P. C. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Yπουργού Εσωτερικών κ.α., Υπόθεση Αρ.: ΔΚ 29/25, 19/8/2025
print
Τίτλος:
P. C. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Yπουργού Εσωτερικών κ.α., Υπόθεση Αρ.: ΔΚ 29/25, 19/8/2025

 

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Αρ.: ΔΚ 29/25

19 Αυγούστου, 2025

 

[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

 

Μεταξύ:

 

  P. C.

Αιτητού

 και

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω:

1.     Yπουργού Εσωτερικών

2.     2.  Υφυπουργού Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας

3.      Διευθύντριας Τμήματος Μετανάστευσης

Καθ’ ου η αίτηση

 …………………….

 

(κ.) Χ. Γεωργίου (κα) Γ. Βρυώνη, για Πελεκάνος και Πελεκάνος ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή

 

(κ.) Σ. Πλατής, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή ζητά από το Δικαστήριο την ακόλουθη θεραπεία:

  «Α. Απόφασιν και/ή Διάταγμα και/ή Δήλωση του Διεθνούς Διοικητικού Δικαστηρίου με την οποία να ακυρώνεται το Διάταγμα κράτησης ημερομηνίας 24.07.25, το οποίο γνωστοποιήθηκε στον Αιτητή την 24.07.25 περί ώρα 21:00 στο Χώρο Κράτησης Απαγορευμένων Μεταναστών («Χ.Ω.Κ.Α.Μ.»), στη Μενόγεια και το οποίο εκδόθηκε κατ’ επίκληση του Άρθρου 9E και του εδαφίου (ε) και του άρθρου 9ΣΤ(2) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (εφεξής Ν.6(Ι)/2000) και διαμέσου του οποίου ο Αιτητής διατάσσεται όπως παραμένει υπό κράτηση, ως άκυρο και/ή παράνομο και/ή καταχρηστικό και/ή αδικαιολόγητο και/ή εκδοθέν καθ’ υπέρβαση και/ή κατά κατάχρηση εξουσίας και/ή κατά παράβαση του Ευρωπαϊκού και/ή του Ενωσιακού και/ή Διεθνούς και/ή εφαρμοστέου εθνικού δικαίου και/ή κατά παράβαση των αρχών της πάγιας και δεσμευτικής νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), και με την οποία να διατάσσεται η άμεση απελευθέρωση του Αιτητή.

 

Β. Οποιαδήποτε άλλη ή/και περαιτέρω θεραπεία ήθελε θεωρήσει το Δικαστήριο εύλογη, κατάλληλη και δίκαιη υπό τις περιστάσεις.

 

Γ. Έξοδα αίτησης και έξοδα επίδοσης πλέον Φ.Π.Α.».

 

Γεγονότα

1.             Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, όπως προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση, τις γραπτές αγορεύσεις εκατέρωθεν των μερών και τον διοικητικό φάκελο, έχουν συνοπτικά ως ακολούθως: Ο Αιτητής κατάγεται από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας (στο εξής: «Κίνα»). Περί τις 4.4.2016, υπέβαλε αίτηση πολιτογράφησης για τον ίδιο και την οικογένειά του. Στην αίτηση επισυνάπτεται έγγραφο, από το οποίο προκύπτει το αρχικό του όνομα ως Z.N., ενώ στο ίδιο όνομα εκδόθηκε το πιστοποιητικό πολιτογράφησης στις 19.7.2019 κατόπιν σχετικής απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 13.7.2016. Στις 10.2.2017, ο Αιτητής απέκτησε κυπριακό διαβατήριο με το νέο του όνομα, P.C. Η σύζυγος και τα πέντε ανήλικα τέκνα του απέκτησαν διαβατήρια του Ηνωμένου Βασιλείου (εκδοθέντα το 2022 και 2024), όπου και διαμένουν, σύμφωνα με τις δηλώσεις των μερών.

 

2.             Στις 12.4.2023, με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, αποφασίστηκε η αποστέρηση από τον Αιτητή και την οικογένειά του της ιδιότητας του πολίτη της Δημοκρατίας, λόγω του ότι καταζητείτο διεθνώς από την Interpol για σοβαρό ποινικό αδίκημα που επισύρει ποινή φυλάκισης άνω των πέντε ετών και συνιστά αδίκημα και κατά το δίκαιο της Δημοκρατίας (χωρίς, πάντως, να αναφέρεται στην επιστολή κοινοποίησης το είδος του αδικήματος). Με την ίδια απόφαση εξουσιοδοτήθηκε ο Υπουργός Εσωτερικών να εκδώσει διάταγμα στέρησης της ιθαγένειας. Η απόφαση κοινοποιήθηκε στις 24.5.2023 στο δικηγορικό γραφείο που είχε αναλάβει τη διαδικασία πολιτογράφησης. Στις 22.8.2024, ο Υπουργός Εσωτερικών εξέδωσε διάταγμα στέρησης υπηκοότητας για τον Αιτητή και την οικογένειά του, το οποίο κοινοποιήθηκε στις 2.9.2024 στον συνήγορο που είχε χειριστεί την πολιτογράφησή του.

 

3.             Στις 11.12.2024, κατά την άφιξή του στη Δημοκρατία από το Λονδίνο, ο Αιτητής πληροφορήθηκε, όπως ισχυρίζεται, για πρώτη φορά την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και του Υπουργού Εσωτερικών περί ανάκλησης της ιθαγένειάς του. Στις 27.12.2024 καταχώρισε προσφυγή κατά του διατάγματος στέρησης (υπ’ αριθμ. 1712/2024), η οποία απορρίφθηκε στις 26.2.2025 από το Διοικητικό Δικαστήριο ως εκπρόθεσμη. Κατά της εν λόγω απόφασης εκκρεμεί ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου η έφεση υπ’ αριθμ. 41/25.

 

4.             Στις 26.3.2025, οι κινεζικές αρχές εξέδωσαν μέσω της Interpol ερυθρά αγγελία (red notice), με την οποία ο Αιτητής καταζητείτο για απάτη κατά τη συγκέντρωση κεφαλαίων (fund raising fraud). Στις 5.6.2025, ο Αιτητής αναχώρησε από το αεροδρόμιο Λάρνακας με προορισμό το Βουκουρέστι. Προηγουμένως, οι αρχές της Δημοκρατίας είχαν εξετάσει την ερυθρά αγγελία και έκριναν ότι δεν μπορούσε να εκδοθεί στις κινεζικές αρχές· συνεπώς του επετράπη η αναχώρηση προς Βουκουρέστι, με τελικό προορισμό το Λονδίνο, κάνοντας χρήση μεξικανικού διαβατηρίου. Στις 6.6.2025, ο Αιτητής επέστρεψε στο αεροδρόμιο Λάρνακας, καθώς οι ρουμανικές αρχές δεν του επέτρεψαν την είσοδο στη χώρα και κράτησαν το μεξικανικό διαβατήριό του.

 

5.             Κατά την επιστροφή του στη Δημοκρατία, διαπιστώθηκε ότι δεν έφερε ταξιδιωτικά έγγραφα. Την ίδια ημέρα εκδόθηκε δικαστικό ένταλμα σύλληψής του για τα αδικήματα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και πλαστοπροσωπίας, δυνάμει του οποίου συνελήφθη. Στις 7.6.2025, παρουσιάστηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, το οποίο εξέδωσε διάταγμα προσωποκράτησης δύο ημερών. Στις 9.6.2025, το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου απέρριψε το αίτημα της Αστυνομίας για ανανέωση της προσωποκράτησης. Παρά ταύτα, την ίδια ημέρα, μέλη της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (ΥΑΜ) συνέλαβαν τον Αιτητή ως παράνομο μετανάστη, για το αδίκημα της παράνομης παραμονής.

 

6.             Στις 10.6.2025, εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105) από τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (στο εξής: η Διευθύντρια) . Στο μεταξύ, δεν κινήθηκε οποιαδήποτε ποινική διαδικασία. Στις 11.6.2025, ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, της οποίας η εξέταση εκκρεμεί. Στις 16.6.2025, εκδόθηκε εναντίον του διάταγμα κράτησης βάσει των στοιχείων (β) και (δ) του άρθρου 9ΣΤ(2) του περί Προσφύγων Νόμου. Κατά του εν λόγω διατάγματος (ημερ. 16.6.2025) καταχωρίστηκε η προσφυγή υπ’ αριθμ. ΔΚ 20/2025 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (στο εξής: το ΔΔΔΠ), το οποίο με απόφαση της 24.7.2025 ακύρωσε το διάταγμα. Την ίδια ημέρα εκδόθηκε νέο διάταγμα κράτησης του Αιτητή, δυνάμει των άρθρων 9Ε και 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου (για λόγους δημόσιας τάξης), το οποίο κοινοποιήθηκε στον Αιτητή και αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας.

 

Νομικοί ισχυρισμοί

7.             Ο Αιτητής, στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας και περαιτέρω, με τη γραπτή του αγόρευση, προωθεί ότι εν προκειμένω δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις κράτησής του δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε). Ειδικότερα, προβάλλει ότι δεν συνιστά κίνδυνο για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, καθότι δεν έχει καταδειχθεί ότι αποτελεί παρούσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας της Δημοκρατίας.

 

8.             Επικαλούμενος τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, επισημαίνει ότι, παρά την προηγούμενη έκδοση διαταγμάτων κράτησης πριν από την έκδοση του επίδικου διατάγματος (ήτοι διαταγμάτων ημερομηνίας 10.6.2025 και 16.2.2026), ουδέποτε έγινε επίκληση λόγων δημόσιας τάξης ως αιτιολογία κράτησης. Χωρίς να διαφοροποιούνται τα πραγματικά δεδομένα ενώπιον της Διοίκησης, μετά την ακύρωση του προηγούμενου διατάγματος κράτησης, οι Καθ’ ων η αίτηση, καταχρηστικά – όπως ο ίδιος υποβάλλει – συνέχισαν να τον κρατούν υπό νέα νομική βάση. Ο Αιτητής, παραπέμποντας στο Παράρτημα 6 της ένστασης, επικαλείται αλλότρια κίνητρα στην έκδοση του επίδικου διατάγματος, χαρακτηρίζοντας την έκδοσή του καταχρηστική. Επικουρικά υποστηρίζει ότι από κανένα έγγραφο του διοικητικού φακέλου δεν προκύπτει ότι συνιστά υφιστάμενη και πραγματική απειλή για τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας, απορρέουσα από την ατομική του συμπεριφορά. Πολύ δε περισσότερο, δεν περιλαμβάνεται στον διοικητικό φάκελο έγγραφο που να αιτιολογεί την αναγκαιότητα και την αναλογικότητα του μέτρου της κράτησης στην περίπτωσή του. Επισημαίνει επίσης διαφοροποίηση στη διατύπωση μεταξύ της ελληνικής και της αγγλικής εκδοχής του επίδικου διατάγματος, την οποία θεωρεί ενδεικτική του μηχανιστικού τρόπου έκδοσής του, της ελλιπούς έρευνας που προηγήθηκε και της έλλειψης εξατομικευμένης και δέουσας αιτιολόγησης. Τέλος, ο Αιτητής προβαίνει σε επισκόπηση του ιστορικού της υπόθεσής του από το χρόνο της πολιτογράφησής του μέχρι και την έκδοση του επίδικου διατάγματος. Υποστηρίζει – όπως ήδη ανέφερε και στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας – ότι στην προκειμένη περίπτωση συντρέχει παράβαση του περί Προσφύγων Νόμου, του άρθρου 11 του Συντάγματος, του αντίστοιχου άρθρου 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), καθώς και του άρθρου 6 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής «ο Χάρτης»).

 

9.             Από την πλευρά τους, οι Καθ’ ων η αίτηση υπεραμύνονται του επίδικου διατάγματος, υποστηρίζοντας ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή παραμένουν γενικοί και αόριστοι, χωρίς να εξειδικεύεται ποιες ακριβώς διατάξεις του νόμου παραβιάζονται και για ποιο λόγο. Επιπλέον, προβάλλουν ότι, εφόσον η κράτηση του Αιτητή εδράζεται στο άρθρο 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου, ουδεμία παράβαση της ΕΣΔΑ ή του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης συντρέχει στην παρούσα περίπτωση. Παραπέμποντας δε σε συναφή νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επισημαίνουν ότι η κράτηση για λόγους δημόσιας τάξης μπορεί να δικαιολογείται ακόμη και χωρίς προηγούμενη καταδικαστική απόφαση, εφόσον υφίστανται επαρκείς πληροφορίες και αξιόπιστες πηγές που να δημιουργούν ανησυχίες ως προς την παρουσία του αλλοδαπού στη Δημοκρατία. Συναφώς, τονίζουν ότι από το επίδικο διάταγμα, καθώς και από την επιστολή της Αστυνομίας ημερομηνίας 24.7.2025, προκύπτουν ρητά οι λόγοι για τους οποίους ο Αιτητής θεωρήθηκε επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη, και συγκεκριμένα ότι η κράτηση κρίθηκε αναγκαία λόγω της διαφαινόμενης τέλεσης από μέρους του των αδικημάτων της πλαστοπροσωπίας και της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου. Ενόψει της φύσεως των εν λόγω αδικημάτων και της στάσης του Αιτητή έναντι του νόμου, οι Καθ’ ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι τίθεται εν αμφιβόλω η συμμόρφωσή του με τυχόν εναλλακτικά της κράτησης μέτρα. Τέλος, προβάλλουν ότι τα ζητήματα δημόσιας τάξης εμπίπτουν κατ’ αρχήν στην αρμοδιότητα της εκτελεστικής εξουσίας, η οποία, με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της (ήτοι τα πορίσματα της ΥΑΜ και της Διευθύντριας), κατέληξε ότι υφίστανται εύλογες υπόνοιες πως η συμπεριφορά του Αιτητή δημιουργεί σοβαρές ανησυχίες για τη δημόσια τάξη. Η θέση αυτή, όπως υπογραμμίζουν, ερείδεται στο κυρίαρχο δικαίωμα του κράτους να ελέγχει ποιοι διαμένουν στο έδαφός του και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντίκειται στην ΕΣΔΑ ή στον Χάρτη.

 

To νομικό πλαίσιο

10.          Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έχει ως ακολούθως:

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

 

11.          Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

 

12.          Το άρθρο 9Ε του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις περιπτώσεις και τη διαδικασία περιορισμού της ελεύθερης διακίνησης και διαμονής των αιτούντων άσυλο. 

 

13.          Το άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, δυνάμει του οποίου εκδόθηκε η επίδικη πράξη, ορίζει τα ακόλουθα (η έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου)

«9ΣΤ.-(1) Απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή, καθώς και η κράτηση ανήλικου αιτητή.

(2) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει γραπτό διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση αιτητή, μόνο για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:

[…]

(ε) όταν απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης·

[…]

(3)  Ο Υπουργός δύναται, αντί να θέσει τον αιτητή υπό κράτηση, να του επιβάλει εναλλακτικά, για όσο χρονικό διάστημα κρίνει σκόπιμο υπό τις περιστάσεις, ορισμένες υποχρεώσεις που στοχεύουν στην αποφυγή του κινδύνου διαφυγής, όπως -

(α) Τακτική εμφάνιση ενώπιον των αρχών της Δημοκρατίας,

(β) κατάθεση χρηματικής εγγύησης,

(γ) υποχρέωση διαμονής σε υποδεικνυόμενο μέρος, περιλαμβανομένου κέντρου φιλοξενίας,

(δ) επιτήρηση από επόπτη.

(4)(α) Η κράτηση αιτητή έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διαρκεί μόνο για όσο διάστημα ισχύει λόγος κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2).

(β) Οι διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με λόγο κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2) εκτελούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις. Καθυστερήσεις των διοικητικών διαδικασιών που δεν μπορούν να αποδοθούν στο αιτητή δεν δικαιολογούν την συνέχιση της κράτησης.

(5) Το προβλεπόμενο στο παρόν άρθρο διάταγμα παραθέτει τους πραγματικούς και νομικούς λόγους βάσει των οποίων εκδίδεται και αντίγραφό του επιδίδεται στον επηρεαζόμενο αιτητή.

(6)(α) Το διάταγμα κράτησης υπόκειται σε προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω Άρθρου και υπό τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες το εν λόγω Άρθρο επιτρέπει τέτοια προσφυγή.[...]

(8) Ο Υπουργός ενημερώνει αμέσως και γραπτώς κάθε υπό κράτηση αιτητή, σε  γλώσσα που ο τελευταίος είτε κατανοεί είτε εύλογα θεωρείται ότι κατανοεί, για τους  λόγους κράτησης, για τις δικαστικές διαδικασίες που αναφέρονται στα εδάφια (6) και  (7) και για τη δυνατότητα αίτησης περί δωρεάν νομικής αρωγής και εκπροσώπησης στα πλαίσια αυτών των διαδικασιών σύμφωνα με τον περί Νομικής Αρωγής Νόμο.[…]»

14.          Η πιο πάνω διάταξη ενσωματώνει στην ημεδαπή έννομη τάξη τα άρθρα 8 και 9 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (Οδηγίας 2013/33/ΕΕ). Εν προκειμένω δεν εγείρεται οποιαδήποτε αμφισβήτηση της ορθότητας της μεταφοράς της εν λόγω Οδηγίας και ως αποτέλεσμα αυτής της ενσωμάτωσης, εφαρμοστέες είναι καταρχήν οι εθνικές διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου.

 

15.          Από το πλέγμα των πιο πάνω διατάξεων, προκύπτει η βασική αρχή ότι ένας αιτητής ασύλου δεν μπορεί να κρατείται μόνο εξ αυτής του της ιδιότητας.

 

16.          Εντούτοις, στην περίπτωση που συντρέχει ένας εκ των λόγων που εξαντλητικά αναφέρονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, η κράτηση αιτητή διεθνούς προστασίας είναι επιτρεπτή [Βλ. συναφώς αποφάσεις της 14ης Μαΐου 2020, FMS, C-924/19 PPU και 925/19 PPU, EU:C:2020:367, σκέψη 250 και της 30ης Μαΐου 2013, Mehmet Arslan, C‑534/11, EU:C:2013:343, σκέψεις 57-59].

 

17.          Εν προκειμένω, ο Υπουργός Εσωτερικών, δύναται ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, να εκδώσει γραπτό διάταγμα σε σχέση με τον αιτητή, όταν τούτο απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης·

 

18.          Ειδικώς, αναφορικά με την επιβολή του μέτρου της κράτησης για λόγους εθνικής ασφάλειας ή/ και δημοσίας τάξεως, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ), αποφάνθηκε ότι το άρθρο 8 παράγραφος 3 στοιχείο ε) (αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου, η οποία ερμηνεύεται υπό τα φως της εν λόγω ενωσιακής διάταξης) συνιστά περιορισμό του δικαιώματος στην ελευθερία που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 του Χάρτη της ΕΕ (το οποίο έχει την ίδια έννοια και εμβέλεια με το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ) (Βλ. Aπόφαση της 28ης Απριλίου 2011, υπόθεση C-61/11 PPU, Hassen El Dridi, ECLI:EU:C:2011:268). Ειδικότερα, επιβεβαιώθηκε το κύρος του άρθρου 8 παράγραφος 3 στοιχείο ε) υπό το πρίσμα του άρθρου 6 του Χάρτη της ΕΕ. Επιπλέον, όπως έχει νομολογιακά ερμηνευθεί, όσον αφορά στον αναγκαίο χαρακτήρα του μέτρου, η προσβολή της εθνικής ασφάλειας ή της δημοσίας τάξεως μπορεί να δικαιολογεί τη θέση του αιτούντος υπό κράτηση ή τη διατήρηση της κρατήσεώς του μόνον εφόσον από την ατομική του συμπεριφορά προκύπτει «πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους» (Βλ. Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 15ης Φεβρουαρίου 2016, Υπόθεση C-601/15 PPU, J. N. κατά Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, ECLI:EU:C:2016:84, σκέψη 67 και Απόφαση του Δικαστηρίου  της 2ας Ιουλίου 2020, Υπόθεση C-18/19,  WM κατά Stadt Frankfurt am Main, ECLI:EU:C:2020:130).

 

19.          Επιπροσθέτως, ως προς την κράτηση του αιτούντος άσυλο για λόγους δημοσίας τάξεως, επισημαίνεται ότι τόσο σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΕ όσο και των εθνικών δικαστηρίων, τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια να καθορίσουν τις περιπτώσεις που κρίνουν ως αναγκαία την κράτηση αιτούντος άσυλο για προστασία της δημόσιας τάξης. Παραπέμπω συναφώς και σε απόσπασμα της απόφασης της αδελφής μου Δικαστού κ. Χ. Μιχαηλίδου, στην υπόθεση αρ.: ΔΚ 3/20, M.I.P. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αν. Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ημερ. 6.2.2020 και στην εκεί μνημονευόμενη νομολογία (Βλ. επίσης Απόφαση στην υπόθεση αρ.: ΔΚ 34/21. S.S. v.  Δημοκρατίας, μέσω του Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ημερ. 19.5.2021):

 

«Θα πρέπει να αναφερθεί πως η Οδηγία 2013/33/ΕΕ, παρόλο που επιτρέπει την κράτηση αιτητή ασύλου στα πλαίσια του άρθρου 8 (3) (ε), δεν ερμηνεύει την έννοια «δημόσια τάξη». Η σημασία της έννοιας της δημόσιας τάξης πρέπει να ερμηνευθεί λαμβάνοντας υπόψη το γράμμα της διάταξης στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης, του σκοπού που περιλαμβάνει η διάταξη στην οποία εντάσσεται η έννοια της δημόσιας τάξης, του ιστορικού της θέσπισης της ρύθμισης αλλά (βλ. ενδεικτικά C-373/13, H.T. κατά Land Baden-Wurttemberg, ημερομηνίας 24/6/2015, σκέψεις 57, 58) και στη βάση της νομολογίας του ΔΕΕ, η οποία δίδει ερμηνεία στην έννοια δημόσια τάξη στα πλαίσια βέβαια άλλων Οδηγιών.  Η ερμηνεία που δίδεται ισχύει επίσης και για την Οδηγία 2013/33/ΕΕ (C-601/15, J.N. κατά Staatssekretaris van Veiligheid en Justitie, ημερομηνίας 15/2/2016, σκέψη 47).

 

Κρίθηκε από το ΔΕΕ, στην απόφαση C-601/15, J.N. κατά Staatssekretaris van Veiligheid en Justitie, ημερομηνίας 15/2/2016, σκέψη 68, πως ο νομοθέτης θεσπίζοντας το άρθρο 8 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, τήρησε δίκαιη ισορροπία μεταξύ του δικαιώματος του αιτούντα στην ελευθερία και των απαιτήσεων της προστασίας της δημόσιας τάξης, εφόσον βέβαια η χρήση της διάταξης αυτής γίνεται με ορθό τρόπο από τα κράτη μέλη.  Τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουν την ευχέρεια να καθορίζουν τα ίδια τις απαιτήσεις για την ασφάλεια του κράτους τους και να θέτουν τις ανάγκες τους προσδιορίζοντας τι μπορεί να αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια τάξη (βλ. C-554/13, Z. Zh. Κατά Staatssecretaris van Veilgheid en Justice, στο εξής: «Z. Zh.», ημερομηνίας 11/6/2015, σκέψη 48).

 

Όπως προκύπτει από τη νομολογία του ΔΕΕ, το κράτος έχει μεν την ευχέρεια να καθορίζει τις απαιτήσεις της δημόσιας τάξης, όμως δεν έχει τη δυνατότητα να στηριχθεί σε μία γενική πρακτική για τη διαπίστωση της απειλής της δημόσιας τάξης. Συνεπώς, δεν μπορεί να υπάρξει μία συγκεκριμένη ερμηνεία για την έννοια της δημόσιας τάξης από τα κράτη μέλη, ούτε μπορούν τα κράτη μέλη να καθορίσουν συμπεριφορές που θεωρούν ότι αποτελούν κίνδυνο για την δημόσια τάξη, εφόσον η κάθε περίπτωση θα πρέπει να εκτιμάται στη βάση των δικών της περιστατικών, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που σκιαγραφούν το πρόσωπο του αιτητή ασύλου.».

 

20.          Κρίνεται επιπλέον σκόπιμο να παραθέσω αυτούσιο απόσπασμα της απόφαση του ΔΕΕ C‑601/15 PPU, J. N. ν. Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, ημερομηνίας 15.2.2016 (σκέψεις 64 έως 69) (η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου):

 64.  Επιπλέον, η αυστηρή οριοθέτηση της αναγνωριζόμενης στις εθνικές αρχές εξουσίας να θέτουν αιτούντα υπό κράτηση βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33 διασφαλίζεται επίσης από την ερμηνεία στη νομολογία του Δικαστηρίου των εννοιών «δημόσια ασφάλεια» και «δημόσια τάξη» σε άλλες οδηγίες, η οποία ισχύει επίσης και για την οδηγία 2013/33.

65      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η έννοια «δημόσια τάξη» προϋποθέτει, σε κάθε περίπτωση, εκτός της διασαλεύσεως της κοινωνικής τάξεως την οποία συνιστά κάθε παράβαση του νόμου, την ύπαρξη πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας [αποφάσεις Zh. και O., C‑554/13, EU:C:2015:377, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, ως προς το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, καθώς και T., C‑373/13, EU:C:2015:413, σκέψη 79 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, ως προς τα άρθρα 27 και 28 της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ L 158, σ. 77, και διορθωτικά ΕΕ 2004, L 229, σ. 35, και ΕΕ 2005, L 197, σ. 34)].

66      Όσον αφορά την έννοια «δημόσια ασφάλεια», από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι αυτή καλύπτει τόσο την εσωτερική ασφάλεια του κράτους μέλους όσο και την εξωτερική ασφάλειά του και ότι, κατά συνέπεια, μπορεί να επηρεάζεται από την παρακώλυση της λειτουργίας των κρατικών θεσμών και των βασικών δημόσιων υπηρεσιών, καθώς και από τον κίνδυνο για την επιβίωση του πληθυσμού ή σοβαρής διαταραχής των εξωτερικών σχέσεων ή της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών ή από την προσβολή των στρατιωτικών συμφερόντων (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Τσακουρίδης, C‑145/09, EU:C:2010:708, σκέψεις 43 και 44).

67      Επομένως, όσον αφορά τον αναγκαίο χαρακτήρα του μέτρου, η προσβολή της εθνικής ασφάλειας ή της δημοσίας τάξεως μπορεί να δικαιολογεί τη θέση του αιτούντος υπό κράτηση ή τη διατήρηση της κρατήσεώς του, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33, μόνον εφόσον από την ατομική του συμπεριφορά προκύπτει πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους (βλ., επ’ αυτού, απόφαση T., C‑373/13, EU:C:2015:413, σκέψεις 78 και 79).

68      Το άρθρο 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της εν λόγω οδηγίας δεν παρίσταται δυσανάλογο ούτε σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς. Ως προς το σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί επίσης ότι στη διάταξη αυτή γίνεται ισόρροπη στάθμιση μεταξύ, αφενός, του επιδιωκόμενου σκοπού γενικού συμφέροντος, ήτοι της προστασίας της δημόσιας ασφάλειας και της δημόσιας τάξεως, και, αφετέρου, της επεμβάσεως στο δικαίωμα στην ελευθερία την οποία συνιστά μέτρο κρατήσεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Volker und Markus Schecke και Eifert, C‑92/09 και C‑93/09, EU:C:2010:662, σκέψεις 72 και 77).

69      Πράγματι, μέτρα κρατήσεως μπορούν να θεμελιωθούν στη διάταξη αυτή μόνο εφόσον οι αρμόδιες αρχές διαπιστώνουν, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ότι ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν τα επίμαχα πρόσωπα για την εθνική ασφάλεια ή για τη δημόσια τάξη αντιστοιχεί τουλάχιστον στη βαρύτητα της επεμβάσεως που συνιστούν τα μέτρα αυτά στο δικαίωμα των προσώπων αυτών στην ελευθερία.».

21.          Προκύπτει μεταξύ άλλων από τα ανωτέρω, ότι η έννοια της δημόσια τάξης και ασφάλειας έχουν το ίδιο περιεχόμενο στο πλαίσιο της οδηγίας 2013/33 ΕΕ όπως και σε άλλες οδηγίες όπως την Οδηγία 2008/115/ΕΚ για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (C‑554/13, EU:C:2015:377) και επομένως μπορεί να αντληθεί νομολογική καθοδήγηση ως προς την ερμηνεία της εν λόγω έννοια και από τη συναφή νομολογία που ερμηνεύει την εν λόγω έννοια και σε αυτά τα νομοθετήματα.

 

22.          Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται και στην απόφαση του ΔΕΕ της 30ής Ιουνίου 2022, C‑72/22 PPU, Μ.Α., ECLI:EU:C:2022:505, σκέψεις 86 έως 90.

 

23.          Συνοψίζοντας, διαπιστώνεται ότι, μολονότι εναπόκειται στο εκάστοτε κράτος μέλος να καθορίσει τα στοιχεία που συνιστούν κίνδυνο για τη δημόσια τάξη του, η σχετική κρίση πρέπει σε κάθε περίπτωση να στηρίζεται σε εξατομικευμένη αξιολόγηση και να μην διαμορφώνεται αυθαίρετα, αλλά εντός των ορίων που θέτει το ενωσιακό δίκαιο. Απαιτείται, συνεπώς, να εξεταστεί η προσωπική συμπεριφορά του συγκεκριμένου αιτούντος, εις βάρος του οποίου λαμβάνεται το μέτρο της κράτησης, και να διαπιστωθεί περαιτέρω ότι η εν λόγω συμπεριφορά, πέραν της διασάλευσης της κοινωνικής τάξης που συνεπάγεται κάθε παραβίαση του νόμου, συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας.

 

 

24.          Περαιτέρω καθοδήγηση ως προς την αξιολόγηση των προσωπικών περιστάσεων του εκάστοτε αιτούντος δίδεται στην απόφαση του ΔΕΕ στην C‑554/13, Z. Zh. και Staatssecretaris voor Veiligheid en Justitie, ημερομηνίας 11.6.2015, η οποία εξετάζει την έννοια της «δημόσιας τάξης» στο πλαίσιο της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, όπου αναφέρονται τα εξής (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«50      Συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτό ότι ένα κράτος μέλος οφείλει να εκτιμά τον «κίνδυνο για τη δημόσια τάξη», κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, κατά περίπτωση, προκειμένου να εξακριβώσει εάν η προσωπική συμπεριφορά του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας συνιστά πραγματικό και ενεστώτα κίνδυνο για τη δημόσια τάξη. Όταν το κράτος μέλος στηρίζεται σε γενική πρακτική ή σε οποιοδήποτε τεκμήριο για τη διαπίστωση ενός τέτοιου κινδύνου χωρίς να λαμβάνει δεόντως υπόψη την προσωπική συμπεριφορά του υπηκόου και τον κίνδυνο που η συμπεριφορά αυτή εγκυμονεί για τη δημόσια τάξη, το κράτος μέλος αθετεί την υποχρέωση εξατομικευμένης εξετάσεως της επίμαχης περιπτώσεως και παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι το γεγονός ότι υπήκοος τρίτης χώρας είναι ύποπτος ή έχει καταδικαστεί για την τέλεση πράξεως που κατά το εθνικό δίκαιο αποτελεί ποινικό αδίκημα δεν μπορεί, αυτό καθ’ εαυτό, να δικαιολογήσει την εκτίμηση ότι ο υπήκοος αυτός αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια τάξη κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115.

 

51.             Πρέπει, εντούτοις, να διευκρινιστεί ότι ένα κράτος μέλος μπορεί να διαπιστώσει την ύπαρξη κινδύνου για τη δημόσια τάξη σε περίπτωση ποινικής καταδίκης, ακόμη κι αν αυτή δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, όταν η καταδίκη αυτή, εκτιμώμενη από κοινού με άλλες περιστάσεις που αφορούν την κατάσταση του συγκεκριμένου προσώπου, δικαιολογεί τη διαπίστωση αυτή. Το γεγονός ότι μια ποινική καταδίκη δεν έχει καταστεί αμετάκλητη δεν εμποδίζει, συνεπώς, το κράτος μέλος να επικαλεστεί την παρέκκλιση του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115. […]

 

52.               Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, στο πλαίσιο εκτιμήσεως της έννοιας αυτής, έχει σημασία κάθε πραγματικό ή νομικό στοιχείο που αφορά την κατάσταση του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας, το οποίο μπορεί να αποσαφηνίσει το ζήτημα εάν η προσωπική συμπεριφορά του συνιστά τέτοιου είδους απειλή.

 

 

53.                  Συνεπώς, στην περίπτωση υπηκόου που είναι ύποπτος ή έχει καταδικαστεί για την τέλεση πράξεως που κατά το εθνικό δίκαιο αποτελεί ποινικό αδίκημα, μεταξύ των στοιχείων που έχουν συναφώς σημασία συγκαταλέγονται η φύση και η σοβαρότητα της πράξεως αυτής καθώς και ο χρόνος που παρήλθε από την τέλεσή της.».

 

25.          Στην Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Προσφυγή υπ. αρ. 718/12, Stoyanov v. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 26.2.14, στην οποία σημειώνεται ότι επίδικη ήταν η κήρυξη ατόμου ως απαγορευμένου μετανάστη δυνάμει του σχετικού περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 και όχι κράτηση για λόγους δημοσίας τάξεως, το Ανώτατο Δικαστήριο, παραπέμποντας σε συναφή νομολογία, ανέφερε τα εξής, τα οποία, τηρουμένων των αναλογιών, καθότι η παρούσα - που αφορά την ελευθερία του ατόμου - είναι έτι σοβαρότερη, θεωρώ ότι βρίσκουν εφαρμογής και εδώ:

 

«Στα πλαίσια της κυριαρχίας του κράτους και στη βάση της εξέτασης κατά πόσο συμπεριφορά συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή, υποδείχθηκε στην απόφαση Svetlin Lilyanchov Dichev v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 309/2012, ημερ. 15.11.2013, ότι η συμπεριφορά αυτή μπορεί να διαπιστωθεί και χωρίς καταδικαστική απόφαση από Δικαστήριο.  Αρκεί να υπάρχουν πληροφορίες και αξιόπιστες πηγές οι οποίες να προκαλούν ανησυχίες αναφορικά με την παρουσία του αλλοδαπού στη Δημοκρατία.  Συναφώς στην Eddine v. Δημοκρατία (2008) 3 Α.Α.Δ. 95, αποφασίστηκε ότι «το κράτος δεν έχει την υποχρέωση να υποστηρίξει την απορριπτική του θέση με στοιχεία που θα δικαιολογούσαν με θετικό τρόπο τη μη συνέχιση της παραμονής του στην Κύπρο.».  Αρκεί να παρέχεται επαρκώς πραγματικό έρεισμα για την αρνητική απόφαση εφόσον υπάρχουν και συγκεντρώνονται από κατάλληλες βέβαια πηγές πληροφορίες που προκαλούν ανησυχία.  Ακόμη και γενικές ενδείξεις μπορούν δικαιολογημένα να αιτιολογήσουν αρνητική απόφαση, η όποια δε αμφιβολία επενεργεί υπέρ της Δημοκρατίας, στα πλαίσια του προεξάρχοντος κυριαρχικού της δικαιώματος να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν  στο έδαφος της, (Moyo v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203 και Ananda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583).».

 

26.          Περαιτέρω, συνάγεται από τις πιο πάνω διατάξεις ότι η κράτηση συνιστά το έσχατο μέτρο. Με άλλα λόγια, η κράτηση του αιτούντος διεθνή προστασία θα πρέπει να διέπεται από την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας.

 

20.          Οι βασικές αυτές αρχές ως αναγκαίο μέτρο της απόφασης κράτησης του αιτούντος διεθνή προστασία διατυπώνονται και στο προοίμιο της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ [15η αιτιολογική σκέψη], όπου αναφέρονται τα ακόλουθα (η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου):

«Η κράτηση των αιτούντων θα πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τη βασική αρχή ότι ένα πρόσωπο δεν θα πρέπει να κρατείται απλώς και μόνον επειδή επιζητεί διεθνή προστασία, ιδίως σύμφωνα με τις διεθνείς νομικές υποχρεώσεις των κρατών μελών και το άρθρο 31 της σύμβασης της Γενεύης. Η κράτηση αιτούντων θα πρέπει να είναι δυνατή μόνον σε σαφώς καθορισμένες, εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και να διέπεται από την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας όσον αφορά τόσο τον τρόπο όσο και τον σκοπό της εν λόγω κράτησης. Σε περίπτωση που ένας αιτών τελεί υπό κράτηση, ο αιτών θα πρέπει να έχει αποτελεσματική πρόσβαση στις αναγκαίες διαδικαστικές εγγυήσεις, όπως το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον εθνικής δικαστικής αρχής.».

21.          Οι αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας υπαγορεύουν την ύπαρξη ισορροπίας μεταξύ του περιοριστικού μέτρου, δηλαδή της κράτησης, και του νόμιμου σκοπού που το μέτρο αυτό επιδιώκει να επιτύχει, εν προκειμένω την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή δημόσιας τάξης. Η εφαρμογή των εν λόγω αρχών αποκλείει την αυθαιρεσία από την πλευρά του κράτους [Βλ. αποφάσεις της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, Κ. ν. Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, C-18/16, EU:C:2017:680, σκέψη 37 και ΔΔΔΠ Υπόθεση αρ. ΔΚ 30/2020, Ι.Μ. ν Δημοκρατίας, ημερ. 1.9.2020].

 

22.          ‘Ετερη σημαντική παράμετρος της έκδοσης του διατάγματος κράτησης συνιστά η απαίτηση όπως η κράτηση διατάσσεται εγγράφως και το διάταγμα κράτησης να παραθέτει τους πραγματικούς και νομικούς λόγους στους οποίους αυτό βασίζεται. Η τήρηση της υποχρέωσης συναρτάται με τη δυνατότητα αφενός, του ενδιαφερόμενου να έχει πλήρη γνώση όλων των σχετικών στοιχείων με την υπόθεσή του και αφετέρου, προκειμένου να παρασχεθεί η δυνατότητα στο δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητα του διατάγματος κράτησης (Βλ. συναφώς απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, FMS, EU:C:2020:367 σκέψεις 290-293 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), η οποία με όρους του εθνικού δικαίου περιλαμβάνει και την ορθότητα της επίδικης απόφασης (Bλ. συναφώς FMS, σκέψεις 256-259, 273 και απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014 και Mahdi, C-146/14 PPU, EU: C:2014:1320, σκέψεις 41 και 45).

 

23.          Ως προς την έκταση της εξουσίας ελέγχου που ασκεί το παρόν Δικαστήριο επί του επίδικου διατάγματος κράτησης, στην Απόφαση του ΔΕΕ της 8ης Νοεμβρίου 2022, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid κατά C, B (C‑704/20), και X κατά Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (C‑39/21), ECLI:EU:C:2022:858 (σκέψεις 87 έως 90), το ΔΕΕ αναφερόμενο στη δικαιοδοσία εξέτασης ακόμα και αυτεπάγγελτα της απόφασης της κράτησης (σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις προς τρεις ξεχωριστούς σκοπούς με σκοπό την επιστροφής του αλλοδαπού, την εξέταση της αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή τη εκτέλεση της διαδικασίας μεταφοράς σε άλλο κράτος μέλος) κατάληξε ως ακολούθως (η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«87. Προκειμένου ένα τέτοιο καθεστώς προστασίας να διασφαλίζει αποτελεσματικά την τήρηση των αυστηρών προϋποθέσεων νομιμότητας που προβλέπονται στην οδηγία 2008/115, στην οδηγία 2013/33 ή στον κανονισμό 604/2013 όσον αφορά την επιβολή μέτρου κράτησης, η αρμόδια δικαστική αρχή πρέπει να είναι σε θέση να αποφαίνεται επί κάθε κρίσιμου πραγματικού ή νομικού στοιχείου για την εξακρίβωση της νομιμότητας του μέτρου. Προς τούτο, πρέπει να μπορεί να λάβει υπόψη τα πραγματικά στοιχεία και τις αποδείξεις που προβάλλει η διοικητική αρχή που διέταξε την αρχική κράτηση. Πρέπει επίσης να μπορεί να λάβει υπόψη τα πραγματικά περιστατικά, τις αποδείξεις και τις παρατηρήσεις που ενδεχομένως υποβάλλει ο ενδιαφερόμενος. Επιπλέον, πρέπει να είναι σε θέση να ερευνά και κάθε άλλο κρίσιμο για την απόφασή της στοιχείο σε περίπτωση που το κρίνει αναγκαίο. Οι εξουσίες που διαθέτει στο πλαίσιο επανεξέτασης δεν μπορούν να περιορίζονται, σε καμία περίπτωση, μόνο στα στοιχεία που προσκομίστηκαν από τη διοικητική αρχή (πρβλ., αποφάσεις της 5ης Ιουνίου 2014, Mahdi, C‑146/14 PPU, EU:C:2014:1320, σκέψεις 62 και 64, και της 10ης Μαρτίου 2022, Landkreis Gifhorn, C‑519/20, EU:C:2022:178, σκέψη 65).

 

88      Όπως επισήμανε, κατ' ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 95 των προτάσεών του, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας του δικαιώματος στην ελευθερία, της βαρύτητας της επέμβασης στο εν λόγω δικαίωμα, η οποία συνίσταται στην κράτηση προσώπων για λόγους οι οποίοι δεν αφορούν τη δίωξη ή την καταστολή ποινικών αδικημάτων, καθώς και της απαιτήσεως αυξημένου επιπέδου δικαστικής προστασίας, η οποία υπογραμμίζεται από τους κοινούς κανόνες που θέσπισε ο νομοθέτης της Ένωσης και η οποία καθιστά δυνατή τη συμμόρφωση με την επιτακτική ανάγκη να αφήνεται ελεύθερο το εν λόγω πρόσωπο όταν δεν συντρέχουν ή έχουν πλέον παύσει να συντρέχουν οι προϋποθέσεις νομιμότητας της κράτησης, η αρμόδια δικαστική αρχή πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία που περιήλθαν εις γνώσιν της, μεταξύ άλλων και τα πραγματικά στοιχεία, όπως συμπληρώθηκαν ή διευκρινίστηκαν στο πλαίσιο των δικονομικών μέτρων τα οποία θεωρεί αναγκαία κατά το εθνικό δίκαιο και, με βάση τα στοιχεία αυτά, να εξετάζει κατά περίπτωση τη μη τήρηση απορρέουσας από το δίκαιο της Ένωσης προϋπόθεσης νομιμότητας, ακόμη και αν ο ενδιαφερόμενος δεν την επικαλέστηκε. Η προαναφερθείσα υποχρέωση δεν θίγει την υποχρέωση της δικαστικής αρχής -η οποία θα πρέπει επομένως να εξετάζει αυτεπαγγέλτως μια τέτοια προϋπόθεση νομιμότητας- να καλεί όλους τους διαδίκους να εκφράσουν τις απόψεις τους επί της συγκεκριμένης προϋποθέσεως, σύμφωνα με την αρχή της κατ' αντιμωλίαν συζητήσεως. [.]

 

94. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο προδικαστικό ερώτημα που υποβλήθηκε στην υπόθεση C‑704/20 και στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα που υποβλήθηκε στην υπόθεση C‑39/21 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 15, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2008/115, το άρθρο 9, παράγραφοι 3 και 5, της οδηγίας 2013/33 και το άρθρο 28, παράγραφος 4, του κανονισμού 604/2013, σε συνδυασμό με τα άρθρα 6 και 47 του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι, στο πλαίσιο του ελέγχου της τήρησης των προϋποθέσεων νομιμότητας της κράτησης υπηκόου τρίτης χώρας οι οποίες απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης, η δικαστική αρχή οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως, με βάση τα στοιχεία της υποθέσεως που περιήλθαν εις γνώσιν της, όπως συμπληρώθηκαν ή διευκρινίστηκαν κατά την ενώπιόν της κατ' αντιμωλίαν διαδικασία, εάν ενδεχομένως δεν τηρήθηκε προϋπόθεση νομιμότητας την οποία δεν επικαλέστηκε ο ενδιαφερόμενος.».

 

24.          Διαφωτιστική της έκτασης του ελέγχου που ασκεί το δικαστήριο επί της απόφασης κράτησης και των συναφών εξουσιών του είναι και η απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, FMS, EU:C:2020:367  σκέψεις 290-293 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία όπου το ΔΕΕ, μεταξύ άλλων υπέδειξε ότι:

 

«290. [.], εθνική ρύθμιση η οποία δεν διασφαλίζει τον δικαστικό έλεγχο της νομιμότητας της διοικητικής απόφασης με την οποία διατάσσεται η κράτηση αιτούντος διεθνή προστασία ή παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας όχι μόνον συνιστά, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 261 και 277 της παρούσας αποφάσεως, παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/115 και του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/33, αλλά και θίγει το ουσιώδες περιεχόμενο του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, καθόσον εμποδίζει πλήρως να αποφανθεί δικαστήριο επί του σεβασμού των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που εγγυάται το δίκαιο της Ένωσης σε υπό κράτηση υπήκοο τρίτης χώρας.

 

291. Ως εκ τούτου, και για λόγους παρόμοιους με εκείνους που εκτίθενται στις σκέψεις 138 έως 146 της παρούσας απόφασης, η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης καθώς και το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, επιβάλλουν στο αιτούν δικαστήριο, εφόσον κρίνει ότι οι προσφεύγοντες των κυρίων δικών τελούν υπό κράτηση, να αποφανθεί ότι έχει αρμοδιότητα να εξετάσει τη νομιμότητα μιας τέτοιας κράτησης, αφήνοντας, εν ανάγκη, ανεφάρμοστη κάθε εθνική διάταξη που του απαγορεύει να ενεργήσει κατ' αυτόν τον τρόπο.

 

292. Δεύτερον, τονίζεται ότι το άρθρο 15, παράγραφος 2, τελευταίο εδάφιο, της οδηγίας 2008/115 και το άρθρο 9, παράγραφος 3, τελευταίο εδάφιο, της οδηγίας 2013/33 ορίζουν ρητώς ότι, όταν η κράτηση κρίνεται παράνομη, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να απολύεται αμέσως.

 

293. Επομένως, σε μια τέτοια περίπτωση, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να είναι σε θέση να υποκαταστήσει με τη δική του απόφαση την απόφαση της διοικητικής αρχής με την οποία διατάχθηκε η θέση υπό κράτηση και να διατάξει είτε τη λήψη εναλλακτικού μέτρου αντί της κράτησης είτε την απόλυση του ενδιαφερόμενου (πρβλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014, Mahdi, C‑146/14 PPU, EU:C:2014:1320, σκέψη 62). Εντούτοις, η λήψη εναλλακτικού μέτρου αντί της κράτησης είναι δυνατή μόνον αν ο λόγος που δικαιολόγησε την κράτηση του ενδιαφερομένου ήταν και παραμένει σε ισχύ, πλην όμως η κράτηση αυτή δεν παρίσταται ή δεν παρίσταται πλέον αναγκαία ή αναλογική υπό το πρίσμα του λόγου αυτού.».

 

25.          Η θέση αυτή βρίσκει επίσης έρεισμα στο εγχειρίδιο της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Ασύλου με τίτλο «Detention of applicants for international protection in the context of the Common European Asylum System» όπου αναφέρονται τα εξής ως προς το εύρος του δικαστικού ελέγχου επί αποφάσεων κράτησης:

 

«In Mahdi the Court developed standards for an effective judicial remedy. A judicial authority must be able to rule on all relevant matters of fact and of law in order to determine whether a detention is justified. This requires an in-depth examination of the matters of fact specific to each individual case. Where detention is no longer justified, the judicial authority must be able to substitute its own decision for that of the administrative authority and to make a decision on whether to order an alternative measure or to release the third-country national concerned. To that end, the judicial authority must be able to take into account both the facts stated and the evidence adduced by the administrative authority and any observations that may be submitted by a third-country national. Furthermore, a judicial authority must be able to consider any other elements that are relevant for its decision should it so deem necessary. Accordingly, the powers of the judicial authority in the context of an examination can under no circumstances be confined only to the matters adduced by the administrative authority concerned. Any other interpretation would result in an ineffective examination by the judicial authority and would thereby jeopardise the achievement of the objectives pursued. The reviewing court must have jurisdiction to decide on whether or not deprivation of liberty has become unlawful in the light of new factors, which have emerged subsequently to the initial decision depriving a person of their liberty.».[1]

 

26.          Περαιτέρω σχετική είναι και η απόφαση του Εφετείου στην Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 1/2020, Vakeel Singh κατά Δημοκρατίας, ημερ. 19.12.2023, (και η μνημονευόμενη σε αυτήν νομολογία) στην, όπου αποκρυσταλλώνονται περαιτέρω τα όρια της αρμοδιότητας του παρόντος Δικαστηρίου αποφαινόμενο συναφώς, ότι:

 

«Κατά την ενώπιον μας ακρόαση της Έφεσης, η ευπαίδευτη συνήγορος για την Εφεσείουσα έθεσε ζήτημα σε σχέση με τη δικαιοδοσία ελέγχου ουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί διαταγμάτων κράτησης εκδιδόμενων κατ' εφαρμογήν των προνοιών του Άρθρου 9 ΣΤ του Ν. 6(Ι)/2000.  Πρόκειται για ζήτημα δημόσιας τάξης, το οποίο εξετάζεται αυτεπάγγελτα (βλ. Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Αρ. 2) (2010) 3 Α.Α.Δ. 579).

 

Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία δεσμεύει το παρόν Δικαστήριο, έχει επιλύσει το ζήτημα.  Πρόκειται για τις αποφάσεις επί των Εφέσεων κατά Αποφάσεων Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, στην Mondeke v. Κυπριακής Δημοκρατίας Αρ. 43/2021, ημερομηνίας 20/1/2022 και Janelidze v. Κυπριακής Δημοκρατίας Αρ. 17/2021, ημερομηνίας 21/9/2021.  Αποφασίστηκε ο διττός ρόλος του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, το οποίο εξετάζει τόσο τη νομιμότητα όσο και στην ουσία την ορθότητα της διοικητικής ενέργειας ως προς την κράτηση αιτούντος ασύλου δυνάμει του Άρθρου 9 ΣΤ του Ν. 6(Ι)/2000. Αυτό βεβαίως, στο βαθμό που δεν προβλέπεται νομοθετικά διαφορετική και αποκλειστική δικαιοδοσία ελέγχου.  Στην παρούσα περίπτωση, ως προαναφέρθηκε, αποτελεί ερώτημα, κατά πόσο τέτοιος έλεγχος, ως αυτός που διενήργησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στo πλαίσιο διαδικασίας habeas corpus. [.]

 

Το ζητούμενο εν προκειμένω, είναι το κατά πόσο η χρονική περίοδος από την έκδοση του επίδικου διατάγματος κράτησης στις 4/9/2019 μέχρι την ακύρωση του από τη διοίκηση στις 23/10/2019, αφορά στη «διάρκεια» της κράτησης, έτσι ώστε να μεταβάλλεται η διαδικασία του ελέγχου της νομιμότητας του διατάγματος κράτησης η οποία ασκείται από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, σε έλεγχο της νομιμότητας της διάρκειας της κράτησης και η περίπτωση να υπόκειτο, κατ' εφαρμογήν των προνοιών του Άρθρου 9 ΣΤ (7) (α) (i) (ανωτέρω), στη διαδικασία του habeas corpus.

 

Έχουμε κατά νου, ότι το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, σύμφωνα με το Άρθρο 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(Ι)/2018), για σκοπούς ενάσκησης της δικαιοδοσίας του επι προσφυγής, προβαίνει σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας της, εξετάζοντας πλήρως και «από τούδε και στο εξής» τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που την διέπουν (Άρθρο (11) (3) (α) (i)) καθώς και ότι «λαμβάνει υπόψη και σχετικά γεγονότα και ισχυρισμούς του προσφεύγοντος που δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ή πράξης, είτε αυτά είναι προγενέστερα είτε είναι μεταγενέστερα αυτής» (Άρθρο 11(5)).

 

Έχουμε επίσης υπόψη, ότι σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΕ (βλ. C-704/20 και C-39/21, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid κατά C, B, X, ημερομηνίας 8/11/2022), στο πλαίσιο του ελέγχου της τήρησης των προϋποθέσεων νομιμότητας της κράτησης «η δικαστική αρχή οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως, με βάση τα στοιχεία της υποθέσεως που περιήλθαν εις γνώσιν της, όπως συμπληρώθηκαν ή διευκρινίστηκαν κατά την ενώπιόν της κατ' αντιμωλίαν διαδικασία, εάν ενδεχομένως δεν τηρήθηκε προϋπόθεση νομιμότητας την οποία δεν επικαλέστηκε ο ενδιαφερόμενος».

 

Ούτε η εν λόγω απόφαση ωστόσο, ούτε η Οδηγία 2013/33/ΕΚ προκαθορίζουν από ποιο Δικαστήριο ή Δικαστήρια κράτους μέλους ασκείται τέτοιος δικαστικός έλεγχος. Όπως έχει αναφερθεί, σύμφωνα με τη νομολογία (ανωτέρω), γεγονότα, παραλείψεις ή και ενέργειες που συμβαίνουν μετά την έκδοση του διατάγματος κράτησης, όπως επίσης και όταν οι λόγοι της κράτησης έχουν εκλείψει, αποκτούν σημασία κατά τον έλεγχο της νομιμότητας της διάρκειας της κράτησης, που ελέγχεται στο πλαίσιο της διαδικασίας του habeas corpus. Ο ίδιος ο νομοθέτης, σε σχέση με τον έλεγχο νομιμότητας της κράτησης που το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας ασκεί, έχει προνοήσει στο Άρθρο 9 ΣΤ (7) (α) (i), ότι η νομιμότητα της διάρκειας της ασκείται αποκλειστικά με τη διαδικασία του habeas corpus, η οποία συνταγματικώς ανήκει στο Ανώτατο Δικαστήριο.».

 

Κατάληξη

27.          Στη συνέχεια, το Δικαστήριο προχωρεί στην εξέταση των εγειρόμενων λόγων προσφυγής σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υπόθεσης και τις κανονιστικές διατάξεις που παρατέθηκαν ανωτέρω. Παρά τον ισχυρισμό των Καθ’ ων η αίτηση περί αοριστίας και γενικότητας των λόγων, κατόπιν προσεκτικής μελέτης του εισαγωγικού δικογράφου και των συνημμένων σε αυτό εγγράφων, όπως περαιτέρω εξειδικεύθηκαν και αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσης του Αιτητή, διαπιστώνεται ότι οι λόγοι προβάλλονται δεόντως εξειδικευμένοι και συνδέονται με το συγκεκριμένο πραγματικό υπόβαθρο που τους στηρίζει. Σε κάθε περίπτωση, η νομολογία του ΔΕΕ, σε συνδυασμό με την ημεδαπή νομολογία, αναγνωρίζει στο παρόν Δικαστήριο την υποχρέωση, καθόσον αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας είναι διάταγμα κράτησης αιτούντος διεθνή προστασία εκδοθέν δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2) του περί Προσφύγων Νόμου, να λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία που περιέρχονται εις γνώση του, περιλαμβανομένων εκείνων που συμπληρώθηκαν ή διευκρινίστηκαν στο πλαίσιο δικονομικών μέτρων τα οποία το Δικαστήριο θεωρεί αναγκαία κατά το εθνικό δίκαιο, και με βάση τα στοιχεία αυτά να εξετάζει, αυτεπαγγέλτως εάν χρειάζεται, τη μη τήρηση προϋποθέσεων νομιμότητας που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης, ακόμη και αν ο αιτητής δεν τις έχει ρητώς επικαλεστεί (βλ. ΔΕΕ, απόφαση της 8.11.2022, C-704/20, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid κατά C.B., ECLI:EU:C:2022:858). Η υποχρέωση αυτή συναρτάται με την έκταση του ελέγχου που ασκεί το παρόν Δικαστήριο, όπως αυτή καθορίζεται τόσο από την ενωσιακή όσο και από την εθνική νομολογία, σύμφωνα με την οποία το Δικαστήριο εξετάζει όχι μόνο τη νομιμότητα, αλλά και την ουσιαστική ορθότητα της διοικητικής ενέργειας που αφορά την κράτηση αιτούντος ασύλου. Με την επιφύλαξη, ωστόσο, ότι σε εθνικό επίπεδο γεγονότα, παραλείψεις ή ενέργειες που επέρχονται μετά την έκδοση του διατάγματος κράτησης, καθώς και η τυχόν εκλείπουσα βάση της κράτησης, αποτελούν αντικείμενο ελέγχου στο πλαίσιο της διαδικασίας habeas corpus και όχι ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο εξετάζει τη νομιμότητα του επίδικου διατάγματος μόνο ως προς τον χρόνο έκδοσής του.  (Βλ. ανωτέρω Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 1/2020, υπόθεση αρ. Δ.Κ. 40/20, S.S. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αναπληρωτή Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ημερ. 27.10.2020 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία και βιβλιογραφία). Βλέπετε επίσης απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Έφεση κατά απόφαση του ΔΔΔΠ αρ. αρ 29/2021, χχχ ANKIT v. Δημοκρατίας, ημερ. 4.10.2021, ECLI:CY:AD:2021:A437).

 

 

28.          Ως εκ τούτου, το παρόν Δικαστήριο δύναται πλέον το ίδιο με βάση τα ενώπιον του δεδομένα να αποφασίσει κατά πόσον η περίπτωση του Αιτητή μπορεί να υπαχθεί στην περίπτωση του 9ΣΤ(2)(ε). Εφόσον η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι καταφατική, τότε θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο η κράτηση ήταν πράγματι το προσφορότερο μέτρο έναντι άλλων εναλλακτικών μέτρων ή ακόμα εάν θα προχωρήσει στην ακύρωση του επίδικου διατάγματος κράτησης. Όπως έχει επανειλημμένως ειπωθεί, η εξουσία αυτή του δικαστηρίου δεν απαλλάσσει τη διοίκηση από την υποχρέωσή της να προβαίνει η ίδια με σαφή και εξατομικευμένο τρόπο στην ανάλυση και αξιολόγηση της κάθε υπόθεσης προτού προβεί στην έκδοση διατάγματος κράτησης.

 

29.          Προχωρώντας στην εξέταση των πιο πάνω νομικών σημείων, κρίνεται σκόπιμη η προηγούμενη παράθεση αυτούσιου του επίδικου διατάγματος:

«ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟΙ (2000-2020)[2]
ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9ΣΤ

ΕΠΕΙΔΗ ο Ζ.Ν. υπήκοος Κίνας είναι αιτητής διεθνούς προστασίας και επειδή πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 9(Ε) & (ΣΤ)(2)(Ε) του περί Προσφύγων Νόμου,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κατόπιν ατομικής αξιολόγησης θεώρησα ότι είναι αναγκαίο ο A. A. να παραμείνει υπό κράτηση βάσει του άρθρου 9(Ε) & (ΣΤ)(2)(Ε του περί Προσφύγων Νόμου, καθότι στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται ότι δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν άλλα εναλλακτικά μέτρα, καθότι υπάρχει κίνδυνός διαφυγής για τους πιο κάτω λόγους:

1. ΕΠΕΙΔΗ απαιτείται η κράτηση του για τη προστασία της Δημόσιας Τάξης και Ασφάλειας ως η επιστολή ΥΑΜ Αρχηγείου, ημερ. 24.7.2025.

ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΑΥΤΟ, ασκώντας τις εξουσίες που δίνουν στο Υπουργικό Συμβούλιο το άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς και το Άρθρο 188.3.(γ) του Συντάγματος, οι οποίες εξουσίες εκχωρήθηκαν σε εμένα, εγώ η Διευθύντρια με το παρόν διατάσσω όπως ο Ζ.Ν. παραμείνει υπό κράτηση.

ΚΑΙ με το παρόν διάταγμα εξουσιοδοτώ και εντέλλομαι τον Αρχηγό Αστυνομίας, ή οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομικής Δύναμης που τυχόν θα διαταχθεί, να εκτελέσει το διάταγμα αυτό και για την εκτέλεσή του το παρόν διάταγμα αποτελεί επαρκή εξουσία και εντολή.

ΕΓΙΝΕ από μένα στη Λευκωσία την 24η ημέρα του Ιουλίου, 2025.».

 

30.          Παρατηρώ ότι από το κείμενο του ιδίου του διατάγματος, παρατίθεται η σχετική διάταξη δυνάμει της οποίας κρατείται ο Αιτητής, το άρθρο 9ΣΤ(2)(ε) («όταν απαιτείται για την προστασία της δημόσιας τάξης) και το άρθρο 9Ε. Κατόπιν καταγράφεται, ότι ο ίδιος  πρέπει να κρατηθεί για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας και επιπλέον, για λόγους που προκύπτουν από την επιστολή 24.6.2025 της ΥΑΜ, η οποία ωστόσο δεν κοινοποιήθηκε στον Αιτητή. Εξάλλου, από το ίδιο το διάταγμα προκύπτει ότι δεν κρίθηκε κατάλληλη η επιβολή εναλλακτικών της κράτησης μέτρων καθώς υφίσταται κίνδυνος διαφυγής του Αιτητή για τους ίδιους λόγους. Από τις ανωτέρω διατυπώσεις, δεν προκύπτει το πραγματικό και νομικό υπόβαθρο των λόγων κράτησης του Aιτητή κατά το χρόνο κοινοποίησης σε αυτόν του επίδικου διατάγματος.

 

31.          Στο πλαίσιο ωστόσο της παρούσας διαδικασίας, ο Αιτητής είχε τη δυνατότητα πρόσβασης στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης και στα έγγραφα τα οποία αποτέλεσαν το έρεισμα της επίδικης απόφασης, συμπεριλαμβανομένης και της επιστολής ημερομηνίας 24.7.2025, στην οποία γίνεται μνεία στο σώμα του επίδικου διατάγματος.

 

32.          Όπως προκύπτει και από τις αρχές που παρατίθενται ανωτέρω, το διοικητικό όργανο που εκδίδει το διάταγμα κράτησης του αιτούντος ασύλου δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) θα πρέπει με σαφή τρόπο να προβεί σε έλεγχο της προσφορότητας και της αναγκαιότητας του μέτρου της κράτησης έναντι άλλων εναλλακτικών μέτρων. Αυτή η διεργασία δεν μπορεί να γίνει in abstracto αλλά θα πρέπει να γίνει κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο, διατυπωμένο κατά τρόπο που να επιτρέπει αφενός, στον ίδιο τον αιτητή να αντιληφθεί τους λόγους για τους οποίους κρατείται και αφετέρου, στο δικαστήριο να εξετάσει τη νομιμότητα του διατάγματος κράτησης. Συνεπώς, θα πρέπει να προκύπτουν με σαφήνεια όχι μόνο το νομικό υπόβαθρο αλλά και τα πραγματικά γεγονότα, τα οποία υπήρξαν καθοριστικά για την απόφαση του διοικητικού οργάνου να διατάξει την κράτηση και επί των οποίων βασίστηκε ώστε να προκρίνει την κράτηση έναντι άλλων λιγότερο περιοριστικών της ελευθερίας μέτρων. Ιδίως σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, η υποχρέωση αυτή καθίσταται ακόμα πιο επιτακτική δεδομένης της φύσης της διοικητικής πράξης, η οποία απολήγει σε αποστέρηση της ελευθερίας ενός προσώπου.

 

33.          Ορθότερο δε είναι η σύνοψη αυτή των γεγονότων να περιλαμβάνεται στο σώμα του ιδίου του διατάγματος, όπως άλλωστε προκύπτει από το ίδιο το γράμμα των εδαφίων (5) και (8) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου και της συναφούς νομολογίας που παρατίθεται ανωτέρω.

 

34.          Σημειώνεται, εξάλλου, ότι το βάρος απόδειξης τόσο της συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής μίας εκ των περιπτώσεων επιτρεπόμενης κράτησης δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2) όσο και της αναγκαιότητας αυτής, φέρει η αρμόδια αρχή που την επιβάλλει (Βλ. Εγχειρίδιο της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Ασύλου με τίτλο «Judicial analysis Detention of applicants for international protection in the context of the Common European Asylum System» σελ. 53).

 

35.          Εν προκειμένω, στον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης (βλ. ερ. 20, Τόμος VII) περιλαμβάνεται η επιστολή της ΥΑΜ, ημερομηνίας 24.6.2025, η οποία αποτέλεσε και την αιτιολογική βάση της επίδικης απόφασης. Στην επιστολή αυτή οι Καθ’ ων η αίτηση καταγράφουν τα εξής: «Ενόψει των ενώπιόν μου στοιχείων, συμφωνώ με την εισήγηση της Αστυνομίας για κήρυξη του αλλοδαπού ως απαγορευμένου μετανάστη στη βάση των άρθρων 6(1)(στ) και (ζ) του Κεφαλαίου 105». Την ίδια ημέρα, ωστόσο, στο κείμενο του διατάγματος που κοινοποιήθηκε στον Αιτητή, το επίδικο διάταγμα κράτησης στηρίχθηκε τελικώς στις διατάξεις των άρθρων 9Ε και 9ΣΤ(ε) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

36.          Στην εν λόγω επιστολή καταγράφεται το ιστορικό της σύλληψης του Αιτητή στις 6.6.2025, αρχικά για υπόθεση πλαστοπροσωπίας και χρήσης πλαστού εγγράφου. Μετά την απόρριψη, στις 9.6.2025, του αιτήματος προσωποκράτησης για τα αδικήματα αυτά, την ίδια ημέρα διατάχθηκε η κράτησή του για το αδίκημα της παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία, σε σχέση με το οποίο τελικώς αποφασίστηκε να μη διωχθεί ποινικά. Σημειώνεται επίσης η έκδοση εναντίον του διαταγμάτων κράτησης και απέλασης δυνάμει του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105), όπως και η υποβολή, περί την 11.6.2025, αίτησης διεθνούς προστασίας. Περαιτέρω, γίνεται μνεία ότι ο Αιτητής, προτού αποκτήσει την κυπριακή ιθαγένεια η οποία στη συνέχεια του αφαιρέθηκε, είχε την κινεζική υπηκοότητα, την οποία – σύμφωνα με σχετική πληροφόρηση αξιωματούχου της Πρεσβείας της Κίνας – εξακολουθεί να διατηρεί. Καταλήγοντας, διατυπώνεται εισήγηση για την κήρυξη του Αιτητή ως «απαγορευμένου μετανάστη» δυνάμει του άρθρου 6(1)(στ) και (ζ) του Κεφ. 105.

 

37.          Εντός του διοικητικού φακέλου δεν εντοπίζεται, ούτε οι Καθ’ ων η αίτηση υπέδειξαν, οποιοδήποτε άλλο έγγραφο – πέραν της προαναφερόμενης επιστολής – στο οποίο να αιτιολογείται η θέση ότι ο Αιτητής όφειλε να κρατηθεί για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας.

 

38.          Αξιολογώντας τα ενώπιόν μου στοιχεία, καταρχάς, κρίνεται ατυχής η αναφορά στον Αιτητή ως «απαγορευμένου μετανάστη», τόσο στην επιστολή της ΥΑΜ όσο και στη μεταγενέστερη σημείωση της Διευθύντριας. Κατά τον χρόνο διατύπωσης της εισήγησης και έγκρισής της στις 24.6.2025, ο Αιτητής τελούσε ήδη υπό το καθεστώς του αιτούντος άσυλο, καθόσον από τις 11.6.2025 είχε υποβάλει πρώτη αίτηση διεθνούς προστασίας, η οποία δεν είχε ακόμη εξεταστεί σε πρώτο βαθμό. Υπό τις περιστάσεις αυτές, τυχόν κράτησή του θα μπορούσε, κατ’ αρχήν, να διαταχθεί μόνον κατ’ εφαρμογή του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου.

 

39.          Περαιτέρω, μολονότι ο όρος «απαγορευμένος μετανάστης» απαντά στο εθνικό δίκαιο και είναι τυπικά επιτρεπτή η υπαγωγή ενός προσώπου σε αυτή την κατηγορία, η έννοια αυτή δεν απαντά στο ενωσιακό δίκαιο. Σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΕ (ΔΕΕ, απόφαση της 30ής Μαΐου 2013, Arslan, C-534/11, ECLI:EU:C:2013:343, σκέψεις 73-80, 84. ΔΕΕ, απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, VL, C-36/20 PPU, ECLI:EU:C:2020:495, σκέψη 185 επ., ΔΕΕ, απόφαση της 19ης Ιουνίου 2018, Gnandi, C-181/16, ECLI:EU:C:2018:465, σκέψεις 61-62, 106 επ.), από τη στιγμή που ο αλλοδαπός υποβάλλει πρώτη αίτηση ασύλου, παύει να εφαρμόζεται η Οδηγία 2008/115/ΕΚ περί επιστροφών – της οποίας οι διατάξεις έχουν μεταφερθεί στο Κεφ. 105 – και δεν είναι δυνατή η συνέχιση κράτησης ή η εκτέλεση απόφασης επιστροφής στη βάση της ιδιότητάς του ως «παράνομα διαμένοντος». Ενδεχόμενη κράτηση του αιτητή μπορεί να διαταχθεί αποκλειστικά για τους περιοριστικά απαριθμημένους λόγους του άρθρου 8(3) της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ (αντίστοιχου του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου), υπό την αυστηρή τήρηση των αρχών της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας.

 

40.          Ως εκ τούτου, ο τυπικός χαρακτηρισμός του αιτητή ως «απαγορευμένου μετανάστη» δεν μπορεί να παραγάγει πρακτικά αποτελέσματα, εφόσον εκκρεμεί η πρώτη αίτηση ασύλου και ο αιτητής απολαύει δικαιώματος παραμονής. Η παραπομπή δε στο Κεφ. 105, αφότου ο Αιτητής είχε ήδη αποκτήσει το καθεστώς του αιτούντος άσυλο, ήταν εσφαλμένη και δημιουργεί σύγχυση, καθόσον κατά τον χρόνο έκδοσης του επίδικου διατάγματος η κράτησή του μπορούσε να διαταχθεί μόνο στη βάση του περί Προσφύγων Νόμου. Το ζήτημα αποσαφηνίστηκε με την ορθή διατύπωση της νομικής βάσης στο κείμενο του διατάγματος που κοινοποιήθηκε στον Αιτητή.

 

41.          Υπογραμμίζεται στο σημείο αυτό ότι η εν λόγω επιστολή ημερομηνίας 24.6.2025, στην οποία οι Καθ’ ων η αίτηση παραπέμπουν στο σώμα του επίδικου διατάγματος δεν μπορεί να αποτελεί παρά μόνο εισήγηση και δεν δεσμεύει την αρμόδια εν προκειμένω αρχή, η οποία είναι και η μόνη που έχει την ευθύνη διαπίστωσης της συνδρομής των εκ του νόμου προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) (βλ. mutadis mutandis, απόφαση του ΔΕΕ της 25ης Ιανουαρίου 2018, F, C‑473/16, EU:C:2018:36, σκέψεις 40 και 41).

 

42.          Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με την προεκτεθείσα νομολογία, μόνον εφόσον από την ατομική του συμπεριφορά  του Αιτητή προκύπτει πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους, δικαιολογείται καταρχήν ο περιορισμός της ελευθερίας του (Βλ. Απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-601/15 PPU).

 

43.          Όπως διευκρινίζεται από τη νομολογία του ΔΕΕ, κατά την εκτίμηση του εάν η συμπεριφορά ενός αιτητή συνιστά απειλή για τη δημόσια τάξη, το κρίσιμο στοιχείο είναι η προσωπική του συμπεριφορά. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το γεγονός και μόνον ότι υπήκοος τρίτης χώρας είναι ύποπτος ή έχει καταδικασθεί για πράξη η οποία κατά το εθνικό δίκαιο συνιστά ποινικό αδίκημα, δεν αρκεί αφ’ εαυτού για να θεμελιώσει την εκτίμηση ότι το εν λόγω πρόσωπο αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια τάξη. Αντιστρόφως, είναι δυνατόν να συναχθεί τέτοια διαπίστωση ακόμη και εάν προηγήθηκε ποινική καταδίκη, όταν η συμπεριφορά του αιτητή, συνεκτιμώμενη με λοιπές περιστάσεις που αφορούν τον αιτητή, οδηγεί σε διαπίστωση ύπαρξης απειλής. Το ΔΕΕ έχει περαιτέρω υπογραμμίσει ότι στο πλαίσιο της αξιολόγησης της έννοιας αυτής είναι καθοριστικής σημασίας κάθε πραγματικό ή νομικό στοιχείο που αφορά στην ατομική κατάσταση του υπηκόου τρίτης χώρας, ικανό να αποσαφηνίσει κατά πόσον η προσωπική του συμπεριφορά συνιστά τέτοιου είδους απειλή. Ειδικότερα, σε περίπτωση που ο αιτητής είναι ύποπτος ή έχει καταδικασθεί για αδίκημα κατά το εθνικό δίκαιο, τα κρίσιμα στοιχεία είναι η φύση και η σοβαρότητα της πράξης, καθώς και ο χρόνος που έχει παρέλθει από τη διάπραξή της (βλ. ΔΕΕ, C-554/13, Z. Zh. και Staatssecretaris voor Veiligheid en Justitie, 11.6.2015, σκέψεις 50–54, όπου ερμηνεύεται η έννοια της «δημόσιας τάξης» στο πλαίσιο της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ· οι διαπιστώσεις αυτές έχουν εφαρμογή mutatis mutandis και εν προκειμένω).

 

44.           Εν προκειμένω, στο μοναδικό έγγραφο που περιέχεται στον διοικητικό φάκελο και το οποίο αφορά το πραγματικό υπόβαθρο και την αιτιολόγηση της έκδοσης της επίδικης πράξης, δεν παρατίθεται ειδική ανάλυση ως προς το λόγο για τον οποίο ο Αιτητής θεωρείται κίνδυνος για τη δημόσια τάξη. Πέραν της απλής παράθεσης ορισμένων γεγονότων, απουσιάζει οποιαδήποτε νομική αξιολόγηση, η οποία να συνδέει τις συγκεκριμένες περιστάσεις με τις κρίσιμες διατάξεις. Τα γεγονότα αυτά δεν οδηγούν, χωρίς την άσκηση ουσιαστικής κρίσης, σε ευθεία διαπίστωση επικινδυνότητας του Αιτητή. Ως εκ τούτου, διαπιστώνεται έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας εκ μέρους της διοίκησης.

 

45.          Υπό τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο θα προβεί το ίδιο σε αξιολόγηση των ενώπιόν του στοιχείων, προκειμένου να κριθεί εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου (προστασία της δημόσιας τάξης), δεδομένου ότι οι παραλείψεις της διοίκησης, αν και σοβαρές, δεν επαρκούν αφ’ εαυτών για την ανατροπή του επίδικου διατάγματος.

 

46.           Από την ακροαματική διαδικασία της 14.8.2025 προέκυψε ότι, όταν επανειλημμένως ζητήθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση να προσδιορίσουν τη συμπεριφορά ή το αδίκημα που, κατά την κρίση τους, θεμελιώνει την επικινδυνότητα του Αιτητή, αυτοί παρέπεμψαν στα αδικήματα της πλαστοπροσωπίας και της χρήσης πλαστού εγγράφου. Επισημαίνεται ότι, από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, καθώς και από τις διευκρινίσεις των Καθ’ ων, προκύπτει ότι δεν εκκρεμεί οποιαδήποτε ποινική διαδικασία στη Δημοκρατία σε σχέση με τα αδικήματα αυτά. Εξάλλου, με απόφαση της 9.6.2025, το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου απέρριψε σχετικό αίτημα για ανανέωση διατάγματος προσωποκράτησης του Αιτητή σε σχέση με τα εν λόγω αδικήματα. Δεν προκύπτει επίσης εάν εκκρεμεί ανάλογη διαδικασία στη Ρουμανία, ενώ οι αρχές της Δημοκρατίας είχαν επιτρέψει στον Αιτητή να ταξιδέψει στο Βουκουρέστι στις 6.6.2025, μολονότι το φερόμενο ως πλαστό διαβατήριο είχε ήδη ελεγχθεί από τις αρχές της Δημοκρατίας προτού εν τέλει κατασχέθηκε από τις ρουμανικές αρχές. Το Δικαστήριο, όπως και οι Καθ’ ων η αίτηση ελάχιστα στοιχεία έχουν ενώπιόν τους ως προς τη φερόμενη διάπραξη του εν λόγω αδικήματος από τον Αιτητή. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι δεν υπάρχει ούτε αντίγραφο του φερόμενου ως πλαστού εγγράφου. Πέραν των δηλώσεων των ρουμανικών αρχών, όπως καταγράφονται στην επιστολή της ΥΑΜ, δεν υπάρχει οτιδήποτε ως προς τις περιστάσεις του εν λόγω αδικήματος, της ατομικής εμπλοκής του Αιτητή, συμπεριλαμβανομένων οποιονδήποτε δεδομένων που να υποστηρίζουν ότι πρόκειται περί πλαστού εγγράφου. Τρεις μήνες μετά τη φερόμενη τέλεση του αδικήματος, δεν έχει κινηθεί οποιαδήποτε ποινική διερεύνηση στη Δημοκρατία. Τα ανωτέρω, αποτελούν ενδείξεις περί της μη σοβαρότητας του αδικήματος αλλά και περί της μη επάρκειας των ενώπιον της διοίκησης στοιχείων όσον αφορά στις περιστάσεις των φερόμενων αδικημάτων. Δεν παροράται εξάλλου το γεγονός ότι ο Αιτητής, χωρίς να υπάρξει οποιαδήποτε ουσιώδης μεταβολή των γεγονότων, κρατείτο υπό άλλη νομική βάση δυνάμει του ακυρωθέντος διατάγματος στη ΔΚ 20/25, ανωτέρω. Το σημείο αυτό αν και όχι καταλυτικής σημασίας αφεαυτό αποτελεί ένδειξη του τρόπου αντιμετώπισης του ζητήματος από τους Καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι σε μεταγενέστερο στάδιο μετέβαλαν τη νομική βάση της κράτησης του Αιτητή χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω ανάλυση, πλην της παράθεσης  εκ νέου του ίδιου ιστορικού. Σημειώνεται ότι η κράτηση για λόγους ασύλου δεν μπορεί να υποκαθιστά ποινικές διαδικασίες. Ούτε προκύπτει να υπήρξε περαιτέρω επικοινωνία των αρχών της Δημοκρατίας με τις ρουμανικές αρχές.

 

47.          Ακόμη και αν γίνει δεκτή η τέλεση του αδικήματος, δεδομένο που δεν γίνεται δεκτό υπό το φως των ανωτέρω, από το ιστορικό της υπόθεσης προκύπτει ότι σκοπός του Αιτητή ήταν να μεταβεί στο Λονδίνο, όπου διαμένει η οικογένειά του – γεγονός αδιαμφισβήτητο από αμφότερες τις πλευρές. Κατά συνέπεια, εκ πρώτης όψεως, το κίνητρο του Αιτητή φαίνεται να συνδέεται με την οικογενειακή επανένωση. Καταλήγοντας, δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι ο Αιτητής συνιστά πραγματική και ενεστώσα απειλή για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια της Δημοκρατίας.

 

48.          Εξάλλου, οι Καθ’ ων απέκλεισαν ρητώς την ύπαρξη ερυθράς αγγελίας της Interpol ως αιτιολογικής βάσης του επίδικου διατάγματος. Σε κάθε περίπτωση, πέραν του γεγονότος ότι σύμφωνα με την αίτησή ασύλου του Αιτητή, ως φορέας δίωξής του προκρίνεται το ίδιο το κράτος του, δεν υφίστανται οποιαδήποτε άλλα στοιχεία εντός του διοικητικού φακέλου από τα οποία να προκύπτουν οι περιστάσεις, η σοβαρότητα, ο χρόνος τέλεσης του και η προσωπική εμπλοκή του Αιτητή στο αδίκημα που καταγράφεται επί της ερυθράς αγγελίας. Επισημαίνεται ότι δεδομένης της αίτησης του Αιτητή για διεθνή προστασία και των αιτιάσεων που αναπτύσσει εκεί, περί ενδεχόμενης δίωξής του από τις αρχές της χώρας του, οι επαφές των αρχών της Δημοκρατίας με τις αντίστοιχες αρχές της χώρας καταγωγής του σε σχέση με την υπόθεση του Αιτητή θα πρέπει να τηρούν το οριζόμενα του άρθρου 18(9) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

49.          Αλλά ούτε και  για το αδίκημα της παράνομης εισόδου, σε σχέση με το οποίο επίσης δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη προκύπτει να απορρέει οποιοσδήποτε κίνδυνος για τη δημόσια τάξη. Προς τούτο λαμβάνονται υπόψη οι περιστάσεις που είναι γνωστές στο Δικαστήριο (ήτοι ανάκληση της απόφασης πολιτογράφησης του Αιτητή, την οποία ο ίδιος δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα φέρεται να αγνοούσε, ενώ υπήρξε πολίτης της Δημοκρατίας από το 2016 έως το 2024 – όταν και κατηγορήθηκε για τη διάπραξη του εν λόγω αδικήματος της παράνομης εισόδου, ενώ κατά την έκδοση του επίδικου διατάγματος είχε ήδη το καθεστώς του αιτούντος άσυλο). Επιπλέον, από το διοικητικό φάκελο δεν προκύπτει να έχει διαπράξει ο Αιτητής οποιοδήποτε αδίκημα τουλάχιστον από το 2016 και ενόσω ήταν πολίτης της Δημοκρατίας. Υπό τα δεδομένα αυτά, δεν προκύπτει ότι Αιτητής συνιστά πραγματική και σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια κατά την έννοια του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

50.          Υπό το φως της ανωτέρω ανάλυσης δεν δικαιολογείται η κράτηση του Αιτητή δυνάμει του άρθρου 9Ε και ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου. Αναπόδραστα, με βάση την ανωτέρω ανάλυση του παρόντος Δικαστηρίου δεν αποδεικνύεται ούτε η αναγκαιότητα ούτε και η αναλογικότητα του επίδικου διατάγματος κράτησης. Να σημειωθεί ότι καίτοι παρέλκει περαιτέρω εξέταση της αρχής της αναλογικότητας καθώς δεν κρίνεται νόμιμος ευθύς εξαρχής ο περιορισμός της ελευθερίας του Αιτητή, παρατηρείται ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν εξέτασαν ούτε και αιτιολόγησαν δεόντως ως όφειλαν την αναγκαιότητα του μέτρου της κράτησης έναντι εναλλακτικών αυτής μέτρων. Ειρήσθω εν παρόδω ότι ο Αιτητής είχε προτείνει την καταβολή εγγύησης αντί του μέτρου της κράτησης.

 

51.          Να σημειωθεί εξάλλου ότι είναι αδόκιμη και περιττή και η παραπομπή στο άρθρο 9Ε του περί Προσφύγων Νόμου, ως νομική βάση του επίδικου διατάγματος, καθώς η εν λόγω διάταξη αφορά στον περιορισμό του δικαιώματος διακίνησης και διαμονής που προηγουμένως θεσπίζει το άρθρο 9Δ του περί Προσφύγων Νόμου και όχι στον αποκλεισμό του. Αντίθετα, οι λόγοι κράτησης των αιτούντων άσυλο και η συναφής διαδικασία ρυθμίζονται αποκλειστικώς στα άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου,

 

52.          Συνεπώς, κρίνεται ότι η επίδικη απόφαση έρχεται σε αντίθεση με τα άρθρα 9Ε και 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου και κατ΄επέκταση με το Άρθρο 5 της ΕΣΔΑ, το Άρθρου 6 του Χάρτη κα το Άρθρο 11 του Συντάγματος καθώς δεν συντρέχουν οι εκ του νόμου προϋποθέσεις κράτησης του Αιτητή.

 

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή επιτυγχάνει και το επίδικο διάταγμα ακυρώνεται, με τους Καθ’ ων η αίτηση να οφείλουν να προβούν εν συνεχεία στα οριζόμενα στο άρθρο 9ΣΤ(6)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ήτοι στην απόλυση του Αιτητή. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ του Αιτητή και εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από το Πρωτοκολλητείο. 

                                                                                        

 Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 

 



[1] Bλ. https://euaa.europa.eu/sites/default/files/Detention-JA-EN-PDF.pdf , σ. 46 [Ημερομηνία πρόσβασης 05/08/2025]

[2] Κατά την έκδοση του επίδικου διατάγματος ήταν ήδη σε ισχύ οι περί Προσφύγων Νόμοι του 2000 έως 2023.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο