
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ.: 3446/23
11 Αυγούστου, 2025
[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
G.A.A.
Αιτητού,
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
Μπετίτο Τζ. (κος.) για Πιερίδη & Πιερίδη, Δικηγόρος για τον Αιτητή
Φιλίππου Α. (κος.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Aιτητής με την παρούσα προσφυγή αιτείται την έκδοση απόφασης από το παρόν Δικαστήριο με την οποία να κηρύσσεται άκυρη, παράνομη και στερούμενη οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος, η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 16.6.2023, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του Αιτητή για διεθνή προστασία, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2022.
Γεγονότα
1. Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Ο Αιτητής κατάγεται από το Καμερούν. Περί τις 28.3.2019, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, αφού προηγουμένως εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία, και στις 4.5.2023, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή από λειτουργό. Ακολούθως, υποβλήθηκε Έκθεση/ Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: o Προϊστάμενος) για απόρριψη της αίτησης για διεθνή προστασία του Αιτητή και επιστροφής του στο Καμερούν, η οποία εγκρίθηκε στις 16.6.2023 από τον Προϊστάμενο. Στις 5.9.2023, η εν λόγω απορριπτική απόφαση, η οποία αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, κοινοποιήθηκε στον Αιτητή.
Νομικοί Ισχυρισμοί
2. Ο Αιτητής προωθεί, όπως διευκρίνισε κατά την ακροαματική διαδικασία της παρούσας προσφυγής, τον ισχυρισμό ότι ο λειτουργός κ. Κ.Α, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο ασκούσε καθήκοντα του Προϊσταμένου και ο οποίος εξέδωσε την επίδικη απόφαση, δια της εγκρίσεως της εισηγητικής έκθεσης, δεν είναι αρμόδιος να το πράξει καθώς δεν προκύπτουν από κανένα περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου τα προσόντα ή η πείρα του λειτουργού, δεδομένου ότι είναι λειτουργός πολεοδομίας. Περαιτέρω, προωθεί ως ετέρους λόγους προσφυγής την έλλειψη δέουσας έρευνας και την απουσία επαρκούς αιτιολογίας.
3. Από την πλευρά τους οι Καθ΄ων η αίτηση υπεραμύνονται της επίδικη πράξης και υποβάλλουν ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή έχουν εξεταστεί και αξιολογηθεί δεόντως από τους Καθ’ ων η αίτηση. Οι Καθ' ων η αίτηση υποστηρίζουν τη νομιμότητα της διαδικασίας έκδοσης της επίδικης απόφασης και παραπέμπουν στο άρθρο 13Α του περί Προσφύγων Νόμου σε συνάρτηση με την Κ.Δ.Π. 279/19, από την οποία προκύπτει η νομιμοποίηση των λειτουργών της ΕUAA για διεξαγωγή των συνεντεύξεων. Όσον αφορά, ειδικότερα, στον ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας του λειτουργού κ. Κ.Α., επισημαίνουν ότι με βάση σχετικής εξουσιοδότησης και δυνάμει του άρθρου 2 του περί Προσφύγων Νόμου, αλλά και βάσει του άρθρου 47 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, αυτός είναι πλήρως και δεόντως εξουσιοδοτημένος να εκτελεί τα σχετικά καθήκοντα.
Το νομικό πλαίσιο
4. Η Σύμβαση περί του καθεστώτος των προσφύγων, η οποία υπογράφηκε στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 και τέθηκε σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954 [Recueil des traités des Nations unies, τόμος 189, σ. 150, αριθ. 2545 (1954)], όπως συμπληρώθηκε με το Πρωτόκολλο περί του καθεστώτος των προσφύγων, το οποίο συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 31 Ιανουαρίου 1967 και τέθηκε σε ισχύ στις 4 Οκτωβρίου 1967 (στο εξής: Σύμβαση της Γενεύης), ορίζει, στο άρθρο 1, τμήμα Α, σημείο 2, πρώτο εδάφιο, ότι ο όρος «πρόσφυγας» εφαρμόζεται επί παντός προσώπου το οποίο, «συνεπεία δικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων, ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την ιθαγένεια και δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να απολαύη της προστασίας της χώρας ταύτης».
5. Ο Κανονισμός 2 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έχει ως ακολούθως:
«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».
6. Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (στο εξής: o περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.
7. Το άρθρο 3 των περί Προσφύγων Νόμων 2000 έως του 2023 (στο εξής: o περί Προσφύγων Νόμος) καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.
8. Το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:
«Υποχρεώσεις Αιτητή κατά την εξέταση της αίτησης και συναφής υποχρέωση αρμόδιων αρχών
16.-(1) Κατά την εξέταση της αίτησής του, ο Αιτητής οφείλει να συνεργάζεται με την Υπηρεσία Ασύλου με σκοπό την εξακρίβωση της ταυτότητάς του και των υπόλοιπων στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2).
(2) Ιδίως, ο Αιτητής οφείλει-
(α) να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης, τα οποία στοιχεία συνίστανται σε δηλώσεις του Αιτητή και σε όλα τα έγγραφα που έχει ο Αιτητής στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία∙ [...]».
9. Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.
Κατάληξη
10. Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής, που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του αιτητή, θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους ή αυτοί αποσύρονται ρητώς κατά το στάδιο της ακρόασης (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεώργιας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).
11. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962 επιβάλλει, όπως τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται η προσφυγή του εκάστοτε αιτητή εξειδικεύονται και αιτιολογούνται πλήρως στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας. Η έννοια του Κανονισμού 7 είναι η οριοθέτηση με λεπτομέρεια των επίδικων θεμάτων (αυτή είναι η έννοια της λέξης «πλήρως»), ούτως ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, με τους διαδίκους να γνωρίζουν με ακρίβεια το λόγο που προωθείται ο εκάστοτε λόγος ακύρωσης, αλλά και το Δικαστήριο να ασχολείται μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα και όχι με γενικές και αόριστες τοποθετήσεις [Βλ. Α.Ε. Αρ. 156/2012, Mustafa Haghilo v. Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών, ημερ. 27/2/2018, Α.Ε. Αρ. 95/2012, Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, ημερ. 6.7.2018]. Αυτά ισχύουν κατά μείζονα λόγο όταν ο αιτητής εκπροσωπείται δια συνηγόρου. Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία. Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. [Βλ. Α.Ε. Αρ. 3729, Μαραγκός ν. Δημοκρατίας, 3.11.2006, (2006) 3 ΑΑΔ 671, Α.Ε. 1883], Μαρία Ευθυμίου ν. Ε.Δ.Υ., (1997) 3 ΑΑΔ 281, 14.7.1997.[Bλ. Συναφώς Υπ. Αρ. 1239/2009, ΟΜ Prakash Pandey v AAΠ, ημερ. 5.11.2010]. Η γενική επίκληση απουσίας εκ του νόμου προϋπόθεσης, χωρίς οποιαδήποτε προβολή ισχυρισμών που να επεξηγούν πού εδράζεται η εν λόγω θέση πάσχει από αοριστία.
12. Επισημαίνεται εν πρώτοις ότι το ζήτημα που εγείρεται αναφορικά με τον κατ' ισχυρισμό αναρμοδιότητα του διοικητικού οργάνου να εγκρίνει την έκθεση-εισήγηση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου λόγω του ότι πρόκειται περί λειτουργού αποσπασμένου από άλλη υπηρεσία, δεν δικογραφείται δεόντως στο πλαίσιο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας, καθώς αμφισβητούνται κατουσίαν τα προσόντα του προσώπου που ασκεί τα καθήκοντα του Προϊσταμένου. Στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας ουδεμία συγκεκριμένη ανάλυση γίνεται επί αυτού του σημείου. Περαιτέρω, δεν αποτελεί επίδικη πράξη εν προκειμένω η πράξη απόσπασης του εν λόγω προσώπου στην Υπηρεσία Ασύλου.
13. Σε κάθε περίπτωση, παρατηρείται ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή περί έκδοσης της απόφασης από αναρμόδιο πρόσωπο εδράζεται στο γεγονός ότι ο εν λόγω λειτουργός, κ. Κ. Α., ήταν σε απόσπαση από το Τμήμα Πολεοδομίας. Το γεγονός ότι το εν λόγω πρόσωπο έχει αποσπαστεί από το Τμήμα Πολεοδομίας δεν αποτελεί αμφισβητούμενο δεδομένο ούτε και η πράξη απόσπασής του στην Υπηρεσία Ασύλου αποτελεί αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας. Αυτό που αμφισβητείται ωστόσο είναι η δυνατότητα του εν λόγω προσώπου να εξουσιοδοτηθεί από τον Υπουργό να ασκεί τις εξουσίες του Προϊσταμένου.
14. Εν προκειμένω, δυνάμει του ερμηνευτικού άρθρου 2 του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο παρατίθεται ανωτέρω, Προϊστάμενος με την έννοια του εν λόγω νόμου, και άρα πρόσωπο το οποίο έχει εξουσία να εκδίδει απορριπτικές αποφάσεις επί αιτήσεων ασύλου, είναι και οποιοσδήποτε αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου. Ως εκ τούτου, υπάρχει ρητή πρόνοια στον περί Προσφύγων Νόμων, η οποία επιτρέπει την εκχώρηση των εξουσιών του Προϊσταμένου, (Βλ. Απόφαση στην. Α.Ε. αρ. 2115, Ανδρούλλας Ζηνοβίου ν Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 2.10.1997, (1997) 3 Α.Α.Δ 385).
15. Το άρθρο 47 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως (Αρ. 3) του 2022 (οι οποίοι ήταν σε ισχύ κατά το χρόνο έκδοσης της επίδικης απόφασης) καθορίζει τις περιπτώσεις απόσπασης δημοσίων υπαλλήλων. Τόσο από το γράμμα όσο και από το σκοπό της εν λόγω διάταξης η απόσπαση ενός δημοσίου υπαλλήλου έχει ως σκοπό προσωρινή μετακίνηση ενός υπαλλήλου από τη θέση του σε άλλη υπηρεσία, χωρίς να αλλάζει η οργανική του θέση ή το καθεστώς απασχόλησής του, με σκοπό την εκτέλεση καθηκόντων συναφών με τη νέα θέση στην οποία υπηρετεί ως αποσπασθείς. Η θέση ότι η άσκηση καθηκόντων στη νέα υπηρεσία όπου υπηρετεί ως αποσπασθείς τελείται αναρμοδίως δεν βρίσκει λογικό έρεισμα καθώς κάτι τέτοιο θα ερχόταν σε αντίθεση με το σκοπό του μηχανισμού της απόσπασης. Ως εκ τούτου κρίνεται ότι ο κ. Κ. Α. ως πρόσωπο υπαγόμενο, έστω κατά το χρόνο της απόσπασης, στην Υπηρεσία Ασύλου δύναται να εξουσιοδοτηθεί από τον Υπουργό να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου (βλ. άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου). Ανάλογη κατάληξη είχε και ο αδελφός μου δικαστής κος Χριστοφόρου, στην απόφασή του στην Προσφυγή αρ. 1427/23, Ρ.Κ. ν Κυπριακής Δημοκρατία μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 23.5.2024.
16. Εν προκειμένω, ο Υπουργός Εσωτερικών με εξουσιοδότησή του ημερομηνίας 7.3.2023, εξουσιοδότησε τον κ. Κ.Α. να εκδίδει αποφάσεις επί αιτήσεων διεθνούς προστασίας (βλ.ερ. 98 του δ.φ.). Η επίδικη πράξη εκδόθηκε στις 16.06.2023. Ως εκ τούτου, προκύπτει ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο κ. Κ. Α. ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένος για την έκδοση της επίδικης απόφασης και ο συναφής ισχυρισμός περί αναρμοδιότητας απορρίπτεται.
17. Ως προς τους υπόλοιπους λόγους προσφυγής επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής των λόγων προσφυγής. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει και την ουσιαστική ορθότητα της de novo και ex nunc (Βλ. Aπόφαση του ΔΕΕ της 3ης Απριλίου 2025, C-283/24 [Barouk], B. F. κατά Κυπριακής Δημοκρατίας, ECLI:EU:C:2025:236, απόφαση του ΔΕΕ ημερομηνίας 29 Ιουλίου 2019, Torubarov, C-556/17, EU:C:2019:626, σκέψεις 50 έως 53 (σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο πραγματοποιεί «πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων, ιδίως, κατά περίπτωση, εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας) Έφεση κατά Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Aρ. 107/2023, Δημοκρατία ν. Q.B.T., απόφαση ημερ. 11.2.2025, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 17/2021 Janelidze ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 21.9.2021· Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 35/2023 Lubangamu ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 5.12.2024). Ο εκάστοτε αιτητής αναμένεται να προβάλει, στο πλαίσιο της διοικητικής ή και της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Η πιο πάνω ανάλυση λόγω της έκτασης της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου καθιστά αλυσιτελή την προβολή υποπεριπτώσεων λόγων προσφυγής π.χ. έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, πλάνη, ορισμένες διαδικαστικές πλημμέλειες κατά την έκδοση της επίδικης πράξης. Εν προκειμένω, ο Αιτητής εκπροσωπούμενος και δια συνηγόρου, έχει την ευκαιρία να εκθέσει τους ισχυρισμούς του και να λάβει όλα τα δέοντα δικονομικά μέσα προς τεκμηρίωσή τους [Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552]. Ως αλυσιτελής χαρακτηρίζεται ο λόγος προσφυγής, ο οποίος ακόμα και αν γίνει δεκτός δεν πρόκειται να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης [Βλ. Η προβολή ισχυρισμών στις διοικητικές διαφορές ουσίας, Α. Αθ. Αρχοντάκη, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 100].
18. Συναφές εν προκειμένω είναι και το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα τα εδάφια (2) και (3) αυτού. Από τις εν λόγω διατάξεις απορρέει καταρχάς η υποχρέωση του Αιτητή να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησης ασύλου του. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie v. Aναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320) αποτελεί υποχρέωση του αιτούντος άσυλο να επικαλεστεί έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για κάποιον από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010). Εν συνεχεία ωστόσο, λόγω ακριβώς της δυσχέρειας του αιτούντος να τεκμηριώσει με συγκεκριμένα στοιχεία την αίτησή του, γεννάται υποχρέωση της διοίκησης να συνδράμει τον Αιτητή σε αυτήν την προσπάθεια προβολής και τεκμηρίωσης των ισχυρισμών του (Βλ. Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών παρ. 195 επ., Βλ. επίσης αναφορικά με την ενεργό συνεργασία Απόφαση του ΔΕΕ της 22ας Νοεμβρίου 2012, Υπόθεση C-277/11, M. M., ECLI: EU:C:2012:744, σκέψεις 63 έως 68).
19. Προχωρώντας στην κατ’ ουσίαν εξέταση των ισχυρισμών του Αιτητή, επισημαίνεται ότι κατά την καταγραφή του αιτήματός του για διεθνή προστασίας, αυτός δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του εξαιτίας του πολέμου στις αγγλόφωνες περιοχές.
20. Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης, ο Αιτητής, αναφερόμενος στα προσωπικά του στοιχεία, δήλωσε ότι γεννήθηκε στην πόλη Ekona (γεννηθείς το 1991), στο Νοτιοδυτικό Τμήμα του Καμερούν, ενώ τόπος συνήθους διαμονής του ήταν το χωριό Ebonji, το οποίο αποτέλεσε και τον τελευταίο τόπο παραμονής του πριν από την αναχώρησή του από τη χώρα. Ως προς το θρήσκευμα, ανέφερε ότι είναι πρεσβυτεριανός χριστιανός και ανήκει στη φυλή Ngie (Ngi). Σε σχέση με το εκπαιδευτικό του υπόβαθρο, δήλωσε ότι φοίτησε για δώδεκα έτη στη σχολική εκπαίδευση, χωρίς, ωστόσο, να ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Αναφορικά με την επαγγελματική του δραστηριότητα, ανέφερε ότι ασχολείται με την καλλιέργεια και το εμπόριο καρύδας. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση, δεν είναι παντρεμένος ούτε διαθέτει παιδιά, δήλωσε ωστόσο ότι οι γονείς του και τα πέντε αδέλφια του διαμένουν στο Ebonji και ότι, κατά την τελευταία μεταξύ τους επικοινωνία, τον ενημέρωσαν πως είναι καλά.
21. Ερωτηθείς για τους λόγους εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του, ο Αιτητής, κατά την ελεύθερη αφήγησή του, αναφέρθηκε στον πόλεμο που επικρατεί στις βόρειες και νότιες περιοχές του Καμερούν, ο οποίος είχε ως αποτέλεσμα τον εκτοπισμό του ιδίου και της οικογένειάς του, με συνέπεια τη διατάραξη της ζωής του. Υποστήριξε ότι η ζωή του διατρέχει κίνδυνο τόσο από τους μαχητές Ambazonians όσο και από τον στρατό. Κατά τους ισχυρισμούς του, οι μαχητές Ambazonians επιδίωκαν να τον στρατολογήσουν, ενώ οι στρατιωτικές δυνάμεις τον στοχοποιούσαν, επειδή – κατά τα λεγόμενά του – χρηματοδοτούσε τους μαχητές αυτούς. Προσέθεσε ότι το αυτοκίνητο και η μοτοσικλέτα του καταστράφηκαν από πυρκαγιά και ότι συνελήφθη από τους Ambazonians σε θαμνώδη περιοχή, όπου κρατήθηκε για διάστημα δύο εβδομάδων, λόγω του ότι ήταν νέος και ικανός να πολεμήσει. Ερωτηθείς στην συνέχεια, τι φοβάται σε περίπτωση επιστροφής του, ισχυρίστηκε ότι η κυβέρνηση διαθέτει τα προσωπικά του στοιχεία και ότι τον αναζητούν τόσο ο στρατός όσο και οι Ambazonians. Σε ερώτηση ποιες ενδείξεις έχει ότι ο στρατός τον αναζητεί, δήλωσε ότι τον Φεβρουάριο του 2018 έλαβε επιστολή από τον αρχηγό του χωριού του, στην οποία αναφερόταν ότι χρηματοδοτούσε τους αποσχιστές μαχητές, παρέχοντάς τους χρήματα για την αγορά σφαιρών (ο Αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα του το Μάρτιο του 2019). Ο Αιτητής υποστήριξε ότι ακόμη και πριν από τον πόλεμο οι μαχητές Ambazonians του ζητούσαν χρήματα και ότι, μετά τη λήψη της επιστολής, εγκατέλειψε την περιοχή φοβούμενος για τη ζωή του. Επεσήμανε ότι δεν αναζήτησε περαιτέρω πληροφορίες για την επιστολή, καθώς οι επιχειρηματίες στοχοποιούνταν για υποστήριξη των αυτονομιστών. Κατά τη διαδικασία διευκρινίσεων, δήλωσε ότι ο στρατός στοχοποιούσε γενικώς όλους τους επιχειρηματίες και όχι ειδικά τον ίδιο, και, ως προς το πώς στοχοποιήθηκε προσωπικά, επανέλαβε την αναφορά στην επιστολή που έλαβε. Διευκρίνισε, τέλος, ότι ουδέποτε συνελήφθη από την κυβέρνηση του Καμερούν. Αναφορικά με τον ισχυρισμό του ότι τον αναζητούν οι Ambazonians, δήλωσε ότι οι μαχητές αυτοί επιδιώκουν την ένταξη νέων στις τάξεις τους, προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τις δραστηριότητές τους, και ότι οι ίδιοι είναι συνομήλικοί του. Σχετικά με την καταστροφή του αυτοκινήτου και της μοτοσικλέτας του, ο Αιτητής υποστήριξε ότι το περιστατικό έλαβε χώρα στις 18.3.2017, περί ώρα τις 4:00 τα ξημερώματα, στο Ebonji, και αποδόθηκε στον στρατό. Κατά τα λεγόμενά του, όλοι οι κάτοικοι εγκατέλειψαν την περιοχή και κατέφυγαν σε θαμνώδη έκταση, απ’ όπου είδαν τους στρατιώτες να πυροβολούν και να καταστρέφουν περιουσίες. Όταν επέστρεψαν στο χωριό, αντίκρισαν ολοκληρωτική καταστροφή. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι πυρπολήθηκε ολόκληρο το χωριό και ότι η καταστροφή του αυτοκινήτου και της μοτοσικλέτας του δεν συνιστούσε προσωπική στοχοποίησή του. Προσέθεσε ότι η εισβολή και καταστροφή του χωριού από τον στρατό έγινε στο πλαίσιο της αντιμετώπισης των αυτονομιστών μαχητών.
22. Στο πλαίσιο διευκρινιστικών ερωτήσεων αναφορικά με τη σύλληψη και την κράτησή του από τους Ambazonians για διάστημα δύο εβδομάδων, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι η σύλληψη έλαβε χώρα επειδή δεν εντάχθηκε στην ομάδα τους για να πολεμήσει εναντίον του στρατού και όφειλε, κατά τους ισχυρισμούς τους, να καταβάλει χρηματικό ποσό, το οποίο εκείνη την περίοδο αδυνατούσε να διαθέσει. Δήλωσε ότι δεν δύναται να προσδιορίσει χρονικά το πότε συνέβη η εν λόγω σύλληψη. Ως προς τον τρόπο με τον οποίο αντιλήφθηκε ότι οι συλλάβοντες ήταν μαχητές Ambazonians, ανέφερε ότι το κατάλαβε από την ενδυμασία τους, καθώς και από το γεγονός ότι ορισμένοι εξ αυτών κατάγονταν από το χωριό του. Υποστήριξε ότι ο σκοπός της σύλληψης ήταν η στρατολόγησή του, ενώ η αποφυλάκισή του επήλθε μετά την καταβολή χρηματικού ποσού προς αυτούς.
23. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι, μετά την αναχώρησή του από το Καμερούν, ενημερώθηκε από τον θείο του ότι ο στρατός τον αναζητεί. Κληθείς να περιγράψει μία ημέρα κατά την οποία βρισκόταν στους θάμνους, όπου – κατά τους ισχυρισμούς του – συνελήφθη και κρατήθηκε από τους Ambazonians, ανέφερε ότι ορισμένες ημέρες τον κρατούσαν δεμένο και τον χτυπούσαν, ενώ φέρει ακόμη σημάδι στο μάγουλο. Ειδικότερα, δήλωσε ότι την πρώτη ημέρα της κράτησής του υπέστη κακοποίηση με μεγάλο μαχαίρι («machete»), παρέμεινε δεμένος και δεχόταν απειλές ότι θα καεί ζωντανός. Κατά τους ισχυρισμούς του, η κακοποίηση οφειλόταν στο ότι κάποιοι τον κατηγόρησαν για συνεργασία με τον στρατό. Ερωτηθείς να διευκρινίσει τη σχετική κατηγορία, ανέφερε ότι, όταν προέβαινε σε συναλλαγές με αγρότες για την αγορά των προϊόντων τους, διαδόθηκε ότι συνεργαζόταν με τον στρατό, κάτι που του φώναζαν οι Ambazonians την ώρα που τον χτυπούσαν. Κατά τον Αιτητή, η μεταχείριση που υπέστη από τους Ambazonians οφειλόταν τόσο στην κατηγορία περί συνεργασίας του με τον στρατό όσο και στην άρνησή του να ενταχθεί στις τάξεις τους.
24. Κατά την αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή, οι Καθ’ ων η αίτηση διέκριναν τρεις ουσιώδεις πτυχές: (α) την ταυτότητα και τη χώρα καταγωγής του, (β) την απαγωγή του από τους Ambazonians με σκοπό την ένταξή του στις τάξεις τους και (γ) τη στοχοποίησή του από τον στρατό του Καμερούν, ως επιχειρηματία, με την κατηγορία ότι χρηματοδοτούσε τους μαχητές Ambazonians. Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός, καθώς οι σχετικές δηλώσεις του Αιτητή κρίθηκαν συνεκτικές και συμβατές. Αντιθέτως, ο δεύτερος και ο τρίτος ισχυρισμός απορρίφθηκαν, διότι οι αντίστοιχες δηλώσεις του στερούνταν επαρκούς λεπτομέρειας, δεν ήταν συγκεκριμένες και χαρακτηρίστηκαν γενικές και αόριστες.
25. Στη βάση του μόνο αποδεκτού ισχυρισμού του Αιτητή, ήτοι των προσωπικών του στοιχείων, τη χώρα καταγωγής, του τελευταίου τόπου διαμονής του και λαμβάνοντας υπόψιν τις πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής του, κρίθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση ότι καταρχήν ο Αιτητής ενδέχεται να αντιμετωπίσει κίνδυνο, ως απόρροια της κατάστασης ανασφάλειας στην συγκεκριμένη περιοχή.
26. Προχωρώντας στην νομική ανάλυση, οι Καθ' ων η αίτηση διαπιστώνουν ότι δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης του Αιτητή δυνάμει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης λόγω αδιάκριτης βίας δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς παρά την ύπαρξη αδιάκριτης βίας στην περιοχή η ένταση αυτής σε συνάρτηση με τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται προσωπική απειλή για τον Αιτητή.
27. Στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, ο Αιτητής δεν προσκομίζει οποιαδήποτε νέα μαρτυρία συναφή με τον πυρήνα του αιτήματός του για διεθνή προστασία ούτε και σχολιάζει ειδικώς τα επιμέρους ευρήματα των Καθ' ων η αίτηση περί της απόρριψης των ουσιωδών ισχυρισμών του.
28. Προχωρώντας στην de novo και ex nunc εξέταση των ενώπιόν μου δεδομένων, όπως υπαγορεύουν τα εδάφια (3) και (4) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου το Δικαστήριο καταλήγει ως ακολούθως.
29. Καταρχάς συντάσσομαι με τη διάκριση των ουσιωδών ισχυρισμών του Αιτητή όπως επίσης με την αποδοχή του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού καθώς υπήρξε συνεκτικός και ακριβής ως προς τις συναφείς δηλώσεις του.
30. Ως προς τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή περί αρπαγής του από τους Ambazonians με σκοπό τη συμμετοχή του στον αγώνα τους, σημειώνονται τα ακόλουθα: Εισαγωγικώς επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με τον Οδηγό της EUAA για την αξιολόγηση της μαρτυρίας και του κινδύνου[1], η γενική αξιοπιστία του αιτούντος συναρτάται με τη συνοχή και την ευλογοφάνεια της συνολικής αφήγησής του. Η αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας βασίζεται σε συγκεκριμένους δείκτες (credibility indicators), ήτοι: εσωτερική συνέπεια (internal consistency), ευλογοφάνεια (plausibility), εξωτερική συνέπεια (external consistency) και επαρκές επίπεδο λεπτομέρειας (sufficiency of detail). Κανένας από τους ανωτέρω δείκτες δεν είναι απόλυτα καθοριστικός, ενώ η συνολική κρίση περί αξιοπιστίας διαμορφώνεται κατόπιν εξέτασης όλων των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων. Στην προκειμένη περίπτωση, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει λεπτομερείς και συγκεκριμένες πληροφορίες για τις συνθήκες του περιστατικού σύλληψής του από τους Ambazonians. Ως προς την απελευθέρωσή του, ισχυρίστηκε ότι πλήρωσε χρηματικό ποσό και αφέθηκε ελεύθερος, ενώ κατά τη σύλληψή του είχε δηλώσει ότι συνελήφθη επειδή εκείνη την περίοδο δεν διέθετε χρήματα να τους δώσει. Περαιτέρω, δεν μπόρεσε να περιγράψει τον τόπο όπου κρατήθηκε επί δύο εβδομάδες, περιοριζόμενος να αναφέρει γενικά και αόριστα ότι βρισκόταν «στους θάμνους». Επίσης, δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει χρονικά πότε έλαβε χώρα η σύλληψη και η απελευθέρωσή του. Αναφορικά με τις συνθήκες κράτησής του, δήλωσε ότι υπέστη κακοποίηση και ήταν δεμένος, χωρίς όμως να δώσει, κατόπιν σχετικής πρόσκλησης, περαιτέρω συγκεκριμένα στοιχεία για τα φερόμενα βασανιστήρια, αρκούμενος να αναφέρει ότι τον κατηγορούσαν για συνεργασία με τον στρατό. Από την αφήγησή του απουσιάζουν βιωματικής φύσεως λεπτομέρειες τόσο για τις περιστάσεις της σύλληψης και κράτησής του από τους Ambazonians όσο και για τη φερόμενη δίωξή του από αυτούς. Οι λακωνικές αποκρίσεις του δεν δικαιολογούνται, λαμβανομένης υπόψη της ηλικίας και του μορφωτικού του επιπέδου, καθώς και του γεγονότος ότι πρόκειται για γεγονότα που ισχυρίζεται ότι βίωσε προσωπικά. Επιπλέον, κατά την παρούσα διαδικασία, ο Αιτητής δεν σχολίασε ειδικώς τα αντίστοιχα ευρήματα των Καθ’ ων η αίτηση. Υπό το φως της έλλειψης επαρκών πληροφοριών και των αοριστιών που εντοπίστηκαν στο αφήγημά του, δεν τεκμηριώνεται εν προκειμένω η εσωτερική του αξιοπιστία.
31. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών του, σημειώνεται ότι το αφήγημα του Αιτητή αποτελεί προσωπικό βίωμα, το οποίο δεν μπορεί καθ’ αυτό εύλογα να επιβεβαιωθεί από εξωτερικές πηγές. Ωστόσο επιμέρους σημεία του αφηγήματός του όντως επιβεβαιώνονται από εξωτερικές πηγές, οι οποίες παρατίθενται στη συνέχεια όπως η δράση των αποσχιστών στη Νοτιοδυτική περιφέρεια του Καμερούν και η ύπαρξη αντιποίνων κατά προσώπων που αρνούνται να συνταχθούν μαζί τους.
32. Ειδικότερα από αξιόπιστες πηγές προκύπτει ότι ο χαρακτηρισμός 'black leg'' έχει την έννοια του ''προδότη'' και προκύπτει ότι χρησιμοποιείται από τα μέλη των αποσχιστικών ομάδων των Ambazonians για τον άμαχο πληθυσμό που δεν επιθυμούν να εμπλακούν στις δραστηριότητές τους[2] ή είναι ύποπτοι για συνεργασία με την αστυνομία ή τον στρατό[3]. Η συνεχής υποψία συνεργασίας πολιτών με κρατικές δυνάμεις ή η μη συμμόρφωση με την ατζέντα των αυτονομιστικών κινημάτων έχει αυξήσει τον κίνδυνο να αντιμετωπίσουν επιθέσεις, σωματική και σεξουαλική βία, βασανιστήρια, ακρωτηριασμό, απειλές, απαγωγές, πληρωμές λύτρων και δολοφονίες. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην προώθηση τέτοιων επιθέσεων εναντίον αμάχων που θεωρούνται ύποπτοι προδότες κυρίως από αυτονομιστικά κινήματα, ένα φαινόμενο γνωστό ως ''black legs''.[4]
33. Συνεπώς, παρά την επιβεβαίωση της μεταχείρισης όσων χαρακτηρίζονται προδότες ''black legs'' από τους Ambazonians, ελλείψει εσωτερικής αξιοπιστίας στις δηλώσεις του Αιτητή, ο ισχυρισμός απορρίπτεται.
34. Αναφορικά με τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι τη στοχοποίησή του από τον στρατό ως επιχειρηματία, λόγω της κατηγορίας ότι χρηματοδοτούσε τους μαχητές Ambazonians, ο Αιτητής υπήρξε ομοίως ασαφής και αόριστος. Δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει με συγκεκριμένο και σαφή τρόπο τον λόγο για τον οποίο, κατά τους ισχυρισμούς του, αποτέλεσε στόχο του στρατού. Η μόνη σχετική αναφορά του αφορούσε τη λήψη επιστολής από τον αρχηγό του χωριού, στην οποία – σύμφωνα με τα λεγόμενά του – καταγραφόταν ότι χρηματοδοτούσε τους αυτονομιστές, χωρίς ωστόσο να δύναται να παράσχει περαιτέρω πληροφορίες ή αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξη και το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής. Επιπλέον, ο ίδιος ανέφερε ότι δεν στοχοποιήθηκε προσωπικά, αλλά ότι γενικά όλοι οι επιχειρηματίες στις αγγλόφωνες περιοχές θεωρούνταν από τον στρατό ως χορηγοί των αυτονομιστών. Δεν παραβλέπεται δε ότι, μολονότι το εν λόγω περιστατικό τοποθετείται χρονικά τον Φεβρουάριο του 2018 (βλ. ερ. 62-2χ του δ.φ.), ο Αιτητής εξήλθε της χώρας καταγωγής του, δια της νόμιμης οδού, περί τον Μάρτιο του 2019, χωρίς να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα με τις αρχές. Το γεγονός αυτό συνιστά ισχυρή ένδειξη ότι ο Αιτητής δεν αποτελεί πρόσωπο ενδιαφέροντος για τις αρχές της χώρας καταγωγής του. Εξάλλου, δεν υφίστανται άλλες αντικειμενικές ενδείξεις που να στηρίζουν τον ισχυρισμό περί δίωξής του από τις αρχές, πέραν των προσωπικών του εικασιών. Κατά συνέπεια, δεν τεκμηριώνεται η εσωτερική αξιοπιστία του συναφούς ισχυρισμού.
35. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού σημειώνονται τα κάτωθι: Από διαθέσιμες εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, επιβεβαιώνεται το γεγονός ότι η κυβέρνηση διώκει πρόσωπα που συμπράττουν με τους αυτονομιστές. Ειδικότερα, στις πηγές εντοπίστηκε περίπτωση επιχειρηματία, ο οποίος είχε οδηγηθεί ενώπιον στρατιωτικού δικαστηρίου στο Καμερούν για παροχή οικονομικής βοήθειας στους Ambazonians.[5] Έτερη πηγή αναφέρει ότι επικεφαλής ιατρός σε περιφερειακό νοσοκομείο στην Bafut στο βορειοδυτικό τμήμα της χώρας συνελήφθη από τον στρατό τον Ιούλιο 2022 ως ύποπτος για παροχή βοήθειας στους αυτονομιστές. Η σύλληψη του επιβεβαιώθηκε από την Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Καμερούν (Cameroon Human Rights Commission CHRC) δηλώνοντας ότι αρχικά συνελήφθη για υποψία χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.[6] Από τα πιο πάνω, διαπιστώνεται ότι πολίτες στοχοποιούνται ενίοτε από το κράτος για πιθανή εμπλοκή τους ή υποβοήθηση στον αγώνα των αυτονομιστών. Εντούτοις, οι γενικές αυτές πηγές καίτοι επιβεβαιώνουν ότι η κυβέρνηση διώκει άτομα, τα οποία ενισχύουν οικονομικά τη δράση των αυτονομιστών, εντούτοις αυτά τα δεδομένα δεν επαρκούν προκειμένου να καλυφθεί το κενό της εσωτερικής αξιοπιστίας του Αιτητή και συνεπώς, ο εν λόγω ισχυρισμός επίσης απορρίπτεται ως αναξιόπιστος.
36. Προχωρώντας στην αξιολόγηση του κινδύνου που διατρέχει ο Αιτητής, στη βάση του μόνου αποδεκτού ισχυρισμού του, , παρατηρώ επιπρόσθετα προς όσα καταγράφονται στην Εισηγητική Έκθεση τα εξής:
37. Ως προς τη γενική κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του Αιτητή, αναφέρονται τα ακόλουθα, ως προκύπτουν από έγκυρες πηγές πληροφόρησης:
38. Βάσει πληροφοριών από τον ανεξάρτητο οργανισμό ACAPS, η κρίση που ξέσπασε στις Αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν (ήτοι στις περιφέρειες Northwest και Southwest) περί τα τέλη του 2016 οδήγησε στην εμφάνιση διαφόρων αποσχιστικών ομάδων και σε ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ του κρατικού στρατού και των ενόπλων δυνάμεων των αυτονομιστών, που έχουν εντείνει την ανασφάλεια στις αγγλόφωνες περιοχές, «αφήνοντας πάνω από 334.000 άτομα εσωτερικά εκτοπισμένα και περισσότεροι από 76.000 να αναζητούν καταφύγιο στη γειτονική Νιγηρία, μέχρι τον Φεβρουάριο του 2025. ».[7] Εκ των όσων επίσης αναφέρονται στην ίδια πηγή, οι απαρχές της σύγκρουσης εντοπίζονται στα μακροχρόνια προβλήματα στην αγγλόφωνη κοινότητα στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές της χώρας, λόγω της περιθωριοποίησης τους από τη γαλλόφωνη κυβέρνηση, «που κλιμακώθηκαν σε εκτεταμένες διαμαρτυρίες και απεργίες περί τα τέλη του 2016».[8]
39. Οι αντιμαχόμενες πλευρές αποτελούνται από τις ένοπλες κρατικές δυνάμεις ασφαλείας του Καμερούν που έχουν αναπτυχθεί στην περιοχή (συμπεριλαμβανομένης της επίλεκτης μονάδας μάχης) και από διάφορες ένοπλες αυτονομιστικές ομάδες (που αριθμούν πέραν των 7 διαφορετικών ενόπλων ομάδων, συνολικής δυναμικότητας 2.000-4.000 μαχητών, που κατά τις επιθέσεις τους εναντίον του κρατικού στρατού χρησιμοποιούν αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς, καθώς και πιο προηγμένο οπλισμό όπως εκτοξευτές αντιαρματικών), που δρουν (κυρίως) στις αγγλόφωνες περιοχές (παρά το ότι εμφανίζονται με ορισμένο διαχωρισμό, οι ομάδες αυτές προσπαθούν όλο και περισσότερο να συντονιστούν μεταξύ τους, ενώ «οι συνεχιζόμενες εχθροπραξίες παρουσιάζουν ένα συλλογικό χαρακτήρα»).[9]
40. Ως προς τον αριθμό των περιστατικών ασφαλείας γενικότερα στο Νοτιοδυτικό Τμήμα του Καμερούν, ευρύτερη περιοχή στην οποία βρίσκεται ο τόπος καταγωγής και o τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή, μεταξύ 18.7.2024 και 18.7.2025 καταγράφηκαν από τη βάση δεδομένων του ACLED συνολικά 410 περιστατικά βίας τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 453 απώλειες. Εξ' αυτών των περιστατικών, τα 10 καταγράφηκαν ως διαμαρτυρίες (χωρίς θανάτους), τα 13 ως ταραχές (2 θάνατοι), τα 230 ως βία κατά αμάχων (82 θάνατοι), τα 143 ως μάχες (360 θάνατοι) και 14 ως περιστατικά εκρήξεων/απομακρυσμένης βίας (9 θάνατοι).[10] Πιο συγκεκριμένα, για τη περιοχή Ebonji, τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή, το ανωτέρω χρονικό διάστημα δεν καταγράφηκαν περιστατικά ασφαλείας. Ο πληθυσμός της Νοτιοδυτικής περιοχής σύμφωνα με την επίσημη καταμέτρηση του 2015 ανέρχεται σε 1,553,300 κατοίκους.[11]
41. Ως προς τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή δεν προκύπτει οποιαδήποτε παράμετρος του προφίλ του, η οποία να επιτείνει με οποιοδήποτε τρόπο τον κίνδυνο που τυχόν αυτός διατρέχει ούτε και καθαυτό κάποιο στοιχείο του προφίλ του δίδει βάσιμο έρεισμα για φόβο δίωξης.
42. Ειδικώς ως προς το θρησκευτικό του προφίλ ως χριστιανού δεν προκύπτει κάποιος κίνδυνος. Πηγές αναφέρουν πως στο Καμερούν, οι Χριστιανοί αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού, με περίπου 70% να ανήκουν σε διάφορα χριστιανικά δόγματα. Ωστόσο, υπάρχουν περιοχές όπου οι Χριστιανοί αντιμετωπίζουν προκλήσεις. Στις βόρειες περιοχές, όπου κυριαρχεί το Ισλάμ, έχουν αναφερθεί περιστατικά κοινωνικών εντάσεων μεταξύ χριστιανικών και μουσουλμανικών κοινοτήτων. Επιπλέον, η παρουσία εξτρεμιστικών ομάδων, όπως η Μπόκο Χαράμ, έχει οδηγήσει σε επιθέσεις κατά χριστιανικών κοινοτήτων στα βόρεια σύνορα με τη Νιγηρία και όχι στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή. Παρά τις προκλήσεις αυτές, οι Χριστιανοί στο Καμερούν γενικά ασκούν τη θρησκεία τους ελεύθερα[12].
43. Ως εκ τούτου, στην προκειμένη περίπτωση λαμβάνοντας υπόψη και το προσωπικό προφίλ του Αιτητή, ως αυτό έγινε αποδεκτό και ειδικότερα ότι ο Αιτητής είναι νεαρός, υγιής, χωρίς κάποια καταγεγραμμένη ευαλωτότητα, με εργασιακή εμπειρία στο τόπο συνήθους διαμονής του και με υποστηρικτικό/οικογενειακό δίκτυο, χωρίς καμία δράση ή συμμετοχή σε αντιπολιτευτικές ή απελευθερωτικές δραστηριότητες, κρίνεται πως σε συνάρτηση με τις παρατεθείσες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στη Νοτιοδυτική Περιφέρεια, και το γεγονός ότι ο ίδιος δεν εμπλέκεται καθ' οιονδήποτε τρόπο με τα όσα διαδραματίζονται στο πλαίσια των ενόπλων συγκρούσεων που καταγράφονται, δεν πιθανολογείται ότι σε περίπτωση επιστροφής του εκεί, θα εκτεθεί σε κίνδυνο που να ισοδυναμεί με σοβαρή βλάβη ή δίωξη.
44. Δεδομένης την ανωτέρω ανάλυσης κινδύνου και του αβασίμου του εκπεφρασμένου φόβου του Αιτητή, το Δικαστήριο καταλήγει ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα καθώς δεν τεκμηριώθηκε η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης για τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Φόβος δίωξης δεν προκύπτει καθαυτός ούτε από τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή τα οποία και έχουν γίνει αποδεκτά.
45. Ούτε επίσης τεκμηριώνεται, επικουρικώς, η υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς ο Αιτητής δεν τεκμηριώνει αλλά και από τα ενώπιόν μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.
46. Ειδικότερα, στην προκειμένη περίπτωση από το προαναφερόμενο ιστορικό και δεδομένου ότι ο Αιτητής δεν τεκμηρίωσε, ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)] δεν προκύπτει ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του [βλ άρθρο 19(2)(α) και (β)].
47. Ούτε εξάλλου, προκύπτει ότι συντρέχει αδιακρίτως ασκούμενη βία στον τελευταίο τόπο διαμονής του Αιτητή, ο βαθμός της οποίας να είναι τόσο υψηλός, ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμηθεί ότι ο προσφεύγων, ακόμα κι αν ήθελε υποτεθεί ότι θα επιστρέψει στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή (βλ. άρθρο 19(2)(γ) απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94 Elgafaji, σκέψη 43).
48. Δεδομένης της έκρυθμής κατάστασης που επικρατεί στο τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή όπου ευλόγως αναμένεται να επιστρέψει, δέον να εξεταστούν τα επιμέρους συστατικά στοιχεία του άρθρου 19(2)(γ) και ειδικότερα, κατά πόσον συντρέχει αδιακρίτως ασκούμενη βία στον τελευταίο τόπο διαμονής του Αιτητή, ο βαθμός της οποίας να είναι τόσο υψηλός, ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμηθεί ότι ο Αιτητής, ακόμα κι αν ήθελε υποτεθεί ότι θα επιστρέψει στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας της και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94 Elgafaji, σκέψη 43].
49. Σημειώνεται συναφώς ότι «το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε Αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δε βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής». Ως «σοβαρή» ή «σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη» ορίζεται δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) ως «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης».
50. Ως προς τον όρο διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη, το ΔΕΕ, διευκρίνισε ότι της έννοιας της εσωτερικής ένοπλης συρράξεως, η σημασία και το περιεχόμενο των όρων αυτών πρέπει να καθορίζονται, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το σύνηθες νόημά τους στην καθημερινή γλώσσα, λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου αυτοί χρησιμοποιούνται και των σκοπών που επιδιώκει η ρύθμιση στην οποία εντάσσονται (αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C‑549/07, Wallentin-Hermann, Συλλογή 2008, σ. I‑11061, σκέψη 17, και της 22ας Νοεμβρίου 2012, C‑119/12, Probst, σκέψη 20). Υπό το σύνηθες νόημά της στην καθημερινή γλώσσα, η έννοια της εσωτερικής ένοπλης συρράξεως αφορά κατάσταση στην οποία οι τακτικές δυνάμεις ενός κράτους συγκρούονται με μία ή περισσότερες ένοπλες ομάδες ή στην οποία δύο ή περισσότερες ένοπλες ομάδες συγκρούονται μεταξύ τους. (Βλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C-285/12, EU:C:2014:39, σκέψεις 27 και 28).
51. Ακολούθως ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν κατά την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε ότι λαμβάνονται υπόψη «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (Βλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C-285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (Βλ. C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).
52. Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
53. Επιπλέον, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.» (απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».
54. Εν προκειμένω Δικαστήριο ανέτρεξε σε πρόσφατες και έγκυρες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στο Νοτιοδυτική περιφέρεια του Καμερούν (βλ. ανωτέρω) και ενώ διαπιστώθηκε ότι δεν καταγράφηκαν περιστατικά ασφαλείας στο Ebonji ("Ebodji" ή "Ebodjé"), τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, εντούτοις στη περιφέρεια λαμβάνει χώρα εσωτερική ένοπλη σύρραξη μεταξύ των δυνάμεων του στρατού της χώρας και των αποσχιστικών ομάδων που δρουν στη περιοχή. Επίσης οι εξωτερικές πηγές καταδεικνύουν ότι εκεί λαμβάνει χώρα αδιάκριτη βία (για τη έννοια της αδιάκριτης βίας η οποία επηρεάζει πρόσωπα ανεξαρτήτως των προσωπικών τους περιστάσεων, βλ. ανωτέρω Elgafaji, σκέψη 34 ΔΕΕ, Diakite, απόφαση ημερ.30/01/2014, C-285/12, παρ.). Ενόψει των ποσοτικών και ποιοτικών χαρακτηριστικών τα οποία αναλύθηκαν ανωτέρω φρονώ ότι η προερχόμενη από την ένοπλη σύρραξη αδιάκριτη βία αγγίζει ένα μέτριο σχετικά επίπεδο, αν και δεν εξικνείται σε τέτοιο επίπεδο ώστε μόνη η παρουσία ενός αμάχου σε αυτή να αρκεί για στοιχειοθέτηση πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, ανεξαρτήτως προσωπικών περιστάσεων.
55. Λαμβάνοντας συνεπώς υπόψη τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, όπως καταγράφονται ανωτέρω, ήτοι ότι πρόκειται περί νεαρού μονήρη άνδρα, υγιούς, ικανό προς εργασία και με προηγούμενη εργασιακή πείρα στη χώρα του, ο οποίος διαθέτει οικογενειακό/υποστηρικτικό δίκτυο εντός της χώρας καταγωγής του, διαθέτοντας μέσα επιβίωσης και εξοικείωσής με τον τόπο καταγωγής του όπου διέμενε για σημαντικό χρονικό διάστημα προ της αναχωρήσεώς του από τη χώρα, κρίνεται ότι αυτός δεν συντρέχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητάς του ως αμάχου, λόγω της κατάστασης ασφαλείας που επικρατεί στη χώρα του. Συνεπώς δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του ούτε στο άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.
Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση τροποποιείται ως ανωτέρω, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.
Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] EUAA, ‘Practical Guide on Evidence and Risk Assessment’ (2024), 57-62 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/publications/practical-guide-evidence-and-risk-assessment [Ημερομηνία πρόσβασης 11/07/2025)
[2] International Crisis Group, Dialogue is Essential to Unite Cameroon's Disparate Voices, 27/07/2018, διαθέσιμο σε: https://www.crisisgroup.org/africa/central-africa/cameroon/dialogue-essential-unite-cameroons-disparate-voices , Human Rights Watch, "They Are Destroying Our Future": Armed Separatist Attacks on Students, Teachers, and Schools in Cameroon's Anglophone Regions, 2021, σελ. 97, διαθέσιμο σε: https://www.hrw.org/sites/default/files/media_2021/12/cameroon1221_web.pdf [Ημερομηνία πρόσβασης 21/07/2025]
[3] ACLED - Armed Conflict Location & Event Data Project, GI-TOC - Global Initiative against Organized Crime: Non-State Armed Groups and Illicit Economies in West Africa: Anglophone separatists, September 2024, σελ. 31, διαθέσιμο σε:
https://www.ecoi.net/en/file/local/2114957/d4248905-7022-462d-a85a-5d2645fc5b22.pdf [Ημερομηνία πρόσβασης 21/07/2025]
[4] ACLED - Armed Conflict Location & Event Data Project, GI-TOC - Global Initiative against Organized Crime: Non-State Armed Groups and Illicit Economies in West Africa: Anglophone separatists, September 2024, σελ. 23,31
https://www.ecoi.net/en/file/local/2114957/d4248905-7022-462d-a85a-5d2645fc5b22.pdf Amnesty International: With or against us: People of the North-West region of Cameroon caught between the army, armed separatists and militias [AFR 17/6838/2023], July 2023, σελ. 16,17
https://www.ecoi.net/en/file/local/2094320/AFR1768382023ENGLISH.pdf ,
BBC News: Cameroon's Bamenda, where only the coffin trade is booming, 22 August 2022
https://www.bbc.co.uk/news/world-africa-61871027?at_medium=RSS&at_campaign=KARANGA [Ημερομηνία πρόσβασης 21/07/2025]
[5] Amnesty International (AI), 'With us or Against Us: People of the North - West Region of Cameroon Caught between the Army, Armed Separatists and Militias', 2023, σελ. 42, διαθέσιμο σε: https://www.amnesty.ch/de/laender/afrika/kamerun/dok/2023/graeueltaten-muessen-gestoppt-und-untersucht-werden/afr-17_6838_2023-with-or-against-us-people-of-the-north-west-region-of-cameroon-caught-between-the-army-armed-separatists-and-militias.pdf [Ημερομηνία πρόσβασης 21/07/2025]
[6] ΑCCORD, Cameroon: The Cameroon Anglophone Crisis (2021-2023) 4 January 2024, σελ. 20, διαθέσιμο σε: https://www.ecoi.net/en/file/local/2102908/a-12289.pdf [Ημερομηνία πρόσβασης 21/07/2025]
[7] ACAPS, Country analysis: Cameroon, https://www.acaps.org/en/countries/cameroon# [ημερομηνία πρόσβασης 21/07/2025]
[8] ACAPS, Country analysis: Cameroon, https://www.acaps.org/en/countries/cameroon# [ημερομηνία πρόσβασης 21/07/2025]
[9] Geneva Academy of International Humanitarian Law and Human Rights – RULAC: Rule of Law in Armed Conflicts, Non-international Armed Conflicts in Cameroon, Last updated: 12th January 2023, https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-cameroon (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 21/07/2025)
[10] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο: https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians/ Explosions/Remote violence/Riots/Protests) DATE RANGE: 18/07/2024 - 18/07/2025, REGION: Africa, COUNTRY: Cameroon, ADMIN UNIT: Sud Ouest) [Hμερομηνία πρόσβασης 21/07/2025]
[11] CITY POPULATION, Africa / CAMEROON: Sud-Ouest (South West), https://www.citypopulation.de/en/cameroon/cities/ [Ημερομηνία πρόσβασης 21/07/2025]
[12] USDOS - US Department of State: 2023 Report on International Religious Freedom: Cameroon, 26 June 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2111838.html USDOS - US Department of State: 2023 Country Report on Human Rights Practices: Cameroon, 23 April 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2107637.html [Ημερομηνία πρόσβασης 21/07/2025]
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο