M.Α. κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 2183/2024, 13/8/2025
print
Τίτλος:
M.Α. κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 2183/2024, 13/8/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

13 Αυγούστου, 2025

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Υπόθεση Αρ.:  2183/2024

Μεταξύ:

M.Α.,

                             Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                         Καθ' ων η Αίτηση

Υπόθεση Αρ.:  2184/2024

Μεταξύ:

J.H.A.K.,

                             Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                         Καθ' ων η Αίτηση

Υπόθεση Αρ.:  2185/2024

Μεταξύ:

D.M.Α.,

                             Αιτήτρια

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                         Καθ' ων η Αίτηση

Υπόθεση Αρ.:  2186/2024

Μεταξύ:

I.Α.,

                             Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                         Καθ' ων η Αίτηση

Υπόθεση Αρ.:  2187/2024

Μεταξύ:

Α.Η.Α.Η.,

                             Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                         Καθ' ων η Αίτηση

Υπόθεση Αρ.:  2188/2024

Μεταξύ:

1.     J.Α.

2.     S.H.

3.     K.H.

4.     M.H.

5.     H.H.

6.     J.H.,

                             Αιτητές

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                         Καθ' ων η Αίτηση

Υπόθεση Αρ.:  2189/2024

Μεταξύ:

Α.H.S.,

                             Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                         Καθ' ων η Αίτηση

Υπόθεση Αρ.:  2190/2024

Μεταξύ:

1.     N.S.

2.     R.S.

3.     N.S.

4.     R.S.

5.     S.S.,

                             Αιτητές

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                         Καθ' ων η Αίτηση

Υπόθεση Αρ.:  2191/2024

Μεταξύ:

1. N.O.

2. M.R.,

                             Αιτητές

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                         Καθ' ων η Αίτηση

Υπόθεση Αρ.:  2192/2024

Μεταξύ:

M.A.M.,

                             Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                         Καθ' ων η Αίτηση

Υπόθεση Αρ.:  2193/2024

Μεταξύ:

H.H.M.B.,

                             Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                         Καθ' ων η Αίτηση

Υπόθεση Αρ.:  2194/2024

Μεταξύ:

1. T.A.

2. S.S.

3. H.Z.,

                             Αιτητές

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                         Καθ' ων η Αίτηση

Υπόθεση Αρ.:  2195/2024

Μεταξύ:

F.A.,

                             Αιτήτρια

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                         Καθ' ων η Αίτηση

 

Υπόθεση Αρ.:  2261/2024

Μεταξύ:

1.     H.M.S.

2.      W.A.H.S.,

                             Αιτητές

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                         Καθ' ων η Αίτηση

 

Υπόθεση Αρ.:  2262/2024

Μεταξύ:

M.Z.H.Y.,

                             Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                         Καθ' ων η Αίτηση

 

Υπόθεση Αρ.:  2734/2024

Μεταξύ:

R.N.M.,

                             Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                         Καθ' ων η Αίτηση

 

 

Υπόθεση Αρ.:  2735/2024

Μεταξύ:

R.N.,

                             Αιτήτρια

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                         Καθ' ων η Αίτηση

 

Υπόθεση Αρ.:  2736/2024

Μεταξύ:

M.S.,

                             Αιτήτρια

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                         Καθ' ων η Αίτηση

 

Υπόθεση Αρ.:  2737/2024

Μεταξύ:

S.M.S.S.,

                             Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                         Καθ' ων η Αίτηση

 

Υπόθεση Αρ.:  2738/2024

Μεταξύ:

T.N.,

                             Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                         Καθ' ων η Αίτηση

 

 

 

Υπόθεση Αρ.:  2739/2024

Μεταξύ:

F.G.,

                             Αιτήτρια

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                         Καθ' ων η Αίτηση

 

Υπόθεση Αρ.:  2740/2024

Μεταξύ:

A.S.M.,

                             Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                         Καθ' ων η Αίτηση

Υπόθεση Αρ.:  2741/2024

Μεταξύ:

M.S.,

                             Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                         Καθ' ων η Αίτηση

Υπόθεση Αρ.:  2742/2024

Μεταξύ:

1.A.R.

2. F.R.

3. S.R.

4. A.M.R.

5.N.R.,

                             Αιτητές

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                         Καθ' ων η Αίτηση

 

Υπόθεση Αρ.:  2769/2024

Μεταξύ:

1.     K.Α.

2.     M.A.

3.     M.A.

4.     H.A.

5.     S.A.,

                             Αιτητές

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                         Καθ' ων η Αίτηση

Υπόθεση Αρ.:  4263/2024

Μεταξύ:

I.A.A.,

                             Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                         Καθ' ων η Αίτηση

Υπόθεση Αρ.:  4264/2024

Μεταξύ:

1.     Y.M.S.

2.     M.S.

3.     E.S.,

                             Αιτητές

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                         Καθ' ων η Αίτηση

Υπόθεση Αρ.:  4265/2024

Μεταξύ:

A.F.A.H.,

                             Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                         Καθ' ων η Αίτηση

Υπόθεση Αρ.:  4266/2024

Μεταξύ:

1.     A.J.K.

2.     A.N.N.

3.     A.A.J.,

                             Αιτητές

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                         Καθ' ων η Αίτηση

                                                                                                                               

 

ΑΙΤΗΣΗ ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΣΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 20.11.2024

 

Δικηγόρος για Αιτητές: Νικ. Χαραλαμπίδου (κα) για Νικολέττα Χαραλαμπίδου ΔΕΠΕ

Δικηγόροι Καθ’ ων η αίτηση: Κ. Χατζηδημητρίου (κα) και Ν. Νικολάου (κα) για Γ. Χατζηχάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό εξέταση αίτηση, οι Καθ’ ων η αίτηση επιζητούν την συνεκδίκαση των πιο πάνω προσφυγών.  

 

Σε σχέση με τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η παρούσα αίτηση, οι Καθ’ ων η αίτηση παραπέμπουν στους φακέλους των υποθέσεων αυτών, επισημαίνοντας τα ακόλουθα (η σύνταξη, η ορθογραφία και οι τονισμοί είναι ως το κείμενο που περιέχεται στην καταχωρισθείσα αίτηση συνεκδίκασης):

 

«1. Οι ρηθείσες προσφυγές έχουν κοινή πραγματική και νομική βάση και κοινά επίδικα θέματα. Πιο συγκεκριμένα, οι Αιτητές με τις ρηθείσες προσφυγές εξαιτούνται από το Σεβαστό Δικαστήριο τις ακολουθες θεραπείες:

 

     «Α. Δήλωση ή/και απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση παραλείπουν να παραχωρήσουν νόμιμη ενέργεια καθότι δεν παραχωρούν στους Αιτητές πρόσβαση για κατάθεση της αίτησής τους για διεθνή προστασία μετά την υποβολή τους, κατά παράβαση του Άρθρου 18 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας και του περί Προσφύγων Νόμου, και, όπως διατάξει τη λήψη της οφειλόμενη νόμιμης ενέργειας και παραχωρήσουν πρόσβαση στη διαδικασία κατάθεσης και εξέτασης της αίτησης διεθνούς προστασίας.

 

Β. Δήλωση ή/και απόφαση του Δικαστηρίου ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση παραλείπουν να παραχωρήσουν πρόσβαση στους Αιτητές στις συνθήκες υποδοχής που καθορίζει η Οδηγία 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία και ο περί Προσφύγων Νόμος, και, όπως διατάξει τη λήψη της οφειλόμενης ενέργειας όπως παραχωρήσουν πρόσβαση στις προβλεπόμενες από το νόμο συνθήκες υποδοχής.

 

Γ. Δήλωση ή/και απόφαση του Δικαστηρίου ότι η παράλειψη των Καθ’ ων η Αίτηση να παραχωρήσουν πρόσβαση στους Αιτητές για καταχώρηση της αίτησης ασύλου συνιστά παραβίαση του δικαιώματος στο άσυλο όπως αυτό κατοχυρώνεται από το άρθρο 18 του ΧΘΔΕΕ και απαγορευμένη δυνάμει του άρθρου 33 της Σύμβασης της Γενεύης για το Νομικό Καθεστώς των Προσφύγων, του άρθρου 4 (α) του περί Προσφύγων Νόμου, του άρθρου 180Ζ του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου και του άρθρου 5 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ σχετικά με τους κανόνες και τις διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, επαναπροώθηση.

 

Δ. Δήλωση ή/και απόφαση του Δικαστηρίου ότι η παράλειψη των Καθ’ ων η Αίτηση να παραχωρήσουν πρόσβαση στους Αιτητές για καταχώρηση της αίτησης ασύλου τους και η απώθησή τους εντός της νεκρής ζώνης υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης συνιστά ομαδική απέλαση κατά παράβαση του άρθρου 19 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., και του άρθρου 4 του 4ου  Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

 

Ε. Δήλωση ή/και απόφαση του Δικαστηρίου ότι η παράλειψη των Καθ’ ων η Αίτηση να παραχωρήσουν πρόσβαση στους Αιτητές σε συνθήκες υποδοχής συνιστά απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση κατά παράβαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

 

Στ. Οποιαδήποτε άλλη ή/και περαιτέρω θεραπεία το Σεβαστό Δικαστήριο κρίνει εύλογη και κατάλληλη υπό τις περιστάσεις.

 

2.  Συνεπώς, το σύνολο των πιο πάνω προσφυγών έχουν ως αντικείμενο τις ίδιες κατ’ ισχυρισμό άνωθεν αναφερόμενες παραλείψεις των Καθ’ ων η Αίτηση και πρόσθετα, ως προκύπτει από το σώμα των ρηθέντων προσφυγών, αυτές βασίζονται σε πανομοιότυπα νομικά σημεία, ενώ υφίσταται κοινό και/ή παρόμοιο  υπόβαθρο γεγονότων.

 

3.     Πρόσθετα, δια των ενστάσεων που έχουν καταχωρηθεί εκ μέρους των Καθ’ ων η Αίτηση στα πλαίσια των εν λόγω προσφυγών, εγείρονται πανομοιότυπες προδικαστικές ενστάσεις και/ή νομικά σημεία, τα οποία, κατά την άποψη των Καθ’ ων η Αίτηση, θα πρέπει να εξεταστούν κατά προτεραιότητα από το Δικαστήριο, εφόσον ενδέχεται να καθοριστούν εκ προοιμίου και να σφραγίσουν το αποτέλεσμα των ρηθέντων προσφυγών.

 

4.     Τυχόν επί μέρους διαφορές δεν είναι τέτοιας έκτασης και σημασίας, αλλά αντισταθμίζονται από τη συνάφεια μεταξύ των γεγονότων και νομικών σημείων που συνθέτουν τη διαφορά, καθώς και από το όφελος που θα προκύψει από την ταυτόχρονη εκδίκαση των πιο πάνω προσφυγών, στην απονομή της δικαιοσύνης.

 

5.     Των πιο πάνω δοθέντων, από τη συνεκδίκαση των ρηθέντων προσφυγών θα προκύψει όφελος στην απονομή της δικαιοσύνης, καθώς τα κοινά νομικά και πραγματικά σημεία και γεγονότα στις προσφυγές είναι τέτοιας σημασίας, σοβαρότητας και έκτασης σε σχέση με τα υπόλοιπα θέματα που εγείρονται σε αυτές, ώστε να στοιχειοθετούν ουσιώδη συνάφεια μεταξύ τους επιδικών θεμάτων και να καθιστούν αναγκαία και επιθυμητή την ταυτόχρονη εκδίκασή τους προς: (α) αποφυγή της πολλαπλότητας των διαδικασιών και απάλειψη του κινδύνου έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, (β) ευχερέστερη και σφαιρική κατανόηση των επιδίκων θεμάτων με τον αποκλεισμό κάθε δυσχέρειας που δύναται να προκύψει με την ξεχωριστή εκδίκαση τους και (γ) εξυπηρέτηση του σκοπού της ομοιόμορφης απονομής της δικαιοσύνης»

 

Η πλευρά των Αιτητών δεν προέβαλε ένσταση ως προς τη συνεκδίκαση των προσφυγών, καθώς, σύμφωνα με τη θέση της κας Χαραλαμπίδου, πρόκειται για ταυτόσημα νομικά και πραγματικά ζητήματα σε σχέση με το αντικείμενό τους, ανεξαρτήτως της χώρας καταγωγής των Αιτητών. Όπως επισήμανε, κατά την άποψή της, όλες οι υποθέσεις αφορούν αποκλειστικά νομικά ζητήματα, τόσο σε επίπεδο προδικαστικών ενστάσεων όσο και κατά την εξέταση της ουσίας τους. Δηλαδή, τα θέματα προς διερεύνηση επικεντρώνονται σε νομικές έννοιες και όχι σε ουσιαστικές διαφοροποιήσεις πραγματικών περιστατικών. Κατά την άποψη της κας Χαραλαμπίδου, η νομική επιχειρηματολογία αναφορικά με τις υποχρεώσεις της Δημοκρατίας για την παροχή πρόσβασης στις διαδικασίες ασύλου δεν διαφοροποιείται, είτε οι Αιτητές εξήλθαν προηγουμένως από τη Νεκρή Ζώνη είτε δεν εξήλθαν καθόλου. Η μόνη διαφοροποίηση, στην περίπτωση που κάποιοι εξήλθαν και επαναπροωθήθηκαν, συνίσταται στην προσθήκη ενός επιπλέον πραγματικού περιστατικού, το οποίο όμως δεν αναιρεί ούτε περιορίζει τις υποχρεώσεις της Δημοκρατίας, οι οποίες παραμένουν οι ίδιες ακόμη και στην περίπτωση που κανείς δεν είχε εξέλθει της Νεκρής Ζώνης.

 

Εξέτασα λοιπόν την υπό κρίση αίτηση, υπό το φως των νομολογημένων αρχών. Επισημαίνεται εν προκειμένω ότι η συγκατάθεση των διαδίκων δεν είναι καθοριστική· δεν δεσμεύει το Δικαστήριο, ούτε επαρκεί αφ’ εαυτής για να διαταχθεί η συνεκδίκαση. Το Δικαστήριο αποφαίνεται με γνώμονα την καλύτερη απονομή της δικαιοσύνης και την οικονομία της δίκης.

 

Η εξουσία του Δικαστηρίου για συνένωση προσφυγών διέπεται από το συνδυασμό προνοιών του Κανονισμού 18 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 και της Δ.14, Κ.2 του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού.

 

Οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες εξετάζεται αίτημα για συνένωση προσφυγών έχουν αναλυθεί πλειστάκις στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Προσφάτως, η αδελφή μου Δικαστής, Χ. Πλαστήρα, συνόψισε τη σχετική νομολογία στην απόφαση της 7ης Μαΐου 2025, στις Υποθέσεις Αρ. 81/23 και 1420/24, L.E.E. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου και CN κ.α. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, καταγράφοντας τα ακόλουθα:

 

«Κρίνω σκόπιμο σε αυτό το σημείο να παραθέσω τις νομολογιακές αρχές όσον αφορά την συνεκδίκαση των υποθέσεων.

 

Στην Γεωργίου v. Δήμου Λεμεσού (Αρ. 4) (1992) 4 Α.Α.Δ. 3225, λέχθηκαν τα κατωτέρω (η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«[.]

Οι σχετικές δικονομικές διατάξεις δε συναρτούν τη συνεκδίκαση με την ιδιαίτερη φύση ή χαρακτήρα των επίδικων θεμάτων αλλά με τη συνάφεια του νομικού και πραγματικού βάθρου στο οποίο στηρίζονταιΕφόσον διαπιστώνεται ότι τα κοινά σημεία, νομικά και πραγματικά, μεταξύ των προτεινόμενων για συνεκδίκαση προσφυγών είναι, σε σύγκριση με τις διαφορές, τέτοιας σημασίας και έκτασης που να στοιχειοθετούν ουσιώδη συνάφεια μεταξύ των επίδικων θεμάτων, μπορεί να διαταχθεί η συνένωσή τους χάριν της καλής απονομής της δικαιοσύνης. Στην απόφαση του Εφετείου Μακρίδης ν. Μιχαηλίδου (1990) 1 Α.Α.Δ. 416, εξηγείται το πλαίσιο μέσα στο οποίο ασκείται η εξουσία για συνεκδίκαση και οι σκοποί οι οποίοι επιτυγχάνονται. Η αίτηση στην υπόθεση εκείνη αφορούσε τη συνένωση εφέσεων η οποία διέπεται από κανόνες ανάλογους προς τη συνένωση αγωγών ή προσφυγών (Δ.35, Θ28). Το κριτήριο για τη συνένωση για σκοπούς εκδίκασης δύο ή περισσότερων εφέσεων, και κατ' αναλογία αγωγών και προσφυγών, είναι το όφελος που μπορεί να προκύψει από την ταυτόχρονη εκδίκασή τους στην απονομή της δικαιοσύνης, θέμα που ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος δικαστηρίου.  Η περίσωση εξόδων και η αποφυγή της πολλαπλότητας των διαδικασιών είναι μεταξύ των παραγόντων που επενεργούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου και, κατά κανόνα, συνηγορούν υπέρ της συνεκδίκασης. Το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση στη Μακρίδης είναι αποκαλυπτικό ως προς τις συνέπειες που συνεπάγεται διαταγή για τη συνεκδίκαση δύο ή περισσότερων υποθέσεων:-

 

"Η συνένωση για τους σκοπούς της Δ.35, κ.28 δε συνεπάγεται ούτε τη συγχώνευση, ούτε την εξομοίωση των επίδικων θεμάτων που εγείρονται σε κάθε μια από τις εφέσεις που θα συνεκδικαστούν. Τα επίδικα θέματα της κάθε έφεσης διατηρούν την αυτοτέλειά τους. Η περίσωση χρόνου και δαπάνης, η αποφυγή επαναλήψεων καθώς και η ευχερέστερη κατανόηση των επίδικων θεμάτων, με τον αποκλεισμό κάθε δυσχέρειας που θα μπορούσε να προκύψει από το διαχωρισμό τους, αποτελούν τους κυριότερους παράγοντες που διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου να διατάξει τη συνεκδίκαση εφέσεων."

 

[.]»

 

Στην Μιλτιάδους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1318 λέχθηκαν τα κάτωθι (η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«[.]

Για τον πιο πάνω λόγο, όχι μόνο είναι επιθυμητό, αλλά και επιβεβλημένο προσφυγές που προσβάλλουν την ίδια πράξη να συνεκδικάζονται και το Δικαστήριο, ή Δικαστής, ή Δικαστές που ασκούν πρωτοβάθμια δικαιοδοσία, εκδίδουν μια απόφαση για την ακύρωση ή επικύρωση ολικά ή μερικά της προβαλλόμενης πράξης - (βλ. Δένδια - "Διοικητικόν Δίκαιον" Τόμος Γ' σελ. 309, 352· Τσάτσου - "Η Αίτησης Ακυρώσεως", 3η Εκδοση, σελ. 174. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 279· Niovi Papaioannou and Others v. The Republic of Cyprus through The Educational Service Commission and Others (1989) 3 C.L.R. 38).

[..]»

Στην Κυπριακή Τράπεζα Αναπτύξεως Λτδ ν. Αpak Agro Industries κ.ά. (1999) 1Γ Α.Α.Δ. 1721, 1726 λέχθηκαν τα ακόλουθα ( η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Διάταγμα συνένωσης αγωγών εκδίδεται στις περιπτώσεις όπου αναμένεται ότι θα προκύψει όφελος από τη συνεκδίκαση. 

 

Η έκδοση διατάγματος συνένωσης αγωγών προς εκδίκαση ανάγεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου η άσκηση της οποίας εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Το Δικαστήριο ενασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια εξετάζει κατά πόσο η συνεκδίκαση των αγωγών θα εξυπηρετήσει τα συμφέροντα των διαδίκων και την καλύτερη απονομή της δικαιοσύνης. Η αποφυγή πολλαπλότητας των διαδικασιών, ο περιορισμός των εξόδων καθώς και η οικονομία του δικαστικού χρόνου είναι παράγοντες που προσμετρούν στην κρίση του Δικαστηρίου επί του θέματος. ΒλHadjiathanassiou v. Parperides and Others (1975) 1 C.L.R. 401 και Healey and Others ν. A. Waddington and Sons Ltd and Others [1954] 1 All E.R. 861.»

 

Επομένως, ως προκύπτει ανωτέρω, το Δικαστήριο έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια να διατάξει την συνένωση των προσφυγών υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει η νομολογία ήτοι κατά πόσον υφίστανται κοινά νομικά και πραγματικά σημεία μεταξύ των υποθέσεων που να στοιχειοθετούν ουσιώδη συνάφεια μεταξύ των επίδικων θεμάτων ούτως ώστε να εγκριθεί τέτοιου είδους αίτημα και κατά πόσο οι προσφυγές αφορούν στην ίδια πράξη. Πρόσθετα, ανάμεσα στα κριτήρια που προσμετρούν στην κρίση του Δικαστηρίου για τη συνένωση για σκοπούς εκδίκασης δύο ή περισσότερων προσφυγών είναι το όφελος που θα προκύψει από την ταυτόχρονη εκδίκαση τους, η αποφυγή της πολλαπλότητας των διαδικασιών, η εξοικονόμηση πολύτιμου δικαστικού χρόνου, ο περιορισμός των εξόδων, όπως επίσης και η ορθότερη απονομή της δικαιοσύνης.»

 

Στη νομολογία λοιπόν που διέπει την εξέταση τέτοιων αιτήσεων έχουν καταγραφεί τόσο οι συνθήκες όσο και οι δικονομικές πρόνοιες που επιτρέπουν στο Δικαστήριο να εκδίδει διατάγματα συνένωσης προσφυγών, υπενθυμίζοντας ότι το ζήτημα αυτό ανάγεται στη διακριτική του ευχέρεια. Η ευχέρεια αυτή οφείλει να ασκείται υπό το πρίσμα της εύρυθμης διεξαγωγής της δίκης και της εξυπηρέτησης του συμφέροντος της δικαιοσύνης. Αντιθέτως, σε περιπτώσεις όπου οι υποθέσεις αφορούν διαφορετικές εκτελεστές διοικητικές πράξεις, τελούν σε διαφορετικά δικονομικά στάδια, αφορούν ανόμοιες νομικές βάσεις ή διαφέρουν ως προς το αποδεικτικό υπόβαθρο και τους λόγους ακυρώσεως, η συνεκδίκαση δεν είναι ούτε επιβεβλημένη ούτε σκόπιμη και μπορεί να δημιουργήσει κίνδυνο περιπλοκής των επίδικων ζητημάτων αντί επίλυσης τους επιφέροντας τελικώς καθυστέρηση παρά εξοικονόμηση χρόνου.

 

Εν προκειμένω, μολονότι πράγματι διαπιστώνεται η ύπαρξη κοινών νομικών ζητημάτων καθώς και πανομοιότυπων προδικαστικών ενστάσεων, οι οποίες προωθήθηκαν ενιαία σε κάθε προσφυγή από τους Καθ’ ων η αίτηση, εντούτοις τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στις υπό εξέταση προσφυγές παρουσιάζουν ουσιώδεις αποκλίσεις, οι οποίες δεν επιτρέπουν, φρονώ, την ενιαία αξιολόγηση και αποτίμησή τους.

 

Ειδικότερα, έχοντας θέσει ενώπιόν μου τους φακέλους όλων των προσφυγών, παρατηρώ πως μεταξύ των προσφευγόντων καταγράφονται διαφορετικές εκδοχές ως προς τον τρόπο εισόδου στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, τον βαθμό ή ύπαρξη επαφής με τις αστυνομικές αρχές, τον ισχυριζόμενο τόπο παρεμπόδισης ή επαναπροώθησης, και τις κατ’ ισχυρισμόν ενέργειες ή παραλείψεις των κρατικών οργάνων. Κάποιοι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι ουδέποτε εξήλθαν της νεκρής ζώνης, άλλοι ότι απωθήθηκαν διά της βίας αφού εισήλθαν, ενώ άλλοι καταγγέλλουν περιστατικά κακομεταχείρισης κατά τη διάρκεια κράτησης ή μεταφοράς.

 

Επιπλέον, καταγράφονται διαφορετικά προφίλ ευαλωτότητας (ανηλικότητα, αναπηρία, ψυχιατρικά προβλήματα), διαφορετικός βαθμός ανταπόκρισης των αρχών (UNHCR, UNFICYP, Υπηρεσία Ασύλου), καθώς και διαφοροποιημένα αποδεικτικά μέσα (ιατρικά έγγραφα, βίντεο, καταγγελίες σε ΜΚΟ ή διεθνείς οργανισμούς).

 

Υπάρχουν ακόμη αιτήσεις που περιλαμβάνουν σοβαρές αιτιάσεις σχετικές με ψυχική νόσο, αναπηρία, ανηλικότητα, αυτοτραυματισμούς και προηγούμενη νοσηλεία.

 

Ιδιαίτερης σημασίας είναι το γεγονός ότι η Δημοκρατία, με την καταχωρισθείσα ένστασή της επί των προσφυγών, δεν αποδέχεται ούτε αναγνωρίζει τα πραγματικά περιστατικά καμίας εκ των υποθέσεων, περιοριζόμενη σε γενική και αόριστη άρνηση, με μοναδικό επιχείρημα ότι οι Αιτητές εισήλθαν στην επικράτειά της κατά παράβαση του Κανονισμού (ΕΚ) 866/2004, χωρίς επίκληση συγκεκριμένων γεγονότων ή ενδείξεων που να αντικρούουν τους ισχυρισμούς τους. Η στάση αυτή καθιστά την εξατομικευμένη απόδειξη κεντρικό άξονα της εκδίκασης, αφού το σύνολο των επίδικων πραγματικών περιστατικών τίθεται υπό αμφισβήτηση. Συνεπώς, το αντικείμενο της δίκης μετατοπίζεται ενδεχομένως στην αξιολόγηση του ιστορικού κάθε υπόθεσης, με έμφαση σε αποδεικτική διαδικασία που πρέπει να διεξαχθεί χωριστά, βάσει των προσκομιζόμενων στοιχείων, των ιδιαίτερων συνθηκών κάθε εισόδου και των συνεπειών της φερόμενης συμπεριφοράς των αρχών.

 

Περαιτέρω, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη ότι, ακόμη και στην περίπτωση περιορισμένης συνεκδίκασης επί των προδικαστικών μόνο ζητημάτων- ως ήταν η εισήγηση και των δύο διαδίκων- όπως ενστάσεων απαραδέκτου ή έλλειψης εννόμου συμφέροντος, η έκδοση ενιαίας απόφασης επί αυτών θα είχε ως αποτέλεσμα, σε περίπτωση απόρριψης των προδικαστικών αυτών ενστάσεων, την de facto δέσμευση των φυσικών δικαστών των επιμέρους υποθέσεων, οι οποίοι θα καλούνταν να συνεχίσουν την εκδίκαση δεσμευόμενοι από κρίση στην οποία δεν συμμετείχαν. Η πρακτική αυτή, παρότι επιφανειακά συνάδει με την επιδίωξη ομοιομορφίας, προσκρούει κατά την θέση μου, στη θεμελιώδη αρχή του φυσικού δικαστή και στην υποχρέωση κάθε σύνθεσης να διαμορφώνει ανεξάρτητα τη δικανική της κρίση. Η υποκατάσταση του φυσικού δικαστή ως προς κρίσιμα ζητήματα απαραδέκτου ή ερμηνείας του εφαρμοστέου δικαίου συνιστά σοβαρή παρέκκλιση, που δεν δικαιολογείται υπό το πρόσχημα της δικονομικής οικονομίας, ιδίως όταν δεν υπάρχει παγιωμένη ή νομολογιακά σταθερή προσέγγιση επί των εν λόγω ζητημάτων.

 

Πρόσθετα, η ύπαρξη δηλώσεων αποποίησης αξιώσεων, υπογεγραμμένων από τους Αιτητές, η οποία διασυνδέεται από τους Καθ’ ων η αίτηση με κάποιες εκ των προδικαστικών ένστασεων, ενδεχομένως να καθιστά αναγκαία την εξατομικευμένη αξιολόγηση της εκάστοτε περίπτωσης, προκειμένου να διακριβωθεί εάν η αποποίηση έγινε με επίγνωση, ελευθερία βούλησης, νομική καθοδήγηση και χωρίς στοιχείο καταναγκασμού — στοιχεία που συνιστούν κατ’ ουσίαν αποδεικτικά ζητήματα και ενδεχομένως να μην μπορούν να κριθούν ενιαία ή συλλογικά.

 

Κατ’ επέκταση, το Δικαστήριο κρίνει ότι η ενδεχόμενη συνεκδίκαση όχι μόνον δεν εξυπηρετεί την απονομή της δικαιοσύνης, αλλά αντιθέτως την δυσχεραίνει, καθώς ενέχει κινδύνους σύγχυσης στην αξιολόγηση των αποδείξεων, μείωσης της ακρίβειας της δικανικής κρίσης και περιορισμού των δικαιωμάτων των Αιτητών σε πλήρη και εξατομικευμένη ακρόαση.

 

Με βάση όλα τα ανωτέρω, κρίνω ότι, παρά την ύπαρξη ορισμένων κοινών νομικών ζητημάτων και προδικαστικών ενστάσεων, οι ουσιώδεις αποκλίσεις στα πραγματικά περιστατικά, τα διαφορετικά αποδεικτικά μέσα, οι διακριτές περιστάσεις εισόδου, καθώς και οι ιδιαιτερότητες ως προς την προσωπική κατάσταση και το προφίλ κάθε Αιτητή, δεν επιτρέπουν την ασφαλή και δίκαιη ενιαία εκτίμηση των υποθέσεων. Επισημαίνω ότι στο παρόν στάδιο, το Δικαστήριο δεν καλείται ούτε υποχρεούται να αποφανθεί κατά πόσο τα ζητήματα των προσφυγών περιορίζονται αποκλειστικά σε νομικά σημεία ή έννοιες, όπως υποστηρίζει η κα Χαραλαμπίδου· σε κάθε περίπτωση, εκ πρώτης όψεως, διαπιστώνεται ότι ορισμένα εξ αυτών ενδέχεται να απαιτήσουν διεξαγωγή αποδεικτικής διαδικασίας.

Υπό τις περιστάσεις αυτές, λαμβάνοντας υπόψη τις νομολογιακά καθορισμένες προϋποθέσεις για τη συνεκδίκαση, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η απαιτούμενη ουσιώδης συνάφεια μεταξύ των πραγματικών και νομικών ζητημάτων δεν υφίσταται σε βαθμό που να δικαιολογεί την ενιαία εκδίκαση. Στο πλαίσιο της διακριτικής του ευχέρειας, και προς εξυπηρέτηση της ορθής και απρόσκοπτης απονομής της δικαιοσύνης, προκρίνεται η χωριστή εκδίκαση των προσφυγών, ώστε να διασφαλιστεί η εξατομικευμένη αξιολόγηση κάθε υπόθεσης και να αποφευχθεί οποιαδήποτε δικονομική περιπλοκή ή καθυστέρηση.

 

Για όλους τους ανωτέρω λόγους, η αίτηση συνεκδίκασης απορρίπτεται χωρίς καμία διαταγή για έξοδα. 

 

Η υπόθεση αυτή ορίζεται για Προγραμματισμό στις 11.09.2025, ώρα 10.00 π.μ.

 

 

                                      

Ε. ΡήγαΔ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο