M.U. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθυντή Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 1693/2023, 11/8/2025
print
Τίτλος:
M.U. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθυντή Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 1693/2023, 11/8/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: 1693/2023

11 Αυγούστου, 2025

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

M.U.,

από Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό

                                                           Αιτητή

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Διευθυντή Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόροι για Αιτητή: Π. Δουρτμέ (κα) για Ν. Α. Λοΐζου & Χ. Γ. Χριστούδιας, Δικηγόροι για τον Αιτητή

Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: Ε. Παραδεισιώτη (κα) για Π. Δημητρίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

Αιτητής παρών

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 28.02.2023, με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού  εξεταστούν  οι  εκατέρωθεν  ισχυρισμοί,  επιβάλλεται  η  σκιαγράφηση των  

γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).

 

Ο Αιτητής κατάγεται από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (στο εξής αναφερόμενη και ως «ΛΔΚ»), την οποίαν εγκατέλειψε στις 01.02.2019 και εισήλθε στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές στις 04.03.2019 χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα. Στις 18.03.2019 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας και στις 23.02.2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (στο εξής αναφερόμενος ως «ο Λειτουργός»), ο οποίος υπέβαλε στις 23.02.2023 Εισηγητική Έκθεση προς  τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε στις 28.02.2023 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 12.05.2023 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ίδιας ημερομηνίας. Αυτήν την απόφαση αμφισβητεί ο Αιτητής μέσω της υπό εξέταση προσφυγής του.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Εξειδικεύοντας και περιορίζοντας στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης του ευπαίδευτου συνηγόρου του, τους εγειρόμενους στην προσφυγή λόγους ακυρώσεως, ο Αιτητής προβάλλει λόγους ακυρώσεως που αφορούν στην  αναρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και στην  έλλειψη του πρακτικού λήψης αυτής, ισχυριζόμενος περαιτέρω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και ότι λήφθηκε κατά κατάχρηση και/ή υπέρβαση εξουσίας. Κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων, ο ισχυρισμός περί αναρμοδιότητας και έλλειψης πρακτικού αποσύρθηκε.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, εξετάζοντας και αντικρούοντας έναν έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή, υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας εφαρμόζοντας τον Νόμο και ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη. Ισχυρίζονται περαιτέρω, ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν αποσείουν το βάρος απόδειξης, το οποίο ο ίδιος φέρει στους ώμους του, τόσο ως προς τους λόγους ακυρώσεως που προωθεί με την προσφυγή του, όσο και προς την ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

 

Αναφορικά με τους εναπομείναντες λόγους ακυρώσεως, επισημαίνω ότι αυτοί προωθούνται με γενικότητα και αοριστία χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης του Αιτητή, πολλώ μάλλον κατά τρόπο που να προκύπτει ο πυρήνας του αιτήματός του και να δικαιολογεί την αναγνώριση πρόσφυγα ή την απόδοση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των άρθρων 3 και 9 του περί Προσφύγων Νόμου[1]. Πράττει δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962[2] και παρά την πάγια επί του θέματος θέση της νομολογίας, η οποία έχει πλειστάκις επισημανθεί και από το παρόν Δικαστήριο ως προς την απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[3]. Δεν αρκεί συνεπώς η γενικόλογη και αόριστη επιχειρηματολογία λόγων περί των συγκεκριμένων λόγων ακυρώσεως χωρίς ταυτόχρονα την εξειδίκευση και αναφορά στα γεγονότα της εξεταζόμενης υπόθεσης και στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας αυτοί προωθούνται[4].

 

Υπενθυμίζεται ότι, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας το οποίο εξετάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc), κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε αιτητή). Συνεπώς η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών, αφού ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως είναι βάσιμος, καμία επίδραση δεν θα έχει, μία τέτοια κρίση, στο νομικό αποτέλεσμα που επήλθε με την προσβαλλόμενη απόφαση αφού αυτό που τελικώς εξετάζει είναι κατά πόσον έχουν προβληθεί ειδικοί και τεκμηριωμένοι ισχυρισμοί που να δικαιολογούν την υπαγωγή του Αιτητή σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, που είναι και το κρίσιμο στα πλαίσια της έκτασης του ελέγχου του παρόντος δικαστηρίου[5].

 

Ως εκ τούτου οι λόγοι ακυρώσεως περί έλλειψης αιτιολογίας και/ή κατάχρησης και/ή υπέρβασης εξουσίας απορρίπτονται.

 

Παρά τις ως άνω επισημάνσεις, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας, όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν [Βλ. άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018)], θα προχωρήσω να εξετάσω την ουσία της υπόθεσης αυτής.

 

Επί της ουσίας της υπόθεσης

 

Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιον μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου μέσα από τα οποία καταδεικνύεται ότι οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που είχαν ενώπιον τους.

 

Ειδικότερα, παρατηρώ ότι ο Αιτητής κατέγραψε κατά την υποβολή της αίτησής του για διεθνή προστασία ότι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του λόγω των σοβαρών δυσχερειών που αντιμετώπιζε, από κοινού με τη γιαγιά του, στην κάλυψη βασικών αναγκών επιβίωσης, όπως η διατροφή. Επεσήμανε ότι διέκοψε τη φοίτησή του στην έκτη τάξη του δημοτικού σχολείου, καθώς η γιαγιά του αδυνατούσε να υποστηρίξει οικονομικά τη συνέχιση των σπουδών του. Όπως ισχυρίστηκε, οι γονείς του απεβίωσαν σε τροχαίο δυστύχημα το έτος 2002. Επιπλέον, η γιαγιά του φέρεται να ενημερώθηκε ότι ο μεγαλύτερος αδελφός του απώλεσε τη ζωή του, καθώς πνίγηκε στη θάλασσα κατά την προσπάθειά του να μεταναστεύσει (ερυθρό 16 δ.φ.).

 

Ακολούθως, κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του ενώπιον του λειτουργού της EASO (στο εξής αναφερόμενος ως «ο Λειτουργός»), ο Αιτητής δήλωσε, αναφορικά με τα προσωπικά του στοιχεία, ότι είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, με τόπο γέννησης και τόπο συνήθους διαμονής την Κινσάσα. Ως προς την εθνοτική του καταγωγή, δήλωσε ότι ανήκει στην εθνοτική ομάδα των Zombo, ενώ σε σχέση με το θρήσκευμά του δήλωσε ότι είναι Χριστιανός Ευαγγελιστής. Αναφορικά με την του οικογένεια, οι γονείς του απεβίωσαν, ως δήλωσε, συνεπεία αυτοκινητιστικού δυστυχήματος και ότι μέχρι την αποχώρησή του από τη χώρα καταγωγής του διέμενε με τη γιαγιά του. Σε σχέση με το μορφωτικό του επίπεδο, δήλωσε ότι φοιτούσε για επτά συνεχόμενα έτη, χωρίς ωστόσο να έχει ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Τέλος, όσον αφορά την επαγγελματική του δραστηριότητα, ισχυρίστηκε ότι εργαζόταν ως φορτωτής (carrier).

 

Ως προς την ουσία του αιτήματός του, ο Αιτητής κατά τη διάρκεια της ελεύθερης αφήγησής του ισχυρίστηκε ότι ο λόγος για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του και αιτήθηκε άσυλο είναι άμεσα συνδεδεμένος με τα γεγονότα που ακολούθησαν τον θάνατο των γονιών του, το 2002. Όπως ανέφερε, οι γονείς του σκοτώθηκαν σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Το δυστύχημα προκλήθηκε επειδή το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν συγκρούστηκε με φορτηγό. Ο ίδιος θεωρεί υπεύθυνο για αυτό τον κ. […], ο οποίος, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, είχε προηγουμένως έρθει σε σύγκρουση με την οικογένειά του και είχε καλές σχέσεις με το πλήρωμα του φορτηγού – τον οδηγό και τον βοηθό οδηγού. Το φορτηγό συγκρούστηκε με το αυτοκίνητο των γονιών του και μόνο εκείνοι σκοτώθηκαν, ενώ οι άλλοι επιβάτες επέζησαν. Θεωρεί ότι ο [...] εμπλέκεται στο δυστύχημα επειδή ισχυρίστηκε αμέσως μετά πως η γη που ανήκε στους γονείς του (και περιλάμβανε ένα σπίτι) ήταν πλέον δική του.

 

Ως ο ίδιος δήλωσε, μετά τον θάνατο των γονιών του το 2022, ο κ. [...] πούλησε την οικογενειακή γη και το σπίτι, χωρίς την συγκατάθεση των κληρονόμων. Η γιαγιά του Αιτητή αντέδρασε σε αυτό και τον πήγε στο δικαστήριο, αλλά ο δικαστής αποφάσισε ότι δεν είχε το δικαίωμα να πουλήσει την περιουσία, διότι δεν ήταν δική του. Ωστόσο, ο κ. [...] φέρεται να είχε διασυνδέσεις με δικηγόρους και δικαστές, τους οποίους δωροδόκησε, με αποτέλεσμα να κερδίσει τη δίκη λόγω έλλειψης επαρκών αποδεικτικών στοιχείων.

 

Σύμφωνα με τις δηλώσεις του Αιτητή, ο [...] χρωστούσε στον πατέρα του δύο μεγάλα χρηματικά ποσά (6800 δολάρια και 17.000 δολάρια) τα οποία δεν επέστρεψε ποτέ Όταν ο μεγαλύτερος αδελφός του Αιτητή προσπάθησε να τα διεκδικήσει, η αστυνομία τον συνέλαβε και τον έστειλε στη φυλακή Makala, όπου έμεινε για τρεις εβδομάδες. Εκεί, σύμφωνα με τον Αιτητή, ο [...] πλήρωσε μέλη συμμορίας εντός της φυλακής για να τον βλάψουν, γεγονός που προκάλεσε σοβαρό φόβο στην οικογένεια. Επειδή δεν είχαν χρήματα για να πληρώσουν εγγύηση και να τον απελευθερώσουν νομίμως, αποφάσισαν να τον φυγαδεύσουν παράνομα εκτός χώρας. Ο αδελφός του εγκατέλειψε το Κονγκό και κατέφυγε στη Λιβύη. Ωστόσο ως αναφέρει στη συνέχεια, ο αδελφός του σκοτώθηκε τρέχοντας μακρυά από τον κ. [...] «But my brother found death by running from Mr [...].»

 

Στη συνέχεια, ο Αιτητής ανέφερε ότι άρχισε να αντιμετωπίζει προβλήματα έπειτα από έντονο διαπληκτισμό που σημειώθηκε μεταξύ της γιαγιάς του και του κ. [...]. Σύμφωνα με τον ίδιο, από εκείνο το χρονικό σημείο και έπειτα, ο κ. [...] ξεκίνησε να τον απειλεί προσωπικά και να τον καταδιώκει. Λόγω αυτής της κατάστασης, ο Αιτητής δεν μπορούσε πλέον να διαμένει με τη γιαγιά του και για χρονικό διάστημα πέντε (5) μηνών φιλοξενούνταν από φίλους του, προσπαθώντας – όπως χαρακτηριστικά ανέφερε – να «ζει στη σκιά» (living in the shadow). Κατόπιν παρότρυνσης των φίλων του να ασχοληθεί με κάποια δραστηριότητα για να έχει εισόδημα, ο Αιτητής τους συνόδευσε στην αγορά, όπου μετέφερε κι ο ίδιος εμπορεύματα μαζί τους. Στο πλαίσιο αυτών των δραστηριοτήτων γνώρισε μία γυναίκα (lady Marie), η οποία – όπως ισχυρίστηκε – είχε ξαδέλφια με στενές σχέσεις με τον κ. [...]. Η εν λόγω γυναίκα του αποκάλυψε ότι ο κ. [...] είχε πρόσφατα πωλήσει και άλλη μία γη, η οποία ανήκε στη μητέρα του. Ο Αιτητής επιχείρησε τότε να μιλήσει ειρηνικά με τα εν λόγω ξαδέλφια, πλην όμως εκείνα του επιτέθηκαν και συνεπλάκησαν μαζί του, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί στα χέρια και στους μηρούς. Την επόμενη ημέρα, ενώ βρισκόταν στην αγορά, συνελήφθη από αστυνομικούς που – κατά τους ισχυρισμούς του – είχαν σταλεί από τον κ. [...]. Τα περιστατικά αυτά τοποθετούνται χρονικά στο έτος 2017.

 

Κάποια ημέρα, ενώ ο Αιτητής περπατούσε στον δρόμο μαζί με φίλους του, συνάντησαν μια εξαδέλφη του κ. [...], την οποία απείλησαν. Η εν λόγω γυναίκα φέρεται να ενημέρωσε τον κ. [...] για το περιστατικό, και την επόμενη ημέρα, σύμφωνα με τον Αιτητή, ο κ. [...] έστειλε μέλη της συμμορίας Kuluna στην οικία του. Εκείνοι φέρονται να ξυλοκόπησαν τον παππού του Αιτητή, ο οποίος ήταν ήδη σε εύθραυστη κατάσταση υγείας, προκαλώντας παράλληλα και καταστροφές στην κατοικία.Το περιστατικό καταγγέλθηκε στην αστυνομία, η οποία συνέλαβε έναν άνδρα. Ο τελευταίος ισχυρίστηκε ότι δεν ενεργούσε κατόπιν εντολής του κ. [...], αλλά υπό τις οδηγίες ξαδέλφου του εν λόγω άντρα. Ακολούθησε δικαστική διαδικασία, η οποία όμως, σύμφωνα με τον Αιτητή, εξετράπη εις βάρος του λόγω της επιρροής που ασκεί ο κ. [...]. Ο ίδιος ο Αιτητής συνελήφθη και παρέμεινε κρατούμενος για δύο έως τρεις εβδομάδες. Στη συνέχεια, περιγράφει ότι ο κ. [...] συνέχισε να τον καταδιώκει, φτάνοντας στο σημείο να δωροδοκήσει στενό φίλο του Αιτητή με σκοπό να του κάνει κακό. Ο φίλος αυτός φέρεται να προσπάθησε να τον δηλητηριάσει και, αργότερα, του έριξε στάχτη στο δεξί του μάτι, προκαλώντας του μόνιμο πρόβλημα.

 

Ακολούθως, μεταξύ 2017-2018, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι κάποιοι άνθρωποι έσπασαν την πόρτα της γιαγιάς του, καταστρέφοντας τα πάντα και βιάζοντας την 7χρονη ανιψιά του. Έπειτα από αυτό, η γιαγιά του τον συμβούλευσε να εγκαταλείψει τη χώρα κάτι που τελικώς έπραξε με  την βοήθεια κάποιας κας Τερέσα.

 

Μετά την ολοκλήρωση της ελεύθερης αφήγησης, ο Λειτουργός υπέβαλε διευκρινιστικές ερωτήσεις με σκοπό την αποσαφήνιση των γεγονότων και την κατανόηση της σύνδεσης μεταξύ των κινδύνων που επικαλείται ο Αιτητής και των λόγων για τους οποίους αιτείται διεθνή προστασία. Ζητήθηκαν, συγκεκριμένα, περαιτέρω λεπτομέρειες αναφορικά με την εμπλοκή του [...], τις επιθέσεις που υπέστη ο ίδιος και η οικογένειά του, καθώς και τα γεγονότα που ακολούθησαν τη φυγή του αδελφού του.

 

Κατά τη διάρκεια των ερωταπαντήσεων, ο Αιτητής ανέφερε ότι, μετά την παράνομη πώληση της οικογενειακής περιουσίας και τη φυλάκιση του αδελφού του, η κατάσταση επιδεινώθηκε σημαντικά. Όπως ισχυρίστηκε, ο [...] χρησιμοποίησε συγγενικά του πρόσωπα και ένοπλες συμμορίες kulunas για να στραφεί κατά της οικογένειάς του. Έκανε λόγο για επανειλημμένες επιθέσεις στο σπίτι των παππούδων του, ενώ σε μία από αυτές, η ανήλικη ανιψιά του έπεσε θύμα βιασμού. Σύμφωνα με τον Αιτητή, ένας από τους δράστες συνελήφθη από την αστυνομία και φέρεται να ομολόγησε πως είχε σταλεί από τον ανιψιό του [...]. Παρά ταύτα, δεν υπήρξε ουσιαστική απονομή δικαιοσύνης.

 

Ο Αιτητής ανέφερε ότι η οικογένειά του υπέβαλε καταγγελίες στην αστυνομία για τα περιστατικά, ωστόσο, εκτός από μία μεμονωμένη σύλληψη, δεν υπήρξε περαιτέρω εξέλιξη ή ανταπόκριση των αρχών. Παράλληλα, ο παππούς του υπέστη σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο, το οποίο απέδωσε στο έντονο άγχος που του προκάλεσαν οι επιθέσεις, με αποτέλεσμα να μην μπορεί πλέον να περπατήσει. Ο Αιτητής περιέγραψε επίσης ότι οι kulunas κατέστρεψαν το σπίτι του παππού του.

 

Σε σχετική ερώτηση, επιβεβαίωσε ότι και ο ίδιος υπήρξε στόχος. Όπως δήλωσε, συνελήφθη δύο φορές – μία μόνος του και μία μαζί με φίλους – και κατά τη διάρκεια της κράτησής του υπέστη σωματική κακοποίηση και μαστιγώσεις. Τόνισε ότι στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό δεν απαιτείται η διάπραξη αδικήματος για να φυλακιστεί κάποιος· αρκεί, όπως είπε, να υπάρξει σχετική εντολή από πρόσωπο με εξουσία.

 

Σε ερώτηση αν τα γεγονότα αυτά είχαν παρουσιαστεί ενώπιον δικαστηρίου ή αν είχαν επιχειρήσει ξανά να κινηθούν νομικά, ο Αιτητής απάντησε ότι όλα τα δικαστήρια ήταν προκατειλημμένα, καθώς – όπως ισχυρίστηκε – οι δικηγόροι και οι δικαστές δωροδοκούνταν από τον [...]. Αναφέρθηκε ειδικά στον δικηγόρο […], εξηγώντας ότι διατηρούσε στενή σχέση με τον [...], τον θεωρούσε σχεδόν σαν γιο του και είχε πλαστογραφήσει ή παρουσιάσει έγγραφα που έβλαψαν την οικογένεια του Αιτητή.

 

Ο Λειτουργός ζήτησε περαιτέρω διευκρινίσεις για την περίοδο 2004–2010/11, κατά την οποία δεν φαίνεται να έγιναν καταγγελίες ή νομικές ενέργειες. Ο Αιτητής δήλωσε ότι τότε δεν υπήρχαν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, με αποτέλεσμα η υπόθεση να μην μπορεί να προχωρήσει. Σύμφωνα με όσα ανέφερε, οι διώξεις και οι επιθέσεις από τους kulunas ξεκίνησαν όταν ο μεγαλύτερος αδελφός του άρχισε να αναζητά αποδείξεις για την ανακίνηση της υπόθεσης.

 

Ο Λειτουργός ρώτησε τον Αιτητή για ποιο λόγο δεν είχε αναφέρει τα πιο πάνω περιστατικά στην αρχική αίτηση ή κατά την ελεύθερη αφήγηση με τον ίδιο να δηλώνει ότι ουδείς τον ρώτησε γιατί εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, αλλά μόνο πώς έφτασε στην Κύπρο. Συμπλήρωσε ότι οι λειτουργοί δεν έδειχναν ενδιαφέρον να ακούσουν ή να καταγράψουν την ιστορία του με ακρίβεια. Σε ερώτηση για το αν υπήρξε περίοδος ηρεμίας, ανέφερε ότι για περίπου δύο χρόνια δεν υπήρξαν επιθέσεις εναντίον του, κάτι που απέδωσε στο ότι δεν ήταν ακόμη αναγνωρίσιμος. Όπως εξήγησε, η στοχοποίησή του ξεκίνησε αφότου η γιαγιά του τον παρουσίασε ως εγγονό της οικογένειας που είχε προσφύγει νομικά κατά του [...].

 

Στη συνέχεια, περιέγραψε περιστατικό που έλαβε χώρα στο Pascal Market, όπου συνάντησε μία γυναίκα την οποία αναγνώρισε ως ξαδέλφη του [...]. Όταν της είπε ότι γνωρίζει την ταυτότητα και τις πράξεις του θείου της, εκείνη φάνηκε να τον αναγνωρίζει. Λίγες ημέρες αργότερα, δέχθηκε επίθεση από τους kulunas, γεγονός που, κατά τον Αιτητή, οφείλεται στην ειδοποίηση που είχε δώσει η εν λόγω γυναίκα στον [...].

 

Ο Αιτητής περιέγραψε και δεύτερο περιστατικό, κατά το οποίο άτομο αποπειράθηκε να τον δηλητηριάσει, βάζοντας δηλητήριο στο φαγητό του και στάχτη στο μάτι του, με αποτέλεσμα να υποστεί – όπως ισχυρίστηκε – μόνιμη μείωση της όρασής του. Ο δράστης συνελήφθη και φέρεται να ομολόγησε ότι είχε σταλεί από συγγενή του [...]. Μετά το συμβάν αυτό, ο Αιτητής εγκατέλειψε την περιοχή Kingasani και μετακινήθηκε.

 

Ερωτηθείς αν είχε προσπαθήσει να καταφύγει σε άλλη περιοχή εντός της ΛΔΚ, απάντησε αρνητικά, υποστηρίζοντας ότι δεν υπάρχει κανένα ασφαλές μέρος στη χώρα. Όπως εξήγησε, ο [...] διαθέτει ισχυρή επιρροή σε όλες τις επαρχίες, ενώ σε απομονωμένες περιοχές όπου δεν φτάνει η επιρροή του, η επιβίωση είναι αδύνατη λόγω απουσίας εργασίας, ιατρικής περίθαλψης και βασικών υπηρεσιών. Υπογράμμισε ότι δεν υπήρχε καμία δυνατότητα για μια αξιοπρεπή ζωή.

 

Αναφέρθηκε, επίσης, σε περιστατικό του 2018, κατά το οποίο αντιμετώπισε πρόσωπο με πρόσωπο τον ίδιο τον [...]. Όπως ισχυρίστηκε, του αποκάλυψε ποιος είναι και του είπε ότι γνωρίζει την αλήθεια. Ο [...] τον χαστούκισε δημόσια και λίγες ημέρες αργότερα, ο Αιτητής συνελήφθη και φυλακίστηκε. Κατά τη διάρκεια της κράτησής του, παρέμεινε για αρκετές ημέρες στη φυλακή και υπέστη ξυλοδαρμό.

Τέλος, ο Αιτητής επανέλαβε ότι στη Λ.Δ.Κ. δεν υπάρχει κράτος δικαίου και ότι, σε περίπτωση επιστροφής του, θεωρεί βέβαιο πως θα δολοφονηθεί. Κατά την άποψή του, ο [...] δεν συγχωρεί κανέναν που στρέφεται εναντίον του ή που ενδέχεται να αποτελεί απειλή. Όπως τόνισε, ακόμη και αν δεν έχει ενεργήσει προσωπικά εναντίον του, ο [...] τον θεωρεί απειλή λόγω του ότι φέρει το όνομα της μητέρας του, το οποίο αναγραφόταν στα επίμαχα έγγραφα ιδιοκτησίας. Κατέληξε λέγοντας ότι η οικογένειά του δεν κατάφερε ποτέ να βρει δικαιοσύνη και ότι δεν έχει καμία εμπιστοσύνη στο δικαστικό σύστημα ή στις Αρχές της χώρας του.

 

Η αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή από τους Καθ' ων η αίτηση

 

Κατά την αξιολόγηση της αίτησης ασύλου του Αιτητή, ο Λειτουργός σχημάτισε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς: Ο πρώτος αφορούσε την ταυτότητα, το προφίλ, τον τόπο καταγωγής του Αιτητή. Ο δεύτερος αφορούσε το φερόμενο γεγονός ότι οι γονείς και ο αδελφός του Αιτητή δολοφονήθηκαν και ότι έγινε απόπειρα δηλητηρίασής του, στο πλαίσιο κτηματικής διαμάχης.

 

Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός από τον Λειτουργό, καθώς κρίθηκε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή ήταν επαρκώς λεπτομερείς και συνεκτικές, ενώ επιπλέον επιβεβαιώθηκαν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

 

Όσον αφορά τον δεύτερο ισχυρισμό του Αιτητή, αυτός απορρίφθηκε, καθώς δεν κατέστη δυνατή η παροχή ικανοποιητικών και επαρκών πληροφοριών εκ μέρους του για την τεκμηρίωσή του. Ειδικότερα, σε σχέση με την εσωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο Λειτουργός διαπίστωσε σειρά αντιφάσεων και ελλείψεων. Συγκεκριμένα κρίθηκε ότι ο Αιτητής προέβη σε δηλώσεις βασισμένες σε υποθέσεις, χωρίς να δώσει εύλογη και τεκμηριωμένη εξήγηση για τη σύνδεση μεταξύ του θανατηφόρου τροχαίου δυστυχήματος, στο οποίο έχασαν τη ζωή τους οι γονείς του, και του κ. [...]. Παράλληλα, δεν υπήρξε συνεπής στις δηλώσεις του και δεν κατάφερε να αιτιολογήσει με σαφήνεια τη σύνδεση που αποδίδει στον κ. [...], τόσο ως προς τον θάνατο του αδελφού του όσο και σε σχέση με τα υπόλοιπα περιστατικά που, σύμφωνα με τον ίδιο, υπέστη εξαιτίας του.

 

Οι αναφορές του σχετικά με τις επιθέσεις των kuluna το 2016–2017 κρίθηκαν ελλιπείς σε πληροφορίες και λεπτομέρειες. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι κατά την επίθεση στο σπίτι της γιαγιάς του δεν βρισκόταν εκεί, αλλά όταν ρωτήθηκε πού ακριβώς ήταν εκείνη τη στιγμή, περιορίστηκε να απαντήσει γενικά ότι ήταν «έξω», χωρίς να παράσχει καμία συγκεκριμένη πληροφορία. Ελλιπής και ασαφής κρίθηκε και η περιγραφή της φερόμενης απόπειρας δηλητηρίασής του, η οποία – σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του – τελέστηκε το 2018 από φίλο και συγκάτοικό του που είχε, όπως υποστήριξε, δωροδοκηθεί από τον κ. [...]. Ο Αιτητής δήλωσε απλώς ότι είδε τον φίλο του να τοποθετεί κάτι στο φαγητό του, χωρίς ωστόσο να γνωρίζει ή να έχει επιβεβαιώσει τι ακριβώς ήταν αυτό ή ποια ήταν η πρόθεσή του. Εκφράστηκε μόνον υπόνοια. Δεδομένου ότι το περιστατικό αυτό αποτελεί βασικό στοιχείο του ισχυρισμού του, εύλογα θα αναμενόταν να είχε επιδιώξει περισσότερες πληροφορίες από τον εν λόγω φίλο, ιδίως λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι εξακολούθησαν να συγκατοικούν και μετά το συμβάν.

 

Τέλος, όταν ερωτήθηκε πώς συμβαδίζει ο ισχυρισμός του ότι ο κ. [...] επιδίωκε την εξόντωσή του με το γεγονός ότι, από το 2002 μέχρι και το 2019 – έτος κατά το οποίο εγκατέλειψε τη χώρα – δεν υπήρξε καμία άμεση βλάβη εις βάρος του, πλην του επίμαχου περιστατικού δηλητηρίασης, ο Αιτητής απάντησε με γενικότητα και ασυνέπεια, λέγοντας απλώς ότι δεν είχε νέα του [...].

 

Όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών, ο Λειτουργός παράθεσε πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής του Αιτούντος σχετικά με κτηματικές διαφορές στη ΛΔΚ. Διασαφηνίστηκε ότι οι πολιτικές κατοχής και καταγραφής γης στη χώρα βασίζονται συχνά σε έγγραφα και δηλώσεις που επιδέχονται πολλές και αντιφατικές ερμηνείες. Αυτό δημιουργεί σοβαρά ζητήματα, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν σαφή και ενιαία πρότυπα για την επίσημη καταγραφή της γης. Αντίθετα, ένα οικόπεδο μπορεί να καταγραφεί βάσει προφορικών μαρτυριών, τεκμηρίωσης ή των ισχυόντων προτύπων χρήσης γης, οδηγώντας σε σύγχυση, εντάσεις, ανταγωνιστικές διεκδικήσεις ιδιοκτησίας ή δικαιωμάτων και, σε ορισμένες περιπτώσεις, σε βίαιες αντιπαραθέσεις.

 

Επιπλέον, ο Λειτουργός διαβεβαίωσε ότι κατά την περίοδο που ο Αιτών διέμενε στην Κινσάσα, υπήρχαν ενεργές εγκληματικές συμμορίες — ειδικά η ομάδα γνωστή ως Kuluna — με έντονη παρουσία στην πόλη. Σύμφωνα με τις πηγές στις οποίες ανέτρεξε ο Λειτουργός, τον Απρίλιο του 2018 ο Υπουργός Εσωτερικών και Ασφάλειας παρουσίασε ένα σχέδιο καταπολέμησης της αστικής εγκληματικότητας στη ΛΔΚ, εστιάζοντας στην Κινσάσα και αποσκοπώντας στην αντιμετώπιση του φαινομένου των Kuluna μέσω κυρίως της ενίσχυσης της αστυνομικής παρουσίας.

 

Παρότι ορισμένα στοιχεία που ανέφερε ο Αιτητής για την παρουσία της Kuluna και τις κτηματικές διαμάχες επιβεβαιώνονται από εξωτερικές πηγές, οι περιγραφές των προβλημάτων που ισχυρίστηκε ότι αντιμετώπισε δεν ήταν επαρκώς λεπτομερείς. Συνεπώς, λόγω έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας, οι αντίστοιχοι ισχυρισμοί απορρίφθηκαν συνολικά.

 

Κατά το στάδιο αξιολόγησης κινδύνου και στα πλαίσια του ισχυρισμού περί των προσωπικών στοιχείων του Αιτητή που έγινε αποδεκτός, ο Λειτουργός παρέθεσε πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής οι οποίες αφορούν τη γενική κατάσταση ασφαλείας στη ΛΔΚ. Κατά το στάδιο της νομικής ανάλυσης, και όσον αφορά τον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, την Κινσάσα, ο Λειτουργός παρέθεσε αριθμητικά δεδομένα από τη βάση ACLED για το πρώτο τρίμηνο του 2021, και το δεύτερο τρίμηνο του 2022 σύμφωνα με τα οποία τα περιστατικά ασφαλείας στην πόλη ανέρχονται σε χαμηλό αριθμό. Σύμφωνα με τις συγκεκριμένες πληροφορίες, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να υποστεί ο Αιτητής συμπεριφορά που να ισοδυναμεί με δίωξη ή με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής.

 

Κατόπιν των ανωτέρω, το αίτημα διεθνούς προστασίας του Αιτητή απορρίφθηκε τόσο ως προς το προσφυγικό καθεστώς όσο και ως προς τη συμπληρωματική προστασία, καθώς κρίθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να υποστεί δίωξη με βάση τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951. Ως προς τη συμπληρωματική προστασία, ο Λειτουργός έκρινε ότι στην ΛΔΚ, και συγκεκριμένα στην Κινσάσα, δεν επικρατούν συνθήκες ένοπλης σύρραξης ή αδιάκριτης βίας ώστε να προκύπτει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του Αιτητή.

 

Η εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Αξιολογώντας λοιπόν  τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Εισηγητική Έκθεση του Λειτουργού όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του Αιτητή, ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:

 

Συμφωνώ καταρχάς και συντάσσομαι με την κρίση των Καθ' ων η αίτηση ως προς την αξιοπιστία του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού τον οποίον και αποδέχομαι.

 

Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή, ότι οι γονείς και ο αδελφός του δολοφονήθηκαν και ότι έγινε απόπειρα δηλητηρίασής του, στο πλαίσιο κτηματικής διαμάχης, συντάσσομαι με τα συμπεράσματα του Λειτουργού σχετικά με την απουσία εσωτερικής αξιοπιστίας στον ισχυρισμό του Αιτητή, καθώς κρίνω ότι οι ισχυρισμοί αυτοί δεν τεκμηριώθηκαν επαρκώς με αξιόπιστα αποδεικτικά στοιχεία. Παρά την σοβαρότητα των καταγγελλομένων, η έλλειψη αντικειμενικής μαρτυρίας και η αδυναμία σύνδεσης των προβαλλόμενων γεγονότων με εξακριβωμένες συνθήκες και πρόσωπα, καθιστούν τους ισχυρισμούς αυτούς αδύναμους προς αποδοχή. Η αξιολόγηση της συνολικής μαρτυρίας, σε συνδυασμό με τα πραγματικά δεδομένα που τέθηκαν ενώπιόν μου, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το συγκεκριμένο μέρος της αφήγησης του Αιτητή παρουσιάζει κενά και ανακολουθίες, οι οποίες δεν δύνανται να παραβλεφθούν.

 

Πιο συγκεκριμένα, εντοπίζονται εμφανείς χρονικές ασυνέπειες. Ο Aιτητής συνδέει το βασικό κίνητρο της φυγής του με τον θάνατο των γονιών του το 2002, πλην όμως, σύμφωνα με τη δική του αφήγηση, η σοβαρή στοχοποίηση σε βάρος του φαίνεται να ξεκινά πολύ αργότερα, περίπου το 2017, δηλαδή μετά την παρέλευση δεκαπέντε ετών. Επιπλέον, αναφέρει μία εκτεταμένη περίοδο μεταξύ 2004 και 2010/11 κατά την οποία δηλώνει ότι «δεν υπήρχαν αποδείξεις», ενώ δεν προκύπτει καμία άλλη ενέργεια από μέρους του, παρά τον ισχυρισμό του ότι η απειλή ήταν διαρκής. Ακόμη, η παραδοχή του ότι υπήρξε περίοδος περίπου δύο ετών «ηρεμίας» αντιφάσκει με τον ισχυρισμό περί συνεχούς και άμεσης απειλής ζωής.

 

Η περιγραφή της κλιμάκωσης της βίας που επικαλείται ο Aιτητής παρουσιάζει επίσης ασάφειες και έλλειψη σαφούς αλληλουχίας. Παρά την αναφορά σε ολοένα αυξανόμενη ένταση — δολοφονία αδελφού, ξυλοδαρμούς, βιασμό ανήλικης, απόπειρες δηλητηρίασης — η χρονική διάταξη των γεγονότων δεν είναι ξεκάθαρη, ενώ ορισμένα περιστατικά εμφανίζονται εκ των υστέρων με μεγάλη χρονική απόσταση. Ταυτόχρονα, η αφήγησή του ακολουθεί σταθερά ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο, κατά το οποίο δράστης είναι πάντοτε ο ίδιος συγκεκριμένος άνθρωπος, ο [...], ή συγγενείς του, χωρίς να παρουσιάζονται εναλλακτικές εκδοχές ή ενδιάμεσες αποδείξεις που να ενισχύουν την εκδοχή αυτή.

 

Η σύνδεση αιτίας και αποτελέσματος στους ισχυρισμούς του δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένη. Ενδεικτικά, ο θάνατος των γονιών του αποδίδεται σε εσκεμμένο δυστύχημα που φέρεται να προκάλεσε ο [...], χωρίς να παρατίθενται συγκεκριμένες ενδείξεις που να στηρίζουν την υπόθεση αυτή. Παρομοίως, το συμπέρασμα ότι ο αδελφός του σκοτώθηκε «τρέχοντας μακριά από τον [...]» δεν επεξηγείται περαιτέρω ούτε υποστηρίζεται με πρόσθετες αποδείξεις.

 

Επιπρόσθετα, ιδιαίτερη σημασία έχει η εκ των υστέρων εμφάνιση νέων κρίσιμων περιστατικών. Κάποια από τα σοβαρότερα γεγονότα, όπως ο βιασμός της ανιψιάς του, η απόπειρα δηλητηρίασης ή η μόνιμη βλάβη στο μάτι του, δεν περιλαμβάνονται στην αρχική αίτηση, αλλά προστίθενται αργότερα. Η αιτιολόγηση του Aιτητή ότι «δεν ρωτήθηκε» για αυτά τα περιστατικά θεωρείται αδύναμη, ιδίως όταν πρόκειται για γεγονότα τέτοιας βαρύτητας.

 

Αξιοσημείωτες είναι και οι γενικές δηλώσεις του περί αδυναμίας προστασίας στη χώρα καταγωγής του. Ο ισχυρισμός του ότι «δεν υπάρχει ασφαλές μέρος» και ότι «όλοι οι δικαστές και οι δικηγόροι είναι διεφθαρμένοι» δεν συνοδεύεται από συγκεκριμένα περιστατικά αποτυχημένων προσπαθειών προστασίας σε άλλες περιοχές ή μέσω ανεξάρτητων μηχανισμών. Οι τοποθετήσεις αυτές, που στερούνται εμπεριστατωμένης τεκμηρίωσης, μπορούν να εκληφθούν ως υπερβολικές γενικεύσεις.

 

Περαιτέρω, προκύπτουν πρόσθετες ενδείξεις αναξιοπιστίας. Παρατηρείται επαναλαμβανόμενο μοτίβο απόλυτης ενοχής ενός μόνο προσώπου, χωρίς επιβεβαίωση από τρίτες, ανεξάρτητες πηγές ή παρουσίαση εναλλακτικών εξηγήσεων. Η αφήγηση είναι περιλαμβάνει πολλά δραματικά περιστατικά, αλλά ελάχιστες πρακτικές λεπτομέρειες όπως ονόματα αστυνομικών, ημερομηνίες ή λεπτομέρειες επί των περιστατικών. Υπάρχει ασάφεια ως προς τον τρόπο διαφυγής του, παρά την αναφορά σε βοήθεια από την κα Τερέσα, χωρίς να διευκρινίζεται πώς θα μπορούσε η ίδια να τον προστατεύσει έναντι ενός εκτεταμένου και φερόμενα ισχυρού δικτύου απειλών. Επιπλέον, δεν παρέχεται επαρκής εξήγηση για ποιο λόγο δεν επιχείρησε εσωτερική μετακίνηση πριν αποφασίσει τη φυγή του στο εξωτερικό.

 

Επισημαίνεται ότι ο Αιτητής προσκόμισε φωτογραφικό υλικό, το οποίο, ωστόσο, η Υπηρεσία Ασύλου δεν αξιολόγησε κατά τον δέοντα τρόπο, σύμφωνα με τις επιταγές του Πρακτικού Οδηγού της EASO (βλ. ερυθρά 61-58). Το εν λόγω υλικό φέρεται, κατά τον ισχυρισμό του Αιτητή, να απεικονίζει μέλη της οικογένειάς του (παππού και γιαγιά). Ωστόσο, όσον αφορά τα έγγραφα και λοιπά στοιχεία που βρίσκονται ήδη στον διοικητικό φάκελο, το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτά πρέπει να εξετασθούν και να συνεκτιμηθούν, όπως κάθε άλλο αποδεικτικό μέσο που περιέχεται σε αυτόν.

 

Ειδικότερα, αναφορικά με το ως άνω φωτογραφικό υλικό, δεν προκύπτει η δυνατότητα εξακρίβωσης ότι τα εικονιζόμενα πρόσωπα είναι πράγματι οι προαναφερόμενοι συγγενείς του Αιτητή, ούτε διαπιστώνεται οιαδήποτε εμφανής σωματική βλάβη, όπως ο ίδιος επικαλείται. Ενόψει τούτων, το υλικό αυτό δεν δύναται να προσδώσει αποδεικτική ισχύ στους ισχυρισμούς του Αιτητή.

 

Συνοψίζοντας, η αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού του Αιτητή από τους Kαθ’ ων η αίτηση κρίνεται συλλογικά ως ορθή. Οι εντοπισθείσες ασυνέπειες, τα χρονικά κενά και η εκ των υστέρων προσθήκη σοβαρών ισχυρισμών αποτελούν αντικειμενικούς λόγους που μπορούν να κλονίσουν σοβαρά την αξιοπιστία του Αιτητή.

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, το Δικαστήριο διεξήγαγε ανεξάρτητη έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την ύπαρξη και τη δράση των Kulunas στη ΛΔΚ και αναφορικά με τις κατασχέσεις και εκδιώξεις κατοίκων από σπιτικά τους ή/και αμφισβητούμενων τίτλων γης από την οποία προέκυψαν τα ακόλουθα:

 

·         Αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης αναφέρουν ότι  το φαινόμενο των συμμοριών νεαρών ατόμων γνωστών ως Kuluna, πιστεύεται ότι εμφανίστηκε στην Κινσάσα περίπου το έτος 2000 και προέκυψε από μια γενική κατάσταση ανομίας.[6] Οι Kulunas περιγράφονται ως «κυρίως έφηβοι και νεαροί άνδρες σε οργανωμένες εγκληματικές συμμορίες περίπου 10 έως 20 μελών» που είναι γνωστό ότι κουβαλούν μαχαίρια, σπασμένα μπουκάλια  και ότι απειλούν ή αποσπούν δια της χρήσης βίας  χρήματα, κοσμήματα, κινητά τηλέφωνα και άλλα τιμαλφή». Αν και το φαινόμενο ήταν αρχικά περιορισμένο στις φτωχότερες συνοικίες της Κινσάσα, όπως το Yolo, το Limete, το Matete και το Makala Kinshasa, σταδιακά επεκτάθηκε στην υπόλοιπη πρωτεύουσα, καθώς και σε άλλες πόλεις.[7]

 

·          Αναφορικά με τη δραστηριοποίηση των Kulunas στην Kinshasa, σύμφωνα με έτερη πηγή, σημειώνεται ότι αυτές θεωρούνται υπεύθυνες για σοβαρά εγκλήματα όπως ένοπλες ληστείες και βίαιες επιθέσεις στη χώρα, συμπεριλαμβανομένης της Κινσάσα. Στην έκθεσή του για το 2017, το Συμβούλιο του Καναδά για τη Μετανάστευση και τους Πρόσφυγες (IRB), αναφερόμενο σε διάφορες πηγές, απαρίθμησε τα ακόλουθα εγκλήματα  τα οποία συνήθως διαπράττονται από τους Κuluna: ληστείες, τραυματισμοί, βιασμοί και δολοφονίες. Το IRB σημείωσε περαιτέρω ότι οι Κuluna είναι ένα «αστικό φαινόμενο», με παρουσία «ιδιαίτερα» στην Κινσάσα[16]. Εκ των ανωτέρω πληροφοριών επιβεβαιώνονται τόσο η ύπαρξη όσο και η δραστηριοποίηση της συμμορίας Kuluna στην Κινσάσα. Ωστόσο, όσον αφορά τις πιο πρόσφατες εξελίξεις, ιδιαίτερα ως προς τη στάση της Κυβέρνησης της χώρας απέναντι στην ύπαρξη και τη δράση των Kulunas, σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία, στις 05.01.2025 ο υπουργός Δικαιοσύνης της ΛΔΚ Constant Mutamba ανακοίνωσε ότι περισσότερα από 170 άτομα, που «φέρεται να συνδέονται με εγκληματικές συμμορίες», κοινώς γνωστές ως "Kuluna" ή "ληστές", μεταφέρθηκαν από την πρωτεύουσα Κινσάσα στη φυλακή Angenga στη βορειοδυτική ΛΔΚ, για εκτέλεση. Οι αρχές έχουν ισχυριστεί ότι η επανέναρξη των εκτελέσεων «θα βοηθούσε στην καταπολέμηση των συμμοριών των πόλεων».[8]

 

Αναφορικά με τον κ. […], τον οποίο ο Αιτητής κατονόμασε ως το πρόσωπο που τον κυνηγά, κατόπιν αυτεπάγγελτης έρευνας σε δημόσια προσβάσιμες διαδικτυακές πηγές, συμπεριλαμβανομένων διεθνών μηχανών αναζήτησης και ανοιχτών ηλεκτρονικών βάσεων δεδομένων τύπου Google Search, Bing Search, καθώς και ελέγχου σε διεθνή αρχεία ειδήσεων (Google News, BBC News Archive, Reuters Search) και βάσεις δεδομένων δημοσίων προσώπων, δεν εντοπίστηκαν αξιόπιστες ή επίσημες αναφορές που να τεκμηριώνουν ότι ο αναφερόμενος [...] κατείχε ή κατέχει θεσμική θέση εξουσίας ή άλλη αναγνωρισμένη δημόσια ιδιότητα. Η έρευνα διεξήχθη με χρήση των όρων «[...]» και «[...]» σε συνδυασμό με λέξεις-κλειδιά όπως government, official, politician, authority, public figure, χωρίς ανεύρεση σχετικών καταχωρίσεων. Η παρούσα διαπίστωση περιορίζεται στα στοιχεία που ήταν διαθέσιμα κατά τον χρόνο της αναζήτησης και δεν αποκλείει την πιθανότητα ύπαρξης άτυπης ή μη δημοσίως καταγεγραμμένης επιρροής.

 

Με βάση τα ανωτέρω, το Δικαστήριο καταλήγει ότι, ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, επιβεβαιώνεται μεν η ύπαρξη και δράση οργανωμένων εγκληματικών ομάδων τύπου Kuluna στην Κινσάσα, όπως αυτές περιγράφονται σε αξιόπιστες διεθνείς πηγές, πλην όμως δεν τεκμηριώνεται με αντικειμενικά στοιχεία η συγκεκριμένη εμπλοκή ή στοχοποίηση του Αιτητή από το πρόσωπο που ο ίδιος κατονομάζει, ή ότι το εν λόγω πρόσωπο κατείχε θέση εξουσίας ή επιρροής τέτοια που να μπορεί να υποστηρίξει την εκδοχή του. Η διαπίστωση αυτή, σε συνδυασμό με την απουσία ανεξάρτητων επιβεβαιωτικών μαρτυριών για την προσωπική στοχοποίηση του Αιτητή, αποδυναμώνει την εξωτερική αξιοπιστία του επίδικου ισχυρισμού του.

 

Ενόψει των πιο πάνω, ο δεύτερος ισχυρισμός του Αιτητή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός και αυτός απορρίπτεται στο σύνολο του.

 

Επισημαίνεται εν προκειμένω ότι ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή, περί δολοφονίας των γονέων και του αδελφού του καθώς και περί απόπειρας δηλητηρίασής του στο πλαίσιο κτηματικής διαμάχης, ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, οι εν λόγω περιστάσεις συνιστούν πρωτίστως ιδιωτική διαφορά. Οι ιδιωτικές διαφορές, εφόσον δεν συνδέονται αιτιωδώς με τους λόγους δίωξης που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (φυλή, θρησκεία, εθνικότητα, συμμετοχή σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικές πεποιθήσεις), δεν μπορούν να θεμελιώσουν δικαίωμα αναγνώρισης προσφυγικού καθεστώτος.

 

Επιπλέον, η παροχή καθεστώτος διεθνούς προστασίας δεν υποκαθιστά την υποχρέωση των αρχών της χώρας καταγωγής να παρέχουν προστασία στους πολίτες της. Στην προκειμένη περίπτωση, ο Αιτητής δεν απέδειξε ότι δεν μπορούσε να αναζητήσει ή να λάβει αποτελεσματική προστασία από τις αρμόδιες αρχές της χώρας καταγωγής του για την επίλυση της συγκεκριμένης διαφοράς. Ως εκ τούτου, οι ισχυρισμοί του δεν εντάσσονται στο προστατευτικό πεδίο της Σύμβασης της Γενεύης και δεν συνιστούν νόμιμη βάση χορήγησης διεθνούς προστασίας.

 

Απομένει, λοιπόν, η εξέταση - εντός των πλαισίων του ισχυρισμού που έχει γίνει αποδεκτός -του αντικειμενικού φόβου του Αιτητή. Ο Αιτητής εξέφρασε το φόβο ότι άμα τη επιστροφή του στη χώρα καταγωγής οι φερόμενοι διώκτες του θα τον εντοπίσουν και θα τον σκοτώσουν. Ως εκτέθηκε και ανωτέρω, το Δικαστήριο συντάσσεται με την απόρριψη του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού, ήτοι του ισχυρισμού που άπτονται του πυρήνα του αιτήματος διεθνούς προστασίας του Αιτητή. Επισημαίνεται ότι «οσάκις οι αρμόδιες αρχές καλούνται να εκτιμήσουν, αν ο αιτών διακατέχεται βασίμως από τον φόβο ότι θα διωχθεί, οφείλουν να διερευνήσουν αν οι στοιχειοθετημένες περιστάσεις συνιστούν ή όχι τέτοια απειλή, ώστε ο ενδιαφερόμενος να φοβείται βασίμως, λαμβανομένης υπόψη της εξατομικευμένης καταστάσεώς του, ότι αποτελεί πράγματι αντικείμενο πράξεων διώξεων»[9]. Ο φόβος θεωρείται βάσιμος, εάν διαπιστώνεται ότι υπάρχει «εύλογη» πιθανότητα να υλοποιηθεί στο μέλλον. Για τη διαπίστωση αυτή, είναι απαραίτητο να αξιολογούνται οι δηλώσεις του αιτούντος υπό το πρίσμα  όλων των σχετικών περιστάσεων της υπόθεσης ελέγχονται οι περιστάσεις που επικρατούν στη χώρα καταγωγής του, καθώς και η συμπεριφορά των υπευθύνων δίωξης. Επομένως, η διαπίστωση του βάσιμου φόβου συνδέεται στενά με το καθήκον της αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων και της αξιοπιστίας. Εάν τα αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλε ο αιτών γίνουν δεκτά ως αξιόπιστα, ο υπεύθυνος για τη λήψη της απόφασης προχωρά στο δεύτερο στάδιο και εξετάζει κατά πόσον τα γεγονότα και οι περιστάσεις που έγιναν δεκτά ισοδυναμούν με βάσιμο φόβο.

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση, ο σχετικός ισχυρισμός απορρίφθηκε. Καθώς ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία στηρίζεται ο φόβος του Αιτητή ο σχετικός φόβος δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως βάσιμος και δικαιολογημένος.

Εξετάζοντας τον αντικειμενικό φόβο του Αιτητή θα πρέπει περαιτέρω να αξιολογηθεί αν υπάρχουν παράγοντες ενίσχυσης του κινδύνου που πρέπει να ληφθούν υπόψη σχετικά με το προφίλ του Αιτητή, ιδιαίτερα σε σχέση με τις πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής του Αιτητή ως αυτές εκτέθηκαν ανωτέρω. Ο Αιτητής είναι υπήκοος ΛΔΚ, Χριστιανός Ευαγγελιστής ως προς το θρήσκευμα και με τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής την Κινσάσα. Είναι έγγαμος και πατέρας τριών τέκνων και η οικογένειά του διαμένει επίσης στην Κινσάσα. Ο Αιτητής εργαζόταν ως ιερέας καθώς και ως αγρότης. Επισημαίνεται ότι κατά τη διάρκεια της προσωπικής του συνέντευξης δεν ανέκυψε ο οποιοσδήποτε παράγοντας που θα ενίσχυε το ρίσκο του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ κατά την οποία δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να υποβληθεί σε μεταχείριση η οποία θα μπορούσε να ανέλθει σε επίπεδο δίωξης ή σοβαρής βλάβης.

 

Υπό το φως των προλεχθέντων και του ισχυρισμού περί προσωπικών στοιχείων του

Αιτητή που έγινε αποδεκτός από το παρόν Δικαστήριο, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν διαπιστώνονται δείκτες κινδύνου έναντι της ζωής του, σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ, ιδιαιτέρως υπό τον ορισμό και προϋποθέσεις του προφίλ του πρόσφυγα, άρθρο 1Α της Συνθήκης της Γενεύης και άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Φόβος δίωξης δεν προκύπτει καθαυτός από τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή και έχουν γίνει αποδεκτά.

 

Ως εκ τούτου, απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να υπαχθεί ο Αιτητής στο καθεστώς της επικουρικής προστασίας, ή αλλιώς συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική μας νομοθεσία. Ειδικότερα, το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι:

 

 «το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε Αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε Αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.»

 

Ο ορισμός της «σοβαρής» ή «σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβης» καλύπτει δυνάμει του άρθρου 19(2) εξαντλητικά, τρεις διαφορετικές καταστάσεις, ήτοι :

 

(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή

 

(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή

 

(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

 

Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις που διαλαμβάνονται στην υπό κρίση υπόθεση, ο Αιτητής δεν μπορεί να ενταχθεί στα υπό (α) και (β) ανωτέρω εδάφια. Εξέτασης συνεπώς χρήζει το εδάφιο (γ) του άρθρου 19(2).

 

Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν αναφορικά με την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επεσήμανε στην απόφαση του CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland[10] ότι συνιστούν:

 

«(...) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» 

(βλ. σκέψη 43 της απόφασης)

 

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του Sufi and Elmι[11], αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

Περαιτέρω, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ στην υπόθεση Meki ElgafajiNoor Elgafaji ν Staatssecretaris van Justitie[12]: 

 

 «33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.

 

34.  Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [.]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.

 

35.  Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.

 

36. Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται  από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».

 

37. Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.

 

38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.

 

39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».

 

Στη βάση της ως άνω νομολογίας, προς τον σκοπό εξέτασης των προϋποθέσεων που διαλαμβάνει το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως αυτός ενσωματώνει το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[13] και λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησης του Αιτητή, προχώρησα σε έρευνα σε διεθνείς πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την Κινσάσα της ΛΔΚ, από την οποία προέκυψε ότι δεν δραστηριοποιούνται μη κρατικοί ένοπλοι φορείς στην Κινσάσα, αλλά μόνον στις ανατολικές περιοχές της ΛΔΚ.[14]

 

Ωστόσο, για λόγους πληρότητας της έρευνας, παρατίθενται τα πιο πρόσφατα ποσοτικά και ποιοτικά δεδομένα από τη βάση δεδομένων ACLED  αναφορικά με τα περιστατικά ασφαλείας που σημειώθηκαν στην Κινσάσα κατά το τελευταίο έτος. Με βάση, συνεπώς, τα όσα ανευρέθηκαν στο ACLED, κατά το διάστημα 06.07.2024 έως τις 04.07.2025 καταγράφηκαν 83 περιστατικά ασφαλείας τα οποία οδήγησαν σε 235 απώλειες. Εξ αυτών των 83 περιστατικών τα 50 περιστατικά καταχωρήθηκαν ως «διαμαρτυρίες» ("protests"), τα 3 καταχωρήθηκαν ως «μάχες» ("battles") και οδήγησαν σε 13 απώλειες, τα 12 καταχωρήθηκαν ως «βία κατά πολιτών» ("violence against civilians") και οδήγησαν σε 19 απώλειες, τα 18 ως «αναταραχές» ("riots") και οδήγησαν σε 203 απώλειες, ενώ δεν καταγράφηκε κανένα περιστατικό στην κατηγορία «εκρήξεις ή απομακρυσμένη βία» ("explosions/remote violence").[15]

 

Τα αριθμητικά αυτά δεδομένα υποδεικνύουν πράγματι μια αύξηση των περιστατικών ασφαλείας στην σχετικά ασφαλή μέχρι πρόσφατα επαρχία της Κινσάσα. Παρόλα αυτά, ο αριθμός των περιστατικών σε σχέση με το συνολικό πληθυσμό της επαρχίας (17,778,500 σύμφωνα με επίσημη πρόβλεψη για το έτος 2025)[16] και το γεγονός ότι το επίκεντρο της βίας εντοπίζεται στην επαρχία Mai Ndombe με τα περιστατικά εντός της επαρχίας της Kinshasa να συμβαίνουν μάλλον κατ΄ εξαίρεση δεν επιτρέπει προς το παρόν να εξαχθεί συμπέρασμα περί της ύπαρξης εσωτερικής ένοπλης σύρραξης και αδιάκριτης βίας στην επαρχία της Κινσάσα.

 

Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω δεδομένα δε διακρίνω την ύπαρξη κατάστασης αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης στην Κινσάσα της ΛΔΚ, ώστε ο Αιτητής λόγω της παρουσίας του και μόνο στο έδαφος της περιοχής αυτής να έρχεται αντιμέτωπος με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής απειλής κατά το άρθρο 19 στοιχείο (2)(γ).

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξή μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι προϋποθέσεις ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Συνακόλουθα, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του Αιτητή.

 

 

 

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 



[1] Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552.

[2] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 : « Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο ».

[3] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/2006, ημερ. 26.07.2007

[4] Βλ. σχετικώς, απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, ECLI:CY:AD: 2018:C344,  Α.Ε. 95/2012, ημερ. 06.07.2018, ECLI:CY:AD:2018:C344, ECLI:CY:AD:2018:C344

[5] «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π.  Σπηλιωτόπουλος, 14η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 247 και «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα Έκτη Έκδοση, 2014, Π. Δ. Δαγτόγλου, σ. 552.

[6] Global Initiative, Criminals or vigilantes? The Kuluna gangs of the Democratic Republic of Congo, 17 June 2021, διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2066333/2022_01_Q1_EASO_COI_Query_Response_DRC_LIKOFI_OPERATION.pdf, pp. 3,4, (ημερομηνία πρόσβασης 10/07/2025)

[7] HRW, Operation Likofi - Police Killings and Enforced Disappearances in Kinshasa, DRC, 17 November 2014, διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2066333/2022_01_Q1_EASO_COI_Query_Response_DRC_LIKOFI_OPERATION.pdf, pp. 2, (ημερομηνία πρόσβασης 10/07/2025)

[8] Amnesty International, 'DRC: President Tshisekedi must halt plans to carry out mass executions', 7 January 2025, διαθέσιμο στη διεύθυνση: DRC: President Tshisekedi must halt plans to carry out mass executions - Amnesty International (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 10/07/2025)

[9] Απόφαση του ΔΕΕ, Y και Z, ό.π., υποσημείωση 33, σκέψη 76 (η επισήμανση των συντακτών). Βλέπε επίσης απόφαση του ΔΕΕ, Abdulla και λοιποί, ό.π., υποσημείωση 336, σκέψη 89· και απόφαση του ΔΕΕ, Χ, Y και Z, ό.π., υποσημείωση 20

[10] ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland

[11] ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011

[12]Απόφαση στην υπόθεση C465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji ;κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.02.2009

 

[13] ΟΔΗΓΙΑ 2011/95/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση).

[14] βλ. ενδεικτικά RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th, UN Security Council Resolutions για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/un-documents/democratic-republic-of-the-congo/ , καθώς και το πλέον πρόσφατο ψήφισμα που υιοθετήθηκε στις 30/06/2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/atf/cf/%7B65BFCF9B-6D27-4E9C-8CD3-CF6E4FF96FF9%7D/s_res_2641.pdf, HRW, Democratic Republic of Congo, Events of 2021, 13 January 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.hrw.org/world-report/2022/country-chapters/democratic-republic-congo, UNHCR, Attacks by armed groups displace 20 000 civilians in eastern DRC, 16 July 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.unhcr.org/news/briefing/2021/7/60f133814/attacks-armed-group-displace-20000-civilians-eastern-drc.html , USAID, Democratic Republic of the CongoComplex Emergency, Fact Sheet #3, 13 May 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.usaid.gov/sites/default/files/documents/2022-05-13_USG_Democratic_Republic_of_the_Congo_Complex_Emergency_Fact_Sheet_3_0.pdf και CFA, Global Conflict Tracker, Center for Preventive Action, Instability in the Democratic Republic of Congo, last updated 03 August 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congo (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 09/04 /2025)

 

[15]  ACLED - Kinshasa , reference period 06.07.2024 - 04.07.2025, διαθέσιμο σε https://acleddata.com/explorer/ 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο