
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ.1807/23
5 Αυγούστου 2025
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
D. Τ. Α.
Αιτήτρια
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
Κος Γ. Κορυζής, Δικηγόρος για Αιτήτρια
Κα Σ. Πιτσιλλίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή η αιτήτρια αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία της κοινοποιήθηκε στις 26/05/23, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, ως άκυρης, αντισυνταγματικής, παράνομης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.
Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, η αιτήτρια κατάγεται από το Καμερούν, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές μέσω κατεχομένων στις 19/09/19 και υπέβαλε την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας στις 25/09/19 (ερ.1-3, 43).
Στις 22/07/22 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη με την αιτήτρια από την Υπηρεσία προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία όπου της δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα της (ερ.29-43). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση- Εισήγηση και στις 07/03/23 απορρίφθηκε το αίτημα για διεθνή προστασία (ερ.54-67).
Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης της αιτήτριας για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία της δόθηκε διά χειρός 26/05/23, μαζί με την αιτιολογία αυτής, και της μεταφράστηκε στην μητρική της γλώσσα (ερ.68, 3).
Στην επίδικη αίτηση ασύλου η αιτήτρια καταγράφει ότι ζούσε στην περιοχή Kembong, στο Νοτιοδυτικό Καμερούν και ήταν αρραβωνιασμένη αλλά ζούσαν χωριστά και επισκεπτόταν τον αρραβωνιαστικό της στην κατοικία του. Καθώς περνούσε ο χρόνος, ως αναφέρει η αιτήτρια, ο αρραβωνιαστικός της εντάχθηκε κρυφά στους αυτονομιστές (Ambazonians), γεγονός που έθεσε σε κίνδυνο τόσο εκείνον όσο και την ίδια. Ως αναφέρει η αιτήτρια, ενώ βρισκόταν στην οικία του αρραβωνιαστικού της, δυνάμεις του στρατού περικύκλωσαν το σπίτι και την ανάγκασαν να τους ανοίξει. Την απείλησαν ζητώντας να αποκαλύψει την τοποθεσία του αρραβωνιαστικού της, δηλώνοντάς της ότι σε αντίθετη περίπτωση θα την μετέφεραν σε άγνωστο μέρος. Καθώς η αιτήτρια αρνήθηκε να συνεργαστεί, μεταφέρθηκε και κρατήθηκε σε άγνωστο μέρος για δύο ημέρες, χωρίς τροφή. Η αιτήτρια προσευχόταν και την τρίτη ημέρα, κάποιος άνοιξε την πόρτα και την άφησε να φύγει. Ακολούθως, η αυτή μετέβη στην οικία της προκειμένου να συλλέξει τα απολύτως απαραίτητα και μόλις έφυγε απ’ εκεί δέχθηκε τηλεφωνική κλήση με την οποία ενημερωνόταν ότι το σπίτι της είχε καεί. Τότε κατευθύνθηκε προς ένα άλλο χωριό, όπου ζητούσε βοήθεια από τους κατοίκους και τότε έλαβε νέο τηλεφώνημα, με το οποίο την απειλούσαν πως όπου κι αν πάει θα την βρουν. Φοβούμενη η αιτήτρια πήγε στη γαλλόφωνη περιοχή του Καμερούν, όπου φιλοξενήθηκε από οικογενειακό φίλο. Τότε της τηλεφώνησε ο αρραβωνιαστικός της και την προειδοποίησε ότι θα έπρεπε να φύγει, καθώς δεν ήταν ασφαλής. Ευτυχώς, ως η αιτήτρια αναφέρει, με τη βοήθεια του θείου που την φιλοξενούσε, άλλαξε την ταυτότητα της και κατάφερε να εγκαταλείψει τη χώρα από τη Douala, μέσω Τουρκίας.
Κατά τη συνέντευξη η αιτήτρια ανέφερε ότι γεννήθηκε και έζησε όλη της τη ζωή στην περιοχή Kembong, στο Νοτιοδυτικό Καμερούν, πλην του διαστήματος μεταξύ 2010 – 2015, όταν διέμεινε στην πόλη Buea, είναι άγαμη και άτεκνη, η μητέρα της διαμένει μαζί με τους δύο αδελφούς της και μια αδελφή της αιτήτριας στο Kembong, ο πατέρας της έχει αποβιώσει, η ίδια ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, απέκτησε δίπλωμα από ανώτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα και εργαζόταν σε φάρμα.
Αναφορικά με τους λόγους που την ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής της η αιτήτρια ανέφερε ότι διέμενε με τη μητέρα και τ’ αδέλφια της στο οικογενειακό τους σπίτι, φοιτούσε στην Buea και κατά τις σχολικές διακοπές επέστρεφε στο χωριό για να βρίσκεται με τη μητέρα της. Τον Δεκέμβριο 2018 ένας άνδρας την προσέγγισε, εκφράζοντας την πρόθεσή του να την παντρευτεί, η μητέρα της όμως του απάντησε πως η αιτήτρια έπρεπε πρώτα να ολοκληρώσει τις σπουδές της, αλλά ότι μπορούσαν να γνωριστούν στο μεταξύ.
Κατά τις διακοπές της η αιτήτρια συνήθιζε να περνά χρόνο με τον συγκεκριμένο άνδρα και διαπίστωσε ότι πρόκειται για άτομο καλοπροαίρετο και έτσι αποδέχθηκε την πρόταση αρραβώνα και τον Σεπτέμβριο 2019, κατά την επίσκεψή της στο χωριό, μετέβη στην οικία του αρραβωνιαστικού της για να τον δει. Την μία νύχτα διανυκτέρευσε εκεί, ωστόσο το επόμενο πρωί ο αρραβωνιαστικός της δεν ήταν στο σπίτι. Όταν επέστρεψε, μετέφερε μαζί του ένα θήραμα (αντιλόπη) και, όταν η αιτήτρια τον ρώτησε πού βρισκόταν, της απάντησε ότι είχε πάει για κυνήγι. Τρεις ημέρες αργότερα, η αιτήτρια τον επισκέφθηκε ξανά. Το ίδιο βράδυ εκείνος έλαβε τηλεφώνημα, της είπε ότι θα επιστρέψει σύντομα και έφυγε, ωστόσο δεν επέστρεψε. Περίπου στις 3 τα ξημερώματα, η αιτήτρια άκουσε πυροβολισμούς και φοβήθηκε διότι ήταν μόνη στο σπίτι. Οι πυροβολισμοί διήρκεσαν περίπου τρεις ώρες. Το πρωί, άκουσε χτύπο στην πόρτα και θεώρησε πως είχε επιστρέψει ο αρραβωνιαστικός της. Όταν άνοιξε, αντίκρισε στρατιωτικούς, οι οποίοι τη ρώτησαν το όνομά της και της ζήτησαν να τους πει πού βρίσκεται ο ιδιοκτήτης του σπιτιού. Η αιτήτρια απάντησε πως δεν γνωρίζει και τότε την επιβίβασαν σε όχημα και τη μετέφεραν σε απομονωμένο κτήριο, όπου την κλείδωσαν. Όπως ισχυρίστηκε, οι στρατιωτικοί την απείλησαν να αποκαλύψει το πού βρίσκεται ο αρραβωνιαστικός της, διαφορετικά θα τη σκότωναν. Την επόμενη φορά που την επισκέφθηκαν, τη χαστούκισαν και τη ρώτησαν ξανά. Όταν απάντησε ότι δεν γνωρίζει τίποτα, της είπαν ότι οι πυροβολισμοί που είχε ακούσει ήταν από ένοπλη σύγκρουση μεταξύ των αυτονομιστών μαχητών (Ambazonians) και του στρατού, κατά την οποία σκοτώθηκαν τρεις στρατιώτες και την κατηγόρησαν ότι ο αρραβωνιαστικός της συμμετείχε στις εχθροπραξίες και την προειδοποίησαν πως θα τιμωρηθεί εάν δεν τους αποκαλύψει που βρίσκεται.
Την επόμενη ημέρα, περίπου στις 2 μ.μ., άκουσε πυροβολισμούς κοντά στο σημείο όπου κρατούνταν. Όπως περιέγραψε, κάποιος έσπασε την πόρτα, της είπε να φύγει όσο πιο μακριά μπορεί και εκείνη άρχισε να τρέχει προς την κατεύθυνση που της υπέδειξε. Κατά τη διαδρομή είδε νεκρά σώματα τριών νεαρών αγοριών. Έφτασε στο πατρικό της σπίτι, πήρε κάποια έγγραφα και έναν μικρό σάκο και έφυγε. Λίγες ώρες αργότερα, μια φίλη της την ενημέρωσε τηλεφωνικά ότι το σπίτι της είχε καεί. Ακολούθως εγκατέλειψε το χωριό και πήγε σε γειτονικό χωριό, όπου παρακάλεσε έναν μοτοσικλετιστή να την μεταφέρει στο Τίκο. Εκεί μια γυναίκα τη φιλοξένησε, αφού της αφηγήθηκε την ιστορία της. Ενώ διέμενε στο Τίκο η αιτήτρια έλαβε τηλεφώνημα από τον αρραβωνιαστικό της που την προέτρεψε να εγκαταλείψει την περιοχή άμεσα για λόγους ασφαλείας. Η αιτήτρια μετέβη στη Douala, όπου συνάντησε έναν φίλο, στον οποίο εξιστόρησε τα γεγονότα. Εκείνος τη συμβούλεψε ότι πρέπει να εγκαταλείψει τη χώρα και να προετοιμάσει τα απαραίτητα έγγραφα.
Ερωτηθείσα η αιτήτρια τι θεωρεί ότι θα της συμβεί εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της απάντησε ότι θα τη σκοτώσουν και θα τη βασανίσουν οι στρατιωτικές δυνάμεις, διότι δεν γνωρίζουν πού βρίσκεται ο αρραβωνιαστικός της και ανέφερε ότι δεν γνωρίζει που βρίσκεται η μεγαλύτερη αδελφή της. Ερωτηθείσα σχετικά με την προηγούμενη αναφορά της ότι τα αδέρφια της ζούσαν στο Kembong, η αιτήτρια διευκρίνισε ότι μετά που κάηκε το σπίτι τους, η οικογένεια διασκορπίστηκε. Όπως είπε, πριν από δύο εβδομάδες έμαθε ότι η αδελφή της δεν έχει δώσει σημεία ζωής και ότι δύο από τα αγόρια ζουν κρυμμένα στο δάσος. Ερωτηθείσα ποια είναι η σύνδεση ανάμεσα στην εξαφάνιση της αδερφής της και την υπόθεσή της, απάντησε ότι «όλοι θεωρούνται ύποπτοι», η δε μητέρα της, όπως ανέφερε, της μετέφερε ότι ο αρχηγός του χωριού της συνέστησε να μείνει στο δάσος για λόγους ασφαλείας. Ερωτώμενη σχετικά ανέφερε ότι γνώρισε τον αρραβωνιαστικό της τον Μάιο 2018 και ότι εκείνος ήθελε να την παντρευτεί από τον Δεκέμβριο 2018. Περαιτέρω, δήλωσε ότι τον συναντούσε στο Kembong, κατά τη διάρκεια των διακοπών της, καθώς η ίδια σπούδαζε στην πόλη Buea. Ερωτηθείσα πώς περνούσε τον χρόνο της με αυτό το άτομο, δήλωσε ότι της δίδασκε κάποια πράγματα σχετιζόμενα με τις σπουδές της, αφού σπούδαζε Διοίκηση Επιχειρήσεων.
Σχετικά με το περιστατικό στις 08-09 Σεπτεμβρίου 2018, η αιτήτρια δήλωσε ότι βρισκόταν στο σπίτι του αρραβωνιαστικού της και ότι ο αυτός δέχθηκε τηλεφώνημα από άγνωστο άτομο και έφυγε από το σπίτι. Το ίδιο βράδυ άκουγε πυροβολισμούς και η καρδιά της, ως ανέφερε, χτυπούσε πολύ δυνατά. Δεν γνωρίζει ποιος τηλεφώνησε στον αρραβωνιαστικό της ούτε και που πήγε εκείνος. Κληθείσα να προσδιορίσει ποιος χτυπούσε την πόρτα την επόμενη ημέρα, δήλωσε ότι ήταν ο στρατός, ωστόσο δεν γνωρίζε πόσα άτομα ήταν ακριβώς, αναφέροντας ότι ήταν τρία στην πόρτα και άλλα σε αυτοκίνητα. Κληθείσα να περιγράψει τα εν λόγω άτομα, δήλωσε ότι ο ένας ήταν ψηλός, μυώδης, με σκούρο δέρμα και οι άλλοι δύο είχαν μέσο ύψος και ανέφερε ότι ο ένας την ρώτησε το όνομά της και ο άλλος το σημείωσε και την προειδοποίησε ότι σε περίπτωση που δεν τους έλεγε πού βρίσκεται ο αρραβωνιαστικός της η ζωή της θα βρισκόταν σε κίνδυνο. Έπειτα δήλωσε ότι την μετέφεραν με αμάξι σε απομονωμένο κτήριο, ανάμεσα σε δύο χωριά. Κληθείσα να προσδιορίσει το εξωτερικό του κτηρίου ανέφερε ότι ήταν απομονωμένο, ανάμεσα σε θάμνους, αναφέροντας ότι δεν έκανε το γύρω του κτηρίου αλλά την μετέφεραν κατευθείαν στο εσωτερικό. Ένα από τα άτομα την χτύπησε και της ζήτησε πληροφορίες για τον αρραβωνιαστικό της. Η ίδια απάντησε ότι δεν ήξερε πού βρισκόταν και της είπαν ότι ο αρραβωνιαστικός της ήταν μέλος των αυτονομιστών μαχητών (Ambazonians) και την απείλησαν ότι θα την σκοτώσουν αν δεν τους έλεγε πού βρισκόταν και μετά έφυγαν από το σπίτι. Ερωτηθείσα εάν είχε ποτέ σκεφτεί ότι ο αρραβωνιαστικός της είχε ενταχθεί στους αυτονομιστές μαχητές ή εάν τον είχε δει να εμπλέκεται σε περίεργες δραστηριότητες απάντησε αρνητικά. Ερωτηθείσα γιατί ο αρραβωνιαστικός της θεωρείτο ύποπτος ως μέλος των αυτονομιστών μαχητών (Ambazonians), δήλωσε ότι φαίνεται κάποιος να είπε στον στρατό ότι ο αρραβωνιαστικός της ήταν ένας από αυτούς.
Κληθείσα να περιγράψει τις συνθήκες κράτησης, αρχικά δήλωσε ότι της έδιναν μόνο νερό, ενώ μετά πρόσθεσε ότι την πρώτη νύχτα την πέρασε μόνη της στο δάσος. Αναφορικά με την διαφυγή της, δήλωσε ότι ένας άνδρας, τον οποίο δεν γνώριζε, άνοιξε την πόρτα του σπιτιού και της έδειξε την κατεύθυνση που έπρεπε να ακολουθήσει για να πάει στο σπίτι της, το οποίο βρισκόταν σε απόσταση 2 ½ ωρών. Κληθείσα να προσδιορίσει πότε δέχτηκε το τηλεφώνημα με το οποίο πληροφορήθηκε ότι έκαψαν το σπίτι της, απάντησε ότι δεν γνωρίζει και ανέφερε ότι υπαίτιος ήταν ο στρατός, διότι είχε κάψει και άλλα σπίτια. Ενώ η ίδια βρισκόταν στην πόλη Tiko, δέχθηκε τηλεφώνημα από άγνωστο άτομο, το οποίο της είπε ότι δεν μπορεί να ξεφύγει, ενώ το ίδιο βράδυ, συνάντησε κάποια άγνωστα άτομα να κάνουν παράξενες σωματικές εκφράσεις, τις οποίες η αιτήτρια εξέλαβε ως απειλές. Όταν της ζητήθηκε να εξηγήσει για ποιο λόγο θεώρησε ότι αυτά τα άτομα την απειλούσαν, απάντησε λόγω του τηλεφωνήματος που είχε δεχτεί.
Τέλος, κληθείσα να εξηγήσει πώς κατάφερε να διαφύγει νόμιμα από τη χώρα της, ενώ είχε προβλήματα με τον στρατό, δήλωσε ότι έφυγε όταν ακόμη ήταν πολύ νωρίς και δεν είχαν ειδοποιηθεί οι στρατιωτικοί σε άλλες πόλεις και, σε ακόλουθη ερώτηση, η αιτήτρια ανέφερε ότι εγκατέλειψε την χώρα περίπου τρείς εβδομάδες μετά το περιστατικό στο σπίτι του αρραβωνιαστικού της.
Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα όσα ανέφερε η αιτήτρια εντόπισαν και αξιολόγησαν τρείς ουσιώδεις ισχυρισμούς, ως ακολούθως.
1. Ταυτότητα, προφίλ, χώρα καταγωγής και τόπο διαμονής της αιτήτριας
- Η αιτήτρια απήχθη από τον στρατό το 2018, λόγω υποψίας ότι ο αρραβωνιαστικός της ήταν μέλος των Ambazonians
- Το σπίτι της αιτήτριας κάηκε σε αδιάκριτη επίθεση από τον στρατό το 2018
Οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν τον 1ο εκ των ως άνω ισχυρισμών, απέρριψαν όμως τον 2ο και 3ο ουσιώδη ισχυρισμό ως αναξιόπιστους.
Αναφορικά με τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό, κρίθηκε ότι όσα ανέφερε η αιτήτρια στερούνται εσωτερικής συνοχής ενόψει της αοριστίας, ασάφειας, έλλειψης συνέπειας, ευλογοφάνειας αλλά και γενικότητας των δηλώσεων. Συγκεκριμένα, ως κρίθηκε, η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παράσχει ένα συνεκτικό χρονοδιάγραμμα αναφορικά με το πότε γνώρισε τον αρραβωνιαστικό της, πότε έλαβαν χώρα τα περιστατικά που ανέφερε, ούτε να περιγράψει συγκεκριμένα πώς περνούσε τον χρόνο της με αυτόν ενώ – επιπροσθέτως - δεν ήταν σε θέση να παρέχει λεπτομερείς και συγκεκριμένες πληροφορίες για το τί συνέβη το βράδυ στις 08-09 Σεπτεμβρίου 2018, που βρισκόταν στο σπίτι του αρραβωνιαστικού της και ούτε τα συναισθήματά της, καθώς αόριστα δήλωσε ότι η καρδιά της χτυπούσε πολύ γρήγορα και είχε ανατριχιάσει σε όλο της το σώμα, χωρίς εντούτοις να είναι σε θέση να τεκμηριώσει περαιτέρω τις δηλώσεις της.
Ομοίως, η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να αναφέρει πόσα άτομα ήταν μπροστά από την πόρτα του σπιτιού του αρραβωνιαστικού της, την επόμενη μέρα, που κάποιος χτυπούσε την πόρτα και ούτε να περιγράψει αυτά τα άτομα, αλλά ούτε και την αλληλεπίδραση που είχε μαζί τους, καθώς αόριστα ανέφερε ότι ο ένας την ρώτησε το όνομά της και ο άλλος το σημείωσε και την προειδοποίησε ότι, σε περίπτωση που δεν τους έλεγε πού βρίσκεται ο αρραβωνιαστικός της, η ζωή της θα βρισκόταν σε κίνδυνο, χωρίς όμως να είναι σε θέση να δώσει περισσότερες πληροφορίες. Περαιτέρω κρίθηκε ότι αόριστα δήλωσε ότι το σπίτι στο οποίο μεταφέρθηκε όταν απήχθη από τον στρατό, βρισκόταν ανάμεσα σε δύο χωριά και δεν μπορούσε να παρέχει λεπτομερείς και συγκεκριμένες πληροφορίες για το εξωτερικό του σπιτιού. Ερωτηθείσα για ποιο λόγο ο αρραβωνιαστικός της θεωρήθηκε ύποπτος ως μέλος των Ambazonians, αόριστα δήλωσε ότι φαίνεται κάποιος είπε στον στρατό ότι ο αρραβωνιαστικός της ήταν ένας από αυτούς, χωρίς να είναι σε θέση να τεκμηριώσει περαιτέρω την αφήγησή της. Αρνητικά αξιολογήθηκε και το ότι, ως κρίθηκε, δεν ήταν σε θέση να δώσει μια συγκεκριμένη και λεπτομερή περιγραφή της κράτησής της σε εκείνο το κτίριο, λαμβάνοντας υπόψη το ότι η αιτήτρια δήλωσε πως έμεινε σε εκείνο το κτίριο σχεδόν για δύο νύχτες, όπως δήλωσε, εκ του οποίου θα αναμενόταν να είναι σε θέση να παρέχει μια πιο λεπτομερή και συγκεκριμένη αφήγηση για τις συνθήκες της κατ’ ισχυρισμό κράτησής της και να δώσει λεπτομερή και συγκεκριμένη περιγραφή για τη διαφυγή της από το σπίτι, επί του οποίου αόριστα ανέφερε ότι ένας άνδρας, τον οποίο δεν γνώριζε, άνοιξε την πόρτα του σπιτιού και της έδειξε την κατεύθυνση που έπρεπε να ακολουθήσει.
Τέλος, αναφορικά με το τηλεφώνημα που δέχθηκε από άγνωστο άτομο ενώ βρισκόταν στην πόλη Tiko, το οποίο της είπε ότι δεν μπορεί να ξεφύγει, κρίθηκε ότι ασυνάρτητα ανέφερε ότι ο λόγος που έφυγε ήταν «λόγω του τηλεφωνήματος» από άγνωστο άτομο. Η δε αναφορά της σε σχετική ερώτηση για το πως έφυγε από τη χώρα ενώ καταζητούνταν, όπου δήλωσε «Νομίζω ότι όταν έφυγα ήταν πολύ νωρίς για να έχουν ειδοποιηθεί οι στρατιωτικοί σε άλλες πόλεις», κρίθηκε ανεπαρκής, δεδομένου ότι η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να δώσει περαιτέρω πληροφορίες για τις δηλώσεις της.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού, κρίθηκε ότι, δεδομένης της φύσης των ισχυρισμών της αιτήτριας, δεν κατέστη δυνατό να βρεθεί καμία πηγή που να επιβεβαιώνει όσα ανέφερε και δεν έχουν υποβληθεί έγγραφα σχετικά με αυτό το θέμα.
Για τους πιο πάνω λόγους ο 2ος ουσιώδης ισχυρισμός απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος.
Αναφορικά με τον 3ο ουσιώδη ισχυρισμό, κρίθηκε ότι οι δηλώσεις της αιτήτριας σχετικά με το ότι το σπίτι της κάηκε σε επίθεση από τον στρατό στερούνται λεπτομερειών και σαφήνειας αλλά και βιωματικών στοιχείων. Ειδικότερα κρίθηκε ότι σε ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν σχετικά με το πώς γνωρίζει ότι ο στρατός έκαψε το σπίτι της, απάντησε αόριστα ότι έκαψαν πολλά σπίτια, χωρίς να μπορέσει να δώσει περαιτέρω διευκρινίσεις για τις δηλώσεις της. Κληθείσα να εξηγήσει για ποιο λόγο ο στρατός έκαψε τα σπίτια των πολιτών απάντησε αόριστα ότι προέβησαν σε αυτή την ενέργεια επειδή τρεις από τους άνδρες τους σκοτώθηκαν και επειδή υπάρχει σύγκρουση.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού εντοπίστηκαν διαθέσιμες πληροφορίες εκ των οποίων επιβεβαιώνονται περιστατικά πυρπόλησης κατοικιών στο Kembong το 2018. Ωστόσο, δεδομένης της τρωθείσας εσωτερικής συνοχής του εν λόγω ισχυρισμού, αυτός απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος.
Στη βάση των ως άνω ευρημάτων, δεδομένου και αξιολογούμενου και του προφίλ της αιτήτριας, οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι δεν υφίσταται εύλογος βαθμός πιθανότητας αυτή να υποστεί δίωξη ή και σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της. Αναφορικά ειδικώς με το αρ.19 (2) (γ) του Νόμου, ομοίως, κατέληξαν ότι δεν υφίσταται κίνδυνο να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο κατά της ζωής ή της σωματικής της ακεραιότητας η αιτήτρια κατά την επιστροφή της, καθώς στο Kembong δεν παρατηρείται αδιάκριτη βία σε τέτοιο υψηλό επίπεδο, με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες, σε συνάρτηση πάντα και με το προφίλ της αιτήτριας, στη βάση της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας.
Συνεπεία των ανωτέρω η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη και εκδόθηκε κατά της αιτήτριας απόφαση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της.
Στα πλαίσια της προσφυγής ο συνήγορος της αιτήτριας σημειώνει λιγοστά νομικά σημεία, εν πολλοίς γενικώς και ακροθιγώς, εκ των οποίων ορισμένα προωθεί και δια της γραπτής αγορεύσεως.
Στην γραπτή της αγόρευση η αιτήτρια περιορίζει ρητά τους προωθούμενους ισχυρισμούς σε αυτούς που άπτονται της μη δέουσας έρευνας, εκ της οποίας η επίδικη απόφαση είναι προϊόν πλάνης, και μη αιτιολόγησης της και εισηγείται, κάνοντας γενικές αναφορές στο περιεχόμενο του φακέλου, πως τα λεγόμενα της αιτήτριας έπρεπε να κριθούν αξιόπιστα και πως εξ’ αυτών αποκαλύπτεται ανάγκη διεθνούς προστασίας.
Οι καθ' ων η αίτηση στην πλούσια και εμπεριστατωμένη αγόρευση τους αντιτάσσουν ότι η επίδικη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη και κατ’ ουσία ορθή, ως ορθά και εύλογα είναι και τα ευρήματα τους επί της αναξιοπιστίας του 2ου και 3ου ουσιώδους ισχυρισμού της αιτήτριας, και ζητούν απόρριψη της προσφυγής. Σημειώνουν δε ότι ουδείς εκ των προωθούμενων ισχυρισμών της αιτήτριας έχει δεόντως δικογραφηθεί και είναι συνεπώς στο σύνολο τους ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης, παραπέμποντας σε νομολογία.
Στις διευκρινίσεις οι συνήγοροι των μερών αρκέστηκαν να υιοθετήσουν το περιεχόμενο των αγορεύσεων τους.
Δεδομένου ότι άπαντες οι προωθούμενοι εκ της αιτήτριας ισχυρισμοί συμπλέκονται και με την ουσία της υπόθεσης προχωρώ «σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής […] τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν» και «την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας» [βλ. αρ.146 (4) (α) του Συντάγματος, αρ.11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018) και Ε.Δ.Δ.Δ.Π. 107/2023, Q. B. T. ν. Δημοκρατίας, ημ.11/02/25).
Προχωρώ σε αξιολόγηση των ενώπιον μου ισχυρισμών.
Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, αναφέρεται στην σελ.98 του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[...] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.». Στην σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «Όπως προαναφέρθηκε, οι δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305). […] Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»
Έχοντας διέλθει με προσοχή του περιεχόμενου του φακέλου και των αγορεύσεων των μερών, ενόψει και κατ’ εφαρμογή των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών, θα συμφωνήσω με το σύνολο των ευρημάτων και της κατάληξης των καθ’ ων η αίτηση επί του 2ου και 3ου ουσιώδους ισχυρισμού της αιτήτριας καθώς, ως λεπτομερώς εξηγείται και στα ερ.59-62 της επίδικης έκθεσης, τα λεγόμενα της παρουσιάζουν σημαντικά κενά και ελλείψεις, αλλά και χρονική ασυνέπεια, εκ των οποίων διαβρώνεται η συνολική αξιοπιστία των δηλώσεων της τόσο αναφορικά με τον κατ’ ισχυρισμό αρραβώνα της με άτομο το οποίο διωκόταν λόγω συμμετοχής του στους Ambazonians όσο και τη έγινε κατά τη σύλληψη, κράτηση και μετέπειτα διαφυγή της αιτήτριας από το μέρος όπου κρατούνταν από τον στρατό, αλλά όσο και το τι έγινε κατά τη διάρκεια αυτής, ως επίσης και το κάψιμο του σπιτιού της, το πως έφυγε από τη χώρα και που βρίσκεται η οικογένεια της σήμερα. Επί όλων των ως άνω πτυχών των ισχυρισμών της το αφήγημα της αιτήτριας βρίθει κενών και αντιφάσεων και σε κανένα σημείο της συνέντευξης αυτή δεν ήταν σε θέση να αναφέρει την παραμικρή βιωματική λεπτομέρεια ή στοιχείο επί των ως άνω, ελλείψεις που θεωρώ ως καθοριστικές για τη συνολική αξιοπιστία του αφηγήματος της.
Συμφωνώ λοιπόν και υιοθετώ εν προκειμένω τα όσα σημειώνουν και οι καθ’ ων η αίτηση στην επίδικη έκθεση, ως και ανωτέρω, στα πλαίσια της παρούσης, καταγράφονται, τα οποία δεν κρίνω σκόπιμο να επαναλάβω εδώ και στα οποία δεν έχω κάτι να προσθέσω, πέραν του να σημειώσω ότι, διερχόμενος του συνόλου των δηλώσεων της αιτήτριας ως αυτές καταγράφονται στο φάκελο, δεν έχω πειστεί για την αλήθεια των ισχυρισμών της επ’ ουδεμίας των πτυχών του αφηγήματος της, η σημαντικότερη δε έλλειψη των οποίων θεωρώ ότι εντοπίζεται στην απουσία βιωματικών λεπτομερειών και στοιχείων. Αξίζει δε περαιτέρω να σημειωθεί ότι στην επίδικη αίτηση η αιτήτρια κατέγραψε ότι άλλαξε την ταυτότητα της για να ταξιδέψει, πράγμα που απουσιάζει από τους επί τούτου ισχυρισμούς στη συνέντευξη (ερ.30 – 2Χ), η δε ημερομηνία που δίδει για την κατ’ ισχυρισμό απαγωγής και κράτησης της (09/09/18 – ερ.34 – 1Χ) δεν συνάδει με τα όσα ακολούθως αναφέρει περί του ότι έφυγε 3 εβδομάδες μετά απ’ αυτό από τη χώρα (ερ.30 – 2Χ), δεδομένου ότι η αιτήτρια αναφέρει ότι έφτασε αεροπορικώς στα κατεχόμενα στις 19/09/19 (ερ.36 – 1Χ), ήτοι ένα χρόνο μετά την κατ’ ισχυρισμό κράτηση της.
Των ως άνω λεχθέντων δεν παραβλέπω ότι τα λεγόμενα της αιτήτριας επί του 2ου και 3ου ουσιώδους ισχυρισμού της συνάδουν (ως γενικές πληροφορίες) με διαθέσιμες ΠΧΚ, εκ των οποίων μερικές έχουν εντοπίσει και οι καθ’ ων η αίτηση, ως καταγράφουν και στην επίδικη έκθεση.
Σχετικά με τα ως άνω εντοπίζω τα εξής.
Η Διεθνής Αμνηστία και το Human Rights Watch (HRW) κάνουν λόγο για μη τήρηση και παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε εκτεταμένο βαθμό στα πλαίσια της κρίσης στις Αγγλόφωνες επαρχίες.[1]
Αναφορά της οργάνωσης Human Rights Watch εκδοθείσα το 2018, ήτοι το χρόνο που κατ’ ισχυρισμό έλαβαν χώρα τα περιστατικά, αναφέρει την ύπαρξη ισχυρών ενδείξεων ότι οι άμαχοι οι οποίοι εκλαμβάνονται ως συνεργαζόμενοι με την κυβέρνηση στοχοποιούνται από τους αποσχιστές για εκβιασμούς, βασανισμούς και δολοφονίες.[2] Βάσει αναφοράς του ανεξάρτητου ιδρύματος Bertelsmann Stiftung[3], οι αποσχιστές στοχοποιούν αμάχους μεταξύ άλλων ως αντίποινα για αποδιδόμενη συνεργασία με την κυβέρνηση.[4] Άρθρο της εφημερίδας The African Observer, του 2023, αναφέρει ότι οι ένοπλες ομάδες συχνά κατηγορούνται για δολοφονίες, απαγωγές ή και τραυματισμούς αμάχων, τους οποίους κατηγορούν ότι συνεργάζονται με τις αρχές του Καμερούν.[5]
Τα Ηνωμένα Έθνη σημειώνουν υπάρχουν « […] αναφορές για βίαιες ενέργειες που καταλήγουν σε καταστροφή νοσοκομείων, σχολείων και ολόκληρων χωριών στις εν λόγω περιοχές τις οποίες έχουν διαπράξει μη κυβερνητικές ένοπλες ομάδες και μέλη των ενόπλων δυνάμεων του κυβερνώντος κόμματος […]»[6], ενώ το HRW, σε πρόσφατη Έκθεσή του, και η Διεθνής Αμνηστία επίσης αναφέρουν πως στις ενέργειες αυτές προβαίνουν τόσο κυβερνητικοί και μη κυβερνητικοί δρώντες[7]. Η γεωγραφική τους κατανομή αναφέρεται από τα Ηνωμένα Έθνη: «Στις ΝΔ και ΒΔ επαρχίες, υψηλά επίπεδα ανασφάλειας συνεχίζονταν. Η παρουσία κρατικών σωμάτων ασφαλείας – αστυνομία, χωροφυλακή, στρατός – είναι συγκεντρωμένη κατά μήκος των κύριων οδικών αρτηριών και στις πόλεις, ενώ οι μη κρατικές ένοπλες ομάδες εντοπίζονται κυρίως στις αγροτικές περιοχές.»[8].
Σε COI QUERY του EASO, ημ.14/06/21, αναφέρεται ότι ο εκτοπισμός πληθυσμού από τα σπίτια του είναι συχνό φαινόμενο λόγω της γενικευμένης βίας, οι οποίοι εκτοπισθέντες βρίσκουν συχνά καταφύγιο σε αγροτικές ή δασώδεις εκτάσεις κοντά στον τόπο διαμονής τους:
«According to OCHA 712 180 IDPs were within or displaced in the North-West and South-West regions as of March 2021. Violence in the aforementioned regions resulted in multiple population displacements and over 1 427 people were forced to flee their homes only in March 2021, seeking shelter and safety in nearby bushes, villages and towns. 71 More than 10 000 people, mainly in Menchum division in the North-West region, were forced to flee their villages in April 2021 and IDPs reached the number of 712 800.72 For the same reference period , a UNHCR map depicting the locations of UNHCR persons of concern mentions that as of April 2021 there were 1 032 942 internally displaced persons, the majority of whom seem to be situated in the Far North, North-West and South-West regions.73 »[9]
Πηγές των Ηνωμένων Εθνών αναφέρουν τα εξής:
«Με την κλιμακούμενη βία ανάμεσα στις κυβερνητικές δυνάμεις και τις μη-κρατικές ένοπλες ομάδες στις Νοτιοδυτικές και Βορειοδυτικές περιοχές τού Καμερούν κατά το 2019, ο άμαχος πληθυσμός είναι αντιμέτωπος με σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων […] μαζικό εκτοπισμό, επιθέσεις κατά περιουσιών, κάψιμο σπιτιών και χωριών, διαχωρισμός οικογενειών, απώλεια εγγράφων ταυτοποίησης, αυθαίρετη σύλληψη και κράτηση […] έλλειψη πρόσβασης σε βασικές υπηρεσίες που έχουν επηρεασθεί από την κρίση και σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων (δολοφονίες, στρατολόγηση παιδιών, απαγωγές, έμφυλη βία, κ.ά. […] Επιθέσεις κατά χωριών, κάψιμο σπιτιών και δολοφονίες έχουν καταγραφεί.».[10]
Εκ των ως άνω ΠΧΚ καθίσταται σαφές ότι τα όσα ανέφερε η αιτήτρια περί διώξεως ατόμων στα οποία αποδίδεται αποσχιστική δράση αλλά και ατόμων που συνδέονται με τα άτομα αυτά και αδιακρίτως ασκούμενης εκατέρωθεν βίας στα πλαίσια συγκρούσεων κυβερνητικών δυνάμεων με αποσχιστές, συνάδουν με διαθέσιμες πληροφορίες, οι οποίες καταγράφουν μια έκρυθμη κατάσταση, με συχνές ένοπλες συγκρούσεις και παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων από αμφότερες τις μαχόμενες πλευρές.
Όμως εν προκειμένω η καταφανής έλλειψη εσωτερικής συνοχής των λεγομένων της, ως ανωτέρω εξηγώ, δεν μπορεί να υπερκερασθεί από το ότι – ως γενικές πληροφορίες - επιβεβαιώνεται ότι συμβάντα ως αυτά που η αιτήτρια εδώ περιγράφει λαμβάνουν χώρα στο Καμερούν. Σημειώνω ότι αν το ότι συνάδει μια πληροφορία που δίδει ένας αιτητής με ΠΧΚ θεωρείτο αρκετό από μόνο του ώστε να ανατραπεί ένα εύρημα περί παντελούς ελλείψεως εσωτερικής συνοχής, θα οδηγούσε σε αποδοχή ισχυρισμών που στερούνται κάθε ψήγματος βιωματικού στοιχείου αλλά και εύλογα αναμενόμενων λεπτομερειών και θα απέληγε τελικώς, θεωρώ, σε «αφελή και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης» (βλ. ανωτέρω απόσπασμα από εγχειρίδιο EASO). Ως εξάλλου στο ίδιο εγχειρίδιο, σελ.97, αναφέρεται «[…] είναι αναγκαία η επαγρύπνηση για καταστάσεις στις οποίες ορισμένοι αιτούντες μπορεί να προσαρμόσουν τους ισχυρισμούς τους ώστε να είναι συνεπείς με συναφείς ΠΧΚ, οι οποίες κατά την άποψή τους θα στηρίξουν την αίτησή τους.» Επίσης, στη σελ.131 τονίζεται σχετικώς ότι «[η] γενικευμένη προσβασιμότητα πολλών πηγών ΠΧΚ, μέσω του διαδικτύου ή άλλων μέσων ενημέρωσης, συνεπάγεται την ανάγκη οι δικαστικοί λειτουργοί να έχουν υπόψη τους την πιθανότητα ορισμένες αιτήσεις διεθνούς προστασίας να έχουν καταρτιστεί κατά τρόπο ώστε να είναι συνεπείς με τις συναφείς ΠΧΚ.»
Εν προκειμένω, στη βάση των ως άνω, είναι κατάληξη μου ότι τα όσα αναφέρει η αιτήτρια συνιστούν επινοήματα της ιδίας, προκειμένου να εντάξει το αφήγημα της στην κατάσταση που επικρατεί στη χώρα καταγωγής της. Δεδομένης όμως εδώ της σημαντικά τρωθείσας εσωτερικής συνοχής του αφηγήματος της αιτήτριας, ως ανωτέρω εξηγώ, οι ισχυρισμοί της δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί. Σε κάθε περίπτωση, αν η αιτήτρια, με δεδομένο ότι έχει ενημερωθεί πλήρως για το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης και τους λόγους που οι ισχυρισμοί της κρίθηκαν αναξιόπιστοι και εκπροσωπείται εδώ δεόντως από δικηγόρο της επιλογής της, ήθελε να προσφέρει περαιτέρω μαρτυρία ή στοιχεία προς διευκρίνηση των όποιων κενών ή ελλείψεων διαπιστώθηκαν, για τα οποία είναι δεόντως ενήμερος, θα μπορούσε να το πράξει δια σχετικού διαβήματος, όμως ουδέν έπραξε. Στην απουσία λοιπόν μαρτυρίας που θα συμπλήρωνε τα κενά, ελλείψεις και αντιφάσεις, ως ανωτέρω λεπτομερώς καταγράφονται, είναι κατάληξη μου ότι τα κενά παραμένουν και δεν αφήνουν περιθώριο αποδοχής των ισχυρισμών της αιτήτριας.
Θεωρώ λοιπόν ότι τα ευρήματα των καθ’ ων η αίτηση επί της αξιοπιστίας των ισχυρισμών της αιτήτριας ήταν απολύτως εύλογα, προϊόντα δέουσας έρευνας όλων των ενώπιον τους στοιχείων και ορθά επί της ουσίας, ως ανωτέρω εξηγώ.
Απομένει λοιπόν μια επικαιροποιημένη αποτίμηση της κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής της αιτήτριας (Kembong).
Σύμφωνα με τα πρόσφατα δεδομένα της βάσης δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), στη διάρκεια ενός έτους (Past year of ACLED Data) και συγκεκριμένα από τις 20/07/24 έως τις 18/07/25 στην επαρχία South West του Καμερούν, όπου βρίσκεται και το Kembong, σημειώθηκαν συνολικά 400 περιστατικά ασφαλείας (451 θάνατοι), τα οποία αφορούσαν 230 περιστατικά βίας κατά αμάχων (83 θάνατοι), 143 περιστατικά μαχών (357 θάνατοι), 14 περιστατικά εκρήξεων/απομακρυσμένης βίας (9 θάνατοι) και 13 ως περιστατικά αναταραχών (2 θάνατοι)[11]. Εξ αυτών, 1 περιστατικό βίας κατά αμάχων (1 συνδεόμενος θάνατος) έλαβε χώρα στην τοποθεσία Kembong. Ο δε εκτιμώμενος πληθυσμός της South West περιοχής σύμφωνα με εκτίμηση του 2015 ανερχόταν στους 1.553.300 κατοίκους[12].
Είναι κατάληξη μου, αποτιμώντας τις ως άνω πληροφορίες, ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε, και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας της στην περιοχή. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που θα μπορούσαν να επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για την αιτήτρια, ενόψει της απόρριψης του αφηγήματος της, σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό της περιοχής, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας»[13] (βλ. και απόφαση ΔΕΕ, ημ.10/06/21, C-901/19, CF and DN). Δεν παραβλέπω ότι ενδεχομένως να προκύψουν κίνδυνοι για τον αιτητή, όμως, ως στην αιτ. σκέψη 35 της Οδ.2011/95/ΕΕ αναφέρεται, «[οι] κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.».
Προς τα ως άνω συνυπολογίζω ότι η αιτήτρια είναι περί των 40 ετών σήμερα, υγιής, έχει ολοκληρώσει ανώτερη εκπαίδευση, με εργασιακή εμπειρία, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας και διατηρεί οικογενειακό δίκτυο στον τόπο διαμονής της (μητέρα, αδέλφια – σημειώνω ότι, δεδομένης της απόρριψης του συνόλου του αφηγήματος της αλλά και του ότι στο ερ.40 η ίδια αναφέρει ότι αυτοί διαμένουν στο Kembong, δεν αποδέχομαι τους εκ των υστέρων ισχυρισμούς της, ως αυτοί καταγράφονται στο ερ.35, ότι έχουν έκτοτε χωριστεί), το οποίο αναμένεται ότι θα διευκολύνει την επανένταξη της στην τοπική κοινωνία και θα στηρίξει αυτήν κατά την επιστροφή της.
Έπεται λοιπόν ότι η αιτήτρια δεν κατάφερε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο «καταδίωξης [της] για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» και δεν υφίστανται «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς [της], θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα αρ.3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου.
Τα ως άνω σφραγίζουν και την τύχη της προσφυγής.
Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας.
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Amnesty International (AI), Human Rights in Africa: Review of 2019 - Cameroon [AFR 01/1352/2020], 08 April 2020, available at: https://www.ecoi.net/en/document/2028266.html ; Human Rights Watch (HRW), World Report 2021 – Cameroon (Events of 2020), 13 January 2021, available at: https://www.ecoi.net/en/document/2043533.html (accessed on 05/08/2022)
[2] HRW, ‘These Killings can be Stopped’ (2018),21-22 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/1438857/3175_1532282307_cameroon0718-web2.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 12/02/2024)
[3] Bertelsmann Foundation, ‘Bertelsmann Stiftung’ (χωρίς ημερομηνία), διαθέσιμο σε https://www.bfna.org/bertelsmann-stiftung/
[4] BTI, ‘Cameroon Country Report 2022’ (2022), διαθέσιμο σε https://bti-project.org/en/reports/country-report/CMR (ημ. πρόσβασης 12/02/24)
[5] The African Observer, ‘30 Women Freed After Abduction by Separatists in Cameroon’s Anglophone Region’ (2023), διαθέσιμο σε https://theafricanobserver.com/30-women-freed-after-abduction-by-separatists-in-cameroons-anglophone-region/ (ημ. πρόσβασης 12/02/24)
[6] United Nations Economic and Social Council, Concluding observations on the fourth periodic report of Cameroon, E/C.12/CMR/CO/4, para. 4, 25 March 2019: https://tbinternet.ohchr.org/_layouts/15/treatybodyexternal/Download.aspx?symbolno=E/C.12/CMR/CO/4&Lang=En
[7] Human Rights Watch (HRW), World Report 2021 – Cameroon (Events of 2020), 13 January 2021, available at: https://www.ecoi.net/en/document/2043533.html; Amnesty International (AI), Human Rights in Africa: Review of 2019 - Cameroon [AFR 01/1352/2020], 08 April 2020, available at: https://www.ecoi.net/en/document/2028266.html
[7] United Nations Office for the Coordination of Humanitarian Affairs (UN OCHA), Cameroon Humanitarian Needs Overview 2020 (revised June 2020), p. 9, June 2020, available at: https://www.ecoi.net/en/file/local/2039302/cmr_hno_2020-revised_25062020_print.pdf
[8] United Nations Office for the Coordination of Humanitarian Affairs (UN OCHA), Cameroon Humanitarian Needs Overview 2020 (revised June 2020), p. 9, June 2020, available at: https://www.ecoi.net/en/file/local/2039302/cmr_hno_2020-revised_25062020_print.pdf
[9] EASO, COI QUERY «Latest developments on security situation in Anglophone region between 1 January 2020 and 31 May 2021», σελ.8, available at: https://euaa.europa.eu/
[10] United Nations Office for the Coordination of Humanitarian Affairs (UN OCHA), Cameroon Humanitarian Needs Overview 2020 (revised June 2020), pp. 41-42, June 2020, available at:https://www.ecoi.net/en/file/local/2039302/cmr_hno_2020-revised_25062020_print.pdf
[11] ACLED Explorer, https://acleddata.com/explorer/ με συναφή παραμετροποίηση
[12] City Population, https://www.citypopulation.de/en/cameroon/cities/
[13] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο