ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπoθ. Αρ.: 1775/2024
27 Αυγούστου 2025
[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, ΔΔΔΔΠ.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
R.K.S.
Αιτήτρια
-και-
Κυπριακή Δημοκρατία δια του
Υπουργού Εσωτερικών
Υπηρεσία Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Γ. Κορυζής (κος), Δικηγόρος για την Αιτήτρια
Σ. Πιτσιλλίδου (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση
Η Αιτήτρια παρούσα
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ Δ ΔΔΔΠ: Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 30/04/2024, σύμφωνα με την οποία το αίτημά της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε και καλεί το Δικαστήριο όπως κηρύξει αυτήν άκυρη, παράνομη, στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος, αναγνωρίζοντας αυτή δικαιούχο διεθνούς προστασίας άλλως συμπληρωματικής προστασίας[1].
Όπως προκύπτει τόσο από την Ένσταση, αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που αποτελεί τεκμήριο Α στην παρούσα διαδικασία, τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την υπό εξέταση υπόθεση είναι τα ακόλουθα:
Η Αιτήτρια είναι ενήλικας, υπήκοος Ινδίας η οποία το 2017 αναχώρησε νόμιμα από τη χώρα καταγωγής της με προορισμό την Κύπρο για εκπαιδευτικούς σκοπούς. Τρία χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα στις 13/07/2020 η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας.
Την 20/11/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στην Αιτήτρια από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, συντάσσοντας στη συνέχεια στις 08/04/2024 σχετική έκθεση υποβληθείσα προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία εισηγείται την απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας. Κατόπιν εξέτασης της Έκθεσης/Εισήγησης, συγκεκριμένος λειτουργός δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου την ίδια ημέρα, αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης της Αιτήτριας, χωρίς να εκδίδεται απόφαση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η Αιτήτρια είναι μητέρα κύπριου πολίτη.
Η Αιτήτρια έλαβε γνώση της απορριπτικής απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση μέσω επιστολής ημερομηνίας 30/04/2024, καταχωρώντας εμπρόθεσμα την με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή εναντίον της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση.
Με τη γραπτή του αγόρευση ο συνήγορος της Αιτήτριας προωθεί προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης ισχυρισμούς περί πλάνης περί τα πράγματα, έλλειψη δέουσας έρευνας αλλά και αιτιολογίας εκ μέρους των Καθ΄ων η αίτηση. Αποτελεί θέση του κ. Κορυζή πως υπάρχει άμεσος και ενεστώς κίνδυνος κατά της προσωπικής ασφάλειας, ελευθερίας και ενδεχομένως της ζωής της Αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της. Υποστηρίζει ότι το καθεστώς διεθνούς προστασίας που δικαιούται η Αιτήτρια σχετίζεται με άμεσο και υπαρκτό κίνδυνο δίωξης- κακομεταχείρισης, αφενός λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων και αφετέρου λόγω εγκυμοσύνης (και ήδη υπάρξεως τέκνου) θεωρούμενης ως άθεσμης από το οικογενειακό περιβάλλον της Αιτήτριας, με αποτέλεσμα να έχει περιθωριοποιηθεί και να απειλείται.
Οι Καθ’ων η αίτηση από τη πλευρά τους με την γραπτή τους αγόρευση υπεραμύνονται της νομιμότητας και της ορθότητας της προσβαλλόμενης πράξης απορρίπτοντας όλους τους προωθούμενους ισχυρισμούς. Αποτελεί θέση τους ότι πρόκειται για οικονομική μετανάστρια και κατά συνέπεια ορθά το αίτημά της απορρίφθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση.
Κατά το στάδιο των διευκρινήσεων ενώπιον του Δικαστηρίου ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Αιτήτρια περιόρισε τους νομικούς ισχυρισμούς του στη μη διεξαγωγή δέουσας έρευνας από πλευράς των Καθ' ων η αίτηση κατά την λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, εγκαταλείποντας τους λοιπούς λόγους ακύρωσης ως αυτοί προβάλλονται στην γραπτή αγόρευση του Αιτητή, ως εκ τούτου δεν θα αποτελέσουν πλέον αντικείμενο προς εξέταση.
Συγκεκριμένα, ο κ. Κορυζής επικαλέστηκε ότι η Αιτήτρια αντιμετωπίζει σοβαρό κίνδυνο εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της, αφού έχει αποκτήσει τέκνο εκτός γάμου, γεγονός που τη θέτει εκτός κοινωνίας. Προβάλλει για πρώτη φορά και μάλιστα στο στάδιο των διευκρινήσεων, καινοφανή ισχυρισμό περί μεταστροφής της Αιτήτριας στο χριστιανισμό, ωστόσο αυτό δεν επιβεβαιώθηκε από την Αιτήτρια η οποία ούσα παρούσα στο Δικαστήριο ερωτήθηκε ευθέως σχετικά με το θρήσκευμά της αναφέροντας πως ενόσω βρισκόταν στην Ινδία ήταν Σιχ τώρα όμως «δεν είναι τίποτα», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, δήλωση η οποία αντικρούει στον ισχυρισμό του συνηγόρου της και συνεπώς δεν απασχολήσει το Δικαστήριο η περαιτέρω εξέτασή του.
Έχω ακούσει με προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τους συνηγόρους των διαδίκων αλλά και από την ίδια την Αιτήτρια και δεδομένου ότι το Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν. 73(Ι)/2018 κέκτηται εξουσίας όπως εξετάζει πέραν από την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ορθότητα αυτής, ήτοι εξέταση επί της ουσίας του αιτήματος της Αιτήτριας, κρίνω σκόπιμο όπως παραθέσω πιο κάτω όλους τους ισχυρισμούς που αυτή προέβαλε σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός της, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ' ων η αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της νόμιμης άσκησης της διακριτικής τους ευχέρειας, εξετάζοντας παράλληλα και τον προωθούμενο από την Αιτήτρια ισχυρισμό προς ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση.
Η Αιτήτρια χωρίς ιδιαίτερες λεπτομέρειες δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της λόγω του ότι ήταν έγκυος και είχε προβλήματα με την οικογένεια της, εξαιτίας της θρησκείας της.
Κατά τη διάρκεια της προφορικής της συνέντευξης και σε σχέση με τα προσωπικά της στοιχεία, η Αιτήτρια δήλωσε υπήκοος της Ινδίας, άγαμη, μητέρα ενός ανήλικου παιδιού το οποίο απέκτησε κατά τη διαμονή της στην Κύπρο με Κύπριο πολίτη με τον οποίο διατηρεί σχέση ωστόσο δεν διαμένουν μαζί κατ’ επιλογήν της ιδίας, διατηρώντας επικοινωνία με το παιδί. Κατά δήλωσή της Sikh στο θρήσκευμα. Ως προς το μορφωτικό της επίπεδο δήλωσε ότι ολοκλήρωσε δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην Ινδία και εισήλθε στη Κυπριακή Δημοκρατία, για να συνεχίσει τις σπουδές της, τις οποίες διέκοψε λόγω οικονομικών δυσκολιών. Η οικογένειά της αποτελείται από τους γονείς της και τα τέσσερά της αδέλφια με τους οποίους διατηρεί επικοινωνία. Κατά δήλωσή της ενόσω βρισκόταν στην Ινδία δεν εργαζόταν και την στήριζαν οικονομικά οι γονείς της, δηλώνοντας περαιτέρω ότι κατά τη διαμονή της στην Κύπρο εργάζεται με μερική απασχόληση ως καθαρίστρια.
Αναφορικά με τους λόγους που την οδήγησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της, κατά την ελεύθερη αφήγησή της η Αιτήτρια ανέφερε ότι ήρθε στη Κύπρο ως φοιτήτρια, φοίτησε για 3 χρόνια και διέκοψε τις σπουδές της λόγω οικονομικών δυσκολιών. Παράλληλα γνώρισε το σύντροφό της με τον οποίο απέκτησε ένα παιδί. Μη έχοντας λεφτά αποφάσισε να υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας, δηλώνοντας πως δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της καθώς η οικογένεια της δεν θα της επιτρέψει να μείνει μαζί τους και ίσως την σκοτώσουν. Επιθυμεί δήλωσε να παραμείνει στη Κύπρο για να δουλέψει και να φροντίζει το παιδί της. Έχει αιτηθεί στο τμήμα μετανάστευσης, άδεια παραμονής ως ανύπαντρη μητέρα, και αιτείται όπως της δοθούν 3 μήνες να παραμείνει στη Κύπρο μέχρι να λάβει την σχετική απάντηση και τα σχετικά έγγραφα, οπότε και θα αποσύρει την αίτηση διεθνούς προστασίας (ερυθρό 27 στο διοικητικό φάκελο).
Ερωτηθείσα σχετικώς ανέφερε πως δεν έχει συμβεί κάποιο περιστατικό που την ανάγκασε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της και πως βρίσκεται στη Κύπρο για οικονομικούς λόγους, για ένα καλύτερο μέλλον για το παιδί της, ωστόσο δήλωσε πως φοβάται τους γονείς της αν επιστρέψει στη χώρα της έχοντας αποκτήσει παιδί εκτός γάμου, δηλώνοντας παράλληλα ότι οι αρχές της χώρας της μπορούν να την προστατεύσουν.
Αξιολογώντας τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, οι Καθ’ ων η αίτηση έκριναν αυτούς αξιόπιστους, αποδεχόμενοι τα λεγόμενά της, ωστόσο στη βάση αυτών, προβαίνοντας σε περαιτέρω έρευνα μέσω ανεξάρτητων πηγών πληροφόρησης, κατέληξαν πως δεν υπάρχουν εύλογοι και βάσιμοι λόγοι, σε περίπτωση που η Αιτήτρια επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της, να αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης και ως εκ τούτου δεν δύνανται να χορηγηθεί στην Αιτήτρια προσφυγικό καθεστώτος ή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, όπως προνοείται στα άρθρα 3 και 19(1) και (2) του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν 6(Ι)/2000, απορρίπτοντας την αίτησή της. Περαιτέρω, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η Αιτήτρια είναι μητέρα ενός ανήλικου παιδιού, κύπριου πολίτη, κρίθηκε ορθή η μη έκδοση απόφασης επιστροφής.
Από το ιστορικό της Αιτήτριας όπως αυτό φαίνεται πιο πάνω και στη βάση των δεδομένων του διοικητικού φακέλου, προκύπτει ότι αυτή δεν επικαλέστηκε κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα. Τα όσα ανέφερε αφορούν στην επιθυμία της να παραμείνει στο νησί μας για ένα καλύτερο μέλλον για το παιδί της, στοιχείο που σαφώς δεν θα μπορούσε να την εντάξει στην έννοια του πρόσφυγα, όπως αυτή ερμηνεύεται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000.
Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, «πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο, που λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγένειας του και δεν είναι σε θέση ή λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής».
Η έννοια δε του «μετανάστη», δίδεται από το Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων που εκδόθηκε από την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για του Πρόσφυγες, 6η έκδοση, 2009, στην παράγραφο 62 αυτού, ως εξής:
«62. Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας. (Ο τονισμός και η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου).
Στην παράγραφο 63 του ιδίου εγχειριδίου διευκρινίζεται ότι κάποιες φορές ο διαχωρισμός μεταξύ μετανάστη και πρόσφυγα μπορεί να είναι ασαφής, όμως με τα όσα ανέφερε η Αιτήτρια κατά τη συνέντευξή της, αλλά και ενώπιον του Δικαστηρίου δεν τίθεται θέμα ασάφειας της ιδιότητας της ως οικονομικής μετανάστριας, αφού η ίδια ρητά ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της με σκοπό να σπουδάσει. Δεν παραγνωρίζω και λαμβάνω υπόψη το αίτημά της κατά την συνέντευξη της, στο στάδιο της ελεύθερης αφήγησής της, για παράταση της παραμονής της για περίοδο τριών μηνών εν αναμονή άλλων ενεργειών στις οποίες κατά δήλωσή της προέβη ώστε να νομιμοποιήσει την παραμονή της αλλά και δήλωσή της για απόσυρση της αίτησης ασύλου μόλις αυτό ολοκληρωθεί. Αβίαστα συμπεραίνω πως η Αιτήτρια χρησιμοποιεί την αίτηση ασύλου ως μέσω νομιμοποίησης της παραμονής της, καθιστώντας το αίτημά της μη γνήσιο.
Είναι καθόλα κατανοητό ότι για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση.
Είναι πάγια νομολογημένο, ότι οι οικονομικοί μετανάστες δεν εμπίπτουν στην έννοια του πρόσφυγα (βλ. Mahfuja Akter v Δημοκρατίας, αρ. υπο 1669/2011 ημερομηνίας 22/03/2013 και στην εκεί νομολογία).
Το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 προνοεί ότι «εναπόκειται στον Αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση διεθνούς προστασίας», χωρίς να απαιτείται να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία. Ο/Η Αιτητής/τρια έχει την ευθύνη να εκθέσει με την αίτησή του/της αλλά και μέσα από την ενώπιον της αρμόδιας αρχής συνέντευξη του/της ακόμα και ενώπιον του Δικαστηρίου, με την ορθή δικονομική διαδικασία, με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του/της προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του/της. Ο/Η Αιτητής/τρια οφείλει να επικαλεστεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το υποβληθέν αίτημά του/της για διεθνή προστασία. Το δε αρμόδιο όργανο εξετάζοντας την αίτηση του/της Αιτητή/τριας, οφείλει να λάβει υπόψη του κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός.
Είναι επίσης πάγια νομολογημένο ότι δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. 2 Α.Α.Δ. 120). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή έρευνα.
Μελετώντας το διοικητικό φάκελο, διαπιστώνω ότι οι Καθ’ ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεδομένων των δηλώσεων της Αιτήτριας. Καθώς η Αιτήτρια δεν ανέφερε οτιδήποτε που θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή της, οι Καθ’ ων δεν είχαν υποχρέωση να προβούν σε οποιαδήποτε εξειδικευμένη έρευνα, αλλά προέβησαν στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, εκδίδοντας με τον τρόπο αυτό πλήρως αιτιολογημένη απόφαση και εντός των πλαισίων της διακριτικής ευχέρειας του αρμόδιου οργάνου.
Ο «Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων» (Μάρτιος 2015) καθορίζει πως στη βάση της συλλογής πληροφοριών θα πρέπει να προσδιορίζονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του πρόσφυγα και αν δεν υπάρχει κατάληξη ότι μπορεί να δοθεί προσφυγικό καθεστώς, τότε το αρμόδιο όργανο θα πρέπει να εκτιμήσει εάν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του προσώπου που δικαιούται συμπληρωματική προστασία.
Ορθά κρίθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση ότι δεν στοιχειοθετούνταν ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Ν.6(Ι)/2000 για να παρασχεθεί στην Αιτήτρια το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα της.
Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν.6(Ι)/2000 «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν.6(Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619).
Επιπρόσθετα, λαμβάνεται υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του άρθρου 12Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, με τις ΚΔΠ145/25, καθόρισε τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιείται βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.
Κρίνω, υπό τις περιστάσεις, ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να τεκμηριώσει σε κανένα στάδιο της διαδικασίας τη βασιμότητα του αιτήματός της για αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα, δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου και της Σύμβασης της Γενεύης, ούτε για την παραχώρηση της συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου. Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στο πλαίσιο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, το οποίο συνεκτίμησε όλα τα πραγματικά στοιχεία και εξέδωσε τελική αιτιολογημένη απόφαση. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε το μεμπτό, ούτως ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και επαρκώς αιτιολογημένη.
Με βάση όλα τα πιο πάνω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1.000 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ. ΔΔΔΠ
[1] Αιτούμενες θεραπείες 1 και 2 στην αίτηση ακυρώσεως
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο