
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ.: 2576/23
20 Αυγούστου, 2025
[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Ε. Α. Ν.
Αιτητής,
και
Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
Ζ. Ποντίκη (κα) για Αλ Τάχερ Μπενέτης και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., Δικηγόροι για τον Αιτητή
Α. Χατζηιωσήφ (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή αιτείται την έκδοση απόφασης από το παρόν Δικαστήριο με την οποία να κηρύσσεται άκυρη, παράνομη και στερούμενη κάθε έννομου αποτελέσματος η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση, ημερομηνίας 20.6.2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του τελευταίου για διεθνή προστασία, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2022.
Γεγονότα
1. Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Ο Αιτητής κατάγεται από τη Δημοκρατία του Καμερούν (στο εξής: το Καμερούν). Εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία από τις μη ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση περιοχές και περί τις 28.5.2021, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας. Στις 24.3.2023, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό, ο οποίος στις 16.6.2023 υπέβαλε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: Προϊστάμενος) για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή και επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του. Η Εισήγηση εγκρίθηκε από τον Προϊστάμενο στις 20.6.2023. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 10.7.2023, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
Νομικοί Ισχυρισμοί
2. Κατά την ακροαματική διαδικασία της παρούσας προσφυγής, ο Αιτητής προέβαλε τον ισχυρισμό περί ελλείψεως δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, υποστηρίζοντας ότι το σύνολο των προβαλλομένων εκ μέρους του ισχυρισμών τυγχάνει αποδεκτό από τους Καθ’ ων η αίτηση και ότι δεν επιθυμεί την επιστροφή του λόγω της γενικότερης καταστάσεως που επικρατεί στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν.
3. Από την πλευρά τους, οι Καθ’ ων η αίτηση υπεραμύνονται της επίδικης πράξεως, προβάλλοντας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς και νομίμως αιτιολογημένη, καθιστώσα εφικτό τον δικαστικό της έλεγχο, και ότι αποτελεί προϊόν δέουσας έρευνας.
Το νομικό πλαίσιο
4. Η Σύμβαση περί του καθεστώτος των προσφύγων, η οποία υπογράφηκε στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 και τέθηκε σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954 [Recueil des traités des Nations unies, τόμος 189, σ. 150, αριθ. 2545 (1954)], όπως συμπληρώθηκε με το Πρωτόκολλο περί του καθεστώτος των προσφύγων, το οποίο συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 31 Ιανουαρίου 1967 και τέθηκε σε ισχύ στις 4 Οκτωβρίου 1967 (στο εξής: Σύμβαση της Γενεύης), ορίζει, στο άρθρο 1, τμήμα Α, σημείο 2, πρώτο εδάφιο, ότι ο όρος «πρόσφυγας» εφαρμόζεται επί παντός προσώπου το οποίο, «συνεπεία δικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων, ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την ιθαγένεια και δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να απολαύη της προστασίας της χώρας ταύτης».
5. Ο Κανονισμός 2 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έχει ως ακολούθως:
«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ’ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».
6. Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (στο εξής: o περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.
7. Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.
8. Το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:
«Υποχρεώσεις Αιτητή κατά την εξέταση της αίτησης και συναφής υποχρέωση αρμόδιων αρχών
16.-(1) Κατά την εξέταση της αίτησής του, ο Αιτητής οφείλει να συνεργάζεται με την Υπηρεσία Ασύλου με σκοπό την εξακρίβωση της ταυτότητάς του και των υπόλοιπων στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2).
(2) Ιδίως, ο Αιτητής οφείλει-
(α) να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης, τα οποία στοιχεία συνίστανται σε δηλώσεις του Αιτητή και σε όλα τα έγγραφα που έχει ο Αιτητής στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία∙ [...]».
9. Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.
Κατάληξη
10. Ως προς τους προωθούμενους λόγους προσφυγής περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής των λόγων προσφυγής. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά εξετάζει την ουσιαστική της ορθότητα της de novo και ex nunc (Βλ. Aπόφαση του ΔΕΕ της 3ης Απριλίου 2025, C‑283/24 [Barouk], B. F. κατά Κυπριακής Δημοκρατίας, ECLI:EU:C:2025:236, απόφαση του ΔΕΕ ημερομηνίας 29 Ιουλίου 2019, Torubarov, C-556/17, EU:C:2019:626, σκέψεις 50 έως 53 (σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο πραγματοποιεί «πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων, ιδίως, κατά περίπτωση, εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας) Έφεση κατά Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Aρ. 107/2023, Δημοκρατία ν. Q.B.T., απόφαση ημερ. 11.2.2025, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 17/2021 Janelidze ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 21.9.2021· Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 35/2023 Lubangamu ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 5.12.2024). Ο Αιτητής αναμένεται να προβάλει, στο πλαίσιο της διοικητικής ή και της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Η πιο πάνω ανάλυση λόγω της έκτασης της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου καθιστά αλυσιτελή την προβολή υποπεριπτώσεων λόγων προσφυγής π.χ. έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, πλάνη, ορισμένες διαδικαστικές πλημμέλειες κατά την έκδοση της επίδικης πράξης. Εν προκειμένω, ο Αιτητής εκπροσωπούμενος και δια συνηγόρου, έχει την ευκαιρία να εκθέσει τους ισχυρισμούς του και να λάβει όλα τα δέοντα δικονομικά μέσα προς τεκμηρίωσή τους [Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552]. Ως αλυσιτελής χαρακτηρίζεται ο λόγος προσφυγής, ο οποίος ακόμα και αν γίνει δεκτός δεν πρόκειται να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης [Βλ. Η προβολή ισχυρισμών στις διοικητικές διαφορές ουσίας, Α. Αθ. Αρχοντάκη, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 100].
11. Συναφές εν προκειμένω είναι και το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα τα εδάφια (2) και (3) αυτού. Από τις εν λόγω διατάξεις απορρέει καταρχάς η υποχρέωση του Αιτητή να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησης ασύλου του. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie v. Aναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320) αποτελεί υποχρέωση του Αιτητή ασύλου να επικαλεστεί έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για κάποιον από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010). Εν συνεχεία ωστόσο, λόγω ακριβώς της δυσχέρειας του Αιτητή ασύλου να τεκμηριώσει με συγκεκριμένα στοιχεία την αίτησή του, γεννάται υποχρέωση της διοίκησης να συνδράμει τον Αιτητή σε αυτήν την προσπάθεια προβολής και τεκμηρίωσης των ισχυρισμών του (Βλ. Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών παρ. 195 επ., Βλ. επίσης αναφορικά με την ενεργό συνεργασία Απόφαση του ΔΕΕ της 22ας Νοεμβρίου 2012, Υπόθεση C‑277/11, M. M., ECLI: EU:C:2012:744, σκέψεις 63 έως 68).
12. Προχωρώντας στην εξέταση της ουσίας των ισχυρισμών του Αιτητή, παρατηρείται ότι κατά την καταγραφή της αιτήσεώς του για διεθνή προστασία, αυτός δήλωσε ότι στον τόπο συνήθους διαμονής του, ήτοι στο χωριό Babubok, ασχολείτο ως τεχνίτης μετάλλων («weathering»), διατηρώντας εργαστήριο στην οικία του πατέρα του. Κατά τους ισχυρισμούς του, κατηγορήθηκε από την κυβέρνηση ότι κατασκεύαζε και επιδιόρθωνε όπλα για τους μαχητές Ambazonians, τα οποία χρησιμοποιούντο εναντίον του στρατού. Επί τούτου, αξιωματικός του τμήματος Nguti διέταξε τη μετάβαση στρατιωτών για τη σύλληψή του. Ο Αιτητής, πληροφορηθείς την πρόθεση αυτή μέσω φίλου του που υπηρετούσε στο στρατό, κατέφυγε και κρύφτηκε στο δάσος. Όταν δε οι στρατιώτες δεν τον εντόπισαν, προέβησαν – κατά τους ισχυρισμούς του – στη σύλληψη του πατέρα του, πυρπόλησαν την οικία τους και μετέφεραν τον πατέρα του σε άγνωστη τοποθεσία. Ο Αιτητής δήλωσε εξάλλου ότι τα στοιχεία του εστάλησαν σε όλα τα σημεία ελέγχου, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να κυκλοφορήσει ελευθέρως. Επειδή δε στερείτο χρημάτων, μετέβη στην πόλη, όπου συνάντησε τον θείο του και πώλησε τμήμα γης προκειμένου να εξασφαλίσει τα αναγκαία για την ετοιμασία των εγγράφων αναχώρησης από τη χώρα. Τέλος, ισχυρίστηκε ότι η ζωή του τελεί σε άμεσο κίνδυνο εκ μέρους της κυβερνήσεως, καθότι ο στρατός τον αναζητούσε παντού.
13. Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης, ο Αιτητής, αναφορικά με τα προσωπικά του στοιχεία, κατέθεσε ότι γεννήθηκε και διέμενε στη Ntale Bassosi (γεννηθείς το 1994), ενώ ακολούθως εγκαταστάθηκε στην Kumba και ως τόπο τελευταίας διαμονής του δήλωσε το χωριό Babubok. Δήλωσε ότι είναι άγαμος, άτεκνος, χριστιανός και ανήκει στη φυλή Bassosi. Επεσήμανε ότι είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως και ότι φοίτησε επί χρονικό διάστημα ενάμισι έτους σε πανεπιστήμιο, πλην όμως δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του λόγω της κρίσης που επικρατεί στη χώρα καταγωγής του. Ανέφερε επιπλέον ότι διαθέτει επαγγελματική πείρα ως τεχνίτης μετάλλων («art of weathering») στη χώρα καταγωγής του. Αναφορικά με την πατρική του οικογένεια, ανέφερε ότι αμφότεροι οι γονείς του έχουν αποβιώσει και ότι έχει επτά αδέλφια, τα οποία εξακολουθούν να διαμένουν στη χώρα καταγωγής του. Τέλος, δήλωσε ότι επικοινωνεί με τη σύντροφό του, από την οποία πληροφορείται σχετικά με την οικογένειά του.
14. Ερωτηθείς για τους λόγους εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του, ο Αιτητής, κατά την ελεύθερη αφήγησή του, δήλωσε ότι, όταν εκδηλώθηκε η κρίση με τους Ambazonians το έτος 2016, διέκοψε τη φοίτησή του προκειμένου να παραμείνει κοντά στους γονείς του και να τους συνδράμει, λόγω της εντάσεως της καταστάσεως. Εξήγησε ότι άρχισε να εργάζεται ως τεχνίτης μετάλλων, ώστε να καλύπτει τα έξοδά του, μέχρις ότου η κρίση επεκτάθηκε στην περιοχή του. Υποστήριξε ότι η κυβέρνηση πληροφορήθηκε για την επιχείρηση που διατηρούσε και θεώρησε ότι παρείχε υπηρεσίες επισκευής όπλων στους Ambazonians. Ειδικότερα, ανέφερε ότι ο αξιωματικός της περιοχής Nguti διέταξε τη σύλληψή του, πλην όμως, αφού πληροφορήθηκε το γεγονός αυτό από φίλο του που υπηρετούσε στο στρατό, κατέφυγε στο δάσος. Όταν ο στρατός δεν τον εντόπισε, συνέλαβε τον πατέρα του και έβαλε φωτιά στην οικία της οικογενείας του. Κατά την επιστροφή του στο χωριό, ο Αιτητής πληροφορήθηκε ότι οι στρατιωτικές δυνάμεις άφησαν μήνυμα σύμφωνα με το οποίο η κυβέρνηση είχε διατάξει τη σύλληψή του «νεκρό ή ζωντανό», ενώ παράλληλα είχαν αποστείλει το όνομά του σε όλα τα σημεία ελέγχου. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι, προκειμένου να διαφύγει, κατευθύνθηκε πεζός προς τη γαλλόφωνη πλευρά, στη συνέχεια χρησιμοποίησε ποδήλατο και τελικώς κατέληξε στον θείο του. Ερωτηθείς ως προς το τι φοβάται σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, δήλωσε ότι η κρίση συνεχίζεται, η σύλληψή του έχει διαταχθεί και υφίσταται κίνδυνος να θανατωθεί. Προσέθεσε ότι η κυβέρνηση, και δη ο στρατός, εξακολουθεί να τον διώκει, και μολονότι η είσοδος στη χώρα είναι κατ’ αρχήν εφικτή λόγω της διαφθοράς, το όνομά του καταγράφεται στο σύστημα και, ως εκ τούτου, δεν δύναται να επιστρέψει. Ερωτηθείς περί της δυνατότητος εσωτερικής μετεγκαταστάσεως, ανέφερε ότι θα μπορούσε να μεταβεί στη γαλλόφωνη πλευρά, πλην όμως δεν διαθέτει οικείους εκεί. Ως προς τον θείο του, δήλωσε ότι ο τελευταίος έχει οικογένεια και δεν μπορεί να τον φιλοξενήσει.
15. Στη συνέχεια, υπεβλήθησαν στον Αιτητή διευκρινιστικού χαρακτήρα ερωτήματα αναφορικά με τον πυρήνα του αιτήματός του. Σχετικά με την κρίση με τους Ambazonians, ισχυρίστηκε ότι εκείνη την περίοδο σημειώνονταν μαζικοί φόνοι και ότι περί τον Φεβρουάριο είδε ο ίδιος να θανατώνεται πρόσωπο ενώπιόν του. Ερωτηθείς πώς επηρεάστηκε προσωπικώς από την κρίση, απάντησε ότι το γεγονός τον συγκλόνισε και αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα. Υποστήριξε ότι δεν είχε προσωπική επαφή με καμία από τις δύο πλευρές της συγκρούσεως. Ως προς την εργασία του, κατέθεσε ότι άρχισε να εργάζεται ως τεχνίτης μετάλλων τον Ιούνιο του 2016, ότι έμαθε την τέχνη στην Kumba, όπου παρέμεινε για έξι μήνες, και ότι κατά το διάστημα αυτό δεν είχε επαφή ούτε με τον στρατό ούτε με τους Ambazonians. Επιστρέφοντας στο χωριό του τον Νοέμβριο του 2016, δήλωσε ότι δεν συνεργάστηκε με τους Ambazonians. Ερωτηθείς για ποιο λόγο η κυβέρνηση θεωρούσε ότι συνεργαζόταν με αυτούς, απάντησε ότι οι τοπικοί τεχνίτες θεωρούνται εκ των πραγμάτων ύποπτοι ότι βοηθούν τους Ambazonians στην επισκευή των όπλων τους. Κατέθεσε ότι το γεγονός αυτό συνέβη τον Δεκέμβριο του 2019, ενώ προσέθεσε ότι από το 2016 έως το 2019 εξασκούσε την τέχνη του χωρίς να αντιμετωπίσει προβλήματα.
16. Αναφορικά με τον τρόπο που η κυβέρνηση πληροφορήθηκε ειδικώς για τον ίδιο, ο Αιτητής υποστήριξε ότι κάποιος τον κατέδωσε, χωρίς ωστόσο να γνωρίζει ποιος, προσθέτοντας ότι στο χωριό του υπήρχαν άτομα τα οποία δεν επιθυμούσαν την πρόοδό του. Σε σχέση με τον φίλο του που τον βοήθησε, δήλωσε ότι κατάγεται από το χωριό Mbo και ότι τον γνώριζε προτού ενταχθεί στον στρατό. Ο Αιτητής ανέφερε ότι ο πατέρας του συνελήφθη πριν τη δική του διαφυγή, τον Οκτώβριο του 2020, ενώ η οικία τους πυρπολήθηκε, χωρίς να γνωρίζει πότε ο πατέρας του αφέθηκε ελεύθερος. Ερωτηθείς γιατί η κυβέρνηση εξακολουθεί να τον αναζητεί και να επιδιώκει τον θάνατό του, ισχυρίστηκε ότι τούτο οφείλεται στην πεποίθησή της ότι θα επανέλθει στη δράση. Κληθείς να σχολιάσει την αντίφαση ότι ουδέποτε είχε επαφή με τους Ambazonians, απάντησε ότι η χώρα είναι διεφθαρμένη. Παραδέχθηκε ότι δεν έχει δει ένταλμα συλλήψεως ή έγγραφο με φωτογραφία του που να αποδεικνύει ότι καταζητείται, πλην όμως ανέφερε ότι «ο κόσμος μιλά» και ότι του το μετέφεραν τρίτοι. Ερωτηθείς πώς εγκατέλειψε τελικώς τη χώρα νομίμως, απάντησε ότι κατέβαλε χρηματικό ποσό σε υπάλληλο του αεροδρομίου. Τέλος, ανέφερε ότι από τον Οκτώβριο του 2020 έως τον Μάρτιο του 2021 κρυβόταν στην περιοχή Ngwata, φιλοξενούμενος από φίλο του.
17. Αξιολογώντας τους ισχυρισμούς του Αιτητή, οι Καθ’ ων η αίτηση διέκριναν τρεις ουσιώδεις πυλώνες: (α) τον πρώτο, αναφορικά με τα προσωπικά στοιχεία και το προφίλ του Αιτητή· (β) τον δεύτερο, σχετικό με τη γενικότερη κατάσταση που επικρατεί λόγω της αγγλόφωνης κρίσεως· και (γ) τον τρίτο, αφορώντα τη δίωξή του από τις ένοπλες δυνάμεις του Καμερούν, ως φερόμενου συνεργάτη των αποσχιστών Ambazonians, εξαιτίας της επαγγελματικής του δραστηριότητας ως επισκευαστής όπλων. Οι ισχυρισμοί αυτοί κρίθηκαν αποδεκτοί στο σύνολό τους.
18. Βάσει των αποδεκτών ισχυρισμών του Αιτητή και λαμβανομένων υπόψη των πληροφοριών που προκύπτουν από τη χώρα καταγωγής του, οι Καθ’ ων η αίτηση έκριναν ότι υφίστανται εύλογοι λόγοι να θεωρηθεί ότι ο Αιτητής θα υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη Νοτιοδυτική Περιφέρεια του Καμερούν, ως απόρροια της επικρατούσας κατάστασης ανασφαλείας στην εν λόγω περιοχή.
19. Ωστόσο, προχωρώντας στη νομική ανάλυση, οι Καθ’ ων η αίτηση διαπίστωσαν ότι δεν στοιχειοθετείται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος διώξεως του Αιτητή, κατά την έννοια του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης λόγω αδιάκριτης βίας, δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του αυτού Νόμου. Και τούτο, διότι, παρά την ύπαρξη αδιάκριτης βίας στην εν λόγω περιοχή, η ένταση αυτής, σε συνδυασμό με τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι δεν προκύπτει προσωπική απειλή εναντίον του.
20. Κατά την ακροαματική διαδικασία της 4.6.2025, ο Αιτητής, απαντώντας σε ερωτήματα του Δικαστηρίου, δήλωσε ότι εργαζόταν ως γεωργός και σιδεροκολλητής για ποδήλατα, μοτοσικλέτες και λοιπά μεταλλικά αντικείμενα, αρνούμενος ότι κατασκεύαζε όπλα, όπως είχε κατηγορηθεί. Ανέφερε ότι οι κατηγορίες αυτές προήλθαν από φήμες συγχωριανών του, οι οποίοι τον φθονούσαν για τα εισοδήματά του. Κατά δήλωσή του, πληροφορήθηκε περί των φημών αυτών κατά το διάστημα 2020–2021 από άτομα που ταξίδευαν από το χωριό του προς την πόλη Kumba. Επισήμανε ότι φίλος του, ονόματι N.B., στρατιωτικός, τον ενημέρωσε τηλεφωνικώς ότι επρόκειτο να συλληφθεί, οπότε κατέφυγε στο δάσος και ακολούθως μετέβη στο χωριό Melong, όπου συνάντησε τον θείο του. Κατά τους ισχυρισμούς του, κατόπιν της αποτυχίας συλλήψεώς του, οι στρατιωτικές δυνάμεις έκαψαν την οικία του πατέρα του, χωρίς να υπάρχουν παρόντα μέλη της οικογενείας του, γεγονός το οποίο πληροφορήθηκε μέσω συγγενών και βιντεοληπτικού υλικού. Το Δικαστήριο επεσήμανε αντιφάσεις μεταξύ των ως άνω δηλώσεων και όσων ο Αιτητής είχε καταθέσει στη συνέντευξη, όπου είχε αναφέρει ότι ο πατέρας του συνελήφθη, ότι ο ίδιος επέστρεψε και αντίκρισε ιδίοις όμμασι το καμένο σπίτι, καθώς και ότι μετέβη στον θείο του με ποδήλατο. Ο Αιτητής απέδωσε τις αποκλίσεις αυτές στην παρέλευση χρόνου και στον τρόπο καταγραφής της συνέντευξης. Επανέλαβε ότι τα γεγονότα της καταστροφής της οικίας του και η διάδοση των φημών έλαβαν χώρα περί το έτος 2020, «στην εποχή των βροχών».
21. Προχωρώντας στην de novo και ex nunc εξέταση των ενώπιόν μου δεδομένων, όπως υπαγορεύουν τα εδάφια (3) και (4) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, κρίνεται, επί τη βάσει των ενώπιόν μου στοιχείων, γίνεται δεκτό το εύρημα των Καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό. Συγκεκριμένα, διαπιστώνεται ότι ο Αιτητής υπήρξε σαφής ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, τον τόπο καταγωγής, την εκπαίδευσή του και το οικογενειακό του περιβάλλον, χωρίς να προκύψουν στοιχεία ικανά να κλονίσουν την αξιοπιστία των σχετικών δηλώσεών του.
22. Η αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού εδραιώνεται περαιτέρω, αφενός διότι οι συναφείς αναφορές του Αιτητή παρατίθενται με συνοχή και συνέπεια, επιβεβαιούμενες εν μέρει και από το προσκομισθέν διαβατήριο (βλ. ερ. 5 του διοικητικού φακέλου, στο εξής: δ.φ.), και αφετέρου από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, καταγεγραμμένες επίσης στο δ.φ. (βλ. ερ. 31–32 δ.φ.). Αναφορικά δε με την επαγγελματική του πείρα, ο Αιτητής δήλωσε ότι εργαζόταν ως τεχνίτης και ότι παράλληλα συνέδραμε στις αγροτικές εργασίες του πατέρα του (βλ. ερ. 25–χ3 δ.φ.), ιδιότητα η οποία θα αναλυθεί κατωτέρω σε συνάρτηση με τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό, καθόσον συνδέεται άμεσα με τον πυρήνα του αιτήματός του.
23. Ως προς τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, ο Αιτητής επικαλέστηκε τη γενικότερη κατάσταση που επικρατεί συνεπεία της αγγλόφωνης κρίσης. Υποστήριξε ότι, εξαιτίας της έναρξης της κρίσης το έτος 2016, διέκοψε τις σπουδές του και επέστρεψε στο χωριό του· ότι υπήρξαν πολυάριθμοι θάνατοι· και ότι, ερωτηθείς πώς επηρεάσθηκε προσωπικώς, απάντησε ότι το γεγονός τον συγκλόνισε, οπότε και αποφάσισε να εγκαταλείψει τη Bamenda, όπου φοιτούσε, ώστε να μην εμπλακεί ο ίδιος (βλ. ερ. 23-χ8 του δ.φ.). Παρατηρείται, ωστόσο, ότι οι σχετικές αναφορές του ήταν συνοπτικές, στερούμενες περαιτέρω λεπτομερειών ή προσωπικών βιωμάτων, πέραν της διακοπής της φοίτησής του και της μαρτυρίας ενός θανάτου. Περαιτέρω, όπως προκύπτει και από τις εξωτερικές πηγές πληροφόρησης που επικαλέστηκαν οι Καθ’ ων η αίτηση, με τις οποίες το Δικαστήριο συντάσσεται, και οι οποίες παρατίθενται στη συνέχεια, είναι αδιαμφισβήτητο ότι, από το έτος 2016, στην αγγλόφωνη ζώνη της χώρας εκτυλίσσονται ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ των κρατικών στρατιωτικών δυνάμεων και αποσχιστικών ομάδων. Ως εκ τούτου, ορθώς κρίθηκε αποδεκτός ο ισχυρισμός του Αιτητή ως προς την ύπαρξη εμπόλεμης διαμάχης στην ευρύτερη περιοχή διαμονής του, απορρέουσας από την αγγλόφωνη κρίση.
24. Αναφορικά με τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι ότι ο Αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω της δίωξης του από τις ένοπλες δυνάμεις του Καμερούν ως φερόμενος συνεργάτης των αποσχιστών Ambazonian, εξαιτίας της εργασίας του ως επισκευαστής όπλων, αρχικά αναφέρεται ότι εν λόγω ισχυρισμός κρίθηκε αποδεκτός από τους Καθ’ ων η αίτηση. Ωστόσο, θα διαφωνήσω με το συγκεκριμένο συμπέρασμα, αναλύοντας την άποψή μου ως κάτωθι.
25. Η εξέταση των αιτημάτων αναγνώρισης καθεστώτος διεθνούς προστασίας υπό την εθνική νομοθεσία πραγματοποιείται σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο διεξάγεται ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία υπάγεται στο Υπουργείο Εσωτερικών (άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου) και αποτελεί την «αποφαινόμενη αρχή» κατά το άρθρο 2 στοιχείο στ΄ της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και την ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (στο εξής: η Οδηγία 2013/32). Το δεύτερο στάδιο αφορά την προσφυγή ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο, ιδρυθέν δυνάμει του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, συνιστά το «πρωτοβάθμιο δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 46 παράγραφος 3 της Οδηγίας 2013/32. Το Δικαστήριο αυτό, ως το εθνικό όργανο που εγκαθιδρύθηκε προς μεταφορά του άρθρου 46 της Οδηγίας (βλ. και άρθρο 11 του ως άνω Νόμου), υποχρεούται να προβεί σε πλήρη και ex nunc εξέταση των πραγματικών και νομικών ζητημάτων που διέπουν την επίδικη απόφαση και να αποφανθεί εάν αυτή θα επικυρωθεί, εν όλω ή εν μέρει, ή θα ακυρωθεί και τροποποιηθεί αντιστοίχως. Η διάταξη αυτή καθορίζει την έκταση και φύση του ελέγχου που το παρόν Δικαστήριο ασκεί επί απορριπτικών αποφάσεων διεθνούς προστασίας και αποτελεί τη θεμελιώδη πηγή της εξουσίας του.
26. Το άρθρο 46 παράγραφος 3 της Οδηγίας 2013/32 επιβάλλει στα κράτη μέλη να εξασφαλίζουν ότι η πραγματική προσφυγή περιλαμβάνει πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων, ιδίως, κατά περίπτωση, της ανάγκης διεθνούς προστασίας, τουλάχιστον ενώπιον πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Το ΔΕΕ έχει διευκρινίσει ότι η διάταξη αυτή απαιτεί δικαστικό έλεγχο του συνόλου των πραγματικών και νομικών ζητημάτων στη βάση επικαιροποιημένων στοιχείων (βλ. ΔΕΕ, απόφαση της 25.7.2018, Alheto, C-585/16, σκ. 110, ECLI:EU:C:2018:584).
27. Έχει επίσης κριθεί ότι ο «πλήρης» χαρακτήρας της εξετάσεως επιβάλλει στο εθνικό δικαστήριο να λαμβάνει υπόψη τόσο τα στοιχεία που εξέτασε ή μπορούσε να εξετάσει η αποφαινόμενη αρχή, όσο και εκείνα που προέκυψαν μεταγενεστέρως της εκδόσεως της αποφάσεώς της (βλ. ΔΕΕ, απόφαση της 4.10.2018, Ahmedbekova, C-652/16, σκ. 93, ECLI:EU:C:2018:801· βλ. επίσης Alheto, σκ. 113).
28. Εξάλλου, το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 46 παράγραφος 3, ερμηνευόμενο υπό το φως του άρθρου 47 του Χάρτη, συνιστά ενωσιακό κανόνα δικαίου άμεσης εφαρμογής (βλ. ΔΕΕ, απόφαση της 29.7.2019, Torubarov, C-556/17, EU:C:2019:626). Κατά πάγια νομολογία, διάταξη οδηγίας παράγει άμεσο αποτέλεσμα όταν είναι ακριβής και ανεπιφύλακτη, ώστε να μπορεί να προβληθεί από ιδιώτες έναντι του κράτους ενώπιον εθνικών δικαστηρίων (βλ. ΔΕΕ, απόφαση της 22.6.1989, Fratelli Constanzo, C-103/88, σκ. 29· απόφαση της 4.12.1974, Van Duyn, C-41/74, σκ. 13· απόφαση της 19.1.1982, Becker, C-8/81, σκ. 27-40).
29. Ερμηνεύοντας το εθνικό δίκαιο, ήτοι το άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, σε συνδυασμό με την ως άνω ενωσιακή διάταξη, προκύπτει ότι το παρόν Δικαστήριο δεν δεσμεύεται αποκλειστικά από τις δηλώσεις του Αιτητή ενώπιον της διοίκησης ή την προηγηθείσα αξιολογική της κρίση για ένα ουσιώδη ισχυρισμό, αλλά δύναται και οφείλει να συνεκτιμήσει τις ενώπιόν του αναφορές, προκειμένου να προβεί σε πλήρη και ex nunc εξέταση. Δύναται δε περαιτέρω να απομονώσει κατά τρόπο διαφορετικό τους ουσιώδεις ισχυρισμούς. Υπό το πρίσμα αυτό, και ενόψει της φύσεως και εκτάσεως της δικαιοδοσίας του, δεν τυγχάνει εφαρμογής η αρχή της μη χειροτέρευσης αναφορικά με την αξιολόγηση των επιμέρους ισχυρισμών, καθώς ο ενωσιακός και εθνικός νομοθέτης επιβάλλουν στο Δικαστήριο την εξουσία και την υποχρέωση να επανεκτιμήσει το σύνολο των δεδομένων, ακόμη και εάν η κρίση του διαφοροποιείται εις βάρος του Αιτητή. Διαφορετική ερμηνεία θα αναιρούσε κατ’ ουσίαν την εξουσία του Δικαστηρίου να διεξάγει πλήρη και ex nunc έλεγχο, γεγονός που θα ερχόταν σε αντίθεση τόσο με το γράμμα όσο και με το σκοπό της διάταξης αυτής. Ωστόσο, το Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να ανακαλέσει συμπληρωματικής προστασίας το οποίο έχει ήδη χορηγηθεί με προηγούμενη απόφαση της διοίκησης κατά την εξέταση αρνητικής απόφασης περί της μη χορήγησης προσφυγικού καθεστώτος.
30. Κατόπιν της ανωτέρω διευκρίνισης ως προς το εύρος των εξουσιών του Δικαστηρίου, ακολουθεί η εξέταση του τρίτου ουσιώδους ισχυρισμού του Αιτητή, ήτοι της φερόμενης δίωξής του από τις ένοπλες δυνάμεις του Καμερούν, λόγω της αποδιδόμενης κατηγορίας ότι συνεργαζόταν με τους Ambazonians ως τεχνίτης όπλων. Συναφώς, παρατηρείται ότι ως προς την επαγγελματική του ιδιότητα οι δηλώσεις του υπήρξαν καταρχάς σαφείς και συνεπείς. Δήλωσε ότι ήταν τεχνίτης μετάλλων – επισκευαστής ποδηλάτων και μικρών μεταλλικών αντικειμένων – και ουδέποτε ανέφερε ότι επισκεύαζε ή κατασκεύαζε όπλα (βλ. ερ. 25-χ3 του δ.φ.). Ειδικότερα, υποστήριξε ότι έμαθε την τεχνική τον Ιούνιο του 2016 στην Kumba, όπου παρέμεινε επί έξι μήνες, και ότι από το 2016 έως το 2019 ασκούσε την τέχνη αυτή στο χωριό του χωρίς να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα. Κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, επανέλαβε ότι είναι γεωργός και σιδεροκολλητής, αρνούμενος ρητώς ότι κατασκεύαζε όπλα.
31. Παρά ταύτα, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι οι αρχές της χώρας του τον αναζητούσαν θεωρώντας ότι επισκεύαζε όπλα για τους Ambazonians, χωρίς ωστόσο να παραθέσει συγκεκριμένα περιστατικά προσωπικής εμπλοκής είτε με τους αποσχιστές είτε με τον στρατό. Ερωτηθείς γιατί η κυβέρνηση είχε σχηματίσει την πεποίθηση ότι βοηθούσε τους Ambazonians, απάντησε αορίστως ότι η κυβέρνηση θεωρεί εν γένει πως οι ντόπιοι τεχνίτες παρέχουν βοήθεια στους αποσχιστές για την επισκευή όπλων (βλ. ερ. 24-χ2, 23-χ15 του δ.φ.). Επίσης, ανέφερε ότι η αρνητική αυτή εικόνα για το πρόσωπό του προήλθε από συγχωριανούς που τον φθονούσαν, ισχυρισμός που συνιστά προσωπική του εκτίμηση, χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω τεκμηρίωση (βλ. ερ. 22-χ1 του δ.φ.).
32. Περαιτέρω, παρατηρούνται ασάφειες και αντιφάσεις ως προς τον χρόνο και τις περιστάσεις των γεγονότων. Σχετικά με την κατηγορία ότι επισκεύαζε όπλα, στη συνέντευξη του ανέφερε ότι πληροφορήθηκε περί το Δεκέμβριο του 2019 (βλ. ερ. 23-χ16), ενώ κατά την ακροαματική διαδικασία της 4.6.2025 δήλωσε ότι αυτό συνέβη το 2020–2021. Αναφορικά με τη διαφυγή του στο δάσος και τη φερόμενη σύλληψη του πατέρα του, κατά τη συνέντευξη κατέθεσε ότι ο πατέρας του συνελήφθη, ενώ ενώπιον του Δικαστηρίου ισχυρίστηκε ότι ο πατέρας του βρισκόταν στο δάσος και ουδέποτε συνελήφθη. Η εν λόγω αντίφαση δεν δικαιολογείται από την επικαλούμενη από τον Αιτητή πάροδο του χρόνου, καθώς αποτελεί εξόφθαλμα κρίσιμο περιστατικό που δεν δικαιολογείται ευλόγως να ξέχασε ο Αιτητής. Ομοίως, ως προς την καμένη οικία, στη συνέντευξη ανέφερε ότι επέστρεψε και την αντίκρισε ο ίδιος, ενώ ενώπιον του Δικαστηρίου δήλωσε ότι την είδε σε βίντεο. Αντίστοιχες ανακολουθίες παρατηρούνται και στη διαδρομή προς τον θείο του: αρχικώς ανέφερε ότι χρησιμοποίησε ποδήλατο, ενώ ενώπιον του Δικαστηρίου κατέθεσε ότι διήνυσε όλη την απόσταση με τα πόδια σε εννέα ώρες. Δεν παροράται τέλος ότι ο Αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα του, μέσω του διεθνούς αεροδρομίου της Douala, χωρίς να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα με τις αρχές, δεδομένο που ευλόγως ενισχύει το εύρημα ότι ο ίδιος δεν διώκεται από τις αρχές της χώρας τους και ιδίως με την ένταση που ο ίδιος επικαλέστηκε.
33. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, οι ισχυρισμοί του Αιτητή εμφανίζουν ουσιώδεις αντιφάσεις, χρονολογικές ανακολουθίες και αόριστες αναφορές, χωρίς οποιαδήποτε απτή ή αντικειμενική τεκμηρίωση. Δεν προσκομίστηκε ένταλμα συλλήψεως ή άλλο επίσημο έγγραφο που να επιβεβαιώνει ότι αναζητείτο από τις αρχές, ενώ οι σχετικές δηλώσεις του βασίζονται σε φήμες και ακαθόριστες αναφορές τρίτων. Κατά συνέπεια, η εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή κρίνεται σοβαρά κλονισμένη και δεν στοιχειοθετείται, με αποτέλεσμα ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός να μην δύναται να γίνει δεκτός.
34. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών του, σημειώνεται ότι το αφήγημα του Αιτητή αποτελεί προσωπικό βίωμα, το οποίο δεν μπορεί καθ’ αυτό εύλογα να επιβεβαιωθεί από εξωτερικές πηγές. Ωστόσο επιμέρους σημεία του αφηγήματός του όντως συντέμνονται με πληροφορίες από εξωτερικές πηγές, οι οποίες παρατίθενται στη συνέχεια, όπως αναφορικά με τα άτομα τα οποία γίνονται αντιληπτοί από την κυβέρνηση ως υποστηρικτές των αποσχιστών. Σύμφωνα με εξωτερικές πηγές διαφαίνεται ότι στοχοποιούνται με συλλήψεις, κράτηση, εξωδικαστικές εκτελέσεις από τις αρχές/δυνάμεις ασφαλείας της χώρας.[1] Πρόσθετες πηγές επιβεβαιώνουν την έκδοση ενταλμάτων σύλληψης κατά αυτονομιστών ακτιβιστών της καμερουνέζικης διασποράς[2] και την έκδοση διεθνών ενταλμάτων σύλληψης σε βάρος αρχηγών αυτονομιστικών ομάδων.[3] Ομοίως γίνονται αναφορές σε αυθαίρετες συλλήψεις αρχηγών αυτονομιστικών ομάδων εντός του Καμερούν.[4] Μια άλλη κατηγορία ανθρώπων που κινδυνεύουν να στοχοποιηθούν από τις καμερουνέζικες αρχές είναι άνθρωποι που κατέχουν ήδη κάποιο δημόσιο βήμα και υιοθετούν (δημόσια) θέσεις για την κρίση των Αγγλόφωνων οι οποίες δεν συμπίπτουν με τις επίσημες θέσεις των Καμερουνέζικων αρχών ή τίθενται ευθέως υπέρ των Αγγλόφωνων. Ειδικότερα, μια πηγή αναφέρεται στην κράτηση ενός Γαλλόφωνου Καμερουνέζου συγγραφέα με έδρα τις ΗΠΑ, ο οποίος δημοσίευσε ένα κείμενο που ασκούσε κριτική στο χειρισμό της κρίσης από την πλευρά της κυβέρνησης,[5] ενώ άλλη πηγή κάνει λόγο για τη στοχοποίηση της οικίας ενός πρώην επιχειρηματία που έχει λάβει ανοιχτά θέση υπέρ του διαλόγου στο ζήτημα των Αγγλόφωνων.[6] Την ίδια μεταχείριση από τις καμερουνεζικές αρχές αντιμετωπίζουν και οι αγγλόφωνοι δημοσιογράφοι και προσωπικό των μη κυβερνητικών οργανώσεων.[7] Οι ανωτέρω πηγές επιβεβαιώνουν αφενός, τη διαμάχη μεταξύ του στρατού και των αποσχιστών και αφετέρου, την εκατέρωθεν δίωξη των υποστηρικτών τους. Δεδομένης ωστόσο, της μη αποδοχής της εσωτερικής αξιοπιστίας του Αιτητή ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του.
35. Προχωρώντας στην αξιολόγηση του κινδύνου που τυχόν διατρέχει ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του επισημαίνονται τα εξής. Αρχικά, αξίζει να σημειωθεί ότι οι Καθ’ ων η αίτηση αποδέχτηκαν τον τρίτο ισχυρισμό, περί δίωξης του Αιτητή από τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας καταγωγής του, ως φερόμενος συνεργάτης των Ambazonians, καταλήγοντας ότι υπάρχουν ουσιώδη λόγοι να γίνει αποδεκτό ότι εάν ο Αιτητής επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και παραδόξως κατά τη νομική ανάλυση κατέληξαν ότι ο εν λόγω φόβος του Αιτητή δεν κρίνεται βάσιμος και δικαιολογημένος, χωρίς ωστόσο να εντοπίζεται ο σχετικός συλλογισμός. Με δεδομένο, ωστόσο ότι το παρόν Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τη στοιχειοθέτηση του τρίτου ουσιώδη ισχυρισμού, προχωρώ σε αξιολόγηση κινδύνου βάσει των αποδεκτών ισχυρισμών, περί προσωπικών στοιχείων του Αιτητή και της γενικότερης κατάστασης ασφαλείας που επικρατεί στη χώρα καταγωγής του.
36. Ως προς τη γενική κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του Αιτητή, αναφέρονται τα ακόλουθα, ως προκύπτουν από έγκυρες πηγές πληροφόρησης:
37. Βάσει πληροφοριών από τον ανεξάρτητο οργανισμό ACAPS, η κρίση που ξέσπασε στις Αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν (ήτοι στις περιφέρειες Northwest και Southwest) περί τα τέλη του 2016 οδήγησε στην εμφάνιση διαφόρων αποσχιστικών ομάδων και σε ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ του κρατικού στρατού και των ενόπλων δυνάμεων των αυτονομιστών, που έχουν εντείνει την ανασφάλεια στις αγγλόφωνες περιοχές, «αφήνοντας πάνω από 334.000 άτομα εσωτερικά εκτοπισμένα και περισσότεροι από 76.000 να αναζητούν καταφύγιο στη γειτονική Νιγηρία, μέχρι τον Φεβρουάριο του 2025. ».[8] Εκ των όσων επίσης αναφέρονται στην ίδια πηγή, οι απαρχές της σύγκρουσης εντοπίζονται στα μακροχρόνια προβλήματα στην αγγλόφωνη κοινότητα στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές της χώρας, λόγω της περιθωριοποίησης τους από τη γαλλόφωνη κυβέρνηση, «που κλιμακώθηκαν σε εκτεταμένες διαμαρτυρίες και απεργίες περί τα τέλη του 2016».[9]
38. Οι αντιμαχόμενες πλευρές αποτελούνται από τις ένοπλες κρατικές δυνάμεις ασφαλείας του Καμερούν που έχουν αναπτυχθεί στην περιοχή (συμπεριλαμβανομένης της επίλεκτης μονάδας μάχης) και από διάφορες ένοπλες αυτονομιστικές ομάδες (που αριθμούν πέραν των 7 διαφορετικών ενόπλων ομάδων, συνολικής δυναμικότητας 2.000-4.000 μαχητών, που κατά τις επιθέσεις τους εναντίον του κρατικού στρατού χρησιμοποιούν αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς, καθώς και πιο προηγμένο οπλισμό όπως εκτοξευτές αντιαρματικών), που δρουν (κυρίως) στις αγγλόφωνες περιοχές (παρά το ότι εμφανίζονται με ορισμένο διαχωρισμό, οι ομάδες αυτές προσπαθούν όλο και περισσότερο να συντονιστούν μεταξύ τους, ενώ «οι συνεχιζόμενες εχθροπραξίες παρουσιάζουν ένα συλλογικό χαρακτήρα»).[10]
39. Ως προς τον αριθμό των περιστατικών ασφαλείας γενικότερα στο Νοτιοδυτικό Τμήμα του Καμερούν, ευρύτερη περιοχή στην οποία βρίσκεται ο τόπος καταγωγής και o τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή, το χωριό Babubok, βάσει στοιχείων από το ACLED, κατά το τελευταίο έτος καταγράφηκαν 491 περιστατικά ασφαλείας τα οποία επέφεραν 425 θανάτους. Σημειώνεται ότι για το ίδιο διάστημα δεν εντοπίστηκαν περιστατικά ασφαλείας στο χωρίο Babubok.[11] Ο πληθυσμός της Νοτιοδυτικής περιοχής σύμφωνα με την επίσημη καταμέτρηση του 2015 ανέρχεται σε 1,553,300 κατοίκους.[12]
40. Ως προς τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή δεν προκύπτει οποιαδήποτε παράμετρος του προφίλ του, η οποία να επιτείνει με οποιοδήποτε τρόπο τον κίνδυνο που τυχόν αυτός διατρέχει ούτε και καθαυτό κάποιο στοιχείο του προφίλ του δίδει βάσιμο έρεισμα για φόβο δίωξης. Ούτε και ο Αιτητής εξέφρασε οποιοδήποτε φόβο απορρέων από το προφίλ του, πέραν των όσων εξετάστηκαν ήδη ανωτέρω.
41. Ειδικώς ως προς το θρησκευτικό του προφίλ ως χριστιανού δεν προκύπτει κάποιος κίνδυνος. Πηγές αναφέρουν πως στο Καμερούν, οι Χριστιανοί αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού, με περίπου 70% να ανήκουν σε διάφορα χριστιανικά δόγματα. Ωστόσο, υπάρχουν περιοχές όπου οι Χριστιανοί αντιμετωπίζουν προκλήσεις. Στις βόρειες περιοχές, όπου κυριαρχεί το Ισλάμ, έχουν αναφερθεί περιστατικά κοινωνικών εντάσεων μεταξύ χριστιανικών και μουσουλμανικών κοινοτήτων. Επιπλέον, η παρουσία εξτρεμιστικών ομάδων, όπως η Μπόκο Χαράμ, έχει οδηγήσει σε επιθέσεις κατά χριστιανικών κοινοτήτων στα βόρεια σύνορα με τη Νιγηρία και όχι στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή. Παρά τις προκλήσεις αυτές, οι Χριστιανοί στο Καμερούν γενικά ασκούν τη θρησκεία τους ελεύθερα.[13]
42. Ως εκ τούτου, στην προκειμένη περίπτωση λαμβάνοντας υπόψη και το προσωπικό προφίλ του Αιτητή, ως αυτό έγινε αποδεκτό και ειδικότερα ότι ο Αιτητής είναι νεαρός, υγιής, χωρίς κάποια καταγεγραμμένη ευαλωτότητα, με εργασιακή εμπειρία στο τόπο συνήθους διαμονής του και με υποστηρικτικό/οικογενειακό δίκτυο, χωρίς καμία δράση ή συμμετοχή σε αντιπολιτευτικές ή απελευθερωτικές δραστηριότητες, κρίνεται πως σε συνάρτηση με τις παρατεθείσες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στη Νοτιοδυτική Περιφέρεια, και το γεγονός ότι ο ίδιος δεν εμπλέκεται καθ' οιονδήποτε τρόπο με τα όσα διαδραματίζονται στο πλαίσια των ενόπλων συγκρούσεων που καταγράφονται, δεν πιθανολογείται ότι σε περίπτωση επιστροφής του εκεί, θα εκτεθεί ευλόγως σε κίνδυνο.
43. Υπό το φως της ανωτέρω ανάλυσης κινδύνου, δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν τεκμηριώθηκε η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης για τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.
44. Ούτε επίσης τεκμηριώνεται, η υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς ο Αιτητής δεν τεκμηριώνει, αλλά και από τα ενώπιόν μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.
45. Ειδικότερα, στην προκειμένη περίπτωση από το προαναφερόμενο ιστορικό και δεδομένου ότι ο Αιτητής δεν τεκμηρίωσε, ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)] δεν προκύπτει ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του [βλ άρθρο 19(2)(α) και (β)].
46. Ούτε εξάλλου, προκύπτει ότι συντρέχει αδιακρίτως ασκούμενη βία στον τελευταίο τόπο διαμονής του Αιτητή, ο βαθμός της οποίας να είναι τόσο υψηλός, ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμηθεί ότι ο προσφεύγων, ακόμα κι αν ήθελε υποτεθεί ότι θα επιστρέψει στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή (βλ. άρθρο 19(2)(γ) απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94 Elgafaji, σκέψη 43).
47. Επιπροσθέτως, δεδομένης της κατάστασης που επικρατεί στο χωρίο του Αιτητή και στην ευρύτερη περιφέρεια αυτού δέον να εξεταστούν τα επιμέρους συστατικά στοιχεία του άρθρου 19(2)(γ) και ειδικότερα, κατά πόσον συντρέχει αδιακρίτως ασκούμενη βία στον τελευταίο τόπο διαμονής του Αιτητή, ο βαθμός της οποίας να είναι τόσο υψηλός, ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμηθεί ότι ο Αιτητής, ακόμα κι αν ήθελε υποτεθεί ότι θα επιστρέψει στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας της και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94 Elgafaji, σκέψη 43].
48. Σημειώνεται συναφώς ότι «το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε Αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δε βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής». Ως «σοβαρή» ή «σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη» ορίζεται δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) ως «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης».
49. Ως προς τον όρο διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη, το ΔΕΕ, διευκρίνισε ότι της έννοιας της εσωτερικής ένοπλης συρράξεως, η σημασία και το περιεχόμενο των όρων αυτών πρέπει να καθορίζονται, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το σύνηθες νόημά τους στην καθημερινή γλώσσα, λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου αυτοί χρησιμοποιούνται και των σκοπών που επιδιώκει η ρύθμιση στην οποία εντάσσονται (αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C‑549/07, Wallentin-Hermann, Συλλογή 2008, σ. I‑11061, σκέψη 17, και της 22ας Νοεμβρίου 2012, C‑119/12, Probst, σκέψη 20). Υπό το σύνηθες νόημά της στην καθημερινή γλώσσα, η έννοια της εσωτερικής ένοπλης συρράξεως αφορά κατάσταση στην οποία οι τακτικές δυνάμεις ενός κράτους συγκρούονται με μία ή περισσότερες ένοπλες ομάδες ή στην οποία δύο ή περισσότερες ένοπλες ομάδες συγκρούονται μεταξύ τους. (Βλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C-285/12, EU:C:2014:39, σκέψεις 27 και 28).
50. Ακολούθως ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν κατά την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε ότι λαμβάνονται υπόψη «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (Βλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C-285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (Βλ. C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).
51. Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
52. Επιπλέον, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.» (απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».
53. Εν προκειμένω Δικαστήριο ανέτρεξε σε πρόσφατες και έγκυρες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στο Νοτιοδυρικό Τμήμα του Καμερούν (βλ. ανωτέρω) και διαπίστωσε με βάση λοιπόν τα όσα καταγράφονται ανωτέρω, ότι στο χωριό Babubok, τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, λαμβάνει χώρα εσωτερική ένοπλη σύρραξη μεταξύ των δυνάμεων του στρατού της χώρας και των αποσχιστικών ομάδων που δρουν στη περιοχή. Επίσης οι εξωτερικές πηγές καταδεικνύουν ότι εκεί λαμβάνει χώρα αδιάκριτη βία (για τη έννοια της αδιάκριτης βίας η οποία επηρεάζει πρόσωπα ανεξαρτήτως των προσωπικών τους περιστάσεων, βλ. ανωτέρω Elgafaji, σκέψη 34 ΔΕΕ, Diakite, απόφαση ημερ.30/01/2014, C-285/12, παρ.), Ενόψει των ποσοτικών και ποιοτικών χαρακτηριστικών τα οποία αναλύθηκαν ανωτέρω φρονώ ότι η προερχόμενη από την ένοπλη σύρραξη αδιάκριτη βία αγγίζει ένα μέτριο σχετικά επίπεδο, αν και δεν εξικνείται σε τέτοιο επίπεδο ώστε μόνη η παρουσία ενός αμάχου σε αυτή να αρκεί για στοιχειοθέτηση πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, ανεξαρτήτως προσωπικών περιστάσεων.
54. Ως προς τις περιστάσεις του Αιτητή αυτός έχει οικογενειακό και κοινωνικό υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής του όπου μεγάλωσε και ανέπτυξε τις επαγγελματικές του δραστηριότητες, πρόκειται για ενήλικο άνδρα, υγιή, χωρίς σημεία ευαλωτότητας, ικανό προς εργασία και με προηγούμενη εργασιακή πείρα στη χώρα του. Ο Αιτητής έχει λάβει τη βασική εκπαίδευση στη χώρα του. Επιπρόσθετα, ο Αιτητής είναι εξοικειωμένος με την περιοχή, αλλά και του γεγονότος ότι βρισκόταν όλη τη ζωή του στο Νοτιοδυτικό Τμήμα της χώρας του, άρα σε θέση να γνωρίζει και να αξιολογεί επαρκώς τους κινδύνους.
55. Ως προς δε την απόφαση επιστροφής του, δεν εγείρεται οποιοσδήποτε ισχυρισμός και δεν έχει τεθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οτιδήποτε άλλο συναφές με την αρχή της μη επαναπροώθησης και των προϋποθέσεων έκδοσης της απόφασης επιστροφής, πέραν των όσων ήδη εξετάστηκαν και αναλύθηκαν ανωτέρω (Βλ. απόφαση της της 17ης Οκτωβρίου 2024, υπόθεση C 156/23 [Ararat] K, L, M, N κατά Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid, ECLI:EU:C:2024:892, ιδίως σκέψεις 50 έως 51).
Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση τροποποιείται ως ανωτέρω, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.
Κ. Κ. ΚΛΕΑΝΘΟΥΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] HRW - Human Rights Watch (Author): World Report 2024 - Cameroon, 11 January 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2103168.html, USDOS - US Department of State (Author): 2023 Country Report on Human Rights Practices: Cameroon, 23 April 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2107637.html EUAA - European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO) (Author): Cameroon; Treatment of individuals perceived as separatists by the state [Q20-2024], σελ.4, 4 March 2024
https://www.ecoi.net/en/file/local/2105170/2024_03_EUAA_COI_Query_Response_Q20_Treatment_of_Individuals_Perceived_as_Separatists_by_the_State_Cameroon.pdf (EUAA - European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO): Cameroon; Cameroon's Army conduct in Bamenda and Kumba (2018-2020) [Q57-2024], 30 August 2024, σελ.10-11
https://www.ecoi.net/en/file/local/2114532/2024_8_EUAA_COI_Query_Response_Q57_Cameroon_Army's_Conduct_In_Bamenda_And_Kumba.pdf [Ημερομηνία πρόσβασης 11/08/2025]
[2] IRB - Immigration and Refugee Board of Canada: Cameroon: Situation of Anglophones, including returnees, in Bamenda, Yaoundé and Douala; treatment by society and by the authorities (2016-August 2018) [CMR106141.E], 24 August 2018
https://www.ecoi.net/en/document/2021673.html [Ημερομηνία πρόσβασης 11/08/2025]
[3] British Broadcasting Corporation (BBC), Cameroon Issues Arrest Warrants for Separatist Leaders, 9 November 2017, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.bbc.com/news/world-africa-41928667, [Ημερομηνία πρόσβασης 11/08/2025]
[4] Amnesty International (AI), The State of the World's Human Rights; Cameroon 2024, 29 April 2025, available at: https://www.amnesty.org/en/location/africa/west-and-central-africa/cameroon/report-cameroon/[Ημερομηνία πρόσβασης 11/08/2025]
[5]British Broadcasting Corporation (BBC), Cameroon to Deport US-Based Author Patrice Nganang, 27 December 2017, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.bbc.com/news/world-africa-42491939,
Reuters, Josiane Kouagheu, Prize-Winning Cameroonian Writer Detained After Criticizing Govt.: Wife, 8 December 2017, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.reuters.com/article/us-cameroon-politics/prize-winning-cameroonian-writer-detained-after-criticizing-govt-wife-idUSKBN1E228D , [Ημερομηνία πρόσβασης 11/08/2025]
[6] Reuters, Paul Carsten and Edward McAllister, Update 2 - Cameroonian Separatist Leader Is Deported to Cameroon from Nigeria, 29 January 2018, διαθέσιμο σε: https://www.reuters.com/article/cameroon-separatists-nigeria/update-2-cameroonian-separatist-leader-is-deported-to-cameroon-from-nigeria-idUSL8N1PO5PN[Ημερομηνία πρόσβασης 11/08/2025]
[7] USDOS, 2023 Country Report on Human Rights Practices: Cameroon, 23 April 2024, available at: https://www.state.gov/reports/2023-country-reports-on-human-rights-practices/cameroon/ [Ημερομηνία πρόσβασης 11/08/2025]
[8] ACAPS, Country analysis: Cameroon, https://www.acaps.org/en/countries/cameroon# [ημερομηνία πρόσβασης 11/08/2025]
[9] ACAPS, Country analysis: Cameroon, https://www.acaps.org/en/countries/cameroon# [ημερομηνία πρόσβασης 11/08/2025]
[10] Geneva Academy of International Humanitarian Law and Human Rights – RULAC: Rule of Law in Armed Conflicts, Non-international Armed Conflicts in Cameroon, Last updated: 12th January 2023, https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-cameroon (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 11/08/2025)
[11] Πλατφόρμα ACLED Explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής, με χρήση των εξής φίλτρων αναζήτησης: Country: Cameroon, Southwest, Events / Fatalities, Political Violence (violence against civilians, explosions/remote violence, riots, battles, protests), Past Year (last update 25/07/2025), διαθέσιμη σε https://acleddata.com/platform/explorer [Ημερομηνία πρόσβασης 11/08/2025]
[12] CITY POPULATION, Africa / CAMEROON: Sud-Ouest (South West), https://www.citypopulation.de/en/cameroon/cities/ [Ημερομηνία πρόσβασης 11/08/2025]
[13] USDOS - US Department of State: 2023 Report on International Religious Freedom: Cameroon, 26 June 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2111838.html USDOS - US Department of State: 2023 Country Report on Human Rights Practices: Cameroon, 23 April 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2107637.html [Ημερομηνία πρόσβασης 11/08/2025]
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο