκόμισε στα πλαίσια της μεταγενέστερης αιτήσεως (ερ.103-104) αποτελούν εκτύπωση στιγμιότυπου οθόνης στα οποία δεν διακρίνεται κάτι το οποίο θα μπορούσε να σχετίζεται με το αίτημα της. Σημειώνω ότι η ίδια αναφέρει ότι απεικονίζουν τη θεότητα την οποία υπηρετεί η οικογένεια της (βλ. ερ.114, σημείο 9).
Στα πλαίσια της παρούσης, τοποθετούμενη προφορικά, σύμφωνα με τις οδηγίες του Δικαστηρίου, η αιτήτρια ανέφερε ένα συνονθύλευμα των ισχυρισμών της στα πλαίσια τόσο της 1ης όσο και της επίδικης μεταγενέστερης αίτησης της, αναφέροντας ότι δεν έχει κανένα στη Νιγηρία.
Ενόψει των ως άνω θεωρώ ότι ορθώς απορρίφθηκε ως απαράδεκτη στη βάση των όσων διαλαμβάνονται στο αρ.16Δ (3) (α) του περί Προσφύγων Νόμου. Τούτο γιατί – δεδομένου ότι στα πλαίσια προκαταρτικής εξέτασης μεταγενέστερων αιτήσεων, ως εν προκειμένω – δύναται βεβαίως να εξεταστεί τυχόν υπαιτιότητα του αιτούντος αναφορικά με την μη προηγούμενη προσκόμιση νεών εγγράφων και στοιχείων.
Σημειώνεται ότι η Δημοκρατία – ως είχε δικαίωμα στη βάση του αρ.40 (4) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ («[τα] κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω μόνο εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου κατά την προηγούμενη διαδικασία») – συμπεριέλαβε στην οικεία νομοθεσία την πρόνοια του αρ.16Δ (3) (β) (ii), βάσει της οποίας, προκειμένου μεταγενέστερη αίτηση να θεωρηθεί παραδεκτή και να εξεταστεί επί της ουσίας, θα πρέπει να «ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος».
Θα συμφωνήσω λοιπόν με τα όσα επ’ αυτού αναφέρουν οι καθ’ ων η αίτηση ότι η ως άνω προϋπόθεση της νομοθεσίας δεν ικανοποιείται εν προκειμένω. Τούτο γιατί ουδείς εκ των ισχυρισμών που καταγράφει στα πλαίσια της επίδικης αίτησης η αιτήτρια είχε αναφέρει στα πλαίσια της προηγούμενης αιτήσεως της. Επί δε της μη προηγούμενης αναφοράς της στους λόγους αυτούς ουδέν καταγράφεται επί του σημείου 10 του ερ.114. Θα πρέπει βεβαίως να σημειωθεί ότι επί της απόφασης στα πλαίσια της 1ης αιτήσεως της η αιτήτρια άσκησε την προσφυγή αρ.2125/23, την οποία η ίδια απέσυρε. Συνεπώς δεν μπορεί εδώ να αμφισβητηθεί ότι της είχε δοθεί δεόντως η δυνατότητα «να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος».
Ουδεμία πλημμέλεια ή άλλη παρατυπία μπορώ να διαπιστώσω στη διαδικασία εξέτασης της μεταγενέστερης αίτησης της αιτήτριας στη βάση της οικείας νομοθεσίας ως ανωτέρω καταγράφεται.
Οι καθ’ ων η αίτηση εξέτασαν δεόντως τους ισχυρισμούς της αιτήτριας στα πλαίσια της μεταγενέστερης αίτησης και την απέρριψαν ως απαράδεκτη δυνάμει των όσων προνοεί η νομοθεσία που ανωτέρω αναφέρεται.
Δεν παραγνωρίζω βεβαίως την ύπαρξη εν προκειμένω ανήλικου τέκνου της αιτήτριας, το οποίο βρίσκεται εδώ στη Δημοκρατία, γεγονός που επιβάλλει εξέταση του βέλτιστου συμφέροντος του τέκνου αυτού και πως αυτό επηρεάζεται υπό τις περιστάσεις εκάστης περίπτωσης. Ως λέχθηκε στην απόφαση του ΔΕΕ C-112/20, M. A., ημ.11/03/21, « […] τα κράτη μέλη υποχρεούνται να λαμβάνουν δεόντως υπόψη τα βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού πριν εκδώσουν απόφαση περί επιστροφής, συνοδευόμενη από απαγόρευση εισόδου, ακόμη και όταν ο αποδέκτης της αποφάσεως αυτής δεν είναι ένας ανήλικος, αλλά ο πατέρας του ανηλίκου αυτού. ». Η προσέγγιση αυτή επιβεβαιώθηκε στην πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ στη C‑484/22, G. S., ECLI:EU:C:2023:122, ημ.15/02/23. Αμφότερες οι ως άνω αποφάσεις του ΔΕΕ αναφέρονται στην εξέταση του βέλτιστου συμφέροντος του ανηλίκου κατά την έκδοση απόφασης επιστροφής, είτε κατά του ιδίου του ανήλικου είτε κατά των γονέων αυτού.
Εν προκειμένω όμως δεν μπορεί να γίνει λόγος για απόφαση επιστροφής καθώς αυτή, ως ρητώς αναφέρεται στο ερ.125, έχει ήδη εκδοθεί προ πολλού στις 31/05/23, κατά την απόρριψη της 1ης αιτήσεως διεθνούς προστασίας της αιτήτριας (βλ. ερ.67). Στα πλαίσια λοιπόν της επίδικης αίτησης δεν υπήρχε ανάγκη έκδοσης νέας απόφασης επιστροφής, δεδομένου ότι η προηγούμενη απόφαση επιστροφής βρισκόταν σε ισχύ και ουδέποτε ανακλήθηκε ή ακυρώθηκε (η προσφυγή της αιτήτριας απορρίφθηκε) ή έπαυσε να ισχύει για οιονδήποτε λόγο.
Σχετικά με τα ως άνω, στην Έφεση κατά απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.8/22, Madber v. Δημοκρατίας, ημ.17/11/22, κρίθηκε ως απολύτως ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι «οι μεταγενέστερες αιτήσεις ασύλου, […] αφορούν σε περαιτέρω διαβήματα προσώπου που είχε υποβάλει αίτηση για διεθνή προστασία, η οποία είχε απορριφθεί, χωρίς η αίτηση αυτή να συνιστά νέα αίτηση, γι' αυτό είναι δυνατή η τυχόν απόρριψη αυτής στη βάση της αρχής του δεδικασμένου. Η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης ασύλου, ξεκινά με δεδομένο πως ο αιτητής δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας. Ξεκινά, δηλαδή από το καθεστώς που ίσχυε με την απόρριψη της αρχικής (κυρίως) αιτήσεως ασύλου που είχε εν πρώτοις υποβάλει και απερρίφθη.».
Υπό το φως όσων ανωτέρω εξηγώ, εν προκειμένω δεν υπάρχει εκτελεστή απόφαση επιστροφής στα πλαίσια της προσβαλλόμενης απόφασης [αρ.16Δ (3) (β) του Νόμου] και δεν έχει αναφερθεί κάτι που συνιστά επιβεβλημένη την εκ νέου εξέταση της πτυχής αυτής.
Σε κάθε περίπτωση σημειώνω ότι η αιτήτρια είναι υγιής, νεαρή (35 ετών), χωρίς άλλα στοιχεία ευαλωτότητας, με μακρά εργασιακή εμπειρία και διατηρεί - έστω υποτυπώδες -οικογενειακό δίκτυο στον τόπο διαμονής της (θείοι από την πατρική πλευρά – ερ.45 – 2Χ) και συνεπώς δεν θεωρώ ότι ετέθη ενώπιον μου στοιχείο που να καταδεικνύει ότι ο αιτητής 2 δεν θα έχει προστασία τόσο από την αιτήτρια όσο και την οικογένεια της σε περίπτωση επιστροφής του με την μητέρα του στον τόπο διαμονής της τελευταίας (Benin, Edo State), κατά την οποία θεωρώ εύλογα αναμενόμενο να ανακτήσει επαφή η αιτήτρια με τους εκεί διαμένοντες συγγενείς της, προκειμένου να καταστήσουν ευκολότερη την επανένταξη της στην τοπική κοινωνία. Προσμετρώ επίσης το ότι η Νιγηρία έχει καθοριστεί στην Κ.Δ.Π. 145/2025, η οποία εκδόθηκε δυνάμει του αρ.12Βτρις του Νόμου, ως ασφαλής χώρα ιθαγενείας. Σημειώνω ότι ουδέν ετέθη που να διαφοροποιεί τα ως άνω σχετικά με τον πατέρα του αιτητή 2, ο οποίος είναι επίσης από τη Νιγηρία.
Σημειώνω επίσης ότι στη βάση δεδομένων ACLED για την περίοδο 21/10/23 με 18/10/24, στην πολιτεία Edo καταγράφηκαν 109 περιστατικά ασφαλείας και 84 θάνατοι. Σε αυτά περιλαμβάνονται 55 μάχες (54 θάνατοι), 42 περιστατικά βίας κατά αμάχων (24 θάνατοι), και 12 εξεγέρσεις (6 θάνατοι).[1] Αξίζει να σημειωθεί ότι στο εγχειρίδιο του EASO «Country Guidance, Nigeria, October 2021», αναφέρεται ότι δεν προκύπτει κίνδυνος σε αμάχους, με την έννοια του αρ.19 (2) (γ). [2]
Δεν ετέθη ενώπιον μου στοιχείο που να ανατρέπει τα ως άνω.
Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €300 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον των αιτητών.
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Acled Explorer, Africa, Nigeria, Edo State, διαθέσιμο σε: https://acleddata.com/explorer/ (ημ. προσβ. 24/10/2024)
[2] Country Guidance: Nigeria (October 2021), p. 123-124, διαθέσιμο εδώ Country_Guidance_Nigeria_2021.docx (europa.eu)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο