Η. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευση, Υπόθεση Αρ.: ΔΚ 19/25, 7/8/2025
print
Τίτλος:
Η. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευση, Υπόθεση Αρ.: ΔΚ 19/25, 7/8/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

                                                                                                            Υπόθεση Αρ.: ΔΚ 19/25

                                                            7 Αυγούστου, 2025

                                                [Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

                                                                          Η.

                                                                                                                                           Αιτητού

                                                                         και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευση                           

                                                                                                                               Καθ' ων η αίτηση

                                                                    .........

 

Ν. Χαραλαμπίδου (κα.), για τον Αιτητή

B. Θωμά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή ζητά από το Δικαστήριο την ακόλουθη θεραπεία:

  «Α. Απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου με την οποία να ακυρώνεται το Διάταγμα Κράτησης ημερομηνίας 12.6.2025 που εκδόθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση εναντίον του Αιτητή δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου Ν. 6(Ι)2000 και του επιδόθηκε στις 13.06.2025 [.] και να διατάξει την άμεση απελευθέρωση του Αιτητή.

Β. Διαζευκτικά της παραγράφου Α, απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου με την οποία να ακυρώνεται ή/και τροποποιείται το διάταγμα κράτησης ημερομηνίας 12.06.2025 που εκδόθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου Ν. 6(Ι)2000 εναντίον του Αιτητή και με την οποία να διατάζονται εναλλακτικά της κράτησης του Αιτητή μέτρα, κατά την κρίση του Δικαστηρίου.

Γ. Οποιαδήποτε άλλη  ή/και περαιτέρω θεραπεία το Σεβαστό Δικαστήριο κρίνει εύλογη και κατάλληλη υπό τις περιστάσεις. [.]».

Γεγονότα

1.             Τα γεγονότα της υπόθεσης όπως προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων  η αίτηση και το διοικητικό φάκελο έχουν ως ακολούθως: Ο Αιτητής κατάγεται από την Ινδία. Στις 19.9.2019, εισήλθε στη Δημοκρατία με σκοπό να εργαστεί, αφού προηγουμένως εξασφάλισε σχετική άδεια εργασίας, με ισχύ μέχρι και τις 2.5.2026.  Στις 13.1.2025, δόθηκε σε αυτόν επιστολή αποδέσμευσης με περιθώριο 30 ημερών για εξεύρεση νέου εργοδότη. Η προθεσμία αυτή παρήλθε και έκτοτε δεν υπέβαλε οποιαδήποτε αίτηση για άδεια παραμονής υπό οποιοδήποτε καθεστώς. Στις 7.5.2025, τα στοιχεία του αλλοδαπού προστέθηκαν στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων (stop list) ως αναζητούμενο πρόσωπο. Στις 17.5.2025, ο Αιτητής εντοπίστηκε από μέλη της αστυνομίας  και αφού διαπιστώθηκαν τα ανωτέρω, συνελήφθη για το αδίκημα της παράνομης παραμονής και τέθηκε υπό κράτηση. Την ίδια ημέρα στις 17.5.2025, εκδόθηκαν εναντίον του Αιτητή διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105). Στις 26.5.2025, καταχωρίστηκε η προσφυγή υπ’ αριθμό 557/2025 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου εναντίον των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης ημερομηνίας 17.5.2025. Προηγουμένως, στις 19.5.2025 όπως προκύπτει από το ερ. 1 του διοικητικού φακέλου της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής «δ.φ.») της αίτησής του για διεθνή προστασία, ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία. Στις 30.5.2025 ανεστάλη το διάταγμα απέλασης του Αιτητή. Ακολούθως, στις 12.06.2025, το διάταγμα κράτησης ημερομηνίας 17.5.2025 ακυρώθηκε και εκδόθηκε νέο διάταγμα κράτησης του Αιτητή δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(β) και (δ) του περί Προσφύγων Νόμου από τη Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης (στο εξής: η Διευθύντρια). Η τελευταία αυτή πράξη αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής. Στο μεταξύ στις 19.6.2025. εκδόθηκε απορριπτική απόφαση  επί της αιτήσεως του Αιτητή για διεθνή προστασία, η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 25.6.2025.  

 

2.             Σημειώνεται ότι εκκρεμούσης της παρούσας προσφυγής και συγκεκριμένα κατά το στάδιο των διευκρινίσεων στις 10.07.2025, δόθηκε η άδεια από το παρόν Δικαστήριο για την καταχώριση της ενδιάμεσης αίτησης, ημερομηνίας 16.7.2025 για τη χορήγηση άδειας προσαγωγής μαρτυρίας. Η πιο πάνω παρέκταση στη προθεσμία έκδοσης της επίδικης απόφασης έγινε με τη σύμφωνη γνώμη εκατέρωθεν των μερών. Συναφώς επισημαίνεται ότι δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(6)(α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου, η πρωτοβάθμια εκδίκαση προσφυγής κατά διατάγματος κράτησης εκδοθέντος δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ ολοκληρώνεται το συντομότερο δυνατό και η δικαστική απόφαση εκδίδεται, εκτός αν συντρέχουν λόγοι ανωτέρας βίας, εντός τεσσάρων (4) εβδομάδων από την καταχώριση της προσφυγής. Παρά την ανωτέρω εθνική δικονομική διάταξη, η προθεσμία αυτή, ως εναρμονιστική διάταξη, οφείλεται να ερμηνεύεται και υπό το φως της αντίστοιχης ενωσιακής διάταξης, ήτοι του άρθρου 9(3) της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 και των αρχών που επίσης απορρέουν από το ενωσικό δίκαιο αναφορικά με την εξέταση αιτήσεων διεθνούς προστασίας. (Βλ. αποφάση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto, C 585/16, EU:C:2018:584, σκέψη 148,  απόφαση της, JP κατά Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2020C 651/19, ECLI:EU:C:2020:681, σκέψεις 35 έως 42, απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Torubarov, C 556/17, EU:C:2019:626, σκέψη 73). Εν προκειμένω κρίθηκε ότι, υπό το φως και της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του Αιτητή και του δικαιώματός προς υπεράσπιση, η βραχύχρονη παρέκταση της προθεσμίας έκδοσης της απόφασης επί του επίδικου διατάγματος, γίνεται προς διασφάλιση των δικαιωμάτων του Αιτητή και ότι δεν είναι ασύμβατη με το σύνολο των εφαρμοστέων νομοθετικών διατάξεων και νομολογιακών αρχών. 

 

3.             Στις 16.7.2025, καταχωρίστηκε ενδιάμεση αίτηση προσαγωγής μαρτυρίας, στην οποία οι Καθ’ ων η αίτηση δεν έφεραν ένσταση. Στις 4.8.2025, ημερομηνία κατά την οποία ήταν ορισμένη η υπόθεση, ο Αιτητής απέσυρε την ενδιάμεση αίτηση προσαγωγής μαρτυρίας, τα τεκμήρια ωστόσο τα οποία είχαν επισυναφθεί στην προτεινόμενη ένορκη δήλωση έγιναν δεκτά αυτοτελώς ως μαρτυρία στην παρούσα υπόθεση κατόπιν σχετικής απόφασης του Δικαστηρίου, κατόπιν συναφούς προφορικού αιτήματος της συνηγόρου του Αιτητή, καθώς κρίθηκαν άμεσα συναφή με τα επίδικα θέματα.  

 

Νομικοί ισχυρισμοί

4.             Ο Αιτητής προωθεί με τη γραπτή του αγόρευση, και όπως διευκρίνισε κατά την ακροαματική διαδικασία της παρούσας προσφυγής, τους ακόλουθους λόγους προσφυγής. Πρώτον, υποστηρίζει ότι η αιτιολογία της επίδικης πράξης είναι εσφαλμένη και παραπλανητική, ότι η πράξη συνιστά προϊόν ελλιπούς έρευνας και πλάνης ως προς τα πράγματα και το νόμο, αγνοώντας στοιχεία εντός του διοικητικού φακέλου. Αναφορικά με την επίκληση του στοιχείου (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 9ΣΤ, ο Αιτητής υποστηρίζει ότι δεν δικαιολογείται η κράτησή του υπό αυτή τη νομική βάση, καθώς δεν διαφαίνεται ποια στοιχεία ήταν αδύνατον να εξασφαλιστούν χωρίς την επιβολή του μέτρου της κράτησης, και εισηγείται την ακύρωση του διατάγματος  Ως προς την επίκληση του στοιχείου (δ) του ιδίου εδαφίου, ο Αιτητής προβάλλει ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν προσδιορίζουν τα αντικειμενικά κριτήρια που λήφθηκαν υπόψη για τη διαπίστωση ότι η αίτηση ασύλου δεν είναι γνήσια. Ούτε, κατά τον Αιτητή, αιτιολογείται για ποιο λόγο επιλέχθηκε το μέτρο της κράτησης έναντι άλλων εναλλακτικών, με αποτέλεσμα να παραβιάζεται η αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας. Περαιτέρω, ο Αιτητής επικαλείται πλάνη περί τα πράγματα και υποστηρίζει ότι διατηρεί στενούς οικογενειακούς δεσμούς με τη Δημοκρατία, ήτοι τη σύζυγό του και το ανήλικο, ηλικίας 2,5 μηνών, τέκνο τους. Υποστηρίζει ότι, υπό τις περιστάσεις, θα μπορούσαν να επιβληθούν λιγότερο επαχθή μέτρα αντί της κράτησης. Τονίζει ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν προέβησαν σε ουσιαστική έρευνα αναφορικά με τη βάση της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή, ούτε έλαβαν υπόψη τις προσωπικές του συνθήκες, ιδίως την ύπαρξη συντρόφου και την απόκτηση ανηλίκου τέκνου. Επισημαίνει ότι δεν συνεκτιμήθηκε το υπέρτατο συμφέρον του τέκνου του, κατά παράβαση του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: η ΕΣΔΑ) και του άρθρου 7 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ο Χάρτης). Περαιτέρω, προβάλλεται παράβαση του άρθρου 5 της ΕΣΔΑ, των άρθρων 6 και 18 του Χάρτη, καθώς και των άρθρων 8, 9Δ και 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου.

 

5.             Από πλευράς τους, οι Καθ’ ων η αίτηση τάσσονται υπέρ της νομιμότητας του επίδικου διατάγματος, υποβάλλοντας ότι αυτό είναι δεόντως αιτιολογημένο, και ότι τυχόν ελλείψεις στην αιτιολογία καλύπτονται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Επικαλούνται ότι η επίδικη πράξη είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και εξατομικευμένης εκτίμησης των περιστάσεων του Αιτητή. Κατά τους Καθ’ ων η αίτηση, η αίτηση ασύλου του Αιτητή δεν είναι γνήσια, καθώς υποβλήθηκε μετά τη σύλληψή του και ενώ τελούσε ήδη υπό κράτηση στο πλαίσιο διαδικασίας επιστροφής. Επισημαίνουν ότι ο Αιτητής αρνήθηκε να δηλώσει διεύθυνση διαμονής και είχε προηγουμένως εξαφανιστεί. Απορρίπτουν τον ισχυρισμό περί πλάνης και σημειώνουν ότι το διάταγμα φέρει ορθή νομική βάση. Υποστηρίζουν επικουρικώς ότι ακόμη και αν κριθεί ανεπαρκής η μία εκ των δύο νομικών βάσεων, το διάταγμα παραμένει έγκυρο εφόσον η άλλη νομική κριθεί ορθή. Σε σχέση με τον ισχυρισμό περί οικογενειακής ζωής, προβάλλουν ότι αυτή δεν δύναται να νομιμοποιήσει μια παράνομη κατάσταση, ήτοι την παράνομη παραμονή του Αιτητή στη Δημοκρατία, ιδίως στο πλαίσιο της διαδικασίας απέλασης, όπου προέχει το κυριαρχικό δικαίωμα του κράτους να καθορίζει τη μεταναστευτική του πολιτική. Επιπλέον, σημειώνουν ότι η σύζυγος του Αιτητή, ομοεθνής του, υπέβαλε για πρώτη φορά αίτηση ασύλου από κοινού με το ανήλικο τέκνο, μεταγενέστερα της σύλληψης του Αιτητή, και ότι και η δική της αίτηση απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν από την Υπηρεσία Ασύλου.

 

6.             Τέλος, υποβάλλουν ότι δεν συντρέχει παραβίαση του άρθρου 5 της ΕΣΔΑ, καθότι η κράτηση του Αιτητή βασίζεται στο άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο ενσωματώνει το άρθρο 8(3)(δ) της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, αναφορικά με τις προδιαγραφές υποδοχής των αιτούντων διεθνή προστασία (στο εξής: Οδηγία 2013/33/ΕΕ), διάταξη που είναι συμβατή με την ΕΣΔΑ. Καταλήγουν ότι το επίδικο διάταγμα είναι απολύτως συμβατό με τις αρχές της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας, καθώς η προηγούμενη συμπεριφορά του Αιτητή καθιστά, κατά την άποψή τους, οποιοδήποτε άλλο μέτρο πλην της κράτησης ανεπαρκές και μη αποτελεσματικό.

 

To νομικό πλαίσιο

7.             Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έχει ως ακολούθως:

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

 

8.             Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

 

9.                          Το άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, δυνάμει του οποίου εκδόθηκε η επίδικη πράξη, ορίζει τα ακόλουθα (η έμφαση είναι δική μου)

«9ΣΤ.-(1) Απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή, καθώς και η κράτηση ανήλικου αιτητή.

(2) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει γραπτό διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση αιτητή, μόνο για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:

[.]

(β) για να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αιτητή·

[.]

(δ) όταν κρατείται στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή ή/και να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης, και ο Υπουργός τεκμηριώνει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής·

[.]

(3)  Ο Υπουργός δύναται, αντί να θέσει τον αιτητή υπό κράτηση, να του επιβάλει εναλλακτικά, για όσο χρονικό διάστημα κρίνει σκόπιμο υπό τις περιστάσεις, ορισμένες υποχρεώσεις που στοχεύουν στην αποφυγή του κινδύνου διαφυγής, όπως -

(α) Τακτική εμφάνιση ενώπιον των αρχών της Δημοκρατίας,

(β) κατάθεση χρηματικής εγγύησης,

(γ) υποχρέωση διαμονής σε υποδεικνυόμενο μέρος, περιλαμβανομένου κέντρου φιλοξενίας,

(δ) επιτήρηση από επόπτη.

(4)(α) Η κράτηση αιτητή έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διαρκεί μόνο για όσο διάστημα ισχύει λόγος κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2).

(β) Οι διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με λόγο κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2) εκτελούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις. Καθυστερήσεις των διοικητικών διαδικασιών που δεν μπορούν να αποδοθούν στο αιτητή δεν δικαιολογούν την συνέχιση της κράτησης.

(5) Το προβλεπόμενο στο παρόν άρθρο διάταγμα παραθέτει τους πραγματικούς και νομικούς λόγους βάσει των οποίων εκδίδεται και αντίγραφό του επιδίδεται στον επηρεαζόμενο αιτητή.

(6)(α) Το διάταγμα κράτησης υπόκειται σε προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω Άρθρου και υπό τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες το εν λόγω Άρθρο επιτρέπει τέτοια προσφυγή.[...]

(8) Ο Υπουργός ενημερώνει αμέσως και γραπτώς κάθε υπό κράτηση αιτητή, σε  γλώσσα που ο τελευταίος είτε κατανοεί είτε εύλογα θεωρείται ότι κατανοεί, για τους  λόγους κράτησης, για τις δικαστικές διαδικασίες που αναφέρονται στα εδάφια (6) και  (7) και για τη δυνατότητα αίτησης περί δωρεάν νομικής αρωγής και εκπροσώπησης στα πλαίσια αυτών των διαδικασιών σύμφωνα με τον περί Νομικής Αρωγής Νόμο.[.]»

10.          Η πιο πάνω διάταξη ενσωματώνει στην ημεδαπή έννομη τάξη τα άρθρα 8 και 9 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (Οδηγίας 2013/33/ΕΕ). Εν προκειμένω δεν εγείρεται οποιαδήποτε αμφισβήτηση της ορθότητας της μεταφοράς της εν λόγω Οδηγίας και ως αποτέλεσμα αυτής της ενσωμάτωσης, εφαρμοστέες είναι καταρχήν οι εθνικές διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου.

 

11.          Από το πλέγμα των πιο πάνω διατάξεων, προκύπτει η βασική αρχή ότι ένας αιτών δεν μπορεί να κρατείται μόνο εξ αυτής του της ιδιότητας.

 

12.          Εντούτοις, στην περίπτωση που συντρέχει ένας εκ των λόγων που εξαντλητικά αναφέρονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, η κράτηση αιτητή διεθνούς προστασίας είναι καταρχήν επιτρεπτή [Βλ. συναφώς αποφάσεις της 14ης Μαΐου 2020, FMSC-924/19 PPU και 925/19 PPUEU:C:2020:367, σκέψη 250 και της 30ης Μαΐου 2013, Mehmet Arslan, C‑534/11, EU:C:2013:343, σκέψεις 57-59].

 

13.          Εν προκειμένω, ο Υπουργός Εσωτερικών, δύναται ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, να εκδώσει γραπτό διάταγμα σε σχέση με τον αιτητή, για να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αιτητή και ο οποίος είναι ήδη υπό κράτηση δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, με το οποίο να τον θέτει υπό κράτηση εφόσον τεκμηριώσει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων ότι ο αιτητής επιδιώκει με την αίτησή του για διεθνή προστασία να καθυστερήσει ή να παρεμποδίσει την απόφαση επιστροφής του.

Αρχή της αναλογικότητας

14.          Περαιτέρω, συνάγεται από τις πιο πάνω διατάξεις ότι η κράτηση συνιστά το έσχατο μέτρο. Στο πλαίσιο της εξατομικευμένης εξέτασης εκάστου αιτούντος, πριν την επιβολή της κράτησης οφείλεται να εξεταστεί προηγουμένως το ενδεχόμενο επιβολής εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναγκαιότητας  και της αναλογικότητας.

 

15.          Οι βασικές αυτές αρχές ως αναγκαίο μέτρο της απόφασης κράτησης του αιτούντος διεθνή προστασία διατυπώνονται και στο προοίμιο της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ [15η αιτιολογική σκέψη], όπου αναφέρονται τα ακόλουθα (η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου):

«Η κράτηση των αιτούντων θα πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τη βασική αρχή ότι ένα πρόσωπο δεν θα πρέπει να κρατείται απλώς και μόνον επειδή επιζητεί διεθνή προστασία, ιδίως σύμφωνα με τις διεθνείς νομικές υποχρεώσεις των κρατών μελών και το άρθρο 31 της σύμβασης της Γενεύης. Η κράτηση αιτούντων θα πρέπει να είναι δυνατή μόνον σε σαφώς καθορισμένες, εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και να διέπεται από την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας όσον αφορά τόσο τον τρόπο όσο και τον σκοπό της εν λόγω κράτησης. Σε περίπτωση που ένας αιτών τελεί υπό κράτηση, ο αιτών θα πρέπει να έχει αποτελεσματική πρόσβαση στις αναγκαίες διαδικαστικές εγγυήσεις, όπως το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον εθνικής δικαστικής αρχής.».

16.          Οι αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας υπαγορεύουν την ύπαρξη ισορροπίας μεταξύ του περιοριστικού μέτρου, δηλαδή της κράτησης, και του νόμιμου σκοπού που το μέτρο αυτό επιδιώκει να επιτύχει, εν προκειμένω την ολοκλήρωση της διαδικασίας απομάκρυνσης του Αιτητή σε περίπτωση που η αίτησή του για διεθνή προστασία απορριφθεί[Βλ. αποφάσεις της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, Κ. ν. Staatssecretaris van Veiligheid en JustitieC-18/16, EU:C:2017:680, σκέψη 37 και ΔΔΔΠ Υπόθεση αρ. ΔΚ 30/2020, Ι.Μ. ν Δημοκρατίας, ημερ. 1.9.2020].

 

Διαδικαστικές διατυπώσεις και έκταση της εξουσίας ελέγχου του Δικαστηρίου

 

17.          'Ετερη σημαντική παράμετρος της έκδοσης του διατάγματος κράτησης συνιστά η απαίτηση όπως η κράτηση διατάσσεται εγγράφως και το διάταγμα κράτησης να παραθέτει τους πραγματικούς και νομικούς λόγους στους οποίους αυτό βασίζεται. Η τήρηση της υποχρέωσης συναρτάται με τη δυνατότητα αφενός, του ενδιαφερόμενου να έχει πλήρη γνώση όλων των σχετικών στοιχείων με την υπόθεσή του και αφετέρου, προκειμένου να παρασχεθεί η δυνατότητα στο δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητα του διατάγματος κράτησης (Βλ. συναφώς απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, FMS, EU:C:2020:367 σκέψεις 290-293 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), η οποία με όρους του εθνικού δικαίου περιλαμβάνει και την ορθότητα της επίδικης απόφασης (Bλ. συναφώς FMS, σκέψεις 256-259, 273 και απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014 και Mahdi, C-146/14 PPU, EU: C:2014:1320, σκέψεις 41 και 45).

 

18.          Ως προς την έκταση της εξουσίας ελέγχου που ασκεί το παρόν Δικαστήριο επί του επίδικου διατάγματος κράτησης, στην Απόφαση του ΔΕΕ της 8ης Νοεμβρίου 2022, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid κατά C, B (C‑704/20), και X κατά Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (C‑39/21), ECLI:EU:C:2022:858 (σκέψεις 87 έως 90), το ΔΕΕ αναφερόμενο στη δικαιοδοσία εξέτασης ακόμα και αυτεπάγγελτα της απόφασης της κράτησης (σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις προς τρεις ξεχωριστούς σκοπούς με σκοπό την επιστροφής του αλλοδαπού, την εξέταση της αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή τη εκτέλεση της διαδικασίας μεταφοράς σε άλλο κράτος μέλος) κατάληξε ως ακολούθως (η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«87. Προκειμένου ένα τέτοιο καθεστώς προστασίας να διασφαλίζει αποτελεσματικά την τήρηση των αυστηρών προϋποθέσεων νομιμότητας που προβλέπονται στην οδηγία 2008/115, στην οδηγία 2013/33 ή στον κανονισμό 604/2013 όσον αφορά την επιβολή μέτρου κράτησης, η αρμόδια δικαστική αρχή πρέπει να είναι σε θέση να αποφαίνεται επί κάθε κρίσιμου πραγματικού ή νομικού στοιχείου για την εξακρίβωση της νομιμότητας του μέτρου. Προς τούτο, πρέπει να μπορεί να λάβει υπόψη τα πραγματικά στοιχεία και τις αποδείξεις που προβάλλει η διοικητική αρχή που διέταξε την αρχική κράτηση. Πρέπει επίσης να μπορεί να λάβει υπόψη τα πραγματικά περιστατικά, τις αποδείξεις και τις παρατηρήσεις που ενδεχομένως υποβάλλει ο ενδιαφερόμενος. Επιπλέον, πρέπει να είναι σε θέση να ερευνά και κάθε άλλο κρίσιμο για την απόφασή της στοιχείο σε περίπτωση που το κρίνει αναγκαίο. Οι εξουσίες που διαθέτει στο πλαίσιο επανεξέτασης δεν μπορούν να περιορίζονται, σε καμία περίπτωση, μόνο στα στοιχεία που προσκομίστηκαν από τη διοικητική αρχή (πρβλ., αποφάσεις της 5ης Ιουνίου 2014, Mahdi, C‑146/14 PPU, EU:C:2014:1320, σκέψεις 62 και 64, και της 10ης Μαρτίου 2022, Landkreis Gifhorn, C‑519/20, EU:C:2022:178, σκέψη 65).

 

88      Όπως επισήμανε, κατ' ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 95 των προτάσεών του, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας του δικαιώματος στην ελευθερία, της βαρύτητας της επέμβασης στο εν λόγω δικαίωμα, η οποία συνίσταται στην κράτηση προσώπων για λόγους οι οποίοι δεν αφορούν τη δίωξη ή την καταστολή ποινικών αδικημάτων, καθώς και της απαιτήσεως αυξημένου επιπέδου δικαστικής προστασίας, η οποία υπογραμμίζεται από τους κοινούς κανόνες που θέσπισε ο νομοθέτης της Ένωσης και η οποία καθιστά δυνατή τη συμμόρφωση με την επιτακτική ανάγκη να αφήνεται ελεύθερο το εν λόγω πρόσωπο όταν δεν συντρέχουν ή έχουν πλέον παύσει να συντρέχουν οι προϋποθέσεις νομιμότητας της κράτησης, η αρμόδια δικαστική αρχή πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία που περιήλθαν εις γνώσιν της, μεταξύ άλλων και τα πραγματικά στοιχεία, όπως συμπληρώθηκαν ή διευκρινίστηκαν στο πλαίσιο των δικονομικών μέτρων τα οποία θεωρεί αναγκαία κατά το εθνικό δίκαιο και, με βάση τα στοιχεία αυτά, να εξετάζει κατά περίπτωση τη μη τήρηση απορρέουσας από το δίκαιο της Ένωσης προϋπόθεσης νομιμότητας, ακόμη και αν ο ενδιαφερόμενος δεν την επικαλέστηκε. Η προαναφερθείσα υποχρέωση δεν θίγει την υποχρέωση της δικαστικής αρχής -η οποία θα πρέπει επομένως να εξετάζει αυτεπαγγέλτως μια τέτοια προϋπόθεση νομιμότητας- να καλεί όλους τους διαδίκους να εκφράσουν τις απόψεις τους επί της συγκεκριμένης προϋποθέσεως, σύμφωνα με την αρχή της κατ' αντιμωλίαν συζητήσεως. [.]

 

94. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο προδικαστικό ερώτημα που υποβλήθηκε στην υπόθεση C‑704/20 και στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα που υποβλήθηκε στην υπόθεση C‑39/21 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 15, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2008/115, το άρθρο 9, παράγραφοι 3 και 5, της οδηγίας 2013/33 και το άρθρο 28, παράγραφος 4, του κανονισμού 604/2013, σε συνδυασμό με τα άρθρα 6 και 47 του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι, στο πλαίσιο του ελέγχου της τήρησης των προϋποθέσεων νομιμότητας της κράτησης υπηκόου τρίτης χώρας οι οποίες απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης, η δικαστική αρχή οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως, με βάση τα στοιχεία της υποθέσεως που περιήλθαν εις γνώσιν της, όπως συμπληρώθηκαν ή διευκρινίστηκαν κατά την ενώπιόν της κατ' αντιμωλίαν διαδικασία, εάν ενδεχομένως δεν τηρήθηκε προϋπόθεση νομιμότητας την οποία δεν επικαλέστηκε ο ενδιαφερόμενος.».

 

19.          Διαφωτιστική της έκτασης του ελέγχου που ασκεί το δικαστήριο επί της απόφασης κράτησης και των συναφών εξουσιών του είναι και η απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, FMS, EU:C:2020:367  σκέψεις 290-293 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία όπου το ΔΕΕ, μεταξύ άλλων υπέδειξε ότι:

 

«290. [.], εθνική ρύθμιση η οποία δεν διασφαλίζει τον δικαστικό έλεγχο της νομιμότητας της διοικητικής απόφασης με την οποία διατάσσεται η κράτηση αιτούντος διεθνή προστασία ή παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας όχι μόνον συνιστά, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 261 και 277 της παρούσας αποφάσεως, παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/115 και του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/33, αλλά και θίγει το ουσιώδες περιεχόμενο του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, καθόσον εμποδίζει πλήρως να αποφανθεί δικαστήριο επί του σεβασμού των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που εγγυάται το δίκαιο της Ένωσης σε υπό κράτηση υπήκοο τρίτης χώρας.

 

291. Ως εκ τούτου, και για λόγους παρόμοιους με εκείνους που εκτίθενται στις σκέψεις 138 έως 146 της παρούσας απόφασης, η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης καθώς και το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, επιβάλλουν στο αιτούν δικαστήριο, εφόσον κρίνει ότι οι προσφεύγοντες των κυρίων δικών τελούν υπό κράτηση, να αποφανθεί ότι έχει αρμοδιότητα να εξετάσει τη νομιμότητα μιας τέτοιας κράτησης, αφήνοντας, εν ανάγκη, ανεφάρμοστη κάθε εθνική διάταξη που του απαγορεύει να ενεργήσει κατ' αυτόν τον τρόπο.

 

292. Δεύτερον, τονίζεται ότι το άρθρο 15, παράγραφος 2, τελευταίο εδάφιο, της οδηγίας 2008/115 και το άρθρο 9, παράγραφος 3, τελευταίο εδάφιο, της οδηγίας 2013/33 ορίζουν ρητώς ότι, όταν η κράτηση κρίνεται παράνομη, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να απολύεται αμέσως.

 

293. Επομένως, σε μια τέτοια περίπτωση, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να είναι σε θέση να υποκαταστήσει με τη δική του απόφαση την απόφαση της διοικητικής αρχής με την οποία διατάχθηκε η θέση υπό κράτηση και να διατάξει είτε τη λήψη εναλλακτικού μέτρου αντί της κράτησης είτε την απόλυση του ενδιαφερόμενου (πρβλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014, Mahdi, C‑146/14 PPU, EU:C:2014:1320, σκέψη 62). Εντούτοις, η λήψη εναλλακτικού μέτρου αντί της κράτησης είναι δυνατή μόνον αν ο λόγος που δικαιολόγησε την κράτηση του ενδιαφερομένου ήταν και παραμένει σε ισχύ, πλην όμως η κράτηση αυτή δεν παρίσταται ή δεν παρίσταται πλέον αναγκαία ή αναλογική υπό το πρίσμα του λόγου αυτού.».

 

20.          Η θέση αυτή βρίσκει επίσης έρεισμα στο εγχειρίδιο της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Ασύλου με τίτλο «Detention of applicants for international protection in the context of the Common European Asylum System» όπου αναφέρονται τα εξής ως προς το εύρος του δικαστικού ελέγχου επί αποφάσεων κράτησης:

 

«In Mahdi the Court developed standards for an effective judicial remedy. A judicial authority must be able to rule on all relevant matters of fact and of law in order to determine whether a detention is justified. This requires an in-depth examination of the matters of fact specific to each individual case. Where detention is no longer justified, the judicial authority must be able to substitute its own decision for that of the administrative authority and to make a decision on whether to order an alternative measure or to release the third-country national concerned. To that end, the judicial authority must be able to take into account both the facts stated and the evidence adduced by the administrative authority and any observations that may be submitted by a third-country national. Furthermore, a judicial authority must be able to consider any other elements that are relevant for its decision should it so deem necessary. Accordingly, the powers of the judicial authority in the context of an examination can under no circumstances be confined only to the matters adduced by the administrative authority concerned. Any other interpretation would result in an ineffective examination by the judicial authority and would thereby jeopardise the achievement of the objectives pursued. The reviewing court must have jurisdiction to decide on whether or not deprivation of liberty has become unlawful in the light of new factors, which have emerged subsequently to the initial decision depriving a person of their liberty.».[1]

 

21.          Περαιτέρω σχετική είναι και η απόφαση του Εφετείου στην Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 1/2020, Vakeel Singh κατά Δημοκρατίας, ημερ. 19.12.2023, (και η μνημονευόμενη σε αυτήν νομολογία) στην, όπου αποκρυσταλλώνονται περαιτέρω τα όρια της αρμοδιότητας του παρόντος Δικαστηρίου αποφαινόμενο συναφώς, ότι:

 

«Κατά την ενώπιον μας ακρόαση της Έφεσης, η ευπαίδευτη συνήγορος για την Εφεσείουσα έθεσε ζήτημα σε σχέση με τη δικαιοδοσία ελέγχου ουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί διαταγμάτων κράτησης εκδιδόμενων κατ' εφαρμογήν των προνοιών του Άρθρου 9 ΣΤ του Ν. 6(Ι)/2000.  Πρόκειται για ζήτημα δημόσιας τάξης, το οποίο εξετάζεται αυτεπάγγελτα (βλ. Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Αρ. 2) (2010) 3 Α.Α.Δ. 579).

 

Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία δεσμεύει το παρόν Δικαστήριο, έχει επιλύσει το ζήτημα.  Πρόκειται για τις αποφάσεις επί των Εφέσεων κατά Αποφάσεων Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, στην Mondeke v. Κυπριακής Δημοκρατίας Αρ. 43/2021, ημερομηνίας 20/1/2022 και Janelidze v. Κυπριακής Δημοκρατίας Αρ. 17/2021, ημερομηνίας 21/9/2021.  Αποφασίστηκε ο διττός ρόλος του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, το οποίο εξετάζει τόσο τη νομιμότητα όσο και στην ουσία την ορθότητα της διοικητικής ενέργειας ως προς την κράτηση αιτούντος ασύλου δυνάμει του Άρθρου 9 ΣΤ του Ν. 6(Ι)/2000. Αυτό βεβαίως, στο βαθμό που δεν προβλέπεται νομοθετικά διαφορετική και αποκλειστική δικαιοδοσία ελέγχου.  Στην παρούσα περίπτωση, ως προαναφέρθηκε, αποτελεί ερώτημα, κατά πόσο τέτοιος έλεγχος, ως αυτός που διενήργησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στo πλαίσιο διαδικασίας habeas corpus. [.]

 

Το ζητούμενο εν προκειμένω, είναι το κατά πόσο η χρονική περίοδος από την έκδοση του επίδικου διατάγματος κράτησης στις 4/9/2019 μέχρι την ακύρωση του από τη διοίκηση στις 23/10/2019, αφορά στη «διάρκεια» της κράτησης, έτσι ώστε να μεταβάλλεται η διαδικασία του ελέγχου της νομιμότητας του διατάγματος κράτησης η οποία ασκείται από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, σε έλεγχο της νομιμότητας της διάρκειας της κράτησης και η περίπτωση να υπόκειτο, κατ' εφαρμογήν των προνοιών του Άρθρου 9 ΣΤ (7) (α) (i) (ανωτέρω), στη διαδικασία του habeas corpus.

 

Έχουμε κατά νου, ότι το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, σύμφωνα με το Άρθρο 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(Ι)/2018), για σκοπούς ενάσκησης της δικαιοδοσίας του επι προσφυγής, προβαίνει σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας της, εξετάζοντας πλήρως και «από τούδε και στο εξής» τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που την διέπουν (Άρθρο (11) (3) (α) (i)) καθώς και ότι «λαμβάνει υπόψη και σχετικά γεγονότα και ισχυρισμούς του προσφεύγοντος που δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ή πράξης, είτε αυτά είναι προγενέστερα είτε είναι μεταγενέστερα αυτής» (Άρθρο 11(5)).

 

Έχουμε επίσης υπόψη, ότι σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΕ (βλ. C-704/20 και C-39/21, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid κατά C, B, X, ημερομηνίας 8/11/2022), στο πλαίσιο του ελέγχου της τήρησης των προϋποθέσεων νομιμότητας της κράτησης «η δικαστική αρχή οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως, με βάση τα στοιχεία της υποθέσεως που περιήλθαν εις γνώσιν της, όπως συμπληρώθηκαν ή διευκρινίστηκαν κατά την ενώπιόν της κατ' αντιμωλίαν διαδικασία, εάν ενδεχομένως δεν τηρήθηκε προϋπόθεση νομιμότητας την οποία δεν επικαλέστηκε ο ενδιαφερόμενος».

 

Ούτε η εν λόγω απόφαση ωστόσο, ούτε η Οδηγία 2013/33/ΕΚ προκαθορίζουν από ποιο Δικαστήριο ή Δικαστήρια κράτους μέλους ασκείται τέτοιος δικαστικός έλεγχος. Όπως έχει αναφερθεί, σύμφωνα με τη νομολογία (ανωτέρω), γεγονότα, παραλείψεις ή και ενέργειες που συμβαίνουν μετά την έκδοση του διατάγματος κράτησης, όπως επίσης και όταν οι λόγοι της κράτησης έχουν εκλείψει, αποκτούν σημασία κατά τον έλεγχο της νομιμότητας της διάρκειας της κράτησης, που ελέγχεται στο πλαίσιο της διαδικασίας του habeas corpus. Ο ίδιος ο νομοθέτης, σε σχέση με τον έλεγχο νομιμότητας της κράτησης που το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας ασκεί, έχει προνοήσει στο Άρθρο 9 ΣΤ (7) (α) (i), ότι η νομιμότητα της διάρκειας της ασκείται αποκλειστικά με τη διαδικασία του habeas corpus, η οποία συνταγματικώς ανήκει στο Ανώτατο Δικαστήριο.».

 

22.          Το άρθρο 3 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2023 (στο εξής: o περί Προσφύγων Νόμος) καθορίζει την έννοια του όρου πρόσφυγας και τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτόν τον ορισμό. 

 

23.          Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τις περιπτώσεις, όπου χορηγείται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Κατάληξη

24.          Εξετάζονται στη συνέχεια οι εγειρόμενοι λόγοι σε συνάρτηση με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και τις κανονιστικές διατάξεις που παρατίθενται ανωτέρω. Ως προς τους εγειρόμενους λόγους περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, και περί πλάνης παρατηρώ τα εξής.

 

25.          Το παρόν Δικαστήριο, ανεξαρτήτως της αιτιολογίας την επίδικης πράξης όπως αυτή καταγράφεται στο σώμα του επίδικου διατάγματος και της εγκριθείσας εισήγησης, έχει την εξουσία να ελέγξει τη νομιμότητα του διατάγματος κράτησης (Βλ. συναφώς απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, FMSEU:C:2020:367 σκέψεις 290-293 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), η οποία με όρους του εθνικού δικαίου περιλαμβάνει και την ορθότητα της επίδικης απόφασης (Bλ. συναφώς FMS, σκέψεις 256-259, 273 και απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014 και MahdiC-146/14 PPUEUC:2014:1320, σκέψεις 41 και 45, υπόθεση αρ. Δ.Κ. 40/20, S.S. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αναπληρωτή Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ημερ. 27.10.2020 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία και βιβλιογραφία). Βλέπετε επίσης απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Έφεση κατά απόφαση του ΔΔΔΠ αρ. αρ 29/2021, χχχ ANKIT v. Δημοκρατίας, ημερ. 4.10.2021, ECLI:CY:AD:2021:A437 και απόφαση του Εφετείου στην Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ.1/2020, Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθυντή Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ν. Vakeel Singh, ημερ. 19.12.2023. 

 

26.          Ως εκ τούτου, το παρόν Δικαστήριο δύναται πλέον το ίδιο με βάση τα ενώπιον του δεδομένα να αποφασίσει κατά πόσον η περίπτωση του Αιτητή μπορεί να υπαχθεί στην περίπτωση του 9ΣΤ(2)(β) και (δ). Εφόσον η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι καταφατική, τότε θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο η κράτηση ήταν πράγματι το προσφορότερο μέτρο έναντι άλλων εναλλακτικών μέτρων ή ακόμα εάν θα προχωρήσει στην ακύρωση του επίδικου διατάγματος κράτησης (Βλ. Κατευθυντήριες γραμμές  του EUAA «Guidelines on Alternatives to Detention», Δεκεμβρίου του 2024, ως προς την μεθοδολογία εξέτασης των εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, όπου πρώτα διαπιστώνεται η συνδρομή τουλάχιστον ενός εκ των λόγω κράτησης και ακολούθως η αναλογικότητα του μέτρου της κράτησης έναντι των εναλλακτικών αυτής μέτρων).  Όπως έχει επανειλημμένως ειπωθεί, η εξουσία αυτή του δικαστηρίου δεν απαλλάσσει τη διοίκηση από την υποχρέωσή της να προβαίνει η ίδια με σαφή και εξατομικευμένο τρόπο στην ανάλυση και αξιολόγηση της κάθε υπόθεσης προτού προβεί στην έκδοση διατάγματος κράτησης.

 

27.          Προχωρώντας στην εξέταση των πιο πάνω νομικών σημείων, κρίνεται σκόπιμη η προηγούμενη παράθεση αυτούσιο του επίδικου διατάγματος:

«ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟΙ (2000-2020)[2]
ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9ΣΤ

ΕΠΕΙΔΗ Ο H.  υπήκοος ΙΝΔΙΑΣ είναι αιτητής διεθνούς προστασίας και επειδή πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς

Ο H. κρατείται

(α) Για να προσδιορίσουν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αιτητή

(β) Στο πλαίσιο της διαδικασία επιστροφής δυνάμει των Άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, προκειμένου να προετοιμαστεί η επιστροφή ή/και να διεξαχθεί η διαδικασία απομάκρυνσης του και επειδή τεκμηριώνεται στη βάση αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι το H. αφίχθηκε στη Δημοκρατία με άδεια εργασίας, έπειτα έλαβε συμφωνία αποδέσμευσης αλλά δεν βρήκε άλλο εργοδότη αλλά και ούτε αναχώρησε μέσα στο προβλεπόμενο χρονικό διάστημα και συνέχισε να διαμένει παράνομα εξαφανισμένος με τα στοιχεία του τοποθετημένα στη λίστα αναζητούμενων προσώπων της Αστυνομίας, στο ότι διαμένει παράνομα στη ΚΔ από τον 02/2025 και στο ότι από τότε, ή και από την άφιξη του στην ΚΔ, είχε άπλετο χρόνο να υποβάλει αίτηση ασύλου αλλά δεν το έπραξε, παρά μόνο αφού εντοπίστηκε και συνελήφθηκε και κρατήθηκε βάσει Διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, υπέβαλε αίτηση ασύλου, ως εκ τούτου υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι η υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας έγινε με σκοπό να προβάλει προσκόμματα και/ή να ματαιώσει τη διαδικασία επαναπατρισμού του.

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κατόπιν ατομικής αξιολόγησης θεώρησα ότι είναι αναγκαίο ο H. να παραμείνει υπό κράτηση βάσει των άρθρων 9ΣΤ(2) (β) και (δ) του περί Προσφυγών Νόμου (2000-2020), καθότι στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται ότι δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφυγών Νόμου (2000-2020), καθότι με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 18ΟΔ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, υπάρχει κίνδυνος διαφυγής για τους πιο κάτω λόγους:

1. ΕΠΕΙΔΗ δεν έχει συμμορφωθεί με προηγούμενες Αποφάσεις Επιστροφής: 1) Αποδεσμευτική επιστολή ημέρ. 23/01/2025 με διάστημα εξευρέσεως εργοδότη 30 ημερών διαφορετικά αναχώρησης, 2. Διάταγμα Απέλασης το οποίο εκδόθηκε εναντίον του στις 17/05/2025.

2. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δεν έχει διεύθυνση συνήθους διαμονής. Η ΥΑΜ αναφέρει ότι αρνήθηκε να δηλώσει διεύθυνση διαμονής.

3. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ είχε προηγούμενη εξαφάνιση. Ο αλλοδαπός, έπειτα από την αποδεσμευτική επιστολή που έλαβε, δεν διευθέτησε την παραμονή του και εξαφανίστηκε και τα στοιχεία του είχαν τοποθετηθεί στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων της Αστυνομίας.

4. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δεν είχε στην κατοχή του Τ/Ε. Η ΥΑΜ ανέφερε ότι το διαβατήριό του δεν εντοπίστηκε.

5. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δήλωσε την μη πρόθεσή του για συμμόρφωση με απόφασή επιστροφής.

6. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ θεωρήθηκε απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (κ), του εδαφίου (1), του Άρθρου 6 των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμων (1952-2021), έχει συλληφθεί και σε βάρος του εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης ημερ. 17/05/2025.

7. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κρατείται με σκοπό τον επαναπατρισμό του, κρίνω ότι η αίτηση του για Διεθνή Προστασία υποβλήθηκε με σκοπό να προβάλει προσκόμματα στη διαδικασία επαναπατρισμού του.

ΠΑ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΑΥΤΟ, ασκώντας τις εξουσίες που δίνουν στον Υπουργό Εσωτερικών το άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020), και το Άρθρο 188.3.(γ) του Συντάγματος, οι οποίες εξουσίες εκχωρήθηκαν σε εμένα, εγώ η Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης με το παρόν διατάσσω όπως ο H.  ΠΑΡΑΜΕΙΝΕΙ υπό κράτηση για όσο διάστημα ισχύουν οι λόγοι κράτησης που αναφέρονται πιο πάνω.

Με το παρόν διάταγμα εξουσιοδοτώ και εντέλλομαι τον Αρχηγό Αστυνομίας, ή οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομικής Δύναμης που τυχόν θα διαταχθεί, να εκτελέσει το διάταγμα αυτό και για την εκτέλεσή του το παρόν διάταγμα αποτελεί επαρκή εξουσία και εντολή.

ΕΓΙΝΕ από μένα στη Λευκωσία την 12η ημέρα του Ιουνίου, 2025.».

28.          Στο διοικητικό φάκελο του επίδικου διατάγματος εντοπίζεται το σημείωμα λειτουργού του Τμήματος Μετανάστευσης ημερ, 12.6.2025 (βλ. ερ. 209 του δ.φ.), το οποίο δια της εγκρίσεώς του από την Διευθύντρια του Τμήματος καθίσταται η αιτιολογική βάση της επίδικης πράξης.  Στο εν λόγω σημείωμα αναπτύσσεται το σκεπτικό της έκδοσης του επίδικου διατάγματος και οι Καθ' ων η αίτηση προβαίνουν σε ειδική αναφορά των περιστάσεων του Αιτητή σε συνάρτηση με τις οικείες διατάξεις - άρθρο 9ΣΤ(2)(β) και (δ).

 

29.          Ως προς τον ισχυρισμό της συνηγόρου του Αιτητή περί της λανθασμένης εφαρμογής του στοιχείου (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 9ΣΤ στην περίπτωσή του, ήτοι ότι ο Αιτητής κρατείται για να προσδιορίσουν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αιτητή, επισημαίνονται τα εξής. Κατά πρώτον, διαπιστώνεται από το ίδιο το Δικαστήριο ότι δεν εντοπίζεται στο διοικητικό φάκελο οποιοδήποτε στοιχείο, το οποίο δεν θα ήταν δυνατό να εξακριβωθεί χωρίς την κράτηση του Αιτητή. Επισημαίνεται συναφώς ότι η συνέντευξη του Αιτητή επί της αιτήσεώς του για διεθνή προστασία έλαβε χώρα στις 11.6.2025, μία ημέρα πριν από την έκδοση του επίδικου διατάγματος. Συνεπώς όλα τα σχετιζόμενα με την αίτησή του κρίσιμα στοιχεία είχαν ήδη τεθεί ενώπιον της αρμόδιας αρχής προς τη εκδόσεως του επίδικου διατάγματος. Περαιτέρω, οι Καθ’ ων η αίτηση σε κανένα στάδιο της διοικητικής ή και της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, όπου είχαν τη δυνατότητα, δεν υποδεικνύουν τα στοιχεία εκείνα τα οποία δέον να προσδιοριστούν, ώστε να καθίσταται αναγκαία η κράτησή του μέχρι και την έκδοση της παρούσας. Η μοναδική αναφορά που γίνεται στο στοιχείο (β) του άρθρου 9ΣΤ(2) του περί Προσφύγων Νόμου στο  σημείωμα ημερομηνίας 12.6.2025, είναι η απλή παράθεση της σχετική διάταξης χωρίς οποιαδήποτε άλλη ανάλυση. Ως εκ τούτου, δεν δικαιολογείται η κράτηση του Αιτητή στη βάση του άρθρου 9ΣΤ(2)(β).

 

30.          Ωστόσο ως νομική βάση του επίδικου διατάγματος προκρίνεται και το στοιχείο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 9ΣΤ, το οποίο θεσπίζει ένα διακριτό λόγο κράτησης. Όπως προκύπτει από την νομολογία του ΔΕΕ οι λόγοι κράτησης απαριθμούνται εξαντλητικώς, ενώ δεν αποκλείεται να συντρέχει ένας ή περισσότεροι, ταυτόχρονα, λόγοι κράτησης, όπως άλλωστε απορρέει τόσο από το γράμμα όσο και από την τελεολογία της εν λόγω διάταξης (βλ. Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 15ης Φεβρουαρίου 2016, Υπόθεση C-601/15 PPU, J. N. κατά Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, ECLI:EU:C:2016:84, σκέψη 59, βλ. επίσης κατευθυντήριες γραμμές  του EUAA «Guidelines on Alternatives to Detention», Δεκεμβρίου του 2024, σ. 13[3]). Ως εκ τούτου, τυχόν λανθασμένη επίκληση του ενός λόγου κράτησης δεν οδηγεί άνευ ετέρου σε ματαίωση του σκοπού της κράτησης στη βάση άλλο νομικού ερείσματος, εν προκειμένω του του στοιχείου (δ) του εδαφίου (2). Άλλωστε και στο άρθρο 31 του περί  του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(Ι)/1999), προβλέπεται ότι εσφαλμένη νομική αιτιολογία δεν οδηγεί σε ακύρωση της πράξης, αν η πράξη μπορεί να έχει άλλο νομικό έρεισμα.

 

31.          Προχωρώντας στην εξέταση του νομίμου της κράτησης του Αιτητή υπό το άρθρο 9ΣΤ(2)(δ), διαπιστώνεται ότι, οι Καθ' ων η αίτηση προχώρησαν σε κράτηση του Aιτητή δυνάμει της εν λόγω διάταξης, καθώς ο Αιτητής κρατείτο ήδη στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή του,  και καθώς κρίθηκε ότι, βάσει αντικειμενικών κατά του ίδιους, κριτηρίων, υπέβαλε την αίτησή του για διεθνή προστασία προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής

 

32.          Σημειώνεται καταρχάς ότι, όπως προκύπτει και από τις αρχές που καταγράφονται ανωτέρω, το διοικητικό όργανο που εκδίδει το διάταγμα κράτησης του αιτούντος ασύλου δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) θα πρέπει με σαφή τρόπο να προβεί σε έλεγχο της προσφορότητας και της αναγκαιότητας του μέτρου της κράτησης έναντι άλλων εναλλακτικών μέτρων. Αυτή η διεργασία δεν μπορεί να γίνει in abstracto αλλά θα πρέπει να γίνει κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο, διατυπωμένο κατά τρόπο που να επιτρέπει αφενός, στον ίδιο τον αιτητή να αντιληφθεί τους λόγους για τους οποίους κρατείται και αφετέρου, στο δικαστήριο να εξετάσει τη νομιμότητα του διατάγματος κράτησης. Συνεπώς, θα πρέπει να προκύπτουν με σαφήνεια όχι μόνο το νομικό υπόβαθρο αλλά και τα πραγματικά γεγονότα τα οποία υπήρξαν καθοριστικά για την απόφαση του διοικητικού οργάνου να διατάξει την κράτηση και επί των οποίων βασίστηκε ώστε να προκρίνει την κράτηση έναντι άλλων λιγότερο περιοριστικών της ελευθερίας μέτρων. Ιδίως σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, η υποχρέωση αυτή καθίσταται ακόμα πιο επιτακτική δεδομένης της φύσης της διοικητικής πράξης, η οποία απολήγει σε αποστέρηση της ελευθερίας ενός προσώπου.

 

33.          Ορθότερο δε είναι η σύνοψη αυτή των γεγονότων να περιλαμβάνεται στο σώμα του ιδίου του διατάγματος, όπως άλλωστε προκύπτει από το ίδιο το γράμμα των εδαφίων (5) και (8) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου και της συναφούς νομολογίας που παρατίθεται ανωτέρω.

 

34.          Σημειώνεται, εξάλλου, ότι το βάρος απόδειξης τόσο της συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής μίας εκ των περιπτώσεων επιτρεπόμενης κράτησης δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2) όσο και της αναγκαιότητας αυτής, φέρει η αρμόδια αρχή που την επιβάλλει (Βλ. Εγχειρίδιο της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Ασύλου με τίτλο «Judicial analysis Detention of applicants for international protection in the context of the Common European Asylum System» σελ. 53).

 

35.          Λαμβάνοντας δε την έκταση της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου, όπως αναλύθηκε ανωτέρω, αυτό δύναται πλέον το ίδιο να αποφασίσει κατά πόσον η περίπτωση του Αιτητή μπορεί να υπαχθεί στην περίπτωση του 9ΣΤ(2)(δ). Εφόσον η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι καταφατική, τότε θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο η κράτηση ήταν πράγματι το προσφορότερο μέτρο έναντι άλλων εναλλακτικών μέτρων ή ακόμα εάν θα προχωρήσει στην ακύρωση του επίδικου διατάγματος κράτησης. Υπογραμμίζεται ωστόσο ότι, η εξουσία αυτή του δικαστηρίου δεν απαλλάσσει τη διοίκηση από την υποχρέωσή της να προβαίνει η ίδια με σαφή και εξατομικευμένο τρόπο στην ανάλυση και αξιολόγηση της κάθε υπόθεσης προτού προβεί στην έκδοση διατάγματος κράτησης.

 

36.          Στην απόφαση Mehmet ArslanC‑534/11, EU:C:2013:343, σκέψεις 57-59 (η υπογράμμιση και η έμφαση είναι του Δικαστηρίου), η οποία παρατίθεται και ανωτέρω, επισημαίνεται ότι «όσον αφορά μια κατάσταση όπως η επίμαχη της κύριας δίκης, στην οποία, αφενός, ο υπήκοος τρίτης χώρας τέθηκε υπό κράτηση βάσει του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115 για τον λόγο ότι η συμπεριφορά του δημιουργούσε φόβους ότι, αν δεν ετίθετο υπό κράτηση, θα διέφευγε και θα παρεμπόδιζε την απομάκρυνσή του, και, αφετέρου, η αίτηση ασύλου φαίνεται να έχει υποβληθεί με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει, ή ακόμη και να υπομονεύσει, την εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής που εκδόθηκε κατ' αυτού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι περιστάσεις αυτές μπορούν πράγματι να δικαιολογήσουν τη διατήρηση της κρατήσεως του εν λόγω υπηκόου ακόμη και μετά την υποβολή αιτήσεως ασύλου.».

 

37.          Στην ίδια απόφαση τονίζεται ότι από το γεγονός και μόνον ότι ένας αιτών άσυλο, κατά την υποβολή της αιτήσεώς του, αποτελεί αντικείμενο αποφάσεως περί επιστροφής και έχει τεθεί υπό κράτηση βάσει του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115 δεν μπορεί να τεκμαίρεται, χωρίς κατά περίπτωση εκτίμηση του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων, ότι αυτός υπέβαλε την αίτηση αυτή με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει ή να ματαιώσει την εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής και ότι είναι αντικειμενικώς αναγκαία και αναλογική η διατήρηση του μέτρου της κρατήσεως. (Βλ. ανωτέρω, ArslanC‑534/11, σκέψη 62)

 

38.          Το άρθρο 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου, δυνάμει του οποίου εκδόθηκε το επίδικο διάταγμα, καθορίζει ότι μπορεί αιτητής ασύλου να κρατηθεί όταν αφενός, κρατείται ήδη στο πλαίσιο διαδικασίας  επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή ή/και να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης και αφετέρου, να υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία τεκμηριώνουν βάσιμους λόγους ότι ο αιτητής υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, για να καθυστερήσει ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής.

 

39.          Στα αντικειμενικά κριτήρια βάσει του προαναφερόμενου άρθρου συμπεριλαμβάνεται το γεγονός ότι το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου και δεν το έπραξε. Αυτό αν και στοιχείο μη καθοριστικό λαμβάνεται υπόψη ως κριτήριο που αιτιολογεί την υπαγωγή ενός αιτητή στην περίπτωση του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ). (Βλ. Υπόθεση Αρ. 2319/2006, MD Jakir Hossain vAAΠ, (2008) 4 ΑΑΔ 568, ημερ. 16.7.2008).

 

40.          Εν προκειμένου, ο Αιτητής πριν από την έκδοση του επίδικου διατάγματος κρατείτο με διάταγμα ημερομηνίας 17.5.2025, το οποίο εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 14 και του άρθρου 18ΠΣΤ(1) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου και δυνάμει διατάγματος ίδιας ημερομηνίας βρισκόταν σε εξέλιξη διαδικασία απέλασής του. Η αίτησή του Αιτητή για άσυλο υποβλήθηκε μετά την κράτησή του για παράνομη παραμονή και απέλαση και συγκεκριμένα στις 19.5.2025. Συνεπώς, τόσο κατά την έκδοση του επίδικου διατάγματος όσο και κατά την υποβολή της αίτησης του Αιτητή για διεθνή προστασία, βρισκόταν σε εξέλιξη διαδικασίας απέλασής του.

 

41.          Περαιτέρω, σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, στις 13.1.2025, δόθηκε στον Αιτητή επιστολή αποδέσμευσης με περιθώριο 30 ημερών εξεύρεσης νέου εργοδότη. Μέχρι και τη σύλληψή τους, περί τους πέντε μήνες αργότερα, ο Αιτητής δεν υπέβαλε αίτημα για διεθνή προστασία, ενώ με βάση τα ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένα δεν προκύπτει οποιοδήποτε πρόσκομμα στη πρόσβασή του σε διαδικασία ασύλου. Το γεγονός ότι ο Αιτητής, έστω μετά την λήξη της νόμιμης παραμονής του στη Δημοκρατία και ενόψει της αναμενόμενης επιστροφής του στη χώρα του δεν έσπευσε να καταχωρίσει αίτηση ασύλου, αποτελεί ένδειξη περί της μη γνησιότητας της αίτησής του που ακολούθησε μόλις μετά τη σύλληψή το αδίκημα της παράνομης παραμονής. Δεν παροράται δε ότι στη Δημοκρατία ο Αιτητής αφίχθη, με νόμιμη θεώρηση εισόδου ήδη από το 2022. Διαπιστώνεται συνεπώς ότι η αίτηση του Αιτητή καταχωρίστηκε με σημαντική καθυστέρηση, λαμβανομένων υπόψη του ιστορικού και των προσωπικών περιστάσεων του Αιτητή.

 

42.          Δεύτερο δεδομένο που λαμβάνεται υπόψη ως προς την γνησιότητα του αιτήματός του είναι το γεγονός ότι η αίτησή ασύλου του Αιτητή έχει ήδη απορριφθεί σε πρώτο βαθμό. Ο Αιτητής επικαλέστηκε τόσο οικονομικούς λόγους εγκατάλειψης της χώρας του όσο και και οικογενειακής φύσεως λόγους για τους οποίους δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτήν (γάμος με γυναίκα ανήκουσα σε διαφορετική κάστα και εκπεφρασμένος φόβος δίωξης από τις οικογένειές τους). Ως προς το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό ο Αιτητή κρίθηκε αναξιόπιστος. Η ανωτέρω επισήμανση αυτή δεν προδικάζει τυχόν προσφυγή που θα καταχωρίσει ο Αιτητής κατά της εν λόγω απορριπτικής απόφασης, καθώς δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας. Το Δικαστήριο συναξιολογεί ωστόσο το δεδομένο της απορριπτικής απόφασης σε συνάρτηση με τους εγειρόμενους στην αίτησή ασύλου του Αιτητή ισχυρισμούς, καθώς είναι δεδομένα που βρίσκονται ενώπιόν του. Όπως δε προέκυψε κατά την ακροαματική διαδικασία, σε πρώτο βαθμό επίσης απορρίφθηκε σε πρώτο βαθμό και η αίτηση ασύλου της συντρόφου του Αιτητή, η οποία ήγειρε αντίστοιχους με τον Αιτητή ισχυρισμούς.

 

43.          Υπό τω φως των ανωτέρω, κρίνω ότι δεδομένης της μη δικαιολογημένης καθυστέρησης στην υποβολή της αίτησής ασύλου του Αιτητή, η οποία υποβλήθηκε λίγο μετά τη σύλληψή του και της απόρριψης της αίτησης του πληρούται και η δεύτερη προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) καθώς λαμβάνοντας υπόψη σωρευτικά τα πιο πάνω δεδομένα κρίνεται ότι  ότι ο Αιτητής υπέβαλε την αίτηση διεθνούς προστασίας προκειμένου να καθυστερήσει ή/και παρεμποδίσει την εκτέλεση της απόφασης απέλασής του.   

 

44.          Ως προς την επιβολή του μέτρου της κράτησης έναντι άλλων περιοριστικών μέτρων, όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα νομολογία, θα πρέπει η στάθμιση αυτή να γίνεται καταρχήν με σαφήνεια και ρητώς από το διοικητικό όργανο και μόνο εκεί όπου τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου απολήγουν σε ένα συγκεκριμένο συμπέρασμα, η αιτιολογία δύναται να αναπληρωθεί από το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης. Το παρόν Δικαστήριο δύναται σε κάθε περίπτωση να αποφασίσει κατά πόσον η κράτηση ήταν πράγματι το προσφορότερο μέτρο έναντι άλλων εναλλακτικών μέτρων ή ακόμα εάν θα προχωρήσει στην ακύρωση του επίδικου διατάγματος κράτησης (Βλ. συναφώς απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, FMSEU:C:2020:367, σκέψεις 290-293 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

 

45.          Στην απόφαση Mehmet ArslanC‑534/11, EU:C:2013:343, σκέψεις 57-59, η οποία παρατίθεται και ανωτέρω, επισημαίνεται ότι «όσον αφορά μια κατάσταση όπως η επίμαχη της κύριας δίκης, στην οποία, αφενός, ο υπήκοος τρίτης χώρας τέθηκε υπό κράτηση βάσει του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115 για τον λόγο ότι η συμπεριφορά του δημιουργούσε φόβους ότι, αν δεν ετίθετο υπό κράτηση, θα διέφευγε και θα παρεμπόδιζε την απομάκρυνσή του, και, αφετέρου, η αίτηση ασύλου φαίνεται να έχει υποβληθεί με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει, ή ακόμη και να υπομονεύσει, την εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής που εκδόθηκε κατ' αυτού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι περιστάσεις αυτές μπορούν πράγματι να δικαιολογήσουν τη διατήρηση της κρατήσεως του εν λόγω υπηκόου ακόμη και μετά την υποβολή αιτήσεως ασύλου.».

 

46.          Εν προκειμένω, κατά τον χρόνο της σύλληψής του, ο Αιτητής διέμενε παρανόμως στη Δημοκρατία. Πλην όμως, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, από το έτος 2022 και με εξαίρεση χρονικό διάστημα πέντε μηνών μετά τη λήξη της νόμιμης παραμονής του, ο Αιτητής προέβαινε στις δέουσες ενέργειες για ανανέωση της άδειας παραμονής του μέσω του εργοδότη του (βλ. ερ.68 και 69 του διοικητικού φακέλου της κράτησης), καθώς και για την ενημέρωση των αρμοδίων αρχών αναφορικά με τον τόπο διαμονής του (βλ. ερ. 77, 60  του δ.φ. του διατάγματος κράτησης). Φαίνεται δε ότι η άδεια παραμονής και εργασίας του είχε ανανεωθεί μέχρι και την 2.5.2026 (βλ. ερ. 80 του δ.φ. του διατάγματος κράτησης), ημερομηνία η οποία έπαυσε ωστόσο να ισχύει κατόπιν της διακοπής της εργοδότησής του. Ακολούθως, στις 13.1.2025, ο εργοδότης του Αιτητή φέρεται να του χορήγησε αποδεσμευτική επιστολή, χωρίς ωστόσο ο Αιτητής να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια για ρύθμιση της διαμονής του. Διαπιστώνεται επίσης ότι, ακόμη και μετά την παρέλευση της προβλεπόμενης προθεσμίας των 30 ημερών, ο Αιτητής δεν αναχώρησε από τη Δημοκρατία, καθιστώντας, κατά τα στοιχεία της δικογραφίας, τη μετέπειτα παραμονή του παράνομη. Επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ο Αιτητής διέμενε σε συγκεκριμένη δηλωμένη διεύθυνση προ της συλλήψεώς του.

 

47.          Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει κατά πόσο, λαμβανομένου υπόψη του προσωπικού προφίλ και της μέχρι πρότινος συμπεριφοράς του Αιτητή, δικαιολογείται η επιβολή του έσχατου μέτρου της κράτησης. Πράγματι, σε βάρος του Αιτητή είχαν προηγουμένως εκδοθεί διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προ της έκδοσης του επίδικου διατάγματος κράτησης, δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου. Η τελευταία αυτή πράξη βασίστηκε στην κρίση ότι ο Αιτητής συνιστά ύποπτο διαφυγής, πλην όμως, πέραν της ολιγόμηνης περιόδου παράνομης παραμονής του στη Δημοκρατία, δεν παρατίθενται πρόσθετα δεδομένα που να τεκμηριώνουν τον ισχυρισμό περί ύπαρξης κινδύνου διαφυγής.

 

48.          Από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, τα οποία προσκομίστηκαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, προκύπτει ότι ο Αιτητής απέκτησε ανήλικο τέκνο, γεννηθέν στις 15.4.2025. Κατά την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας στις 19.5.2025, ενώ τελούσε υπό κράτηση, ο Αιτητής δήλωσε ότι είναι έγγαμος και πατέρας ανηλίκου τέκνου. Με επιστολή ημερομηνίας 19.5.2025, η συνήγορός του ενημέρωσε τους Καθ’ ων η αίτηση σχετικά με την οικογενειακή του κατάσταση και τη διεύθυνση διαμονής της οικογένειας.

 

49.          Ωστόσο, από τα στοιχεία της υπόθεσης προκύπτει ότι, κατά την έκδοση του επίδικου διατάγματος κράτησης στις 12.6.2025, δεν ελήφθη υπόψη το γεγονός ότι η σύζυγος και το ανήλικο τέκνο του Αιτητή διαμένουν στη Δημοκρατία, γεγονός που, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, έχει στην παρούσα περίπτωση, ουσιώδη σημασία για την αξιολόγηση της επικινδυνότητας διαφυγής και της αναγκαιότητας επιβολής του μέτρου της κράτησης.

 

50.          Στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, ο Αιτητής προσκόμισε τεκμήρια με σκοπό να αποδείξει τη συμβίωσή του με τη σύντροφό του και το ανήλικο τέκνο τους, καθώς και την τέλεση θρησκευτικού γάμου. Ειδικότερα, από το Τεκμήριο 3, ήτοι το πιστοποιητικό γέννησης της ανήλικης θυγατέρας του και τα στοιχεία ταυτοποίησης της μητέρας της, προκύπτει ότι ο Αιτητής είναι πατέρας ανηλίκου τέκνου που γεννήθηκε και διαμένει στη Δημοκρατία, όπως και η μητέρα του, η οποία – κατά δήλωση των Καθ’ ων η αίτηση – είναι επίσης αιτήτρια ασύλου.

 

51.          Σε σχέση με το Τεκμήριο 5, το οποίο συνίσταται σε απόδειξη δωρεάς στον Ινδικό Ναό "Sikh Foundation of Gury Tegh Bahadur JI", διαπιστώνεται ότι αναγράφονται τα ονόματα του Αιτητή και της συζύγου του, χωρίς όμως να προκύπτει με σαφήνεια η τέλεση γάμου. Παρά ταύτα, από τον διοικητικό φάκελο της Υπηρεσίας Ασύλου προκύπτει ότι η Υπηρεσία αποδέχθηκε πως ο Αιτητής είναι νυμφευμένος με την κ. P., μητέρα του τέκνου του.

 

52.          Επιπλέον, από το Τεκμήριο 6 της παρούσας διαδικασίας, ήτοι βεβαίωση από κοινωνική λειτουργό του Δήμου Λεμεσού, προκύπτει ότι ο Αιτητής, η σύζυγός του και το ανήλικο τέκνο τους διέμεναν στην ίδια οικία, την οποία η εν λόγω λειτουργός επισκεπτόταν τακτικά για σκοπούς παροχής ειδών πρώτης ανάγκης. Η υπό αναφορά βεβαίωση, μολονότι δεν φέρει υπογραφή της εκδούσας λειτουργού, δεν παρουσιάζει εξωτερικά στοιχεία μη γνησιότητας. Όπως προκύπτει από δηλώσεις της συνηγόρου του Αιτητή, το έγγραφο αυτό εξασφαλίστηκε από τη σύντροφό του, με τη συνδρομή της κοινωνικής λειτουργού που στηρίζει την οικογένεια. Εξάλλου, από εξωτερικές πηγές που εντόπισε το Δικαστήριο δημοσιευμένες στο διαδίκτυο, επιβεβαιώνεται η ύπαρξη του έργου «Αναδιάρθρωση των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας», στο πλαίσιο του Προγράμματος Πολιτικής Συνοχής «ΘΑΛΕΙΑ 2021–2027», από το οποίο επωφελούνται οι τοπικές αρχές, καθώς και η λειτουργία του θεσμού της κοινωνικής λειτουργού γειτονιάς στο Δήμο Λεμεσού, δεδομένα που ενισχύουν την αποδεικτική αξία του εν λόγω εγγράφου, του οποίου το περιεχόμενο είναι συνεπές με εξωτερικές πηγές.[4] Όλα τα ανωτέρω, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, στοιχειοθετούν την ύπαρξη οικογενειακού δεσμού μεταξύ του Αιτητή, της συντρόφου του και του ανήλικου τέκνου τους, με τους οποίους ο Αιτητής συμβίωνε προ της σύλληψής του.

 

53.          Όπως επισημαίνεται ανωτέρα και υποστηρίζεται εξάλλου από την Κατευθυντήρια Οδηγία 4.3 των Κατευθυντήριων Οδηγιών για την Κράτηση των Αιτούντων Άσυλο της Ύπατης Αρμοστείας Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, θα πρέπει να αποδειχθεί ότι στην ατομική περίπτωση του συγκεκριμένου αιτούντος άσυλο, δεν υπήρχαν λιγότερο παρεμβατικά ή καταναγκαστικά μέτρα για την επίτευξη των ίδιων στόχων και θα πρέπει να εξεταστεί η διαθεσιμότητα, η αποτελεσματικότητα και καταλληλόλητα εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, σε κάθε ατομική περίπτωση. 

 

54.          Στην υπό κρίση περίπτωση, κρίνεται ότι η επιβολή εναλλακτικών μέτρων αντί της κράτησης θα μπορούσε να διασφαλίσει τον επιδιωκόμενο σκοπό αυτής, ήτοι την εξασφάλιση της εκτέλεσης της απόφασης επιστροφής, ενόψει του γεγονότος ότι δεν περιλαμβάνονται στον διοικητικό φάκελο στοιχεία τέτοιας βαρύτητας που να καθιστούν το μέτρο της κράτησης το μόνο ενδεδειγμένο. Επιπλέον, λαμβάνεται υπόψη η ύπαρξη οικογένειας του Αιτητή στη Δημοκρατία.

 

55.          Μεταξύ των παραγόντων που καθοδηγούν τη λήψη αποφάσεων σχετικά με την κράτηση περιλαμβάνονται το στάδιο εξέτασης της αίτησης διεθνούς προστασίας, ο τελικός προορισμός του αιτούντος, οι οικογενειακοί και κοινωνικοί δεσμοί, η προηγούμενη καλή συμπεριφορά και ο χαρακτήρας του ατόμου, καθώς και ο κίνδυνος διαφυγής ή η προθυμία και η κατανόηση της ανάγκης συμμόρφωσης (Βλ. UNHCR, Κατευθυντήριες Οδηγίες σχετικά με τα Κριτήρια και τα Πρότυπα για την Κράτηση των Αιτούντων Άσυλο και για τις Εναλλακτικές της Κράτησης Λύσεις, 2012, Κατευθυντήρια Οδηγία 4, παρ. 19).[5]

 

56.          Υπό το φως των ανωτέρω αρχών, καταλήγω ότι τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου δεν δικαιολογούν την απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί επιβολής του μέτρου της κράτησης στον Αιτητή. Είναι δε προφανές ότι, ελλείψει σοβαρότερων λόγων ή επιβαρυμένου ιστορικού, δεν επαρκεί ο λόγος που επικαλέστηκαν οι Καθ’ ων η αίτηση για να αιτιολογήσουν τη μη άσκηση της διακριτικής τους ευχέρειας υπέρ της επιβολής εναλλακτικών της κράτησης μέτρων. Σημειώνεται ότι, μολονότι ο Αιτητής προέβη σε αναφορά της οικογενειακής του κατάστασης στο πλαίσιο της αίτησής του για διεθνή προστασία, καμία σχετική αναφορά δεν περιλαμβάνεται στις θέσεις των Καθ’ ων η αίτηση. Λαμβανομένης δε υπόψη της προηγηθείσας στάσης του Αιτητή έναντι των αρχών και των νόμων της Δημοκρατίας, με τον ίδιο να επικαιροποιεί τακτικά τα στοιχεία διαμονής του, και παρά την ολιγόμηνη παράνομη παραμονή του, η ύπαρξη οικογενειακών δεσμών στη Δημοκρατία —συμπεριλαμβανομένης της ύπαρξης ανήλικου τέκνου με το οποίο φαίνεται να συγκατοικούσε προ της συλλήψεώς του— ενισχύει το συμπέρασμα ότι η κράτησή του δεν είναι εύλογη. Επισημαίνεται ότι η διεύθυνση διαμονής του, όπως αυτή δηλώθηκε από τον ίδιο στην αίτησή του, ταυτίζεται με εκείνη που καταχωρήθηκε στη σχετική βεβαίωση της αρμόδιας λειτουργού. Δεδομένου ότι ο Αιτητής τελεί πλέον σε νόμιμη διαμονή στη Δημοκρατία υπό το καθεστώς του αιτούντος άσυλο έως την ολοκλήρωση της δευτεροβάθμιας εξέτασης της αίτησής του, και ότι στο ίδιο καθεστώς φαίνεται να τελούν και η σύντροφος και το ανήλικο τέκνο του, τα οποία διαμένουν στη δηλωθείσα στις αρχές διεύθυνση, η ύπαρξη σταθερών οικογενειακών δεσμών, σε συνδυασμό με την μέχρι πρότινος συμπεριφορά του Αιτητή, περιορίζει σημαντικά τα κίνητρα διαφυγής του.

 

57.          Εν προκειμένω, κρίνεται ότι πρόσφορο και ανάλογο μέτρο αντί της κράτησης αποτελεί η υποχρέωση του Αιτητή να παρουσιάζεται δύο φορές την εβδομάδα στον πλησιέστερο αστυνομικό σταθμό της διεύθυνσης κατοικίας του, όπως αυτή δηλωθεί και επικαιροποιηθεί κατά τον χρόνο της απόλυσής του. Το αρμόδιο όργανο (οι Καθ’ ων η αίτηση) οφείλει να προσδιορίσει γραπτώς και ρητώς τον ακριβή αστυνομικό σταθμό και τα χρονικά διαστήματα παρουσίασης, με εύλογο και ανάλογο τρόπο, λαμβάνοντας υπόψη τις προσωπικές συνθήκες του Αιτητή, τα λοιπά του δικαιώματα —όπως το δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή και η πρόσβαση στην εργασία— και την αρχή της αναλογικότητας. Το εν λόγω μέτρο διασφαλίζει αφενός τον σκοπό της διαδικασίας επιστροφής σε περίπτωση παύσης του καθεστώτος του αιτούντος άσυλο και, αφετέρου, λαμβάνει υπόψη το δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή και το βέλτιστο συμφέρον του ανήλικου τέκνου. 

Υπό το φως των όσων έχουν επεξηγηθεί ανωτέρω η παρούσα προσφυγή επιτυγχάνει ως προς το αιτητικό Β και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα 1500 ευρώ συν Φ.Π.Α. υπέρ του Αιτητή και εναντίον των Καθ' ων η αίτηση όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Ενόψει της κατάληξης του Δικαστηρίου, παρέλκει η εξέταση οποιουδήποτε άλλου νομικού ισχυρισμού.

     

  Κ.Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Bλ. https://euaa.europa.eu/sites/default/files/Detention-JA-EN-PDF.pdf , σ. 46 [Ημερομηνία πρόσβασης 05/08/2025]

[2] Κατά την έκδοση του επίδικου διατάγματος ήταν ήδη σε ισχύ οι περί Προσφύγων Νόμοι του 2000 έως 2023.

[3] «The grounds for detention for applicants for international protection are listed in the RCD (2024). These grounds are exhaustive and must be laid down in the national law of Member States. In accordance with Article 10(4) RCD (2024), an applicant may be detained only on the basis of one or more of the following grounds:[…]».

[5]Διαθέσιμο στην αγγλική στο: https://www.unhcr.org/publications/legal/505b10ee9/unhcr-detention-guidelines.html (τελευταία ημερομηνία πρόσβασης 6.8.2025)

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο