ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπoθ. Αρ.: 3015/23
27 Αυγούστου 2025
[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
F.N.E.
Αιτητής
-και-
Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
-------------------
Κ. Κουπαρή (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή.
Ι. Χαραλάμπους (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ ΔΔΔΠ: Με την παρούσα προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου που περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 28/08/2023, σύμφωνα με την οποία το αίτημά του για παραχώρηση διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε και καλεί το Δικαστήριο όπως κηρύξει αυτήν άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.
Όπως προκύπτει τόσο από την Ένσταση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που αποτελεί τεκμήριο "Α" στην παρούσα διαδικασία, τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την υπό εξέταση υπόθεση είναι τα ακόλουθα:
Ο Αιτητής είναι ενήλικας, υπήκοος της Νιγηρίας και κάτοχος διαβατηρίου με ημερομηνία έκδοσης την 17/07/2018 και ημερομηνία λήξης την 16/07/2023, ο οποίος κατά δήλωσή του τον Μάρτιο του 2022, εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του και μέσω Τουρκίας μετέβη στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου από όπου στη συνέχεια διήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Στις 27/04/2022 συμπλήρωσε αίτηση διεθνούς προστασίας, την οποία αφού υπέβαλε παρέλαβε στις 29/04/2022 σχετική βεβαίωση υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας.
Στις 07/08/2023 διενεργήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ενώ στη συνέχεια στις 11/08/2023 συντάχθηκε εισηγητική έκθεση υποβληθείσα προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία, ο αρμόδιος λειτουργός εισηγείται την απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή.
Στις 12/08/2023 συγκεκριμένος λειτουργός, δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, κατόπιν εξέτασης της εισηγητικής έκθεσης αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης του Αιτητή.
Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέρχεται σε επιστολή ημερομηνίας 28/08/2023, παραλήφθηκε αυθημερόν δια χειρός από τον Αιτητή θέτοντας την υπογραφή του, αφού προηγουμένως του επεξηγήθηκε το περιεχόμενό της, σε γλώσσα απολύτως κατανοητή από τον ίδιο, ήτοι στην αγγλική.
Εμπρόθεσμα, ο Αιτητής καταχώρησε την με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, προβάλλοντας με το δικόγραφο του αρκετούς λόγους προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης.
Με την γραπτή αγόρευση για τον Αιτητή, η συνήγορος του βάλλει κατά της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης του Αιτητή. Ειδικότερα, αποτελεί θέση της κ. Κουπαρή ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα ακρόασης του Αιτητή, εφόσον κατά τη συνέντευξή του δεν παρίστατο ικανός διερμηνέας η δε διαδικασία ολοκληρώθηκε από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου χωρίς να προκύπτει η ικανότητά του να χειρίζεται την αγγλική γλώσσα, κατάσταση η οποία οδηγεί στην κατ’ ισχυρισμό παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και κατά συνέπεια σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης. Επιπλέον, αποτελεί θέση του Αιτητή, ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν διεξήγαγαν δέουσα έρευνα επί των ισχυρισμών του Αιτητή, η δε απόφαση λήφθηκε υπό πλάνη και/ή υπό πεπλανημένα κριτήρια και/ή με κατάχρηση εξουσίας και κατ’αντίθεση με τον Νόμο και η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και/ή μη δεόντως αιτιολογημενη.
Από την πλευρά τους οι Καθ’ ων η αίτηση, μέσω της δικής τους αγόρευσης, απορρίπτοντας όλους τους ισχυρισμούς του Αιτητή, ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και νόμιμη, σύμφωνη με τις διατάξεις του Συντάγματος, και της κείμενης νομοθεσίας. Αποτελεί θέση τους, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε μετά απο δέουσα έρευνα και σωστή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθών η αίτηση, αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, είναι δε επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Τέλος ισχυρίζονται ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης που τον βαραίνει και κατά συνέπεια ορθά απορρίφθηκε η αίτησή του.
Με την απαντητική της αγόρευση η κ. Κουπαρή επαναλαβάνει τους ίδιους ισχυρισμούς εμμένοντας στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης.
Κατά το στάδιο των διευκρινήσεων και για πρώτη φορά, η συνήγορος του Αιτητή προβάλλει ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη. Ειδικότερα η κ. Κουπαρή, προβάλλει και προωθεί τη θέση ότι η εξουσιοδότηση, ερυθρό 46 στο διοικητικό φάκελο, προς τον λειτουργό που έλαβε την επίδικη απόφαση έγινε από τον πρώην Υπουργό Εσωτερικών και όχι από τον εν ενεργεία Υπουργό Εσωτερικών, ο οποίος και έπαυσε από τα καθήκοντα του. Ως εκ τούτου, συνεχίζει η κ. Κουπαρή ο εκδώσας την προσβαλλόμενη απόφαση λειτουργός δεν είναι εξουσιοδοτημένος και κατά συνέπεια ενήργησε αναρμοδίως. Τούτο, κατά τον ισχυρισμό της, οδηγεί χωρίς άλλο σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, καλώντας το Δικαστήριο όπως ασκήσει μόνο ακυρωτικό έλεγχο και όχι έλεγχο ουσίας. Από τη πλευρά της η κ. Χαραλάμπους απορρίπτοντας τη θέση της κ. Κουπαρή, παραπέμπει το Δικαστήριο στην απόφαση του ΔΔΔΠ υπό άλλη σύνθεση, υπ’ αριθμό Τ3136/23, υποστηρίζοντας τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης.
Έχω μελετήσει με μεγάλη προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τους συνηγόρους των διαδίκων, και δεδομένης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου όπως ορίζεται από το άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν. 73(Ι)/2018, το οποίο προνοεί για έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας της προσβαλλόμενης πράξης, κρίνω σκόπιμο όπως καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που ο Αιτητής προέβαλε σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματος του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ' ων η αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας, έχοντας κατά νου τους προωθούμενους ισχυρισμούς του Αιτητή.
Βεβαίως, κρίνεται απαραίτητη η κατ’ αρχήν εξέταση του ισχυρισμού του Αιτητή περί αναρμοδιότητας του προσώπου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, που παρά το ότι προβάλλεται χωρίς τη δέουσα δικογράφισή του, το Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει ως ζήτημα δημόσιας τάξης ακόμα και αυτεπάγγελτα[1]
Ανατρέχοντας στο περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, εντοπίζω στο ερυθρό 46 σχετική εξουσιοδότηση ημερομηνίας 09/06/2022 με την οποία ο τέως Υπουργός Εσωτερικών εξουσιοδοτεί λειτουργούς της Υπηρεσίας Ασύλου, μεταξύ άλλων τον κ. Α.Α. όπως «ασκούν μέρος των εξουσιών ή να εκτελούν μέρος των καθηκόντων του Προϊσταμένου, που αφορούν στην έκδοση αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας….».
Εντοπίζω επίσης στο ερυθρό 60 απόφαση του εξουσιοδοτημένου λειτουργού για απόρριψη της αίτησης του Αιτητή.
Η θέση της κ. Κουπαρή ότι κατά την λήψη της απόφασης [12/08/2023] ο εξουσιοδοτών Υπουργός Εσωτερικών είχε παύσει των καθηκόντων του και κατά συνέπεια οι ενέργειες του εξουσιοδοτούμενου λειτουργού είναι άκυρες δεν με βρίσκει σύμφωνη. Τούτο γιατί σύμφωνα με ημεδαπή νομολογία «δεν είναι αναμενόμενο να παραχωρείται νέα εξουσιοδότηση κάθε φορά που διορίζεται νέος διευθυντής». Σημειώνω επιπλέον ότι δεν τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου οτιδήποτε που να διαφαίνεται ανάκληση της εν λόγω εξουσιοδότησης ώστε να καταστήσει ενδεχομένως άκυρη την προσβαλλόμενη απόφαση.
Επί τούτου παραπέμπω στη σχετικά πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, Δημοκρατία ν. A.H.T. Advances Heating Technologies, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.63/18, ημερομηνίας 11/01/2024, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα επί πανομοιότυπου ισχυρισμού:
«Σχετική με το υπό εξέταση ζήτημα είναι η υπόθεση Κασσέρα ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 27/16, ημερ. 4.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:C130, ECLI:CY:AD:2023:C130, ECLI:CY:AD:2023:C130, όπου ο εφεσείοντας προέβαλε ότι η συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έπασχε αφού, δεν είχε καταρτιστεί από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 2 και 35Α του περί Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 10/69). Στην εκεί υπόθεση, παρουσιάστηκε εκχώρηση με την οποία ο αρμόδιος Υπουργός εκχώρησε προς τον γενικό διευθυντή τις εξουσίες που του παρέχονται δυνάμει του Νόμου. Ο εφεσείοντας, με δεδομένο ότι η εξουσιοδότηση δόθηκε πριν από πολλά χρόνια από προηγούμενο Υπουργό και όχι από τον εν ενεργεία Υπουργό κατά την περίοδο πλήρωσης των θέσεων, υποστήριξε πως η εξουσιοδότηση αυτή δεν μπορούσε να ισχύει, αφού η κάθε διαδικασία πλήρωσης θέσεων είναι ξεχωριστή και αυτόνομη. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, επισήμανε ότι δεν είναι αναμενόμενο να παραχωρείται νέα εξουσιοδότηση κάθε φορά που διορίζεται νέος Υπουργός.
Επίσης σχετική με το υπό εξέταση επίδικο ζήτημα είναι και η πρόσφατη υπόθεση Φωτιάδου ν. Δημοκρατίας, Ε.Ε.Δ. 84/16, ημερ. 2.10.2023, όπου η εφεσείουσα προέβαλε ότι η σύνθεση της συμβουλευτικής επιτροπής που συστήθηκε για τις προαγωγές ήταν παράνομη καθότι, ο νέος υπουργός, ως εκ της αλλαγής που προέκυψε με τη αντικατάσταση του προηγούμενου, δεν προχώρησε σε επικαιροποιημένη εκχώρηση εξουσιών προς τη νέα γενική διευθύντρια. Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, απορρίπτοντας το σχετικό λόγο έφεσης επισήμανε ότι, ο λόγος των αποφάσεων Κασσέρα (ανωτέρω) και Συμβούλιο Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης κ.α v. Παναγή κ.α Α.Ε. 47/2014 ημερ. 25.2.21, ECLI:CY:AD:2021:C71, ECLI:CY:AD:2021:C71, ECLI:CY:AD:2021:C71, όπου στην τελευταία υπογραμμίστηκε το θεσμικά συνεχές ενός διοικητικού οργάνου, καλύπτει τα επίδικα ζητήματα, με την πρόσθετη επισήμανση ότι, «το γεγονός ότι αντικαταστάθηκε ο Γενικός Διευθυντής, (στον οποίο δόθηκε εκχώρηση.), να μην επηρεάζει κατ' εφαρμογή του ίδιου σκεπτικού (αλλά και κατά κοινή λογική) τα αναλυόμενα».
Στην υπό εξέταση περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε. Εξουσιοδότηση υπήρχε. Με αυτήν εξουσιοδοτήθηκε το πρόσωπο που υπέγραψε την σχετική επιστολή και με την οποία απαίτησε την καταβολή των πιο πάνω ποσών. Σε ακολουθία του λόγου τόσο της υπόθεσης Κασσέρα και όσο και της Φωτιάδου (ανωτέρω), δεν είναι αναμενόμενο να παραχωρείται νέα εξουσιοδότηση κάθε φορά που διορίζεται νέος διευθυντής. Περαιτέρω, δεν είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου οτιδήποτε που να ανακαλεί την εξουσιοδότηση για την οποία γίνεται αναφορά πιο πάνω».
Τούτων λεχθέντων απορρίπτω τον προβαλλόμενο ισχυρισμό κρίνοντας πως ελλείψει σχετικής ανάκλησης της υπό εξέταση εξουσιοδότησης, η υφιστάμενη εξουσιοδότηση από τον τέως Υπουργό Εσωτερικών προς τον εξουσιοδοτούμενο λειτουργό ο οποίος έλαβε και την απόφαση απόρριψης του αιτήματος του Αιτητή παραμένει ισχυρή, κατά συνέπεια και η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε από αρμόδιο όργανο.
Ο ισχυρισμός της κ. Κουπαρή περί παραβίασης του δικαιώματος ακρόασης του Αιτητή, ο οποίος έγκειται στο γεγονός ότι η συνέντευξη έγινε στην απουσία διερμηνέα και συνεπώς υφίσταται παράβαση ουσιώδους τύπου, δεν με βρίσκει σύμφωνη.
Κατ΄αρχήν είναι σαφές από ανάγνωση του άρθρου 18(2) του περί Προσφύγων Νόμου πως παρέχονται σε αιτητή/αιτήτρια διεθνούς προστασίας δωρεάν υπηρεσίες διερμηνέα, «όπου αυτό είναι αναγκαίο…..και δεν είναι δυνατή η απαραίτητη επικοινωνία χωρίς τις υπηρεσίες αυτές». Υπενθυμίζω πως το πιο πάνω άρθρο, ενσωματώνει στην κυπριακή έννομη τάξη το άρθρο 12(1)(β) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση).
Συνάγεται πως οι υπηρεσίες διερμηνέα παρέχονται μόνο στις περιπτώσεις όπου δεν μπορεί να εξασφαλισθεί η δέουσα επικοινωνία παρά μόνο στην παρουσία διερμηνέα.
Ανατρέχοντας στο διοικητικό φάκελο διαπιστώνω ότι ο Αιτητής δήλωσε επί της αίτησης ασύλου (ερυθρό 1-3) ως γλώσσα επικοινωνίας την αγγλική σημειώνοντας πως δεν χρειάζεται τις υπηρεσίες διερμηνέα. Επιπλέον, παρατηρώ ότι η αίτησή του είναι συνταγμένη στην αγγλική γλώσσα δηλώνοντας ενυπόγραφα πως όλες οι πληροφορίες δόθηκαν από τον ίδιο ο οποίος επιβεβαιώνει το αληθές των δηλώσεων του.
Επιπλέον με την έναρξη της συνέντευξής του καλείται όπως κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας ενημερώσει σε περίπτωση έλλειψης επικοινωνίας ή μη επαρκούς κατανόησης της διαδικασίας η οποία διεξήχθηκε στην αγγλική γλώσσα. Στο τέλος δε της διαδικασίας επιβεβαιώνει και πάλιν ενυπόγραφα, πως έχει κατανοήσει πλήρως τη διαδικασία που διεξήχθηκε στην αγγλική γλώσσα εφόσον τα αγγλικά είναι γλώσσα την οποία κατανοεί πλήρως (ερυθρό 14 στο διοικητικό φάκελο), υπογράφοντας την ορθότητα του περιεχομένου κάθε σελίδας της συνέντευξης[2].
Διαβάζοντας προσεκτικά το πρακτικό της συνέντευξης δεν διαπιστώνω σε κανένα σημείο αυτής πως υπήρξε η οποιαδήποτε δυσκολία κατανόησης από πλευράς του Αιτητή, ούτε όμως και εγέρθηκε από την συνήγορό του οτιδήποτε συγκεκριμένο πέραν της γενικής προώθησης του εν λόγω ισχυρισμού, που να δίνει έρεισμα στον προωθούμενο ισχυρισμό.
Τούτων λεχθέντων παρέλκει η περαιτέρω εξέταση του εν λόγω ισχυρισμού ο οποίος απορρίπτεται ως αβάσιμος και ατεκμηρίωτος, εφόσον διαφαίνεται από τα πιο πάνω πως η διαδικασία που ακολουθήθηκε κατά την συνέντευξη του Αιτητή ήταν δέουσα και ορθή και δεν διαπιστώνω καμία πλημμέλεια.
Σε σχέση με το επιχείρημα ότι δεν αποκαλύπτεται η ικανότητα του λειτουργού να χειρίζεται την αγγλική γλώσσα και πάλιν καταλήγω ότι δεν τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου οτιδήποτε που να οδηγεί σε αυτό το συμπέρασμα και ως εκ τούτου κρίνω αβάσιμο τον ισχυρισμό τον οποίο και απορρίπτω.
Παραπέμπω προς τούτο στην απόφαση DE SILVA ν. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.α., Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 40/2014, ημερομηνίας 07.02.2020, ECLI:CY:AD:2020:C52, όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Σε κανένα σημείο των εγγράφων της συνέντευξης δεν μας έχει παραπέμψει ο δικηγόρος του Εφεσείοντα για να υποδείξει οτιδήποτε που θα μπορούσε να εγείρει αμφιβολίες ως προς την επάρκεια του διερμηνέα που χρησιμοποιήθηκε, ούτε αναφέρθηκε σε οτιδήποτε που ειπώθηκε κατά τις συνεντεύξεις και δεν καταγράφηκε ή καταγράφηκε διαφορετικά ή που δεν ειπώθηκε και παρουσιάζεται καταγραμμένο. Ούτε και υποστήριξε πως υπέδειξε τέτοιο κατά την πρωτόδικη διαδικασία που το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του. Διαπιστώνουμε πως η ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου επιμέρους επιχειρηματολογία περιορίστηκε στην απουσία ενδείξεων ή στοιχείων για την επαγγελματική κατάρτιση του διερμηνέα, χωρίς να υποστηριχτεί ότι πράγματι ο διερμηνέας ήταν ακατάλληλος.
Το παράπονο του Εφεσείοντα αναφορικά με τον διερμηνέα που χρησιμοποιήθηκε στις συνεντεύξεις του ήταν ατεκμηρίωτο και ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατάληξε ότι η επιμέρους επιχειρηματολογία δεν είχε έρεισμα.».
Προχωρώ να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.
Κατά την καταγραφή του αιτήματος του για διεθνή προστασία, ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη Νιγηρία λόγω απειλών και μιας απόπειρας δολοφονίας εναντίον του από τον θείο του. Δήλωσε ότι ο πατέρας του ήταν πλούσιος και όταν πέθανε, ο θείος του τον απείλησε ότι θα τον σκοτώσει για να κληρονομήσει εκείνος όλη την περιουσία του πατέρα του, γιατί ήταν το μοναδικό αγόρι της οικογένειας. Ο Αιτητής απευθύνθηκε στον πάστορα, ο οποίος τον βοήθησε να διαφύγει από τη χώρα.
Στα πλαίσια της συνέντευξής του και ως προς τα προσωπικά του στοιχεία ο Αιτητής δήλωσε πως γεννήθηκε στην πόλη Lafia της επαρχίας Nasarawa, όπου και διέμενε. Όσον αφορά στην οικογενειακή του κατάσταση, ανέφερε ότι είναι μοναχοπαίδι, άγαμος και άτεκνος, ο πατέρας του απεβίωσε το 2017 από πυροβολισμούς, χωρίς να γνωρίζουν ποιος τον σκότωσε, η μητέρα του απεβίωσε το 2019 λόγω προβλημάτων υγείας. Ως προς το μορφωτικό του επίπεδο ο Αιτητής δήλωσε ότι έχει ολοκληρώσει ανώτατη εκπαίδευση δύο ετών σε θεατρικές σπουδές ωστόσο κατά την παραμονή του στη χώρα καταγωγής του δεν εργαζόταν.
Ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη Νιγηρία ο Αιτητής στο στάδιο της ελεύθερης αφήγησης, ανάφερε ότι με το θάνατο του πατέρα του ο πατρικός του θείος ήθελε να οικειοποιηθεί της περιουσίας του πατέρα του και επειδή ο Αιτητής ήταν το μοναδικό παιδί στην οικογένειά του και κληρονόμος όλης της περιουσίας του πατέρα του, ο θείος του άρχισε να τον απειλεί ότι θα τον σκοτώσει. Μετά το θάνατο της μητέρας του το 2019, βασίστηκε στον πάστορά του ο οποίος το έτος 2022 τον βοήθησε να διαφύγει από τη χώρα, μετά από ένα περιστατικό απόπειρας δολοφονίας εναντίον του.
Ερωτηθείς τί πιστεύει ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, ο Αιτητής ανέφερε ότι θα κινδυνεύσει η ζωή του.
Αξιολογώντας τις πιο πάνω δηλώσεις του Αιτητή, οι Καθ' ων η αίτηση διήκριναν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος σχετικά με την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, ο δεύτερος ότι ο Αιτητής εγκατέλειψε τη Νιγηρία επειδή φοβόταν τον θείο του λόγω κτηματικών διαφορών.
Ο πρώτος ισχυρισμός του Αιτητή ως προς τον τόπο καταγωγής του και τα προσωπικά της στοιχεία έγινε αποδεκτός, καθώς οι πληροφορίες που έδωσε ο Αιτητής κρίθηκαν συνεκτικές, ενώ ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς πληροφορίες, οι οποίες επιβεβαίωναν την εθνικότητα και τον τόπο γέννησής του.
Αντίθετα, ο δεύτερος ισχυρισμός του απορρίφθηκε. Ειδικότερα, κρίθηκε πως ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει επαρκείς και συγκεκριμένες πληροφορίες σε θέματα που άπτονται στον πυρήνα του αιτήματός του, ενώ επίσης στις δηλώσεις του εντοπίστηκαν αντιφάσεις και μη ευλογοφάνεια. Καταρχήν, κληθείς να αναφέρει πότε άρχισαν τα προβλήματα με τον θείο του, ο Αιτητής ανέφερε ότι ο πατέρας του ήταν πλούσιος και ο θείος του κατηγορούσε τη μητέρα του ότι, επειδή ήταν γυναίκα, δεν δικαιούταν την περιουσία του πατέρα του. Ισχυρίστηκε επίσης, ότι, λόγω αυτού του γεγονότος, η μητέρα του αρρώστησε και πέθανε. Ο ισχυρισμός αυτός του Αιτητή δεν θεωρείται ευλογοφανής, αφού υποστηρίζει ότι ο θείος του είπε στη μητέρα του ότι επειδή ήταν γυναίκα δεν δικαιούταν την περιουσία του πατέρα του και για αυτό τον λόγο απεβίωσε.
Αντίφαση σημειώνεται επίσης στις δηλώσεις του Αιτητή, καθώς ανέφερε ότι τα έγγραφα της περιουσίας του πατέρα του μετά τον θάνατό του ήταν υπό την κατοχή της μητέρας του μέχρι που εκείνη απεβίωσε. Παρουσιάζεται επίσης μη ευλογοφάνεια στη δήλωση του Αιτητή ότι ο θείος του πήρε τα έγγραφα της περιουσίας του πατέρα του από τη μητέρα του, εφόσον ο ίδιος ήταν παιδί. Σε διευκρινιστική ερώτηση που του τέθηκε, δεδομένου ότι το 2019 ήταν ενήλικας, ο Αιτητής ανέφερε ‘’Yes, that’s the problem’’, χωρίς όμως να δίνει περισσότερες πληροφορίες, αναφέροντας μόνο ότι ο θείος του κατάσχεσε όλη την περιουσία του πατέρα του και πλέον τη διαχειριζόταν ο ίδιος.
Μη ικανοποιητική κλήθηκε και η απάντηση του Αιτητή σε σχέση με την σχέση που είχε με τον θείο του, αναφέροντας πως δεν είχε σχέσεις μαζί του επειδή ο ίδιος ασχολείτο με το ποδόσφαιρο. Κρίθηκε πως ήταν αναμενόμενο από τον Αιτητή να είναι σε θέση να περιγράψει πώς ήταν οι σχέσεις με τον θείο του πριν και μετά τον θάνατο του πατέρα του. Αναφορικά με την ισχυριζόμενη δίωξή του, ο Αιτητής δήλωσε ότι κάποια στιγμή ήρθε στο σπίτι που νοίκιαζε ένα δωμάτιο μια ομάδα ατόμων με όπλα, αλλά ο ίδιος κατάφερε να τους ξεφύγει τρέχοντας, χωρίς όμως να είναι σε θέση να παράσχει επαρκείς πληροφορίες για το θέμα αυτό. Κληθείς να εξηγήσει πώς γνώριζε ότι τα άτομα αυτά στάλθηκαν από τον θείο του, ο Αιτητής ανέφερε ‘’because they were calling my name when they came around’’, απάντηση μη ικανοποιητική.
Επιπλέον, ο Αιτητής, κατά τους Καθ’ων η αίτηση υπέπεσε σε αντιφάσεις και ασυνέπειες, αφού ανέφερε μεν ότι στην πολιτεία του τα πάντα μαθαίνονται, ωστόσο ισχυρίστηκε ότι διέμενε στην ίδια πόλη με τον θείο του και φερόμενο ως φορέα δίωξής του από το 2019 μέχρι να εγκαταλείψει τη χώρα του, παρόλο που όπως ισχυρίστηκε τον απειλούσε και προσπαθούσε να τον σκοτώσει. Σε διευκρινιστική ερώτηση των ως άνω αντιφάσεων, ο Αιτητής παρείχε διαφορετική απάντηση, αναφέροντας ότι παρέμενε στην περιοχή και δεν του συνέβη τίποτα από τον Ιούνιο του 2019 μέχρι την αναχώρησή του από τη Νιγηρία τον Μάρτιο του 2022, αλλά ήταν υπό άγχος. Αναμένεται ευλόγως από τον Αιτητή να έχει μετεγκατασταθεί σε άλλη περιοχή της Νιγηρίας, αφού όπως ισχυρίστηκε λάμβανε απειλές από τον θείο του. Σημειώνεται ακόμα η χρονική ασυνέπεια στα λεγόμενα του Αιτητή, αφού αρχικά ανέφερε ότι ο θείος του άρχισε να τον απειλεί όταν πέθανε η μητέρα του, ενώ σε μεταγενέστερη ερώτηση ο Αιτητής ανέφερε ότι οι απειλές άρχισαν το 2017.
Περαιτέρω, οι Καθ’ ων η αίτηση έκριναν πως παρουσιάζεται ασυνέπεια και αντίφαση στα λεγόμενα του Αιτητή, αφού αφενός αναφέρει ότι ο θείος του τον απειλούσε άμεσα και με τηλεφωνικές κλήσεις, ενώ ακολούθως αναφέρει ότι έμαθε ότι ο θείος του τον απειλούσε από ‘’φήμες’’ του κόσμου όσο βρισκόταν στην εκκλησία. Παρατηρείται, επίσης, μη ευλογοφάνεια στις δηλώσεις του, καθώς, αν και ανέφερε ότι ο θείος του θέλει να τον σκοτώσει λόγω της περιουσίας του πατέρα του που είχε πεθάνει, ο θείος του ήδη είχε κατάσχει την περιουσία αυτή πριν ο ίδιος φύγει από τη Νιγηρία. Στις διευκρινιστικές ερωτήσεις που ακολούθησαν, ο Αιτητής δεν παρείχε επαρκείς πληροφορίες αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους ισχυρίζεται ότι συνεχίζει να διώκεται από τον θείο του, αρκούμενος σε υποθέσεις ότι σε περίπτωση που επιστρέψει στη Νιγηρία, ο θείος του θα θέλει την περιουσία. Επομένως, η ισχυριζόμενη δίωξη του Αιτητή δεν υφίσταται, αφού η εν λόγω περιουσία αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία της ισχυριζόμενης δίωξής του, η οποία βρίσκεται υπό την κατοχή του θείου του από το 2019.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, οι Καθ' ων η αίτηση δεν παρέθεσαν πληροφορίες από εξωτερικές πηγές, καθώς εκτίμησαν ότι πρόκειται για ισχυρισμό ιδιωτικής φύσης που δεν μπορεί να διασταυρωθεί με εξωτερικές πηγές. Καταλήγουν ότι, λόγω της απουσίας εσωτερικής αξιοπιστίας στα λεγόμενα του Αιτητή, ο ισχυρισμός του δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.
Προχωρώντας στο στάδιο της αξιολόγησης κινδύνου, ο αρμόδιος λειτουργός εκτίμησε τον μελλοντικό κίνδυνο του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία και ειδικότερα στην πόλη Lafia της επαρχίας Nasarawa, με βάση τον ισχυρισμό περί των προσωπικών στοιχείων του Αιτητή, ο οποίος έγινε αποδεκτός. Αξιολογήθηκε ότι δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται πως ο Αιτητής, σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.
Ως εκ τούτου, συνεχίζοντας στο στάδιο της νομικής ανάλυσης, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε στο ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής του στο προσφυγικό καθεστώς, καθώς κρίθηκε ότι δεν προκύπτει δικαιολογημένος φόβος δίωξης του Αιτητή δυνάμει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Όσον αφορά το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα, ήτοι στο ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, καθώς κρίθηκε ότι δεν προκύπτει πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης αυτού ενόψει δυνάμει του άρθρου 19(2)(α) (β) και (γ) του περί Προσφύγων Νόμου.
Τούτων λεχθέντων οι Καθ' ων η αίτηση απέρριψαν το αίτημα του Αιτητή στο σύνολό του ως αβάσιμο.
Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 6(Ι)/2000, «πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο, που λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγένειας του και δεν είναι σε θέση ή λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής». Για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση.
Το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 προνοεί ότι «εναπόκειται στον Αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση διεθνούς προστασίας», χωρίς να απαιτείται να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία. Ο Αιτητής έχει την ευθύνη να εκθέσει με την αίτησή του αλλά και μέσα από την ενώπιον της αρμόδιας αρχής συνέντευξη του, ακόμα και ενώπιον του Δικαστηρίου, μέσω της ορθής δικονομικής διαδικασίας, με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης υφιστάμενο στη χώρα καταγωγής του. Ο Αιτητής οφείλει να επικαλεστεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το υποβληθέν αίτημά του για διεθνή προστασία, το δε αρμόδιο όργανο εξετάζοντας την αίτηση του Αιτητή, οφείλει να λάβει υπόψη του κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός. Επί τούτου ο συνήγορος του Αιτητή ισχυρίζεται ότι οι Καθ΄ ων η αίτηση στα πλαίσια εξέτασης της αίτησής του, δεν προέβησαν σε δέουσα έρευνα.
Είναι πάγια νομολογημένο ότι δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2013) 3 Α.Α.Δ. 120, Α. Παπουτέ ν. Χρ. Κασάπη και Κυπριακής Δημοκρατίας, Συν. Αναθ. Έφεση 112/15 και 131/15 ημερομηνίας 13/07/2022). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή έρευνα.
Στο πλαίσιο ελέγχου της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, με βάση τα όσα προκύπτουν από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και κυρίως το πρακτικό της διενεργηθείσας συνέντευξης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και της εισηγητικής έκθεσης, κρίνω ορθή την κατάληξη της αξιολόγησης του αρμόδιου λειτουργού βάσει των δηλώσεων που ο Αιτητής προέβαλε κατά την προφορική του συνέντευξη, ως προς τον ουσιώδη ισχυρισμό που αφορά τη χώρα καταγωγής, την ταυτότητα, τα προσωπικά του στοιχεία και τον τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής του, αλλά και ως προς τον ισχυρισμό του περί δίωξης του από το θείο του λόγω κτηματικών διαφορών.
Κρίνω τις δηλώσεις του Αιτητή, ειδικά σε σχέση με τον πυρήνα του αιτήματος του που αφορά σε φόβο διώξης του από το θείο του λόγω κτηματικών διαφορών μη επαρκείς ως προς τις λεπτομέρειες, ασαφείς, σε σημεία αντιφατικές και μη εύλογες. Ανατρέχοντας στην εισηγητική έκθεση, διαπιστώνω ότι οι Καθ’ ων η αίτηση αξιολόγησαν μία προς μία όλες τις δηλώσεις του Αιτητή και ορθά έκριναν αυτόν αναξιόπιστο. Το γεγονός ότι ο θείος του είναι κάτοχος της περιουσίας του πατέρα του την οποία κατείχε από το 2019 και πριν την εγκατάλειψη του Αιτητή από τη χώρα καταγωγής του δεν δυναμώνει τη θέση του περί απειλών από τον τελευταίο λόγω ακριβώς της εν λόγω περιουσίας, αντίθετα αποδυναμώνει τον ισχυρισμό του σε συνδυασμό μάλιστα με την απλή πεποίθηση του ότι μπορεί ο θείος του να πιστεύει ότι ίσως στο μέλλον ζητήσει την περιουσία. Σε κάθε περίπτωση ο Αιτητής δεν στοιχειοθέτησε τον ισχυρισμό του περί απειλών οι οποίες εν τέλει ως δήλωσε πρόκειται για φήμες που άκουσε ενόσω βρισκόταν στην εκκλησία και όχι πραγματικές εναντίον του απειλές.
Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού, το Δικαστήριο κρίνει ότι τα εκ του Αιτητή εξιστορισθέντα αποτελούν υποκειμενικής φύσης περιστατικά, εκ των οποίων δεν απορρέει κάποιο στοιχείο που θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο έρευνας. Επιπλέον, το γεγονός της έλλειψη εσωτερικής συνοχής του ισχυρισμού του Αιτητή, ο οποίος διακατέχεται από γενικότητα, αοριστία και σε σημεία αντιφατικότητα, δεν καθιστά επιτακτική ανάγκη αναφοράς σε πηγές πληροφόρησης για εξέταση της εξωτερικής συνοχής του εν λόγω ισχυρισμού. (βλ FERDINAND EBELE EWELUKWA v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 18/2023, 31.10.2024.)
Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι ο Αιτητής, κατά την ενώπιον μου διαδικασία, εκπροσωπούμενος δια συνηγόρου δεν προσπάθησε να στοιχειοθετήσει την υπόθεσής του και να καλύψει τα κενά που οι Καθ'ων η αίτηση επεσήμαναν κατά την αξιολόγηση των δηλώσεών του.
Μελετώντας τον διοικητικό φάκελο, διαπιστώνω ότι οι Καθ' ων η αίτηση, συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και, στη βάση αυτών, εξέδωσαν αιτιολογημένη απόφαση. Συνεπώς, από το ιστορικό του Αιτητή όπως αυτό φαίνεται πιο πάνω, έχοντας κατά νου τα δεδομένα που προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο και από την ανωτέρω αξιολόγηση των ισχυρισμών του, ορθά κρίθηκε ότι ο Αιτητής δεν στοιχειοθέτησε κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.
Πέραν των πιο πάνω, αξίζει να αναφερθεί πως ακόμη και αν οι ισχυρισμοί του Αιτητή κρινόντουσαν ως αξιόπιστοι, οι περιουσιακές διαφορές δεν εμπίπτουν στους λόγους που ρητά προνοεί ο Νόμος για την παραχώρηση διεθνούς προστασίας. Είναι πλέον νομολογημένο ότι «δεν είναι επαρκές για αιτητή διεθνούς προστασίας, προς ευόδωση της αίτησής του, να επικαλείται φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του προκαλούμενο από ιδιωτικούς φορείς, χωρίς να συγκεκριμενοποιεί οποιοδήποτε γεγονός προς τούτο και αναμένοντας από τις διοικητικές ή δικαστικές αρχές να διεξάγουν εξ ιδίων έρευνα ώστε να εξιχνιάσουν τα γεγονότα επαλήθευσης ή μη του ισχυρισμού του» (βλ. M.M.R. v Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω ΑΑΠ, Έφεση κατά απόφασης ΔΔΔΠ αρ. 5/2019, ημερομηνίας 04/10/2023).
Ο «Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων» (Μάρτιος 2015) καθορίζει πως στη βάση της συλλογής πληροφοριών θα πρέπει να προσδιορίζονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του πρόσφυγα και αν δεν υπάρχει κατάληξη ότι μπορεί να δοθεί προσφυγικό καθεστώς, τότε το αρμόδιο όργανο θα πρέπει να εκτιμήσει εάν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του προσώπου που δικαιούται συμπληρωματική προστασία.
Εξετάζοντας πλήρως την υπόθεση, διαπιστώνω επίσης, ότι ορθά κρίθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του N.6(I)/2000 για να παρασχεθεί στον Αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του.
Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν.6(Ι)/2000 «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν.6(Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (βλ.Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619).
Προκειμένου να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί σε αυτήν και συγκεκριμένα στην πόλη Lafia της πολιτείας Nasarawa, τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή.
Από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σχετικά με την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στην χώρα καταγωγής του και ειδικότερα στην περιοχή συνήθους διαμονής του προκύπτει βάσει του Portal RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης, ότι η Νιγηρία είναι αναμεμειγμένη σε δύο παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συρράξεις ενάντια στις μη κρατικές ένοπλες ομάδες Boko Haram και ISWAP (Islamic State in West Africa Province[3].
Η Boko Haram δρα στις πολιτείες Borno, Yobe, και Adamawa. Το 2019, παρατηρήθηκε αναζωπύρωση και κλιμάκωση της κρίσης της Boko Haram σε ολόκληρη τη βορειοανατολική Νιγηρία και από το 2019 επεκτάθηκε στη βορειοδυτική Νιγηρία με επιθέσεις που έλαβαν χώρα στην Kaduna, Katsina, Sokoto και Zamfara.[4] Συνεπώς δεν λαμβάνει στον τόπο τελευταίας συνήθους διανομής του Αιτητή, ήτοι την πολιτεία Nasarawa, οποιαδήποτε εσωτερική ή διεθνής ένοπλη σύρραξη.
Ως προς τον αριθμό των περιστατικών ασφαλείας, η βάση δεδομένων ACLED κατά την χρονική περίοδο 29.06.2024 έως 27.06.2025 έχει καταγράψει στην πολιτεία Nasarawa[5], η οποία υπήρξε ο τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, 51 περιστατικά ασφαλείας τα οποία επέφεραν 75 απώλειες. Eξ αυτών καταγράφηκαν οι 12 ως μάχες (26 ανθρώπινες απώλειες), τα 5 ως ταραχές (5 ανθρώπινες απώλειες), και τα 34 ως βία κατά αμάχων (44 ανθρώπινες απώλειες). Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της πολιτείας Nasarawa, σύμφωνα με πρόβλεψη του 2025, ανέρχεται σε 2,931,724 κατοίκους[6].
Τα εν λόγω στοιχεία καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης στην εν λόγω περιοχή που θα μπορούσαν να θέσουν υπό απειλή την ζωή ενός πολίτη από την παρουσία του και μόνο στην εν λόγω περιοχή, υπό την έννοια του άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.
Κρίνω, υπό τις περιστάσεις και στη βάση του συνόλου των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε πλήρως η δε απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη. Ο Αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει σε κανένα στάδιο της διαδικασίας τη βασιμότητα του αιτήματός του για αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα, δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου και της Σύμβασης της Γενεύης, ούτε για την παραχώρηση της συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου.
Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στο πλαίσιο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, το οποίο συνεκτίμησε όλα τα πραγματικά στοιχεία και εξέδωσε τελική αιτιολογημένη απόφαση. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε το μεμπτό, ούτως ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και επαρκώς αιτιολογημένη.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1000 έξοδα υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Α.Α. ΑΓΡΟΤΗ Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (2002) 3 ΑΑΔ 314
[2] «I, the undersigned, confirm that all information in the transcript is true and accurate. I have fully understood in (English language), which is a language that I fully understand, all the information provided by the competent officer regarding the asylum procedures, concerning my rights and obligations and the questions addressed to me. I confirm that the recorded responses accurately reflect my statements. Therefore, I declare that I do not wish to change any statements nor to question any of the information submitted in the interview».
[3] https://www.rulac.org/browse/countries/nigeria#collapse1accord, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 04.7.2025)
[4]Country of Origin Information, Nigeria, security Situation (Ιούνιος 2021), https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2021_06_EASO_COI_Report_Nigeria_Security_situation.pdf σελ. 32, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 04.7.2025)
[5] https://acleddata.com/explorer/ filters applied
[6] Διαθέσιμο σε: https://nigerianinformer.com/states-population-in-nigeria/#google_vignette, ημ. πρόσβασης 04/07/2025
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο