
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ.: 3033/2023
11 Αυγούστου, 2025
[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
E.H.A.,
από Νιγηρία
Αιτητής
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Διευθυντού της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Δικηγόροι για Αιτητή: Ζ. Ποντίκη (κα) για Αλ Tάχερ, Μπενέτης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: Ε. Χατζηγιάννη (κα), για Π. Βρυωνίδου Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
Αιτητής παρών
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 18.07.2023 με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).
Ο Αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία, την οποίαν εγκατέλειψε στις 02.10.2021 και στις 03.02.2022 εισήλθε στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας περιοχές δια μέσου των μη ελεγχόμενων περιοχών υποβάλλοντας στις 14.03.2022 αίτηση για διεθνή προστασία. Στις 12.07.2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής αναφερόμενος και ως «ο Λειτουργός ασύλου»), ο οποίος υπέβαλε στις 18.07.2023 Εισηγητική Έκθεση στον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε στις 18.07.2023 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 08.08.2023, μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ίδιας ημερομηνίας. Αυτήν την απόφαση αμφισβητεί ο Αιτητής μέσω της υπό εξέταση προσφυγής του.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Εξειδικεύοντας και περιορίζοντας στα πλαίσια της γραπτής του αγόρευσης, τους εγειρόμενους στην προσφυγή λόγους ακυρώσεως, ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, ότι είναι αναιτιολόγητη καθώς και λόγω του ότι η διαδικασία διεξήχθη χωρίς την παρουσία μεταφραστή. Σε ότι αφορά την ουσία της υπόθεσής του, είναι η θέση του ότι ο ίδιος κινδυνεύει στη χώρα καταγωγής του, λόγω περιουσιακών διαφορών οι οποίες είχαν ως συνέπεια τη δολοφονία του αδελφού του καθώς και λόγω των επισφαλών συνθηκών προστασίας και ασφάλειας που χαρακτηρίζει τη Νιγηρία, προσθέτοντας επιπλέον ότι ο ίδιος απουσιάζει άνω των έξι (6) ετών από τη χώρα καταγωγής του, συνθήκη που τον καθιστά πιο ευάλωτο, εξαιτίας της μακρόχρονης αποξένωσής του από την πολιτισμική και παραδοσιακή ταυτότητα της χώρας του.
Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών περιστατικών της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας, εφαρμόζοντας το Νόμο και ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη, υποστηρίζοντας καταληκτικά ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για αναγνώριση του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας. Ισχυρίζονται περαιτέρω ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης το οποίο ο ίδιος φέρει στους ώμους του, ως προς την ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου.
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ
Καταρχάς, μελετώντας την γραπτή αγόρευση του Αιτητή, εύκολα διαπιστώνεται ότι πέραν του ισχυρισμού περί έλλειψης δέουσας έρευνας, ο οποίος προωθείται με κάποια σχετική επιχειρηματολογία, οι λοιποί ισχυρισμοί προωθούνται με γενικότητα, αοριστία και επιγραμματικότητα χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης του Αιτητή, πολλώ μάλλον κατά τρόπο που να προκύπτει ο πυρήνας του αιτήματός του και να δικαιολογεί την αναγνώριση πρόσφυγα ή την απόδοση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου[1]. Πράττει δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962[2]. Έχει πλειστάκις λεχθεί και από το παρόν Δικαστήριο, με παραπομπή στη σχετική επί του θέματος νομολογία, ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία[3], ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[4]. Δεν αρκεί συνεπώς η γενικόλογη και αόριστη επιχειρηματολογία χωρίς ταυτόχρονα την εξειδίκευση και αναφορά στα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας προωθούνται οι συγκεκριμένοι λόγοι ακυρώσεως. Επισημαίνω πρόσθετα ότι ο ισχυρισμός περί έλλειψης μεταφραστή, δεν έχει δεόντως δικογραφηθεί στο πλαίσιο της υποβληθείσας προσφυγής του και είναι συνεπώς ανεπίδεκτος εξέτασης και κατά τούτο απορρίπτεται.
Ανεξαρτήτως της ως άνω κατάληξης μου, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν[5], θα προχωρήσω να εξετάσω την ουσία της υπόθεσης σε συνάρτηση και με τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας.
Επί της ουσίας της υπόθεσης σε συνάρτηση και με τον λόγο ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας.
Αναφορικά με τη θέση του Αιτητή, ως αυτή προβάλλεται με την κατ' ισχυρισμό έλλειψη δέουσας έρευνας, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση.[6]
Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που οι Καθ' ων η αίτηση είχαν ενώπιόν τους.
Προτού προχωρήσω στην αξιολόγηση των ανωτέρω, θεωρώ κρίσιμο να αναφερθούν καταρχήν οι ισχυρισμοί του Αιτητή ως αυτοί προωθήθηκαν κατά την όλη διοικητική διαδικασία, καθώς και κατά τη διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου:
Ειδικότερα, παρατηρώ ότι ο Αιτητής κατά την υποβολή της αίτησής του για διεθνή προστασία δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, λόγω σύγκρουσης μεταξύ της οικογένειάς του και μιας άλλης κοινότητας, μετά τον θάνατο του πατέρα του. Ως συγκεκριμένα καταγράφει, μετά τον θάνατο του πατέρα του — ο οποίος ήταν ο μοναδικός γιος της οικογένειας και κατείχε εκτεταμένες εκτάσεις γης που είχαν παραχωρηθεί στην οικογένεια του — προέκυψαν σοβαρές διαμάχες με άλλη κοινότητα σχετικά με τα συγκεκριμένα εδάφη (“land disputes”). Μετά τον θάνατο της μητέρας του, το 2020, η ένταση κορυφώθηκε και η σύγκρουση εξελίχθηκε σε αιματηρή. Ο Αιτητής και ο μεγαλύτερος αδελφός του ήταν οι μοναδικοί κληρονόμοι των ιδιοκτησιών, γεγονός που οδήγησε στη στοχοποίησή τους. Ως αποτέλεσμα, ο αδελφός του φονεύθηκε κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης, ενώ ο ίδιος, ως ο μοναδικός επιζών υιός, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την περιοχή για να σώσει τη ζωή του (βλ. ερυθρό 2 του Δ.Φ)
Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης, ο Αιτητής ανέφερε σχετικά με το προσωπικό του προφίλ ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε στην περιοχή Ezeagu, της πολιτείας Enugu στη Νιγηρία. Επίσης, δήλωσε ότι από το 2005 διέμεινε για περισσότερο από πέντε χρόνια στην περιοχή Nkpor, της πολιτείας Anambra, ενώ ως περιοχή τελευταίας διαμονής ανέφερε την περιοχή Ezeagu, της πολιτείας Enugu. Δήλωσε Χριστιανός Καθολικός στο θρήσκευμα, καθώς και ότι μιλάει την αγγλική γλώσσα και τις διαλέκτους Igbo. Αναφορικά με την οικογενειακή του κατάσταση, ανέφερε ότι οι γονείς του έχουν αποβιώσει, όπως επίσης και ένα από τα τρία αδέλφια του. Όσον αφορά το μορφωτικό του επίπεδο, δήλωσε ότι έχει ολοκληρώσει την τριτοβάθμια εκπαίδευση και είναι κάτοχος πτυχίου στον τομέα της Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης (Mass Communication). Αναφορικά με την εργασιακή του εμπειρία, ανέφερε ότι εργάστηκε ως εργάτης για περίοδο δύο ετών, ενώ όσον αφορά το πώς στήριζε οικονομικά τον εαυτό του, δήλωσε ότι τον βοηθούσε η αδελφή του και ότι αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα.
Αναφορικά με την ουσία του αιτήματός του, ο Αιτητής υποστήριξε ότι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του λόγω μακροχρόνιας διαμάχης για την κυριότητα γης μεταξύ της οικογένειάς του και της γειτονικής κοινότητας. Όπως ανέφερε, μετά τον θάνατο της μητέρας του, μέλη της γειτονικής κοινότητας επιχείρησαν να ανεγείρουν κατοικίες σε τμήμα της οικογενειακής τους γης, γεγονός που οδήγησε σε έντονες συγκρούσεις. Όταν ξεκίνησαν οι εργασίες θεμελίωσης, η οικογένεια του Αιτητή, ως ιδιοκτήτρια του ακινήτου, προσέφυγε στον παραδοσιακό άρχοντα για την επίλυση της διαφοράς, χωρίς ωστόσο να επιτευχθεί οριστική λύση και με την ένταση να κλιμακώνεται.
Σε μεταγενέστερο περιστατικό, ενώ ο Αιτητής απουσίαζε, σημειώθηκε συμπλοκή κατά την οποία ο αδελφός του τραυματίστηκε σοβαρά και υπέκυψε στα τραύματά του μία εβδομάδα αργότερα. Η οικογένεια κατήγγειλε το γεγονός τόσο στον παραδοσιακό άρχοντα όσο και στην αστυνομία, πλην όμως — σύμφωνα με τον ίδιο — η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο χωρίς να ληφθούν περαιτέρω μέτρα. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι στη Νιγηρία «when someone has money can do anything» και ανέφερε ότι η οικογένεια δεν γνώριζε εάν έπρεπε να καταβάλει χρήματα για να προχωρήσει η αστυνομική έρευνα.
Κατά δήλωσή του, δεχόταν επανειλημμένα απειλές σχετικά με τη διεκδικούμενη γη, με μέλη της γειτονικής κοινότητας να τον προειδοποιούν ότι αν δεν αποχωρήσει από το οικόπεδο, «θα το μετανιώσει». Επισήμανε ότι οι μόνοι με νόμιμο δικαίωμα επί της γης ήταν ο ίδιος και ο, πλέον αποβιώσας, αδελφός του. Παρότι η αρχική καταγγελία στον παραδοσιακό άρχοντα είχε οδηγήσει σε προσωρινή αποκλιμάκωση, η ένταση αναζωπυρώθηκε και, όπως υποστήριξε, του μεταφέρθηκε ότι «the only way they can have access, is only if I am dead» (ερ. 18/X3 του Δ.Φ.).
Ο Αιτητής δήλωσε ότι αυτός ήταν ο καθοριστικός λόγος που τον οδήγησε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του.
Στο πλαίσιο των διευκρινιστικών ερωτήσεων και κληθείς να δώσει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το περιστατικό και την απαρχή της διαμάχης, ο Αιτητής δήλωσε ότι ειδοποιήθηκαν πως άτομα από τη γειτονική κοινότητα χρησιμοποίησαν άμμο και πέτρες στο οικόπεδό τους και άρχισαν να χτίζουν θεμέλια. Κατόπιν δια ζώσης συζήτησης, ξέσπασε καυγάς μεταξύ της οικογένειας του Αιτητή και των εν λόγω ατόμων. Ο ίδιος ανέφερε ότι οι τελευταίοι χρησιμοποίησαν οικοδομικά υλικά για να τους βλάψουν, και η οικογένεια του με τη σειρά τους αντεπιτέθηκαν, με αποτέλεσμα να προκύψουν τραυματισμοί. Στη συνέχεια, όταν ρωτήθηκε για τις απειλές που φέρεται να δέχτηκε, περιορίστηκε στην αναφορά λεκτικών απειλών, χωρίς να εισφέρει περαιτέρω διευκρινίσεις σχετικά με τις φερόμενες σωματικές βλάβες. (ερ. 17/1Χ,2Χ,3Χ του Δ.Φ.).
Ο Αιτητής περιέγραψε ένα περιστατικό τραυματισμού του αδελφού του, το οποίο – σύμφωνα με τα λεγόμενά του – οδήγησε στον επακόλουθο θάνατό του, διευκρινίζοντας ωστόσο ότι ο ίδιος δεν ήταν παρών κατά τη στιγμή του συμβάντος.
Ερωτηθείς σχετικά με το τι θεωρεί ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι ενδέχεται να του συμβούν διάφορα, καθώς – όπως υποστήριξε – βρίσκεται σε εξέλιξη κρίση στην περιοχή του και επίσης ότι τα άτομα που διεκδικούν την περιουσία του είναι ικανά να τον εξοντώσουν είτε μέσω ένοπλων επιθέσεων είτε μέσω χρήσης μαύρης μαγείας ή τελετών λατρείας, με σκοπό να καταλάβουν τη γη του (βλ. ερυθρά 16/2Χ του Δ.Φ.).
Η αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή από τους Καθ' ων η αίτηση
Προχωρώντας στην αξιολόγηση που διενεργήθηκε, επί των όσων ο Αιτητής παρέθεσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, από τον Λειτουργό ασύλου, παρατηρώ τα ακόλουθα:
Κατά την αξιολόγηση της αίτησης ασύλου του Αιτητή, ο Λειτουργός εντόπισε και εξέτασε συνολικά δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς: Ο πρώτος ισχυρισμός αφορούσε το προφίλ και τη χώρα καταγωγής και διαμονής του Αιτητή, ισχυρισμός ο οποίος έγινε αποδεκτός καθώς στοιχειοθετήθηκε η εσωτερική και η εξωτερική του αξιοπιστία.
Ο δεύτερος ισχυρισμός αφορούσε την ισχυριζόμενη δίωξη του υπό την μορφή δυσμενούς μεταχείρισης από την γειτονική κοινότητα του σχετικά με περιουσιακές διαφορές. Ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε λόγω έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας, καθώς κρίθηκε πως ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες, ενώ στα λεγόμενά του εντοπίστηκαν ασάφειες, αοριστίες, έλλειψη ευλογοφάνειας και αντιφάσεις.
Ειδικότερα, κατά την εξέταση του αιτήματός του, διαπιστώθηκε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει με σαφήνεια το περιστατικό της φερόμενης δίωξης από τη γειτονική κοινότητα. Όταν κλήθηκε να αναφέρει λεπτομέρειες, περιορίστηκε να δηλώσει, με αοριστία και γενικολογίες, ότι ορισμένα άτομα από τη γειτονική κοινότητα πήραν άμμο και πέτρες από το έδαφός τους και άρχισαν να χτίζουν θεμέλια. Μετά από σχετική συζήτηση που είχε μαζί τους, παρόντος και του αδελφού του, ξέσπασε καυγάς. Όταν ερωτήθηκε κατά πόσο υπέστη σωματική βλάβη, απάντησε καταφατικά, αλλά στη συνέχεια αρκέστηκε να αναφέρει ότι δεχόταν απειλές, χωρίς να επανέλθει στο θέμα ή να δώσει περαιτέρω πληροφορίες για τις υποτιθέμενες σωματικές βλάβες.
Παρατηρήθηκε, επίσης, έλλειψη ευλογοφάνειας και σαφήνειας αναφορικά με τις απειλές που φέρεται να δέχθηκε, καθώς και σχετικά με την επίσκεψη που, όπως ισχυρίστηκε, πραγματοποιήθηκε στο σπίτι του από τα εν λόγω άτομα. Όταν ερωτήθηκε πώς έλαβε γνώση του περιστατικού, απάντησε μόνο ότι η κοινότητα είναι μικρή και πως «τίποτα δεν μένει κρυφό».
Αντίφαση και γενικολογία εντοπίστηκαν και στον ισχυρισμό του ότι ο αδελφός του φονεύθηκε κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης, δεδομένου ότι ο ίδιος παραδέχθηκε πως δεν ήταν παρών στη σκηνή του συμβάντος. Παρότι δήλωσε ότι το γεγονός γνωστοποιήθηκε τόσο στον ηγέτη της κοινότητας όσο και στις αστυνομικές αρχές, δεν προσκόμισε καμία σχετική αστυνομική αναφορά ή ιατρική γνωμάτευση που να τεκμηριώνει τον θάνατο του αδελφού του. Επιπλέον, οι δηλώσεις του παρουσίασαν ασάφεια και αντιφάσεις ως προς τον ακριβή χρόνο του θανάτου.
Περαιτέρω, παρατηρήθηκε αντίφαση και ασάφεια σχετικά με το πότε ξεκίνησε η διεκδίκηση για το συγκεκριμένο έδαφος. Στην αίτησή του για διεθνή προστασία ανέφερε ότι οι διαφορές με τη γειτονική κοινότητα υπήρχαν ήδη από την εποχή που ο πατέρας του βρισκόταν εν ζωή, ο οποίος, όπως τόνισε, ήταν ο μοναδικός υιός της οικογένειας. Ωστόσο, κατά τη συνέντευξή του υποστήριξε ότι η διεκδίκηση άρχισε μόνο μετά τον θάνατο της μητέρας του.
Επιπλέον, παρουσιάστηκε ανεπάρκεια πληροφοριών σχετικά με τη δυνατότητα εσωτερικής μετακίνησης. Σε σχετική διευκρινιστική ερώτηση, γιατί δεν προσπάθησε να εγκατασταθεί σε άλλη περιοχή της χώρας, απάντησε ότι η πολιτεία Enugu State και η πολιτεία Anambra βρίσκονται σε κοντινή απόσταση. Πρόσθεσε ότι, όπου και να πάει κάποιος στη Νιγηρία, μπορεί να τον εντοπίσουν εύκολα.
Τέλος, ερωτηθείς για ποιο λόγο παρέμεινε στη χώρα καταγωγής του επί έναν χρόνο, ενώ ισχυριζόταν ότι η ζωή του βρισκόταν σε κίνδυνο, απάντησε ότι αδυνατούσε να αποχωρήσει άμεσα λόγω οικονομικών δυσκολιών. Δήλωσε, επίσης, ότι δεν γνώριζε ούτε για την Κύπρο ούτε για τη δυνατότητα αίτησης διεθνούς προστασίας. Σύμφωνα με τον ίδιο, αφίχθη στη χώρα τόσο για να προστατεύσει τη ζωή του όσο και για να εξασφαλίσει μια καλύτερη ζωή.
Όσον αφορά την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του ο Λειτουργός έκρινε πως τα όσα ο Αιτητής ανέφερε στη συνέντευξή του αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός του και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι που να δικαιολογούν την οποιαδήποτε ανάλυση των εν λόγω δεδομένων μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης. Ενόψει αυτών, ο ισχυρισμός του Αιτητή απορρίφθηκε ως εσωτερικά και εξωτερικά αναξιόπιστος.
Εν συνεχεία, ο Λειτουργός προχώρησε σε εκτίμηση του μελλοντοστραφούς κινδύνου του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία στη βάση του μόνου αποδεκτού ισχυρισμού. Κατά την εκτίμηση αυτή, ο Λειτουργός κατέληξε ότι δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να γίνει αποδεκτό ότι ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής θα κινδυνεύσει με δίωξη ή με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Ως προς την κατάσταση ασφαλείας στο τόπο καταγωγής και διαμονής του Aιτητή, παρατέθηκαν πληροφορίες από την ετήσια επισκόπηση του οργανισμού της EUAA για το έτος 2021, σχετικά με την καταγραφή κοινοτικών συγκρούσεων στη πολιτεία Enugu, και στη συνέχεια για τα περιστατικά ασφαλείας κατά τη διάρκεια του έτους 2020, καταλήγοντας πως με βάση τις πληροφορίες αυτές διαφαίνεται πως στην εν λόγω πολιτεία δεν παρατηρούνται συνθήκες ενόπλων συγκρούσεων.
Κατά τη Νομική Ανάλυση, ο Λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς του πρόσφυγα σύμφωνα με το Άρθρο 1Α 2 της συνθήκης της Γενεύης και του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 αφού δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπο του Αιτητή τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του. Όσον αφορά την υπαγωγή του στο καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας ο Λειτουργός ανέφερε ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 19 (2) (α), (β) και (γ) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 καθώς ο Αιτητής εάν επέστρεφε στη χώρα καταγωγής του δεν θα αντιμετώπιζε πραγματικό κίνδυνο να υφίστατο θανατική ποινή ή εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 19 (2) (α) ή να υφίστατο βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία σύμφωνα με το άρθρο 19 (2) (β). Κρίθηκε περαιτέρω αναφορικά με το άρθρο 19 (2) (γ), ότι ο Αιτητής επιστρέφοντας στη χώρα καταγωγής του δεν θα αντιμετώπιζε πραγματικό κίνδυνο να υφίστατο σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτής άσκησης βίας σε συνθήκες ένοπλης σύρραξης (βλ. ερ. 41-40 του Δ.Φ)
Η εκτίμηση του Δικαστηρίου
Αξιολογώντας λοιπόν τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Εισηγητική Έκθεση του λειτουργού, όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του Αιτητή ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:
Συμφωνώ και συντάσσομαι με την κρίση των Καθ' ων η αίτηση ως προς την αξιοπιστία του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού τον οποίον και αποδέχομαι.
Αναφορικά με το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή, ήτοι την ισχυριζόμενη δίωξη του υπό την μορφή δυσμενούς μεταχείρισης από την γειτονική κοινότητα του σχετικά με περιουσιακές διαφορές, συντάσσομαι με το συμπέρασμα του Λειτουργού σχετικά με την απουσία εσωτερικής αξιοπιστίας καθώς παρατηρούνται σημαντικά ελλείμματα εσωτερικής συνοχής και επαρκούς αιτιολόγησης των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών.
Κατόπιν προσεκτικής μελέτης των δηλώσεων του Αιτητή κατά τη διάρκεια της προσωπικής του συνέντευξης, καθώς και της σχετικής αιτιολογίας της απορριπτικής απόφασης ως αυτή παρατίθεται στην εισηγητική έκθεση του Λειτουργού ασύλου, εντοπίζονται πρόσθετα ζητήματα που ενισχύουν την αμφισβήτηση της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του Αιτητή, πέραν αυτών που ήδη καταγράφηκαν στην εισηγητική έκθεση του λειτουργού ασύλου.
Διαπιστώνω, ότι πράγματι οι απαντήσεις του Αιτητή σε αρκετές από τις ερωτήσεις στερούνται λεπτομέρειας, επάρκειας πληροφοριών και ευλογοφάνειας. Ειδικότερα, παρατηρώ ότι, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς πληροφορίες αναφορικά με τη δολοφονία του αδελφού του. Παρά το επιχείρημα ότι δεν ήταν παρών τη στιγμή της δολοφονίας, θα αναμενόταν, να ήταν σε θέση να παραθέσει βασικά στοιχεία σχετικά με τα γεγονότα ή να προσκομίσει σχετική αστυνομική αναφορά ή ιατρική γνωμάτευση θανάτου προς ενίσχυση του ισχυρισμού του.
Περαιτέρω, ο Αιτητής παρέλειψε να προσκομίσει ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου οποιοδήποτε έγγραφο ή τίτλο ιδιοκτησίας που να αποδεικνύει την κυριότητα της περιουσίας του μετά τον θάνατο του πατέρα του — στοιχείο που αποκτά ιδιαίτερη σημασία, ιδίως εάν ληφθεί υπόψη ότι ο ίδιος επικαλείται τη σχετική περιουσιακή διαμάχη ως τη γενεσιουργό αιτία της φυγής του από τη χώρα καταγωγής του.
Τέλος, αναφορικά με την απάντησή του στην ερώτηση γιατί δεν προσπάθησε να εγκατασταθεί σε άλλη περιοχή της χώρας, η δήλωσή του ότι η πολιτεία Enugu και η πολιτεία Anambra βρίσκονται σε κοντινή απόσταση αποτελεί ορθή διαπίστωση, επιβεβαιωμένη από εξωτερικές πηγές.[7] Ωστόσο, η επακόλουθη ισχυριζόμενη δυνατότητα εύκολου εντοπισμού του από τα συγκεκριμένα άτομα, ανεξαρτήτως του προορισμού εντός της χώρας, δεν κρίνεται εύλογη.
Με βάση τα ανωτέρω αλλά και τα όσα εντόπισε και επισήμανε ο Λειτουργός, προκύπτει ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή παρουσιάζουν σημαντικές αντιφάσεις, ασάφειες και ελλιπή τεκμηρίωση, τόσο ως προς τα κρίσιμα περιστατικά που επικαλείται, όσο και ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες φέρεται να έλαβαν χώρα. Η αδυναμία του να παραθέσει σαφείς, συνεκτικές και ευλογοφανείς απαντήσεις, σε συνδυασμό με την έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων, υπονομεύει σε ουσιώδη βαθμό την εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του και δεν επιτρέπει τη θεμελίωση πειστικής εκδοχής των γεγονότων που επικαλείται.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του δεύτερου ισχυρισμού, ως γεγονός που εδράζεται στη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής του Αιτητή, το εν λόγω περιστατικό δεν είναι επιδεκτικό επαλήθευσης μέσω εξωτερικών πηγών πληροφόρησης. Η αδυναμία εξωτερικής τεκμηρίωσης καθιστά ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη ο Αιτητής να προσκομίσει έναν πειστικό, συνεκτικό και απαλλαγμένο αντιφάσεων ισχυρισμό, βάσει του οποίου να δύναται να στηριχθεί ευλόγως η πεποίθηση περί της πραγματικής τέλεσης των αναφερόμενων γεγονότων. Εν προκειμένω, ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να προσφέρει τέτοιο αφήγημα·
Δεδομένης της παντελούς έλλειψης εσωτερικής συνοχής του ισχυρισμού αυτού εκ της αοριστίας, της γενικότητας και της αντιφατικότητας που χαρακτηρίζει το αφήγημα του Αιτητή δεν προκύπτει ανάγκη για εξέταση της εξωτερικής του συνοχής, με αναφορά σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης. Επί τούτου, σχετικά είναι τα όσα καταγράφονται στο εγχειρίδιο της EASO (νυν EUAA), Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System[8], σελ.169 όπου διαλαμβάνονται συγκεκριμένα τα ακόλουθα:
«This will be necessary insofar as the rationale of the judgment relies on the appreciation of conditions prevailing in the country of origin. This would not be the case in all situations. For example, it may well be unnecessary in respect of a negative credibility finding based on a blatant lack of internal consistency or on unsatisfactorily explained discrepancies and variations on the essential elements of a claim, nor a fortiori if an appeal is rejected on inadmissibility grounds.»
Βλέπε σχετικώς και τα όσα αναφέρθηκαν επί του ζητήματος τούτου στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην FERDINAND EBELE EWELUKWA v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 18/2023, 31.10.2024.
Συνεπώς ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός του Αιτητή απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό του Αιτητή, όπως αυτός προωθήθηκε δια της γραπτής αγόρευσης των συνηγόρων του, ότι η πολυετής (άνω των έξι ετών) απουσία του από τη χώρα καταγωγής του τον καθιστά πιο ευάλωτο λόγω της μακρόχρονης αποξένωσής του από την πολιτισμική και παραδοσιακή της ταυτότητα, σημειώνεται ότι δεν υποστηρίζεται από συγκεκριμένα στοιχεία ή δεδομένα. Επισημαίνεται, περαιτέρω, ότι το στοιχείο αυτό, αφ’ εαυτού, δεν αποδεικνύει ούτε τεκμηριώνει ότι ο Αιτητής υφίσταται ή κινδυνεύει να υποστεί δίωξη για λόγους που σχετίζονται με τους προβλεπόμενους στη Σύμβαση της Γενεύης.
Έχοντας πλέον αξιολογήσει τα αποδεικτικά στοιχεία που έχω ενώπιόν μου και εξακριβώσει τα πραγματικά περιστατικά που περιβάλλουν την υπό εξέταση υπόθεση, προχωρώ στη νομική αξιολόγηση των προϋποθέσεων χορήγησης διεθνούς προστασίας και κατά πόσο αυτές πληρούνται στην υπό εξέταση υπόθεση, λαμβάνοντας υπόψη τους αποδεκτούς ουσιώδεις ισχυρισμούς.
Χρήσιμη είναι η επαναφορά στην μνήμη των προνοιών του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου δυνάμει του οποίου:
«3.-(1) Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής, ή πρόσωπο, που δεν έχει ιθαγένεια, το οποίο, ενώ είναι εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους διαμονής του ως αποτέλεσμα αυτών των καταστάσεων, δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο να επιστρέψει σ' αυτή και στο οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 5».
Υπό το φως των προλεχθέντων και των ισχυρισμών του Αιτητή που έχουν γίνει αποδεκτοί από το παρόν Δικαστήριο, κρίνω ότι δε δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν διαπιστώνονται δείκτες κινδύνου έναντι της ζωής του, σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, ιδιαιτέρως υπό τον ορισμό και προϋποθέσεις του προφίλ του πρόσφυγα, άρθρο 1Α της Συνθήκης της Γενεύης και άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.
Ως εκ τούτου, απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να υπαχθεί ο Αιτητής στο καθεστώς της επικουρικής προστασίας, ή αλλιώς συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική μας νομοθεσία. Ειδικότερα, το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι:
«19.-(1) Ο Προϊστάμενος, με απόφασή του αναγνωρίζει καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής».
Ο ορισμός της «σοβαρής» ή «σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβης» καλύπτει δυνάμει του άρθρου 19(2) εξαντλητικά, τρεις διαφορετικές καταστάσεις, ήτοι :
(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή
(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή
(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.
Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις που διαλαμβάνονται στην υπό κρίση υπόθεση, ο Αιτητής δεν μπορεί να ενταχθεί στα υπό (α) και (β) ανωτέρω εδάφια. Εξέτασης συνεπώς χρήζει το εδάφιο (γ) του άρθρου 19(2).
Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν αναφορικά με την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επεσήμανε στην απόφαση του CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland[9] ότι συνιστούν:
«(...) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.»
(βλ. σκέψη 43 της απόφασης)
Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του Sufi and Elmι[10], αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
Όπως επίσης διευκρίνισε το ΔΕΕ στην υπόθεση Meki Elgafaji, Noor Elgafaji ν
Staatssecretaris van Justitie[11]:
«33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.
34. Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [.]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.
35. Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.
36. Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».
37. Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.
38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.
39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».
Στη βάση της ως άνω νομολογίας, προς τον σκοπό εξέτασης των προϋποθέσεων που διαλαμβάνει το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως αυτός ενσωματώνει το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[12] και λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησης του Αιτητή, προχώρησα σε έρευνα σε διεθνείς πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πολιτεία Enugu της Νιγηρίας, όπου ευλόγως αναμένεται να επιστρέψει. Από την έρευνα αυτή, προέκυψαν τα ακόλουθα:
· Σύμφωνα με το RULAC, μια πρωτοβουλία της Ακαδημίας της Γενεύης για την καταγραφή των ενόπλων συγκρούσεων σε διεθνές επίπεδο, η Νιγηρία εμπλέκεται σε δύο παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις κατά των μη κρατικών ένοπλων ομάδων Boko Haram και του Ισλαμικού Κράτους στην επαρχία της Δυτικής Αφρικής (ISWAP). Επιπλέον, υπάρχει μια μη-διεθνής ένοπλη σύρραξη μεταξύ των ISWAP και Boko Haram. Από το 2014, η Πολυεθνική Κοινή Ομάδα Εργασίας -η οποία περιλαμβάνει στρατεύματα από το Καμερούν, το Τσαντ, το Νίγηρα, το Μπενίν και τη Νιγηρία- έχει παρέμβει στη σύγκρουση προς υποστήριξη της νιγηριανής κυβέρνησης, αφήνοντας έτσι αμετάβλητο τον χαρακτηρισμό της κατάστασης ως μη διεθνούς.[13]
· Σύμφωνα με την ανάλυση του επιπέδου επικινδυνότητας της Νιγηρίας, η ιστοσελίδα Crisis 24, αναφέρει ότι η Νιγηρία αντιμετωπίζει πολλαπλές προκλήσεις σε θέματα ασφάλειας. Οι κοινωνικές και εργατικές αναταραχές είναι συχνό φαινόμενο, το οποίο εκδηλώνεται με διαμαρτυρίες στους δρόμους και απεργίες στα κύρια αστικά κέντρα. Επίσης, παρουσιάζονται κοινοτικές διενέξεις και/ή συγκρούσεις που έχουν στο επίκεντρο τους πόρους (resource-based) στις αγροτικές περιοχές. Η απουσία μιας ολοκληρωμένης σφαιρικής λύσης στα ζητήματα που άπτονται της κτηνοτροφίας (pastoralist conflict) έχει τροφοδοτήσει τη βία στην κυρίως γεωργική Μέση Ζώνη (agricultural Middle Belt), στο παρασκήνιο εθνοπολιτικών εντάσεων. Εν τω μεταξύ, οι ισλαμιστικές εξεγέρσεις που πηγάζουν από τις ομάδες Boko Haram και Ισλαμικό Κράτος (Islamic State in West Africa Province/ISWAP) συνεχίζουν να αποτελούν μια διαρκή, αν και γεωγραφικά περιορισμένη, απειλή στην απομακρυσμένη βορειοανατολική περιοχή της Νιγηρίας και στις συνοριακές περιοχές με γειτονικές χώρες.[14]
· Σύμφωνα με τα πρόσφατα δεδομένα της βάσης δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού με έργο τη συλλογή, ανάλυση και χαρτογράφηση δεδομένων σχετικά με τις ημερομηνίες, τους δρώντες, τις τοποθεσίες, τους θανάτους και τους τύπους όλων των καταγεγραμμένων γεγονότων πολιτικής βίας και διαμαρτυρίας σε παγκόσμια κλίμακα, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 20.07.2024 - 18.07.2025 σημειώθηκαν στην πολιτεία Enugu συνολικά 92 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 73 ανθρώπινες απώλειες. Εξ' αυτών, τα 26 καταχωρίστηκαν ως μάχες (46 απώλειες), τα 42 ως βία κατά αμάχων (44 απώλειες) τα 5 ως εξεγέρσεις (0 απώλειες), τα 19 ως διαμαρτυρίες (0 απώλειες), ενώ δεν έχουν καταγραφεί περιστατικά εκρήξεων / απομακρυσμένης βίας.[15] Σημειωτέον δε, ότι ο πληθυσμός της πολιτείας Enugu καταγράφεται στους 4,690,100 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση του 2022[16].
Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης, στον τελευταίο τόπο διαμονής του και ως εκ τούτου δεν διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άντρας, υγιής, μορφωμένος, πλήρως ικανός προς εργασία και με προηγούμενη εργασιακή εμπειρία, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας. Ο Αιτητής δεν έχει θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, που να υποδηλώνουν ότι μπορεί να έχει τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξή μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).
Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή (Νιγηρία), συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα και με το πιο πρόσφατο Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 30.05.2025 (Κ.Δ.Π. 145/2025), χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας καταγωγής. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.
Ενόψει των ανωτέρω, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.
Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552.
[2] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019: «Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.»
[3] Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.
[5] Βλ. άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018).
[6] Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018).
[7] Google Maps, διαδρομή Enugu - Awka, Νιγηρία, https://www.google.com/maps/dir/Enugu,+Nigeria/Awka,+Nigeria
[8] Evidence and Credibility Assessment in the Context of the Common European Asylum System' (2023), 136 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023- 02/Evidence_credibility_judicial_analysis_second_edition.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 08.11.2024)
[9] ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland
[11] Απόφαση στην υπόθεση C465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji ;κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.02.2009
[12] ΟΔΗΓΙΑ 2011/95/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση).
[13] RULAC, 'Non - international Armed Conflicts in Nigeria', 2023, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Non-International Armed Conflicts in Nigeria | Rulac (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 28/07/2025)
[14] Crisis 24, διαθέσιμο:
https://crisis24.garda.com/insights-intelligence/intelligence/country-reports/nigeria (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 28/07/2025)
[15] Προσαρμοσμένη έρευνα στην βάση ACLED Explorer, ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: EVENT COUNTS & FATALITIES- EVENT TYPE: Political violence (Battles, Explosions/ Remote violence, Violence against civilians, Riots & Protests), EVENT DATE - Custom Date Range: 20.07.2024 - 18.07.2025, STATE – Enugu, COUNTRY - Nigeria, ADMIN 1- Centre) (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 28.07.2025)
[16] CITY POPULATION, Africa: Nigeria – Enugu, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://citypopulation.de/en/nigeria/admin/NGA014__enugu/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 28.07.2025)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο