Ι. Κ. Ε. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπoθ. Αρ.: 2495/23, 27/8/2025
print
Τίτλος:
Ι. Κ. Ε. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπoθ. Αρ.: 2495/23, 27/8/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπoθ. Αρ.: 2495/23

27 Αυγούστου 2025

[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Ι. Κ. Ε.

Αιτητής

-και-

Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

-------------------

Κ. Κουπαρή (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή.

Β. Θωμά (κα) για Ρ. Προδρόμου (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η Αίτηση.

Ο Αιτητής παρών

Α Π Ο Φ Α Σ Η 

 

Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ ΔΔΔΠ: Με την παρούσα προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου που περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 31/07/2023, σύμφωνα με την οποία το αίτημά του για παραχώρηση διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε και καλεί το Δικαστήριο όπως κηρύξει αυτήν άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

 

Όπως προκύπτει τόσο από την Ένσταση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που αποτελεί τεκμήριο "Α" στην παρούσα διαδικασία, τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την υπό εξέταση υπόθεση είναι τα ακόλουθα:

 

Ο Αιτητής είναι ενήλικας, υπήκοος της Νιγηρίας και κάτοχος διαβατηρίου, ο οποίος κατά δήλωσή του τον Φεβρουάριο του 2020, εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του και μέσω Τουρκίας μετέβη στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου όπου παρέμεινε για περίοδο οκτώ μηνών. Ακολούθως εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, υποβάλλοντας στις 15/10/2020 αίτηση διεθνούς προστασίας.

 

Στις 04/07/2023 διενεργήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ενώ στη συνέχεια συντάχθηκε εισηγητική έκθεση υποβληθείσα προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία γίνεται εισήγηση για απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή.

 

Αυθημερόν, συγκεκριμένος λειτουργός, δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, κατόπιν εξέτασης της εισηγητικής έκθεσης αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης του Αιτητή.

 

Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέρχεται σε επιστολή ημερομηνίας 31/07/2023, παραλήφθηκε δια χειρός απο τον Αιτητή θέτοντας την υπογραφή του, αφού προηγουμένως του επεξηγήθηκε το περιεχόμενό της, σε γλώσσα απολύτως κατανοητή από τον ίδιο, ήτοι στην αγγλική.

 

Εμπρόθεσμα, ο Αιτητής καταχώρησε την με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, προβάλλοντας με το δικόγραφο του αρκετούς λόγους προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Με τη γραπτή της αγόρευση η συνήγορος του Αιτητή προωθεί τη θέση περί μη δέουσας έρευνας των Καθ’ ων η αίτηση κατά την αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή. Επιπλέον ισχυρίζεται πως η απόφαση εκδόθηκε υπό πλάνη και με κατάχρηση εξουσίας και ότι αυτή είναι αντίθετη με το Νόμο αλλά και αναιτιολόγητη.  Γενικά και αόριστα και χωρίς το σχετικό υπόβαθρο, προβάλλεται και ο ισχυρισμός περί μη παροχή διερμηνέα σε γλώσσα κατανοητή για τον Αιτητή (σελίδα 6 γραπτής αγόρευσης).

 

Από την πλευρά τους οι Καθ’ ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας και της ορθότητας της επίδικης πράξης και αντιτείνουν ότι ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να καταδείξει τη συνδρομή των προϋποθέσεων για υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Συγκεκριμένα, αναφέρουν ότι οι λόγοι ακύρωσης προβάλλονται με γενικότητα και αοριστία χωρίς να γίνεται παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και είναι εσφαλμένοι, ανεδαφικοί και ανυπόστατοι. Επιπλέον, ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης των λόγων ακύρωσης.

 

Περαιτέρω, οι Καθ' ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι η έρευνα που διεξήχθη ήταν επαρκής και ολοκληρωμένη για όλα τα σχετικά με την υπόθεση γεγονότα και ότι δεν υπήρξε πλάνη και κατάχρηση εξουσίας και ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή περί κινδύνου που διατρέχει είναι γενικός και αόριστος. Διατείνου ακόμα, ότι η επίδικη απόφαση είναι ορθή, νόμιμη και τυγχάνει πλήρους αιτιολογίας ως προς την απόρριψή της και καλούν το Δικαστήριο όπως απορρίψει την προσφυγή.

 

Στην απαντητική αγόρευσή του ο Αιτητής μέσω της συνηγόρου του επαναλαμβάνει τους λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης, όπως αυτοί παρουσιάστηκαν στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσής του, προσθέτοντας ότι διαφαίνεται η έλλειψη προστασίας από το Κράτος, εφόσον δεν υπήρξε κάποια έμπρακτη κίνηση για επίλυση του προβλήματος από την αστυνομία για τις επανειλημμένες απειλές που ισχυρίστηκε ότι δεχόταν κατά τη ζωής του από τη θρησκευτική ομάδα που είχε στοχοποιήσει την οικογένειά του.

 

Ενώπιον του Δικαστηρίου στο στάδιο των διευκρινήσεων, η κ. Κουπαρή περιορίζει τους ισχυρισμούς της στη προώθηση της θέσης της περί μη δέουσας έρευνας και για πρώτη φορά προβάλλει τη θέση περί αναρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη. Αποτελεί θέση της πως καθώς έχει αλλάξει ο Υπουργός Εσωτερικών, η δοθείσα από τον τελευταίο εξουσιοδότηση προς τον λειτουργό που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη έχει ανακληθεί αυτόματα με την παύση του, η μη δε αντικατάστασή της από τον εν ενεργεία Υπουργό Εσωτερικών οδηγεί σε αναρμόδια ενέργεια του υπογράφοντα και κατά συνέπεια σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης. Απορρίπτοντας τον ισχυρισμό αυτό η πλευρά των Καθ’ ων η αίτηση εμμένει στην νομινότητα αλλά και την ορθότητα της προσβαλλόμενης πράξης από τους Καθ’ ων η αίτηση.

 

Έχω μελετήσει με μεγάλη προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τους συνηγόρους των διαδίκων δεδομένης δε της δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για εξέταση τόσο της νομιμότητας αλλά και της ορθότητας της επίδικης απόφασης[1] κρίνω σκόπιμο όπως καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που ο Αιτητής προέβαλε σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματος του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ' ων η αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας.

 

Βεβαίως, κρίνεται απαραίτητη η κατ’ αρχήν εξέταση του ισχυρισμού του Αιτητή περί αναρμοδιότητας του προσώπου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, που παρά το ότι προβάλλεται χωρίς τη δέουσα δικογράφισή του, το Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει ως ζήτημα δημόσιας τάξης ακόμα και αυτεπάγγελτα[2]

 

Ανατρέχοντας στο περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, εντοπίζω στο ερυθρό 40 σχετική εξουσιοδότηση ημερομηνίας 09/06/2022 με την οποία ο τέως Υπουργός Εσωτερικών εξουσιοδοτεί λειτουργούς της Υπηρεσίας Ασύλου, μεταξύ άλλων τον κ. Α.Α. όπως «ασκούν μέρος των εξουσιών ή να εκτελούν μέρος των καθηκόντων του Προϊσταμένου, που αφορούν στην έκδοση αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας….».

 

Εντοπίζω επίσης στο ερυθρό 64 απόφαση του εξουσιοδοτημένου λειτουργού για απόρριψη της αίτησης του Αιτητή.

 

Η θέση της κ. Κουπαρή ότι κατά την λήψη της απόφασης [04/07/2023] ο εξουσιοδοτών Υπουργός είχε παύσει των καθηκόντων του και κατά συνέπεια η ενέργειες του εξουσιοδοτούμενου λειτουργού είναι άκυρες δεν με βρίσκει σύμφωνη. Τούτο γιατί σύμφωνα με ημεδαπή νομολογία «δεν είναι αναμενόμενο να παραχωρείται νέα εξουσιοδότηση κάθε φορά που διορίζεται νέος διευθυντής». Σημειώνω επιπλέον ότι δεν τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου οτιδήποτε που να διαφαίνεται ανάκληση της εν λόγω εξουσιοδότησης ώστε να καταστήσει ενδεχομένως άκυρη την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Παραπέμπω στη σχετικά πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, Δημοκρατία ν. A.H.T. Advances Heating Technologies, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.63/18, ημερομηνίας 11/01/2024, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα επί πανομοιότυπου ισχυρισμού:

 

«Σχετική με το υπό εξέταση ζήτημα είναι η υπόθεση Κασσέρα ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 27/16, ημερ. 4.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:C130, ECLI:CY:AD:2023:C130, ECLI:CY:AD:2023:C130, όπου ο εφεσείοντας προέβαλε ότι η συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έπασχε αφού, δεν είχε καταρτιστεί από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 2 και 35Α του περί Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 10/69).  Στην εκεί υπόθεση, παρουσιάστηκε εκχώρηση με την οποία ο αρμόδιος Υπουργός εκχώρησε προς τον γενικό διευθυντή τις εξουσίες που του παρέχονται δυνάμει του Νόμου. Ο εφεσείοντας, με δεδομένο ότι η εξουσιοδότηση δόθηκε πριν από πολλά χρόνια από προηγούμενο Υπουργό και όχι από τον εν ενεργεία Υπουργό κατά την περίοδο πλήρωσης των θέσεων, υποστήριξε πως η εξουσιοδότηση αυτή δεν μπορούσε να ισχύει, αφού η κάθε διαδικασία πλήρωσης θέσεων είναι ξεχωριστή και αυτόνομη. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, επισήμανε ότι δεν είναι αναμενόμενο να παραχωρείται νέα εξουσιοδότηση κάθε φορά που διορίζεται νέος Υπουργός.

 

Επίσης σχετική με το υπό εξέταση επίδικο ζήτημα είναι και η πρόσφατη υπόθεση Φωτιάδου ν. Δημοκρατίας, Ε.Ε.Δ. 84/16, ημερ. 2.10.2023, όπου η εφεσείουσα προέβαλε ότι η σύνθεση της συμβουλευτικής επιτροπής που συστήθηκε για τις προαγωγές ήταν παράνομη καθότι, ο νέος υπουργός, ως εκ της αλλαγής που προέκυψε με τη αντικατάσταση του προηγούμενου, δεν προχώρησε σε επικαιροποιημένη εκχώρηση εξουσιών προς τη νέα γενική διευθύντρια. Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, απορρίπτοντας το σχετικό λόγο έφεσης επισήμανε ότι, ο λόγος των αποφάσεων Κασσέρα (ανωτέρω) και Συμβούλιο Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης κ.α v. Παναγή κ.α Α.Ε. 47/2014 ημερ. 25.2.21, ECLI:CY:AD:2021:C71, ECLI:CY:AD:2021:C71, ECLI:CY:AD:2021:C71, όπου στην τελευταία υπογραμμίστηκε το θεσμικά συνεχές ενός διοικητικού οργάνου, καλύπτει τα επίδικα ζητήματα, με την πρόσθετη επισήμανση ότι, «το γεγονός ότι αντικαταστάθηκε ο Γενικός Διευθυντής, (στον οποίο δόθηκε εκχώρηση.), να μην επηρεάζει κατ' εφαρμογή του ίδιου σκεπτικού (αλλά και κατά κοινή λογική) τα αναλυόμενα».

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε. Εξουσιοδότηση υπήρχε. Με αυτήν εξουσιοδοτήθηκε το πρόσωπο που υπέγραψε την σχετική επιστολή και με την οποία απαίτησε την καταβολή των πιο πάνω ποσών. Σε ακολουθία του λόγου τόσο της υπόθεσης Κασσέρα και όσο και της Φωτιάδου (ανωτέρω), δεν είναι αναμενόμενο να παραχωρείται νέα εξουσιοδότηση κάθε φορά που διορίζεται νέος διευθυντής. Περαιτέρω, δεν είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου οτιδήποτε που να ανακαλεί την εξουσιοδότηση για την οποία γίνεται αναφορά πιο πάνω».

 

Τούτων λεχθέντων απορρίπτω τον προβαλλόμενο ισχυρισμό κρίνοντας πως ελλείψει σχετικής ανάκλησης της υπό εξέτασης εξουσιοδότησης, η υφιστάμενη εξουσιοδότηση από τον τέως Υπουργό Εσωτερικών προς τον εξουσιοδοτούμενο λειτουργό ο οποίος έλαβε και την απόφαση απόρριψης του αιτήματος του Αιτητή παραμένει σε ισχυρή.

 

Προχωρώ να εξετάσω τους ισχυρισμούς του Αιτητή όπως αυτοί τέθηκαν από τον ίδιο τόσο κατά την καταγραφή του αιτήματος του όσο και κατά την προσωπική του συνέντευξη, εξετάζοντας παράλληλα και τον προωθούμενο από τη συνήγορο του Αιτητή ισχυρισμό περί μη δέουσας έρευνας.

 

Κατά την καταγραφή του αιτήματος του για διεθνή προστασία, ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω της άρνησης του πατέρα του να υπηρετήσει τη θεότητα και συνεπεία αυτού δολοφονήθηκε, δηλώνοντας επιπλέον ότι μετά τον πατέρα του δολοφονήθηκε και ο μεγαλύτερος αδερφός του για τους ίδιους λόγους. Επομένως, όπως δηλώνει στην αίτησή του ο Αιτητής ήταν ο μοναδικός που απέμεινε από την οικογένειά του για να υπηρετήσει τη θεότητα και επειδή δεν το επιθυμούσε, έφυγε από τη χώρα για σωθεί.

 

Στο πλαίσιο της συνέντευξης του και σε σχέση με τα προσωπικά του στοιχεία ο Αιτητής δήλωσε ως τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του την πόλη Λάγος όπου διέμενε από το 2016 μέχρι την εγκατάλειψη της χώρας του. Κατά δήλωσή του άγαμος και άτεκνος ο πατέρας του απεβίωσε το 2014, ο αδερφός του 2,5 χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα του. Δήλωσε πως το 2018 ολοκλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία στην επαρχία Kebbi και σε σχέση με το μορφωτικό του επίπεδο δήλωσε απόφοιτος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, με εργασιακή εμπειρία από 2017 στο τελωνείο στο λιμάνι του Λάγος. 

 

Σε σχέση με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, κατά την ελεύθερη αφήγησή του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη Νιγηρία επειδή φοβόταν για τη ζωή του, καθώς πίστευε ότι θα ήταν ο επόμενος από την οικογένειά του που θα δολοφονείτο εφόσον όλοι στην οικογένειά του σκοτώθηκαν. Ισχυρίστηκε πως σε περίπτωση που παρέμενε στην Νιγηρία θα είχαν επιτεθεί και στον ίδιο με τον ίδιο τρόπο που επιτέθηκαν στο πατέρα και αδελφό του, προσθέτοντας πως αν δεν απειλούταν η ζωή του θα είχε παραμείνει στη χώρα του.

 

Ο Αιτητής ερωτηθείς σχετικά να προσδιορίσει τί ακριβώς φοβόταν, εξήγησε ότι στη Νιγηρία υπάρχει μια συγκεκριμένη ομάδα, τη θεότητα της οποίας προοριζόταν να υπηρετήσει ο πατέρας του και ότι η ομάδα αυτή, αποτελούμενη από 10-15 άτομα, σε προσεγγίζει πνευματικά. Ο πατέρας του δεν κατάφερε να υπηρετήσει τη θεότητα αυτή επειδή αρρώστησε και απεβίωσε, με αποτέλεσμα να είναι υποχρεωμένος ο ίδιος να υπηρετήσει τη θεότητα, καθώς ο μεγαλύτερος αδερφός του είχε επίσης αποβιώσει. Κληθείς να περιγράψει τον τρόπο που απεβίωσαν ο πατέρας του και ο μεγαλύτερος αδερφός του, ο Αιτητής αναφέρθηκε σε πνευματικές επιθέσεις στις οποίες προέβησαν εναντίον τους τα μέλη αυτής της ομάδας επειδή αρνήθηκαν να υπηρετήσουν τη θεότητα. Αναφορικά με τον θάνατο του μεγαλύτερου αδερφού του, προσδιόρισε χρονικά ότι συνέβη περίπου το 2016, 2,5 χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα του, στο σπίτι τους στο Ekwuolobia λόγω σοβαρού τραυματισμού. Ερωτηθείς να εξηγήσει για ποιον λόγο είχε επιλεχθεί συγκεκριμένα η οικογένειά του για να υπηρετήσει τη θεότητα, ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως με βάση την παράδοση ήταν η σειρά της οικογένειάς του.

 

Κληθείς να περιγράψει πώς ήταν η ζωή του μετά το 2016 που απεβίωσε ο αδερφός του, ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν άλλαξε κάτι, ήταν πολύ προσεχτικός και ταξίδευε τη νύχτα από το Λάγος για να δει τη μητέρα του, χωρίς να το ξέρει κανείς και έμενε μέσα στο σπίτι. Ερωτηθείς τί θα του συνέβαινε σε περίπτωση που αρνούνταν να υπηρετήσει αυτή τη θεότητα, ο Αιτητής ανέφερε ότι οι ομάδες αυτές θα του επιτίθενται πνευματικά, προσθέτοντας πως μετά τον θάνατο του πατέρα και του αδερφού του, για να προστατευτεί από τις ομάδες αυτές απευθύνθηκε στην αστυνομία όπου εξήγησε την κατάστασή του και τον συμβούλευσαν όταν του επιτεθούν να επικοινωνήσει μαζί τους για να τον βοηθήσουν.

 

Επιπλέον, ο Αιτητής διευκρίνισε πως ισχύει ο κανόνας ότι πρέπει κάποιος να έχει περάσει την ηλικία των 30 ετών για να κληθεί πνευματικά να υπηρετήσει αυτή τη θεότητα, για αυτό και έφυγε πριν συμπληρώσει την ηλικία αυτή.

 

Ερωτηθείς τί πιστεύει ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, ανέφερε ότι θα κινδυνεύσει η ζωή του, επειδή η ομάδα αυτή θα επιτεθεί και στον ίδιο, καθώς ο πατέρας του και ο αδερφός του απεβίωσαν λόγω της άρνησής τους να υπηρετήσουν τη θεότητα αυτή.

 

Αξιολογώντας τις πιο πάνω δηλώσεις του Αιτητή, οι Καθ' ων η αίτηση σχημάτισαν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος σχετικά με την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, ο δεύτερος ότι ο Αιτητής εγκατέλειψε τη Νιγηρία επειδή διώκονταν από ομάδα θεότητας στην περιοχή του, έπειτα από τον θάνατο του πατέρα και του αδερφού του.

 

Ο πρώτος ισχυρισμός του Αιτητή ως προς τον τόπο καταγωγής του και τα προσωπικά του στοιχεία έγινε αποδεκτός, καθώς οι πληροφορίες που έδωσε ο Αιτητής κρίθηκαν συνεκτικές, ενώ ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς πληροφορίες, οι οποίες επιβεβαίωναν την εθνικότητα και τον τόπο γέννησής του, όπως και ότι τελευταίος τόπος συνήθους διαμονής στη Νιγηρία ήταν το Λάγος.

 

Αντίθετα, ο δεύτερος ισχυρισμός του απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος. Ειδικότερα, κρίθηκε πως ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει επαρκείς και συγκεκριμένες πληροφορίες σε θέματα που άπτονται στον πυρήνα του αιτήματός του, ενώ επίσης στις δηλώσεις του εντοπίστηκαν αντιφάσεις και μη ευλογοφάνεια. Καταρχήν, κληθείς να αναφέρει πώς γνωρίζει ότι για τον θάνατο του πατέρα του ευθύνεται μια συγκεκριμένη ομάδα, η οποία υπηρετεί μια θεότητα, ο Αιτητής ανέφερε με ασάφεια ότι ο πατέρας του απεβίωσε μετά από ατυχήματα και ασθένειες, προσθέτοντας ότι για όλα αυτά ευθύνεται η εν λόγω ομάδα. Κρίθηκε επιπλέον ότι στις δηλώσεις του Αιτητή παρουσιάστηκε αντίφαση, καθώς ο Αιτητής αφενός ανέφερε ότι ο αδερφός του δέχτηκε επίθεση και απεβίωσε δυόμισι χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα του, ενώ στη συνέχεια ανέφερε ότι δέχτηκε επίθεση αμέσως μετά τον θάνατο του πατέρα του. Κληθείς να εξηγήσει αυτή την αντίφαση, ο Αιτητής απάντησε με αοριστία ότι αμέσως μετά τον θάνατο του πατέρα του η εν λόγω ομάδα προσέγγισε τον αδερφό του. Ερωτηθείς να εξηγήσει τον λόγο που η οικογένειά του επιλέχθηκε από την ομάδα αυτή, αφού όλοι ήταν χριστιανοί, ο Αιτητής δήλωσε με ασάφεια ότι ο αρχιερέας (chief priest) της ομάδας επικοινωνεί με τη θεότητα και ανακοινώνει τα αποτελέσματα. Περαιτέρω, δεν ήταν σε θέση να αναφέρει ούτε τη μέρα ούτε τη χρονιά που απεβίωσε ο αδερφός του. Αναμένεται από τον ίδιο, κατά τους Καθ’ ων η αίτηση, να είναι σε θέση να γνωρίζει μια τόσο σημαντική πληροφορία που αποτελεί τον πυρήνα του αιτήματός του. Ωστόσο, ερωτηθείς να εξηγήσει γιατί δε θυμάται την πληροφορία αυτή, ο Αιτητής παρέθεσε με ασυνέπεια ότι δεν του αρέσει να το θυμάται αυτό.

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση διέκριναν επιπλέον αντίφαση μεταξύ των δηλώσεων του Αιτητή, καθώς αρχικά ανέφερε ότι από το 2016 μετακόμισε στο Λάγος, ενώ έπειτα ανέφερε ότι ήταν παρόν στην επίθεση που δέχτηκε ο αδερφός του στην κοινότητά τους. Επιπλέον, ανέφερε ότι τίποτα δε συνέβη στον ίδιο από το 2016 που απεβίωσε ο αδερφός του. Όταν ο αρμόδιος λειτουργός του επισήμανε ότι ο ίδιος ζούσε και εργαζόταν κανονικά μέχρι να εγκαταλείψει τη χώρα του χωρίς να του συμβεί τίποτα, ο Αιτητής δήλωσε με ασάφεια ότι δεν υπήρχε κάποιος άλλος και θα επιτίθεντο τον ίδιο. Παρουσιάζεται επίσης έλλειψη ευλογοφάνειας στις δηλώσεις του Αιτητή, καθώς αφενός αναφέρει ότι δεν του συνέβη τίποτα επειδή έπρεπε να είναι πάνω από 30 ετών για να αναλάβει να υπηρετεί τη θεότητα και αφετέρου έφυγε από τη Νιγηρία σε ηλικία 28 ετών. Σε διευκρινιστική ερώτηση της παραπάνω ασάφειας, ο Αιτητής δήλωσε με αοριστία ότι έπρεπε να φύγει επειδή του είπε η μητέρα του.

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, οι Καθ' ων η αίτηση παρέθεσαν πληροφορίες από εξωτερικές πηγές σχετικά με λατρευτικές γιορτές και τελετές, όπως επίσης και πληροφορίες σχετικά με τις συνέπειες της άρνησης για κάποιον που του έχει προταθεί να υπηρετεί τέτοιου είδους θεότητες. Καταλήγουν δε, ότι, λόγω της απουσίας εσωτερικής αξιοπιστίας στα λεγόμενα του Αιτητή, ο ισχυρισμός του δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.

 

Προχωρώντας στο στάδιο της αξιολόγησης κινδύνου, οι Καθ’ ων η αίτηση εκτίμησαν τον μελλοντικό κίνδυνο του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία και ειδικότερα στην πόλη Lagos, ως τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, κρίνοντας πως δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται πως ο Αιτητής, σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.

 

Ως εκ τούτου, συνεχίζοντας στο στάδιο της νομικής ανάλυσης, κατέληξαν στο ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής του στο προσφυγικό καθεστώς, καθώς κρίθηκε ότι δεν προκύπτει δικαιολογημένος φόβος δίωξης του Αιτητή δυνάμει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Όσον αφορά το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας οι Καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν στο ίδιο συμπέρασμα, ήτοι στο ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, καθώς κρίθηκε ότι δεν προκύπτει πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης αυτού ενόψει δυνάμει του άρθρου 19(2)(α) (β) και (γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 6(Ι)/2000, «πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο, που λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγένειας του και δεν είναι σε θέση ή λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής». Για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση.

 

Το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 προνοεί ότι «εναπόκειται στον Αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση διεθνούς προστασίας», χωρίς να απαιτείται να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία. Ο Αιτητής έχει την ευθύνη να εκθέσει με την αίτησή του αλλά και μέσα από την ενώπιον της αρμόδιας αρχής συνέντευξη του, ακόμα και ενώπιον του Δικαστηρίου, μέσω της ορθής δικονομικής διαδικασίας, με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης υφιστάμενο στη χώρα καταγωγής του. Ο Αιτητής οφείλει να επικαλεστεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το υποβληθέν αίτημά του για διεθνή προστασία, το δε αρμόδιο όργανο εξετάζοντας την αίτηση του Αιτητή, οφείλει να λάβει υπόψη του κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός. Επί τούτου ο συνήγορος του Αιτητή ισχυρίζεται ότι οι Καθ΄ ων η αίτηση στα πλαίσια εξέτασης της αίτησής του, δεν προέβησαν σε δέουσα έρευνα.

 

Είναι πάγια νομολογημένο ότι δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2013) 3 Α.Α.Δ. 120, Α. Παπουτέ ν. Χρ. Κασάπη και Κυπριακής Δημοκρατίας, Συν. Αναθ. Έφεση 112/15 και 131/15 ημερομηνίας 13/07/2022).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή έρευνα.

 

Στο πλαίσιο ελέγχου της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, με βάση τα όσα προκύπτουν από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και κυρίως το πρακτικό της διενεργηθείσας συνέντευξης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και της εισηγητικής έκθεσης, κρίνω ορθή την κατάληξη της αξιολόγησης του αρμόδιου λειτουργού βάσει των δηλώσεων που ο Αιτητής προέβαλε κατά την προφορική του συνέντευξη, ως προς τον ουσιώδη ισχυρισμό που αφορά τη χώρα καταγωγής, την ταυτότητα, τα προσωπικά του στοιχεία και τον τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής του, αλλά και ως προς τον ισχυρισμό του περί δίωξής του από ομάδα θεότητας στην περιοχή του, μετά το θάνατο του πατέρα και αδελφού του.

 

Ειδικότερα σε σχέση με τον δεύτερο ισχυρισμό του Αιτητή, οι δηλώσεις του κρίνονται μη επαρκείς ως προς τις λεπτομέρειες, ασαφείς, σε σημεία αντιφατικές και μη εύλογες. Πρόσθετα των όσων διέκριναν οι Καθ’ ων η αίτηση κατά την αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή, διαπιστώνω πως πράγματι δεν ήταν σε θέση να παράσχει τις απαιτούμενες λεπτομέρειες και πληροφορίες σχετικά με την αναφερόμενη ομάδα ατόμων που υπηρετούν μια άγνωστη θεότητα αλλά και να συνδέσει τον θάνατο των μελών της οικογένειας του με αυτούς. Πέραν τούτου, από τα λεγόμενα του Αιτητή διαφαίνεται πως δεν υπήρξε εναντίον του οποιαδήποτε μορφή δίωξης, ουδείς τον προσέγγισε με σκοπό να υπηρετήσει την κατ’ ισχυρισμό θεότητα και επιπλέον από το θάνατο του αδελφού του ο οποίος κατ’ ισχυρισμό απεβίωσε εξαιτίας της άρνησής του να υπηρετήσει τη θεότητα με τον Αιτητή να ακολουθεί, μέχρι και την αναχώρησή του από τη χώρα, ήτοι για περίοδο 4 ετών συνέχισε να ζει και να εργάζεται χωρίς κανένα πρόβλημα. Η θέση του ότι ουδείς τον προσέγγισε επειδή δεν είχε φτάσει στην ηλικία των 30 ετών ενώ επέλεξε να φύγει από τη χώρα σε ηλικία 28 ετών για να σωθεί,, ωστόσο διαμένοντας για τέσσερα χρόνια χωρίς κανένα πρόβλημα, δεν κρίνεται εύλογη. Είναι αναμενόμενο από κάποιο του οποίου η ζωή κινδυνεύει να ζητήσει προστασία και όχι να παραμείνει για τέσσερα χρόνια επικαλούμενος πιθανόν μελλοντικό και αβέβαιο κίνδυνο. Άλλωστε ο Αιτητής δήλωσε ότι απευθύνθηκε στις αρχές και ενημερώθηκε ότι σε περίπτωση επίθεσης να τους ενημερώσει για την προστασία του, κάτι που δεν έπρεξε προφανώς γιατί δεν υπήρξε κίνδυνος.

 

Ανατρέχοντας στην εισηγητική έκθεση, διαπιστώνω ότι οι Καθ’ ων η αίτηση αξιολόγησαν μία προς μία όλες τις δηλώσεις του Αιτητή και ορθά έκριναν αυτόν αναξιόπιστο, προβαίνοντας μάλιστα και σε σχετική έρευνα μέσω ανεξάρτητων πηγών πληροφόρησης όπως αυτά περιέχονται στο διοικητικό φάκελο προς αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστία του, τα οποία το Δικαστήριο υιοθετεί για σκοπούς αξιολόγησης της εξωτερικής αξιοπιστίας των ισχυρισμών του Αιτητή.

 

Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι ο Αιτητής, κατά την ενώπιον μου διαδικασία, εκπροσωπούμενος δια συνηγόρου δεν προσπάθησε να στοιχειοθετήσει την υπόθεσής του και να καλύψει τα κενά που οι Καθ'ων η αίτηση επεσήμαναν κατά την αξιολόγηση των δηλώσεών του.

 

Μελετώντας τον διοικητικό φάκελο, διαπιστώνω ότι οι Καθ' ων η αίτηση, συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και, στη βάση αυτών, εξέδωσαν αιτιολογημένη απόφαση. Συνεπώς, από το ιστορικό του Αιτητή όπως αυτό φαίνεται πιο πάνω, έχοντας κατά νου τα δεδομένα που προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο και από την ανωτέρω αξιολόγηση των ισχυρισμών του, ορθά κρίθηκε ότι ο Αιτητής δεν στοιχειοθέτησε κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.

 

Ο «Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων» (Μάρτιος 2015) καθορίζει πως στη βάση της συλλογής πληροφοριών θα πρέπει να προσδιορίζονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του πρόσφυγα και αν δεν υπάρχει κατάληξη ότι μπορεί να δοθεί προσφυγικό καθεστώς, τότε το αρμόδιο όργανο θα πρέπει να εκτιμήσει εάν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του προσώπου που δικαιούται συμπληρωματική προστασία.

 

Εξετάζοντας πλήρως την υπόθεση, διαπιστώνω επίσης, ότι ορθά κρίθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του N.6(I)/2000 για να παρασχεθεί στον Αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν.6(Ι)/2000 «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν.6(Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (βλ.Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619).

 

Προκειμένου να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί σε αυτήν γενικότερα και ειδικότερα στην πόλη Lagos, την οποία ο Αιτητής δήλωσε ως τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής.

 

Ως προς τη γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στη Νιγηρία βάσει του Portal RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης, η Νιγηρία είναι αναμεμειγμένη σε δύο παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συρράξεις ενάντια στις μη κρατικές ένοπλες ομάδες Boko Haram και ISWAP (Islamic State in West Africa Province[3]

 

Η Boko Haram δρα στις πολιτείες Borno, Yobe, και Adamawa. Το 2019, παρατηρήθηκε  αναζωπύρωση και κλιμάκωση της κρίσης της Boko Haram σε ολόκληρη τη βορειοανατολική Νιγηρία και από το 2019 επεκτάθηκε στη βορειοδυτική Νιγηρία με επιθέσεις που έλαβαν χώρα στην Kaduna, Katsina, Sokoto και Zamfara.[4] Συνεπώς δεν λαμβάνει στον τόπο τελευταίας συνήθους διανομής του Αιτητή, ήτοι την πόλη Lagos, οποιαδήποτε εσωτερική ή διεθνής ένοπλη σύρραξη.

 

Ως προς τον αριθμό των περιστατικών ασφαλείας, η βάση δεδομένων ACLED κατά την χρονική περίοδο 29.06.2024 έως 27.06.2025 έχει καταγράψει στην πολιτεία Lagos[5], η οποία υπήρξε ο τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, 109 περιστατικά ασφαλείας τα οποία επέφεραν 76 απώλειες. Eξ αυτών καταγράφηκαν οι 58 ως μάχες (55 ανθρώπινες απώλειες), τα 21 ως ταραχές (6 ανθρώπινες απώλειες), και τα 30 ως βία κατά αμάχων (15 ανθρώπινες απώλειες).  Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της Lagos, σύμφωνα με πρόβλεψη του 2025, ανέρχεται σε 17,156,400 κατοίκους[6].

 

Τα εν λόγω στοιχεία καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης στην εν λόγω περιοχή που θα μπορούσαν να θέσουν υπό απειλή την ζωή ενός πολίτη από την παρουσία του και μόνο στην εν λόγω περιοχή, υπό την έννοια του άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

 

Κρίνω, υπό τις περιστάσεις και στη βάση του συνόλου των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε πλήρως η δε απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη. Ο Αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει σε κανένα στάδιο της διαδικασίας τη βασιμότητα του αιτήματός του για αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα, δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου και της Σύμβασης της Γενεύης, ούτε για την παραχώρηση της συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στο πλαίσιο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, το οποίο συνεκτίμησε όλα τα πραγματικά στοιχεία και εξέδωσε τελική αιτιολογημένη απόφαση. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε το μεμπτό, ούτως ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και επαρκώς αιτιολογημένη.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1000 έξοδα υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

Α.Α. ΑΓΡΟΤΗ Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1]Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν. 73(Ι)/2018

[2] Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (2002) 3 ΑΑΔ 314

[3] RULAC, A New Non-International Armed Conflict in Nigeria, Νοέμβριος 2022, διαθέσιμο σε: https://www.rulac.org/browse/countries/nigeria#collapse1accord, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 07.7.2025)

[4]Country of Origin Information, Nigeria, security Situation (Ιούνιος 2021), https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2021_06_EASO_COI_Report_Nigeria_Security_situation.pdf σελ. 32, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 07.7.2025)

[6] World population review, 2025, Διαθέσιμο σε: https://worldpopulationreview.com/cities/nigeria/lagos, ημ. πρόσβασης 07/07/2025


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο