ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπoθ. Αρ.: Τ1025/2024
27 Αυγούστου 2025
[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, ΔΔΔΔΠ.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
K. M. I.
Αιτητής
-και-
Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω
Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Γ. Βασιλόπουλος (κος) για Γεώργιος Βασιλόπουλος και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Αιτητή
Στην απουσία των Καθ' ων η αίτηση δυνάμει των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019)
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π: Με την παρούσα προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ΄ ων η αίτηση που περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 13/09/2024 σύμφωνα με την οποία η μεταγενέστερη αίτηση του κρίθηκε ως απαράδεκτη και καλεί το Δικαστήριο όπως κηρύξει αυτήν άκυρη και/ή παράνομη και/ή αντισυνταγματική και/ή στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.
Η υπό εξέταση προσφυγή ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), αφού εν τω μεταξύ υποβλήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, Υπόμνημα συνοδευόμενο από το σχετικό διοικητικό φάκελο. Μελετώντας αυτόν, το Δικαστήριο, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ' ων η αίτηση και η διαδικασία ολοκληρώθηκε στην παρουσία του Αιτητή ο οποίος εκπροσωπείται από δικηγόρο.
Όπως προκύπτει από τον ενώπιον μου διοικητικό φάκελο, πρόκειται για ενήλικα, υπήκοο της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό και κάτοχος διαβατηρίου με ημερομηνία έκδοσης την 05/02/2020 και ημερομηνία λήξης την 04/02/2025, ο οποίος εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του στις 30/09/2022 μεταβαίνοντας μέσω Τουρκίας στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου, όπου διέμενε και εργαζόταν για περίοδο πέραν του ενός έτους. Ακολούθως περί τις 13/12/2023 εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές υποβάλλοντας στις 22/12/2023 αίτηση διεθνούς προστασίας.
Την 09/01/2024 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, παρέχοντάς του δωρεάν βοήθεια διερμηνέα. Στις 12/03/2024, ο αρμόδιος λειτουργός συνέταξε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία εισηγείται την απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή κρίνοντας τους ισχυρισμούς του αναξιόπιστους. Ακολούθως στις 29/03/2024, συγκεκριμένος λειτουργός δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών, να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου, κατόπιν εξέτασης της εισηγητικής έκθεσης αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης του Αιτητή.
Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου κοινοποιήθηκε μέσω επιστολής ημερ. 08/05/2024 στον Αιτητή, την οποία αυτός παρέλαβε θέτοντας την υπογραφή του αφού προηγουμένως του επεξηγήθηκε το περιεχόμενο της σε γλώσσα την οποία κατανοεί.
Ο Αιτητής δεν αμφισβήτησε την ορθότητα της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ενώπιον Δικαστηρίου και ως εκ τούτου η εν λόγω απόφαση κατέστη τελεσίδικη.
Τέσσερις μήνες αργότερα και συγκεκριμένα την 12/09/2024, ο Αιτητής συμπλήρωσε αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου του /μεταγενέστερο αίτημα ασύλου, ισχυριζόμενος ότι εντόπισε πολλές παρατυπίες στην απόφαση απόρριψης του αιτήματός του και επιπλέον πως δεν μπορεί να επιστρέψει στην χώρα καταγωγής του όπου θα εκτεθεί σε κίνδυνο. Παράλληλα προσκόμισε δέσμη φωτογραφιών όπου κατά δήλωσή του αποδεικνύεται η συμμετοχή του σε πολιτικές δραστηριότητες.
Κατά την εξέταση της εν λόγω αίτησης σε προκαταρκτικό στάδιο, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου στις 13/09/2024, συνέταξε εισηγητική έκθεση υποβληθείσα προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία γίνεται εισήγηση όπως η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή κριθεί απαράδεκτη. Ακολούθως, αρμόδιος λειτουργός δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, κατόπιν εξέτασης της εισηγητικής έκθεσης αποφάσισε τη απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή ως απαράδεκτης, δυνάμει των άρθρων 12Βτετράκις, 16Δ(3)(δ) και 16Δ (4)(β) του περί Προσφύγων Νόμου ως έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα.
Ο Αιτητής έλαβε γνώση του αποτελέσματος της μεταγενέστερης αίτησης του μέσω επιστολής ημερομηνίας 13/09/2024, καταχωρώντας εμπρόθεσμα την με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου αρχικά αυτοπροσώπως και στη συνέχεια εκπροσωπούμενος από δικηγόρο.
Με τη γραπτή του αγόρευση ο συνήγορος του Αιτητή προβάλλει ότι η επίδικη απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας. Αποτελεί θέση του ότι κατά το προκαταρτικό στάδιο εξέτασης του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης, οι Καθ’ ων η αίτηση όφειλαν πρωτίστως να αξιολογήσουν τα προσκομισθέντα από τον Αιτητή έγγραφα σε συνάρτηση με τον πυρήνα του αιτήματος του και ακολούθως να καταλήξουν στην κρίση κατά πόσο αυτά αποτελούν ή όχι νέα στοιχεία προτού προχωρήσουν σε απόρριψη της αίτησης του. Αντίθετα κατά τον ισχυρισμό του κ. Βασιλόπουλου, οι Καθ’ ων η αίτηση αδικαιολόγητα δεν έλαβαν υπόψη τα νέα ενώπιον τους στοιχεία, παραβιάζοντας την υποχρέωσή τους για δέουσα έρευνα και αιτιολογία.
Ενώπιον του Δικαστηρίου, ο συνήγορος της Αιτήτριας, υιοθέτησε πλήρως το περιεχόμενο της γραπτής του αγόρευσης και υποστήριξε ότι με τη μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή προέκυψαν νέα στοιχεία, αναφερόμενος στο φωτογραφικό υλικό που ο Αιτητής προσκόμισε ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου οι οποίες αποδεικνύουν τον ισχυρισμό του. Πιο συγκεκριμένα, προωθεί προς τούτο, τη θέση ότι οι Καθ' ων η αίτηση δεν προέβησαν σε δέουσα έρευνα των ισχυρισμών του Αιτητή παραλείποντας να εξετάσουν όλα τα προσκομισθέντα έγγραφα και εσφαλμένα έκριναν ως απαράδεκτη την μεταγενέστερη αίτησή του.
Το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου το αρμόδιο όργανο οφείλει να εξετάσει υποβληθείσες μεταγενέστερες αιτήσεις αποτελούν τα άρθρα 12Βτετρακις και 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου και προνοούν τα ακόλουθα (ο τονισμός και οι υπογραμμίσεις του παρόντος Δικαστηρίου):
«16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο
(i) Μεταγνέστερη αίτηση, ή
(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,
ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.
(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.
(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος, λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.
(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:
Νοείται ότι σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.
(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον-
(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και
(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.»
Το δε άρθρο 12Βτετράκις(2) προνοεί ότι: (οι υπογραμμίσεις του παρόντος Δικαστηρίου)
«Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνο εάν-
[..]
(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας ή [.]».
Με βάση τα πιο πάνω, είναι σαφές ότι με την υποβολή μεταγενέστερου αιτήματος από αιτητή/τρια ασύλου, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης, με σκοπό να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον/την Αιτητή/τρια νέα στοιχεία ή πορίσματα, τα οποία δεν λήφθηκαν υπόψη στα πλαίσια εξέτασης της αρχικής του/της αίτησης. Στην περίπτωση που διαπιστωθεί ότι δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία ή πορίσματα, τότε η αίτηση κρίνεται απαράδεκτη χωρίς επί της ουσίας εξέταση. Αντίθετα εάν διαπιστωθεί από τον Προϊστάμενο ότι υποβλήθηκαν νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση μόνο εφόσον τα υποβληθέντα από τον/την Αιτητή/τρια νέα στοιχεία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας και εφόσον ο Προϊστάμενος ικανοποιείται ότι ο/η Αιτητής/τρια αδυνατούσε να υποβάλει τα συγκεκριμένα στοιχεία κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Δικαστήριο.
Είναι απολύτως αντιληπτό ότι η μεταγενέστερη αίτηση εξετάζεται ως ένα μεταγενέστερο διάβημα, στα πλαίσια της αρχικής αίτησης που αποφασίστηκε ήδη από το αρμόδιο όργανο. Ο Προϊστάμενος, εν πρώτης, έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη του όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν και να προβεί σε μια συγκριτική εξέταση της αρχικής αίτησης του/της Αιτητή/τριας με την μεταγενέστερη του/της αίτηση ώστε να διαφανεί εάν με την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησης ο/η Αιτητής/τρια για πρώτη φορά προβάλλει τέτοια στοιχεία ή ισχυρισμούς τα οποία χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης.
Θεωρώ χρήσιμο όπως καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που ο Αιτητής προέβαλε σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ' ων η αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας.
Ο Αιτητής στην αρχική του αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας ανέφερε ως λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του την αναζήτησή του από την κυβέρνηση λόγω της ιδιότητάς του ως ακτιβιστής στο Πανεπιστήμιό του, ενώ είχε φυλακιστεί και βασανιστεί 3 φορές για αυτό το λόγο. Επίσης, ανέφερε πως κινδυνεύει καθώς το ίδιο κόμμα είναι ακόμη στην εξουσία.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του στην Υπηρεσία Ασύλου, δήλωσε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, επειδή, κατά τον ισχυρισμό του διώκεται για πολιτικούς λόγους. Πιο συγκεκριμένα, το 2019 έγινε μέλος του αντιπολιτευτικού κόμματος UDPS, το οποίο αργότερα ανέλαβε την εξουσία. Στη συνέχεια, όταν αποχώρησε από το UDPS λόγω διαφωνιών, συμμετείχε στην ίδρυση νέου κόμματος με την ονομασία Alliance pour le Changement (Συμμαχία για την Αλλαγή), με επικεφαλής τον Jean Marc Kabund A Kabund. Ο Αιτητής ήταν υπεύθυνος για την κινητοποίηση φοιτητών στο Πανεπιστήμιο της Kinshasa και συμμετείχε σε διαδηλώσεις και πολιτικές δράσεις. Μετά τη δημιουργία του νέου κόμματος και τις δημόσιες ενέργειές του, συνελήφθη δύο φορές τον Αύγουστο του 2022, βασανίστηκε, απειλήθηκε και προδόθηκε από πρώην συνεργάτες του που προσχώρησαν στο κυβερνών κόμμα UDPS. Μετά την τελευταία του σύλληψη και υπό την πίεση των φίλων του και της συζύγου του αρχηγού του κόμματος, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα. Λίγο μετά την αναχώρησή του, ο αδελφός του απήχθη και βασανίστηκε από άτομα που τον μπέρδεψαν με τον ίδιο, γεγονός που ενίσχυσε τον φόβο του για επιστροφή. Ο Αιτητής δήλωσε ότι εάν επιστρέψει στη χώρα του, κινδυνεύει να φυλακιστεί ή και να σκοτωθεί, καθώς αρνήθηκε να ενταχθεί στο κυβερνητικό κόμμα και θεωρείται απειλή από το καθεστώς.
Διακρίθηκαν από τα λεγόμενα του Αιτητή και εξετάστηκαν τρείς ουσιώδεις ισχυρισμοί, (i) ταυτότητα, χώρα καταγωγής και προσωπικά στοιχεία του Αιτητή (ii) Μέλος στο πολιτικό κόμμα Alliance for Change και (iii) φόβος για τη ζωή του εξαιτίας της ιδιότητάς του ως μέλος σε πολιτικό κόμμα.
Πλην του πρώτου ισχυρισμού του Αιτητή, οι υπόλοιποι δύο ισχυρισμοί απορρίφθηκαν ως αναξιόπιστοι. Ακολούθως κατά την αξιολόγηση κινδύνου και νομική ανάλυση με δεδομένο τον πρώτο αποδεκτό ισχυρισμό κρίθηκε πως δεν διαφαίνεται ότι στο πρόσωπο του Αιτητή υπάρχουν υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του ως εκ τούτου δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να αναγνωρισθεί πρόσφυγας ή για να του χορηγηθεί το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Με την μεταγενέστερη αίτησή του, ο Αιτητής προβάλει ως ισχυρισμό τον εντοπισμό παρατυπιών στην απόρριψη της αίτησής του και επιπλέον πως δεν μπορεί να επιστρέψει στην χώρα καταγωγής του επειδή θα εκτεθεί σε κίνδυνο η δε ασφάλεια του δεν είναι εγγυημένη εφόσον τα ίδια άτομα βρίσκονται στην εξουσία. Προς ενίσχυση του ισχυρισμού του προσκόμισε δέσμη φωτογραφιών που τον απεικονίζουν σε πολιτικές δραστηριότητες (ερ. 116 η μετάφραση & 112 του διοικητικού φακέλου).
Στην βάση των δηλώσεων του Αιτητή, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου στο Σημείωμα /Εισήγηση ημερομηνίας 13/09/2024, εισηγήθηκε όπως η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή κριθεί απαράδεκτη εφόσον αυτός επανέλαβε τους ίδιους ισχυρισμούς οι οποίοι εξετάστηκαν αρχικά κατ΄ ουσία και δεν προέβαλε νέα στοιχεία σχετικά με την πολιτική του δράση στη χώρα καταγωγής του και τους λόγους που ευρίσκεται σε κίνδυνο η ζωή του. Όσον αφορά τα έγγραφα τα οποία προσκόμισε και τα οποία συνίστανται σε φωτογραφίες και απόκομμα εφημερίδας, οι Καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι δεν προκύπτει από κάποιο στοιχείο η αυθεντικότητα των εγγράφων ούτε προκύπτει η ταυτότητα των απεικονιζόμενων προσώπων. Αξιοσημείωτο δε πως ο ίδιος ο Αιτητής ανέφερε κατά την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησής του, ότι τις είχε στην κατοχή του από την άφιξή του στην Κύπρο. Συνεπώς, λόγω δικής του υπαιτιότητας δεν υποβλήθηκαν τα εν λόγω στοιχεία. Το αρμόδιο εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών, πρόσωπο να εκτελεί καθήκοντα Προϊστάμενου, υιοθέτησε την Έκθεση/Εισήγηση και απέρριψε το αίτημα του Αιτητή.
Επαναλαμβάνεται ότι με την υποβολή μεταγενέστερου αιτήματος από αιτητή/τρια ασύλου, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση αυτού και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση μόνο εφόσον τα υποβληθέντα από τον/την Αιτητή/τρια νέα στοιχεία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας και εφόσον ο Προϊστάμενος ικανοποιείται ότι ο/η αιτητής/τρια αδυνατούσε να υποβάλει τα συγκεκριμένα στοιχεία κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Δικαστήριο.
Σύμφωνα με τα ενώπιον μου στοιχεία καθώς και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ως εκτέθηκε ανωτέρω, προκύπτει ότι πράγματι, με την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησής του, ο Αιτητής δεν προέβαλε νέα στοιχεία, τα δε έγγραφα που προσκόμισε δε δύναται να θεωρηθούν ως νέα στοιχεία που αυξάνουν τις πιθανότητες επιτυχίας της αίτησης διεθνούς προστασίας (ερ. 84 – 107 του ΔΦ). Τα εν λόγω έγγραφα υστερούν αναφορικά με την αξιοπιστία τους, καθώς δεν είναι εφικτό να αντληθούν πληροφορίες αναφορικά με την προέλευσή τους, το χρονικό σημείο λήψης τους, καθώς και την ταυτότητα των προσώπων, ώστε να αξιολογηθεί η αποδεικτική τους αξία. Πέραν της αξιοπιστίας τους από την μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή προκύπτει ότι ενώ ο ίδιος δηλώνει ότι τις προσκομησθείσες φωτογραφίες τις είχε ήδη στην κατοχή του από την άφιξή του δεν τις προσκόμισε σε προγενέστερο στάδιο προς υποστήριξη της αίτησής του (ερ. 112 και η μετάφραση 116 του ΔΦ), χωρίς να δίδει ικανοποιητική προς τούτο δικαιολογία. Συνεπώς, ορθά οι Καθ' ων η αίτηση έκριναν τη μεταγενέστερη αίτησή του ως απαράδεκτη στη βάση του ότι οι ισχυρισμοί του δεν προβλήθηκαν κατά τα προηγούμενα στάδια εξέτασης της αίτησης του λόγω δικής του υπαιτιότητας.
Διαπιστώνω ότι στην υπό εξέταση περίπτωση, ο Αιτητής δεν επικαλέστηκε κανένα στοιχείο που να αυξάνει σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ώστε να κριθεί απαραίτητο από τους Καθ' ων η αίτηση να προβούν σε περαιτέρω εξέταση του αιτήματός του. Περαιτέρω, δεν επικαλέστηκε λόγους αδυναμίας υποβολής των εν λόγω στοιχείων κατά την προηγούμενη διαδικασία. Επιπλέον δεν παραβλέπω ότι ο Αιτητής δεν άσκησε το δικαίωμά του σε πραγματική προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου εφόσον ως ισχυρίζεται στην απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, διαπίστωσε παραλείψεις. Συνεπώς, δεν διαφαίνεται ότι θα μπορούσε η Υπηρεσία Ασύλου να αποφασίσει κάτι άλλο πέραν από το ότι η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή είναι απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 16Δ και 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν6(Ι)/2000 ως έχει τροποποιηθεί.
Ως εκ τούτου ο ισχυρισμός του συνηγόρου του περί παράλειψης διεξαγωγής δέουσας έρευνας δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται, εφόσον ως διαφαίνεται από τα ενώπιον μου στοιχεία και δεδομένα, ορθά οι Καθ’ ων η αίτηση έκριναν την μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή ως απαράδεκτη. Άλλωστε δεν παραβλέπω πως και ο ίδιος ο συνήγορος του προβάλλει πως τα προσκομησθέντα από τον Αιτητή έγγραφα ήτοι δέσμη φωτογραφιών αποτελούν υποστηρικτικά του αιτήματος του έγγραφα χωρίς να αναφέρει γιατί ενώ ήταν στην κατοχή του Αιτητή, δεν υποβλήθηκαν με την αρχική του αίτηση. Πέραν τούτου, ο πυρήνας του αιτήματος του Αιτητή παραμένει ο ίδιος, η κατ’ ισχυρισμό πολιτική του δράση, ισχυρισμός ο οποίος εξετάστηκε και απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος και δεν αμφισβητήθηκε από τον Αιτητή, καθιστώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου τελεσίδικη.
Κρίνω με το ενώπιον μου υλικό ότι οι Καθ' ων η αίτηση αξιολόγησαν δεόντως όλους τους ισχυρισμούς του Αιτητή, κατά συνέπεια ορθά απέρριψαν την αίτηση ως απαράδεκτη. Ο Αιτητής σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν εξέφρασε οποιοδήποτε φόβο που να σχετίζεται με το πρόσωπό του και δεν αξιολογήθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση κατά την υποβολή της πρώτης αίτησής του. Οι λόγοι που εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του όπως ξεκαθαρίστηκαν στην συνέντευξή ήταν πολιτικοί, τους οποίους επανέλαβε στη μεταγενέστερη αίτησή του χωρίς να προβάλει κανένα νέο στοιχείο το οποίο μάλιστα να αυξάνει τις πιθανότητες χαρακτηρισμού της ως δικαιούχο διεθνούς προστασίας.
Λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των ενώπιον μου στοιχείων και δεδομένων, κρίνω ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πάσχει η ορθότητα αλλά και η νομιμότητα της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση. Δεν προβλήθηκαν και δεν αποδείχθηκαν ισχυρισμοί, σε κανένα στάδιο της διαδικασίας, οι οποίοι θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε υπαγωγή της Αιτήτριας στις διατάξεις των άρθρων 3 ή 19 του περί Προσφύγων Νόμου και τα όσα κατέγραψε στη μεταγενέστερη αίτηση του δεν πληρούν τα κριτήρια που τίθενται από το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου, ώστε η μεταγενέστερη αίτηση να κριθεί παραδεκτή και η διοίκηση να προβεί σε ουσιαστική εξέταση τους. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε το μεμπτό, ούτως ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και είναι επαρκώς αιτιολογημένη.
Με βάση τα πιο πάνω η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1.000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Α.Α. ΑΓΡΟΤΗ Δ.ΔΔΔΠ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο