
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ.2097/23
6 Αυγούστου 2025
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
C. P. H.
Αιτήτρια
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
Κος Τζ. Μπετίτο, δικηγόρο για Αιτήτρια
Κα Κ. Μιχαηλίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή η αιτήτρια αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.16/06/23, η οποία επιδόθηκε δια χειρός αυθημερόν, και δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτησή διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, ως άκυρης, παράνομης, και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.
Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, η αιτήτρια κατάγεται από τη Νιγηρία, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές από τα κατεχόμενα στις 02/03/23 και υπέβαλε την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας στις 16/03/23 (ερ.1-3, 48).
Στις 25/04/23 διεξήχθη συνέντευξη με την αιτήτρια από την Υπηρεσία Ασύλου όπου δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.31-48). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση-Εισήγηση (ερ.93-112) και στις 28/04/23 η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε να μην παραχωρήσει στην αιτήτρια καθεστώς διεθνούς προστασίας.
Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης της αιτήτριας για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, που της επιδόθηκε διά χειρός στις 16/06/23, στην μητρική της γλώσσα (ερ.115, 3).
Επί της αιτήσεως ασύλου που υπέβαλε η αιτήτρια καταγράφει ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω του ότι ο σύντροφος της ήταν πολύ βίαιος και έτσι ήρθε στην Κύπρο, ως αναφέρει, για να αναζητήσει ασφάλεια.
Στη συνέντευξη που διενεργήθηκε η αιτήτρια ανέφερε ότι γεννήθηκε και διέμενε περί τα 20 χρόνια στο Ajegunle (πολιτεία Lagos), σπούδασε στο Benin και επέστρεψε στο Lagos, στην πολιτεία Lagos, το 2021, όπου διέμενε μέχρι το 2023, όταν και έφυγε από τη χώρα καταγωγής και πήγε στα κατεχόμενα με φοιτητική visa. Έχει τελειώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, φοίτησε σε πανεπιστήμιο για ένα έτος (2018-2019), εργάστηκε ως σερβιτόρα και ακολούθως άρχισε δικής της επιχείρηση το 2022 ανταλλακτηρίου χρημάτων. Οι γονείς και τα 6 αδέλφια της (5 αδελφοί και 1 αδελφή) διαμένουν στη γενέτειρα της (Ajegunle, πολιτεία Lagos), είναι καλά και διατηρεί επικοινωνία μαζί τους.
Κατά την ελεύθερη αφήγηση των λόγων για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα η αιτήτρια ανέφερε ότι το έπραξε λόγω της κακοποιητικής συμπεριφοράς του συντρόφου της, ενώ πρόσθεσε ότι ένας ακόμα λόγος είναι η μη αποδοχή της ομοφυλοφιλίας στη χώρα της. Σε ερώτηση ποιες θεωρεί ότι θα είναι οι επιπτώσεις σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της η αιτήτρια απάντησε ότι δεν θέλει να τον ξαναδεί (σ.σ. εννοεί τον σύντροφο της) και «ίσως η ζωή να είναι δύσκολη εκεί». Δεν έχει συλληφθεί ή κρατηθεί και οι αρχές τις χώρας θα επιτρέψουν την είσοδο της.
Σε ακόλουθες ερωτήσεις η αιτήτρια ανέφερε ότι γνωρίστηκαν με τον σύντροφο της, τον οποίο ονομάτισε, το 2021, ήταν σε σχέση μέχρι τον Φεβρουάριο του 2023 και ζούσαν μαζί. Ως ανέφερε η αιτήτρια, μετά την αρχή της σχέσης τους, ο σύντροφος της άρχισε να θυμώνει και την χτυπούσε «όποτε ήθελε». Η αιτήτρια ανέφερε για την κακοποίηση που δεχόταν στους γονείς της, οι οποίοι το κατάγγειλαν στην αστυνομία αλλά ο σύντροφος της «είχε λεφτά», ως ανέφερε η αιτήτρια, το δε τελευταίο περιστατικό κακοποίησης ήταν τον Φεβρουάριο 2023, όταν και έφυγε από το σπίτι που διέμεναν η αιτήτρια. Στα πλαίσια της κακοποίησης κατέληξε 2 φορές στο νοσοκομείο, καθώς, ως ανέφερε, ο σύντροφος της, της χτύπησε το κεφάλι στον τοίχο, όπου της έδωσαν παυσίπονα. Ερωτώμενη για τις ενέργειες που προέβη για να προστατεύσει τον εαυτό της, η αιτήτρια απάντησε ότι πήγε στους γονείς της, ενώ ανέφερε ότι προχώρησε και σε καταγγελία στην αστυνομία (2-3 φορές, ως ανέφερε), χωρίς να θυμάται πότε. Τότε, ως υποστήριξε, τον είχαν υπό κράτηση κάποιες μέρες και μετά τον άφηναν ελεύθερο. Ερωτηθείσα για τον τρόπο που έφυγε από κοντά του, η αιτήτρια απάντησε ότι τον Φεβρουάριο (2023) δεν άντεχε άλλο και έτσι τον ενημέρωσε ότι θα φύγει και έφυγε από το σπίτι τους και πήγε στους γονείς της, με τον σύντροφο της να αποδέχεται τον χωρισμό, ενώ δήλωσε ότι στο διάστημα από την μέρα που χώρισε μέχρι και την μέρα που έφυγε από τη χώρα δεν της συνέβη κάτι. Σε ερώτηση γιατί έφυγε από τη χώρα αφού μετά τον χωρισμό της δεν είχε προβλήματα η αιτήτρια δεν μπορούσε να δώσει απάντηση και σε ερώτηση αν υπάρχει πιθανότητα ο σύντροφος της να πληροφορηθεί ότι επέστρεψε (σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα) ανέφερε ότι «δεν [γνωρίζει], μπορεί να το μάθει από άλλα άτομα».
Ακολούθως, σχετικά με όσα είχε αναφέρει περί του σεξουαλικού της προσανατολισμού, η αιτήτρια ρωτήθηκε γιατί δεν ανέφερε το γεγονός της σεξουαλικότητας της στην αίτηση που συμπλήρωσε ή τη συνέντευξη ευαλωτότητας που είχε προηγηθεί, όπου απάντησε ότι δεν ρωτήθηκε και ήταν επικεντρωμένη στον σύντροφο της.
Στη διάρκεια ερωτήσεων στη βάση του μοντέλου αξιολόγησης DSSH, η αιτήτρια δήλωσε ότι είναι αμφιφυλόφιλη (“I would say I am bi, I am more into girls than guys”). Ερωτηθείσα τι σημαίνει “bi” για την ίδια, απάντησε ότι είναι κάτι στρεσογόνο και δεν είναι οκ για την ίδια, ενώ αναφέρει ότι έβγαινε με κορίτσια όταν ήταν σχολείο αλλά επειδή την τσάκωσαν και λόγω του ότι αυτό θεωρείται αμαρτία σκέφτηκε να δοκιμάσει με αγόρια. Ερωτώμενη πότε έβγαινε με κορίτσια η αιτήτρια ανέφερε ότι το έπραξε όταν ήταν 13-14 ετών, όταν είχε βγει με δύο κορίτσια, για σύντομα χρονικά διαστήματα με την καθεμία απ’ αυτές. Σε ερώτηση πως ανακάλυψε τον σεξουαλικό της προσανατολισμό η αιτήτρια ανέφερε ότι πρόσεξε ότι ελκυόταν περισσότερο από κορίτσια, ενώ προτιμούσε να έχει αγόρια για φίλους. Ερωτηθείσα για τα συναισθήματα και τις σκέψεις της όταν ανακάλυψε την εν λόγω ιδιαιτερότητα η αιτήτρια απάντησε ότι ήταν «οκ, [ένιωθε] άνετα». Σε επόμενη ερώτηση αν νιώθει διαφορετική από τους υπόλοιπους απάντησε θετικά και ανέφερε ότι θεωρεί ότι κάνει ότι δεν κάνουν οι υπόλοιποι. Ερωτώμενη σχετικά ανέφερε ότι είχε σχέση και με τρίτο κορίτσι όταν ήταν στο πανεπιστήμιο το 2019 και η τελευταία επαφή που είχε δεσμό με κοπέλα ήταν το 2020, για λίγες εβδομάδες, όμως μετά τα συναισθήματα έπαψαν. Σχετικά με τους άνδρες ανέφερε ότι δεν είχε ποτέ σοβαρό δεσμό πλην του πρώην συντρόφου της και είχε αυτόν τον δεσμό γιατί το να είσαι λεσβία είναι αμαρτία και έτσι δοκίμασε. Σε άλλη ερώτηση ανέφερε ότι είχε και άλλους δεσμούς με άνδρες και ένα στο Benin, όταν η ίδια σπούδαζε. Ερωτώμενη πως μοιραζόταν με τις κοπέλες που έβγαινε τη σεξουαλικότητα της, δεδομένου ότι είναι παράνομο στη χώρα της, η αιτήτρια ανέφερε ότι το μοιραζόταν ιδιωτικά και, σε ακόλουθη ερώτηση, ανέφερε ότι υπάρχει ένα μέρος στο Lagos, όπου άτομα ΛΟΑΤΚΙ συναντιούνται και έχει πάει εκεί μόνο μια φορά, όταν ήταν φοιτήτρια, καθώς ήταν μακριά από το σπίτι της. Δεν γνωρίζει άλλο μέρος όπου συχνάζουν άτομα ΛΟΑΤΚΙ ή κάποιο μέσο κοινωνικής δικτύωσης και δεν ήταν σε θέση να δώσει κάποια άλλη πληροφορία για την κοινότητα αυτή στη χώρα καταγωγής της. Ερωτώμενη αν σε κάποια φάση της ζωής της αποδέχτηκε την ιδιαιτερότητα της η αιτήτρια απάντησε θετικά, αναφέροντας ότι «δεν [γνωρίζει], [ένιωθε] καλά για ένα διάστημα».
Ερωτηθείσα αν το έχει μοιραστεί αυτό με κάποιον, η αιτήτρια απάντησε ότι το γνωρίζει ο αδελφός και οι φίλοι της. Σε ερώτηση πως το έμαθε ο αδελφός της η αιτήτρια απάντησε ότι πήγαιναν στο ίδιο σχολείο και το κατάλαβε και όταν την ρώτησε του είπε. Ερωτηθείσα πως αντέδρασαν τα άτομα αυτά η αιτήτρια απάντησε ότι ο αδελφός της ήταν «πολύ καλά, δεν είχε θέμα», ενώ ανέφερε ότι οι φίλες της είναι επίσης λεσβίες. Σε ερώτηση κατά πόσο γνωρίζει άλλα άτομα στην Κύπρο, αν είναι μέλος της κοινότητας LGBTQI ή αν έχει πάει σε μπαράκια που συχνάζουν μέλη της κοινότητας, η αιτήτρια απάντησε αρνητικά. Τέλος, σε ερώτηση τι μπορεί να συμβεί σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της, η αιτήτρια απάντησε ότι μπορεί να τη βρει ο πρώην σύντροφος της. Ερωτηθείσα πως προστατεύονται άτομα ΛΟΑΤΚΙ στη χώρα καταγωγής η αιτήτρια απάντησε ότι «δεν είναι εύκολο να προστατευτούν, δεν [γνωρίζει]», ενώ σε ερώτηση αν έχει συμβεί της ίδιας κάτι προσωπικά που σχετίζεται με τον σεξουαλικό της προσανατολισμό η αιτήτρια απάντησε αρνητικά.
Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα λεγόμενα της αιτήτριας τόσο στην αίτηση όσο και τη συνέντευξη κατέταξαν αυτούς στους ακόλουθους ουσιώδεις ισχυρισμούς.
1. Ταυτότητα, χώρα καταγωγής, προφίλ και τόπος συνήθους διαμονής της αιτήτριας
2. Η αιτήτρια υπήρξε θύμα σωματικής βίας από τον πρώην σύντροφο της
3. Σεξουαλικός προσανατολισμός της αιτήτριας ως αμφιφυλόφιλο άτομο
Οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν τον 1ο, απέρριψαν όμως τον 2ο και 3ο εκ των ως άνω ισχυρισμών της αιτήτριας.
Αναφορικά με τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό της αιτήτριας, κρίθηκε ότι στερείται εσωτερικής συνοχής ενόψει της αοριστίας, ασάφειας και γενικότητας των δηλώσεων της αλλά και των αποκρίσεων της στις ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν. Συγκεκριμένα, ως κρίθηκε, τα όσα ανέφερε σχετικά με την κακοποίηση που κατ’ ισχυρισμό δεχόταν από τον σύντροφο της στερούνταν εύλογα αναμενόμενων λεπτομερειών και βιωματικών στοιχείων, αφού δεν ήταν σε θέση να αναφέρει συγκεκριμένα περιστατικά και λεπτομέρειες επί τούτων, ούτε να τοποθετήσει χρονικά με ακρίβεια τα όσα βίωσε, δεν θυμόταν πότε ήταν η τελευταία φορά που τον είδε, πότε έφυγε από το σπίτι που διέμεναν, πότε έγιναν τα περιστατικά εκ των οποίων – ως η ίδια ανέφερε – κατάληξε στο νοσοκομείο, πως και πόσες φορές έκανε καταγγελία κατά του συντρόφου της στην αστυνομία, τι συνέβη μετά και τι έκαναν οι γονείς της σχετικά με αυτό. Περαιτέρω δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί – δεδομένου ότι, ως η ίδια ανέφερε, ουδέν υπέστη από τον κατ’ ισχυρισμό κακοποιητή της μετά που διέκοψε τον δεσμό τους – έφυγε από τη χώρα για τον λόγο αυτό, ούτε γιατί θεωρεί ότι ο σύντροφος της θα πληροφορηθεί αν τυχόν επιστρέψει η αιτήτρια στον τόπο διαμονής της γι’ αυτό και γιατί δεν θα μπορούσε να μείνει σε άλλη περιοχή της χώρας με ασφάλεια.
Συνεπεία των ως άνω, παρότι – κατόπιν έρευνας σε διαθέσιμες πληροφορίες (ΠΧΚ), έγινε δεκτό ότι τα όσα αναφέρει η αιτήτρια περί κακοποίησης της συνάδουν με ΠΧΚ που είχαν εντοπιστεί και καταγράφουν φαινόμενα έμφυλης βίας και περιορισμένη προστασία από τις αρχές κατά τέτοιων περιστατικών - οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι, δεδομένης της τρωθείσας εσωτερικής συνοχής του εν λόγω ισχυρισμού, αυτός δεν έγινε αποδεκτός και έτσι απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος.
Αναφορικά με τον 3ο ως άνω ουσιώδη ισχυρισμό αξιολογήθηκε αρνητικά το ότι η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές πληροφορίες επί όλων των ζητημάτων που εξετάστηκαν σχετικά και οι ισχυρισμοί της παρουσιάζουν ασυνέπειες και επιπολαιότητα σε θέματα που άπτονται του πυρήνα του, ήτοι τον σεξουαλικό της προσανατολισμό, την πορεία της μέσα απ’ αυτό, τον τρόπο που τον αντιλήφθηκε, τις σχέσεις που έκανε με άλλες γυναίκες, πως βίωσε εσωτερικά τις εμπειρίες της και τα συναισθήματα της κατά τις σχέσεις που έκανε. Σχετικώς κρίθηκε ότι η αιτήτρια υπήρξε γενικόλογη και δεν ήταν σε θέση να δώσει λεπτομέρειες για τις εσωτερικές διεργασίες που διήλθε μέχρι να αποδεχθεί και η ίδια τον εαυτό της, ούτε κάποιο βιωματικό στοιχείο ή λεπτομέρεια από τις σχέσεις της και ούτε εξέφρασε κάποιο συναίσθημα ή εκδήλωσε κάποια συναισθηματική απόκριση στα όσα αυτή εξιστορούσε. Ομοίως ουδεμία πληροφορία ήταν σε θέση να δώσει για τον τρόπο που τυγχάνουν μεταχείρισης άτομα ΛΟΑΤΚΙ στη χώρα καταγωγής, κάποια μέρη που αυτά συχνάζουν, κάποιες οργανώσεις που ασχολούνται μ’ αυτό ή μέσα κοινωνικής δικτύωσης στα οποία γνωρίζονται. Περαιτέρω δεν μπορούσε να δώσει ένα σαφές χρονικό πλαίσιο για τις σχέσεις που είχε με άλλες γυναίκες, κάποια λεπτομέρεια ή στοιχείο, έστω μια απλή ανάμνηση απ’ αυτές, πως επικοινωνούσαν και τι έκαναν.
Στη βάση των ως άνω κρίθηκε ότι ο εν λόγω ουσιώδης ισχυρισμός στερείται εσωτερικής συνοχής, αφού το σύνολο των δηλώσεων της αιτήτριας στερούνταν ευλογοφάνειας και ακρίβειας λεπτομερειών, ενώ οι διευκρινήσεις που έδωσε δεν ήταν ικανοποιητικές, παρότι υποβλήθηκε πλήθος ερωτήσεων σχετικά. Σ’ αυτό συνυπολογίστηκε και το ότι η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει επαρκώς γιατί δεν ανέφερε τη σεξουαλικότητα της κατά την επίδικη αίτηση και τη συνέντευξη ευαλωτότητας, η δε απόκριση της επί τούτου ότι δεν το είχε στο μυαλό της και ότι επικεντρώθηκε στον σύντροφο της θεωρήθηκε ανεπαρκής και μη εύλογη υπό τις περιστάσεις, ως και η παντελής άγνοια της για την μεταχείριση που τυγχάνουν άτομα ΛΟΑΤΚΙ από τον νόμο και κοινωνικό περίγυρο στη χώρα καταγωγής, επί του οποίου άλλωστε – ως σημείωσαν οι καθ’ ων η αίτηση – η ίδια δήλωσε ότι ουδέν υπέστη λόγω του σεξουαλικού της προσανατολισμού.
Όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία διαπιστώθηκε κατόπιν διαθέσιμων πληροφοριών (ΠΧΚ) ότι στη χώρα καταγωγής ασκείται αδιάκριτη και χωρίς φόβο για τις συνέπειες, ομοφοβική βία, ενώ τα άτομα ΛΟΑΤ στη χώρα υφίστανται εκτεταμένες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους. Παράλληλα, η νομοθεσία της Νιγηρίας ποινικοποιεί τις ομοφυλοφιλικές πράξεις και συζεύξεις, με ποινές που φτάνουν μέχρι και τη φυλάκιση έως και 14 χρόνια, ενώ ο νόμος επιβάλλει αυστηρές ποινές για ομοφυλοφιλική σεξουαλική συμπεριφορά, δημόσια επίδειξη ερωτικής σχέσης μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου, για άτομα του ιδίου φύλου που συζούν και για συμμετοχή σε οργανώσεις ή υποστήριξη ΛΟΑΤ ατόμων από οργανώσεις. Παρά τα ως άνω όμως, δεδομένης της τρωθείσας εσωτερικής συνοχής του 3ου ουσιώδους ισχυρισμού, αυτός απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος.
Συνεπεία των ανωτέρω, κατόπιν ανασκόπησης της γενικής κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής της αιτήτριας (πολιτεία Lagos) και αξιολόγησης του προφίλ της αιτήτριας ως έγινε αποδεκτό, οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι δεν υφίσταται σε εύλογο βαθμό πιθανότητας κίνδυνος δίωξης ή σοβαρής βλάβης της αιτήτριας. Στα πλαίσια της ως άνω αξιολόγησης κινδύνου έγινε εκτεταμένη έρευνα σε ΠΧΚ αναφορικά με ιατροφαρμακευτική περίθαλψη σε άτομα με Ηπατίτιδα Γ (η αιτήτρια είναι φορέας – ερ.29), εκ της οποίας ήταν κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση ότι, δεδομένου ότι φροντίδα για τα άτομα αυτά είναι και διαθέσιμη αλλά και προσβάσιμη στη χώρα καταγωγής, αλλά και λαμβανομένου υπόψη ότι ουδέν επί τούτο λέχθηκε από την ίδια, δεν μπορεί να συναχθεί ότι υφίσταται κίνδυνο στη βάση αυτή.
Για τους πιο πάνω λόγους η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη και εκδόθηκε κατά της αιτήτριας απόφαση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής.
Επί της αιτήσεως η αιτήτρια αναφέρει διάφορους νομικούς ισχυρισμούς προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης.
Στη βάση σχετικής νομολογίας (βλ. Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιου Κύπρου, Αναθ. Έφεση αρ.95/2012, ECLI:CY:AD:2018:C344, ημ.6/7/2018 και Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598) θα εξεταστούν μόνο οι ισχυρισμοί της αιτήτριας που εξειδικεύονται δεόντως στο εισαγωγικό δικόγραφο και αναπτύσσονται επαρκώς στην αγόρευση που ακολούθησε.
Στα πλαίσια της αγόρευσης του ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας αναφέρει ότι για τον λειτουργό που διενήργησε τη συνέντευξη δεν υπάρχουν στοιχεία σχετικά με το κατά πόσο έχει την κατάλληλη κατάρτιση και γνώσεις ή ότι κατείχε την απαραίτητη γνώση της αγγλικής γλώσσας σε επίπεδο που θα εξασφάλιζε επαρκή επικοινωνία με την αιτήτρια, εκ του οποίου, ως αναφέρει, παραπέμποντας και στην απόφαση της προέδρου του ΔΔΔΠ στην προσφυγή αρ.1061/22, καθίσταται ακυρωτέα η επίδικη απόφαση, αφού η αιτήτρια στερήθηκε κατ’ ουσία του δικαιώματος της σε ακρόαση με διερμηνέα, κατά παράβαση του αρ.13Α του Νόμου. Τούτο δε μάλιστα, ως εισηγείται, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Περαιτέρω αναφέρει ότι η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη, δεν έγινε δέουσα έρευνα των ισχυρισμών της και τα ευρήματα περί αναξιοπιστίας των λεγομένων της αιτήτριας είναι λανθασμένα, ως προϊόντα πλάνης και ανεπαρκούς έρευνας. Τέλος, αναφέρει ότι οι ΠΧΚ που εντοπίστηκαν από τους καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με το ότι η αιτήτρια είναι φορέας Ηπατίτιδας Γ δεν στηρίζουν τα ευρήματα τους ότι υπάρχει διαθέσιμη και προσβάσιμη θεραπεία.
Οι καθ' ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι ουδείς εκ των ισχυρισμών της αιτήτριας έχει δεόντως δικογραφηθεί και ουδείς αναπτύσσεται επαρκώς και δια τούτο θα πρέπει να απορριφθούν άπαντες ως ανεπίδεκτοι δικαστικής κρίσης, στη βάση σχετικής νομολογίας. Αναφέρουν δε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη, δόθηκε δεόντως ευκαιρία στην αιτήτρια κατά τη συνέντευξη και λήφθηκαν υπόψη όλα τα γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη και ορθή, εδράζεται επί ορθών και εύλογων, ενόψει των όσων η αιτήτρια ανέφερε, ευρημάτων σε σχέση με την αξιοπιστία των ισχυρισμών του, ως ορθή είναι και οι κατάληξη τους ότι δεν συντρέχει λόγος παροχής διεθνούς προστασίας. Ειδικώς για τους ισχυρισμούς περί παραβάσεως του δικαιώματος ακρόασης οι καθ’ ων η αίτηση αναφέρουν ότι ουδέν στοιχείο έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου που να θέτει εν αμφιβόλω την ορθή επικοινωνία μεταξύ του διενεργούντος τη συνέντευξη λειτουργού και της αιτήτριας και την ποιότητα μετάφρασης και ουδεμία πλημμέλεια υπάρχει στην επίδικη διαδικασία. Επί των ως άνω παραθέτουν πλήθος νομολογίας και εκτεταμένες αναφορές στο πρακτικό της επίδικης συνέντευξης.
Προέχει φυσικά η ενασχόληση με τον ισχυρισμό περί μη παροχής διερμηνέα στην αγγλική γλώσσα κατά τη συνέντευξη και απουσία στοιχείων σχετικά με την κατάλληλη κατάρτιση του λειτουργού που διενέργησε τη συνέντευξη, τα οποία – ως εισηγείται ο συνήγορος της αιτήτριας – συνιστούν παράβαση του δικαιώματος ακρόασης.
Στην απόφαση του Ανώτατου στην υπ.1694/11, Noel De Silva v. Δημοκρατίας, μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.α., ημ.07/02/14, λέχθηκαν τα εξής:
«Σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν προβλήθηκε ισχυρισμός από τον αιτητή ότι ο διερμηνέας, τον οποίο οι καθ'ων η αίτηση επέλεξαν, δεν γνώριζε τη μητρική του γλώσσα ή δεν μετέφραζε ορθώς τα όσα είχαν διαμειφθεί κατά τη συνέντευξη.
Ούτε στο φάκελο υπάρχει οτιδήποτε το οποίο να δημιουργεί αμφιβολίες για την ικανότητα ή ακεραιότητα του μεταφραστή, τις ικανότητες του οποίου ο αιτητής ουδόλως αμφισβήτησε κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Στα συγκεκριμένα έγγραφα, ο αιτητής υπέγραψε δήλωση ότι, όλες οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται είναι αληθινές και ότι αντιλαμβάνεται το ερωτηματολόγιο και τις αντίστοιχες απαντήσεις. Στη συνέχεια βεβαιώνει, ότι έχει καταγραφεί αντικατοπτρίζει επακριβώς τη δήλωσή του. Συνεπώς το επιχείρημα αυτό δεν έχει έρεισμα».
Στο αρ.13Α (9) (γ) του Νόμου αναφέρεται ότι κατά τη συνέντευξη επιλέγεται «διερμηνέα[ς] ικανό[ς] να διασφαλίζει τη δέουσα επικοινωνία μεταξύ του αιτητή και του αρμόδιου λειτουργού που διεξάγει τη συνέντευξη» και πως «η επικοινωνία διενεργείται στη γλώσσα που προτιμά ο αιτητής, εκτός εάν υπάρχει άλλη γλώσσα την οποία κατανοεί και στην οποία είναι σε θέση να επικοινωνήσει με σαφήνεια». Στο αρ.18 (1) γίνεται αναφορά περί «αναγκαίου διερμηνέα».
Σημειώνω βεβαίως, ίσως και εκ του περισσού, ότι το δικαίωμα ακρόασης, αν και όχι κατ’ απόλυτο τρόπο και σίγουρα όχι επί πάσης περιπτώσεως, αποτελεί έκφραση της φυσικής δικαιοσύνης, ως έχει διατυπωθεί και στη νομολογία (βλ. Ρ.Ι.Κ. ν. Κέττηρου και Άλλης, (2005) 3 ΑΑΔ 555, πλήρης Ολομέλεια, και απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην Transocean Marine Paint Association v. Ε.C. Commission [1974] 2 C.M.L.R. 459), και κατοχυρώνεται βεβαίως και νομοθετικά, τόσο στο αρ.43 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(I)/1999) όσο και στα αρ.17 και 13Α του περί Προσφύγων Νόμου (ανωτέρω). Σημειώνω περαιτέρω ότι, παρότι δεν μου έχει υποδειχθεί και ούτε έχω εντοπίσει νομολογία που να συνηγορεί υπέρ του ότι τέτοιος ισχυρισμός δύναται να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως, θεωρώ ότι εν προκειμένω αυτός δικογραφείται, έστω ακροθιγώς, στα νομικό σημείο 19 της προσφυγής και θα εξεταστεί.
Από μια απλή ανάγνωση των ως άνω προνοιών της νομοθεσίας καθίσταται σαφές ότι ο νομοθέτης, σε πλήρη συμμόρφωση με τις σχετικές οδηγίες, των οποίων τα ως άνω άρθρα αποτελούν την μεταφορά τους στην εθνική νομοθεσία, θέλει να διασφαλίσει την ύπαρξη δέουσας επικοινωνίας της αιτήτριας με τον διεξάγοντα τη συνέντευξη λειτουργό. Εδώ, με δεδομένο ότι η αιτήτρια είχε δηλώσει την αγγλική ως μητρική της γλώσσα (ερ.3), αλλά και ότι προτού αρχίσει η συνέντευξη της εξηγήθηκε ότι έχει κάθε δικαίωμα, αν αντιμετωπίζει δυσκολία επικοινωνίας με τον λειτουργό που διενέργησε τη συνέντευξη, να το εκφράσει, ώστε να ληφθούν κατάλληλα μέτρα (ερ.47), δηλώνοντας μάλιστα ότι κατανοεί τα όσα της είχαν εξηγηθεί (ερ.47 – Χ1), και σε κανένα σημείο δεν εξέφρασε την παραμικρή αμφιβολία για την ικανότητα του μεταφραστή να επικοινωνεί στη γλώσσα αυτή ή αδυναμία αντίληψης των διαμειφθέντων στη συνέντευξη, επιβεβαίωσε δε το ότι καταγράφηκαν δεόντως στο πρακτικό όλα τα διαμειφθέντα (βλ. ερ.32), ουδεμία αμφιβολία γεννάται εν προκειμένω για την ποιότητα επικοινωνίας ή την κατάρτιση και ικανότητα του μεταφραστή. Ειδικώς δε σε σχέση με τους ισχυρισμούς περί μη κατάλληλης κατάρτισης στην αγγλική γλώσσα του λειτουργού που διενέργησε την επίδικη συνέντευξη προσθέτω ότι, στην απουσία περί του αντίθετου μαρτυρίας, το τεκμήριο κανονικότητας παραμένει εδώ ακλόνητο και, πέραν των όσων πιο πάνω αναφέρω, θα πρέπει και για τον λόγο αυτό να απορριφθούν ως αίολοι και ατεκμηρίωτοι [βλ. Κόκκινου ν. Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ 263 και Kousoulides & Others v. Republic (1967) 3 C.L.R. 438]. Προσθέτω στα ως άνω περαιτέρω ότι ουδεμία διάταξη του Νόμου απαγορεύει στο πρόσωπο που διενεργεί τη συνέντευξη να εκτελεί και χρέη διερμηνέα, ως εν προκειμένω (βλ. ερ.48 και 31, όπου αναγράφεται το πλήρες όνομα της διενεργούσας τη συνέντευξη λειτουργού), δεδομένου ότι διασφαλίζεται η επάρκεια της επικοινωνίας με την αιτήτρια και αντίστροφα.
Οι ως άνω λοιπόν ισχυρισμοί απορρίπτονται, εφόσον ουδέν ετέθη ενώπιον μου που να δεικνύει πλημμέλεια κατά την επίδικη συνέντευξη, πόσο δε μάλλον τέτοια που να άπτεται του πυρήνα του δικαιώματος της αιτήτριας σε ακρόαση.
Δεδομένου ότι οι λοιποί προωθούμενοι εκ της αιτήτριας ισχυρισμοί συμπλέκονται και με την ουσία της υπόθεσης προχωρώ «σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής […] τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν» και «την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας» [βλ. αρ.146 (4) (α) του Συντάγματος, αρ.11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018) και Ε.Δ.Δ.Δ.Π. 107/2023, Q. B. T. ν. Δημοκρατίας, ημ.11/02/25).
Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, αναφέρεται στην σελ.98, ότι «[...] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.». Στην σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] οι δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305). […] Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»
Στο ίδιο εγχειρίδιο, σελ.204, αναφέρονται, τα εξής:
«Όσον αφορά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας, οι αιτήσεις που βασίζονται σε γενετήσιο προσανατολισμό ή ταυτότητα φύλου μπορεί να είναι ιδιαίτερα δύσκολες στον χειρισμό, επειδή οι λόγοι της αίτησης συνδέονται με ευαίσθητες και προσωπικές πτυχές της ιδιωτικής ζωής. Οι αιτούντες ενδέχεται να νιώθουν στιγματισμένοι, να ντρέπονται και/ή να αρνούνται την πραγματικότητα· ενδέχεται επίσης να έχουν υποστεί απόρριψη και/ή κακομεταχείριση από την οικογένεια και/ή την κοινότητά τους. Οι παράγοντες αυτοί μπορεί να καθιστούν δύσκολη για τους αιτούντες την αποκάλυψη των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών με σαφή και συνεκτικό τρόπο και, ως εκ τούτου, τα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάζουν μπορεί να γνωστοποιούνται με καθυστέρηση, να είναι ελλιπή και να περιέχουν ανακολουθίες.
Ένα από τα μοντέλα που αναφέρονται στη βιβλιογραφία, το μοντέλο DSSH υπ’ αριθ. 2 [Difference, Stigma, Shame, Harm (Διαφορά, Στίγμα, Ντροπή, Βλάβη)], βασίζεται στην αντίληψη ότι υπάρχουν ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά ή στοιχεία τα οποία είναι πιθανό να είναι κοινά σε άτομα που αναγνωρίζουν ένα φύλο ή μια σεξουαλική ταυτότητα που δεν συνάδει με τις ετεροκανονικές κοινωνίες στις οποίες ζουν (όπου ο κανόνας είναι η ταύτιση του βιολογικού και του κοινωνικού φύλου και η ετεροφυλοφιλία). Το μοντέλο προτείνει μια διαρθρωμένη μεθοδολογία για την αξιολόγηση αιτήσεων, η οποία βασίζεται στο φύλο και στη σεξουαλική ταυτότητα και εξηγείται, με πρακτικά παραδείγματα, στον δεύτερο τόμο του εγχειριδίου με τίτλο Credibility assessment training manual της Ουγγρικής Επιτροπής του Ελσίνκι.
[…]
Η ύπαρξη ή μη ορισμένων στερεοτυπικών συμπεριφορών ή εμφανίσεων δεν θα πρέπει να αποτελεί βάση για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο αιτών έχει ή δεν έχει ορισμένο γενετήσιο προσανατολισμό και/ή ορισμένη ταυτότητα φύλου. Δεν υπάρχουν καθολικά χαρακτηριστικά ή ιδιότητες που τυποποιούν τα άτομα ΛΟΑΔΜ (λεσβίες, ομοφυλόφιλοι αμφιφυλόφιλα, διεμφυλικά και μεσοφυλικά άτομα), όπως δεν υπάρχουν και για τα ετεροφυλόφιλα άτομα. Οι εμπειρίες της ζωής τους μπορεί να διαφέρουν σημαντικά, ακόμη και αν προέρχονται από την ίδια χώρα.»
Ενόψει και κατ’ εφαρμογή των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών θα συμφωνήσω με την κατάληξη τους επί της αξιοπιστίας του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού της αιτήτριας, καθώς τα όσα ανέφερε επί τούτου, ως και οι καθ’ ων η αίτηση καταγράφουν λεπτομερώς στα ερ.104-108, αποτελούνται από δηλώσεις που παρουσιάζουν πλήθος κενών, αντιφάσεων και ασαφειών, στερούνται λεπτομέρειας, χρονικής συνέχειας και λογικής συνέπειας και εκ των οποίων απουσιάζει κάθε ψήγμα βιωματικών στοιχείων. Το σύνολο του αφηγήματος της αιτήτριας επί του εν λόγω ισχυρισμού περί κακοποίησης παρουσιάζει κενά, ελλείψεις και αοριστίες, ως και ανωτέρω συνοπτικά καταγράφονται στην παρούσα, στα πλαίσια της παράθεσης της επίδικης έκθεσης, τα οποία υιοθετώ ως έχουν και στα οποία δεν έχω τίποτε να προσθέσω, εκ των οποίων διαβρώνεται αναπόφευκτα η εσωτερική συνοχή των δηλώσεων της αιτήτριας. Σημειώνω μόνο το ότι, ως και η καθ’ ων η αίτηση σημειώνουν, αν και αδοκίμως περιέλαβαν αυτό στα πλαίσια της αξιολόγησης της εσωτερικής συνοχής του ισχυρισμού αυτού, αφού το σημείο αυτό άπτεται της αξιολόγησης κινδύνου, η αιτήτρια ουδεμία ενόχληση είχε – σε κάθε περίπτωση – από τον σύντροφο της μετά τον χωρισμό της τον Φεβρουάριο 2023.
Επί της εξωτερικής συνοχής του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού θα επανέλθω πιο κάτω, όπου αυτή θα εξεταστεί μαζί με την εξωτερική συνοχή του 3ου ουσιώδους ισχυρισμού.
Προχωρώ με την αξιολόγηση της εσωτερικής συνοχής του 3ου ουσιώδους ισχυρισμού.
Ανατρέχοντας στο πρακτικό της επίδικης συνέντευξης είναι κατάληξη μου ότι συμφωνώ και με τα ευρήματα επί της εσωτερικής συνοχής του 3ου ουσιώδους ισχυρισμού των καθ’ ων η αίτηση (βλ. ερ.98-104) αλλά και την κατάληξη τους ότι αυτή δεν στοιχειοθετείται εν προκειμένω.
Εξηγώ επί του ανωτέρω.
Σημειώνω βεβαίως κατ’ αρχή ότι στα πλαίσια εξέτασης ισχυρισμών που αφορούν τον σεξουαλικό προσανατολισμό δεν χωρούν τυποποιημένες προσεγγίσεις και η αξιολόγηση αξιοπιστίας δεν μπορεί να βασίζεται σε στερεοτυπικά πρότυπα (βλ. και απόφαση ΔΕΕ, C-148/13 - C-150/13, A. B. C., ημ.02/12/14). Περαιτέρω δεν πρέπει να ζητείται από τον αιτητή να υπεισέλθει σε λεπτομέρειες για σεξουαλικές εμπειρίες ή να προσφέρει σχετικά στοιχεία ή άλλης μορφής μαρτυρία. Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι το μοντέλο DSSH, του οποίου έγινε χρήση στην εξέταση της επίδικης αίτησης, είναι αντικείμενο προβληματισμού από ειδικούς [1], στη βάση του ότι – ως θεωρείται από τους επικριτές του – βασίζεται και αυτό, εν μέρει, επί στερεοτυπικών αντιλήψεων, και γι’ αυτό θεωρώ ότι η χρήση του θα πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή.
Στην απόφαση Α. Β. C. (ανωτέρω) αναφέρονται τα εξής κατατοπιστικά στις σκέψεις 61-65, επί του ζητήματος αξιολόγησης αξιοπιστίας στα πλαίσια υποθέσεων ως η παρούσα.
«61. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2004/83 επιβάλλει στις αρμόδιες αρχές την υποχρέωση να προβαίνουν στην αξιολόγησή τους συνεκτιμώντας την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος και ότι το άρθρο 13, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2005/85 απαιτεί από τις ίδιες αυτές αρχές να διεξάγουν τη συνέντευξη συνεκτιμώντας τις προσωπικές ή γενικές συνθήκες που περιβάλλουν την αίτηση ασύλου.
62. Μολονότι η υποβολή ερωτήσεων που αφορούν στερεοτυπικές αντιλήψεις ενδέχεται να συνιστά χρήσιμο στοιχείο στη διάθεση των αρμόδιων αρχών προκειμένου να προβούν στη σχετική αξιολόγηση, εντούτοις η εκτίμηση των αιτήσεων για την παροχή του καθεστώτος πρόσφυγα η οποία στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο σε στερεοτυπικές αντιλήψεις συνδεόμενες με τους ομοφυλόφιλους δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των διατάξεων που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη, στο μέτρο που δεν παρέχει στις εν λόγω αρχές τη δυνατότητα να λάβουν υπόψη την ατομική κατάσταση του οικείου αιτούντος άσυλο.
63. Επομένως, η αδυναμία ενός αιτούντος άσυλο να απαντήσει σε τέτοιου είδους ερωτήσεις δεν μπορεί να συνιστά αφ’ εαυτής επαρκή λόγο για να συναχθεί η αναξιοπιστία του αιτούντος, στο μέτρο που η προσέγγιση αυτή είναι αντίθετη προς τις απαιτήσεις του άρθρου 4, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2004/83 καθώς και του άρθρου 13, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2005/85.
64. Δεύτερον, μολονότι οι εθνικές αρχές βασίμως προβαίνουν, κατά περίπτωση, σε υποβολή ερωτήσεων προκειμένου να εκτιμήσουν τα γεγονότα και τις περιστάσεις σχετικά με τον προβαλλόμενο γενετήσιο προσανατολισμό των αιτούντων άσυλο, εντούτοις οι ερωτήσεις που αφορούν τις λεπτομέρειες των σεξουαλικών πρακτικών του οικείου αιτούντος άσυλο προσβάλλουν τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνει ο Χάρτης και, ειδικότερα, το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής που προβλέπει το άρθρο του 7.
65. Όσον αφορά, τρίτον, τη δυνατότητα των εθνικών αρχών να κρίνουν παραδεκτή, όπως πρότειναν ορισμένοι αναιρεσείοντες των κύριων δικών, την τέλεση ομοφυλοφιλικών πράξεων, την ενδεχόμενη υποβολή τους σε «τεστ» προκειμένου να αποδείξουν την ομοφυλοφιλία τους ή ακόμη την οικειοθελή εκ μέρους τους προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων όπως είναι οι βιντεοσκοπημένες λήψεις των ερωτικών τους συνευρέσεων, υπογραμμίζεται ότι, πλην του ότι τα εν λόγω στοιχεία δεν έχουν κατ’ ανάγκη αποδεικτική αξία, ενδέχεται περαιτέρω να συνεπάγονται και προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ο σεβασμός της οποίας κατοχυρώνεται από το άρθρο 1 του Χάρτη. »
Εν προκειμένω η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παρέχει λεπτομέρειες ή στοιχεία για καμία εκ των πολλών, έστω περιστασιακών, ως η ίδια αναφέρει, σχέσεων της με γυναίκες, δεν ήταν σε θέση να δώσει περιγραφή ή βιωματικά στοιχεία από αυτές τις σχέσεις, ούτε να αναφέρει – έστω επιγραμματικά – κάποια από τις εσωτερικές διεργασίες που οδήγησαν αυτή στη συνειδητοποίηση του σεξουαλικού της προσανατολισμού, κάποιο συναίσθημα που βίωσε ή κάποια εμπειρία της καθ’ όλο τον χρόνο από τα 14 της χρόνια, όταν είχε την πρώτη της εμπειρία, ως η ίδια ανέφερε, μέχρι σήμερα. Επιπροσθέτως δεν ήταν σε θέση να αναφέρει σημεία ή μέρη ή μέσα κοινωνική δικτύωσης γνωριμιών ή συναντήσεων ή επικοινωνίας ατόμων ΛΟΑΤΚΙ ούτε στη χώρα της αλλά ούτε και στη Δημοκρατία και ούτε να αναφέρει, ως ευλόγως θα ήταν αναμενόμενο, κάποια εμπειρία της από τον κοινωνικό περίγυρο, όταν αυτή αποκάλυψε τη σεξουαλική της ταυτότητα. Διερχόμενος με προσοχή του επίδικου πρακτικού της συνέντευξης δεν μπορώ να εντοπίσω το παραμικρό σημείο εκ του οποίου να παρέχεται κάποια απόκριση ή πληροφορία ή βιωματικό στοιχείο εκ του οποίου να δύναται κάποιος να πεισθεί ότι η αιτήτρια παραθέτει εμπειρίες που έχει βιώσει στα πλαίσια όσων εξιστορεί. Όλες δε οι απαντήσεις της αιτήτριας στο πλήθος ερωτήσεων που της υποβλήθηκαν παρέμειναν στερούμενες εύλογα αναμενόμενων λεπτομέρειών, χωρίς αναφορά σε κάποιο ιδιαίτερο γεγονός/εμπειρία, που εντυπώθηκε στη μνήμη της, έστω φωτογραφικά, είτε από τα βιώματα της στο σχολείο είτε στη μετέπειτα ζωή της. Όλα αυτά θα ήταν απολύτως ευλόγως αναμενόμενο να είναι σε θέση να περιγράψει η αιτήτρια στις πολλές επ’ αυτού ερωτήσεις που τέθηκαν και θα έδιναν την αναμενόμενη βιωματική διάσταση στο αφήγημα της.
Στα ως άνω προστίθεται και το ότι, σύμφωνα με τα όσα η ίδια αναφέρει στα πλαίσια του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού της, η αιτήτρια διατηρούσε δεσμό με άνδρα, με τον οποίο μάλιστα συζούσε, για 2 χρόνια προτού αυτή διακόψει τον δεσμό της και φύγει από τη χώρα καταγωγής, για λόγους μάλιστα που δεν σχετίζονται με τον μετέπειτα ισχυριζόμενο σεξουαλικό της προσανατολισμό. Αρνητικά αξιολογώ περαιτέρω το ότι η αιτήτρια ουδέν επί τούτου είχε αναφέρει στη συνέντευξη αλλά ούτε και στα πλαίσια της προηγούμενης συνέντευξης στα πλαίσια εκτίμησης ευαλωτότητας (ερ.18-28), δεδομένης και της μη πειστικής εξήγησης που δίδει γι’ αυτό η αιτήτρια σε ερώτηση που της υποβλήθηκε (ερ.32 – 3Χ και ερ.38 – Χ1, Χ2).
Ενόψει των ως άνω, παρότι δεν θα συμφωνήσω με την βαρύτητα που δίδεται από τους καθ’ ων η αίτηση στην αδυναμία της αιτήτριας να εκφράσει και να διατυπώσει εσωτερικές διεργασίες που αφορούσαν τα όσα ισχυρίστηκε, είναι κατάληξη μου, σε συμφωνία με τους καθ’ ων η αίτηση, ότι εκ του αφηγήματος της αιτήτριας ελλείπει κάθε ψήγμα συνεκτικής, ευλογοφανούς παράθεσης σημείων και λεπτομερειών, που θα ήταν απίθανο να προσέξει ή να είναι σε θέση να ανακαλέσει άτομο το οποίο δεν είχε βιώσει την εμπειρία που αυτή παραθέτει. Είναι σ’ αυτό ακριβώς το σημείο που το όλο αφήγημα της αιτήτριας θεωρώ πως υπολείπεται σαφώς του ευλόγως αναμενόμενου και είναι εκ τούτου που διαβρώνεται η εσωτερική συνοχή των λεγομένων της.
Αναφορικά τώρα με την εξωτερική συνοχή του 2ου και 3ου ισχυρισμού της αιτήτριας σημειώνω ότι οι καθ’ ων η αίτηση προέβησαν σε αξιολόγηση πληροφοριών (ΠΧΚ) που εντόπισαν σχετικά με την μεταχείριση ΛΟΑΤΚΙ ατόμων στη Νιγηρία, στη βάση των οποίων διαπιστώθηκε ότι τα όσα ανέφερε συνάδουν με τις διαθέσιμες πληροφορίες. Τα σχετικά ευρήματα των καθ’ ων η αίτηση επιβεβαιώνονται άλλωστε από το πιο πρόσφατο εγχειρίδιο της EUAA «Nigeria – Country Focus», Ιούλιος 2024, σελ.65-71. Ομοίως επιβεβαιώνεται το φαινόμενο της έμφυλης βίας στη χώρα καταγωγής, ως καταγράφεται στο ίδιο εγχειρίδιο, σελ.59-61 και επί του οποίου έχουν εντοπιστεί και από τους καθ’ ων η αίτηση ΠΧΚ. Δεδομένων των ως άνω δεν κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν περαιτέρω πληροφορίες σχετικώς, καθότι αρκεί ότι άτομα ΛΟΑΤΚΙ αντιμετωπίζουν κίνδυνο δίωξης από τις αρχές και το κοινωνικό σύνολο, κακομεταχείρισης, κοινωνικού αποκλεισμού αλλά και φυλάκισης και ότι η έμφυλη βία είναι φαινόμενο που απαντάται στη χώρα καταγωγής, κατ’ αμφότερων δε των ως άνω μορφών δίωξης παρέχεται περιορισμένη ή και καθόλου προστασία από τις αρχές, ως και οι καθ’ ων η αίτηση εντόπισαν.
Όμως εν προκειμένω η έλλειψη εσωτερικής συνοχής των ισχυρισμών της αιτήτριας, ως ανωτέρω εξηγώ, είναι τέτοια που, στα πλαίσια συνολικής αξιολόγησης και αποτίμησης των στοιχείων που απαρτίζουν την υπόθεση, δεν μπορεί παρά να αποβεί μοιραία για τη γενική και συνολική αξιοπιστία των ισχυρισμών της, καθώς η συμφωνία των ισχυρισμών της με διαθέσιμες ΠΧΚ δεν αρκεί, τη στιγμή που αυτοί στερούνται εσωτερικής συνοχής, ενόψει της συνολικής θεώρησης των δεικτών αξιοπιστίας. Τούτο γιατί, πολύ απλά, αν η αξιολόγηση γινόταν στη βάση μόνο της εξωτερικής συνοχής, θα οδηγούσε σε αποδοχή ισχυρισμών για τούτο και μόνο τον λόγο, οι οποίοι στερούνται εσωτερικής συνοχής και θα οδηγούσε σε ανεπιφύλακτη αποδοχή, ενάντια σε κάθε εύλογη κριτική θεώρηση των λεγομένων του. Στα πλαίσια συνολικής θεώρησης και αποτίμησης ενός αφηγήματος, οι ισχυρισμοί ενός αιτητή και η εσωτερική συνοχή τους, δεν μπορεί παρά να παραμένει το πρωταρχικό σημείο αναφοράς. Άλλωστε, ως και στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», σελ.97, αναφέρεται, «[…] είναι αναγκαία η επαγρύπνηση για καταστάσεις στις οποίες ορισμένοι αιτούντες μπορεί να προσαρμόσουν τους ισχυρισμούς τους ώστε να είναι συνεπείς με συναφείς ΠΧΚ, οι οποίες κατά την άποψή τους θα στηρίξουν την αίτησή τους.»
Είναι εκ των ως άνω κατάληξη μου ότι ουδείς εκ των ισχυρισμών της αιτήτριας μπορεί να γίνει αποδεκτός, καθώς οι σημαντικές εν προκειμένω ελλείψεις εσωτερικής συνοχής δεν αφήνουν περιθώριο αποδοχής τους και στην απουσία μαρτυρίας που θα συμπλήρωνε τα κενά και τις ελλείψεις, ως αυτά ανωτέρω καταγράφονται, αυτά παραμένουν και πλήττουν αναπόφευκτα και τη συνολική αξιοπιστία της αιτήτριας. Γι’ αυτό θα συμφωνήσω με την κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση επί της αξιοπιστίας του 2ου και 3ου ουσιώδους ισχυρισμού.
Προχωρώ με αποτίμηση της κατάστασης ασφαλείας στο Lagos, όπου η αιτήτρια διέμενε.
Αναφορικά με τα περιστατικά ασφαλείας, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού με έργο τη συλλογή, ανάλυση και χαρτογράφηση δεδομένων σχετικά με τις ημερομηνίες, τους δρώντες, τις τοποθεσίες, τους θανάτους και τους τύπους των καταγεγραμμένων γεγονότων πολιτικής βίας και διαμαρτυρίας σε παγκόσμια κλίμακα, κατά το τελευταίο έτος (ημερομηνία τελευταίας ενημέρωσης 18/07/25) στην πολιτεία Lagos State της Νιγηρίας καταγράφηκαν συνολικά 99 περιστατικά ασφαλείας πολιτικής βίας (“Political violence”, η οποία περιλαμβάνει περιστατικά βίας κατά αμάχων, εκρήξεις, μάχες, εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες) από τα οποία επήλθε ο θάνατος 64 πολιτών.[2] Ο πληθυσμός της πολιτείας Lagos ανέρχεται περί τα 24 εκατομμύρια κατοίκων [3].
Εκ των ενώπιον μου στοιχείων, δεν θεωρώ ότι καταδεικνύεται εδώ εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή της κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας της στην περιοχή. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις, δεδομένης της απόρριψης του αφηγήματος της, που θα μπορούσαν να επιτείνουν τον κίνδυνο γι’ αυτήν, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [4] (βλ. απόφαση ΔΕΕ, ημ.10/06/21, C-901/19, CF and DN και C-465/07, Elgafaji, ημ.17/02/19). Δεν παραγνωρίζω βεβαίως ότι, στη βάση των ως άνω στοιχείων αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας, δεν αποκλείεται να προκύψουν ενδεχομένως κίνδυνοι στην καθημερινότητα της αιτήτριας, ως στην αιτ. σκέψη 35 της Οδ.2011/95/ΕΕ αναφέρεται, «[οι] κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.», δεν θεωρώ ότι τούτο αρκεί για την απόδοση διεθνούς προστασίας.
Απομένει η εξέταση της πτυχής που αφορά το ότι η αιτήτρια είναι φορέας Ηπατίτιδας Γ.
Σχετικά με εξέταση λόγων υγείας στα πλαίσια της συμπληρωματικής προστασίας, στο εγχειρίδιο «Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδηγία 2011/95/ΕΕ) – Δικαστική Ανάλυση», του EASO, σελ.120, αναφέρονται τα εξής:
«[Σ]την απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση M’Bodj, το ΔΕΕ διέκρινε την ερμηνεία του από την ερμηνεία του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ από το ΕΔΔΑ βάσει της ελαφρώς διαφορετικής διατύπωσης του άρθρου 15 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) και του πλαισίου στο οποίο τυγχάνει να εφαρμόζεται το άρθρο 15 στοιχείο β). Σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, το ΕΔΔΑ εφάρμοσε το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ για να απαγορεύσει την απομάκρυνση υπηκόου τρίτης χώρας που έπασχε από σοβαρή ασθένεια σε χώρα στην οποία δεν υπήρχε διαθέσιμη κατάλληλη ιατρική περίθαλψη (708). Το ΔΕΕ αρνήθηκε να ερμηνεύσει το άρθρο 15 στοιχείο β) με τον ίδιο τρόπο. Το ΔΕΕ επισήμανε ότι το γράμμα του άρθρου 15 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) διαφέρει από εκείνο του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ στο μέτρο που εφαρμόζεται σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτούντος «στη χώρα καταγωγής». […] Επιπλέον, το ΔΕΕ επισήμανε ότι ορισμένα στοιχεία του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 15 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση), καθώς και η ratio της συγκεκριμένης οδηγίας πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την ερμηνεία της συγκεκριμένης διάταξης. Συγκεκριμένα, το άρθρο 6 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) απαριθμεί τους φορείς σοβαρής βλάβης, γεγονός που επιβεβαιώνει την άποψη ότι οι βλάβες αυτές πρέπει να απορρέουν από συμπεριφορά τρίτου και δεν μπορούν, κατά συνέπεια, να αποτελούν απλώς και μόνο συνέπεια των γενικών ανεπαρκειών του συστήματος υγείας της χώρας καταγωγής. Ομοίως, κατά την αιτιολογική σκέψη 26 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση), οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.»
Περαιτέρω, στην σελ.123 του ιδίου εγχειριδίου αναφέρονται τα εξής:
«Η εφαρμογή του άρθρου 15 στοιχείο β) προϋποθέτει ένα στοιχείο ηθελημένης κακομεταχείρισης. Παρά την παραπομπή του ΔΕΕ στη νομολογία του ΕΔΔΑ σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ και στην υποχρέωση εφαρμογής της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) κατά τρόπο που συνάδει με το άρθρο 19 παράγραφος 2 του Χάρτη της ΕΕ (μη επαναπροώθηση, σε περίπτωση σοβαρού κινδύνου απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας) (731), το ΔΕΕ αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στη διαφορετική διατύπωση του άρθρου 15 στοιχείο β) και διακρίνει μεταξύ του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 3, ως απαγόρευσης επιστροφής προσώπου, και της θεμελίωσης αίτησης επικουρικής προστασίας […]»
Εκ των ως άνω προκύπτει ότι, χωρίς να συνυπάρχει το απαραίτητο «στοιχείο ηθελημένης κακομεταχείρισης», δεν δύναται, χωρίς να καταδειχθεί σχετικός φορέας δίωξης ή σοβαρής βλάβης εκ του οποίου η αιτήτρια κινδυνεύει να υποστεί την προβλεπόμενη στο αρ.19 (2) (β) του Νόμου βλάβη, να αποδοθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας στη βάση και μόνο λόγων υγείας (βλ. απόφαση ΔΕΕ, C-542/13, M’Bodj, ημ.18/12/14).
Εδώ ελλείπει το απαιτούμενο «στοιχείο ηθελημένης κακομεταχείρισης» και - κατ’ επέκταση - ο απαιτούμενος φορέας σοβαρής βλάβης, δεδομένης της απόρριψης των ισχυρισμών της περί του σεξουαλικού της προσανατολισμού και κακοποίησης της από τον σύντροφο της, και συνεπώς ουδείς λόγος μπορεί να γίνει για συμπληρωματική προστασία στη βάση των λόγων υγείας που αφορούν την αιτήτρια και συνεπώς ουδείς λόγος θα μπορούσε να γίνει για προστασία σ’ αυτή τη βάση. Για τους ίδιους λόγους, ήτοι την απουσία φορέα δίωξης, δεν θα μπορούσε να γίνει λόγος ούτε για προσφυγικό καθεστώς σ’ αυτή τη βάση.
Έπεται ότι δεν τεκμηριώνεται βάσιμος φόβος «καταδίωξης [της αιτήτριας] για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» αλλά και ότι δεν υφίστανται στην προκείμενη περίπτωση «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς [της], θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα αρ.3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου.
Σημειώνεται δε ότι η Νιγηρία έχει καθοριστεί στην ΚΔΠ 145/2025, που εκδόθηκε δυνάμει του αρ.12Βτρις του Νόμου, ως ασφαλής χώρα ιθαγενείας και στην παρούσα ουδέν στοιχείο προσκομίστηκε στη βάση του οποίου θα μπορούσε να «θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής […] στη συγκεκριμένη περίπτωσή», στη βάση των όσων διαλαμβάνονται από το αρ.12Βτρις (6).
Στη βάση τώρα της αρχής της μη επαναπροώθησης (αρ.3 ΕΣΔΑ), ως και στο πιο πάνω απόσπασμα εξηγείται, μόνο «σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, το ΕΔΔΑ εφάρμοσε το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ για να απαγορεύσει την απομάκρυνση υπηκόου τρίτης χώρας που έπασχε από σοβαρή ασθένεια σε χώρα στην οποία δεν υπήρχε διαθέσιμη κατάλληλη ιατρική περίθαλψη».
Στη σχετική με τούτο αυθεντία Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Paposhvili v. Belgium, app. No.41738/10, Grand Chamber, ημ.13/12/16, λέχθηκαν τα εξής.
181. The Court concludes from this recapitulation of the case-law that the application of Article 3 of the Convention only in cases where the person facing expulsion is close to death, which has been its practice since the judgment in N. v. the United Kingdom, has deprived aliens who are seriously ill, but whose condition is less critical, of the benefit of that provision. As a corollary to this, the case-law subsequent to N. v. the United Kingdom has not provided more detailed guidance regarding the “very exceptional cases” referred to in N. v. the United Kingdom, other than the case contemplated in D. v. the United Kingdom.
182. In the light of the foregoing, and reiterating that it is essential that the Convention is interpreted and applied in a manner which renders its rights practical and effective and not theoretical and illusory (see Airey v. Ireland, 9 October 1979, § 26, Series A no. 32; Mamatkulov and Askarov v. Turkey [GC], nos. 46827/99 and 46951/99, § 121, ECHR 2005-I; and Hirsi Jamaa and Others v. Italy [GC], no. 27765/09, § 175, ECHR 2012), the Court is of the view that the approach adopted hitherto should be clarified.
183. The Court considers that the “other very exceptional cases” within the meaning of the judgment in N. v. the United Kingdom (§ 43) which may raise an issue under Article 3 should be understood to refer to situations involving the removal of a seriously ill person in which substantial grounds have been shown for believing that he or she, although not at imminent risk of dying, would face a real risk, on account of the absence of appropriate treatment in the receiving country or the lack of access to such treatment, of being exposed to a serious, rapid and irreversible decline in his or her state of health resulting in intense suffering or to a significant reduction in life expectancy. The Court points out that these situations correspond to a high threshold for the application of Article 3 of the Convention in cases concerning the removal of aliens suffering from serious illness.
[…]
186. In the context of these procedures, it is for the applicants to adduce evidence capable of demonstrating that there are substantial grounds for believing that, if the measure complained of were to be implemented, they would be exposed to a real risk of being subjected to treatment contrary to Article 3 (see Saadi, cited above, § 129, and F.G. v. Sweden, cited above, § 120). In this connection it should be observed that a certain degree of speculation is inherent in the preventive purpose of Article 3 and that it is not a matter of requiring the persons concerned to provide clear proof of their claim that they would be exposed to proscribed treatment (see, in particular, Trabelsi v. Belgium, no. 140/10, § 130, ECHR 2014 (extracts)).
187. Where such evidence is adduced, it is for the authorities of the returning State, in the context of domestic procedures, to dispel any doubts raised by it (see Saadi, cited above, § 129, and F.G. v. Sweden, cited above, § 120). The risk alleged must be subjected to close scrutiny (see Saadi, cited above, § 128; Sufi and Elmi v. the United Kingdom, nos. 8319/07 and 11449/07, § 214, 28 June 2011; Hirsi Jamaa and Others, cited above, § 116; and Tarakhel, cited above, § 104) in the course of which the authorities in the returning State must consider the foreseeable consequences of removal for the individual concerned in the receiving State, in the light of the general situation there and the individual’s personal circumstances (see Vilvarajah and Others, cited above, § 108; El-Masri, cited above, § 213; and Tarakhel, cited above, § 105). The assessment of the risk as defined above (see paragraphs 183-84) must therefore take into consideration general sources such as reports of the World Health Organisation or of reputable non-governmental organisations and the medical certificates concerning the person in question.
188. As the Court has observed above (see paragraph 173), what is in issue here is the negative obligation not to expose persons to a risk of ill-treatment proscribed by Article 3. It follows that the impact of removal on the person concerned must be assessed by comparing his or her state of health prior to removal and how it would evolve after transfer to the receiving State.
189. As regards the factors to be taken into consideration, the authorities in the returning State must verify on a case-by-case basis whether the care generally available in the receiving State is sufficient and appropriate in practice for the treatment of the applicant’s illness so as to prevent him or her being exposed to treatment contrary to Article 3 (see paragraph 183 above). The benchmark is not the level of care existing in the returning State; it is not a question of ascertaining whether the care in the receiving State would be equivalent or inferior to that provided by the health-care system in the returning State. Nor is it possible to derive from Article 3 a right to receive specific treatment in the receiving State which is not available to the rest of the population.
190. The authorities must also consider the extent to which the individual in question will actually have access to this care and these facilities in the receiving State. The Court observes in that regard that it has previously questioned the accessibility of care (see Aswat, cited above, § 55, and Tatar, cited above, §§ 47-49) and referred to the need to consider the cost of medication and treatment, the existence of a social and family network, and the distance to be travelled in order to have access to the required care (see Karagoz v. France (dec.), no. 47531/99, 15 November 2001; N. v. the United Kingdom, cited above, §§ 34-41, and the references cited therein; and E.O. v. Italy (dec.), cited above).
[…]
192. The Court emphasises that, in cases concerning the removal of seriously ill persons, the event which triggers the inhuman and degrading treatment, and which engages the responsibility of the returning State under Article 3, is not the lack of medical infrastructure in the receiving State. Likewise, the issue is not one of any obligation for the returning State to alleviate the disparities between its health-care system and the level of treatment existing in the receiving State through the provision of free and unlimited health care to all aliens without a right to stay within its jurisdiction. The responsibility that is engaged under the Convention in cases of this type is that of the returning State, on account of an act – in this instance, expulsion – which would result in an individual being exposed to a risk of treatment prohibited by Art. 3. »
Υπογράμμιση του γράφοντος
Εκ των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι σε περιπτώσεις που υπάρχουν ισχυρισμοί σχετικοί με την υγεία ενός αιτητή, μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις, όπου δεικνύεται, με το βάρος για την απόδειξη του ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις (exceptional circumstances) να είναι στον αιτητή, μπορεί να παρασχεθεί προστασία στη βάση του αρ.3 της ΕΣΔΑ, όπου ικανοποιείται το Δικαστήριο ότι ο αιτητής πάσχει από ασθένεια, για την οποία δεν υπάρχει διαθέσιμη και προσβάσιμη απ’ αυτόν θεραπεία στη χώρα καταγωγής και εξαιτίας της έλλειψης αυτής ο αιτητής απειλείται με θάνατο ή ραγδαία, σοβαρή και ανεπανόρθωτη επιδείνωση της υγείας του, η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα έντονη οδύνη ή σημαντική μείωση του προσδόκιμου ζωής του.
Εν προκειμένω ουδέν ετέθη ενώπιον μου που να συνηγορεί ότι υφίστανται στα πλαίσια της παρούσης οι περιστάσεις που περιγράφονται πιο πάνω, δεδομένου του ότι το βάρος απόδειξης των περιστάσεων αυτών φέρει η αιτήτρια (βλ. Paposhvili, παρ.186, ανωτέρω) αλλά και του ότι εκ των ενώπιον μου στοιχείων δεν καταδεικνύεται ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της απειλείται με θάνατο ή ραγδαία, σοβαρή και ανεπανόρθωτη επιδείνωση της υγείας αυτής που θα έχει ως αποτέλεσμα έντονη οδύνη ή σημαντική μείωση του προσδόκιμου ζωής της. Ουδέν έχει προσφερθεί σχετικά με την κατάσταση της υγείας της σήμερα ή το πως αυτή αναμένεται να εξελιχθεί στο μέλλον και τις ανάγκες (αν υπάρχουν) για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Άλλωστε η ίδια η αιτήτρια στη συνέντευξη, ερωτώμενη σχετικά, αναφέρει ότι δεν αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα υγείας (ερ.47 – Χ3), παρότι, δεδομένου ότι η εξέταση για μολυσματικές ασθένειες στην αιτήτρια έγινε πριν τη συνέντευξη, αυτή γνώριζε ότι ήταν θετική στην Ηπατίτιδα Γ. Τονίζω εδώ ότι τυχόν εξέταση του κινδύνου για την αιτήτρια σ’ αυτή τη βάση προϋποθέτει, ως αναφέρω και πιο πάνω, συγκεκριμένους ισχυρισμούς για τους κινδύνους που συνδέονται με την επιστροφή της στη βάση απτών ιατρικών δεδομένων και προβλέψεων και όχι αφηρημένα, επί παντός ενδεχομένου.
Σε κάθε δε περίπτωση αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με διαθέσιμες ΠΧΚ σχετικά με το ως άνω ζήτημα, θεραπεία ατόμων με Ηπατίτιδα είναι διαθέσιμη αλλά και προσβάσιμη στη Νιγηρία, ειδικώς στα μεγάλα αστικά κέντρα (όπως είναι το Lagos), παρότι το άτομο επωμίζεται το κόστος θεραπείας. [5]
Εν προκειμένω λοιπόν, δεδομένου ότι η αιτήτρια είναι περί των 25 ετών, διαθέτει επαρκές μορφωτικό επίπεδο, προηγούμενη εργασιακή εμπειρία και εκτεταμένο οικογενειακό δίκτυο στον τόπο διαμονής της (γονείς και 6 αδέλφια), με τους οποίους επικοινωνεί (ερ.44-46), οι οποίοι αναμένεται να παρέχουν σ’ αυτή την κατάλληλη στήριξη και στέγαση μέχρι να είναι σε θέση να βιοποριστεί, δεν θεωρώ ότι επιστροφή της στη χώρα καταγωγής της επάγεται παράβαση του αρ.3 της ΕΣΔΑ και συνεπώς δεν συνιστά επαναπροώθηση.
Ουδέν ετέθη ενώπιον μου που να ανατρέπει τα ως άνω.
Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας.
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Βλ. Zisakou S (2021) Credibility Assessment in Asylum Claims Based on Sexual Orientation by the Greek Asylum Service: A Deep-Rooted Culture of Disbelief. https://www.frontiersin.org/articles/10.3389/fhumd.2021.693308/full
[2] Πλατφόρμα ACLED Explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής, με χρήση των εξής φίλτρων αναζήτησης: Country: Nigeria, Lagos State, Events / Fatalities, Political Violence, Past Year, διαθέσιμη σε https://acleddata.com/platform/explorer (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 05/08/2025)
[3] https://www.citypopulation.de/en/nigeria/metrolagos/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 05/08/2025)
[4] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf
[5] Medical Country of Origin Information Report: Nigeria, EUAA, April 2022, https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2022-04/2022_04_EUAA_MedCOI_Report_Nigeria.pdf
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο