
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ.: 1226/23
11 Αυγούστου, 2025
[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
J. M. N. Y.
Αιτήτριας,
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση,
.........
Η Αιτήτρια παρουσιάζεται αυτοπροσώπως.
Α. Κίτσιου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η Αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 7.4.2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για διεθνή προστασία, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2022 και αποφασίστηκε συνακόλουθα η επιστροφή της στη χώρα καταγωγής της το Καμερούν.
Γεγονότα
1. Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Η Αιτήτρια κατάγεται από το Καμερούν και είναι κάτοχος διαβατηρίου της χώρας καταγωγής της. Περί τις 7.3.2023 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας. Στις 17.3.2023, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας από λειτουργό, η οποία υπέβαλε σχετική Έκθεση/ Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: Προϊστάμενος) για απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας και για επιστροφή στη χώρα καταγωγής της. Στις 7.4.2023, ο Προϊστάμενος ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας και επιστροφής της στο Καμερούν. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση και η συνακόλουθη απόφαση επιστροφής, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 18.4.2023 αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
Νομικοί Ισχυρισμοί
2. Στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας, η Αιτήτρια αναφέρει ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της, καθώς κινδυνεύει η ζωή της λόγω απειλών θανάτου και πράξεων βίας από τον πατριό της. Στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσής της, δηλώνει ότι αιτείται διεθνή προστασία, διότι, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειές της να μετακινηθεί σε άλλη πόλη εντός της χώρας της, η ισχύς του φορέα δίωξής της και η εκτεταμένη διαφθορά που επικρατεί είχαν ως αποτέλεσμα να εντοπίζεται κάθε φορά. Η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι στο παρελθόν υπέστη σωματική και ψυχολογική κακοποίηση, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι σε μία περίπτωση την έκαψαν με συσκευή σιδερώματος. Επίσης, αναφέρεται στην αυτοκτονία της δωδεκάχρονης αδελφής της, η οποία έλαβε χώρα μία ημέρα πριν από τα γενέθλιά της, καθώς η τελευταία δεν άντεχε την κακομεταχείριση. Ως φορέα δίωξης, η Αιτήτρια υποδεικνύει τον πατριό της, τον οποίο περιγράφει ως άτομο με κοινωνικό κύρος, το οποίο επιδιώκει να διαφυλάξει την εικόνα του, γι’ αυτό και η ίδια δέχεται απειλές. Δηλώνει, περαιτέρω, ότι την τρομάζει η ιδέα της επιστροφής στη χώρα καταγωγής της, ενώ στη Δημοκρατία αισθάνεται ασφαλής και ήρεμη, μακριά από κάθε πόνο, έχοντας καταφέρει να εξασφαλίσει εργασία σε περιβάλλον όπου χαίρει εκτίμησης.
3. Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση υπεραμύνονται της επίδικης πράξης και αντικρούοντας τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, παραπέμπουν στις δηλώσεις της κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας και επισημαίνουν ότι κατά τη συνέντευξή της επικαλέστηκε φόβο δίωξης από τον πατριό της και επιπλέον, κακοποίηση από άγνωστο άνδρα όταν η ίδια βρισκόταν στην ηλικία των έξι ετών. Αναφερόμενοι στις δηλώσεις της Αιτήτριας, υποδεικνύουν τα σημεία από τα οποία προκύπτουν ανακολουθίες και αντιφάσεις στις δηλώσεις της, σύμφωνα με τα ευρήματά τους. Επισημαίνουν ότι επί ένα έτος, μεταξύ Φεβρουαρίου 2022 και Φεβρουαρίου 2023 (όπερ και εγκατέλειψε εντέλει τη χώρα της), δεν γίνεται αναφορά σε οποιοδήποτε περιστατικό εναντίον της και επιπλέον ότι αφότου εγκατέλειψε την οικία της, η Αιτήτρια δεν αναφέρθηκε σε οποιοδήποτε περιστατικό αναζήτησής της από τον πατριό της. Ως προς τον έτερο ισχυρισμό της περί σεξουαλικής της κακοποίησης σε μικρή ηλικία, η Αιτήτρια, ως εισηγούνται οι Καθ’ ων η αίτηση, δεν είχε έκτοτε επαφή με τον εν λόγω άνδρα, ήταν ένα μεμονωμένο περιστατικό και κατά τη δήλωσή της δεν αποτελεί αυτό το περιστατικό το λόγο για τον οποία εγκατέλειψε τη χώρα της ή που μελλοντοστραφώς απορρέει εξ αυτού οποιοσδήποτε κίνδυνος. Τέλος, στη βάση των αποδεκτών ισχυρισμών της - του προφίλ, της χώρας καταγωγής και του τόπου συνήθους διαμονής, ήτοι την Douala-, υποστηρίζουν ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή της Αιτήτριας σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, λαμβάνοντας υπόψη και την κατάσταση ασφαλείας στο τόπο συνήθους διαμονής της.
4. Κατά την ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ακροαματική διαδικασία, η Αιτήτρια δήλωσε ότι έχει πλέον ένα ανήλικο τέκνο , δύο μηνών, κατά τη δήλωσή της στις 14.3.2024, το οποίο απέκτησε με το σύντροφό της επίσης αιτητή ασύλου. Ζητήθηκε από την Αιτήτρια να προσκομίσει το πιστοποιητικό γέννησης του ανηλίκου, η οποία το προσκόμισε με ένορκη δήλωση στις 15.3.2024, όπου προκύπτει ως ημερομηνία γέννησης του ανηλίκου η 13.1.2024. Ερωτήματα υποβλήθηκαν στην Αιτήτρια εξάλλου αναφορικά με το εκπαιδευτικό της υπόβαθρο, ενώ επιβεβαίωσε ως τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της την Douala. Στη Δημοκρατία εργάζεται σε χώρο εστίασης. Η Αιτήτρια ανέφερε ότι δεν διατηρεί επικοινωνία με κάποιο πρόσωπο στη χώρα της ούτε καν με τη μητέρα της. Εξήγησε περαιτέρω ότι προτού εγκαταλείψει τη χώρα της διέμενε στο ίδιο σπίτι με τη μητέρα, τον πατριό της και την μικρότερη αδελφή της. Επανέλαβε δε ότι ο λόγος που εγκατάλειψε τη χώρα της ήταν η κακοποίηση που υφίστατο από τον πατριό της, ο οποίος τη βίαζε και τη κτυπούσε. Ερωτήματα υποβλήθηκαν στην Αιτήτρια αναφορικά με το χρόνο έναρξης της κακοποιητικής συμπεριφοράς, την προσπάθειά της μετά την ενηλικίωση της να φύγει από το σπίτι όπου διέμενε, το θάνατο της αδελφής της, αναφορικά με τον τρόπο που διάφυγε και ως προς το ενδεχόμενο μετεγκατάστασής της στην πόλη Yaoundé.
5. Κατά τη ακροαματική διαδικασία ημερομηνίας 4.12.2024, η Αιτήτρια δήλωσε ότι με τον πατέρα του παιδιού της δεν έχουν αποφασίσει ακόμα αν θα μείνουν μαζί σε περίπτωση επιστροφής της και ότι εκείνος κατάγεται από τη Yaoundé. Προσέθεσε δε ότι είναι αιτητής ασύλου, η προσφυγή του οποίου εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου και εργάζεται στη Δημοκρατία όπως και η ίδια. Παρέθεσε εξάλλου ότι δεν έχει επικοινωνία με συγγενικά ή με φιλικά πρόσωπά της στο Καμερούν.
Νομικό Πλαίσιο
6. Η Σύμβαση περί του καθεστώτος των προσφύγων, η οποία υπογράφηκε στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 και τέθηκε σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954 [Recueil des traités des Nations unies, τόμος 189, σ. 150, αριθ. 2545 (1954)], όπως συμπληρώθηκε με το Πρωτόκολλο περί του καθεστώτος των προσφύγων, το οποίο συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 31 Ιανουαρίου 1967 και τέθηκε σε ισχύ στις 4 Οκτωβρίου 1967 (στο εξής: Σύμβαση της Γενεύης), ορίζει, στο άρθρο 1, τμήμα Α, σημείο 2, πρώτο εδάφιο, ότι ο όρος «πρόσφυγας» εφαρμόζεται επί παντός προσώπου το οποίο, «συνεπεία δικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων, ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την ιθαγένεια και δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να απολαύει της προστασίας της χώρας ταύτης».
7. Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έχει ως ακολούθως:
«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ’ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».
8. Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.
9. Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει την έννοια του όρου πρόσφυγας και τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτόν τον ορισμό.
10. Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τις περιπτώσεις, όπου χορηγείται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
11. Το άρθρο 18ΟΖ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105), προβλέπει τα ακόλουθα:
«18OZ. Κατά την εφαρμογή των άρθρων 18ΟΔ μέχρι 18ΠΘ, ο Αvώτερoς Λειτουργός Μετανάστευσης τηρεί την αρχή της μη επαναπροώθησης και λαμβάνει δεόντως υπόψη -
(α) τα βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού, και
(β) την οικογενειακή ζωή, με τη συνδρομή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, και
(γ) την κατάσταση της υγείας του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας, στη βάση έκθεσης του Τμήματος Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας.».
12. Το άρθρο 18ΟΗ, το οποίο τιτλοφορείται “Aπόφαση επιστροφής” προβλέπει τα εξής:
«18ΟΗ.-(1) Ο Αvώτερoς Λειτουργός Μετανάστευσης εκδίδει απόφαση επιστροφής για οποιοδήποτε υπήκοο τρίτης χώρας που παραμένει παράνομα στη Δημοκρατία, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στα εδάφια (2) μέχρι (5).[…]».
Κατάληξη
13. Είναι κρίσιμο να σημειωθεί εκ προοιμίου το παρόν Δικαστήριο ως Δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιόν του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει και την ουσιαστική ορθότητά της στη βάση επικαιροποιημένων στοιχείων (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του/της εκάστοτε Αιτητή/Αιτήτριας).
14. Παρατηρείται συναφώς, ότι στο έντυπο της πρώτης αίτησής της για άσυλο η Αιτήτρια κατέγραψε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της διότι την κακοποιούσε σεξουαλικά ο πατριός της και απείλησε ότι θα την σκοτώσει καθώς είδε να βάζει μια ένεση στη μητέρα της. Στις 9.3.2023, πραγματοποιήθηκε διαδικασία για την αξιολόγηση της ευαλωτότητας της Αιτήτριας όπου στο πλαίσιο των δηλώσεών της και στο πεδίο της περίληψης της αξιολόγησης καταγράφεται ότι η Αιτήτρια ήταν γενικά συνεργάσιμη και δεκτική να απαντήσει στα ερωτήματα που τις υποβάλλονταν και ότι με συνοχή ανέφερε ότι όντας ανήλικη, περίπου δέκα ετών, υπήρξε κατ’ εξακολούθηση θύμα βιασμού από ένα πελάτη της γιαγιάς της. Αργότερα, δήλωσε ότι ο πατριός της ασκούσε εναντίον της σωματική και σεξουαλική βία, γεγονός που αποτελεί το βασικό λόγο εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής της.
15. Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης, η Αιτήτρια δήλωσε ως τόπο καταγωγής της την πόλη Douala του Καμερούν (γεννηθείσα το 1999), η οποία υπήρξε και ο τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής της. Είναι χριστιανή στο θρήσκευμα. Ως προς το εκπαιδευτικό της υπόβαθρο, ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, έλαβε δίπλωμα στη γαλλική λογοτεχνία και επί ένα έτος έλαβε εκπαίδευση ως νοσοκόμα, χωρίς ωστόσο να ολοκληρώσει τον τελευταίο αυτό κύκλο σπουδών της. Ως προς την εργασιακή της πείρα εργάστηκε περιστασιακά ως φροντίστρια παιδιών και ως πωλήτρια ειδών οράσεως. Γενικά συντηρούνταν οικονομικά από τη μητέρα και τον πατριό της. Ως προς την οικογενειακή της κατάσταση, η Αιτήτρια ανέφερε ότι, προτού εγκαταλείψει τη χώρα της ζούσε με τη μητέρα, τον πατριό και την αδελφή της. Ωστόσο, τα περισσότερα χρόνια της ζωής της έζησε με τη γιαγιά της, μητέρα της μητέρας της, και μετά από το θάνατο αυτής με τον παππού της. Αργότερα, έμεινε με την μητέρα της. Ο πατέρας της είχε εγκαταλείψει τη μητέρα της όταν αυτή ήταν έγκυος. Ερωτήματα υποβλήθηκαν στην Αιτήτρια ως προς τα μέλη της οικογένειάς της, τον τόπο που βρίσκονται σήμερα και την τυχόν ενασχόλησή τους. Η Αιτήτρια δήλωσε ότι η αδελφή της αυτοκτόνησε το Φεβρουάριο του 2022, λίγο προτού συμπληρώσει τα 13 της χρόνια, ενώ υποβλήθηκαν ερωτήματα στην Αιτήτρια και ως προς το εν λόγω συμβάν, το οποίο σύμφωνα με την Αιτήτρια συνδέεται με τις περιστάσεις που βίωνε στο σπίτι. Η Αιτήτρια διευκρίνισε ότι εκτός από τον παππού της διαθέτει και άλλα συγγενικά πρόσωπα στη χώρα της όπως θείους και θείες. Επίσης, η Αιτήτρια δήλωσε ότι διατηρεί επικοινωνία στον Καμερούν με φιλικά της πρόσωπα. Η Αιτήτρια ανέφερε εξάλλου ότι έχει μία κόρη γεννηθείσα το Μάιου του 2021 (σε ακόλουθο στάδιο η Αιτήτρια διευκρίνισε ότι το παιδί γεννήθηκε το 2022, (βλ. ερ 42, σημείο Χ10, του διοικητικού φακέλου), της οποίας ο πατέρας εξαφανίστηκε λίγο μετά από μια συνομιλία με τον πατριό της. Το παιδί αυτό φροντίζει από τότε που γεννήθηκε η μητέρα του πρώην συντρόφου της. Από τότε που έφυγε από τη χώρα δεν διατηρεί επικοινωνία με το παιδί της. Εγκατέλειψε τη χώρα της με χρήματα που έκλεψε κρυφά από τον πατριό της και με τη βοήθεια κάποιου τρίτου προσώπου, το οποίο ονοματίζει.
16. Ερωτηθείσα ως προς το λόγο για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια, κατά την ελεύθερή της αφήγηση, ανέφερε ότι ο πατριός της την κτυπούσε συνέχεια ενώ όταν έγινε δέκα επτά ετών άρχισε να τη χρησιμοποιεί (εννοεί να την κακοποιεί σεξουαλικά), τόσο την ίδια όσο και την αδελφή της, η οποία μη αντέχοντας την κατάσταση αυτοκτόνησε. Ερωτηθείσα η Αιτήτρια ως προς τη στάση της μητέρας της, αυτή αποκρίθηκε ότι η μητέρα της δεν την πίστευε και ότι υποστήριζε ότι ο πατριός της την κτυπούσε γιατί ήταν πεισματάρα. Μετά από ένα περιστατικό που περιέγραψε η Αιτήτρια, η μητέρα της την πίστεψε. Κατόπιν μίας αποτυχημένης απόπειρας να καταγγείλουν τον πατριό της Αιτήτριας στην αστυνομία, η μητέρα της άρχισε να αντιμετωπίζει προβλήματα στην υγεία της και η Αιτήτρια τον είδε να επιχειρεί να βάλει μια ένεση στη μητέρα της ενώ αυτή κοιμόταν. Η Αιτήτρια διέφυγε από το σπίτι της και για ένα χρονικό διάστημα παρέμεινε κρυφά σε έναν γείτονά της, ο οποίος στη συνέχεια τη βοήθησε να εγκαταλείψει τη χώρα. Η Αιτήτρια δήλωσε ότι αυτός είναι και ο μόνος λόγος για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα της και ότι φοβάται ότι σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα της θα τη σκοτώσει ο πατριός της.
17. Υποβλήθηκαν στη συνέχεια διερευνητικής φύσεως ερωτήματα στην Αιτήτρια αναφορικά με το παιδί της και το σύντροφό της, το ιστορικό και τις περιστάσεις της κακοποίησής της από τον πατριό της, τη σχέση της με τη μητέρα της, την ασθένεια της τελευταίας και το ρόλο που διαδραμάτισε ο πατριός της σε αυτό, τις απειλές του πατριού της εναντίον της. Στο πλαίσιο των δηλώσεών της, η Αιτήτρια ανέφερε ότι είδε τον πατριό της για τελευταία φορά το Φεβρουάριο του 2023. Ερωτήματα υποβλήθηκαν εξάλλου στην Αιτήτρια και αναφορικά με την παραμονή της στο γείτονά της, ο οποίος ήταν και το πρόσωπο που τη βοήθησε, κατά τη δήλωσή της, να εγκαταλείψει εντέλει τη χώρα και αναφορικά με την καταγγελία που υπέβαλε στην αστυνομία. Η Αιτήτρια ερωτήθηκε και για το βιασμό που υπέστη ζώντας με τη γιαγιά της από ένα πελάτη της τελευταίας. Η Αιτήτρια διευκρίνισε ότι αυτό το περιστατικό δεν ήταν ο λόγος για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα της. Τέλος, ερωτήματα υποβλήθηκαν στην Αιτήτρια ως προς το ενδεχόμενο να επιστρέψει στη χώρα της σε μια άλλη περιοχή. Κατά τη διοικητική εξέταση της αίτησής της, η Αιτήτρια προσκόμισε πέραν από το διαβατήριό της και αντίγραφο του προγράμματος της κηδείας γυναίκας, η οποία, κατά τον ισχυρισμό της είναι η αδελφή της (βλ. ερ. 60 έως 62 του διοικητικού φακέλου) και πιστοποιητικό γέννησης του ανήλικου τέκνου που απέκτησε στη χώρα της (βλ. ερ. 58).
18. Αξιολογώντας τις δηλώσεις και τα έγγραφα που προσκόμισε η Αιτήτρια, οι Καθ’ ων η αίτηση διέκριναν τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς: πρώτον η ταυτότητα, η χώρα καταγωγής, τα προσωπικά της στοιχεία και το προφίλ της, δεύτερον, ισχυριζόμενος φόβος δίωξης από τον πατριό της και τρίτον, σεξουαλική κακοποίηση της Αιτήτριας από άγνωστο άνδρα όταν η ίδια ήταν έξι (6) ετών.
19. Ως προς τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό, οι Καθ’ ων η αίτηση έκριναν ότι με βάση τα αναγραφόμενα στοιχεία στο έγγραφα που προσκόμισε η Αιτήτρια για την κηδεία της αδελφής της, δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί ο συγγενικός δεσμός της ίδιας και του εν λόγω προσώπου. Επίσης ως προς τα στοιχεία του ανήλικου τέκνου της, εξαιτίας των αντιφάσεων που εντοπίστηκαν στο έγγραφο σε σχέση με τα λεγόμενά της, αποδεκτά έγιναν τα στοιχεία που καταγράφονται στο προσκομισθέν από αυτήν πιστοποιητικό γέννησης. Τα υπόλοιπα επιμέρους στοιχεία του εν λόγω ισχυρισμού έγιναν αποδεκτά.
20. Ως προς το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, περί ισχυριζόμενου φόβου δίωξής της από τον πατριό της, οι Καθ’ ων η αίτηση εντόπισαν αντιφάσεις στα λεγόμενά της ως προς το χρόνο έναρξης της κακοποιητικής συμπεριφοράς. Χρονικές αντιφάσεις εντοπίστηκαν και σε άλλα σημεία των δηλώσεών της. Οι συναφείς δηλώσεις της αξιολογήθηκαν και ως γενικές και ασαφείς ενώ κάποιες από τις αναφορές χαρακτηρίστηκαν ως μη ευλογοφανείς. Ομοίως και ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός της απορρίφθηκε καθώς στις αναφορές της εντοπίστηκαν, σύμφωνα με τους Καθ’ ων η αίτηση αντιφάσεις, χρονικές ασυνέπειες, έλλειψη ευλογοφάνειας και ασάφειες. Στη βάση των αποδεκτών ισχυρισμών της κρίθηκε ότι δεν προκύπτει φόβος δίωξης ή κίνδυνος βλάβης της Αιτήτρια σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση ασφαλείας στο τόπο συνήθους διαμονής της και τις προσωπικές της περιστάσεις. Αποφασίστηκε εξάλλου και η επιστροφή της καθώς κρίθηκε ότι δεν προκύπτει ενδεχόμενο παράβαση του άρθρου 3 της της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: η EΣΔΑ) ούτε και της αρχής της μη επαναπροώθησης.
21. Κατά τη διοικητική διαδικασία, η Αιτήτρια προσκόμισε προς υποστήριξη των δηλώσεών της τα ακόλουθα έγγραφα: α) έγγραφα σχετικά με το θάνατο και την κηδεία της φερόμενης αδελφής της (ερ. 62, 61 και 60), β) πιστοποιητικό γέννησης, το οποία αφορά κατά την Αιτήτρια την ανήλικη θυγατέρα της, η οποία βρίσκεται στη χώρα καταγωγής της (ερ.58).
22. Ως προς την ύπαρξη υποστηρικτικού δικτύου, η Αιτήτρια δήλωσε κατά τη δικαστική διαδικασία ότι δεν διατηρεί επικοινωνία με οποιοδήποτε πρόσωπο στη χώρα της. Η Αιτήτρια ωστόσο, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης της ισχυρίστηκε ότι είχε επικοινωνία με φίλους της στο Καμερούν και όσον αφορά την μητέρα της δήλωσε ότι δεν είχε επικοινωνία μαζί της, αλλά σκοπεύει να το πράξει (βλ. ερ. 48-χ2 του δ.φ.). Περαιτέρω, υποστήριξε ότι διαθέτει θείους και θείες και τον παππού της, με τον οποίο διέμενε για ένα χρονικό διάστημα στη Douala. Κατά την ακροαματική διαδικασία η Αιτήτρια δήλωσε ότι ο παππούς της και μια θεία της διαμένουν στη Douala και ο θείος της στη Yaoundé. Ως προς το ανήλικο τέκνο της, το οποίο βρίσκεται στη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια δηλώνει σε ορισμένα σημεία ότι ο πατέρας του τέκνου της εξαφανίστηκε σε πρώιμο στάδιο της εγκυμοσύνης της (βλ. ερ. 48- Χ7 του δ.φ.), σε άλλο σημείο αναφέρει ότι τον είδε τελευταία φορά το Νοέμβριο του 2021 (ενώ το παιδί της σύμφωνα με το πιστοποιητικό γέννησης που η ίδια προσκόμισε γεννήθηκε 30.5.2021), ημερομηνία που είναι μεταγενέστερη του χρόνου που αρχικώς δήλωσε ότι τον είδε. Δεν παρίσταται εξάλλου ευλογοφανές ότι καίτοι η ίδια είχε επαφή με την μητέρα του, ότι και η τελευταία αγνοούσε που βρισκόταν. Αντίφαση παρατηρείται αναφορικά με την χρονολογία γέννησης του ανήλικου τέκνου της. Η αιτήτρια αρχικώς δήλωσε ότι η θυγατέρα της γεννήθηκε στις 30/05/2021 (βλ.ερ 48-χ6 του δ.φ.) και κατόπιν διευκρινιστικών ερωτήσεων αναφορικά με την επικοινωνία με τον σύντροφο της προέκυψε αντιφατικότητα (ως αναφέρεται ανωτέρω) και κληθείσα να σχολιάσει η αιτήτρια επέμενε ότι η θυγατέρα της γεννήθηκε το έτος 2022 (βλ.ερ. 42 του δ.φ.). Ωστόσο, η αιτήτρια προσκόμισε πιστοποιητικό γέννησης (βλ. ερ. 58 του δ.φ.) όπου αναγράφεται ως ημερομηνία γέννησης η 30.5.2021 και με ημερομηνία υπογραφής του εγγράφου την 15.6.2021.
23. Κατά τη δικαστική διαδικασία, η Αιτήτρια προσκόμισε, με ένορκη δήλωση ημερομηνίας 15.3.2024, πιστοποιητικό γέννησης του τέκνου που απέκτησε στις 13.1.2024, ήτοι μεταγενέστερα της καταχώρισης της παρούσας προσφυγής. Αναφορικά με τον πατέρα του ανήλικου υιού της, η Αιτήτρια, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (δικάσιμοι 14.3.2024 και 18.4.2024), ισχυρίστηκε ότι αυτός είναι υπήκοος Καμερούν, γαλλόφωνος, αιτητής ασύλου, με τον οποίο διατηρεί δεσμό, και ότι τα δύο τέκνα της έχουν διαφορετικό πατέρα.
Σε σχετική ερώτηση του Δικαστηρίου, ως προς το εάν, σε περίπτωση επιστροφής της στη Douala, θα μετέβαινε εκεί με το τέκνο ή και με τον σύντροφό της, απάντησε ότι θα επέστρεφε μόνο με το παιδί της. Κατόπιν εξέτασης του πιστοποιητικού γέννησης του ανήλικου τέκνου της Αιτήτριας που βρίσκεται στο Καμερούν (ερυθρό 58 του δ.φ.) και του πιστοποιητικού γέννησης που αφορά το δεύτερο τέκνο της, το οποίο είναι καταχωρισμένο στον φάκελο του Δικαστηρίου, διαπιστώθηκε ότι πατέρας και των δύο παιδιών της είναι το ίδιο πρόσωπο. Το δεδομένο αυτό αντίκειται τόσο στις δηλώσεις της κατά τη διοικητική διαδικασία όσο και στις αρχικές δηλώσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου. Ενόψει της ουσιώδους αυτής αντίφασης, το Δικαστήριο διέταξε το επανάνοιγμα της υπόθεσης, προκειμένου να εξακριβωθεί η ταυτότητα του πατέρα των ανήλικων τέκνων της Αιτήτριας.
24. Κατά την ακροαματική διαδικασία της 8.7.2025, η Αιτήτρια προσήλθε ενώπιον του Δικαστηρίου συνοδευόμενη από τον σύντροφό της, κ. M.B.S.S. (εφεξής: «Μ.B.S.S.»), όπου οποίους υποβλήθηκαν ερωτήσεις. Αρχικά, η Αιτήτρια ρωτήθηκε σχετικά με τη σχέση της με τον Μ.B.S.S., την καθημερινότητά τους με το ανήλικο τέκνο που έχουν μαζί, καθώς και για τη σχέση πατέρα-παιδιού. Στη συνέχεια, υποβλήθηκαν ερωτήματα αναφορικά με το τέκνο που απέκτησε η Αιτήτρια στο Καμερούν. Αφότου το Δικαστήριο επισήμανε την αντίφαση που προέκυπτε από τα πιστοποιητικά γέννησης των ανήλικων τέκνων της και την ταυτότητα του πατέρα τους, η Αιτήτρια παραδέχθηκε ότι πατέρας και των δύο είναι ο σύντροφός της, Μ.B.S.S. Η Αιτήτρια δήλωσε ότι διατηρούσαν σχέση ήδη από το Καμερούν, ότι σήμερα διαμένουν μαζί στην επαρχία Λευκωσίας, εργάζονται αμφότεροι και καλύπτουν εξ ημισείας όλες τις δαπάνες του νοικοκυριού. Τα ανωτέρω επιβεβαίωσε και ο κ. Μ.B.S.S.. Ερωτηθείσα η Αιτήτρια υπό την επιμέλεια ποιου προσώπου βρίσκεται το ανήλικο τέκνο τους που διαμένει στο Καμερούν, αρχικά επανέλαβε ότι αυτό βρίσκεται με τη μητέρα του συντρόφου της. Ωστόσο, όταν τέθηκε σχετικό ερώτημα στον Μ.B.S.S., αυτός δήλωσε ότι το τέκνο διαμένει με τη μητέρα της Αιτήτριας και τον πατριό της. Η Αιτήτρια αποδέχθηκε εν τέλει το γεγονός αυτό, όταν της επισημάνθηκε και αυτή η αντίφαση κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας.
25. Προχωρώντας στην de novo και ex nunc εξέταση των ενώπιόν μου δεδομένων, όπως υπαγορεύουν τα εδάφια (3) και (4) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, συντάσσομαι καταρχάς ως προς τη διάκριση του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού, ήτοι του προφίλ, των προσωπικών της στοιχείων, της χώρας καταγωγής (Καμερούν) και του προηγούμενου τόπου συνήθους διαμονής της (Douala). Επιπλέον, γίνεται δεκτό ότι η αξιοπιστία της ως προς τον εν λόγω ουσιώδη ισχυρισμό στοιχειοθετείται καθώς αφενός, οι συναφείς αναφορές της παρατίθενται με συνοχή και συνέπεια ενώ επιβεβαιώνονται εν μέρει και από το προσκομισθέν από αυτήν διαβατήριο (βλ. ερ. 10 του διοικητικού φακέλου – στο εξής: o δ.φ.) και αφετέρου από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, οι οποίες εντοπίζονται και στο δ.φ. της υπόθεσης (βλ. 78 έως 63).
26. Ως προς τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, επισημαίνεται καταρχάς ότι ο τίτλος του δεν είναι δόκιμος, στο μέτρο που γίνεται αναφορά σε «φόβο δίωξης» της Αιτήτριας από τον πατριό της. Ειδικότερα, λανθασμένα οι Καθ’ ων η αίτηση συμπλέκουν τον φόβο δίωξης με την αξιολόγηση των συνθηκών που τον προκαλούν, καθώς ο πρώτος διερευνάται κατά την αξιολόγηση κινδύνου και ερμηνεύεται κατά τη νομική ανάλυση, ενώ οι ουσιώδεις ισχυρισμοί, των οποίων η αξιοπιστία αξιολογείται, αφορούν κυρίως παρελθοντικά περιστατικά και ενίοτε παρούσες καταστάσεις ή συνθήκες. Ως εκ τούτου, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός απομονώνεται ως η καταγγελλόμενη σεξουαλική κακοποίηση της Αιτήτριας από τον πατριό της.
27. Η Αιτήτρια αναφέρει ότι ο πατριός της την κακοποιούσε σωματικά από μικρή ηλικία και σεξουαλικά από την ηλικία των 17 ετών (βλ. ερ. 41-1χ του δ.φ.), ενώ ισχυρίζεται ότι κακοποιούσε σεξουαλικά και τη μικρότερη αδελφή της, η οποία, για τον λόγο αυτό, αυτοκτόνησε. Αναφέρεται επίσης σε απόπειρά της να καταγγείλει τα γεγονότα στην αστυνομία, όπου, όπως ισχυρίζεται, οι αρχές ειδοποίησαν τον πατριό της, χωρίς να υπάρξει εξέλιξη (βλ. ερ. 38-χ10 του δ.φ.), καθώς και σε προσπάθειά της να μοιραστεί όσα βίωνε με τη μητέρα της, η οποία αρχικά δεν την πίστεψε. Σε μεταγενέστερο στάδιο, η μητέρα της φέρεται να την πίστεψε, πλην όμως ασθένησε. Κατά την Αιτήτρια, μια ημέρα την είδε να δέχεται ένεση από τον πατριό της, περιστατικό που την οδήγησε να διαφύγει και να παραμείνει για δύο εβδομάδες στο σπίτι γείτονα, πριν εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της.
28. Αξιολογώντας το σύνολο των δηλώσεων της Αιτήτριας, παρατηρείται ότι παρέμεινε σταθερή ως προς την επίκληση της καταγγελλόμενης κακοποίησης από τον πατριό της ως κύριου λόγου αναχώρησής της. Τα επιμέρους γεγονότα που συγκροτούν το αφήγημά της (σεξουαλική κακοποίηση, αυτοκτονία της αδελφής της, προσφυγή στις αρχές, ασθένεια της μητέρας της) επαναλαμβάνονται σε κάθε στάδιο εξέτασης της αίτησής της. Ωστόσο, εντοπίζονται αξιοσημείωτες αποκλίσεις. Ενώπιον της διοίκησης, η Αιτήτρια δήλωσε ότι η σεξουαλική κακοποίηση ξεκίνησε όταν ήταν 18 ετών και η σωματική όταν ήταν 17 (βλ. ερ. 41-1χ του δ.φ.), ενώ ενώπιον του Δικαστηρίου (δικάσιμος 18.4.2024) ανέφερε ότι η παρενόχληση άρχισε σε ηλικία 15 ή 16 ετών, γεγονός που συνιστά αξιοσημείωτη, αν και ορώμενη αποσπασματικά όχι καταλυτικής φύσεως, χρονική ανακολουθία συναρτώμενη με τη φερόμενη δίωξη.
29. Ως προς την ασθένεια της μητέρας της και το περιστατικό της ένεσης, αρχικά υποστήριξε ότι φρόντιζε η ίδια για τα φάρμακα και γνώριζε επακριβώς τη λήψη τους (βλ. ερ. 40 και 39 του δ.φ.), ενώ ενώπιον του Δικαστηρίου ισχυρίστηκε ότι δεν της επιτρεπόταν να δει τη θεραπεία και ότι δεν γνώριζε τι έπαιρνε η μητέρα της. Επίσης, ο ισχυρισμός ότι διέμεινε για δύο εβδομάδες δίπλα στο σπίτι του δράστη, ενώ αυτός φέρεται να είχε ισχυρές διασυνδέσεις και γνωριμίες στην αστυνομία, δεν συνάδει ευλόγως με την ένταση της απειλής που περιγράφει. Η αναφορά της αυτή έρχεται σε αντίθεση με τις δηλώσεις της κατά την ακροαματική διαδικασία στις 8.7.2025 όπου η Αιτήτρια παραδέχθηκε ότι μέχρι και την τελευταία ημέρα προτού εγκαταλείψει τη χώρα της διέμενε στην οικία της μητέρας της και ότι ο γείτονάς της, ο οποίος κατά την ίδια είναι υπαρκτό πρόσωπο, τη συνέδραμε στην ετοιμασία των ταξιδιωτικών εγγράφων της και στην επικοινωνία με το σύντροφό της.
30. Αντιφάσεις καταγράφονται και στις δηλώσεις της για το επάγγελμα του πατριού της: ενώπιον της διοίκησης ανέφερε ότι δεν γνώριζε, ενώ ενώπιον του Δικαστηρίου (14.3.2024) δήλωσε ότι εργαζόταν στο λιμάνι, και σε μεταγενέστερη ακρόαση (8.7.2025) ότι εργαζόταν για ιδιωτική εταιρεία που παρείχε υπηρεσίες στο λιμάνι και είχε διασυνδέσεις στην αστυνομία. Η περιγραφή της καταγγελίας στην αστυνομία είναι γενική και αόριστη (βλ. ερ. 38-χ10 του δ.φ.), ενώ αντιφάσεις εντοπίζονται και ως προς το εάν η καταγγελία έγινε πριν ή μετά τον θάνατο της αδελφής της (βλ. ερ. 39-χ4, χ5 του δ.φ.), με τα πραγματικά περιστατικά να μην συνάδουν χρονολογικά, καθώς η μητέρα της ασθένησε μετά τον θάνατο της αδελφής της (βλ. ερ. 44-χ3 του δ.φ.). Τέλος, κατά τη δικάσιμο 8.7.2025, η Αιτήτρια απάντησε αρνητικά στο εάν υπάρχει οποιαδήποτε ένδειξη ότι ο πατριός της την αναζητεί, διότι δεν έχει επικοινωνία με κανέναν.
31. Κατά την ίδια δικάσιμο, από την εξέταση τόσο της Αιτήτριας όσο και του συντρόφου της προέκυψαν επιπλέον ουσιώδεις αντιφάσεις. Διαπιστώθηκε ότι πατέρας και των δύο ανήλικων τέκνων της είναι ο σύντροφός της, σε αντίθεση με προηγούμενες δηλώσεις της, καθώς από την εξέταση των πιστοποιητικών γέννησης (βλ. ερυθρό 58 του δ.φ.) προκύπτει ότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο. Αντιφάσεις εντοπίζονται και ως προς τον τόπο διαμονής και τα πρόσωπα που φροντίζουν την ανήλικη θυγατέρα της στο Καμερούν: ενώπιον της διοίκησης και αρχικά ενώπιον του Δικαστηρίου, η Αιτήτρια ανέφερε ότι διαμένει με τη μητέρα του συντρόφου της στη Yaoundé, χωρίς επικοινωνία για λόγους ασφαλείας, ενώ ο σύντροφος δήλωσε ότι διαμένει με τον πατριό και τη μητέρα της Αιτήτριας στη Douala, έχοντας επικοινωνία μαζί τους. Η δε μητέρα του, ως ανέφερε δεν διαμένει στη Yaoundé αλλά επίσης στην Douala. Μετά την υπόδειξη της αντίφασης, η Αιτήτρια παραδέχθηκε την εκδοχή του συντρόφου της. Η αιτιολογία που προέβαλε για την εγκατάλειψη της ανήλικης στον πατριό της, παρά τους ισχυρισμούς περί κακοποίησης, δεν κρίνεται ευλογοφανής, ιδίως όταν η ίδια δήλωσε ότι μέχρι την αναχώρησή της διέμενε με την ανήλικη θυγατέρα της και τη μητέρα της.
32. Ως προς την παραμονή της στο σπίτι του γείτονα, όπως αναφέρεται ανωτέρω, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι εκείνος τη βοήθησε στην ετοιμασία εγγράφων για την αποχώρησή της και ότι είχε επικοινωνία με τον σύντροφό της. Ωστόσο, δεν εξήγησε ικανοποιητικά γιατί δεν αναζήτησε νέα για την ανήλικη θυγατέρα της μέσω αυτής της επαφής. Το αφήγημά της, συνολικά, παρουσιάζει πληθώρα ανακριβειών και σοβαρών αντιφάσεων.
33. Τα ανωτέρω ευρήματα πλήττουν ανεπανόρθωτα την εσωτερική αξιοπιστία της Αιτήτριας, καθώς το αφήγημά της διακρίνεται από σωρεία ανακριβειών και ουσιωδών αντιφάσεων. Σύμφωνα με τον προαναφερόμενο Οδηγό της EUAA, η γενική αξιοπιστία του αιτούντος συναρτάται με τη συνοχή και την ευλογοφάνεια της συνολικής αφήγησής του. Η αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας στηρίζεται σε συγκεκριμένους δείκτες («credibility indicators»), ήτοι: εσωτερική συνέπεια (internal consistency), ευλογοφάνεια (plausibility), εξωτερική συνέπεια (external consistency) και επαρκές επίπεδο λεπτομέρειας (sufficiency of detail). Κανένας από τους ανωτέρω δείκτες δεν είναι απόλυτα καθοριστικός, ενώ η συνολική κρίση περί αξιοπιστίας πρέπει να διαμορφώνεται κατόπιν εξέτασης όλων των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων, με αντικειμενικές και αμερόληπτες μεθόδους, ώστε να αποτρέπονται εσφαλμένες απορρίψεις ή άκριτες αποδοχές ισχυρισμών. Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, το Δικαστήριο καταλήγει ότι το συνολικό αφήγημα της Αιτήτριας δεν δύναται να γίνει αποδεκτό, δεδομένου ότι η ίδια υποπίπτει κατ’ επανάληψη σε αντιφάσεις και ανακρίβειες, υπονομεύοντας έτσι τη θεμελίωση της εσωτερικής της αξιοπιστίας.
34. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία της Αιτήτριας, λόγω του ατομικού χαρακτήρα των περιγραφόμενων περιστατικών, δεν εντοπίστηκαν ανεξάρτητες διεθνείς πηγές που να επιβεβαιώνουν τα γεγονότα που συνθέτουν τον ισχυρισμό της Αιτήτριας. Ωστόσο η ίδια η Αιτήτρια προσκόμισε έγγραφο, το οποίο αποτελεί την πρόσκληση για την κηδεία της αδελφής της. Επισημαίνεται καταρχήν, ότι το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να αποφανθεί επί της γνησιότητας ενός εγγράφου, τόσο διότι κατά πάγια νομολογημένη αρχή ο δικαστής δεν υποχρεούται να αποφασίζει επί τεχνικών θεμάτων, όπως εν προκειμένω η γνησιότητα ενός εγγράφου, αλλά ούτε έχει τη δυνατότητα προς τούτο αφού δεν έχει την απαιτούμενη τεχνογνωσία για να προβεί σε ένα τέτοιο εγχείρημα (βλ. και Λάμπρου Λάμπρος v. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλου, (2009) 3 Α.Α.Δ. 79). Το παρόν Δικαστήριο συναξιολογεί καταρχάς το εν λόγω έγγραφο ακόμα και στις περιπτώσεις όπου δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί η γνησιότητά του (Βλ. Απόφαση του ΔΕΕ της 10.6.2021, την υπόθεση C‑921/19, LH κατά Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid, ECLI:EU:C:2021:478, σκέψεις 44 και 66). Στο πλαίσιο της αξιολόγησης της αυθεντικότητας ενός εγγράφου μπορεί βεβαίως να ληφθούν υπόψη και τυχόν εξόφθαλμες ενδείξεις μεταποίησης του εγγράφου τις οποίες είναι εύκολο να διακρίνει το Δικαστήριο ακόμα και χωρίς την επέμβαση ενός εμπειρογνώμονα[1]. Εν προκειμένω, το έγγραφο που προσκόμισε η Αιτήτρια αφορά σε πρόσωπο, το οποίο δεν μπορεί να ταυτοποιηθεί ως αδελφή της Αιτήτρια, καίτοι το όνομα ταυτίζεται με αυτό που αναφέρει η Αιτήτρια ως το όνομά της αδελφή της. Ο χρόνος ωστόσο θανάτου του εν λόγω προσώπου ταυτίζεται με τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας αλλά και με τις αναφορές της Αιτήτριας ως προς την ηλικία της αδελφής της, το χρόνο και τον τόπο της κηδείας της (βλ. ερ. 60 και ερ. 50 χ15,χ16 του δ.φ.). Εντούτοις τα αίτια του θανάτου που αναγράφονται στο εν λόγω έγγραφο δεν ταυτίζονται με τις αναφορές της Αιτήτριας. Σημειώνεται ότι η Αιτήτρια αποδίδει την εν λόγω καταγραφή, ήτοι αιτία θανάτου ένεκα ασθένειας, σε επέμβαση του πατριού της (βλ. ερ. 49 χ4 του δ.φ.). Σε κάθε περίπτωση το προσκομισθέν από την Αιτήτρια αντίγραφο δεν αποτελεί έγγραφο προερχόμενο από αξιόπιστη πηγή ή έγγραφο το οποίο δεν θα μπορούσε κανείς να αναπαράγει. Σημειώνεται συναφώς ότι εάν ήταν ένα παραποιημένο έγγραφο δεν θα υπήρχε λόγος μη καταγραφής της αιτίας θανάτου, την οποία η Αιτήτρια αποδίδει εν προκειμένω στη αδελφή της, ήτοι την αυτοκτονία. Δεδομένης της φύσης του εγγράφου και της πηγής του, αυτό είναι μειωμένης αποδεικτικής αξίας για όλους τους λόγους που αναφέρονται ανωτέρω. Ως προς δε το περιεχόμενό του, δεν μπορεί να λειτουργήσει ως επαρκής απόδειξη των ουσιωδών παραμέτρων του αφηγήματος της Αιτήτριας, παρά μόνο να καταδείξει το θάνατο ενός προσώπου φερόμενου ως αδελφής της Αιτήτριας χωρίς να μπορεί να αποδείξει επιπλέον περιστάσεις. Συνεπώς, δεδομένης της μη θεμελίωσης της εσωτερικής αξιοπιστίας της Αιτήτριας, το προσκομισθέν έγγραφο δεν υπηρετεί τη θεμελίωση της εξωτερικής της αξιοπιστίας και ο συναφής ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του.
35. Ως προς τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό περί σεξουαλικής κακοποίησης της Αιτήτριας από άγνωστο άνδρα σε ηλικία 6 ετών, συντάσσομαι με την θέση των Καθ' ων η αίτηση ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς και ικανοποιητικές απαντήσεις, ενώ υπέπεσε σε αντιφάσεις. Η Αιτήτρια δεν γνωρίζει την ταυτότητα του εν λόγω προσώπου, δεν ξαναήρθε σε επαφή με τον συγκεκριμένο άνδρα και δεν θεμελιώθηκαν υποψίες ότι ενδέχεται να εκτεθεί σε παρόμοια μελλοντική μεταχείριση από τον τελευταίο. Επιπλέον, παρά τον ισχυρισμό της κατά την αξιολόγηση ευαλωτότητάς της ότι υπήρξε κατ’ εξακολούθηση σεξουαλική κακοποίηση από τον άντρα αυτόν σε ηλικία 10 ετών, κατά τη συνέντευξή της άλλαξε τα λεγόμενά της, δηλώνοντας ότι συνέβη μόνο μια φορά, σε ηλικία 6 ετών, και έκτοτε δεν τον ξαναείδε, χωρίς όμως να μπορεί να προσδιορίσει χρονικά πότε ακριβώς της συνέβη αυτό το περιστατικό. Τέλος, συνεκτιμάται ο εν λόγω ισχυρισμός δεν αναφέρεται στην αίτηση της Αιτήτριας ως λόγος που την οδήγησε να εγκαταλείψει την χώρα της ούτε ενώ σε κάθε περίπτωση δεν υπάρχουν οποιεσδήποτε ενδείξεις μελλοντοστραφούς κινδύνου ένεκα αυτού του φερόμενου γεγονότος, ακόμα και εάν είχε όντως λάβει χώρα.
36. Προχωρώντας στην αξιολόγηση του κινδύνου που διατρέχει η Αιτήτρια, στη βάση του μόνου αξιόπιστου ισχυρισμού της, γίνεται καταρχάς αποδεκτό ότι αυτή συνιστά νεαρή γυναίκα, μη συζευγμένη, η οποία όμως είναι σύντροφος με τον ομοεθνή της και πατέρα των δύο ανήλικων τέκνων της (επίσης αιτούντα άσυλο στη Δημοκρατία) -ένα εκ των οποίων βρίσκεται στη χώρα καταγωγής της και το άλλο μαζί της στη Δημοκρατία, με υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής της, υγιής, με σημαντικό μορφωτικό επίπεδο, με εργασιακή πείρα στη χώρα της και στη Δημοκρατία. Η Αιτήτρια δεν εξέφρασε σε υποκειμενικό επίπεδο οποιοδήποτε φόβο απορρέον από τα στοιχεία του προφίλ της, πέραν των όσων εξετάστηκαν υπό το δεύτερο και απορριφθέντα ουσιώδη ισχυρισμό της.
37. Ως προς τη γενική κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, αναφέρονται τα ακόλουθα, όπως προκύπτουν από αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης:
38. Βάσει πληροφοριών από τον ανεξάρτητο οργανισμό ACAPS, η κρίση που ξέσπασε στις Αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν (ήτοι στις περιφέρειες Northwest και Southwest) περί τα τέλη του 2016 οδήγησε στην εμφάνιση διαφόρων αποσχιστικών ομάδων και σε ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ του κρατικού στρατού και των ενόπλων δυνάμεων των αυτονομιστών, που έχουν εντείνει την ανασφάλεια στις αγγλόφωνες περιοχές, «αφήνοντας πάνω από 334.000 άτομα εσωτερικά εκτοπισμένα και περισσότεροι από 76.000 να αναζητούν καταφύγιο στη γειτονική Νιγηρία, μέχρι τον Φεβρουάριο του 2025. ».[2] Εκ των όσων επίσης αναφέρονται στην ίδια πηγή, οι απαρχές της σύγκρουσης εντοπίζονται στα μακροχρόνια προβλήματα στην αγγλόφωνη κοινότητα στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές της χώρας, λόγω της περιθωριοποίησης τους από τη γαλλόφωνη κυβέρνηση, «που κλιμακώθηκαν σε εκτεταμένες διαμαρτυρίες και απεργίες περί τα τέλη του 2016».[3]
39. Οι αντιμαχόμενες πλευρές αποτελούνται από τις ένοπλες κρατικές δυνάμεις ασφαλείας του Καμερούν που έχουν αναπτυχθεί στην περιοχή (συμπεριλαμβανομένης της επίλεκτης μονάδας μάχης) και από διάφορες ένοπλες αυτονομιστικές ομάδες (που αριθμούν πέραν των 7 διαφορετικών ενόπλων ομάδων, συνολικής δυναμικότητας 2.000-4.000 μαχητών, που κατά τις επιθέσεις τους εναντίον του κρατικού στρατού χρησιμοποιούν αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς, καθώς και πιο προηγμένο οπλισμό όπως εκτοξευτές αντιαρματικών), που δρουν (κυρίως) στις αγγλόφωνες περιοχές (παρά το ότι εμφανίζονται με ορισμένο διαχωρισμό, οι ομάδες αυτές προσπαθούν όλο και περισσότερο να συντονιστούν μεταξύ τους, ενώ «οι συνεχιζόμενες εχθροπραξίες παρουσιάζουν ένα συλλογικό χαρακτήρα»).[4]
40. Σε σχέση με την επαρχία Littoral ωστόσο, πρωτεύουσα της οποίας αποτελεί η πόλη Douala, επικαιροποιημένες πληροφορίες αναφέρουν ότι η βία που σχετίζεται με τους αυτονομιστές δεν είναι συχνή στη συγκεκριμένη περιοχή.[5] Ειδικότερα, σε σχέση με την πόλη Douala, πρόσφατες πληροφορίες επιβεβαιώνουν την καταγραφή περιστατικών ασφαλείας, καθώς το Μάιο του 2023 οι αρχές στο Καμερούν ανακοίνωσαν ότι αγγλόφωνοι αντάρτες επιτέθηκαν σε στρατιωτικές θέσεις κοντά στο λιμάνι της πόλης Douala σκοτώνοντας αρκετούς ανθρώπους. Ωστόσο, επισημαίνεται ότι η συγκεκριμένη επίθεση είναι η πλησιέστερη που έχει σημειωθεί στην πόλη Douala λόγω της σύγκρουσης των αυτονομιστών από τότε που ξέσπασαν οι μάχες το 2017.[6] Η ίδια πηγή επιβεβαιώνει ότι αυτή είναι η πρώτη φορά που οι αντάρτες επιτίθενται τόσο κοντά στη πόλη Douala, ένα λιμάνι περίπου τεσσάρων εκατομμυρίων ανθρώπων που προμηθεύει το 80% των εισαγόμενων αγαθών για την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία και το Τσαντ που δεν έχουν πρόσβαση στη θάλασσα.[7]
41. Ως προς την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στην περιφέρεια Littoral (Littoral Region), στην οποία βρίσκεται η πόλη Douala, τόπος συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, στη διάρκεια ενός έτους και συγκεκριμένα μεταξύ 11.7.2024 και 11.7.2025 έλαβαν χώρα, συνολικά 9 περιστατικά, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 4 απώλειες. Εξ' αυτών των περιστατικών, τα 2 καταγράφηκαν ως διαμαρτυρίες (χωρίς θανάτους), τα 3 ως ταραχές (2 θάνατοι) και τα 4 ως βία κατά αμάχων (2 θάνατοι).[8] Δεδομένου λοιπόν ότι ο πληθυσμός της πόλης Douala ανέρχεται σήμερα στους 4.203.000 κατοίκους[9] και από το σύνολο των ανωτέρω στοιχείων προκύπτει ότι στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, ήτοι της πόλης Douala, περιοχή όπου δεν επεκτείνεται η αγγλόφωνη κρίση αλλά υπάγεται στο γαλλόφωνο τμήμα της χώρας, η ένταση της βίας στην περιφέρεια Littoral του Καμερούν, φαίνεται να παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα, χωρίς δε να παρατηρούνται ιδιαίτερα περιστατικά ένοπλης σύρραξης ή συχνά συμβάντα αδιακρίτως ασκούμενης βίας.
42. Ως προς τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας δεν προκύπτει οποιαδήποτε παράμετρος του προφίλ της, η οποία να επιτείνει με οποιοδήποτε τρόπο τον κίνδυνο που τυχόν αυτή διατρέχει ούτε και κάποιο στοιχείο του προφίλ της δίδει βάσιμο έρεισμα για φόβο δίωξης.
43. Ως εκ τούτου, στην προκειμένη περίπτωση λαμβάνοντας υπόψη και το προσωπικό προφίλ της Αιτήτριας, ως αυτό έγινε αποδεκτό και ειδικότερα ότι η Αιτήτρια είναι νεαρή, χωρίς πρόβλημα υγείας, έχοντας οικογενειακό υποστηρικτικό δίκτυο, ικανή προς εργασία και με εργασιακή πείρα στη χώρα της, χωρίς κάποια καταγεγραμμένη ευαλωτότητα, χωρίς καμία δράση ή συμμετοχή σε αντιπολιτευτικές ή απελευθερωτικές δραστηριότητες, κρίνεται πως σε συνάρτηση με τις παρατεθείσες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στη Περιφέρεια Littoral, και το γεγονός ότι η ίδια δεν εμπλέκεται καθ' οιονδήποτε τρόπο με τα όσα διαδραματίζονται στο πλαίσια των ενόπλων συγκρούσεων που καταγράφονται, δεν πιθανολογείται ευλόγως ότι σε περίπτωση επιστροφής της εκεί, θα εκτεθεί σε κίνδυνο.
44. Δεδομένης την ανωτέρω ανάλυσης κινδύνου και του αβασίμου του εκπεφρασμένου φόβου της Αιτήτριας, το Δικαστήριο καταλήγει ότι δεν, ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή της Αιτήτριας στο καθεστώς του πρόσφυγα καθώς δεν τεκμηριώθηκε η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης για τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Φόβος δίωξης δεν προκύπτει καθαυτός ούτε από τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας τα οποία και έχουν γίνει αποδεκτά. Ούτε επίσης τεκμηριώνεται, επικουρικώς, η υπαγωγή της στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς η Αιτήτρια δεν τεκμηριώνει αλλά και από τα ενώπιόν μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς της, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.
45. Ειδικότερα, στην προκείμενη περίπτωση, από το προαναφερόμενο ιστορικό της Αιτήτριας δεν προκύπτει, ότι ενόψει των προσωπικών της περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)] ότι αυτή διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της [βλ άρθρο 19(2)(α) και (β)].
46. Ούτε εξάλλου, προκύπτει ότι συντρέχει αδιακρίτως ασκούμενη βία στον τελευταίο τόπο διαμονής του Αιτητή, ο βαθμός της οποίας να είναι τόσο υψηλός, ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμηθεί ότι ο προσφεύγων, ακόμα κι αν ήθελε υποτεθεί ότι θα επιστρέψει στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή (βλ. άρθρο 19(2)(γ) απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94 Elgafaji, σκέψη 43).
47. Σημειώνεται συναφώς ότι «το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε Αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δε βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής». Ως «σοβαρή» ή «σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη» ορίζεται δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) ως «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης».
48. Ως προς τον όρο διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη, το ΔΕΕ, διευκρίνισε ότι της έννοιας της εσωτερικής ένοπλης συρράξεως, η σημασία και το περιεχόμενο των όρων αυτών πρέπει να καθορίζονται, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το σύνηθες νόημά τους στην καθημερινή γλώσσα, λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου αυτοί χρησιμοποιούνται και των σκοπών που επιδιώκει η ρύθμιση στην οποία εντάσσονται (αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C-549/07, Wallentin-Hermann, Συλλογή 2008, σ. I-11061, σκέψη 17, και της 22ας Νοεμβρίου 2012, C-119/12, Probst, σκέψη 20). Υπό το σύνηθες νόημά της στην καθημερινή γλώσσα, η έννοια της εσωτερικής ένοπλης συρράξεως αφορά κατάσταση στην οποία οι τακτικές δυνάμεις ενός κράτους συγκρούονται με μία ή περισσότερες ένοπλες ομάδες ή στην οποία δύο ή περισσότερες ένοπλες ομάδες συγκρούονται μεταξύ τους. (Βλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C-285/12, EU:C:2014:39, σκέψεις 27 και 28).
49. Ακολούθως ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν κατά την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε ότι λαμβάνονται υπόψη «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (Βλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C-285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (Βλ. C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).
50. Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
51. Επιπλέον, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.» (απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».
52. Ενόψει των ανωτέρω ποιοτικών και ποσοτικών χαρακτηριστικών, ιδίως δε του χαμηλού βαθμού απομακρυσμένης βίας, η οποία είναι εκ φύσεως δυνατό να επιφέρει απώλειες αμάχων, καθώς και του σχετικά χαμηλού αριθμού μαχών και περιστατικών βίας κατά αμάχων, σε σχέση και με το συνολικό πληθυσμό της περιοχής, δεν είναι δυνατό η επικρατούσα κατάσταση στον τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, ήτοι στην περιφέρεια Littoral ούτε στην πόλη Douala, να χαρακτηριστεί ως αδιάκριτη βία λόγω ένοπλης σύρραξης η οποία εξικνείται σε τέτοιο βαθμό ώστε η Αιτήτρια μόνο λόγω της παρουσίας της εκεί να έρχεται αντιμέτωπη με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης εντός του πλαισίου του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου. Tην ίδια στιγμή δεν προκύπτει οποιοσδήποτε παράγοντας επίτασης του κινδύνου στο πρόσωπο της Αιτήτριας (ΔΕΕ, C-285/12, Diakité, ημερ. 30/01/2014, σκ. 27-28). Ενόψει της έλλειψης της ουσιώδους αυτής προϋπόθεσης εφαρμογής του άρθρου 19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου, δεν παρίσταται δυνατή η υπαγωγή της Αιτήτριας στο αντίστοιχο καθεστώς.
53. Ως προς την απόφαση επιστροφής και το ενδεχόμενο παράβασης της αρχής της μη επαναπροώθησης, επισημαίνεται ότι η απορριπτική απόφαση επί αιτήσεως διεθνούς προστασίας και η απόφαση επιστροφής, παρότι συναφείς πράξεις, αποτελούν διακριτές διοικητικές πράξεις, με διαφορετικές προϋποθέσεις έκδοσης. Κατά το άρθρο 18(7Β) (α1) του περί Προσφύγων Νόμου, η έκδοση απόφασης επιστροφής από τον Προϊστάμενο προϋποθέτει την προηγούμενη απόρριψη του αιτήματος διεθνούς προστασίας. Συνεπώς, οι δύο πράξεις συνδέονται κατά τρόπο που η ακύρωση της απορριπτικής απόφασης συνεπάγεται αυτοδικαίως και την ακύρωση της απόφασης επιστροφής, όχι όμως και το αντίστροφο. Ανεξαρτήτως του αν οι πράξεις αυτές εκδίδονται ταυτόχρονα ή διαδοχικά, η απόφαση επιστροφής οφείλει να τηρεί τις διαδικαστικές εγγυήσεις του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου και τις εναρμονιστικές διατάξεις προς την Οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (στο εξής: η Οδηγία 2008/115/ΕΚ) (Βλ. αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Abdida (C-562/13, EU:C:2014:2453, σκέψεις 45 και 46), της 19ης Ιουνίου 2018, Gnandi (C-181/16, EU:C:2018:465, σκέψεις 52 και 53), και της 30ής Σεπτεμβρίου 2020, CPAS de Liège (C-233/19, EU:C:2020:757, σκέψη 45).
54. Ως εκ των ανωτέρω, τυχόν ακύρωση της απορριπτικής απόφασης επί της αίτησης διεθνούς προστασίας θα σημάνει αναγκαία ακύρωση της απόφασης επιστροφής, ως νόμιμο έρεισμα αυτής, χωρίς ωστόσο να ισχύει το αντίστροφο. Η διατύπωση, εξάλλου, που χρησιμοποίησε ο νομοθέτης περί «ενσωμάτωσης» της απόφασης επιστροφής στην απορριπτική προς χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας απόφαση και της ιδιότητας της πρώτης ως «αναπόσπαστου τμήματος» της τελευταίας δε σημαίνει την απώλεια της αυτοτέλειας των δύο. Συνιστά εν προκειμένω μία επιλογή του νομοθέτη με δικονομικής φύσης σκοπιμότητα, ήτοι την εκδίκαση και των δύο αυτών πράξεων από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας όταν η απόφαση επιστροφής (η οποία ρυθμίζεται ως προς τις προϋποθέσεις έκδοσής της στον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο (Κεφ. 105)) εκδίδεται συνεπεία απορριπτικής απόφασης επί αιτήσεως διεθνούς προστασίας, το οποίο δυνάμει του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου αποφασίζει επί πάσης προσφυγής η οποία υποβάλλεται δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος κατά απόφασης ή πράξης εκδιδομένης δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου ή κατά παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου. Ως προς το ζήτημα της σχέσης μεταξύ των δύο αποφάσεων καθώς και των έννομων συνεπειών τυχόν ακύρωσης μίας εκ των δύο, παραπέμπω στην απόφαση της αδελφής μου δικαστού κα Ε. Ρήγα στην υπόθεση αρ. 3213/2022, JK δια της Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού v. Δημοκρατίας, ημερ. 17.8.2023, με την οποία και συντάσσομαι. Επιπλέον, παρότι η απόφαση επιστροφής δεν αναφέρεται ρητά ανάμεσα στις αποφάσεις στις οποίες επεκτείνεται η από τούδε και στο εξής αρμοδιότητα του Δικαστηρίου βάσει του άρθρου 11(4) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, ενόψει της ενσωμάτωσής της και της σχέσης η οποία έχει περιγράφει με την απορριπτική της αίτησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας απόφαση, οφείλει να γίνει αποδεκτή η εξέταση από το Δικαστήριο των δεδομένων του ενδιαφερόμενου προσώπου σε επικαιροποιημένη βάση. Πράγματι, δεν παρίσταται εύλογο ενδεχόμενη ακύρωση της απορριπτικής απόφασης επί αίτησης διεθνούς προστασίας για κάποιο λόγο ο οποίος προέκυψε έπειτα από την έκδοση της πράξης να μην είναι δυνατό να οδηγήσει σε ακύρωση της απόφασης επιστροφής. Ως εκ τούτου, και στην περίπτωση της απόφασης επιστροφής η οποία έχει εκδοθεί από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου βάσει του περί Προσφύγων Νόμου ισχύει η υποχρέωση του Δικαστηρίου να λάβει υπόψιν όλα τα στοιχεία ενώπιόν του, προβαίνοντας σε ενημερωμένη αξιολόγηση αυτών (Βλ. και Απόφαση του ΕΔΑΔ στην αίτηση αρ. 37201/06, υπόθεση SAADI v. ITALY, ημερ. 28.2.2008, παρ. 128 έως 133, απόφαση της της 17ης Οκτωβρίου 2024, υπόθεση C 156/23 [Ararat] K, L, M, N κατά Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid, ECLI:EU:C:2024:892, ιδίως σκέψεις 50 έως 51).[10]
55. Περαιτέρω, σύμφωνα με την απόφαση του ΔΕΕ της 15ης Φεβρουαρίου του 2023, C‑484/22, Bundesrepublik Deutschland κατά GS, ECLI:EU:C:2023:122, η προστασία των βέλτιστων συμφερόντων του παιδιού και της οικογενειακής ζωής του επιβάλλεται και στο πλαίσιο διαδικασίας που οδηγεί στην έκδοση απόφασης για την επιστροφή ανηλίκου, έστω και αν ο ανήλικος έχει τη δυνατότητα να τα επικαλεστεί στο πλαίσιο μεταγενέστερης διαδικασίας για την αναγκαστική εκτέλεση της εν λόγω απόφασης επιστροφής, προκειμένου να επιτύχει, ενδεχομένως, την αναστολή της εκτέλεσης.
56. Οι δε αξιολογήσεις σχετικά με το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού οφείλουν να λαμβάνονται υπόψιν σε όλες τις αποφάσεις οι οποίες αφορούν παιδιά αμέσως ή εμμέσως (ΔΕΕ, απόφαση ημερ. 11.3.2021, M. A., C-112/20, σκέψεις 36 έως 38), ήτοι ακόμα και κατά την εξέταση της απόφασης επιστροφής του γονέα του. Εν προκειμένω, η επίδικη απόφαση επιστροφής δεν αφορά στον ανήλικο υιό της Αιτήτριας αλλά στην ίδια. Τονίζεται ότι η Αιτήτρια εμφανίζεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτοπροσώπως και δεν αναμένεται η ανάπτυξη και εξειδίκευση συναφών λόγων προσφυγής όπως οφείλεται στην περίπτωση των αιτητών που εκπροσωπούνται δια συνηγόρου. Αποτελεί δε παραδεκτό γεγονός και από τις δύο πλευρές η ύπαρξη του ανήλικου τέκνου της Αιτήτριας (βλ. πιστοποιητικό γέννησης συνημμένο στην ένορκη δήλωση της Αιτήτριας ημερομηνίας 13.5.2024). Επιπλέον, γίνεται δεκτό από το Δικαστήριο το γεγονός ότι ο πατέρας του ανήλικου υιού της, ο οποίος βρίσκεται στη Δημοκρατία υπήρξε σύντροφος της Αιτήτριας ήδη κατά το χρόνο που αυτή εγκατέλειψε τη χώρα της, όπως προκύπτει τόσο από τις δηλώσεις της ιδίας και του συντρόφου της ενώπιον του Δικαστηρίου όσο και από το πιστοποιητικό γέννησης που προσκόμισε η Αιτήτρια αναφορικά με την ανήλική θυγατέρα της και επίσης παιδί του συντρόφου της, η οποία βρίσκεται στη χώρα καταγωγής της.
57. Σε σχέση με τη λήψη υπόψιν των βέλτιστων συμφερόντων του παιδιού, βάσει της αιτιολογικής σκέψης 22 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ, «Σύμφωνα με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού (1989), τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν πρωτίστως υπόψη το «συμφέρον του παιδιού» κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.». Το άρθρο 5 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ, ορίζει ότι κατά την εφαρμογή της Οδηγίας, τα κράτη μέλη λαμβάνουν δεόντως υπόψη, τα βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού, την οικογενειακή ζωή, την κατάσταση υγείας του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας και τηρούν την αρχή μη επαναπροώθησης. Το άρθρο 5 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ ενσωματώθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη με το άρθρο 180Ζ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου. Δυνάμει του άρθρου 18ΟΖ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεων Νόμου κατά την εφαρμογή των διατάξεων της επιστροφής και δη κατά την έκδοση της απόφασης επιστροφής τηρείται η αρχή της μη επαναπροώθησης κατά τρόπο να λαμβάνονται δεόντως υπόψη, μεταξύ άλλων, τα βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού και η οικογενειακή ζωή. Όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 18ΟΖ, οι ανωτέρω αρχές δεσμεύουν την αποφαίνουσα αρχή κατά την έκδοση της απόφασης επιστροφής δυνάμει του άρθρου 18ΟΗ.[11]
58. Περαιτέρω, σύμφωνα με τον περί Προσφύγων Νόμο, το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού αποτελεί πρωταρχικό μέλημα κατά την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου, με τις αρμόδιες αρχές κατά την εκτίμηση του βέλτιστου συμφέροντος, να λαμβάνουν δεόντως υπόψη, την αρχή της οικογενειακής ενότητας, την ευημερία και την κοινωνική ανάπτυξη του ανηλίκου, ζητήματα ασφάλειας και προστασίας και τις απόψεις του ανηλίκου ανάλογα με την ηλικία του και την ωριμότητά του. Περαιτέρω, διασφαλίζουν ότι τα ανήλικα τέκνα των αιτητών διαμένουν με τους γονείς τους, εφόσον αυτό είναι προς το βέλτιστο συμφέρον των εν λόγω ανηλίκων.[12]
59. Στο πλαίσιο της υπόθεσης M. A. (απόφαση του ΔΕΕ ημερομηνίας 11.3.2021, M. A., C-112/20), ερμηνεύοντας το άρθρο 5 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ, το ΔΕΕ προέβη σε διευκρινίσεις σχετικά με την υποχρέωση των κρατών μελών να λαμβάνουν υπόψιν το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού σε «όλες τις αποφάσεις και όλες τις δράσεις που αφορούν άμεσα ή έμμεσα τα παιδιά»(απόφαση του ΔΕΕ ημερομηνίας 11.3.2021, M. A., C-112/20, σκέψη 38). Η υποχρέωση λήψης υπόψιν της εν λόγω αρχής δεσμεύει τα κράτη μέλη μεταξύ άλλων όταν «η αρμόδια εθνική αρχή εκδίδει απόφαση περί επιστροφής [.] σε βάρος υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος διαμένει παρανόμως στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους και ο οποίος είναι, επιπλέον, πατέρας του ανηλίκου που διαμένει νομίμως στο έδαφος αυτό» (απόφαση του ΔΕΕ ημερομηνίας 11.3.2021, M. A., C-112/20, σκέψη 32). Σύμφωνα με το Γενικό Σχόλιο 14 (2003) της Επιτροπής των Δικαιωμάτων του Παιδιού των Ηνωμένων Εθνών στο οποίο παραπέμπει η ανωτέρω απόφαση, η διατήρηση του οικογενειακού περιβάλλοντος συνιστά ένα από τα στοιχεία τα οποία λαμβάνονται υπόψιν κατά την αξιολόγηση των βέλτιστων συμφερόντων του παιδιού.[13] Ενόψει της βαρύτητας του αποχωρισμού επί των παιδιών, αυτός οφείλει να αποτελεί λύση έσχατης ανάγκης.[14] Στο Γενικό Σχόλιο Νο 6 (2005), η Επιτροπή Δικαιωμάτων του Παιδιού αναφέρει ότι «η οικογενειακή επανένωση στη χώρα καταγωγής δεν είναι προς το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού [.] όταν υπάρχει «εύλογος κίνδυνος» τέτοια επιστροφή να οδηγήσει σε παραβίαση των θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων του παιδιού. Τέτοιος κίνδυνος καταγράφεται αναμφισβήτητα στην παροχή προσφυγικού καθεστώτος ή στην απόφαση των αρμόδιων αρχών ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής των υποχρεώσεων μη επαναπροώθησης [.]. Επομένως, η παροχή προσφυγικού καθεστώτος συνιστά νομικά δεσμευτικό εμπόδιο επιστροφής στη χώρα καταγωγής, και, επομένως στην οικογενειακή επανένωση σε αυτήν».[15]
60. Το Δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη του σε επικαιροποιημένη βάση τα δεδομένα της Αιτήτριας και δεν μπορεί να παραβλέψει ότι εν προκειμένω εγείρεται ζήτημα ενδεχόμενης παράβασης της αρχής της μη επαναπροώθησης, υπό το φως του βέλτιστου συμφέροντος του ανηλίκου και τη οικογενειακής ενότητας (Βλ. απόφαση της της 17ης Οκτωβρίου 2024, υπόθεση C 156/23 [Ararat] K, L, M, N κατά Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid, ECLI:EU:C:2024:892, ιδίως σκέψεις 50 έως 51).
61. Στην υπόθεση C-112/20 M. A. κατά Βελγίου[16], στη σκέψη 26, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να λάβουν δεόντως υπόψη το δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής καθώς και το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού, όπως κατοχυρώνονται στο άρθρο 7 και στο άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη. Και συνεχίζει:
«27 Συναφώς, το Δικαστήριο έχει ήδη διαπιστώσει ότι, για την εκτίμηση αυτή είναι μεν κρίσιμη η περίσταση ότι ο έτερος γονέας του παιδιού είναι όντως ικανός και διατεθειμένος να αναλάβει μόνος την καθημερινή και πραγματική φροντίδα του παιδιού, αλλά το στοιχείο αυτό δεν επαρκεί αφ’ εαυτού για να κριθεί ότι δεν υφίσταται, μεταξύ του γονέα που είναι υπήκοος τρίτης χώρας και του παιδιού, σχέση εξαρτήσεως τέτοιου είδους ώστε το παιδί να είναι αναγκασμένο να εγκαταλείψει το έδαφος της Ένωσης αν δεν αναγνωρισθεί δικαίωμα διαμονής στον εν λόγω υπήκοο τρίτης χώρας. Πράγματι, μια τέτοια διαπίστωση πρέπει να στηρίζεται στη συνεκτίμηση, προς το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, του συνόλου των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, ιδίως δε της ηλικίας του παιδιού, της σωματικής και συναισθηματικής του αναπτύξεως, της εντάσεως του συναισθηματικού του δεσμού με καθέναν από τους γονείς του, καθώς και του κινδύνου που θα συνεπαγόταν για την ισορροπία του παιδιού ο αποχωρισμός του από τον γονέα υπήκοο τρίτης χώρας (πρβλ. απόφαση της 10ης Μαΐου 2017, Chavez-Vilchez κ.λπ., C 133/15, EU:C:2017:354, σκέψεις 70 και 71). […].
62. Στην απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση της 10ης Μαΐου 2017, C‑133/15, H. C. Chavez-Vilchez κλπ κατά Raad van bestuur van de Sociale verzekeringsbank κλπ, ECLI:EU:C:2017:354, σκέψεις 70 έως 72 το ΔΕΕ, η οποία καίτοι αφορούσε σε ανήλικο πολίτη της Ένωσης το ΔΕΕ παραπέμπει στην απόφασή του C-112/20 M. A., προκειμένου να αναδείξει το περιεχόμενο της έννοιας του βέλτιστου συμφέροντος και τα κριτήρια που δέον να λαμβάνονται υπόψη, επισημαίνει τα εξής αναφορικά με τον κίνδυνο που διατρέχει ένα τέκνο να στερηθεί τον ένα γονέα του λόγω άρνησης διαμονής του στο κράτος μέλος καθώς και των παραμέτρων που λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί ο κίνδυνος:
«70 Εν προκειμένω, για να εκτιμηθεί ο κίνδυνος που διατρέχει το κάθε τέκνο, πολίτης της Ένωσης, να αναγκαστεί να εγκαταλείψει το έδαφος της Ένωσης και να στερηθεί, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τη δυνατότητα πραγματικής απολαύσεως, κατά το ουσιώδες μέρος τους, των δικαιωμάτων που του απονέμονται από το άρθρο 20 ΣΛΕΕ στην περίπτωση που δεν αναγνωρισθεί στον γονέα του, υπήκοο τρίτης χώρας, άδεια διαμονής στο οικείο κράτος μέλος, είναι σημαντικό να εξακριβωθεί, σε κάθε μία από τις υποθέσεις της κύριας δίκης, ποιος είναι ο γονέας που έχει αναλάβει την πραγματική επιμέλεια του τέκνου και αν υφίσταται πραγματική σχέση εξαρτήσεως μεταξύ του τέκνου και του γονέα που είναι υπήκοος τρίτης χώρας. Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτής οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να λάβουν υπόψη το δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο πρέπει να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με την υποχρέωση λήψεως υπόψη του υπέρτατου συμφέροντος του τέκνου, το οποίο αναγνωρίζεται στο άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη
71 Κατά την εκτίμηση αυτή είναι μεν κρίσιμο στοιχείο το ότι ο έτερος γονέας, πολίτης της Ένωσης, είναι πράγματι ικανός και διατεθειμένος να αναλάβει κατ’ αποκλειστικότητα την καθημερινή πραγματική φροντίδα του τέκνου, αλλά το στοιχείο αυτό δεν επαρκεί αφεαυτού για να κριθεί ότι δεν υφίσταται, μεταξύ του γονέα που είναι υπήκοος τρίτης χώρας και του τέκνου, σχέση εξαρτήσεως τέτοιου είδους ώστε το τέκνο να είναι αναγκασμένο να εγκαταλείψει το έδαφος της Ένωσης αν δεν αναγνωρισθεί δικαίωμα διαμονής στον εν λόγω υπήκοο τρίτης χώρας. Ένα τέτοιο συμπέρασμα πρέπει να στηρίζεται στη συνεκτίμηση, προς το υπέρτατο συμφέρον του τέκνου, του συνόλου των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, ιδίως δε της ηλικίας του τέκνου, της σωματικής και συναισθηματικής του αναπτύξεως, της εντάσεως του συναισθηματικού του δεσμού με τον γονέα που είναι πολίτης της Ένωσης και με τον γονέα υπήκοο τρίτης χώρας, καθώς και του κινδύνου που θα συνεπαγόταν για την ισορροπία του τέκνου ο αποχωρισμός του από τον γονέα υπήκοο τρίτης χώρας.
72 Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, στο πρώτο και το δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 20 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι, προκειμένου να κριθεί αν τέκνο το οποίο είναι πολίτης της Ένωσης θα αναγκαζόταν να εγκαταλείψει το έδαφος της Ένωσης θεωρούμενο ως εν όλον, και να στερηθεί, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τη δυνατότητα πραγματικής απολαύσεως, κατά το ουσιώδες μέρος τους, των δικαιωμάτων που του απονέμονται από το άρθρο αυτό, στην περίπτωση που δεν αναγνωρισθεί στον γονέα του, υπήκοο τρίτης χώρας, δικαίωμα διαμονής στο οικείο κράτος μέλος, το ότι ο έτερος γονέας, υπήκοος της Ένωσης, είναι πράγματι ικανός και διατεθειμένος να αναλάβει κατ’ αποκλειστικότητα την καθημερινή πραγματική φροντίδα του τέκνου είναι μεν κρίσιμο στοιχείο, πλην όμως δεν επαρκεί αφεαυτού για να κριθεί ότι δεν υφίσταται μεταξύ του γονέα που είναι υπήκοος τρίτης χώρας και του τέκνου σχέση εξαρτήσεως τέτοιου είδους ώστε το τέκνο να υποστεί περιορισμό των δικαιωμάτων του σε περίπτωση μη αναγνωρίσεως δικαιώματος διαμονής. Μια τέτοια εκτίμηση πρέπει να στηρίζεται στη συνεκτίμηση, προς το υπέρτατο συμφέρον του τέκνου, του συνόλου των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, ιδίως δε της ηλικίας του τέκνου, της σωματικής και συναισθηματικής του αναπτύξεως, της εντάσεως του συναισθηματικού του δεσμού με τον γονέα που είναι πολίτης της Ένωσης και με τον γονέα υπήκοο τρίτης χώρας, καθώς και του κινδύνου που θα συνεπαγόταν για την ισορροπία του τέκνου ο αποχωρισμός του από τον γονέα υπήκοο τρίτης χώρας.».
63. Στην ανωτέρω υπόθεση το Δικαστήριο καταλήγει δεν απαγορεύει σε κράτος μέλος να εξαρτά το δικαίωμα διαμονής, στο έδαφός του, υπηκόου τρίτης χώρας, γονέα ο οποίος έχει την καθημερινή πραγματική φροντίδα ανήλικου τέκνου έχοντος την ιθαγένεια του εν λόγω κράτους μέλους, από την υποχρέωση του εν λόγω υπηκόου να προσκομίσει στοιχεία που αποδεικνύουν ότι τυχόν απόφαση περί μη αναγνωρίσεως δικαιώματος διαμονής στον γονέα υπήκοο τρίτης χώρας θα στερούσε από το τέκνο τη δυνατότητα πραγματικής απολαύσεως, κατά το ουσιώδες μέρος τους, των δικαιωμάτων που παρέχει η ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης, υποχρεώνοντάς το να εγκαταλείψει το έδαφος της Ένωσης θεωρούμενο ως εν όλον. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους οφείλουν, όμως, να προβαίνουν, βάσει των στοιχείων που προσκομίζονται από τον υπήκοο τρίτης χώρας, στην αναγκαία έρευνα ώστε να μπορέσουν να κρίνουν, υπό το πρίσμα του συνόλου των περιστάσεων της υποθέσεως, αν τυχόν απορριπτική απόφαση θα είχε τις συνέπειες αυτές.
64. Ως εκ τούτου, όσον αφορά στο σκοπό τον οποίο επιδιώκει το άρθρο 5 της Οδηγίας 2008/115, πρέπει να σημειωθεί, αφενός, ότι, όπως επιβεβαιώνουν οι αιτιολογικές σκέψεις 22 και 24 της εν λόγω οδηγίας, το άρθρο αυτό αποσκοπεί να εξασφαλίσει, στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής που προβλέπει η ως άνω οδηγία, την τήρηση διαφόρων θεμελιωδών δικαιωμάτων, μεταξύ των οποίων τα θεμελιώδη δικαιώματα του παιδιού, όπως αυτά κατοχυρώνονται στο άρθρο 24 του Χάρτη. Επομένως, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού τον οποίο επιδιώκει, το εν λόγω άρθρο 5 δεν μπορεί να ερμηνεύεται στενά [βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 14ης Φεβρουαρίου 2019, Buivids, C 345/17, EU:C:2019:122, σκέψη 51, και της 26ης Μαρτίου 2019, SM (Παιδί που τελεί υπό το αλγερινό σύστημα kafala), C 129/18, EU:C:2019:248, σκέψη 53].
65. Αφετέρου, το άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη προβλέπει ότι, σε όλες τις πράξεις που αφορούν τα παιδιά, είτε επιχειρούνται από δημόσιες αρχές είτε από ιδιωτικούς οργανισμούς, πρωταρχική σημασία πρέπει να δίδεται στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού. Επομένως, η ως άνω διάταξη έχει, αυτή καθεαυτήν, ευρεία διατύπωση και εφαρμόζεται σε αποφάσεις οι οποίες, όπως μια απόφαση επιστροφής εκδοθείσα σε βάρος υπηκόου τρίτης χώρας, γονέα ανηλίκου, δεν έχουν μεν ως αποδέκτη τον ανήλικο, αλλά έχουν σημαντικές συνέπειες για τον ανήλικο αυτόν.
66. Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται από το άρθρο 3, παράγραφος 1, της Διεθνούς Συμβάσεως για τα δικαιώματα του παιδιού, στο οποίο παραπέμπουν ρητώς οι επεξηγήσεις σχετικά με το άρθρο 24 του Χάρτη.
67. Κατά το ως άνω άρθρο 3, παράγραφος 1, το συμφέρον του παιδιού πρέπει να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν τα παιδιά. Επομένως, η διάταξη αυτή καλύπτει, γενικά, όλες τις αποφάσεις και όλες τις δράσεις που αφορούν άμεσα ή έμμεσα τα παιδιά, όπως επισήμανε η επιτροπή των δικαιωμάτων του παιδιού των Ηνωμένων Εθνών [βλ., συναφώς, γενική παρατήρηση αριθ. 14 (2013) της επιτροπής των δικαιωμάτων του παιδιού επί του δικαιώματος που παιδιού να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη το βέλτιστο συμφέρον του (άρθρο 3, παράγραφος 1), CRC/C/GC/14, σημείο 19].
68. Όσον αφορά, δεύτερον, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 5, στοιχείο αʹ, της Οδηγίας 2008/115, πρέπει να σημειωθεί, πρώτον, ότι, όταν ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να λαμβάνονται υπόψη τα στοιχεία που απαριθμούνται στο ως άνω άρθρο 5 μόνον ως προς τον υπήκοο τρίτης χώρας για τον οποίο έχει εκδοθεί η απόφαση περί επιστροφής, το προέβλεψε ρητώς.
69. Συγκεκριμένα, σε αντίθεση με το άρθρο 5, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας 2008/115, από το άρθρο 5, στοιχείο γʹ, της οδηγίας αυτής προκύπτει ρητώς ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν δεόντως υπόψη μόνον την κατάσταση της υγείας του «συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας», ήτοι την κατάσταση της υγείας του αποδέκτη της αποφάσεως περί επιστροφής.
70. Δεύτερον, από το άρθρο 5, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής απορρέει ότι τα κράτη μέλη, όταν προτίθενται να εκδώσουν απόφαση περί επιστροφής, οφείλουν να λαμβάνουν επίσης δεόντως υπόψη την οικογενειακή ζωή. Το δε άρθρο 7 του Χάρτη, που αφορά ιδίως το δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής, το οποίο μπορεί να επικαλεστεί ένας παρανόμως διαμένων υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος, όπως ο M. A., είναι ο πατέρας ανήλικου παιδιού, πρέπει να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με το άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη, που προβλέπει την υποχρέωση να λαμβάνεται υπόψη το υπέρτερο συμφέρον του ανήλικου παιδιού του [πρβλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2019, SM (Παιδί που τελεί υπό το αλγερινό σύστημα kafala), C 129/18, EU:C:2019:248, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
71. Στην ανωτέρω υπόθεση το Δικαστήριο καταλήγει ότι το άρθρο 5 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, σε συνδυασμό με το άρθρο 24 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει την έννοια ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να λαμβάνουν δεόντως υπόψη τα βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού πριν εκδώσουν απόφαση περί επιστροφής, συνοδευόμενη από απαγόρευση εισόδου, ακόμη και όταν ο αποδέκτης της αποφάσεως αυτής δεν είναι ένας ανήλικος, αλλά ο πατέρας του ανηλίκου αυτού.
72. Ειδικά ως προς τη λήψη υπόψιν της οικογενειακής ζωής, ως προβλέπεται από το ανωτέρω άρθρο 180Ζ, το προοίμιο υπό (22) της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ ότι «σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν πρωτίστως υπόψη το σεβασμό της οικογενειακής ζωής κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.» Βάσει της νομολογίας του ΕΔΑΔ, η έννοια της οικογενειακής ζωής συνιστά αυτόνομη έννοια της Σύμβασης (βλ. ενδεικτικά ΕΔΔΑ, απόφαση ημερομηνίας 3.10.2023, αίτηση υπ' αριθ. 59913/11, Zelenevy v. Russia, σκέψη 60). Στην απόφαση Van der Heijden v Netherlands (ΕΔΔΑ, απόφαση ημερομηνίας 3.4.2012, αίτηση υπ' αριθ. 42857/05, σκ. 50), το ΕΔΔΑ επιβεβαίωσε πως η έννοια της οικογενειακής ζωής δεν περιορίζεται στις οικογένειες οι οποίες βασίζονται στο γάμο και ενδεχομένως να συμπεριλαμβάνει άλλες εν τοις πράγμασι σχέσεις. Ως προς τη διαπίστωση εάν μία σχέση εξικνείται στο επίπεδο της «οικογενειακής ζωής», το Δικαστήριο έκρινε ότι κρίσιμους παράγοντες αποτελούν η συμβίωση του ζεύγους, η διάρκεια της σχέσης του, η επίδειξη της κοινής τους δέσμευσης μέσω της γέννησης τέκνων ή άλλων μέσων (ΕΔΔΑ, απόφαση ημερομ. 3.4.2012, αίτηση υπ' αριθ. 42857/05, σκ. 50). Ειδικά ως προς τη σχέση μεταξύ φυσικού πατέρα και τέκνου γεννημένου εκτός γάμου, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η έννοια της οικογένειας περιλαμβάνει τους εν τοις πράγμασι οικογενειακούς δεσμούς, όπου τα μέρη διαβιώνουν εκτός γάμου. Τέκνο γεννηθέν εκτός μίας τέτοιας σχέσης είναι ipso iure μέρος μίας τέτοιας οικογενειακής μονάδας από τη στιγμή της γέννησής του και μόνο εκ του γεγονότος αυτού. (ΕΔΔΑ, απόφαση ημερομ. 26.5.1994, Keegan v. Ιρλανδίας, αίτηση υπ' αριθ. 16969/90, σκ.44). Ως παράγοντα επέκτασης της έννοιας της «οικογενειακής ζωής» σε μία τέτοια σχέση, το ΕΔΔΑ έκρινε την «πραγματική ύπαρξη στην πράξη στενών προσωπικών δεσμών», όπως προσδιορίζεται από τη φύση της σχέσης μεταξύ των φυσικών γονέων καθώς και την ύπαρξη «ευαπόδεικτου ενδιαφέροντος και δέσμευσης από τον πατέρα στο τέκνο τόσο πριν όσο και έπειτα από τη γέννηση» (ΕΔΔΑ, απόφαση ημερομ. 15.9.2011, Schneider v. Γερμανίας, αίτηση υπ' αριθ. 17080/07, σκ. 81)
73. Εξάλλου, ως προς την οικογενειακή ενότητα, το άρθρο 9 παράγραφος 1 της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού ορίζει ότι, με την επιφύλαξη ρητών εξαιρέσεων, «Τα Συμβαλλόμενα Κράτη διασφαλίζουν ότι ένα παιδί δεν θα χωρίζεται από τους γονείς του παρά τη θέλησή τους».
74. Η Σύμβαση της Γενεύης αναφέρει στο άρθρο 12 αυτής ότι:
«Αρθρον 12. - 1. Η προσωπική κατάστασις των Προσφύγων διέπεται υπό των νόμων της χώρας της κατοικίας ή ελλείψει κατοικίας, υπό των νόμων της χώρας της διαμονής αυτών. 2. Τα προς την προσωπικήν κατάστασιν του πρόσφυγος συναφή κεκτημένα δικαιώματα, ιδίως δε τα συναφή προς τον γάμον, θα είναι σεβαστά υπό παντός Συμβαλλομένου Κράτους, υπό την επιφύλαξιν της εκπληρώσεως, εν ή περιπτώσει τυγχάνει τούτο απαραίτητον των υπό της νομοθεσίας του ειρημένου Κράτους.».
75. Σε περίπτωση απέλασης αλλοδαπού, η νομολογία του ΕΔΔΑ διακρίνει κατά βάση μεταξύ των περιπτώσεων «εγκατεστημένων αλλοδαπών», δηλαδή προσώπων στα οποία έχει ήδη δοθεί επισήμως δικαίωμα διαμονής στη χώρα (ΕΔΔΑ, απόφαση ημερομ. 3.10.2014, Jeunesse v. the Netherlands, αίτηση υπ' αριθ. 12738/10, σκ.104) και προσώπων τα οποία εισέρχονται παράτυπα στη χώρα.[17] Στο πλαίσιο αξιολόγησης της αναλογικότητας, το Δικαστήριο εξετάζει σειρά παραγόντων, μεταξύ των οποίων την ύπαρξη ανυπέρβλητων εμποδίων στη διαβίωση της οικογένειας στη χώρα καταγωγής του υπηκόου τρίτης χώρας τον οποίο αφορά η απόφαση (ΕΔΔΑ, απόφαση ημερομ. 23.6.2022, Alleleh and Others v. Norway, αίτηση υπ' αριθ. 569/20, σκ.90)[18]
76. Το ΕΔΑΔ έχει εφαρμόσει ένα παρόμοιο κριτήριο με αυτό που χρησιμοποίησε σε υποθέσεις οικογενειακής επανένωσης για να διαπιστώσει ότι «καθώς ήταν de facto αδύνατο για τον αιτούντα και την οικογένειά του να συνεχίσουν τη ζωή τους μαζί εκτός Δανίας, [η απέλαση του αιτητή] θα είναι δυσανάλογη προς τους επιδιωκόμενους στόχους και παραβιάζει το δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής» [Amrollahi κατά Δανίας, Αίτηση ΕΣΔΑ αριθ. 56811/00, 11 Ιουλίου 2002]. Ο χωρισμός των μελών της οικογένειας μέσω απέλασης, όταν αυτή η οικογένεια δεν έχει ρεαλιστικές δυνατότητες να απολαύσει αυτό το δικαίωμα αλλού, θα μπορούσε να ισοδυναμεί με σκληρή, απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία ή να παραβιάζει την αρχή του «βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού» σύμφωνα με τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού.
77. Στην παρούσα υπόθεση, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει τόσο από το προσκομισθέν πιστοποιητικό γέννησης της Αιτήτριας ενώπιον του Δικαστηρίου, όσο και από όσα κατατέθηκαν στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας της 8.7.2025, η Αιτήτρια και ο Μ.Β.S.S., αμφότεροι υπήκοοι Καμερούν, επιβεβαίωσαν ότι διατηρούν σχέση και συμβιώνουν με το ανήλικο τέκνο τους, D.K.N.S., γεννηθέν στις 13.1.2024. Υφίστανται, ως εκ τούτου, ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία που συνηγορούν στο συμπέρασμα ότι τα τρία αυτά πρόσωπα συγκροτούν οικογένεια. Προς τούτο συνεκτιμάται και η διάρκεια της σχέσης των γονέων, καθώς, σύμφωνα με τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, η σχέση τους ξεκίνησε ήδη στη χώρα καταγωγής τους, όπου είχαν αποκτήσει και μία ανήλικη θυγατέρα. Από την εξέταση των προσωπικών περιστάσεων της Αιτήτριας διαπιστώνεται ότι διατηρεί εν τοις πράγμασι δεσμό με τον σύντροφό της. Και οι δύο κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου ότι η σχέση τους υφίσταται από την περίοδο που διέμεναν στο Καμερούν, όπως προκύπτει και από το πιστοποιητικό γέννησης της ανήλικης θυγατέρας τους, η οποία βρίσκεται στη χώρα καταγωγής τους. Η Αιτήτρια συμβιώνει με τον σύντροφό της, με τον οποίο έχει αποκτήσει τέκνο, το οποίο έχει αναγνωριστεί από εκείνον και του οποίου τη γονική μέριμνα ασκεί στην πράξη, αναλαμβάνοντας τη φύλαξη και την καθημερινή φροντίδα του. Τα ανωτέρω προκύπτουν τόσο από τις καταθέσεις τους όσο και από τη σχέση οικειότητας που παρατηρήθηκε μεταξύ του ανηλίκου και των δύο γονέων κατά την ακροαματική διαδικασία.
78. Ειδικότερα, η Αιτήτρια δήλωσε ότι κατοικούν από κοινού στην επαρχία Λευκωσίας, καλύπτοντας από κοινού τα έξοδα διαβίωσης, και ότι εργάζονται αμφότεροι· ο σύντροφος σε πρωινό ωράριο και η ίδια σε βραδινό, γεγονός που επιτρέπει στον σύντροφο, μετά την εργασία του, να μεριμνά για τις οικιακές εργασίες και την ανατροφή του ανηλίκου. Ο κ. Μ.Β.S.S. είναι επίσης αιτητής ασύλου, εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί απορριπτική απόφαση από την Υπηρεσία Ασύλου και απόφαση επιστροφής· κατά της τελευταίας έχει ασκηθεί η προσφυγή υπ’ αριθ. 3339/24, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Δ.Δ.Δ.Π.. Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι τα τρία προαναφερθέντα πρόσωπα αποτελούν οικογένεια, και ότι υφίσταται πραγματική σχέση εξάρτησης μεταξύ του ανηλίκου και του πατέρα του.
79. Ως εκ τούτου, η τυχόν εκτέλεση της απόφασης επιστροφής εναντίον της Αιτήτριας, θα οδηγούσε εκ των πραγμάτων σε απομάκρυνση και του ανήλικου τέκνου και της μητέρας αυτού, με αποτέλεσμα να διαταραχθεί η σωματική και συναισθηματική ισορροπία του ανήλικου τέκνου, εξαιτίας του αποχωρισμού του από τον πατέρα του. Συνεπώς, στη βάση των όσων αναλύθηκαν πιο πάνω, ότι άμα τη επιστροφή της Αιτήτρια μαζί με το ανήλικο τέκνο της στη χώρα της, υπάρχουν ενδείξεις ενδεχόμενης παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης, του βέλτιστου συμφέροντος του ανηλίκου και του δικαιώματος της οικογενειακής ζωής. Στην απόφασή του ΔΕΕ στην υπόθεση C-156/23 [Ararat] K, L, M, N κατά Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid, σκέψεις 44 έως 50,[19] τονίζει ότι τα κράτη έχουν τη δυνατότητα να επανεξετάζουν την απόφαση επιστροφής και να αναβάλλουν, κατά περίπτωση, την απομάκρυνση και έχουν επιπλέον, προκειμένου να είναι αποτελεσματική η δικαστική προστασία την δυνατότητα αναστολής της απόφασης επιστροφής, η εκτέλεση της οποίας, ενδέχεται να εκθέσει τον ενδιαφερόμενο υπήκοο τρίτης χώρας σε πραγματικό κίνδυνο απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε μεταξύ άλλων ότι εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται του ελέγχου νομιμότητας, να εξετάσει αυτεπαγγέλτως, βάσει των στοιχείων της δικογραφίας που έχουν τεθεί υπόψη του, όπως συμπληρώθηκαν ή αποσαφηνίστηκαν κατόπιν κατ’ αντιμωλίαν διαδικασίας, ενδεχόμενη παραβίαση της αρχής της μη επαναπροώθησης λόγω της εκτέλεσης της απόφασης επιστροφής.
80. Επισημαίνεται συναφώς, ότι δυνάμει της αρχής της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου, του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, και της ανωτέρω νομολογίας του ΔΕΕ, όπου προβλέπεται ρητώς η εξουσία του Δικαστηρίου για αναστολή της απόφασης επιστροφής, ακόμη και ελλείψει ρητής εθνικής δικονομικής διάταξης που να επιτρέπει στο παρόν Δικαστήριο την αναστολή της απόφασης επιστροφής της Αιτήτριας (βλ. mutadis mutandis ως προς την αρχή της αποτελεσματικότητας και Απόφαση του Δικαστηρίου της 29η Ιουλίου 2019 στην υπόθεση C-556/17, Torubarov, ECLI:EU:C:2019:626, σκέψη 73 και επίσης απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, στην υπόθεση C‑924/19 PPU και C‑925/19 PPU, FMS κ.α., ECLI:EU:C:2020:367, σκέψεις 139 έως 147 επίσης για την υπεροχή του ενωσιακού δικαίου και την άντληση εξουσίας απευθείας από το ενωσιακό δίκαιο), το παρόν Δικαστήριο έχει την εξουσία να αναστείλει το αποτέλεσμα της υπό εξέταση απόφασης επιστροφής.
81. Στην παρούσα υπόθεση εκκρεμούσης της εξέτασης, σε δεύτερο βαθμό της απόφασης ασύλου του πατέρα του ανηλίκου και συντρόφου της Αιτήτριας, του ενδεχομένου παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης, του βέλτιστου συμφέροντος του ανηλίκου και του δικαιώματος της οικογενειακής ζωής σε περίπτωση εκτέλεσης της απόφασης επιστροφής, ως διαπιστώθηκε ανωτέρω, αναστέλλεται η εκτέλεση της απόφασης επιστροφής ημερομηνίας 7.4.2024, μέχρι την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου επί της προσφυγής υπ΄αριθμό 3339/24, αφορούσα τον σύντροφο της Αιτήτριας και πατέρα του ανήλικου τέκνου της.
Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται κατά το σκέλος που στρέφεται κατά της απορριπτικής απόφασης επί της παροχής καθεστώτος διεθνούς προστασίας και η επίδικη απόφαση τροποποιείται ως ανωτέρω, με €300 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας. Κατά το σκέλος που στρέφεται σε βάρος της απόφασης επιστροφής, η τελευταία αναστέλλεται μέχρι την τελική έκβαση της προσφυγής υπ’ αριθμό 3339/24, ενώπιον του Δ.Δ.Δ.Π..
Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] EUAA, ‘Practical Guide on Evidence and Risk Assessment’ (2024), 57-62 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/publications/practical-guide-evidence-and-risk-assessment [Ημερομηνία πρόσβασης 11/07/2025)
[2] ACAPS, Country analysis: Cameroon, https://www.acaps.org/en/countries/cameroon# [ημερομηνία πρόσβασης 11/07/2025]
[3] ACAPS, Country analysis: Cameroon, https://www.acaps.org/en/countries/cameroon# [Ημερομηνία πρόσβασης 11/07/2025]
[4] Geneva Academy of International Humanitarian Law and Human Rights – RULAC: Rule of Law in Armed Conflicts, Non-international Armed Conflicts in Cameroon, Last updated: 12th January 2023, https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-cameroon [Ημερομηνία πρόσβασης 11/07/2025]
[5] Crisisgroup, CrisisWatch 2023 – May Trends and June Alerts, Africa, Central Africa, p.1, διαθέσιμο σε https://www.crisisgroup.org/sites/default/files/crisiswatch/CrisisWatch-May-2023-Africa_0.pdf [Ημερομηνία πρόσβασης 11/07/2025]
[6] Voa News, Cameroon Separatists Stage Attack Near French-Speaking City of Douala, May 2023, διαθέσιμο σε www.voanews.com/a/cameroon-separatists-stage-attack-near-french-speaking-city-of-douala/7075202.html [Ημερομηνία πρόσβασης 11/07/2025]
[7] Voa News, Cameroon Separatists Stage Attack Near French-Speaking City of Douala, May 2023, διαθέσιμο σε www.voanews.com/a/cameroon-separatists-stage-attack-near-french-speaking-city-of-douala/7075202.html, [Ημερομηνία πρόσβασης 11/07/2025]
[8] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο: https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians/ Explosions/Remote violence/Riots/Protests) DATE RANGE: 11/07/2024 - 11/07/2025, REGION: Africa, COUNTRY: Cameroon, ADMIN UNIT: Littoral) [Ημερομηνία πρόσβασης 11/07/2025]
[9] Douala Population, 2024, διαθέσιμο σε www.macrotrends.net/global-metrics/cities/20362/douala/population#google_vignette [Ημερομηνία πρόσβασης 11/07/2025]
[10]Για τις έννοιες της πλήρους και ex nunc εξέτασης βλ. σχετικά EASO, 'Judicial Analysis and The Principle of non-refoulement' (2018), 144 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/asylum-procedures-ja_en.pdf [Ημερομηνία πρόσβασης 11/07/2025]
[11] Κατά την εφαρμογή των άρθρων 18ΟΔ μέχρι 18ΠΘ, ο Αvώτερoς Λειτουργός Μετανάστευσης τηρεί την αρχή της μη επαναπροώθησης και λαμβάνει δεόντως υπόψη
[12] Βλ. άρθρα 9ΚΕ και 25 του περί Προσφύγων Νόμο του 2000 (6(I)/2000) [Ημερομηνία πρόσβασης 11/07/2025]
[13] Committee on the Rights of the Child, 'General comment No. 14 (2013) on the right of the child to have his or her best interests taken as a primary consideration (art. 3, para. 1)*', CRC/C/GC/14, 14-15 διαθέσιμο σε https://www2.ohchr.org/english/bodies/crc/docs/gc/crc_c_gc_14_eng.pdf [Ημερομηνία πρόσβασης 11/07/2025]
[14] Committee on the Rights of the Child, 'General comment No. 14 (2013) on the right of the child to have his or her best interests taken as a primary consideration (art. 3, para. 1)*', CRC/C/GC/14, 14 διαθέσιμο σε https://www2.ohchr.org/english/bodies/crc/docs/gc/crc_c_gc_14_eng.pdf [Ημερομηνία πρόσβασης 11/07/2025]
[15] Committee on the Rights of the Child, 'Treatment of unaccompanied and separated children outside their country of origin', GENERAL COMMENT NO. 6 (2005), υπό 82, διαθέσιμο σε https://www2.ohchr.org/english/bodies/crc/docs/gc6.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 11/07/2025)
[16] ΔΕΕ (δέκατο τμήμα), 11ης Μαρτίου 2021, C‑112/20, M. A. κατά État belge,, διαθέσιμη σε: https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=238749&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=474860
[17] Βλ. επί τούτου ενδεικτικά Nicholson F., 'The "Essential Right" to Family Unity of Refugees and Others in Need of International Protection in the Context of Family Reunification' (2018), 14-15 διαθέσιμο σε https://www.refworld.org/reference/research/unhcr/2018/en/122578[Ημερομηνία πρόσβασης 11/07/2025]
[18] Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει εφαρμόσει ένα παρόμοιο κριτήριο με αυτό που χρησιμοποίησε σε υποθέσεις οικογενειακής επανένωσης για να διαπιστώσει ότι «καθώς ήταν de facto αδύνατο για τον αιτούντα και την οικογένειά του να συνεχίσουν τη ζωή τους μαζί εκτός Δανίας, [η απέλαση του αιτητή] θα είναι δυσανάλογη προς τους επιδιωκόμενους στόχους και παραβιάζει το δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής» [Amrollahi κατά Δανίας, Αίτηση ΕΣΔΑ αριθ. 56811/00, 11 Ιουλίου 2002].
Ο χωρισμός των μελών της οικογένειας μέσω απέλασης, όταν αυτή η οικογένεια δεν έχει ρεαλιστικές δυνατότητες να απολαύσει αυτό το δικαίωμα αλλού, θα μπορούσε να ισοδυναμεί με σκληρή, απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία ή να παραβιάζει την αρχή του «βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού» σύμφωνα με τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού.
[19] ΔΕΕ (τρίτο τμήμα), 17ης Οκτωβρίου 2024, C‑156/23, K,L,M,N κατά Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid, διαθέσιμη σε: https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=291247&pageIndex=0&doclang=EL&mode=req&dir=&occ=first&part=1&cid=1190179, σκέψεις 47 έως 52
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο